Όψεις του οργανωμένου εγκλήματος στην Ελλάδα και στην Ευρώπη
ΠΕΡΙΛΗΨΗ Η εξέλιξη του οργανωμένου εγκλήματος υπήρξε ραγδαία από το τέλος της δεκαετίας του ΄90 και εντεύθεν. Οι σαρωτικές γεωπολιτικές αλλαγές στη Γηραιά Ήπειρο, μετά την πτώση του τείχους του Βερολίνου, σε συνδυασμό με την εκρηκτική ανάπτυξη της τεχνολογίας, συνέβαλαν καταλυτικά στην έξαρση όλων σχεδόν των εκφάνσεων του οργανωμένου εγκλήματος. Η Ευρώπη εξελίχθηκε ως μία εκ των σημαντικότερων αγορών για το οργανωμένο έγκλημα, παρά τις κοινές προσπάθειες των κρατών για συντονισμό και συνεργασία στην καταπολέμηση των οργανωμένων εγκληματικών δικτύων. Η Ελλάδα, ως πύλη εισόδου της Ευρώπης, συνεχίζει και σήμερα να δέχεται την καταλυτική επίδραση του οργανωμένου εγκλήματος, ένεκα της ευαίσθητης γεωγραφικής θέσης της σε συνδυασμό με την πολιτική αστάθεια που επικρατεί στην ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής και της Βόρειας Αφρικής, ως απόρροια των εμπόλεμων συρράξεων. Στην παρούσα μελέτη επιχειρείται μια κριτική προσέγγιση της κατάστασης του οργανωμένου εγκλήματος στην Ελλάδα και στην Ευρώπη όπως διαμορφώνεται σήμερα επί τη βάσει των υφιστάμενων στοιχείων από τις σχετικές επίσημες εκθέσεις και εξάγονται συγκεκριμένες διαπιστώσεις και εκτιμήσεις για την παρούσα κατάσταση του και τη μελλοντική του εξέλιξη. |
Εισαγωγή
Το οργανωμένο έγκλημα αποτελούσε ανέκαθεν προτεραιότητα της αντεγκληματικής πολιτικής κάθε ευνομούμενης πολιτείας. Οι προσπάθειες της διεθνούς κοινότητας προκειμένου να περιορίσουν την έκταση των οργανωμένων εγκληματικών δραστηριοτήτων έχουν ενταθεί τα τελευταία χρόνια, ωστόσο, το οργανωμένο έγκλημα συνεχίζει να διατηρεί ανοδικές τάσεις τόσο στην Ελλάδα όσο και σε ολόκληρο τον ευρωπαϊκό χώρο. Το φάσμα των δραστηριοτήτων του οργανωμένου εγκλήματος επεκτείνεται διαρκώς με τη χρήση και αξιοποίηση των νέων τεχνολογιών, ενώ το πεδίο υλοποίησης των έκνομων ενεργειών συχνά καλύπτει περισσότερες από δύο χώρες.
Η Ελλάδα, ως μία εκ των κυριότερων πυλών της Ευρώπης και ευρισκόμενη ταυτόχρονα στο σταυροδρόμι τριών ηπείρων, αντιστέκεται σθεναρά στις τεράστιες προκλήσεις και πιέσεις που δέχεται διαρκώς, ως απόρροια των ραγδαίων γεωπολιτικών αλλαγών στο χώρο των δυτικών Βαλκανίων, της Νοτιοανατολικής Ασίας, της Μέσης Ανατολής και της Βόρειας Αφρικής. Παράλληλα, η Ευρώπη συνεχίζει να αποτελεί πόλο έλξης των οργανωμένων εγκληματικών δικτύων, η οποία λόγω της οικονομικής της ευμάρειας αποτελεί εν τοις πράγμασι μία από τις καλύτερες και προσοδοφόρες αγορές του οργανωμένου εγκλήματος, παρά τις προσπάθειες της Ευρωπαϊκής ¨Ένωσης (ΕΕ) για την εναρμόνιση των νομοθετικών πλαισίων των κρατών μελών και την ανάπτυξη κοινών πολιτικών (Fijnaut & Paoli (eds), 2004: V).
Ορισμός του οργανωμένου εγκλήματος
Η διεθνής κοινότητα αλλά και η Ευρωπαϊκή Ένωση καθυστέρησαν σημαντικά να υιοθετήσουν έναν κοινώς αποδεκτό ορισμό του οργανωμένου εγκλήματος, με αποτέλεσμα, για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα, η εννοιολογική προσέγγιση του οργανωμένου εγκλήματος υπήρξε διαφορετική μεταξύ των κρατών και κατά συνέπεια αντιμετωπίζονταν με διαφορετικούς τρόπους και νομοθετικά πλαίσια.
Το 2000 εκδηλώνεται η πρώτη προσπάθεια της διεθνούς κοινότητας για τον νομικό καθορισμό της έννοιας του οργανωμένου εγκλήματος με την κατάρτιση της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών (United Nations, 2000), γνωστή ως Σύμβαση του Παλέρμο, η οποία ορίζει το οργανωμένο έγκλημα ως μία δομημένη ομάδα τριών ή περισσοτέρων ατόμων με διάρκεια δράσης και με σκοπό τη διάπραξη περισσοτέρων του ενός αδικημάτων για τα οποία προβλέπεται ποινή φυλάκισης τουλάχιστον τεσσάρων ετών, με σκοπό το παράνομο κέρδος ή άλλου υλικού οφέλους. Η Ελλάδα επικύρωσε τη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για το οργανωμένο έγκλημα με σημαντική καθυστέρηση, ήτοι το 2010 (Νόμος 3875/2010).
Μετά τον ΟΗΕ, το 2008 ακολούθησε η Ευρωπαϊκή Ένωση καθορίζοντας νομικά την έννοια του οργανωμένου εγκλήματος με σχετική απόφαση-πλαίσιο του Συμβουλίου η οποία κατ’ ουσίαν υιοθετεί το εννοιολογικό πλαίσιο της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών, με μόνη κύρια διαφορά στον αριθμό των μελών της εγκληματικής ομάδας που ορίζεται σε τουλάχιστον δύο άτομα (Συμβούλιο της ΕΕ, 2008).
Το οργανωμένο έγκλημα στην Ελλάδα
Η έννοια του οργανωμένου εγκλήματος εμφανίζεται για πρώτη φορά στην Ελλάδα το 1990 και συγκεκριμένα μέσα από τις διατάξεις του Νόμου 1916, ωστόσο ο σκοπός του νομοθέτη εκείνη την περίοδο ήταν πρωτίστως η καταπολέμηση της εγχώριας τρομοκρατίας που βρίσκονταν σε έξαρση στη χώρα (Νόμος 1916/1990). Το οργανωμένο έγκλημα, με τη σημερινή του μορφή, ήταν παντελώς άγνωστο στην Ελλάδα μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του ΄90. Οι εκτεταμένες γεωπολιτικές αλλαγές που ακολούθησαν μετά την κατάρρευση των πρώην ανατολικών καθεστώτων, συνέβαλαν αρχικά στη δημιουργία συνθηκών που σταδιακά θα εκκολάψουν τις προϋποθέσεις και θα διαμορφώσουν το αναγκαίο περιβάλλον εντός του οποίου θα εκδηλωθούν οι πρώτες οργανωμένες εγκληματικές δραστηριότητες στον Ελληνικό χώρο (Lambropoulou, 2003:72). Οι αθρόες μετακινήσεις μεταναστών προς τις δυτικές ευρωπαϊκές χώρες, η κατάργηση των εσωτερικών συνόρων των κρατών μελών Schengen, η ελεύθερη και απρόσκοπτη διακίνηση ανθρώπων, αγαθών και υπηρεσιών σε συνδυασμό με την εξέλιξη της τεχνολογίας, συντέλεσαν στη δημιουργία των κατάλληλων ευκαιριών για τη δραστηριοποίηση των οργανωμένων εγκληματικών ομάδων στην Ελλάδα. Όπως σε ολόκληρο τον Ευρωπαϊκό χώρο, έτσι και στην Ελλάδα το οργανωμένο έγκλημα ακολούθησε αυξητική πορεία και σε σύγκριση με την προηγούμενη δεκαετία οι οργανωμένες εγκληματικές ομάδες και τα μέλη τους έχουν υπερδιπλασιασθεί, όπως φαίνεται στον παρακάτω πίνακα.
ΑΡΙΘΜΟΣ ΟΡΓΑΝΩΜΕΝΩΝ ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΚΩΝ ΟΜΑΔΩΝ ΚΑΙ ΜΕΛΩΝ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ
Πηγή: Αρχηγείο Ελληνικής Αστυνομίας – Ετήσιες Εκθέσεις για το Οργανωμένο Έγκλημα στην Ελλάδα.
Οι προσπάθειες των Ελληνικών διωκτικών αρχών και οι συνεργασίες τους με διεθνείς και ευρωπαϊκούς οργανισμούς αστυνομικής και δικαστικής συνεργασίας (Στεργιούλης, 2020a), συνέβαλαν ώστε τα τελευταία χρόνια ο αριθμός των οργανωμένων εγκληματικών ομάδων που δρουν στη χώρα να έχει σταθεροποιηθεί, χωρίς ωστόσο να υποτιμάται το μέγεθος των οργανωμένων ομάδων και χωρίς, βεβαίως, να αποκλείεται μία μελλοντική έξαρση του φαινομένου. Σε κάθε περίπτωση, η κατάσταση του οργανωμένου εγκλήματος, όπως διαμορφώνεται σήμερα στην Ελλάδα, είναι ιδιαιτέρως ανησυχητική, τόσο ως προς τον αριθμό των εγκληματικών οργανώσεων και των μελών τους όσο και ως προς τη σύνθεση τους, όπως παρουσιάζεται στον παρακάτω πίνακα 1:
ΠΙΝΑΚΑΣ 1
Οι παράνομες δραστηριότητες του οργανωμένου εγκλήματος στην Ελλάδα είναι πολυσχιδείς, ωστόσο, επικεντρώνονται πρωτίστως στη διακίνηση ναρκωτικών, στη διακίνηση παράνομων μεταναστών και στο λαθρεμπόριο διαφόρων προϊόντων. Τα τελευταία χρόνια, λόγω της παρατεταμένης κρίσης του μεταναστευτικού-προσφυγικού προβλήματος στη χώρα μας, παρατηρείται μία αυξημένη και συστηματική εμπλοκή οργανωμένων δικτύων στη διακίνηση παράνομων μεταναστών λόγω των τεράστιων ευκαιριών κέρδους (Europol, 2017a). Στο ίδιο πλαίσιο συλλογιστικής, η οικονομική κρίση ευνόησε το λαθρεμπόριο διαφόρων προϊόντων, κυρίως τσιγάρων και απομιμητικών προϊόντων, οι υποθέσεις των οποίων τα τελευταία χρόνια έχουν αυξηθεί σημαντικά (Αρχηγείο Ελληνικής Αστυνομίας, 2019:65, Στεργιούλης, 2020b).
Η Ελλάδα αποτελεί μέρος του αποκαλούμενου Βαλκανικού Άξονα μέσω του οποίου διακινείται το μεγαλύτερο μέρος των ναρκωτικών ουσιών, που προέρχονται από χώρες της κεντρικής και νοτιοανατολικής Ασίας μέσω Τουρκίας, με προορισμό όλες τις Ευρωπαϊκές χώρες (Europol, 2015:41, Tarantini, 2016). Βεβαίως, ο Βαλκανικός Άξονας δεν αποτελεί την κύρια οδό διακίνησης μόνο ναρκωτικών ουσιών, αλλά όλων σχεδόν των δραστηριοτήτων των οργανωμένων δικτύων. Για παράδειγμα, καθ’ όλη την περίοδο της κρίσης του μεταναστευτικού ζητήματος, ο Βαλκανικός Άξονας αποτέλεσε και συνεχίζει να αποτελεί μία από τις κυριότερες διαδρομές που χρησιμοποιούν τα οργανωμένα δίκτυα για τη διακίνηση παράνομων μεταναστών προς διάφορες ευρωπαϊκές χώρες.
Ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά του οργανωμένου εγκλήματος στην Ελλάδα, όπως αναλυτικά παρατίθενται στον πίνακα 2, είναι ότι οι ομάδες παραμένουν ολιγομελείς (έως 6 μέλη), γεγονός που τις καθιστά ευέλικτες, ενώ η δράση τους δεν περιορίζεται μόνο στο εσωτερικό της χώρας, αλλά επεκτείνεται και σε διασυνοριακό επίπεδο. Σημαντικό, επίσης, χαρακτηριστικό είναι ότι η σύνθεση των μελών των οργανωμένων εγκληματικών ομάδων στην Ελλάδα, έχει σταδιακά αλλάξει από την περασμένη δεκαετία, έτσι ώστε σήμερα η πλειοψηφία των ομάδων (70%) να είναι αμιγώς Ελληνικές και κατά 30% αλλοδαπές (Αρχηγείο Ελληνικής Αστυνομίας, 2005:5).
ΠΙΝΑΚΑΣ 2
Τέλος, αξίζει να σημειωθεί ότι τα συνολικά κέρδη του οργανωμένου εγκλήματος στην Ελλάδα, σύμφωνα με επιστημονική έρευνα πανευρωπαϊκού επιπέδου που χρηματοδοτήθηκε από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, ανέρχονται σε 3,5 δις € ετησίως (Savona & Riccardi, 2015:36), εκτίμηση κατά πολύ διαφορετική από αυτή των Ελληνικών Αρχών.
Το οργανωμένο έγκλημα στην Ευρώπη
Το τέλος του ψυχρού πολέμου σηματοδότησε την απαρχή σημαντικών εξελίξεων για το οργανωμένο έγκλημα στον Ευρωπαϊκό χώρο (Duyne,1996). Η κατάρρευση των πρώην ανατολικών καθεστώτων διευκόλυνε τη μετακίνηση των εγκληματικών οργανώσεων και διεύρυνε το φάσμα της επικοινωνίας τους, γεγονός που ενίσχυσε τις δυνατότητες των οργανωμένων κυκλωμάτων να επεκτείνουν τις εγκληματικές δραστηριότητες τους, αποκτώντας έτσι μια ισχυρή διασυνοριακή και διεθνή διάσταση στις συνεργασίες τους.
Εκείνη τη χρονική περίοδο εντείνονται οι συζητήσεις μεταξύ των Ευρωπαϊκών εταίρων για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Αστυνομικής Υπηρεσίας-Europol, διότι από πολλά κράτη εκφράζονται ανησυχίες για την εξάπλωση του οργανωμένου εγκλήματος. Η Ιταλία είναι από τις πρώτες χώρες που εκφράζει ανησυχίες για την αναδιοργάνωση της Ιταλικής μαφίας και την εξάπλωση των δραστηριοτήτων της στον Ευρωπαϊκό χώρο, η Γερμανία εξέφραζε υποψίες για την εμπλοκή του οργανωμένου εγκλήματος στην παράνομη διακίνηση πυρηνικού υλικού από πρώην Σοβιετικά κρατίδια, ενώ το Ηνωμένο Βασίλειο επισήμαινε τις ανυπέρβλητες δυσκολίες εκείνης της περιόδου για τον έλεγχο και τον περιορισμό του ξεπλύματος χρήματος (Στεργιούλης, 2008:23).
Σε αυτό το πλαίσιο, το 1993 ιδρύεται η Europol (Στεργιούλης, 2008:32) με αποστολή την υποστήριξη των κρατών μελών στην καταπολέμηση του οργανωμένου εγκλήματος, ενώ παράλληλα επισπεύδονται οι διαδικασίες για την ίδρυση και λειτουργίας του Συστήματος Πληροφοριών Schengen. Η κατάργηση των ελέγχων μεταξύ των εσωτερικών συνόρων των κρατών μελών της Σύμβασης Schengen, η οποία ενσωματώθηκε στο κεκτημένο της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τη Συνθήκη του Άμστερνταμ (Επίσημη Εφημερίδα της ΕΕ, 1997), δημιουργεί ένα τεράστιο κενό ασφάλειας, το οποίο θα έπρεπε να αντιμετωπισθεί δεόντως. Έτσι, το 1995 τίθεται σε λειτουργία το Σύστημα Πληροφοριών Schengen προκειμένου να ενισχύσει την αστυνομική, αλλά και δικαστική συνεργασία των ευρωπαϊκών κρατών, λόγω της κατάργησης των εσωτερικών συνόρων τους στο πλαίσιο της ελεύθερης μετακίνησης των πολιτών, αγαθών και υπηρεσιών (Council of EU, 2018). Έτσι, η ίδρυση της Europol και του Συστήματος Πληρoφοριών Schengen αποτελούν τις δύο πρώτες ολοκληρωμένες δομές επιχειρησιακής Ευρωπαϊκής αστυνομικής συνεργασίας για την ενίσχυση των προσπαθειών των κρατών μελών στην καταπολέμηση του οργανωμένου εγκλήματος (Στεργιούλης, 2020).
Ωστόσο, παρά την ίδρυση και λειτουργία νέων δομών διεθνούς αστυνομικής συνεργασίας στο πλαίσιο της ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης (Fijnaut, 2004), οι οποίες στην πορεία του χρόνου ενισχύθηκαν περαιτέρω - το 2002 ιδρύεται και η Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Δικαιοσύνης-Eurojust (Συμβούλιο ΕΕ, 2002) - το οργανωμένο έγκλημα στη Ευρώπη γνώρισε μια ραγδαία ανάπτυξη σε όλες τις εκφάνσεις του. Στις μέρες μας, η κατάσταση του οργανωμένου εγκλήματος στον Ευρωπαϊκό χώρο διαμορφώνεται σε εξαιρετικά υψηλά επίπεδα. Σύμφωνα με εκτιμήσεις της Europol, το 2013 υπήρχαν περίπου 3.600 εγκληματικές οργανώσεις στον Ευρωπαϊκό χώρο, ο αριθμός των οποίων αυξήθηκε σε 5.000 το 2017 (Europol, 2017b:7) για την καταπολέμηση των οποίων διατίθενται τεράστια πόροι.
Αξίζει να υπογραμμισθεί ότι σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι μηχανισμοί που έχουν συσταθεί με αποστολή την καταπολέμηση της οργανωμένης εγκληματικότητας (Europol, Eurojust, Frontex) συγκεντρώνουν συνολικό προϋπολογισμό άνω των 500 εκατ. € ετησίως, στον οποίο, ειρήσθω εν παρόδω, θα πρέπει να προστεθούν και οι προϋπολογισμοί άλλων μηχανισμών της Ευρωπαϊκής Ένωσης που άμεσα ή έμμεσα χρησιμοποιούνται στο πλαίσιο της καταπολέμησης του οργανωμένου εγκλήματος, όπως Schengen Information System, European Criminal Records Information System και άλλων (European Parliament, 2013:11).
Οι εκφάνσεις του οργανωμένου εγκλήματος στην ΕΕ καλύπτουν ένα ευρύτατο φάσμα δραστηριοτήτων με κυριότερη τη διακίνηση ναρκωτικών ουσιών. Πρόκειται για τη μεγαλύτερη και επικερδέστερη αγορά για το οργανωμένο έγκλημα, τα κέρδη της οποίας ανέρχονται ετησίως πάνω από 24 δις € . Μεταξύ των ναρκωτικών ουσιών, η αγορά της κάνναβης είναι η μεγαλύτερη σε κατανάλωση, η χρήση της οποίας τα τελευταία χρόνια έχει αυξηθεί σημαντικά καθότι έχει καταστεί ιδιαιτέρως δημοφιλής στους ευρωπαίους πολίτες (Europol, 2017:34). Τα κύρια ποσοτικά και ποιοτικά χαρακτηριστικά του οργανωμένου εγκλήματος στην ΕΕ σήμερα διαμορφώνονται ως ακολούθως στον πίνακα 3:
ΠΙΝΑΚΑΣ 3
Αναφορικά με τη διακίνηση ναρκωτικών ουσιών, η Αλβανία και το Μαρόκο αποτελούν τις κύριες χώρες παραγωγής κάνναβης και ρητίνης κάνναβης αντιστοίχως. Οι χώρες της Κολομβίας, της Βολιβίας και του Περού αποτελούν τις κύριες χώρες παραγωγής και διακίνησης κοκαΐνης προς όλες τις ευρωπαϊκές αγορές, ενώ το Αφγανιστάν παραμένει η κύρια χώρα παραγωγής ηρωίνης το σύνολο της οποίας διακινείται στις ευρωπαϊκές αγορές μέσω της Βαλκανικής οδού (United Nations, 2015). Η αγορά των συνθετικών ναρκωτικών (αμφεταμίνες, MDMA, κλπ.) εξελίσσεται ως μία από τις περισσότερο δυναμικές αγορές, με δεδομένο ότι συγκεκριμένες Ευρωπαϊκές χώρες (Ολλανδία Βέλγιο Πολωνία Τσεχία και Σλοβακία) κυριαρχούν τόσο στην παραγωγή όσο και στη διακίνηση των συνθετικών ναρκωτικών (Europol, 2018:35-39).
Η διακίνηση παράνομων μεταναστών έχει καταστεί τα τελευταία χρόνια μία ιδιαιτέρως κερδοφόρα εγκληματική δραστηριότητα, τα κέρδη της οποίας είναι εν πολλοίς συγκρίσιμα με τη διακίνηση ναρκωτικών ουσιών. Χαρακτηριστική είναι η εκτίμηση της Europol ότι, το 2015, τα εγκληματικά δίκτυα που ενεπλάκησαν στη διακίνηση παράνομων μεταναστών αποκόμισαν μεταξύ 3 - 6 δις. Ευρώ, ποσό που αναμένεται να διπλασιαστεί ή και να τριπλασιαστεί εφόσον η κρίση του μεταναστευτικού συνεχίσει να υφίσταται (Europol, 2016:2). Η κρίση του μεταναστευτικού επηρέασε, σε μεγάλο βαθμό, μία άλλη μορφή οργανωμένης εγκληματικότητας και μείζονος σημασίας κοινωνικό ζήτημα· την εμπορία ανθρώπων με σκοπό την εργασιακή ή σεξουαλική εκμετάλλευση τους. Ένα μεγάλο μέρος των θυμάτων trafficking είναι ο αυξανόμενος αριθμός ασυνόδευτων ανηλίκων και τούτο διότι τα οργανωμένα δίκτυα διακίνησης παράνομων μεταναστών συχνά στοχεύουν σε αυτές τις ευάλωτες κοινωνικές ομάδες για να επιλέξουν τα θύματα τους (Europol, 2020a).
Πέραν των ανωτέρω μορφών οργανωμένου εγκλήματος, τα τελευταία χρόνια παρατηρείται μία ιδιαιτέρως ανοδική τάση των οργανωμένων εγκληματικών ομάδων στη διάπραξη κλοπών, ληστειών και διαρρήξεων. Οι εν λόγω ομάδες επωφελούνται από το πλεονέκτημα της ελεύθερης μετακίνησης τους εντός των χωρών της ζώνης Schengen, καθώς και από τη χρήση των νέων τεχνολογιών, μέσω των οποίων μπορούν να επικοινωνούν με ασφάλεια χρησιμοποιώντας σύγχρονα λογισμικά συστήματα, οργανώνοντας έτσι ασφαλέστερα τις παράνομες δραστηριότητες τους, καθώς και την εν συνεχεία διάθεση των κλοπιμαίων στην παράνομη αγορά. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Europol, κάθε 1,5 λεπτό πραγματοποιείται μια διάρρηξη στην ΕΕ, με ορισμένα κράτη μέλη να καταγράφουν 1.000 διαρρήξεις κάθε μέρα. Οι ομάδες οργανωμένου εγκλήματος χρησιμοποιούν τις διάφορες διαδικτυακές υπηρεσίες για να διευκολύνουν τις διαρρήξεις τους όπως, για παράδειγμα, τα κοινωνικά δίκτυα για να διακριβώσουν αν τα άτομα βρίσκονται μακριά από τις στοχευμένες κατοικίες και τις δωρεάν online εφαρμογές πλοήγησης προκειμένου να ανιχνεύσουν τις στοχευμένες γειτονιές, έτσι ώστε να πραγματοποιήσουν τις παράνομες δραστηριότητες τους με το χαμηλότερο δυνατό ρίσκο (Europol, 2020b).
Ο κυριότερος και σημαντικότερος παράγοντας που επέδρασσε καταλυτικά στην εξέλιξη του οργανωμένου εγκλήματος, είναι αναμφισβήτητα οι νέες τεχνολογίες και το διαδίκτυο (Στεργιούλης, 2019). Σήμερα, ένα μεγάλο μέρος εγκληματικών δραστηριοτήτων πραγματοποιείται με τη χρήση νέων τεχνολογιών και μέσω του διαδικτύου. Η εμπορία ναρκωτικών ουσιών, όπλων, πλαστών εγγράφων, υλικού παιδικής πορνογραφίας και σεξουαλικής εκμετάλλευσης, καθώς και πλήθος παραποιημένων και κλαπέντων προϊόντων διακινούνται μέσω του διαδικτύου και κυρίως μέσω του αποκαλούμενου dark web (σκοτεινού διαδικτύου), η πρόσβαση στο οποίο είναι δυνατή μόνο με τη χρήση εξελιγμένων εφαρμογών, οι οποίες και αυτές αποτελούν αντικείμενο εκμετάλλευσης οργανωμένων εγκληματικών ομάδων, τα μέλη των οποίων διαθέτουν εξειδίκευση στις νέες τεχνολογίες. Η χρήση των νέων τεχνολογιών από το οργανωμένο έγκλημα αποτελεί τη μεγαλύτερη πρόκληση που αντιμετωπίζουν στις μέρες μας οι διωκτικές αρχές, δεδομένων των τεράστιων δυσκολιών και των εξειδικευμένων γνώσεων που απαιτούνται για την αποτελεσματική διερεύνηση και εξιχνίαση των διαπραττόμενων εγκλημάτων (Europol, 2019:6-8).
Συμπεράσματα & Εκτιμήσεις
Το οργανωμένο έγκλημα υπήρχε ανέκαθεν στην ανθρώπινη κοινωνία και εξελίχθηκε ακολουθώντας τις εξελίξεις της ίδιας της κοινωνίας, αλλάζοντας κατά καιρούς μορφές, μεθοδολογίες και τρόπους δράσης. Η ιστορική εξέλιξη του οργανωμένου εγκλήματος ανά τον κόσμο μαρτυρά στο πέρασμα του χρόνου τη διαχρονική ικανότητα των οργανωμένων εγκληματικών δικτύων να προσαρμόζονται αναλόγως και να ελίσσονται ταυτοχρόνως απέναντι στα νομοθετικά μέτρα και τις κατασταλτικές δράσεις των επίσημων κρατικών μηχανισμών (Block, 1978:455, Antonopoulos & Papanicolaou, 2018:9)
Παρά το γεγονός ότι η διεθνής κοινότητα, από το τέλος του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου και εντεύθεν, οργάνωσε την αντίδραση της στην καταπολέμηση του οργανωμένου εγκλήματος, εκσυγχρονίζοντας το νομοθετικό οπλοστάσιο των κρατών με την επικύρωση ποικίλλων διεθνών συμβάσεων και, παράλληλα, συστήνοντας διακρατικούς και διεθνείς οργανισμούς για την ανάπτυξη της διεθνούς αστυνομικής και δικαστικής συνεργασίας, το οργανωμένο έγκλημα συνέχισε να αναπτύσσεται, ποσοτικά και ποιοτικά, διατηρώντας, μάλιστα, μία σταθερά ανοδική πορεία (Στεργιούλης, 2020).
Το φαινόμενο της παγκοσμιοποίησης σε συνδυασμό με την εξέλιξη των νέων τεχνολογιών αποτέλεσαν τους κύριους μοχλούς της ραγδαίας ανάπτυξης του οργανωμένου εγκλήματος σε εθνικό και διεθνές επίπεδο Η παγκοσμιοποίηση δημιούργησε πληθώρα νέων ευκαιριών, οι οποίες έδωσαν τη δυνατότητα στις οργανωμένες εγκληματικές ομάδες να τις εκμεταλλευθούν αναλόγως, χρησιμοποιώντας στις παράνομες δραστηριότητες τους πρωτίστως τις νέες τεχνολογίες (Council of Europe, 2000:73-74, Andreas, 2002:37), United Nations, 2010).
Η εξέλιξη του διαδικτύου και των σύγχρονων εφαρμογών επικοινωνών, επέδρασαν καταλυτικά στην ποσοτική και ποιοτική εξέλιξη του οργανωμένου εγκλήματος, καθότι δημιουργήθηκαν νέες αγορές για τη δράση των οργανωμένων εγκληματικών ομάδων που απέφεραν τεράστια κέρδη με χαμηλό ρίσκο. Στις μέρες μας, τα συνολικά έσοδα του οργανωμένου εγκλήματος σε παγκόσμια κλίμακα εκτιμώνται στα 2, 1 τρις $ ΗΠΑ ετησίως (United Nations, 2011:127).
Η σύγχρονη εξέλιξη και λειτουργία του οργανωμένου εγκλήματος προσομοιάζει απόλυτα με την εξέλιξη και λειτουργία μιας σύγχρονης πολυεθνικής επιχείρησης. Το οργανωμένο έγκλημα παρακολουθεί επισταμένως τις εγχώριες και διεθνείς εξελίξεις, αναζητώντας εκείνες τις ευκαιρίες οι οποίες αποδίδουν υψηλά κέρδη με χαμηλό επίπεδο επικινδυνότητας. Έτσι, λοιπόν, πέρα από το εμπόριο ναρκωτικών ουσιών που παραμένει η κυριότερη και επικερδέστερη αγορά στον κόσμο, τα οργανωμένα εγκληματικά δίκτυα διατηρούν τη δυνατότητα να εντοπίζουν εγκαίρως ποικίλες μορφές επικερδών δραστηριοτήτων κυρίως σε περιόδους κρίσεων όπως, για παράδειγμα, η διακίνηση παράνομων μεταναστών, η σεξουαλική εκμετάλλευση γυναικών και παιδιών, η εμπορία διαφόρων προϊόντων και υπηρεσιών μέσω διαδικτύου οι οποίες εξασφαλίζουν τεράστια κέρδη με χαμηλό ρίσκο.
Το κύριο χαρακτηριστικό της σύγχρονης εξέλιξης του οργανωμένου εγκλήματος έγκειται στο γεγονός ότι διαθέτει την τεχνογνωσία και την εκ των προτέρων δυνατότητα να σχεδιάζει τη νομιμοποίηση των τεράστιων κερδών του με την εισαγωγή τους στο εθνικό και διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα, γεγονός που εδραιώνει και διασφαλίζει την απρόσκοπτη συνέχεια των παρανόμων δραστηριοτήτων. Και στην προκειμένη περίπτωση, η τεχνολογία και οι επικοινωνίες διασφαλίζουν την αμεσότητα της διακίνησης τεραστίων κεφαλαίων ανά τον κόσμο, γεγονός που καθιστά εξαιρετικά δύσκολο το έργο της καταπολέμησης της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, που υπολογίζονται ετησίως έως και 2 τρις $ ΗΠΑ, ποσό που αντιστοιχεί στο 5% του παγκόσμιου ΑΕΠ (United Nations, 2020).
Η Ελλάδα αποτελούσε ανέκαθεν μία χώρα transit για τα οργανωμένο έγκλημα κυρίως λόγω της γεωγραφικής της θέσης. Από τις αρχές της δεκαετίας του ’90 και μετά τις εκτεταμένες γεωπολιτικές αλλαγές στον Ευρωπαϊκό χώρο λόγω της κατάρρευσης των καθεστώτων των πρώην ανατολικών χωρών, το οργανωμένο έγκλημα αναπτύσσεται και σταδιακά εδραιώνεται και στην Ελλάδα. Η σταδιακή άνοδος του βιοτικού επιπέδου της χώρας και το γεγονός ότι η Ελλάδα αποτελούσε, από το 1981 μέχρι το 2004, το μοναδικό κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην νοτιοανατολική Ευρώπη - και μέχρι το 2007 στη γεωγραφική περιοχή των Βαλκανίων - προσέλκυσαν το ενδιαφέρον των οργανωμένων εγκληματικών ομάδων, ιδίως στη διακίνηση ναρκωτικών και παράνομων μεταναστών προς χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Οι γεωπολιτικές εξελίξεις, οι εμπόλεμες και εμφύλιες συρράξεις στην ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής και των χωρών της Βόρειας Αφρικής που εφάπτονται του Μεσογειακού τόξου, συνέβαλαν στην αύξηση του οργανωμένου εγκλήματος στην Ελλάδα, με κύριες δραστηριότητες τη διακίνηση ναρκωτικών ουσιών και παρανόμων μεταναστών μέσω του Βαλκανικού άξονα, που παραμένει μέχρι και σήμερα η κύρια διαδρομή προς τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το φάσμα των εγκληματικών δραστηριοτήτων στην Ελλάδα διευρύνεται σημαντικά από τις αρχές της περασμένης δεκαετίας, υπό την πίεση του μεταναστευτικού-προσφυγικού ζητήματος και της παρατεταμένης οικονομικής κρίσης που πλήττει τη χώρα σε όλους του τομείς της πολιτικής, οικονομικής και κοινωνικής ζωής. Νέες μορφές οργανωμένων παράνομων δραστηριοτήτων προβάλλουν σε ολόκληρη τη χώρα, με έμφαση στο παράνομο εμπόριο διαφόρων αγαθών και την πλαστογραφία ταξιδιωτικών εγγράφων, ενώ παράλληλα αυξάνεται στο διπλάσιο ο αριθμός των εγκληματικών οργανώσεων που δρουν στον Ελληνικό χώρο σήμερα, ήτοι από 178 οργανώσεις στα μέσα της προηγούμενης δεκαετίας σε πάνω από 334 τον τελευταίο χρόνο (Αρχηγείο Ελληνικής Αστυνομίας 2005:6, 2019:4).
Στην Ευρώπη, το οργανωμένο έγκλημα αποκτά ανοδικές τάσεις μετά την κατάρρευση των ανατολικών καθεστώτων, τις οποίες και διατηρεί καθ’ όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του ΄90. Η εν λόγω περίοδος συμπίπτει με τη σταδιακή διευκόλυνση των μετακινήσεων σε ολόκληρο τον ευρωπαϊκό χώρο και με την εξάπλωση της κινητής τηλεφωνίας, παράγοντες οι οποίοι συνετέλεσαν τα μέγιστα στη ραγδαία ανάπτυξη και εξάπλωση του οργανωμένου εγκλήματος σε όλες τις εκφάνσεις του. Την τελευταία δεκαετία σημειώνεται μία κατακόρυφη αύξηση του αριθμού των εγκληματικών οργανώσεων (5.000) που δρουν στον Ευρωπαϊκό χώρο, τα κέρδη των οποίων υπολογίζονται ότι ανέρχονται σε 110 δις. € ετησίως με το 60% να προέρχεται από τις αγορές της Βρετανίας, Γαλλίας, Ολλανδίας και Ισπανίας (Savona & Riccardi, 2015:7).
Τέλος, η πολιτική αστάθεια σε χώρες της νοτιοανατολικής Ασίας, της Μέσης Ανατολής και της Βόρειας Αφρικής, συμβάλουν στη δημιουργία των κατάλληλων συνθηκών και στη δημιουργία ευκαιριών για την εκδήλωση πολλαπλών και ποικίλλων δραστηριοτήτων του οργανωμένου εγκλήματος, με κύρια έμφαση στη διακίνηση παρανόμων μεταναστών και στην εμπορία ανθρώπων, ιδίως γυναικών και παιδιών. O γεωγραφικός χώρος των δυτικών Βαλκανίων συνεχίζει να αποτελεί την κύρια πύλη εισόδου του οργανωμένου εγκλήματος στην Ευρωπαϊκή Ένωση, δεδομένης της παρατεταμένης μεταβατικής διαδικασίας στην εδραίωση αυτών των δημοκρατιών, γεγονός που τις καθιστά ιδιαιτέρως ευάλωτες στα οργανωμένα εγκληματικά δίκτυα (OSCE, 2012).
Ευάγγελος Στεργιούλης, Δρ. Κοινωνιολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου, Υποστράτηγος της Ελληνικής Αστυνομίας ε.α.
* Εικόνα άρθρου: Φωτογραφία από ambroo από το Pixabay
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
Αρχηγείο Ελληνικής Αστυνομίας (2005), Ετήσια Έκθεση για το Οργανωμένο Έγκλημα στην Ελλάδα έτους 2004, Αθήνα, Μάιος 2005.
Αρχηγείο Ελληνικής Αστυνομίας (2006), Ετήσια Έκθεση για το Οργανωμένο Έγκλημα στην Ελλάδα έτους 2005, Αθήνα, Σεπτέμβριος 2006.
Αρχηγείο Ελληνικής Αστυνομίας (2013), Ετήσια Έκθεση για το Οργανωμένο Έγκλημα στην Ελλάδα έτους 2011, Αθήνα, Μάρτιος 2013.
Αρχηγείο Ελληνικής Αστυνομίας (2019), Ετήσια Έκθεση για το Οργανωμένο Έγκλημα στην Ελλάδα έτους 2018, Αθήνα, Οκτώβριος 2019.
Andreas, P. (2002), ʻTransnational Crime and Economic Globalizationʼ in M. Berdal
and M. Serrano (eds), “Transnational Organized Crime and International Security.
Business as Usual?” Boulder, Lynne Rienner.
Antonopoulos, G. & Papanicolaou, G. (2018), Organised Crime: A very short introduction, Oxford: Oxford University Press.
Block, A. (1978), “History and the study of organized crime”, Urban Life, 6(4).
Council of Europe (2000), “Report on the organized crime situation in Council of Europe Member States”, Strasburg: European Committee on Crime Problems, December 2000. Link
Council of the European Union (2018), The Schengen Area, EU Publications Office.
Duyne, Van P. (1996), Organized Crime in Europe. Commack, Nova Science.
Επίσημη Εφημερίδα της ΕΕ (1997), C340 της 10.11.1997, σελ. 0093
European Parliament (2020), “The economic, financial and social impacts of organized crime in the EU”, Brussels: European Union.
Europol (2015), Exploring tomorrow’s organized crime, The Hague: European Police Office
Europol (2016), Migrant Smuggling in the EU, Europol: European Migrant Smuggling Centre.
Europol (2017a), Press Release “Operation Taurus-Greece and Europol dismantle an organized crime group”, 6.11.2017, Link
Europol (2017b), Serious Organised Crime Threat Assessment, The Hague: Europol.
Europol (2019), Internet Organised Crime Threat Assessment, The Hague: Europol.
Europol (2020a), “The challenges of countering human trafficking in the digital era”, The Hague: October 2020.
Europol (2020b), Organised Property Crime Link
Fijnaut, C, & Paoli, L. (eds) (2004), Organised Crime in Europe-Concepts, Patterns and Control Policies in the European Union and Beyond, NL: Springer.
Fijnaut, C. (2004), ʻPolice Cooperation and the Area of Freedom, Security and Justiceʼ in N. Walker (ed.), Europeʼs Area of Freedom, Security and Justice. Oxford University Press.
Lambropoulou, E. (2003), Criminal “organisations” in Greece and public policy: From non-real to hyper-real?, International Journal of the Sociology of Law, 31(1):69-87.
Νόμος 1916/1990, ΦΕΚ 187Α, «Για την προστασία της κοινωνίας από το οργανωμένο έγκλημα», 29.12.1990
Νόμος 3875/2010, ΦΕΚ 158Α, 20.0.2010, Κύρωση της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών κατά του Διεθνικού Οργανωμένου Εγκλήματος.
OSCE (2012), Report on OSCE activities in the fight against organised crime in 2011, Vienna: OSCE Secretariat.
Στεργιούλης, Ε. (2001), Η Ελληνική Αστυνομία την περίοδο της μεταπολίτευσης, Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη.
Στεργιούλης, Ε. (2003), Η Ευρωπαϊκή Αστυνομική Υπηρεσία- Europol, Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη.
Στεργιούλης, Ε. (2008), Κοινωνιολογία της Αστυνομίας, Αθήνα: Παπαζήση.
Στεργιούλης, Ε. (2019), «Αστυνομία και Νέες Τεχνολογίες», Security Manager, τεύχος 84, σελ. 50.
Στεργιούλης, Ε. (2020a), «Ο ρόλος και η συμβολή της διεθνούς αστυνομικής συνεργασίας στην καταπολέμηση του οργανωμένου εγκλήματος και της τρομοκρατίας», Πάντειο Πανεπιστήμιο. Link
Στεργιούλης, Ε. (2020b), «Αγορά παραποιημένων προϊόντων: άγνοια ή κοινωνική ανοχή;» Huffpost, 29.12.2020, Link
Συμβούλιο της ΕΕ (2002), Απόφαση της 28ης Φεβρουαρίου 2002 σχετικά µε τη σύσταση της Eurojust προκειμένου να ενισχυθεί η καταπολέµηση των σοβαρών µορφών εγκλήµατος (2002/187/∆ΕΥ), Επίσηµη Εφηµερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, L 63/1, 06/03/2002.
Συμβούλιο της Ε.Ε. (2008), Απόφαση-Πλαίσιο 2008/841/ΔΕΥ της 24ης Οκτωβρίου 2008 για την καταπολέμηση του οργανωμένου εγκλήματος, L 300/42, 11.11.2008.
Savona E. & Riccardi M. (Eds.) (2015), “From illegal markets to legitimate businesses: the portfolio of organised crime in Europe”, Final Report of Project OCP – Organised Crime Portfolio, Trento: Transcrime – Università degli Studi di Trento.
Tarantini, Giulia (2016), “The Balkan Route: Organized Crime in South-Eastern Europe - Root Causes, Current Developments and Future Prospects”, UNU Institute on Comparative Regional Integration Studies.
United Nations (2010), The globalization of crime. A transnational organised crime threat assessment, Vienna: United Nations Office on Drugs and Crime.
United Nations, (2011), Estimating illicit financial flows resulting from drugs trafficking and other transnational organized crimes, United Nations Office on Drugs and Crime, Research Report, October, 2011.
United Nations, (2015), “Drug Money: the illicit proceeds of opiates trafficked on the Balkan route”, United Nations Office on Drugs and Crime, pp. 17-21
United Nations, (2020), “Money-laundering and Globalization”, United Nations Office on Drugs and Crime.