Σεμινάριο για τη Δημιουργία της Ποινικής Δίκης
Σεμινάριο για τη δημιουργία της Ποινικής Δίκης, ομιλία Μπαλακτάρη για Αυτεπάγγελτη Προανάκριση
Στις 18 Νοεμβρίου 2019, το Κ.Ε.Μ.Ε. παραβρέθηκε στο σεμινάριο του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών με θέμα: «Η Δημιουργία της Ποινικής Δίκης». Οι δυο εισηγητές, κ. Τσικνόπουλος και κ. Μπαλακτάρης καθώς και ο κ. Κωνσταντίνου, που πήρε το λόγο προεισαγωγικά, ήταν εξαίρετοι. Ιδιαίτερης σημασίας ήταν η τοποθέτηση του κ. Σοφού, συντονιστή της συζήτησης, ο οποίος σχολίασε το ευρύτερο κλίμα που επικρατεί στον Δικηγορικό και τον Δικαστικό κλάδο, λόγω των συνεχών τροποποιήσεων στους Κώδικες, δηλώνοντας χαρακτηρίστηκα πως «οι διαρκείς παρεμβάσεις του Νομοθέτη δημιουργούν μια κατάσταση δυσφορίας στο Δικηγορικό και το Δικαστικό σώμα». Τη σκυτάλη επί του θέματος πήρε ο κ. Κωνσταντίνου, ο οποίος -πολύ ορθά- διατύπωσε πως: «είναι υποχρέωση μας, απέναντι στον εαυτό μας και απέναντι σε όσους μας εμπιστεύονται, να ενημερωνόμαστε για της αλλαγές των κωδίκων», συνεχίζοντας πως «πρέπει να διαβάζουμε συνεχώς για να είμαστε έτοιμοι να απαντάμε σε σχετικές ερωτήσεις». Ο κ. Μπαλακτάρης συμπλήρωσε πως «Δεν αρκεί μόνο η γραμματική ερμηνεία του νόμου, αλλά και η ερμηνεία του πνεύματος του νόμου, το οποίο διαταράσσεται πολλές φορές, ως προς την ερμηνεία, του από τις επιμέρους τροποποιήσεις».
Το επιμορφωτικό σεμινάριο ήταν αρκετά ενδιαφέρον, ωστόσο, ξεχώρισε η εισήγηση του κ. Μπαλακτάρη (στην οποία και θα εστιάσουμε) αφού το θέμα της ήταν η «Αυτεπάγγελτη Προανάκριση» (γνωστή και ως «Αστυνομική» προανάκριση, αν και διατυπώθηκε η άποψη πως ο όρος αυτός δεν είναι σωστός).
Η Αυτεπάγγελτη Προανάκριση αποτελεί, το «κατώφλι» (όπως το χαρακτήρισε ο εισηγητής) της ποινικής προδικασίας. Ωστόσο, σημειώθηκε πως παρά τον τόσο σημαντικό ρόλο της, αποτελεί το πιο σκοτεινό σημείο, αφού είναι διαδικασία της προδικασίας, κατά την οποία ο κατηγορούμενος αγνοεί ότι είναι υπό τον έλεγχο του κράτους, ότι ενδεχομένως να δημιουργούνται παρεμβάσεις σοβαρότατες ως προς τις επεμβάσεις στα ανθρώπινα δικαιώματα, οι οποίες ενδεχομένως να έρχονται σε αντίθεση με άρθρα του Συνάγματος.
Ο κ. Μπαλακτάρης αναφέρθηκε, αρχικά, σε τρία κείμενα εξαιρετικής σημασίας το άρθρο 1 της Ε.Σ.Δ.Α., σύμφωνα με το οποίο: «Υποχρέωση σεβασμού των δικαιωμάτων του ανθρώπου», το άρθρο 14 του Διεθνούς Συμφώνου Ατομικών και Πολιτικών Δικαιωμάτων σύμφωνα με το οποίο: «Όλοι είναι ίσοι ενώπιον των δικαστηρίων» και το άρθρο 2 παρ. 1 του Συντάγματος της Ελλάδος, σύμφωνα με το οποίο: «Ο σεβασμός και η προστασία της αξίας του ανθρώπου αποτελούν την πρωταρχική υποχρέωση της Πολιτείας».
Η αναφορά σε αυτά τα άρθρα δεν ήταν τυχαία, αφού αυτά, συνθέτουν το πλέγμα των υποχρεώσεων του κράτους σε σχέση με την ποινική διαδικασία, που είναι: η ανακάλυψη και πάταξη των εγκλημάτων, η αναζήτηση και η τιμωρία των ενόχων, η προστασία των πολιτών. Σχετικά με την τελευταία, αξίζει να σημειωθεί πως το κράτος έχει υποχρέωση να τους προστατεύει από τους εγκληματίες αλλά και από την αυθαιρεσία των οργάνων του.
Περνώντας στο κυρίως μέρος του σεμιναρίου, ο κ. Μπαλακτάρης αναφέρθηκε στο άρθρο 245 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ. και τις προϋποθέσεις που ορίζει. Πιο συγκεκριμένα: αν πρόκειται για τελεσθέν έγκλημα τότε οι προϋποθέσεις είναι: οι ενδείξεις ότι τελέστηκε το έγκλημα και άμεσος κίνδυνος απώλειας αποδεικτικών στοιχείων από την καθυστέρηση ή η υπαρκτή δυσχέρεια πραγματοποίησης συγκεκριμένης ανακριτικής πράξης ή κτήσης αποδεικτικού στοιχείου στο μέλλον. Από την άλλη, όταν πρόκειται για αυτόφωρο[1] κακούργημα ή πλημμέλημα, τότε, οι ανακριτικοί υπάλληλοι του άρθρου 31 Κ.Π.Δ. είναι υποχρεωμένοι να επιχειρούν όλες τις αναγκαίες ανακριτικές πράξεις με σκοπούς: τη βεβαίωση της πράξης και την ανακάλυψη του δράστη.
Δεν είναι αναγκαία η προηγούμενη παραγγελία Εισαγγελέα. Ωστόσο, στην περίπτωση αυτή, έχουν την υποχρέωση να ειδοποιήσουν τον Εισαγγελέα με το ταχύτερο μέσο και να του υποβάλλουν χωρίς χρονοτριβή τις εκθέσεις που συντάχθηκαν. Στο σημείο αυτό, ο κ. Μπαλακτάρης σχολίασε πως δυστυχώς, στην συντριπτική πλειοψηφία των περιστατικών, ο Εισαγγελέας ενημερώνεται με μεγάλη καθυστέρηση.
Εστιάζοντας περισσότερο στο θέμα, αξίζει να δούμε αρχικά ποιοι μπορούν να διενεργούν την αυτεπάγγελτη προανάκριση. Με βάση το άρθρο 31 Κ.Πολ.Δ., αυτεπάγγελτη προανάκριση μπορούν να διενεργούν: Οι αρμόδιοι βαθμοφόροι της Ελληνικής Αστυνομίας και του Λιμενικού Σώματος, που ορίζονται από τους αντίστοιχους οργανισμούς ως γενικοί ανακριτικοί υπάλληλοι, οι δημόσιοι υπάλληλοι, όπου αυτό προβλέπεται σε ειδικούς νόμους, και οι ανακριτές -ή σε προανακριτική κατά των ανηλίκων ο ανακριτής ανηλίκων.
Ως αρμόδιοι βαθμοφόροι της Ελληνικής Αστυνομίας ορίζονται οι αξιωματικοί (από τον βαθμό του Υπαστυνόμου Β΄ και άνω) και Ανθυπαστυνόμοι. Επίσης, ο Αρχιφύλακας από παραγωγική σχολή, ήτοι πανελλήνιες, ο Υπαρχιφύλακας που προέρχεται από παραγωγική σχολή, ήτοι πανελλήνιες, μετά από 10 χρόνια υπηρεσίας και ο Αστυφύλακας από παραγωγική σχολή, ήτοι ομοίως από πανελλήνιες. Και οι αντίστοιχοι βαθμοί του Λιμενικού Σώματος. Οι δημόσιοι υπάλληλοι που προβλέπονται από ειδικούς νόμους μπορεί να είναι υπάλληλοι του ΣΔΟΕ (οικονομικά εγκλήματα), στελέχη της Πυροσβεστικής κλπ.
Δυστυχώς, όμως, ενώ αυτά επιβάλλει ο νόμος και δέχεται η θεωρία, στην πράξη τα πράγματα συχνά εξελίσσονται διαφορετικά. Εάν δεν συντρέχουν οι προαναφερθείσες προϋποθέσεις για τη διενέργεια αυτεπάγγελτης προανάκρισης (προϋποθέσεις που κρίνονται αποκλειστικώς κατά το προανακριτικό όργανο) τότε προκαλείται απόλυτη ακυρότητα. Ο κ. Μπαλακτάρης, ωστόσο, σημείωσε πως δε μπορεί να διαπιστωθεί με ευκολία αν το προανακριτικό όργανο πληρούσε τις απαιτούμενες, από το νόμο, προϋποθέσεις ή όχι.
Τίθεται, επομένως, ζήτημα σε σχέση με τις εγγυήσεις ανεξαρτησίας και αμεροληψίας των ανακριτικών υπαλλήλων.
Και τούτο διότι, ενώ το σύνταγμα και ο νόμος κατοχυρώνουν ρητά την ανεξαρτησία και την αμεροληψία των δικαστικών λειτουργών, τέτοιες εγγυήσεις δεν φαίνεται να υπάρχουν για τους ενεργούντες την προανάκριση, γεγονός που με τη σειρά του δημιουργεί έτερα προβλήματα.
Για τους λοιπούς που μπορούν να διενεργούν προανάκριση δεν υπάρχουν εγγυήσεις ανεξαρτησίας και αμεροληψίας. Υπάρχει μόνο ο όρκος που έχουν δώσει να τηρούν το Σύνταγμα και τους νόμους του κράτους. Επομένως, υπάρχει μόνο η συνείδηση, που είναι ο προσωπικός έλεγχος του ενός εκάστου.
Ακόμη ένα πρόβλημα που ανακύπτει είναι η ύπαρξη ή μη σεβασμού των δικαιωμάτων του κατηγορουμένου στο πλαίσιο που αναλύεται. Υπάρχουν μέσα προστασίας των δικαιωμάτων των κατηγορουμένων, όπως το άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου[2] και το άρθρο 14 Διεθνούς Συμφώνου Ατομικών και Πολιτικών Δικαιωμάτων, η ενασχόληση όμως ανακριτικών υπαλλήλων (μη δικαστικών λειτουργών) με τη διενέργεια αυτεπάγγελτης προανάκρισης συνήθως υστερεί στην τήρηση της υποχρέωσης προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Η επαφή με την υπόθεση καθιστά υποκειμενική την αντίληψη του ανακριτικού υπαλλήλου. Τα λοιπά υπηρεσιακά του καθήκοντα καθιστούν ελλιπή τη διαδικασία και επικίνδυνη για τα έννομα δικαιώματα του υπόπτου, ο οποίος ίσως εν τέλει και να μην είναι ο αυτουργός του ερευνώμενου εγκλήματος.
Συγχρόνως, σχετικά με το ολισθηρό πεδίο καταστρατήγησης δικονομικών και ανθρωπίνων δικαιωμάτων, συχνά διαπιστώνεται πλήρης αδιαφορία για το Τεκμήριο Αθωότητας, η αναστροφή του και η αποδοχή/ ανοχή τεκμηρίου ενοχής.
Ο κ. Μπαλακτάρης σημείωσε ως ένα ακόμα πρόβλημα την κεκαλυμμένη και πολλάκις αυθαίρετη δράση των ανακριτικών υπαλλήλων στο πλαίσιο της διενέργειας αυτεπάγγελτης προανάκρισης, δυνάμει των άρθρων 254 και 255 Κ.Π.Δ., τα οποία ορίζουν ειδικές ανακριτικές πράξεις επί ορισμένων εγκλημάτων και ειδικές ανακριτικές πράξεις επί εγκλημάτων διαφθοράς, αντίστοιχα. Τέλος, τόνισε πως στο πλαίσιο της αυτεπάγγελτης προανάκρισης εφαρμόζονται όλες οι ανακριτικές πράξεις και υπογράμμισε πως συμβαίνουν βαρύτατες παρεμβάσεις στα ανθρώπινα δικαιώματα, οι οποίες δικαιολογούνται μόνον εάν τηρούνται οι εγγυήσεις προστασίας των.
Ένα ακόμη πρόβλημα που διαπιστώνεται κατά την προανακριτική περίοδο είναι η διάρκειά της. Υπάρχει ευρύτατο χρονικό πεδίο εκπόνησης σχεδίων και διεξαγωγής ανακριτικών πράξεων…τις περισσότερες φορές χωρίς την ενημέρωση Εισαγγελέως.
Ο κ. Μπαλακτάρης δεν περιορίστηκε μόνο στον εντοπισμό των προβλημάτων. Έκλεισε την παρουσίασή του με δύο αρκετά σημαντικές προτάσεις για την επίλυση των όσων αναφέραμε παραπάνω.
Πρώτον, η διενέργεια μόνον των αναγκαίων πράξεων από τους ανακριτικούς υπαλλήλους, συγχρόνως με την άμεση ενημέρωση Εισαγγελέως Πλημμελειοδικών με το ταχύτερο μέσο, προκειμένου να επιληφθεί εκείνος τάχιστα. Δεύτερον, ίδρυση Δικαστικής Αστυνομίας με στόχο τη διενέργεια προανακριτικών πράξεων, προκαταρκτικής εξέτασης και λοιπών ερευνών. Στην Ελλάδα προβλέφθηκε διάταξη στον Ν.2145/1993, η οποία επικαιροποιήθηκε πέρυσι από το σχέδιο νόμου του Υπουργείου Δικαιοσύνης. Ωστόσο, έχει μείνει ανενεργό ως τώρα...
1 Ειδικότερα, το Ποινικό Δικονομικό Δίκαιο προσδιορίζει τα όργανα και τη διαδικασία: της έρευνας, της δίωξης, της ανάκρισης, της διάγνωσης της ενοχής ή της αθωότητας των φερόμενων δραστών, την επιβολή της προβλεπόμενης από το ποινικό δίκαιο ποινής.
2 Για να έχουμε αυτόφωρο πρέπει να πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 242 Κ.Πολ.Δ., το οποίο ορίζει: «1) Αυτόφωρο είναι το έγκλημα την ώρα που γίνεται ή το έγκλημα που έγινε πρόσφατα. Η πράξη θεωρείται ότι έγινε πρόσφατα ιδίως όταν αμέσως ύστερα από αυτήν ο δράστης καταδιώκεται από τη δημόσια δύναμη ή από τον παθόντα ή με δημόσια κραυγή, όπως και όταν συλλαμβάνεται οπουδήποτε να έχει αντικείμενα ή ίχνη από τα οποία συμπεραίνεται ότι διέπραξε το έγκλημα σε πολύ πρόσφατο χρόνο. 2) Ποτέ δεν θεωρείται ότι συντρέχει μια από τις παραπάνω περιπτώσεις, αν πέρασε όλη η επόμενη μέρα από την τέλεση της πράξης. 3) Τα εγκλήματα που τελούνται δια του τύπου θεωρούνται πάντοτε αυτόφωρα. 4) Τα εγκλήματα που τελούνται από ανηλίκους δεν δικάζονται ως αυτόφωρα.
3 Άρθρο 6 Ε.Σ.Δ.Α: Δικαίωμα στη χρηστή απονομή δικαιοσύνης: 1) Παν πρόσωπον έχει δικαίωμα όπως η υπόθεσίς του δικασθή δικαίως, δημοσία και εντός λογικής προθεσμίας υπό ανεξαρτήτου και αμερολήπτου δικαστηρίου, νομίμως λειτουργούντος, το οποίον θα αποφασίση είτε επί των αμφισβητήσεων επί των δικαιωμάτων και υποχρεώσεών του αστικής φύσεως, είτε επί του βασίμου πάσης εναντίον του κατηγορίας ποινικής φύσεως. Η απόφασις δέον να εκδοθή δημοσία, η είσοδος όμως εις την αίθουσαν των συνεδριάσεων δύναται να απαγορευθή εις τον τύπον και το κοινόν καθ' όλην ή μέρος της διαρκείας της δίκης προς το συμφέρον της ηθικής, της δημοσίας τάξεως ή της εθνικής ασφαλείας εν δημοκρατική κοινωνία, όταν τούτο ενδείκνυται υπό των συμφερόντων των ανηλίκων ή της ιδιωτικής ζωής των διαδίκων, ή εν τω κρινομένω υπό του Δικαστηρίου ως απολύτως αναγκαίου μέτρω, όταν υπό ειδικάς συνθήκας η δημοσιότης θα ηδύνατο να παραβλάψη τα συμφέροντα της δικαιοσύνης. 2) Παν πρόσωπον κατηγορούμενον επί αδικήματι τεκμαίρεται ότι είναι αθώον μέχρι της νομίμου αποδείξεως της ενοχής του. 3) Ειδικώτερον, πας κατηγορούμενος έχει δικαίωμα: α) όπως πληροφορηθή, εν τη βραχυτέρα προθεσμία εις γλώσσαν την οποίαν εννοεί και εν λεπτομερεία την φύσιν και τον λόγον της εναντίον του κατηγορίας. β) όπως διαθέτη τον χρόνον και τας αναγκαίας ευκολίας προς προετοιμασίαν της υπερασπίσεώς του.γ. όπως υπερασπίση ο ίδιος εαυτόν ή αναθέση την υπεράσπισίν του εις συνήγορον της εκλογής του, εν η δε περιπτώσει δεν διαθέτει τα μέσα να πληρώση συνήγορον, να τω παρασχεθή τοιούτος δωρεάν, όταν τούτο ενδείκνυται υπό του συμφέροντος της δικαιοσύνης.δ. να εξετάση ή ζητήση όπως εξετασθώσιν οι μάρτυρες κατηγορίας και επιτύχη την πρόσκλησιν και εξέτασιν των μαρτύρων υπερασπίσεως υπό τους αυτούς όρους ως των μαρτύρων κατηγορίας.ε. να τύχη δωρεάν παραστάσεως διερμηνέως, εάν δεν εννοεί ή δεν ομιλεί την χρησιμοποιουμένην εις το δικαστήριον γλώσσαν.