Χειρόγραφη Βιομετρία και η Συμβολή της Γραφολογικής Επιστήμης [Το πρωτόκολλο του Μιλάνου (Α.G.I. 2019)]
1. Η εξατομικευτική αξία των ιδιόχειρων υπογραφών αποτελεί ήδη μία διαπιστωμένη και στέρεα εμπεδωμένη εμπειρική πραγματικότητα με ιστορία όση περίπου και ο πολιτισμός του ανθρώπου. Πράγματι, εδώ και αιώνες η χειρόγραφη υπογραφή θεωρείται ότι δηλώνει τη βούληση του υπογράφοντος, ο οποίος έτσι εμφανίζεται στους τρίτους να «επικυρώνει» το περιεχόμενο του υπογεγραμμένου από αυτόν εγγράφου. Σε άλλες δε περιπτώσεις η υπογραφή σημαίνει τη βούληση του υπογράφοντος να δεσμευθεί από το περιεχόμενο του υπογεγραμμένου εγγράφου ή απλώς πιστοποιεί την προέλευσή του από αυτόν. Αποτελεί δε ένα εξαιρετικής σημασίας αποδεικτικό μέσο σε περίπτωση δικαστικής διαμάχης.
Εξάλλου η διαχρονική εμπιστοσύνη των πολιτών στην ιδιόχειρη υπογραφή, ως μέσο πιστοποίησης της ταυτότητας του υπογράφοντος, επιβεβαιώνεται διεθνώς μέσα από πληθώρα νομοθετικών διατάξεων, σύμφωνα με τις οποίες απαιτείται υπογραφή στην περίπτωση που επιβάλλεται ο έγγραφος τύπος ως συστατικός ή αποδεικτικός ορισμένης δικαιοπραξίας ή οποιασδήποτε άλλης νομικώς αξιόλογης πράξης του Ιδιωτικού ή Δημοσίου Δικαίου (π.χ. αποδεικτικό επίδοσης και παραλαβής δικογράφου, εξώδικης δήλωσης, κλήσης προς μάρτυρα κ.ά.). Αντιθέτως η αυθαίρετη χρήση της υπογραφής άλλου με σκοπό την παραπλάνηση τρίτου περί το πρόσωπο του εκδότη και περί γεγονότος που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες συνιστά «πλαστογραφία» (πρβλ. Π.Κ. 216 παρ. 1).
2. Στη σύγχρονη «άυλη» επικαιρότητα, διαμορφούμενη ραγδαίως ως κανονικότητα πλέον κι όχι ως εξαίρεση αυτής, το ζητούμενο της ασφάλειας των συναλλαγών προβάλλει ακόμα εντονότερο καθώς η έλλειψη της «φυσικής» παρουσίας προσώπων και εγγράφων μπορεί να καταστήσει εξαιρετικά ευάλωτους και επισφαλείς τους σχετικούς συναλλακτικούς μηχανισμούς. Άλλωστε η ήδη διαπιστωθείσα παράλληλη αύξηση των οικονομικών εγκλημάτων[1] συνδέθηκε μ’ ένα αυξημένο ενδιαφέρον για τα προηγμένα μέσα ασφάλειας των ηλεκτρονικών συναλλαγών και τη συνακόλουθη θέσπιση κανονιστικού πλαισίου με στοιχεία διεθνικότητας.
Σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης το θεσμικό πλαίσιο προσδιορίζεται από τον κανονισμό eIDAS (electronic IDentification, Authentication και trust Services), ο οποίος περιέχει ένα σύνολο από standards για την ηλεκτρονική ταυτοποίηση και τις έμπιστες υπηρεσίες ηλεκτρονικών συναλλαγών στην Ενιαία Ευρωπαϊκή Αγορά. Ο eIDAS ρυθμίζει τις ψηφιακές υπογραφές, τις ηλεκτρονικές συναλλαγές, τις εμπλεκόμενες αρχές, αλλά και τις ενσωματωμένες διαδικασίες για την παροχή ενός ασφαλούς τρόπου για τους χρήστες να διαχειριστούν online τις συναλλαγές τους. Καθιερώθηκε με τον κανονισμό 910/2014 της ΕΕ της 23ης Ιουλίου 2014 για την ηλεκτρονική ταυτοποίηση, ο οποίος καταργούσε την οδηγία 1999/93/ΕΚ της 13ης Δεκεμβρίου 1999. Τέθηκε σε ισχύ στις 17 Σεπτεμβρίου 2014 και εφαρμόζεται από την 1η Ιουλίου 2016 εκτός από κάποιες συγκεκριμένες προβλέψεις του που περιλαμβάνονται στο Άρθρο 52. Όλοι οι οργανισμοί που παρέχουν ψηφιακές υπηρεσίες σε ένα κράτος μέλος της ΕΕ οφείλουν να αναγνωρίζουν την ηλεκτρονική ταυτοποίηση από όλα τα άλλα κράτη μέλη της ΕΕ από τις 29 Σεπτεμβρίου 2018.
Συνοπτικά ο κανονισμός eIDAS[2]:
- καθορίζει τους όρους υπό τους οποίους τα κράτη μέλη αναγνωρίζουν τα μέσα ηλεκτρονικής ταυτοποίησης φυσικών και νομικών προσώπων που εμπίπτουν σε κοινοποιημένο σύστημα ηλεκτρονικής ταυτοποίησης άλλου κράτους μέλους
- θεσπίζει κανόνες για τις υπηρεσίες εμπιστοσύνης, ιδίως για τις ηλεκτρονικές συναλλαγές και
- θεσπίζει νομικό πλαίσιο για τις ηλεκτρονικές υπογραφές, τις ηλεκτρονικές σφραγίδες, τις ηλεκτρονικές χρονοσφραγίδες, τα ηλεκτρονικά έγγραφα, τις ηλεκτρονικές υπηρεσίες συστημένης παράδοσης και τις υπηρεσίες πιστοποιητικών για την επαλήθευση της ταυτότητας ιστοτόπων.
3. Ένας από τους πιο ασφαλείς κι αποδοτικούς τρόπους ηλεκτρονικής υπογραφής είναι εκείνη που στηρίζεται σε βιομετρικό σύστημα πιστοποίησης της ταυτότητας («βιομετρική» υπογραφή με ευρεία έννοια) ή ειδικότερα σε βιομετρικό σύστημα ηλεκτρονικής αποτύπωσης της ιδιόχειρης υπογραφής («βιομετρική» υπογραφή με στενή έννοια) πάνω στην οθόνη συσκευών καταγραφής της υπογραφικής κίνησης με χρήση ειδικού στυλογράφου ή / και απευθείας με εφαρμογή του δακτύλου. Εδώ, η ταυτότητα του συναλλασσόμενου πιστοποιείται χάρη σε ένα χαρακτηριστικό του σώματός του (π.χ. δακτυλικό αποτύπωμα) ή βάσει μίας συμπεριφοράς αυτού (π.χ. ιδιόχειρη υπογραφή). Τα εν λόγω χαρακτηριστικά καταγράφονται σε μία βάση δεδομένων, μετατρέπονται σε μία μαθηματική αλληλουχία και αποθηκεύονται στο σύστημα. Ο χρήστης, κάθε φορά που θέλει να «υπογράψει» το ηλεκτρονικό του έγγραφο, χρησιμοποιεί ειδικά προγράμματα του Η/Υ καθώς και συσκευές σάρωσης και αποτύπωσης των βιομετρικών του χαρακτηριστικών ή συμπεριφορών (εν προκειμένω της υπογραφικής).
σημ. Παρακάτω απεικονίζονται παραδείγματα[3] βιομετρικών συστημάτων πιστοποίησης της ταυτότητας («βιομετρικές» υπογραφές με ευρεία και στενή έννοια)
Στην περίπτωση των βιομετρικών υπογραφών με τη στενή έννοια του όρου[4] το σύστημα συγκρίνει τον τρόπο με τον οποίο σχηματίζεται η ιδιόχειρη υπογραφή, καθώς παράμετροι όπως το υπογραφικό σχήμα, η ταχύτητα της υπογραφής, η σειρά και ο αριθμός των γραμμάτων, η πίεση κλπ. αναλύονται προκειμένου να γίνει η διακρίβωση. Μέσα στο πλαίσιο της συγκεκριμένης ανάλυσης η ιδιόχειρη υπογραφή νοείται ως ένα σύνολο τροχιών (“strokes”), χωροχρονικά προσδιορίσιμων και κατά συνέπεια μαθηματικά και άρα αντικειμενικά μετρήσιμων.
- Ένα τέτοιου είδους σύστημα αναγνώρισης και πιστοποίησης της γνησιότητας μίας υπογραφής, για να είναι αξιόπιστο[5], καλείται να είναι ικανό να συλλέξει έναν ικανοποιητικό αριθμό των πιο χαρακτηριστικών γνωρισμάτων της εξεταζόμενης υπογραφής (υπό κρίση ή δειγματικών), μεταφράζοντας αυτά σε φυσικά μεγέθη υποκείμενα σε αριθμητική επεξεργασία. Η συσκευή καταγράφει σε χρόνο πραγματικό όχι μόνο την ανάπτυξη στο χώρο της υπογραφικής κίνησης (οριζόντια και κάθετη ανάπτυξη, πάχος των γραμμών, διάσταση γραμμάτων, κλίση, κατεύθυνση κλπ.) αλλά και το είδος της παραγόμενης πίεσης, την ταχύτητα εκτέλεσης κ.ά.
Μάλιστα οι πλέον σύγχρονοι ψηφιακοί πίνακες για θέση και καταγραφή υπογραφών έχουν φθάσει να καταγράφουν τουλάχιστον πέντε (5) ανεξάρτητα γραφικά «σήματα» (“Schreibsignale”)[6], τα οποία εκπέμπονται στο σύστημα και είναι (βλ. εικόνα 1) [7]:
- x(t): η αλλαγή της θέσης του ηλεκτρονικού στυλού σε σχέση με τον οριζόντιο άξονα
- y(t): η αλλαγή της θέσης του ηλεκτρονικού στυλού σε σχέση με τον κάθετο άξονα
- p(t): το σήμα της πίεσης που ασκείται στη «μύτη» του ηλεκτρονικού στυλού
- Φ(t): η αλλαγή της γωνίας του ηλεκτρονικού στυλού πάνω από την επιφάνεια του πίνακα
- Θ(t): η αλλαγή της πλάγιας γωνίας του ηλεκτρονικού στυλού πάνω από την επιφάνεια του πίνακα
Το σύστημα επεξεργάζεται τα παραπάνω στοιχεία αλλά αναλύει και στατιστικά δεδομένα της υπογραφικής κίνησης, όπως τον συνολικό χρόνο εκτέλεσης της υπογραφικής χάραξης (TTOTAL), τη μέση υπογραφική ταχύτητα στον οριζόντιο άξονα (VX) ή στον κάθετο άξονα (Vy). Ειδικότερα τα εν λόγω λογισμικά κατορθώνουν να συλλέξουν ολικά (global features) και τοπικά (local features) βιομετρικά χαρακτηριστικά της υπογραφικής κίνησης. Ως ολικά χαρακτηριστικά νοούνται μεταξύ άλλων το μήκος και το ύψος της υπογραφής, το βάρος αυτής (πίεση), ο συνολικός υπογραφικός χρόνος, ο συνολικός χρόνος επαφής του στυλογράφου με τη γραφική επιφάνεια, ο συνολικός χρόνος απομάκρυνσης αυτού από την ταμπλέτα, η μέση, ελάχιστη και μέγιστη ταχύτητα κ.ά. Από την άλλη, τοπικά χαρακτηριστικά αποτελούν ο τρόπος ανάπτυξης της υπογραφικής κίνησης στον οριζόντιο και κάθετο άξονα, τα σημεία επιτάχυνσης / επιβράδυνσης, η γωνία τροχιάς κλπ. Από την παραπάνω επεξεργασία μπορούν να προκύψουν πάνω από 50 ή και 60 σημαντικά βιομετρικά χαρακτηριστικά της υπογραφικής δυναμικής, τα οποία οργανώνονται και σε σχετικά επεξηγηματικά διαγράμματα (βλ. εικόνα 2)[8].
- Από την ανάλυση που προηγήθηκε διαπιστώνεται ο κομβικός ρόλος της γραφολογικής επιστήμης, καθώς διαμορφώνεται πλέον ένα νέο επιστημονικό τοπίο, αυτό της χειρόγραφης βιομετρίας ή γραφοβιομετρίας. Και τούτο παρά τις αρχικές επιφυλάξεις και τους φόβους που συνόδευαν τη γένεσή της, ότι η γραφολογία θα γνώριζε άδοξο «θάνατο» μέσα σε συνθήκες ανεξέλεγκτης γιγάντωσης της πληροφορικής. Γρήγορα οι εκπρόσωποί της αντιλήφθηκαν ότι θα ήταν πολύ δύσκολο έως και αδύνατο να λειάνουν τους σκοπέλους αναξιοπιστίας των γραφοβιομετρικών λογισμικών[9], χωρίς την αρωγή των γραφολόγων ιδίως κατά το κρίσιμο στάδιο συλλογής, επιλογής και επεξεργασίας από το σύστημα των εξατομικευτικών υπογραφικών χαρακτηριστικών.
Για να γίνει καλύτερα αντιληπτό αυτό, θα πρέπει να διευκρινιστεί ότι στην περίπτωση των εν λόγω λογισμικών η συγκριτική υπογραφή παράγεται μετά από κατάλληλη ηλεκτρονική επεξεργασία από ένα ενδεικτικό δείγμα υπογραφών του ατόμου (“training set”). Με άλλα λόγια, η συγκριτική υπογραφή δεν είναι η υπογραφή του ατόμου αλλά ένα τέλειο ψηφιακό μοντέλο (“prototype”), αποτέλεσμα ηλεκτρονικής επεξεργασίας και επιλογής εκ του δείγματος υπογραφών του ατόμου (βλ. εικόνα 3) [10]. Οποιαδήποτε λοιπόν σύγκριση γενόμενη δεν γίνεται βάσει μιας αληθινής υπογραφής του ατόμου αλλά βάσει ενός μοντέλου. Εάν η επιλογή και επεξεργασία κατά τη δημιουργία του μοντέλου αυτού δεν γίνει σωστά, ή αν το σύστημα δεν μπορεί να συλλέξει και να αρχειοθετήσει όλες τις κρίσιμες ως αντιπροσωπευτικά εξατομικευτικές, γραφολογικές πληροφορίες του δείγματος, τότε η απάντηση του συστήματος ενδέχεται να είναι όχι μόνον ατελής αλλά και εντελώς εσφαλμένη. Ωστόσο, το ποια στοιχεία της υπογραφικής χάραξης είναι εκείνα με την υψηλότερη ταυτοποιητική αξία, δεν μπορεί ν’ απαντηθεί παρά μόνο με όρους γραφολογίας. Το πώς αυτοί οι όροι θα προσαρμοστούν ευέλικτα και λειτουργικά στο ηλεκτρονικό, βιομετρικό περιβάλλον είναι το συναρπαστικό στοίχημα συνεργασίας γραφολογίας και πληροφορικής.
Δεν είναι όμως μόνο στο στάδιο της κατασκευής και της αξιολόγησης της «αντοχής» ενός συστήματος γραφοβιομετρικής ανάλυσης που η συμβολή του γραφολόγου κρίνεται αναγκαία. Γίνεται ολοένα και περισσότερο αντιληπτό ότι η διενέργεια μίας γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης για σκοπούς σχηματισμού δικανικής πεποίθησης δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί αποκλειστικά με εφαρμογή των εν λόγω λογισμικών, χωρίς δηλαδή την επιπρόσθετη διαγνωστική και ερμηνευτική προσέγγιση του δικαστικού γραφολόγου και αυτό κυρίως για τους ακόλουθους λόγους:
α) Ακόμα και τα πλέον εξελιγμένα συστήματα δυναμικής πιστοποίησης των υπογραφών (dynamic signature verification systems, “DSV”) περιλαμβάνουν, ως ήδη επισημάνθηκε, έναν συγκεκριμένο αριθμό γραφολογικών δεδομένων που αφορούν περισσότερο την «φυσική» του γραψίματος παρά την ανάλυση και κατανόηση αυτού ως ανθρώπινης συμπεριφοράς και ως κατεξοχήν ψυχοδιανοητικού και πολιτισμικού προϊόντος.
β) Η σύγκριση πραγματοποιείται βάσει ενός μοντέλου υπογραφής και επομένως η διαδικασία της ταυτοποίησης γίνεται κατά προσέγγιση της πραγματικότητας.
γ) Μία αποκλειστική χρήση των προγραμμάτων αυτών θα αποδεικνυόταν διαγνωστικά επισφαλής σε μία σειρά σοβαρών γραφολογικών φαινομένων, όπως στις περιπτώσεις της ηθελημένης αλλοίωσης της υπογραφής, της επιτυχημένης ελεύθερης απομίμησης της υπογραφής ειδικά από στενό συγγενικό πρόσωπο, οπότε ενδέχεται να υπάρχει και γενικότερη «βιομετρική» συγγένεια καθώς επίσης και στις περιπτώσεις ατόμων με περισσότερες του ενός τύπου υπογραφές. Επίσης στις περιπτώσεις εφήβων ή ατόμων με χαμηλό επίπεδο γραφικής ωριμότητας και χωρίς διαμορφωμένο και σταθερό υπογραφικό τύπο (π.χ. ημιαναλφάβητοι) ή στην περίπτωση παθολογιών, όπου η ποιότητα της υπογραφικής χάραξης μπορεί να αλλάξει δραματικά με τη λήψη συγκεκριμένης φαρμακευτικής αγωγής. Πρόκειται δηλαδή για περιπτώσεις, που το πρόγραμμα μπορεί να «ξεγελαστεί», καθώς αλλάζουν οι μαθηματικές παράμετροι της χάραξης. Αντιθέτως ο δικαστικός γραφολόγος διαθέτει τα διαγνωστικά κι ερμηνευτικά εκείνα εργαλεία που του επιτρέπουν την ανίχνευση της ταυτότητας του φυσικού χαράκτη ακόμα κι όταν η ποιότητα της χάραξης αλλοιωθεί ως προς τα μαθηματικώς μετρήσιμα χαρακτηριστικά της.
Να προστεθεί δε ότι ο ρόλος της γραφολογικής επιστήμης, τόσο της δικαστικής όσο και της αναλυτικής, είναι κρίσιμος και για την παρατήρηση, την καταγραφή και αξιολόγηση του τρόπου με τον οποίο αντιδρούν γραφοκινητικά οι χρήστες των γραφοβιομετρικών συστημάτων κατά τη θέση των υπογραφών τους. Πρόκειται για ένα εντελώς νέο γνωστικό πεδίο προς γραφολογική μελέτη, καθώς αλλάζει συνολικά η συνθήκη της υπογραφής. Η επιφάνεια της χάραξης, η τοπογραφία του εγγράφου και εν γένει τα γραφικά μέσα. Αλλάζουν επομένως οι όροι της «φυσικής» της υπογραφικής πράξης. Συνακόλουθα καλείται να προσαρμοστεί η κιναισθητική και οπτικοχωρική αντίληψη, η μνημονική ανάκληση, η λεπτή κινητικότητα. Η κατανόηση του τρόπου αυτής της προσαρμογής παραμένει ένα νέο, επείγον ζητούμενο όχι μόνο για την επιστημονική κοινότητα των γραφολόγων και των εκπροσώπων της πληροφορικής, αλλά και για τους φορείς και πολίτες, χρήστες των εν λόγω προγραμμάτων.
Σημ.: Παρακάτω φαίνεται παράδειγμα ιδιόχειρης υπογραφής που έχει τεθεί απευθείας στην οθόνη[11]. Διακρίνεται η διαπιστούμενη από όλους σχεδόν τους χρήστες συμπτωματολογία γραφοκινητικής δυσχέρειας (γραφικός τρόμος, σπασμοί, συγκολλήσεις, ρυθμική αναχαίτιση ή αστάθεια και χονδροειδείς γραμματικές φόρμες), η οποία ενίοτε φτάνει στο σημείο ο υπογράφων να μην μπορεί να «αποδεχτεί» ψυχοδιανοητικά τη χάραξη αυτή ως δικό του υπογραφικό προϊόν. Στην περίπτωση αυτή η εντελώς νέα και για το λόγο αυτό αφύσικη συνθήκη υπογραφικής κίνησης αναστέλλει τον εμπεδωμένο υπογραφικό αυτοματισμό κι αλλοιώνεται έτσι η ποιότητα και κατ’ επέκταση η «εικόνα» που προσλαμβάνει ο χρήστης για την υπογραφή του.
- Από την άλλη πλευρά αλλάζει ταχύρρυθμα και ο δρόμος της γραφολογικής διαγνωστικής προσέγγισης, καθώς οι γραφολόγοι δεν μπορούν να αγνοήσουν τις προκλήσεις και τις ευκαιρίες που προσφέρουν τα σύγχρονα γραφοβιομετρικά συστήματα ταυτοποίησης. Αντιθέτως καλούνται όχι μόνο να διαμορφώσουν νέα αξιολογητικά κριτήρια, σταθμίζοντας τα οφέλη και τους κινδύνους της «χειρόγραφης βιομετρίας» αλλά να εκπαιδευτούν και οι ίδιοι σε θέματα διαχείρισης του ηλεκτρονικού περιβάλλοντος και να συνεργαστούν τόσο κατά την ειδικότερη αυτή κατάρτισή τους όσο και στη συνέχεια κατά τη διενέργεια των νέων τύπων γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης, με επιστήμονες από το χώρο της πληροφορικής.
Το νέο αυτό διεπιστημονικό πεδίο δικανικής έρευνας καλείται να συστηματοποιηθεί μέσα σ’ ένα θεσμικό πλαίσιο που θα προκύψει απ’ τον τρόπο της εν λόγω συνεργασίας, από τις ιδιαιτερότητες της κάθε έννομης τάξης και εθνικής συναλλακτικής ζωής αλλά και από τα σχετικά διεθνή νομοθετικά κείμενα, συμπεριλαμβανομένου και του GDPR (General Data Protection Regulation, 2016/679).
Σε καθαρά εφαρμοστικό γραφολογικό επίπεδο σημαντικότατη είναι εν προκειμένω η πρόσφατη πρωτοβουλία της Ιταλικής Ένωσης Γραφολογίας [A.G.I.] να δημοσιεύσει μία σειρά καλών πρακτικών για τη δικανική ανάλυση των βιομετρικών υπογραφών. Ένα πρώτο κείμενο δημοσιεύτηκε στην επίσημη ιστοσελίδα της εν λόγω επιστημονικής ένωσης στις 09.02.2019 [12]. Είναι σημαντικό να τονιστεί ότι το κείμενο αυτό διαμορφώθηκε μετά από συνεργασία της A.G.I. με σημαντικούς επιστήμονες από το χώρο της πληροφορικής και με τη συμβολή και εμάς των γραφολόγων που ακολουθήσαμε το πρόγραμμα κατάρτισης και πιστοποίησης στη γραφοβιομετρία, το οποίο διοργάνωσε η A.G.I. το ακαδημαϊκό έτος 2018 – 2019 στην έδρα των εμπειρογνωμόνων της Λομβαρδίας, στο Μιλάνο.
Στο συγκεκριμένο κείμενο περιγράφονται, μεταξύ άλλων,
- το επαγγελματικό προφίλ των γραφολόγων που καλούνται ν’ ασχοληθούν με ζητήματα γραφοβιομετρίας,
- ζητήματα κατάρτισης και πιστοποίησής τους στον εν λόγω τομέα,
- ο απαραίτητος εξοπλισμός,
- οι τεχνικές και οι μέθοδοι της έρευνας, ανάλυσης και δειγματοληψίας,
- ο τρόπος σύνταξης της έκθεσης εμπειρογνωμοσύνης με έμφαση στην αξιολόγηση των αποτελεσμάτων και στη διαβάθμιση κατά τη διατύπωση των τελικών πορισμάτων.
Περιλαμβάνεται επίσης ένα μίνι λεξικό γραφοβιομετρικών όρων και γίνεται παραπομπή σε σημαντική και στοχευμένη επιστημονική βιβλιογραφία[13].
Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι το κείμενο αυτό συνιστά στην ουσία ένα «εν δυνάμει» σύνολο καλών πρακτικών με δηλωμένη την ετοιμότητα των συντακτών του και όσων συνέβαλαν σε αυτό [14]ν’ αφουγκραστούν τις προτάσεις των ειδικών της πληροφορικής και στη συνέχεια να επι_δράσουν στην εξέλιξη της γραφοβιομετρικής τεχνολογίας και της σχετικής νομοθεσίας, παρακολουθώντας με διάθεση επικαιροποίησης και ανάλογες πρωτοβουλίες σε ευρωπαϊκό επίπεδο [15].
Δρ. Ευδοξία Ζ. Φασούλα, δικαστική και αναλυτική γραφολόγος / δικηγόρος, πιστοποιημένη στον τομέα της γραφοβιομετρίας από την Ιταλική Ένωση Γραφολογίας (A.G.I.)
1] Κουράκη Ν.(εκδ. επιμ.) / Ζιούβα Δ. (συνεργασία), Τα οικονομικά εγκλήματα, Ι, 2007, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, σελ. 196.
[2] http://www.aped.gov.gr/nea/18-topic/40-eidas.html, για το συνολικό, σχετικό θεσμικό πλαίσιο, https://www.eett.gr/opencms/opencms/EETT/Electronic_Communications/DigitalSignatures/LawFramework.html
[3] Οι εικόνες έχουν αντληθεί απ’ το διαδίκτυο.
[4] Nitya R. et al., Signature Verification – A Biometric Authentication System, ITSI – TEEE, vol. 1, 91 – 93, 2013, http://itsocietyindia.org/Transactions/Transaction_ITSI-TEEE/PDF/Vol1_Iss1/19.pdf, Rajdeep D. et al., A comparative study of biometric authentication based on handwritten signatures, IJRET, 28 – 35, 2013, http://esatjournals.org/Volumes/IJRET/2013V02/I12/IJRET20130212004.pdf., Yogesh V.G. / Abhijit P., Offline and Online Signature Verification Systems: A survey, IJRET, 328 - 332, 2014, http://esatjournals.org/Volumes/IJRET/2014V03/I15/IJRET20140315064.pdf. , Schwan M., Biometrische Identificationssysteme, http://www2.informatik.hu-berlin.de/Forschung_Lehre/algorithmenII/Lehre/SS2004/Biometrie/06Unterschrift/unterschrift.pdf, Dilissano N. (2005), “Nuovi strumenti e metodi per la grafologia – Le tavolette digitalizzatrici e l’ algoritmo di Markov per il riconoscimento di firme στο Attualità Grafologica (αρ. 95), σελ. 68 – 72.
[5] H αξιοπιστία κάθε συστήματος πιστοποίησης της ταυτότητας εξαρτάται από τον προσδιορισμό του περιθωρίου λάθους του συστήματος, δηλ. υπό ποιες προϋποθέσεις ένα εξουσιοδοτημένο άτομο απορρίπτεται από το σύστημα, ενώ ένα μη εξουσιοδοτημένο γίνεται αποδεκτό. Επομένως το ποσοστό της εσφαλμένης απόρριψης (FRR = False Rejection Rate) καθώς και το ποστοστό της εσφαλμένης αποδοχής (FAR = False Acceptance Rate) συνιστούν τα βασικότερα κριτήρια της ποιότητας των βιομετρικών τεχνικών.
[6] Vielhauer C. / Steinmetz R. / Scheidat T. (2004) “Forensik und Biometrie zur Benutzererkennung” στο Horster P.(Hrsg), D.A.CH Security 2004, syssec (2004), σελ. 196 επ.
[7] Βλ.εικόνα από Vielhauer C. / Steinmetz R. / Scheidat T., ό.π., σελ. 197.
[8] Βλ. εικόνα από Gavrilova M., Signature Recognition, http://www.slidefinder.net/w/week10_signature_voice/week10_signature_voice/5458899
[9] Για τις αδυναμίες και τους διαγνωστικούς και λοιπούς κινδύνους κατά την ευρεία χρήση γραφοβιομετρικών λογισμικών βλ. τις επισημάνσεις μου στις ακόλουθες δημοσιεύσεις μου: α) Η χρήση των σύγχρονων πολυμέσων στη δικαστική γραφολογία, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, 2007, σελ. 23 επ. και 90 επ., β) «Βιομετρικές υπογραφές: Μία γραφολογική και εγκληματολογική προσέγγιση συστημάτων βιομετρικού ελέγχου ιδιόχειρων υπογραφών» στον τιμητικό τόμο της καθηγήτριας Καλλιόπης Σπινέλλη, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, 2010, σελ.1314 επ., γ) Βιομετρικές υπογραφές και κυβερνοασφάλεια, στο Έγκλημα, Κράτος και Ποινική Δικαιοσύνη – Σύγχρονα ζητήματα ποινικού δικαίου, Δήμητρας Σορβατζιώτη (επιμ.), εκδ. Παν/μίου Λευκωσίας, 2016, σελ. 89 επ. καθώς και δ) στο τέταρτο τεύχος (Δεκέμβριος 2018) του Ενημερωτικού Δελτίου της Ελληνικής Εταιρείας Εγκληματολογίας (http://www.hscriminology.gr/wp-content/uploads/2019/01/crime-and-punishment-4.pdf), και συγκεκριμένα στη συμβολή μου «Γραφοσκοπία και Βιομετρία. Σύγχρονες εφαρμογές στη δικαστική γραφολογία» σελ. 27 – 28.
[10] Βλ. εικόνα από Munich, M.E., Perona, P., Camera-Based ID Verification
by signature tracking: http://www.vision.caltech.edu/mariomu/research/sigverif.
[11] Η εικόνα έχει αντληθεί απ’ το διαδίκτυο.
[12] http://www.agigrafometrica.it/download/le-buone-prassi/
[13] - PLAMONDON, R. AND LORETTE, G. (1989). Automatic signature verification and writer identification - the state of the art. Pattern Recognition, 22(2):107 – 131.IMPEDOVO, D. AND PIRLO, G. (2008). Automatic signature verification: The state of the art. IEEE Transactions on Systems, Man, and Cybernetics, Part C: Applications and Reviews, 38(5):609–635.
IMPEDOVO, D., PIRLO, G., AND PLAMONDON, R. (2012). Handwritten signature verification: New advancements and open issues. In International Conference on Frontiers in Handwriting Recognition, (ICFHR), pages 367–372.
HARRALSON H. & MILLER L., Developments in Handwriting and Signature
Identification in the Digital Age, Routledge, 2012
PLAMONDON, G. PIRLO, D. IMPEDOVO, “Online Signature Verification”, Handbook of Document Image Processing and Recognition, D. Doermann & K. Tombre (eds.), Springer, 2014, pp. 917-947.
[14] Πράγματι, τον Οκτώβριο του 2019 (19/20.10) οι ομάδες των πιστοποιημένων στη γραφοβιομετρία από την A.G.I. γραφολόγων συναντήθηκαν στην Padova, όπου και αξιολογήθηκε εκ νέου το ως άνω κείμενο καλών πρακτικών, διενεργήθηκαν τεχνικές δοκιμές στο σχετικό λογισμικό που χρησιμοποιείται κατά την εν λόγω κατάρτιση και υπήρξε ενημερωτική παρέμβαση εκπροσώπου – μηχανικού της εταιρείας πληροφορικής που το κατασκευάζει και διαθέτει.
[15] Εν εξελίξει αντίστοιχες πρωτοβουλίες από τη σημαντική για τις δικανικές επιστήμες σύμπραξη ENFSI (European Network of Forensic Science Institutes), η οποία ήδη έχει δημοσιεύσει σχετικό οδηγό γενικά για τον τρόπο διεξαγωγής της δικαστικής γραφολογικής εργασίας (http://enfsi.eu/wp-content/uploads/2017/06/Best-Practice-Manual-for-the-Forensic-Examination-of-Handwriting-Version-02.pdf), η σημασία του οποίου τονίστηκε και από τον Jonathan Morris (ENFSI Scottland, Scottish Police Services Authority Forensic Services (SPSAFS), Glasgow, UK) κατά την εισήγησή του στο από 12.10.2019 συνέδριο της Ρώμης με διοργανωτή φορέα το Istituto Superiore di Grafologia υπό τον καθηγητή Alberto Bravo. Ο εν λόγω καθηγητής εισέφερε μάλιστα σημαντικότατες προτάσεις για τη διαμόρφωση εν γένει ενός τέτοιου πρωτοκόλλου με έμφαση στη σημασία της παραδοσιακής γραφολογικής επιστήμης στο πλαίσιο του 2ουΠανελλήνιου Συνεδρίου Δικαστικής Γραφολογίας (18/19.10.2019) κατά την εισήγησή του με τίτλο «Το πρωτόκολλο εργασίας στη γραφολογική πραγματογνωμοσύνη σύμφωνα με την ENFSI».