Ψυχοπαθολογία και έγκλημα: Η αλήθεια πίσω από τους μύθους - Μέρος 2ο
Στο πρώτο μέρος αυτού του άρθρου, το οποίο δημοσιεύτηκε στο προηγούμενο τεύχος του Crime Times, αναφερθήκαμε σε τέσσερις πολύ γνωστούς μύθους γύρω από την ψυχοπαθολογία και το έγκλημα. Στο δεύτερο μέρος θα συνεχίσουμε στο ίδιο μοτίβο, με σκοπό την κατάρριψη των μύθων που εμπλέκουν την ψυχοπαθολογία με το έγκλημα. Πριν από αυτό όμως, είναι σημαντικό να αναφερθούμε σε μια γενικότερη άποψη που πολλές φορές τείνει να υποστηρίζει πως (αν όχι όλοι) η πλειονότητα των εγκληματιών πάσχουν από κάποια ψυχιατρική διαταραχή.
«Όλοι οι εγκληματίες πάσχουν»
Το γεγονός πως ο άνθρωπος-εγκληματίας προβάλει μια μη προβλέψιμη συμπεριφορά, δεν σημαίνει ότι τα βαθύτερα αίτια αυτής προκύπτουν από έναν «χώρο μυστηρίου», όπως αρέσκονται πολλοί να πιστεύουν (Anderson, 1997). Μπορεί το ακανόνιστο και η συγκεχυμένη λογική να θέτουν τον δράστη «εκτός εαυτού» ή «εκτός ελέγχου» αλλά σίγουρα αυτό δεν αρκεί για να τον τοποθετήσει στο κάδρο των ψυχικά πασχόντων (Lurigio et al., 2013). Ωστόσο, ως κοινωνία τείνουμε να δίνουμε τέτοιου είδους λανθασμένες και αυθαίρετες ταμπέλες, ώστε να νιώσουμε ασφάλεια.
Η μελέτη των ψυχικών διαταραχών που φαίνονται να εμφανίζουν μία σημαντική συσχέτιση με τη βία και το έγκλημα έχει πραγματοποιηθεί τόσο σε σωφρονιστικά ιδρύματα, όσο και στην κοινότητα. Κανείς δεν αναιρεί το γεγονός, πως κάποιες ψυχιατρικές διαταραχές είναι πιο πιθανό να μας δώσουν υπό συγκεκριμένες, πολυπαραγοντικές συνθήκες μια εγκληματική συμπεριφορά. Αυτές συνήθως είναι η σχιζοφρένεια, οι διαταραχές της διάθεσης (πχ μείζων καταθλιπτική διαταραχή & διπολική διαταραχή), η οριακή διαταραχή της προσωπικότητας, η αντικοινωνική διαταραχή της προσωπικότητας και τα σύνδρομα παραληρητικής παραγνώρισης (πχ σύνδρομο Capgras, σύνδρομο σωματοψυχικής μεταμόρφωσης κ.α.) (Νestor, 2002; Skodol, 1998, Swartz et al., 1998). Ωστόσο, είναι ιδιαίτερα σημαντική η τεκμηριωμένη επιστημονικά άποψη του καθηγητή κ. Δουζένη (2008), πως στη χώρα μας μόλις το 2% που έχει καταδικαστεί για εγκλήματα κατά της ζωής πάσχει από ψύχωση ή μείζονα ψυχιατρικά νοσήματα.
Είναι ιδιαίτερα σημαντικό να κατανοήσει η κοινωνία αλλά ακόμη και η επιστημονική κοινότητα, πως η ψυχική ασθένεια δεν αποτελεί ούτε αναγκαία ούτε επαρκή συνθήκη για την άσκηση βίας. Άλλωστε, είναι και στατιστικά αποδεδειγμένο, πως τα βίαια εγκλήματα, που συχνά συγκλονίζουν τις κοινωνίες μας και αποτελούν πρωτοσέλιδα για μήνες ή και χρόνια, δεν αποδίδονται σε κάποια μεμονωμένη ψυχοπαθολογία, αλλά είναι αποτέλεσμα πολυπαραγοντικών συνθηκών όπως οι κοινωνικές συνθήκες, το οικογενειακό περιβάλλον, τα οικονομικά προβλήματα, η νευροαναπτυξιακή καθυστέρηση, οι ελλιπείς διαπροσωπικές σχέσεις και πολλά άλλα (Mind, 2007). Συνεπώς, η λύση δε βρίσκεται στην καταπολέμηση των «κακών γονιδίων», αλλά σε μια ολιστική θεώρηση και μια πολυδιάστατη αντιμετώπιση.
Τέλος, μια άλλη κρίσιμη και ιδιαίτερα σημαντική παράμετρος είναι πως οι ψυχικά ασθενείς, κυρίως οι πάσχοντες από σχιζοφρένεια, αποτελούν, σε σύγκριση με τον γενικό πληθυσμό, πολύ συχνότερα θύματα σοβαρών παραβατικών πράξεων, ιδίως εγκλημάτων βίας, σεξουαλικής κακοποίησης και ιδιοποίησης περιουσιακών στοιχείων σε βάρος τους (Tengstrom et al., 2001; Mind, 2007). Συνεπώς, η αυξημένη θυματοποίηση των ψυχικά ασθενών ατόμων, που ξεπερνά σύμφωνα με τις έρευνες την αντίστοιχη εγκληματική τους συμπεριφορά, ίσως θα πρέπει να μας απασχολεί περισσότερο απ΄ ό,τι η ίδια η εγκληματική τους δράση, και να γίνει η αφορμή για οριστική απόρριψη του στερεότυπου που θέλει τους περισσότερους εγκληματίες να πάσχουν και αντιστρόφως τους ψυχικά πάσχοντες εγκληματίες.
Βρασμός ψυχικής ορμής
Στο αρ. 299 Π.Κ. περί ανθρωποκτονίας γίνεται διαχωρισμός μεταξύ της τέλεσης του εγκλήματος σε ήρεμη ψυχική κατάσταση (δεν αναφέρεται γραπτά αλλά υπονοείται μέσω της πρώτης παραγράφου του άρθρου) και της τέλεσής του σε βρασμό ψυχικής ορμής (§2). Εδώ, η έννοια του βρασμού ψυχικής ορμής δεν επεξηγείται και δεν αποσαφηνίζεται. Παρ’ όλα αυτά στον πάγιο ορισμό που χρησιμοποιείται μέχρι σήμερα, ως βρασμός ψυχικής ορμής νοείται «η κατάσταση αποκλεισμού της σκέψης του δράστη αναφορικά με τη στάθμιση των κινήτρων υπέρ της τέλεσης της ανθρωποκτονίας και εκείνων που τείνουν να τον συγκρατήσουν και να τον αποτρέψουν από την τέλεση αυτή, εφόσον αυτός ο αποκλεισμός της σκέψης οφείλεται σε ψυχική υπερδιέγερση που προκλήθηκε από αιφνίδια υπερένταση συναισθήματος ή πάθους» (Ασπιώτη, 2017). Σύμφωνα με τον Παπαϊωάννου (2001), «Ως βρασμός ψυχικής ορμής ορίζεται η ψυχική υπερδιέγερση, από απότομη και αιφνίδια υπερένταση, κάποιου συναισθήματος ή πάθους (πχ. οργής, φόβου, έρωτος, ζηλοτυπίας, φιλοτιμίας, θλίψης, απελπισίας) η οποία, α) έχει προκαθορισμένη κατεύθυνση, σκοπό και αντικείμενο και β) επειδή φτάνει, κατά τη συμβολική έκφραση του νόμου, σε κατάσταση βρασμού, αποκλείει την ψυχική ηρεμία η οποία απαιτείται για τη στάθμιση των αιτίων που ωθούν στην τέλεση μιας αξιόποινης πράξης ή συγκρατούν από την τέλεση αυτής».
Στη βιβλιογραφία συναντά κανείς πολλούς ορισμούς επί του θέματος. Ιδιαίτερη σημασία παρουσιάζει η επισήμανση σε πολλά κείμενα ότι ο βρασμός ψυχικής ορμής δεν συνεπάγεται ούτε προκαλείται από διατάραξη της συνείδησης του/της δράστη, και άρα ουδεμία σχέση έχει με το αρ. 34 Π.Κ. περί καταλογισμού. Στην πλειονότητα των ορισμών πάντως, απαντώνται τρεις βασικές προϋποθέσεις για τον βρασμό ψυχικής ορμής: η αιφνίδια υπερένταση συναισθήματος ή πάθους, η ψυχική υπερδιέγερση που προκαλείται από την υπερένταση και ο αποκλεισμός της σκέψης του/της δράστη (Ασπιώτη, 2017). Με βάση τα παραπάνω και σε συμφωνία με την άποψη πολλών επιστημόνων που έχουν ασχοληθεί με το ζήτημα, ο βρασμός ψυχικής ορμής αποτελεί μία ψυχολογική έννοια. Παρ’ όλα αυτά η διεθνής βιβλιογραφία δεν επαρκεί για την πλήρη κατανόηση του φαινομένου από ψυχολογική σκοπιά, ούτε για την αξιολόγησή του με βεβαιότητα. Σε αντίθεση με τα κριτήρια περί καταλογισμού, εδώ τα κριτήρια είναι πιο γενικά και απαντώνται πολύ συχνότερα στην καθημερινή μας ζωή χωρίς να σχετίζονται με τη διάπραξη εγκλήματος. Το να νιώσει κανείς πολύ ξαφνικά λόγω ενός γεγονότος ή μιας σκέψης ότι το συναίσθημά του/της είναι σε μεγάλη ένταση είναι κάτι σύνηθες, όπως και το να προκληθεί ψυχική υπερδιέγερση από αυτή την αίσθηση. Σε τέτοιες περιστάσεις, δεν είναι σπάνιο να νιώσει κανείς πως «θολώνει» η σκέψη του, αδυνατεί να συγκεντρωθεί και να αντιδράσει όπως θα αντιδρούσε εν ηρεμία και γενικά δυσκολεύεται να σκεφτεί. Θα τον/την οδηγήσει αυτό στο έγκλημα; Στις περισσότερες περιπτώσεις όχι. Είναι πιθανό όμως, να οδηγηθεί σε διαφορετικό χειρισμό μιας κατάσταση εν συγκρίσει με το χειρισμό που θα έκανε σε ηρεμία.
Για τους παραπάνω λόγους, το έργο ενός/μίας Δικαστικού/ής ψυχολόγου ή ψυχιάτρου είναι ιδιαίτερα δύσκολο αν ζητηθεί η επιστημονική του/της άποψη σε μία υπόθεση. Χρειάζεται να κατανοήσει, να αποτυπώσει και να κρίνει την ψυχική κατάσταση του/της κατηγορουμένου/νης κατά τη διάρκεια τέλεσης του εγκλήματος αλλά και για έναν ικανοποιητικό χρόνο πριν από αυτό, να αξιολογήσει αν τα γεγονότα που υποστηρίζεται ότι προκάλεσαν το βρασμό ψυχικής ορμής είναι ικανά στο συγκεκριμένο άτομο να τον προκαλέσουν κι αν όλα αυτά περιορίζονται στα όσα ορίζονται σχετικά με αυτό το φαινόμενο (ή τα όσα αναφέρονται στο αρ. 84§2 παρ. γ’ Π.Κ.) ή αν συνδέονται με ψυχοπαθολογικές περιστάσεις που συνεπάγονται μια εντελώς διαφορετική αντιμετώπιση που σχετίζεται με τον καταλογισμό.
Καταρρίπτοντας όμως το μύθο της ισχυρής επίδρασης που έχουν όσα θεωρούνται κριτήρια για τη στοιχειοθέτηση βρασμού ψυχικής ορμής, θα λέγαμε με απλά λόγια πως εν βρασμώ είμαστε πολύ συχνά στην καθημερινή μας ζωή χωρίς αυτό να συνεπάγεται την τέλεση εγκλημάτων.
Καταλογισμός
Στο αρ. 34 Π.Κ. περί «Διατάραξης των πνευματικών λειτουργιών ή της συνείδησης» αναφέρεται ότι: «Η πράξη δεν καταλογίζεται στον δράστη αν λόγω ψυχικής ή διανοητικής διαταραχής ή διατάραξης της συνείδησης κατά τον χρόνο τέλεσής της, δεν είχε την ικανότητα να αντιληφθεί το άδικο της πράξης του ή να ενεργήσει σύμφωνα με την αντίληψή του για το άδικο αυτό.». Επιπλέον στο αρ. 36 Π.Κ. περί «Ελαττωμένης ικανότητας προς καταλογισμό» αναφέρεται ότι: «1) Αν εξαιτίας κάποιας από τις καταστάσεις που αναφέρονται στο άρθρο 34, δεν έχει εκλείψει εντελώς, μειώθηκε όμως σημαντικά η ικανότητα για καταλογισμό, επιβάλλεται μειωμένη ποινή (άρθρο 83). 2) Η διάταξη αυτή δεν εφαρμόζεται σε περίπτωση υπαίτιας κατά την έννοια του άρθρου 35 πρόκλησης της μειωμένης ικανότητας.». Αν και τα δύο αυτά άρθρα είναι συναφή, έχουν σημαντικές διαφορές.
Οι διαφορές αυτές εντοπίζονται σε τρία σημεία. Πρώτον, το αρ. 34 αναφέρεται σε πλήρη άρση του καταλογισμού ενώ το άρθρο 36 σε μειωμένο καταλογισμό. Δεύτερον, οι επαγγελματίες που καλούνται να απαντήσουν τι από τα δύο συνέβαινε τη στιγμή της τέλεσης του εγκλήματος θα συναντήσουν μια εικόνα που ναι μεν ομοιάζει, αλλά είναι διαφορετική στις δύο περιστάσεις. Και τρίτον, οι συνέπειες για τον κατηγορούμενο θα είναι εντελώς διαφορετικές στις δύο περιπτώσεις.
Το να πάσχει κανείς από μία ψυχική διαταραχή κατά τη διάρκεια τέλεσης ενός εγκλήματος, δεν αποτελεί από μόνο του λόγο για άρση ή μείωση του καταλογισμού. Θα πρέπει να εξεταστεί εις βάθος το είδος της διαταραχής, η επίδρασή της στον ψυχισμό και τη συμπεριφορά του/της κατηγορούμενου/ης εν συνόλω αλλά και συγκεκριμένα κατά το χρόνο τέλεσης του εγκλήματος. Μια τέτοιου είδους αξιολόγηση καθίσταται αυτομάτως εξαιρετικά δύσκολη καθώς πρέπει να πραγματοποιηθεί σήμερα για συνθήκες και γεγονότα παρελθόντος χρόνου. Δεδομένων δε των –δυστυχώς- γνωστών δικαστικών καθυστερήσεων, η δεύτερη αξιολόγηση που απαιτείται να διενεργηθεί πριν τη δικάσιμο μπορεί να λάβει χώρα χρόνια μετά το υπό διερεύνηση γεγονός. Ο/η κατηγορούμενος/η πρέπει να θυμηθεί και να περιγράψει με ακρίβεια την τότε γνωστική και συναισθηματική του/της κατάσταση, τις προθέσεις και τη συμπεριφορά του/της. Το ίδιο και όσοι/ες άλλοι/ες ερωτηθούν από το κοντινό του/της περιβάλλον. Ο/η επαγγελματίας από την άλλη, καλείται να αξιολογήσει αν όσα του/της περιγράφονται φαίνονται αληθή και δεν υπάρχει απόπειρα διαστρέβλωσης της εικόνας που ο/η κατηγορούμενος/η δίνει για την ψυχική του/της κατάσταση και αν αυτά επαρκούν για τη διάγνωση ψυχοπαθολογίας.
Εάν διαπιστωθεί η ύπαρξη ενεργούς ψυχοπαθολογίας κατά το χρόνο τέλεσης του εγκλήματος, τότε ο/η επαγγελματίας πρέπει να αποφανθεί για το εάν αυτά τα ψυχοπαθολογικά ευρήματα μπορούν να εξηγήσουν την ανικανότητα του ατόμου να αντιληφθεί τον άδικο χαρακτήρα της πράξης του ή να ενεργήσει σύμφωνα με την αντίληψή του αυτή, δηλαδή να αποφύγει ή να σταματήσει την τέλεση της πράξης. Αν και έχει υπάρξει έντονη επιστημονική συζήτηση για το ποιες διαταραχές εμπίπτουν σε αυτή την κατηγορία και ποιες όχι, δεν υπάρχει πλήρης ταύτιση απόψεων στην επιστημονική κοινότητα. Και αν και υπάρχουν ορισμένες γενικές κατευθυντήριες –π.χ. οι διαταραχές προσωπικότητας δεν θεωρούνται ότι οδηγούν σε διατάραξη της συνείδησης-, παρ’ όλα αυτά κρίνεται απαραίτητο κάθε περίπτωση να εξετάζεται ξεχωριστά και να μην αρκεί η διάγνωση για την εξαγωγή συμπερασμάτων σχετικά με τον καταλογισμό. Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα διαταραχών που μπορούν να οδηγήσουν σε άρση του καταλογισμού είναι οι ψυχωσικές διαταραχές. Το άτομο που πάσχει από αυτές είναι πιθανό να έχει συμπτώματα παραισθήσεων και ψευδαισθήσεων καθώς και παραληρητικών ιδεών. Ακόμα και σε αυτή την περίπτωση όμως, η άρση του καταλογισμού δεν είναι δεδομένη. Θα πρέπει ο/η ειδικός να εξετάσει αν το περιεχόμενο των παραπάνω σχετιζόταν με το έγκλημα. Αν τα παραπάνω δεν σχετίζονταν με το έγκλημα ή με τα κίνητρα τέλεσής του, τότε δεν μπορούν να αποτελούν λόγο για άρση του καταλογισμού. Πιθανόν όμως να αποτελούν λόγο για τη μείωσή του. Αν από την άλλη, πάρουμε το παράδειγμα της κατάθλιψης, που αποτελεί μία από τις συχνότερες διαταραχές στο γενικό πληθυσμό, θα δούμε ότι -εκτός λίγων εξαιρέσεων- τα κύρια συμπτώματα της κατάθλιψης δεν θα μπορούσαν να οδηγήσουν κάποιον/α σε απώλεια συνείδησης. Βέβαια, στην πράξη, η εξέταση και αξιολόγηση όσων προαναφέρθηκαν είναι πολύ πιο δύσκολη από ό,τι περιγράφεται εδώ και συχνά συνυπάρχουν παράγοντες που αυξάνουν το επίπεδο δυσκολίας, όπως για παράδειγμα η συννοσηρότητα, η ταυτόχρονη ύπαρξη δηλαδή παραπάνω από μίας διαταραχής στο άτομο. Ιδιαίτερη σημασία πρέπει να δοθεί και στις πράξεις μετά το βασικό έγκλημα. Αντίθετα με την κοινή αντίληψη ότι πράξεις όπως για παράδειγμα ο τεμαχισμός ενός πτώματος υποδεικνύουν την ύπαρξη ψυχοπαθολογίας, αυτό δεν ισχύει σε όλες τις περιπτώσεις. Η τέλεση ενός εγκλήματος σε βρασμό ψυχικής ορμής και η πλήρης συνειδητοποίηση της πράξης αμέσως μετά μπορεί να φέρει το άτομο σε τέτοια κατάσταση σοκ ή/και έναρξης ψυχοπαθολογικού επεισοδίου που να οδηγηθεί μετά σε ακραίες συμπεριφορές.
Η απόφαση που θα παρθεί από το δικαστήριο σχετικά με τον καταλογισμό του/της κατηγορούμενου/ης θα οδηγήσει και σε διαφορετικές συνέπειες. Στην περίπτωση άρσης του καταλογισμού, το άτομο είτε θα εισαχθεί σε δημόσια ψυχιατρική κλινική ή ψυχιατρικό τμήμα δημόσιου νοσοκομείου και ανά διαστήματα θα επανεξετάζεται από τις αρμόδιες αρχές η ικανότητά του/της για επανένταξη στην κοινότητα ή θα είναι υποχρεωμένο να παρακολουθείται εξωνοσοκομειακά (άρ. 69, 69Α, 70 Π.Κ., ν. 4619/2019). Ο μύθος λοιπόν, ότι οι «ακαταλόγιστοι» -όπως συχνά αναφέρονται στην αργκό- αθωώνονται και πηγαίνουν σπίτι τους, καταρρίπτεται σε μεγάλο βαθμό απλώς και μόνο διαβάζοντας το άρθρο 69 Π.Κ. Στην πράξη μάλιστα, μπορεί κανείς να παραμείνει έγκλειστος για πολύ μεγαλύτερο διάστημα από αυτό που θα περνούσε σε ένα κατάστημα κράτησης αν δεν είχε επικαλεστεί το άρ. 34 και εξέτιε την ποινή του κανονικά. Στην περίπτωση του άρθρου 36, το άτομο εάν φυλακιστεί, εκτίει την ποινή του σε ψυχιατρικό παράρτημα καταστήματος κράτησης ή ακολουθούνται όσα ορίζει το αρ. 69Α Π.Κ. σε περίπτωση αναστολής εκτέλεσης της ποινής.
Αν και στον νέο ποινικό κώδικα που είναι σε ισχύ από το 2019, έχουν γίνει προσπάθειες επικαιροποίησης των πρακτικών που ακολουθούνται στις περιπτώσεις που προαναφέρθηκαν, πολλά ζητήματα παραμένουν άλυτα. Αξίζει όμως να σημειωθεί ότι η αντικατάσταση της φράσης «νοσηρή διατάραξη των πνευματικών λειτουργιών» αποτελούσε διαρκές αίτημα της επιστημονικής κοινότητας καθώς ούτε αντιστοιχούσε–εδώ και χρόνια- στη σύγχρονη επιστημονική ορολογία, ούτε έδινε ένα σαφές πλαίσιο για το εννοιολογικό της περιεχόμενο.
Η πλειονότητα των σωφρονιστικών καταστημάτων θα έπρεπε να έχει ψυχιατρικά τμήματα ή να έχουν δημιουργηθεί αντίστοιχες μονάδες εκτός σωφρονιστικών καταστημάτων (forensic hospitals) για όσους/ες κρατούμενους/ες πάσχουν από κάποια ψυχική διαταραχή, ασχέτως αν αυτή σχετίζεται ή όχι με το αδίκημα που διέπραξαν. Η φροντίδα ενός/μίας κρατούμενου/ης βρίσκεται πλέον στα χέρια του κράτους και αυτό οφείλει να την παρέχει με τον πιο αποτελεσματικό τρόπο, όχι μόνο για ανθρωπιστικούς λόγους –που θα έπρεπε να αρκούν- αλλά και για λόγους ασφαλείας. Επιπλέον, η αξιολόγηση και σύνταξη πραγματογνωμοσύνης που απαιτείται θα πρέπει να διενεργείται από ειδικά εκπαιδευμένους/ες επαγγελματίες και όχι απλώς ψυχιάτρους που έχουν ενταχθεί αυτοβούλως στη λίστα πραγματογνωμόνων με μόνο κριτήριο ορισμένα βασικά προσόντα. Δυστυχώς, η ειδική γνώση ψυχιάτρων με ειδίκευση στην ψυχιατροδικαστική και δικαστικών ψυχολόγων δεν έχει τύχει καμίας αναγνώρισης και εκτίμησης στη χώρα μας. Η έννοια δε της αξιολόγησης και διαχείρισης ρίσκου φοβίζει πολλούς και δεν είναι καν στο τραπέζι προς συζήτηση, ενώ αποτελεί ακρογωνιαίο λίθο για την αξιολόγηση και το σχεδιασμό επανένταξης ατόμων στην κοινωνία.
Αντί επιλόγου
Στο μυαλό πολλών πολιτών όταν αξιολογούν την ψυχική κατάσταση ενός ατόμου που τέλεσε ένα έγκλημα επικρατεί ένα δίπολο: είτε είναι ψυχικά πάσχων/ουσα είτε όχι. Και αν όχι, τότε η ψυχική διαταραχή τον/την οδήγησε στο έγκλημα. Όπως περιγράφηκε και παραπάνω, αυτό απέχει πολύ από την αλήθεια. Η πολυπλοκότητα των διαταραχών, η αστάθεια των συμπτωμάτων, η συννοσηρότητα, η εξοικείωση του ατόμου με τη διαταραχή, ο έλεγχος της μέσω θεραπευτικής αγωγής και ψυχοθεραπείας οι δυσκολίες στη διάγνωση είναι μόνο μερικοί από τους παράγοντες που αποδεικνύουν ότι οι πόλοι όχι απλώς δεν είναι δύο, αλλά είναι τόσοι που ίσως ακόμα να μην έχουμε καταφέρει να τους μετρήσουμε όλους. Κι ενώ αυτό μπορεί να μας φοβίζει όταν σχετίζεται με την εξαγωγή συμπερασμάτων που θα οδηγήσουν τις δικαστικές αρχές σε αποφάσεις, ταυτόχρονα αποτελεί και μια μεγάλη πρόκληση. Μια πρόκληση, όχι μόνο για τους επιστήμονες να ερευνήσουν και να κατανοήσουν καλύτερα τα υπό συζήτηση ζητήματα, αλλά και μια πρόκληση για το νομοθέτη να τους ακούσει και να συμπεριλάβει στο νόμο τη σύγχρονη επιστημονική γνώση. Χωρίς φόβο και πάθος. Γιατί αν θέλουμε να συζητάμε για τον καταλογισμό ενός εγκλήματος, πρέπει προηγουμένως να έχουμε συζητήσει για τον καταλογισμό της ευθύνης μας. Η συνέχεια στο επόμενο τεύχος.
Έρη Ιωαννίδου: Δικαστική Ψυχολόγος (MSc) & Personal Coach, διδάσκουσα στο Hellenic American College, επιστημονική συνεργάτης του Κέντρου Μελέτης του Εγκλήματος (ΚΕ.Μ.Ε.) και υπεύθυνη του Forensic Psychology Lab. Link: https://facebook.com/eriioannidouFP
Εύη Καλούτσου: Δικαστική Ψυχολόγος (MSc), εκπαιδευόμενη γνωσιακής-συμπεριφορικής ψυχοθεραπείας, επιστημονική συνεργάτης του Κέντρου Μελέτης του Εγκλήματος (ΚΕ.Μ.Ε.) και υπεύθυνη του Forensic Psychology Lab. Link: http://linkedin.com/in/evi-kaloutsou
* Εικόνα άρθρου: Photo by Marconius from Pixabay
Βιβλιογραφία
Ξενόγλωσση
American Psychiatric Association (2013). Diagnostic and statistical manual of mental disorders (5th ed.). Washington, DC, American Psychiatric Association. doi: https://doi.org/10.1176/appi.books.9780890425596
Anderson, A. (1997), ‘Mental Illness and Criminal Behaviour: A Literature Review’. Journal of Psychiatric and Mental Health Nursing, 4(4), 243-250.
Fletcher, G. P. (1998). Basic concepts of criminal law. Oxford University Press.
Lurigio, A.J., Canada, K.E. και Epperson, M.W. (2013), ‘Crime Victimization and Μental Illness’ in R. Davis, A.J. Lurigio and S. Herman (eds) Victims of Crime, 4th Εdition, London: Sage.
Mind (2007). Another Assault: Mind’s Campaign for Equal Access to Justice for People with Mental Health Problems.
Nestor, R. G. (2002). Mental disorder and violence: Personality dimensions and clinical features. American Journal of Psychiatry, 159(12), 1973–1978.
Skodol, E. A. (1998). Psychopathology and Violent Crime. Washington, DC: American Psychiatric Press.
Swartz, M. S., Swanson, J. W., Hiday, V. A., Borum, R., Wagner, H. R., & Burns, B. J. (1998b). Violence and severe mental illness: The effects of substance abuse and nonadherence to medication. American Journal of Psychiatry, 155(2), 226–231.
Tengstrom, A., Hodgins, S., & Kullgren, G. (2001). Men with schizophrenia who behave violently: The usefulness of an early- versus late-start offender typology. Schizophrenia Bulletin, 27(2), 205–218.
Ελληνική
Ασπιώτη, Αν. (2017). Ειδικά ζητήματα βρασμού ψυχικής ορμής, Μεταπτυχιακή διπλωματική εργασία, Θράκη: Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης. Διαθέσιμη στο: https://repo.lib.duth.gr/jspui/bitstream/123456789/10908/1/Aspioti.pdf (Πρόσβαση στις 31 Μαΐου 2020).
Δουζένης, Α., Λύκουρας, Λ. (2008). Ψυχιατροδικαστική, Αθήνα: Εκδόσεις Πασχαλίδη.
Παπαϊωάννου, Π. (2001). Εγκλήματα Ζηλοτυπίας. Αθήνα: Εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη