Τα πολλά πρόσωπα της αυτοδικίας
«Θα δικάσω εγώ τους φονιάδες των παιδιών μας. Θα το κάνω για τις αθώες ψυχές των πέντε παιδιών. Δεν αντέχω άλλο την κοροϊδία»[1]. Ήταν 1η Απριλίου 1993, κι όμως η ένοπλη επίθεση του Αθανάσιου Ντρούζου εντός της αίθουσας του στρατοδικείου ήταν κάθε άλλο παρά φάρσα. Πατέρας ενός παιδιού, που έχασε τη ζωή του μαζί με τέσσερις φίλους του έξω από μία ντισκοτέκ, όταν ένας μεθυσμένος και ασυνείδητος οδηγός, ο υποσμήναγος Δημήτρης Κουρούπης, τους παρέσυρε με το όχημά του δύο χρόνια πριν. Ο Α.Ντρούζος ήταν δυσαρεστημένος με την τετραετή ποινή φυλάκισης του κατηγορούμενου κι έτσι αποφάσισε να πάρει το νόμο στα χέρια του, όταν η υπόθεση εκδικάσθηκε κατ’ έφεση. Λίγο μετά τις επτά κι ενώ αγόρευε ο συνήγορος υπεράσπισης, ο Ντρούζος έβγαλε από έναν χαρτοφύλακα το όπλο που κουβαλούσε παράνομα και η δίκη μετατράπηκε σε μαζική δολοφονία. Ο απολογισμός της επίθεσης ήταν τρεις νεκροί (οι δύο συνήγοροι υπεράσπισης και ο αυτόχειρας Α. Ντρούζος) και πέντε τραυματίες. Η σορός του πατέρα, βρέθηκε τελικά εκεί που επιθυμούσε, δίπλα στο γιο του στον οικογενειακό τους τάφο. |
«Θα δικάσω εγώ τους φονιάδες των παιδιών μας. Θα το κάνω για τις αθώες ψυχές των πέντε παιδιών. Δεν αντέχω άλλο την κοροϊδία»[1]. Ήταν 1η Απριλίου 1993, κι όμως η ένοπλη επίθεση του Αθανάσιου Ντρούζου εντός της αίθουσας του στρατοδικείου ήταν κάθε άλλο παρά φάρσα. Πατέρας ενός παιδιού, που έχασε τη ζωή του μαζί με τέσσερις φίλους του έξω από μία ντισκοτέκ, όταν ένας μεθυσμένος και ασυνείδητος οδηγός, ο υποσμήναγος Δημήτρης Κουρούπης, τους παρέσυρε με το όχημά του δύο χρόνια πριν. Ο Α.Ντρούζος ήταν δυσαρεστημένος με την τετραετή ποινή φυλάκισης του κατηγορούμενου κι έτσι αποφάσισε να πάρει το νόμο στα χέρια του, όταν η υπόθεση εκδικάσθηκε κατ’ έφεση. Λίγο μετά τις επτά κι ενώ αγόρευε ο συνήγορος υπεράσπισης, ο Ντρούζος έβγαλε από έναν χαρτοφύλακα το όπλο που κουβαλούσε παράνομα και η δίκη μετατράπηκε σε μαζική δολοφονία. Ο απολογισμός της επίθεσης ήταν τρεις νεκροί (οι δύο συνήγοροι υπεράσπισης και ο αυτόχειρας Α. Ντρούζος) και πέντε τραυματίες. Η σορός του πατέρα, βρέθηκε τελικά εκεί που επιθυμούσε, δίπλα στο γιο του στον οικογενειακό τους τάφο.
Έχουν περάσει 26 χρόνια από το αιματηρό συμβάν, το οποίο καταγράφηκε στη συλλογική συνείδηση ως μία καταφανής περίπτωση αυτοδικίας. Ένας συγγενής θύματος ανθρωποκτονίας, δηλαδή ένα έμμεσο θύμα, δυσαρεστημένο από την απονομή της δικαιοσύνης, αποφασίζει να αναλάβει αυτοβούλως, αυτό που κατά τον ίδιο, ο επίσημος κοινωνικός έλεγχος απέτυχε να κάνει: να τιμωρήσει το δράστη. Αυτή η πράξη εκδίκησης από πολλούς ταυτίζεται με την αυτοδικία, ωστόσο η οριοθέτησή της παραμένει ρευστή κι αυτό γιατί ο επίσημος και ως εκ τούτου αυστηρός ορισμός της, έρχεται συχνά σε σύγκρουση με τις διαστάσεις που μοιάζει να προσλαμβάνει στo ευρύτερο πλαίσιο μιας κοινωνίας.
Η ευρεία έννοια της αυτοδικίας.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 331 ΠΚ, με το οποίο οριοθετείται η έννοια της αυτοδικίας: «Όποιος ασκεί αυθαίρετα αξίωση σχετική με δικαίωμα που ή το έχει πραγματικά ή από πεποίθηση το οικειοποιείται, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι έξι μηνών ή με χρηματική ποινή. Η ποινική δίωξη ασκείται μόνο ύστερα από έγκληση». Το εν λόγω έγκλημα αποτελεί πταίσμα για την τέλεση του οποίου απαιτείται να συντρέχουν οι εξής προϋποθέσεις: α)να υφίσταται μια αξίωση του υπαιτίου, η οποία απορρέει από δικαίωμα, το οποίο είτε το έχει πραγματικά ο δράστης, είτε έχει την πεποίθηση ότι του ανήκει, β) το σχετικό δικαίωμα να αμφισβητείται από κάποιον, γ) η αξίωση του υπαιτίου πρέπει να είναι δικαστικά επιδιώξιμη, δηλαδή να υπάρχει δυνατότητα προσφυγής στη δικαστική αρχή, ακόμη και αλλοδαπή, για τη συγκεκριμένη επίδικη αξίωση, για την οποία είτε δεν έχει ακόμη εγερθεί δίκη, είτε είναι εκκρεμής και δ) η αυθαίρετη άσκηση της αξιώσεως[2].Καθίσταται λοιπόν φανερό από τα ανωτέρω ότι στην περίπτωση του Αθανάσιου Ντρούζου τελέστηκαν πολλά εγκλήματα (ανθρωποκτονία, οπλοκατοχή, οπλοχρησία) μεταξύ των οποίων δεν μπορούμε να εντάξουμε και αυτό της αυτοδικίας.
«Εγώ δώδεκα με δύο μιλάω με το γιο μου στον τάφο του. Εσύ με δύο εκατομμύρια είσαι έξω. Όσο για σας τους δικηγόρους, προσπαθείτε να τον απαλλάξετε αφού πρώτα σκότωσε τα παιδιά. Πρέπει να αλλάξουν οι νόμοι… Πρέπει να αλλάξουν…»[3]. Τα λόγια αυτά δεν προέρχονται από το γράμμα του νόμου, αλλά από τον Α. Ντρούζο λίγο πριν το μακελειό, δίνοντας χώρο για μία ευρύτερη ερμηνεία της αυτοδικίας. H συγκεκριμένη επίθεση δεν είχε στόχο μόνο το δράστη του εγκλήματος, αλλά μοιάζει να λαμβάνει μια συμβολική διάσταση, που επεκτείνεται σε ολόκληρο το Σύστημα Απονομής της Ποινικής Δικαιοσύνης. Ο Ντρούζος αναφέρεται «στους φονιάδες των παιδιών μας» ανάγοντας την ευθύνη για το έγκλημα πέρα από το μεθυσμένο οδηγό, σε όλους όσοι ενεπλάκησαν κατά την απονομή της δικαιοσύνης.
Η θέσπιση νόμων, ακόμη κι αν συχνά συγκρούονται με τις αξίες και την ηθική ενός ή μιας ομάδας ατόμων, σήμαναν τη μετάβαση από την ιδιωτική επίλυση των διαφορών (δηλαδή την αυτοδικία) στη δημόσια επίλυση τους από επίσημα όργανα του Κράτους. Πριν από αυτούς, η ποινή ήταν όχι μόνο ιδιωτική υπόθεση, αλλά υποχρέωση του προσβεβλημένου[4]. Πλέον όμως, ο κάθε πολίτης έχει δικαίωμα (και υποχρέωση) να προσφύγει στη Δικαιοσύνη για την επιβολή ποινής, και να μην ασκεί ο ίδιος αρμοδιότητες επίσημων αρχών. Υπό αυτή την έννοια, η υπόθεση του Αθανάσιου Ντρούζου εντάσσεται στον ευρύτερο ορισμό της αυτοδικίας. Δεδομένου ότι δεν υπάρχει κάποιος συγκεκριμένος επιστημονικός ορισμός (πέρα από το νομικό) κι επειδή η έννοια της δεν είναι απόλυτα προσδιορισμένη, θα μπορούσαμε να λέγαμε πως διαπράττει αυτοδικία όποιος, παρακάμπτει τα έννομα μέσα και ενεργεί αυθαίρετα (ακόμα και με τη χρήση βίας), προκειμένου να αποκαταστήσει την καταπάτηση κάποιου δικαιώματος που είτε πραγματικά έχει, είτε ο ίδιος πιστεύει ότι έχει.
«Λιντσάρισμα» και αυτοδικία.
Στις ΗΠΑ γεννήθηκε και εφαρμόστηκε νόμιμα για πρώτη φορά η αυτοδικία, η οποία σήμαινε την άμεση εφαρμογή του νόμου με εξωδικαστικές διαδικασίες μέσω της τιμωρίας δραστών εγκλημάτων. Η πρακτική αυτή έγινε γνωστή ωςΝόμος του Λίντς ή Λύντσειος Νόμος. Αρκετές είναι οι θεωρίες γύρω από την προέλευση της ονομασίας του νόμου, όμως η επικρατέστερη θεωρία υποστηρίζει πως πιθανότερος εμπνευστής του είναι ο Charles Lynch, ο οποίος έδρασε ως ειρηνοδίκης στη Βιρτζίνια, κατά τη διάρκεια του τελευταίου μέρους του επαναστατικού πολέμου[5]. Εκείνη την εποχή, τα δικαιοδοτικά όργανα της περιφέρειας απλώς εξέταζαν τις υποθέσεις, καθώς το ενιαίο δικαστήριο για την τελική δίκη των κακουργημάτων με έδρα το Williamsburg βρισκόταν περισσότερο από διακόσια μίλια μακριά, καθιστώντας αδύνατη τη μεταφορά τόσο των κατηγορουμένων, όσο και των μαρτύρων. Γι’ αυτούς τους λόγους δημιουργήθηκε έδαφος για την εφαρμογή του νόμου από ένα ανεξάρτητο λαϊκό δικαστήριο υπό την επίβλεψη του Charles Lynch. Ο ίδιος μαζί με ορισμένους από τους γείτονές του αποφάσισαν να πάρουν το νόμο στα χέρια τους, να τιμωρήσουν την ανομία, να αποκαταστήσουν την ειρήνη και να επαναφέρουν την ασφάλεια στην κοινότητά τους.
Στο δικαστήριο αυτό ο κατηγορούμενος ερχόταν πρόσωπο με πρόσωπο με τους κατήγορους του, του επιτρεπόταν να ακούσει τη μαρτυρία εναντίον του και να υπερασπιστεί τον εαυτό του, καλώντας μάρτυρες. Εάν ο κατηγορούμενος αθωωνόταν, τον απελευθέρωναν με μία συγγνώμη του δικαστηρίου, ενώ σε κάποιες περιπτώσεις λάμβανε και αποζημίωση. Εάν καταδικαζόταν, θα δεχόταν τριάντα εννέα μαστιγώματα στη γυμνή πλάτη του και στη συνέχεια, εάν δεν φώναζε «ελευθερία για πάντα», θα τον κρεμούσαν από τους αντίχειρές του μέχρι να συμμορφωνόταν. Από το 1840-1880, με το νόμο του Lynch άρχισαν να επιβάλλονται πιο αυστηρές ποινές, όπως το κρέμασμα, το κάψιμο στην πυρά, ο διαμελισμός από άλογα και ο ξυλοδαρμός από το εξοργισμένο πλήθος. [6]
Σήμερα, με τον όρο «λιντσάρισμα» εννοείται η επίθεση στον δράστη από περισσότερους που συνοδεύεται με απειλή, πρόσκληση σωματικών βλαβών, εξύβριση, ακόμα και ανθρωποκτονία σε ακραίες περιπτώσεις από τους συγγενείς του θύματος ή άλλων προσώπων, πριν την απόφανση της δικαιοσύνης.
Βεντέτα: η παράδοση της αυτοδικίας στην Ελλάδα.
Μια ειδικότερη μορφή αυτοδικίας είναι η «βεντέτα», η οποία συναντάται σήμερα σε κάποιες περιοχές της Κρήτης και παλαιότερα και τη Μάνη. Με τον όρο «βεντέτα» χαρακτηρίζεται η «ανταπόδοση του συμβολικού χρέους»[7]. Σηματοδοτεί σχέσεις μεταξύ κοινωνικών ομάδων, οι οποίες συγκρούονται στη βάση σχέσεων συγγένειας. Χαρακτηρίζει την εκδίκηση μιας κλειστής κοινωνίας που συνειδητά παίρνει το νόμο στα χέρια της προκειμένου να επανέλθει η τάξη και να αποκατασταθεί η δικαιοσύνη. Χαρακτηριστικό είναι ότι οι εκδικητές, γνωρίζοντας τις επιπτώσεις που θα υποστούν τόσο οι ίδιοι, όσο και η οικογένειά τους από την διάπραξη του αντεκδικητικού φόνου, τις αγνοούν μπροστά στην εκπλήρωση του χρέους, που φαντάζει πανίσχυρη τη δεδομένη στιγμή.
Στη βεντέτα, επίσης, συναντάται η «μιμητική φύση της βίας»[8],δηλαδή η μίμηση μιας επιθετικής συμπεριφοράς που επαναλαμβάνεται μέσα στα χρόνια και έχει κληρονομικό χαρακτήρα.
Οι έννοιες της τιμής και της ντροπής που συνοδεύουν μια οικογένεια συνοψίζουν τα βασικά αίτια εκδήλωσης αυτού του είδους της αντεκδίκησης. Έντονες λογομαχίες, αντιζηλίες, πολιτικά και περιουσιακά ζητήματα πυροδοτούν αντιδράσεις και προκαλούν την αυτοδικία. «Στη βεντέτα συνήθως δεν απειλείται άμεσα η ζωή κάποιου, ενώ ο τρόπος εκδίκησης είναι πολύ βαρύτερος από την αρχική πράξη που την προκάλεσε» επισημαίνει η Ερατώ-Μαρία Ιωαννίδου, δικαστική ψυχολόγος.
Προσεγγίζοντας τα βαθύτερα αίτια της.
Ένας επίδοξος ληστής εισβάλλει σε ένα σπίτι και ο ιδιοκτήτης του τον πυροβολεί, τραυματίζοντας τον θανάσιμα. Ένας πατέρας σκοτώνει το δολοφόνο του παιδιού του. Το γενικότερο πλαίσιο που εντάσσονται οι παραπάνω πράξεις είναι σίγουρα η αυτοδικία, όμως τα βαθύτερα κίνητρα τους είναι διαφορετικά. «Στην πρώτη περίπτωση το κίνητρο φαίνεται να είναι η αυτοπροστασία και στη δεύτερη η αντεκδίκηση», εξηγεί η Ε.Μ. Ιωαννίδου. Πράγματι, η άμεση απειλή προκαλεί συναισθήματα φόβου και πανικού, που μπορεί να οδηγήσουν στην πρόκληση ανεξέλεγκτης βλάβης. Από την άλλη, μια βίαιη πράξη με σκοπό την εκδίκηση προϋποθέτει χρόνο για την προετοιμασία της κι έτσι «οι συγκυρίες διαδραματίζουν μικρότερο ρόλο στην έκβαση των γεγονότων», συμπληρώνει η Ναταλία Βαλεοντή, ψυχολόγος στο Κατάστημα Κράτησης Κορυδαλλού. Ο πατέρας που αυτοδικεί (όπως και στην περίπτωση του Ντρούζου) βιώνει περίπλοκα συναισθήματα, νιώθει ότι έτσι θα αποδώσει δικαιοσύνη, εφόσον με το θάνατο του παιδιού του «έχασε πλέον τη δυνατότητα να το προστατέψει, αλλά νιώθει πως ακόμα φέρει την ευθύνη να κάνει κάτι γι’ αυτό», διευκρινίζει η Ε.Μ. Ιωαννίδου.
Πρόσφατα, μια ομάδα κρατουμένων από το ΕΚΚΝΑ[9] επιτέθηκε σ’ έναν 19χρονο συγκρατούμενο και κατηγορούμενο για τη δολοφονία και το βιασμό μιας κοπέλας στη Ρόδο. Παρόλο που για το συγκεκριμένο περιστατικό μόνο εικασίες μπορούν να γίνουν, διακρίνεται μια ακόμη πτυχή της αυτοδικίας. Σε αυτή την περίπτωση «τρίτα πρόσωπα, που δεν βρίσκονται ούτε στη θέση του θύματος ούτε είναι κοντινά του πρόσωπα, διαπράττουν μια τιμωρητική ενέργεια ανταπόδοσης της βλάβης. Στόχος, πιθανότατα, είναι η εκτόνωση επιθετικών ενστίκτων, έχοντας ταυτόχρονα έναν συμβολικό ψυχοκοινωνικό χαρακτήρα επίδειξης ισχύος, προσδοκίας αποδοχής από την κοινωνία ή την κοινωνική ομάδα στο πλαίσιο της οποίας εκδηλώνεται (σ.σ. η φυλακή στη συγκεκριμένη περίπτωση) και ενδεχομένως εναντίωσης προς την έννομη τάξη», αναλύει η Ν. Βαλεοντή.
Η αυτοδικία είναι σίγουρα ένα πολυπαραγοντικό φαινόμενο και χρειάζεται μεμονωμένη εξέταση της κάθε περίπτωσης. Ωστόσο, όπως μας εξήγησε η Ν. Βαλεοντή, οι γενικότερες περιβαλλοντικές συνθήκες (οικονομικές, πολιτικές, κοινωνικές) μπορούν να επιδράσουν διττά στην εκδήλωση περιστατικών βίας. «Ο πρώτος αφορά το ρόλο τους κατά την διαμόρφωση της προσωπικότητας ενός ανθρώπου σε όλα τα στάδια της ανάπτυξής του, αλλά και μέσω των κοινωνικών προτύπων και των αξιών που υιοθετεί κατά την κοινωνικοποίησή του. Ο δεύτερος τρόπος επίδρασής τους είναι μέσω των εξωτερικών καταστάσεων που βιώνει ο άνθρωπος στη διάρκεια της ζωής του, όπως ηεπαγγελματική επιτυχία ή αποτυχία, ο κοινωνικός αποκλεισμός ή κοινωνική ένταξη, η ανομία ή τήρηση της τάξης». Παράλληλα, η κοινωνική αστάθεια αποτελεί έναν ισχυρό παράγοντα που ευνοεί την αμφισβήτηση προς την έννομη τάξη και την ανασφάλεια για την σωστή απονομή της δικαιοσύνης. Ως επακόλουθο, οι πολίτες δρουν αυτοβούλως, δίνοντας μόνοι τους τη λύση που οι επίσημες αρχές αδυνατούν να τους παράσχουν (ή έτσι πιστεύουν) με αποτέλεσμα «να δημιουργείται η αίσθηση ότι ζούμε σε μια “κοινωνική ζούγκλα”, όπου επικρατεί το δίκαιο του ισχυρού και η ατιμωρησία του».
Η αντιμετώπιση της.
Μπορεί η έννοια της να έχει διάφορες ερμηνείες επιστημονικά και σημειολογικά, όμως μία κοινή παραδοχή είναι πως σε ευνομούμενες και δημοκρατικές κοινωνίες, η εκδήλωση της αποτελεί «αγκάθι» για τους θεσμούς. Προκειμένου να σταματήσει να διαιωνίζεται ο φαύλος κύκλος της βίας, που η αυτοδικία παράγει είναι απαραίτητο να ληφθούν μέτρα αντιμετώπισης του φαινομένου. Ένας βασικός άξονας θα πρέπει να είναι η πρόληψη εν γένει περιστατικών βίας μέσω της εκπαίδευσης και της σωστής ενημέρωσης. Ο δεύτερος –και κυριότερος- άξονας αφορά την ανάκτηση της εμπιστοσύνης του πολίτη προς το σύστημα ποινικής δικαιοσύνης, μέσω της εφαρμογής των νόμων και ως εκ τούτου των ποινών.
Bαγιανού Βαρβάρα, δημοσιογράφος.
Τζάνη Δέσποινα, δημοσιογράφος και μεταπτυχιακή φοιτήτρια Εγκληματολογίας.
[1] Σόμπολος Π.(2014), Τα εγκλήματα που συγκλόνισαν την Ελλάδα όπως τα έζησα, Αθήνα: Εκδόσεις Πατάκη, σελ.349.
[2]Στοΐλα, A. (2014), Ποινικός Κώδικας, Ερμηνεία κατ' άρθρο, επιμέλεια Αριστοτέλης Χαραλαμπάκης, Τόμος Δεύτερος, Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη.
[3] Σόμπολος Π., ο.π., σελ.347.
[4]Γιωτοπούλου-Μαραγκοπούλου Α. (1984), Εγχειρίδιο Εγκληματολογίας, Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη
[5]Cutler, J.E. (1905), Lynch-law: An investigation into the history of lynching in the United States, Cornell University Law Library, σελ. 13
[6]Cutler, J.E. «ο.π.», σελ.23-27
[7] Τσαντηρόπουλος Α. (2004), Η βεντέτα στη σύγχρονη ορεινή Κρήτη, Αθήνα: Πλέθρον, σελ. 15.
[8]Τσαντηρόπουλος, Α., (2000), {Η "} βεντέτα" στην ορεινή κεντρική Κρήτη: "οικογενειακές" συγκρούσεις και κοινωνική οργάνωση, Ελλάδα, Πανεπιστήμιο Αιγαίου. Σχολή Κοινωνικών Επιστημών. Τμήμα Κοινωνικής Ανθρωπολογίας και Ιστορίας, σελ.180.
[9] Ειδικό Κατάστημα Κράτησης Νέων Αυλώνα.