Προστασία δικαιωμάτων και έννομων αγαθών κατά την εγκατάσταση και λειτουργία συμβατικών και ανανεώσιμων πηγών ενέργειας
Το παρόν κείμενο αποτελεί μέρος της επεξεργασμένης εκδοχής των αποτελεσμάτων ερευνητικού έργου που διεξήχθη κατά τα έτη 2015 - 2017 με τίτλο «κοινωνικο-οικονομικές επιπτώσεις από την εγκατάσταση και λειτουργία συμβατικών και ανανεώσιμων πηγών ενέργειας» υπό την επιστημονική ευθύνη της Διευθύντριας Ερευνών Ιωάννας Τσίγκανου και το οποίο υλοποιήθηκε στο πλαίσιο ευρύτερου ερευνητικού προγράμματος του ΕΚΚΕ με τίτλο «κοινωνικές επιπτώσεις και δημόσιες πολιτικές στους τομείς της ενέργειας, βιομηχανίας, αστικού σχεδιασμού, και υποδομών του διαδικτύου», στη βάση Προγραμματικής Συμφωνίας μεταξύ ΕΚΚΕ – ΓΓΕΤ, υπό την επιστημονική ευθύνη του Διευθυντή του ΕΚΚΕ, καθηγητή Νίκου Δεμερτζή και με χρηματοδότηση της ΓΓΕΤ.
Το αντικείμενο του εν λόγω έργου συνίσταται στη μελέτη των κοινωνικών και οικονομικών επιπτώσεων που επέφερε και επιφέρει η εγκατάσταση και λειτουργία συμβατικών και ανανεώσιμων πηγών ενέργειας στις τοπικές κοινωνίες στη χώρα μας. Έμφαση τέθηκε στα μείζονα διακυβεύματα που αφορούν το πεδίο της ενέργειας και τα οποία αναζητήθηκαν τόσο σε κεντρικό πολιτικό, επιτελικό και διοικητικό επίπεδο όσο και σε επίπεδο τοπικών κοινωνιών. Συνεξετάστηκε επίσης ο ρόλος και ο λόγος των ειδικών, των τοπικών φορέων και των οργανώσεων της κοινωνίας πολιτών. Τέλος, διερευνήθηκαν οι σχετικές με το αντικείμενο του έργου στάσεις και αντιλήψεις του κοινού σε ενεργοφόρες περιοχές και σε πανελλαδικό επίπεδο. Οι στόχοι του έργου υλοποιήθηκαν με τη χρήση βασικής και εφαρμοσμένης έρευνας. Από άποψη μεθόδων επιστρατεύτηκαν τόσο η ποσοτική έρευνα όσο και η ποιοτική. (Βλ. περισσότερα σε Τσίγκανου Ι., & Κιντή Ρ., (επιμ. έκδ.) 2018, Ενέργεια και Τοπικές Κοινωνίες, Αθήνα, ΕΚΚΕ.) |
ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ
Κατά την υλοποίηση του ερευνητικού έργου και ήδη από τα στάδια της προέρευνας και των προκαταρκτικών διερευνήσεων έγινε αντιληπτό ότι το πεδίο των περιβαλλοντικών επιπτώσεων από την εγκατάσταση και λειτουργία συμβατικών και ανανεώσιμων πηγών ενέργειας διακατέχει σημαντικό τμήμα του προβληματισμού των τοπικών κοινωνικών. Κατέστη επίσης αντιληπτό ότι το ζήτημα των περιβαλλοντικών επιπτώσεων συχνά υπογραμμίζει ή/και καθοδηγεί σήμερα τις αντιστάσεις, τις αντιδράσεις ή/και τις συναινέσεις των κατοίκων σε τοπικό επίπεδο. Από τα προκαταρκτικά στάδια διερεύνησης φάνηκε πως οι περιβαλλοντικές επιπτώσεις ενδεχομένως και να βρίσκονται σε ισχυρή αντίστιξη με τις κοινωνικο-οιοκονομικές επιπτώσεις που συνεπάγεται η εγκατάσταση και λειτουργία - ιδιαίτερα η χρονίζουσα - συμβατικών και ανανεώσιμων πηγών ενέργειας για τους τόπους χωροθέτησης των ενεργειακών υποδομών και τους τρόπους αξιοποίησης των εγχώριων ενεργειακών πηγών.
Από τα παραπάνω καθίσταται σαφές πως ένα από τα κυρίαρχα διακυβεύματα για τις τοπικές κοινωνίες σήμερα είναι η υπεράσπιση των δικαιωμάτων και έννομων αγαθών που προκύπτουν από τη σχέση του ανθρώπου με το φυσικό του περιβάλλον ή αντιθέτως η υποχώρηση της προάσπισης αυτής απέναντι στα αναπτυξιακά και οικονομικά ζητούμενα για τις τοπικές κοινωνίες. Είναι σαν να βρίσκονται σε αντιπαράθεση δύο σημαντικές αξίες, οι οποίες υπαγορεύουν τις αντίστοιχες στάσεις και συμπεριφορές: η αξία της «καθαρής ενέργειας» - ιδιαίτερα στο πλαίσιο αντιμετώπισης της κλιματικής αλλαγής – η οποία είναι άμεσα συναρτημένη με την αξία της φύσης και της ανθρώπινης ζωής, και η αξία της εργασίας και της παραγωγής οι οποία είναι άμεσα συναρτημένη με την αξία μιας αξιοπρεπούς διαβίωσης. Επιπλέον, ερευνητέα παραμένει η επίπτωση της τρέχουσας οικονομικής κρίσης στη διαμόρφωση των σχετικών πεποιθήσεων, στάσεων και συμπεριφορών. Ερευνητέα παραμένει επίσης η περίσταση της επίπτωσης της πολιτικής της απελευθέρωσης της αγοράς ενέργειας στη διαμόρφωση των σχετικών πεποιθήσεων, στάσεων και συμπεριφορών. Τέλος, ως σημαντικό ερευνητέο ζήτημα αναδείχθηκε το ερώτημα αν και κατά πόσον οι σχετικές με την προστασία του περιβάλλοντος στάσεις και αντιλήψεις των κατοίκων των τοπικών κοινωνιών επηρεάζονται από το είδος της πηγής ενέργειας που έχει χωροθετηθεί είτε σχεδιάζεται προς χωροθέτηση στην περιοχή.
ΘΕΩΡΗΤΙΚΑ ΠΡΟΑΠΑΙΤΟΥΜΕΝΑ ΚΑΙ ΕΠΙΣΤΗΜΟΛΟΓΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ
Η κοινωνιολογική σκέψη παραδοσιακά κράτησε αποστάσεις από την έμφαση στο πεδίο των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της προστασίας τους, ως αυτοτελών ερευνητικών αντικειμένων. Η κοινωνιολογία χειρίζεται το ζήτημα της προστασίας δικαιωμάτων και έννομων αγαθών στο πλαίσιο της κοινωνιολογίας του δικαίου αλλά και της σχετικά πρόσφατα και δυναμικά αναπτυσσόμενης κοινωνιολογίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων (Deflem, Chicoine, 2011). Είναι γεγονός ότι η κλασσική κοινωνιολογική σκέψη εμφανίζεται διαστακτική (Connel, 1995), απέναντι στην ιδέα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, με τον Durkheim να εντάσσει τη μελέτη των δικαιωμάτων στο πεδίο της θετικιστικής άποψης για το δίκαιο, τον Weber να ακολουθεί την κανονιστική τους ένταξη σε μια πρόσληψη του δικαίου ως ορθολογικοποιητικού κανονιστικού συστήματος αναφοράς και τον Marx να ασχολείται με τα κοινωνικά δικαιώματα στο πλαίσιο οργάνωσης του καπιταλιστικού τρόπου ζωής και παραγωγής, υποστηρίζοντας μάλιστα ότι η ιδέα των κοινωνικών δικαιωμάτων είναι μια κατασκευή που προωθεί τα ανθρώπινα δικαιώματα ως δικαιώματα ελευθερίας και όχι ως κοινωνικά δικαιώματα που εκπορεύονται από τις κοινωνικές ανισότητες και ως εκ τούτου ικανή να μεγεθύνει τις προϋποθέσεις της οικονομικής ανισότητας (Turner, 1993). Κατ’άλλους η διστακτικότητα αυτή οφείλεται στο ότι το πεδίο μελέτης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων φέρει στο προσκήνιο τη σύγκρουση ανάμεσα στην ολιστική κοινωνιολογική προσέγγιση και τον ατομικό φιλελευθερισμό που αφενός εισήγαγε και αφετέρου συνδέεται με τη συζήτηση των δικαιωμάτων (Connel,1995. Deflem, Chicoine, 2011, σελ. 103-4).
Στη συνέχεια, στο πεδίο της κοινωνιολογίας του δικαίου η συζήτηση περί δικαιωμάτων συνδέεται σχεδόν αποκλειστικά σε σχέση με την διεθνοποίηση και την παγκοσμιοποίηση του δικαίου και της δικαιοσύνης (Deflem, 2008). Τα δε συναφή επιχειρήματα που διατυπώνονται επιστρέφουν σε μια κανονιστική πρόσληψη των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Τέλος τα δικαιώματα συνιστούν ένα προνομιακό πεδίο μελέτης της ονομαζόμενης «δημόσιας κοινωνιολογίας» (public sociology), η οποία έχει ως στόχο να ορίζει, να προωθεί και να ενημερώνει τον δημόσιο διάλογο για τις ταξικές και φυλετικές ανισότητες, τα νέα καθεστώτα φύλου, την καταστροφή του περιβάλλοντος, την πολύ-πολιτισμικότητα, τις τεχνολογικές επαναστάσεις, το ζήτημα των αγορών και της κρατικής και μη κρατικής βίας. Η θέαση όμως των ανθρωπίνων δικαιωμάτων υπό το πρίσμα της δημόσιας κοινωνιολογίας έχει εγείρει κριτικές και συχνά κατηγορείται ως μια προσέγγιση ακτιβιστική, απόλυτη, κρυπτο-νομική και καταχρηστική, ως μια προσέγγιση δικαιωμάτων άνευ υποχρεώσεων (Deflem M., Chicoine, 2011, σελ. 11-113). Όπως μάλιστα αντι-προτείνεται η κοινωνιολογική οπτική των ανθρωπίνων δικαιωμάτων πρέπει να απομακρυνθεί από την απλουστευτική επιστροφή σε κανονιστικού τύπου θεάσεις που οδηγούν σε πολιτικοποίηση των συναφών ζητημάτων και μας απομακρύνουν από την κοινωνιολογική κατανόηση των δικαιωμάτων και των παραβιάσεών τους (Deflem M., Chicoine, 2011, σελ. 113).
Τελικά, είναι αυτή η ίδια η κοινωνιολογική παράδοση η οποία προσφέρει διέξοδο στις διχογνωμίες σχετικά με την κοινωνιολογική πρόσληψη των ανθρωπίνων δικαιωμάτων ως αυτοτελούς αντικειμένου μελέτης στο πλαίσιο κατανόησης των σύγχρονων μορφών κοινωνικής διαφοροποίησης και ανισοτήτων. Όπως υποστηρίζει και ο Piketty «η ιστορία των ανισοτήτων εξαρτάται από τις αντιλήψεις που διαμορφώνουν οι οικονομικοί, πολιτικοί, κοινωνικοί δρώντες φορείς για το τι είναι δίκαιο και τι όχι, από τους συσχετισμούς δυνάμεων μεταξύ τους και από τις συλλογικές επιλογές που απορρέουν από τις αντιλήψεις τους αυτές, είναι ό,τι συνθέτουν με τη δράση τους όλοι οι εμπλεκόμενοι» (Piketty, 2015, σελ. 40).
Η δράση όμως των εμπλεκομένων εν πολλοίς καθορίζεται και από τις νομικές δυνατότητες διεκδίκησης. Δεν είναι τυχαία η ένταξη της μελέτης των δικαιωμάτων στο πεδίο της κοινωνιολογίας του δικαίου. Στο πλαίσιο αυτού του κειμένου βέβαια δεν μας ενδιαφέρουν τα δικαιώματα και τα αγαθά γενικώς αλλά τα δικαιώματα και τα αγαθά που σχετίζονται με το περιβάλλον, αυτό το ίδιο το περιβάλλον.
Εισάγοντας την νομικο - εγκληματολογική διάσταση του θέματος διαπιστώνουμε ότι ο όρος περιβάλλον χαρακτηρίζεται από πολυσημία. Κατά το ελληνικό δε δίκαιο - που δεν αφίσταται των διεθνώς κρατούντων - ο όρος περιβάλλον υποδηλώνει «το σύνολο των φυσικών και ανθρωπογενών παραγόντων και στοιχείων τα οποία βρίσκονται σε αλληλεπίδραση και επηρεάζουν την οικολογική ισορροπία, την ποιότητα ζωής, την υγεία των κατοίκων, την ιστορική και πολιτιστική παράδοση, αλλά και τις αισθητικές αξίες» (Ιωαννίδης, 1996, σελ. 158). Στο ελληνικό δίκαιο, μάλιστα, η προστασία του περιβάλλοντος έχει ουσιαστική αφετηρία την εισαγωγή του άρθρου 24 στο Σύνταγμα του 1975 που ανέδειξε την προστασία του φυσικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος, άμεσα και ρητά, σε βασική υποχρέωση του κράτους (Παπανεοφύτου, 2016, σελ. 228). Ο κοινός νομοθέτης όμως δεν κινήθηκε προς μια συστηματική αυτονόμηση του ποινικού δικαίου του περιβάλλοντος και «δεν έχει κατορθώσει, ως σήμερα, να επιλέξει και να συγκροτήσει μια συγκεκριμένη στρατηγική καταπολέμησης της περιβαλλοντικής εγκληματικότητας. Συνήθως αρκείται στην ευκαιριακή προσκόλληση ποινικών κυρώσεων σε διάφορα περιβαλλοντικά νομοθετήματα σε ελάχιστες εξαιρέσεις. Αυτό το ‘ποινικό δίκαιο του περιβάλλοντος’ δημιουργήθηκε, ανευρίσκεται και αναπτύσσεται κυρίως στο σώμα των κανόνων του διοικητικού δικαίου, όπου εντοπίζεται και ο κορμός των ρυθμίσεων που διαμορφώνουν το δίκαιο του περιβάλλοντος στην Ελλάδα» (όπ. παρ., σελ. 129-30). Αυτός ο δισταγμός έχει δημιουργήσει το συνεπές με τα παραπάνω ερώτημα αν «έχει νόημα να μιλάμε για περιβαλλοντική δικαιοσύνη».
Στη συνέχεια, υιοθετήθηκε μια δικαιακή πρόσληψη με τη χρήση αορίστων εννοιών που εισάγει επιστημολογικές ασάφειες, οι οποίες με τη σειρά τους δυσκολεύουν την έννομη προστασία, με την «αλληλοσυσχέτιση και τις αμοιβαίες επιρροές των υπό ευρεία εννοία συστατικών του περιβάλλοντος όρων» (Ιωαννίδης, 1996), σελ. 158). Παρά ταύτα, αυτή η κανονιστική πρόσληψη του περιβάλλοντος «δεν αναιρεί την αυτονομία του, μα στοιχειοθετεί την έννοια του ενιαίου περιβαλλοντικού αγαθού, επιτρέποντος τη σύλληψή του ως ολότητος, όπου η έντονα αποδοκιμαστική λειτουργία του Ποινικού Δικαίου ως αυτοτελούς κλάδου, δημιουργεί μια γενική κανονιστική συνείδηση αναγνώρισης της σημασίας του» (Ιωαννίδης, 1996, σελ. 158). Βέβαια, η κοινωνική λειτουργία του Ποινικού Δικαίου αναφορικά με την προστασία του ενιαίου περιβαλλοντικού αγαθού δεν εξαντλείται σήμερα στην ενεργοποίηση των συνειδήσεων, αλλά συλλαμβάνεται και ως «θεμελιώδες κριτήριο για την οριοθέτηση της δράσης του στο πεδίο αντιμετώπισης των περιβαλλοντικών κινδύνων» (Παπανεοφύτου, 2016, σελ. 40).
Από την άλλη πλευρά, οι νέες διαστάσεις που προσέλαβε το ποινικό φαινόμενο μεταπολεμικά, εξαιτίας των κοινωνικών μεταβολών που συντελούνται, προκαλούν σύγχυση «στην παραδοσιακή διάκριση των εννοιών ‘δράστη’ – ‘θύματος’ (‘υποκειμένου’ – ‘αντικειμένου’ του εγκλήματος) και ‘εγκληματικής’ – ‘μη εγκληματικής’ συμπεριφοράς» (Μανωλεδάκης, 2000, σελ. 64-65). Η περιοχή της μόλυνσης του περιβάλλοντος εντάσσεται ακριβώς σε αυτές τις νέες περιοχές του ποινικού δικαίου οι οποίες «προκαλούν τις παραδοσιακές διακρίσεις της ποινικής επιστήμης» (Μανωλεδάκης, 2000, σελ. 65). Στην περίπτωση αυτή «ποιος είναι ο δράστης και ποιο είναι το θύμα της θυσίας των έννομων αγαθών είναι μάλλον δύσκολο να προσδιοριστεί. Ως ένα σημείο - και μακροπρόθεσμα - δράστες και θύματα ταυτίζονται. Με την παρέμβαση του νομοθέτη… δημιουργούνται περιστασιακοί δράστες και θύματα, έτσι ώστε να ‘τροφοδοτείται’ και να δικαιολογείται ο μηχανισμός της ποινικής καταστολής, χωρίς ωστόσο να δίνεται ικανοποιητική λύση στο κοινωνικό πρόβλημα» (Μανωλεδάκης, 2000, σελ. 65). Η δε ασάφεια ως προς τα κριτήρια προσδιορισμού δράστη και θύματος, τα οποία άλλοτε είναι ποσοτικά (ενδεικτικά η περίπτωση υπέρβασης κάποιων νομοθετικά προσδιορισμένων ορίων ρύπων) και άλλοτε συμπτωματικά (ενδεικτικά στην περίπτωση προσβολής της ανθρώπινης ζωής ή ακεραιότητας από πράξεις αποδεκτές και γενικά ενταγμένες στον σύγχρονο τρόπο ζωής), επιτείνει τη σύγχυση. Αυτός ο «τόσο σχετικός και περιστασιακός προσδιορισμός του εγκληματικού αδίκου δε συμβαδίζει με την οντολογική έννοια του εγκλήματος, στην οποία στηρίζεται η παραδοσιακή εγκληματολογία… και συγκρούεται με τη φιλελεύθερη σύλληψη του αδίκου ως προσβολής ξένου εννόμου αγαθού στο μέτρο που η (ως ένα σημείο) ταύτιση δράστη και θύματος οδηγεί στη νομική παραδοχή της αυτοδιακινδύνευσης (όσων διαβιούν σε επιβαρυμένες περιοχές) και της αυτοπροσβολής ως εγκλημάτων» (Μανωλεδάκης, 2000, σελ. 66).
Στην περίπτωση των παραβάσεων κατά ή παραβιάσεων του περιβάλλοντος, πέρα από τη σύγχυση στις ιδιότητες δράστη και θύματος καθώς και από τη ρευστότητα στον προσδιορισμό του αδίκου της πράξεως «σε κατάσταση σύγχυσης και ρευστότητας βρίσκονται και οι σαφώς στο αντικειμενικό μας σύστημα διακρινόμενες ιδιότητες του αυτουργού και του συμμετόχου. Καθώς συμμέτοχοι από αμέλεια δεν αναγνωρίζονται… ένα πλήθος ουσιαστικών συμμετεχόντων… μένει εκτός ποινικής καταστολής, η οποία έτσι εμφανίζεται και κοινωνικά άδικη… Όταν τώρα μια τέτοια ασάφεια συνεπάγεται τη μετάπτωση από το ατιμώρητο ή το πλημμέλημα στο κακούργημα, ο κίνδυνος για την εγγυητική λειτουργία του ποινικού δικαίου είναι προφανής» (Μανωλεδάκης, 2000, σελ. 66). Τέλος και η ύπαρξη συνείδησης του αδίκου που είναι απαραίτητος όρος καταλογισμού της αξιόποινης πράξης στο δράστη είναι εξαιρετικά αμφίβολη και ενδέχεται να υποκαθίσταται ή αδόκιμα να ταυτίζεται «η συνείδηση αυτή του αδίκου με τη γνώση του αξιοποίνου - η οποία θεωρείται αμάχητα τεκμαιρόμενη σε κάθε έγκλημα, και αποστερείται έτσι η έννοια της υποκειμενικής ευθύνης από ουσιώδες στοιχείο της» (Μανωλεδάκης, 2000, σελ. 67).
Στη βάση των παραπάνω, διαπιστώνεται ότι ενώ «ο σύγχρονος άνθρωπος, εκμεταλλευόμενος ληστρικά τη φύση και τις δυνατότητες που του παρέχει η τεχνολογική εξέλιξη, δημιούργησε συνθήκες ζωής τέτοιες που στο βωμό μιας πρόσκαιρης ευδαιμονίας θυσιάζουν μακροπρόθεσμα - και σε μεμονωμένες περιπτώσεις και βραχυπρόθεσμα – τα ουσιώδη έννομα αγαθά του, της ίδιας της ζωής, της υγείας και της σωματικής του ακεραιότητας, … οι παραδοσιακές ρυθμίσεις του ποινικού δικαίου, που καλούνται να αντιμετωπίσουν το φαινόμενο, αρκούνται μόνο σε περιστασιακή αντιμετώπισή του» (Μανωλεδάκης, 2000, σελ. 67).
Τα προβλήματα που έχουν προεκτεθεί και αφορούν στην εφαρμογή του ποινικού δικαίου στην περίπτωση των παραβάσεων κατά του περιβάλλοντος ή την αποτυχία της προστασίας του ως έννομου αγαθού υποδεικνύουν ότι «η σύνδεση Ποινικού Δικαίου και Περιβάλλοντος δεν μπορεί να είναι ευκαιριακή ή αποσπασματική, αλλά συνειδητή επιλογή όσο πολυδαίδαλη και δύσβατη και αν είναι η σχέση την οποία συνάπτουν» (Ιωαννίδης, 1996, σελ. 160). Αυτό όμως δεν είναι εύκολο εγχείρημα. Πέρα από τα παραπάνω προβλήματα εφαρμογής λόγω τις ουσιαστικού ποινικού δικαίου ενστάσεις, διαπιστώνονται και άλλα: Η αναζήτηση του ‘περιβαλλοντικού θύματος’ ή του ‘θύματος του περιβάλλοντος’ είναι βασικό ζητούμενο. Όπως υποστηρίζεται, «η προβολή της έννοιας του περιβαλλοντικού θύματος ως αυτοτελούς πεδίου ερεύνης εντείνει την ήδη μεγάλη σύγχυση» (Ιωαννίδης, 1996, σελ. 160). Εύλογα τίθεται από τη σχετική βιβλιογραφία το ερώτημα «ποιό θύμα;». Εκείνο των πόλεων που πλήττονται από την εκπομπή αέριων ρύπων, εκείνο των πυρηνικών ατυχημάτων, εκείνο των μη καλλιεργήσιμων πλέον περιοχών λόγω ρύπανσης; Όπως σωστά τονίζεται «για να μην παραβλέψομε (να αναφέρουμε) και το γεγονός ότι το αν θα υποστούν και ποιοι ορισμένη βλάβη εξαρτάται από το χρόνο ή τις κρατούσες συνθήκες, κοντολογίς, από ασαφή μεγέθη» (Ιωαννίδης, 1996, σελ. 161).
Όπως λοιπόν έχει ήδη επισημανθεί «η έννοια του περιβαλλοντικού θύματος εμφανίζει πολλές εννοιολογικές ταλαντεύσεις, εξαρτώμενες από την κάθε φορά οπτική τους, εφόσον διαρκεί ο εννοιολογικός μεταβολισμός του εγκλήματος και ειδικότερα η αδυναμία προσδιορισμού του περιβαλλοντικού εγκλήματος, εξαιτίας του αέναου εμπλουτισμού της με νέα στοιχεία» (Ιωαννίδης, 1996, σελ. 159).
Εύλογα επίσης τίθεται από τη σχετική βιβλιογραφία το ερώτημα για την οικουμενικότητα της ζημίας, τους τρόπους υπολογισμού της, αλλά και τους αρμόδιους για τον υπολογισμό της. Εύλογα τίθεται το ερώτημα «τί σημαίνει ποινή για εγκλήματα που στρέφονται εναντίον του περιβάλλοντος» (Ιωαννίδης, 1996, σελ. 161). Ποιος έχει τελικά την ποινική ευθύνη, τα κράτη ή οι επιβλαβώς για το περιβάλλον δραστηριοποιούμενες κάθε είδους εταιρείες; Τέλος, και επί το ουσιαστικότερον, στο πεδίο της προστασίας του περιβάλλοντος σε ποιόν τομέα απαιτείται να δοθεί προτεραιότητα, «στην προστατευτική των εννόμων αγαθών ή στην εξασφαλιστική του ατόμου λειτουργία του Ποινικού Δικαίου;» (Παπανεοφύτου, 2016, σελ. 43, επ.).
Είναι γεγονός ότι η μορφολογία των αξιόποινων πράξεων από τις οποίες παράγονται περιβαλλοντικοί κίνδυνοι είναι εντελώς διαφορετική από το κλασσικό πρότυπο του εγκλήματος στο οποίο είναι προσανατολισμένη η αντίδραση του ποινικού συστήματος. Οι ιδιαιτερότητες αυτών των πράξεων φτάνουν στο να «εκμηδενίζουν τη δυνατότητα ουσιαστικής ενεργοποίησης του ποινικού δικαίου στο πεδίο του ελέγχου των κινδυνογόνων τεχνικών δραστηριοτήτων, ιδίως στο πεδίο της προστασίας του περιβάλλοντος στο βαθμό που η επιτακτική ανάγκη ανασυγκρότησης και εκσυγχρονισμού των κανόνων του προσκρούει διαρκώς σε, συχνά αθεμελίωτες, δικαιοκρατικές αντιρρήσεις ή άκαμπτες κανονιστικές και δογματικές ενστάσεις» (Παπανεοφύτου, 2016, σελ. 45). Μία από τις βασικές ιδιαιτερότητες των κινδυνογόνων συμπεριφορών ενάντια στο περιβάλλον είναι ότι εμφανίζονται, κατά κανόνα, «με το μανδύα της λειτουργίας νομικών προσώπων σαν παράγωγα της οικονομικής τους δραστηριότητας. Η απονομή όμως ποινικής ευθύνης σε νομικά πρόσωπα συγκρούεται, όπως είναι αυτονόητο με την αρχή της ατομικής ενοχής και της ικανότητας προς πράξη υπό την ποινική της διάσταση. Αλλά και ο εντοπισμός των υπεύθυνων φυσικών προσώπων για την ανάπτυξη της προσβάλλουσας έννομα αγαθά δραστηριότητας (προέδρων, συμβούλων, ανώτερων διευθυντικών ή τεχνικών στελεχών και γενικά απασχολούμενων μιας επιχείρησης ή βιομηχανίας - προσκρούει σε σοβαρές και ανυπέρβλητες αποδεικτικές δυσχέρειες» (Παπανεοφύτου, 2016, σελ. 45).
Στη συνέχεια αυτή η ίδια η οργάνωση της ιεραρχίας και της εργασίας σε πολυπρόσωπους οργανισμούς και η «συγκλίνουσα δράση πολλών στην παραγωγή του εγκληματικού αδίκου παρεμβάλλουν σοβαρά και αξεπέραστα εμπόδια τόσο ως προς την αποκάλυψη του δράστη ή των δραστών όσο και ως προς τη θεμελίωση της αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της συμπεριφοράς τους και του προσβλητικού αποτελέσματος. Στο επίπεδο της αιτιώδους συνάφειας εμφανίζεται και το επόμενο πρόβλημα. Πρόκειται για το συχνότατο φαινόμενο της αδυναμίας ενοχοποίησης ασήμαντων σε πρώτη φάση περιβαλλοντικών προσβολών των οποίων η επαναλαμβανόμενη και σωρευτικά ιδωμένη δράση καταλήγει βαθμιαία σε σοβαρές επιβαρύνσεις των προστατευόμενων αγαθών» (Παπανεοφύτου, 2016, σελ. 45-46). Είναι η συνεχής ρύπανση με μικρές ποσότητες επιβλαβών υλικών και αποβλήτων, και, κατά περίπτωση από πολλές ταυτόχρονα δρώσες βιομηχανικές εγκαταστάσεις που δημιουργεί τις σοβαρότερες περιβαλλοντικές καταστροφές αλλά και το μεγαλύτερο πρόβλημα κατάγνωσης του κινδύνου, της απειλής, της άδικης πράξης. Διότι το αποτέλεσμα, «κατ’ εφαρμογήν της αρχής indubioproreo δεν μπορεί να συνδεθεί σε πολλές περιπτώσεις με τη δράση μιας μόνο επιχείρησης ώστε να γίνει εφικτή η κατάγνωση ευθύνης σε αυτήν και συνακόλουθα να εντοπιστούν, από τον κύκλο των ατόμων που απασχολεί η επιχείρηση, τα συγκεκριμένα πρόσωπα (ιθύνοντα στελέχη), τα οποία βαρύνονται με το καθήκον επίβλεψης για την τήρηση των προβλεπόμενων επιταγών και απαγορεύσεων στις περιβαλλοντικές διατάξεις. Στις περιπτώσεις αυτές, που σύμφωνα με την επιστημονική και εμπειρική γνώση αποτελούν συνήθεις διαδικασίες μετάβασης από τον κίνδυνο στη βλάβη, η πιθανότητα απονομής ποινικής ευθύνης είναι ελαχιστοποιημένη… Πρόκειται για μια περίπτωση κατασκευής ποινικής ασυλίας» (Παπανεοφύτου, 2016, σελ. 45-46).
Στο επίπεδο της διερεύνησης των στάσεων, πεποιθήσεων και αντιλήψεων του κοινού αναφορικά με τα ζητήματα της έννομης προστασίας των σχετικών με το περιβάλλον δικαιωμάτων και αγαθών μας απασχόλησαν οι σχετικές προσλήψεις του κοινωνικού σώματος των ενεργοφόρων τοπικών κοινωνιών, κοινωνιών όπου, με βάση τη βιβλιογραφική μας έρευνα, η ομαλή περιβαλλοντική λειτουργία έχει διαταραχθεί και το περιβάλλον έχει υποστεί τις καταστροφικές συνέπειες κυρίως από τα μεγάλα λιγνιτικά και θερμικά βιομηχανικά συγκροτήματα παραγωγής ενέργειας και της εντατικής εκμετάλλευσης, των αποθεμάτων σε ενεργειακούς πόρους. Ενδεικτικά αναφέρουμε την περίπτωση της Μεγαλόπολης και του Λαυρίου.
Ως εκ των παραπάνω, στο πλαίσιο της υλοποίησης του ερευνητικού μας έργου συνταχθήκαμε με την άποψη ότι «γνωστικό και ερευνητικό πυρήνα προσεγγίσεως δεν συνιστά, τουλάχιστον αρχικώς, το ερώτημα του ενδεδειγμένου ή μη της ποινικής ή άλλης δικαιϊκής προστασίας του περιβάλλοντος, μα η αναγωγή σε υποστατά αντικείμενα του εξωτερικού κόσμου των φυσικών και πολιτισμικών στοιχείων, τα οποία δομούν περιγραφικά τον όρο περιβάλλον, ώστε να καταστεί δυνατή και να ισχύει αμφίπλευρη σχέση αξίας ανάμεσα στην ανθρώπινη βούληση και τα μορφοποιημένα πλέον αγαθά» (Ιωαννίδης, 1996, σελ. 161).
Στο παρόν κείμενο γίνεται ενδεικτική αναφορά σε δύο ευρήματα της έρευνας που κατά τη γνώμη μας παρουσιάζουν σημαντικό εγκληματολογικό ενδιαφέρον και διατυπώνονται συνοπτικά τα ποσοτικά δεδομένα όπως αυτά προέκυψαν από την εμπειρική μας διερεύνηση αλλά και οι ποιοτικές αποσαφηνίσεις των ανοικτού τύπου διευκρινιστικών ερωτημάτων μας. (Βλ περισσότερα σχετικά με τα ευρήματα της έρευνας στον παρακάτω σύνδεσμο https://www.ekke.gr/siemens/energeia_e_book.pdf σελ. 296 -324 )
ΕΥΡΗΜΑΤΑ
Η έννομη προστασία των σχετικών με το περιβάλλον δικαιωμάτων και αγαθών.
Επιχειρώντας να διακρίνουμε την εικόνα που σχηματίζει ο πολίτης για την οικολογική βλάβη και από τη μορφή που τελικώς διαλαμβάνει η αντίδρασή του υπογραμμίζουμε τα εξής:
Είναι σαφής η δέσμευση των κατοίκων των ενεργοφόρων τοπικών κοινωνιών για την προστασία του περιβάλλοντος από τις κινδυνογόνες εναντίον του δράσεις των μονάδων παραγωγής ενέργειας στην περιοχή τους (Πίνακας 18.). Τα ποσοστά δυνάμει σχετικών προσφυγών στη δικαιοσύνη για την προστασία του περιβάλλοντος είναι συντριπτικά υπέρ μιας τέτοιας διεκδίκησης ή/και προστασίας του έννομου αγαθού του περιβάλλοντος perse, καθώς σε όλες τις περιπτώσεις οι συγκεντρώσεις των ποσοστών ξεπερνούν το 75% ενώ στις περισσότερες από τις περιοχές του δείγματος (5 από τις 8) ξεπερνούν το 90% στην θετική εκδοχή των απαντήσεων. Πρόκειται για την συντριπτική έκφραση της άποψης πως το περιβάλλον συνιστά ένα αυθύπαρκτο και αυτόνομο έννομο αγαθό η προσβολή του οποίου απαιτεί δικαιακή - και κατά συνέπεια δικαστική - προστασία. Με την άποψη αυτή συντάσσονται άνδρες και γυναίκες το ίδιο με μια εξαιρετικά μάλιστα ισορροπημένη κατανομή στο επίπεδο του 86% και για τα δύο φύλα (86,7 % για τους άνδρες και 85,6% για τις γυναίκες του πληθυσμού του δείγματος συνολικά). Στην κατανομή των απαντήσεων κατά ηλικιακή κατηγορία διαπιστώνεται μια επίσης εξαιρετικά ισοκατανεμημένη σύμφωνη γνώμη σε όλες τις ηλικιακές κατηγορίες και στο επίπεδο του 88% για όλες τις ηλικίες των ερωτηθέντων από 17-65 ετών, με μια τάση μιας κάποιας παραίτησης να διαγράφεται στο χαμηλότερο ποσοστό που συγκεντρώνεται στην ηλικιακή κατηγορία των 65 ετών και άνω, όπου το ποσοστό της σύμφωνης γνώμης αθροίζεται στο 79%. Και η κατανομή των ερωτηθέντων κατά επάγγελμα εμφανίζει μια σχεδόν ισόρροπη εικόνα στα υψηλά επίπεδα άνω του 85% θετικών απαντήσεων και σε πολλές περιπτώσεις επαγγελμάτων άνω του 90%. Αξίζει στο σημείο αυτό να σημειωθεί η σχετική επιφύλαξη των υπαλλήλων ΔΕΗ καθώς η επαγγελματική αυτή κατηγορία συγκεντρώνει μόνο το 62% των θετικών απαντήσεων δεδομένο που ερμηνεύεται στη βάση του πρωταγωνιστικού ρόλου της ΔΕΗ στην εγκατάσταση και λειτουργία μονάδων παραγωγής ενέργειας και ως εκ τούτου και της ενδεχόμενης δικαστικής παραπομπής της Επιχείρησης για κινδυνογόνες συγγνωστές ή μη δράσεις κατά του περιβάλλοντος. Αξίζει επίσης να σημειωθεί η απόλυτη (κατά τα 100%) θετική σύμφωνη γνώμη για την έννομη προστασία του περιβάλλοντος στην κατηγορία των αγροτών, γεωργών, κτηνοτρόφων και αλιέων, των παραδοσιακών δηλαδή εκπροσώπων της πρωτογενούς αγροτικής παραγωγής οι οποίοι θεωρούν ως φυσικό σύμμαχο της παραγωγικής τους διαδικασίας το φυσικό περιβάλλον και την φυσική (όπως αντιπαρατίθεται με τη βιομηχανική) εκμετάλλευσή του. Είναι σαν να προασπίζονται με τρόπο απόλυτα συγκρουσιακό και ανταγωνιστικό τα μέσα παραγωγής που θεωρούν πως τους ανήκουν, τα οποία μάλιστα επιθυμούν αλώβητα, από κάθε εξωγενή και ξένη προς τις δικές τους παραγωγικές δραστηριότητες παρέμβαση και εκμετάλλευση. Είναι γεγονός ότι σημαντικά ευρήματα της εμπειρικής μας έρευνας υποδεικνύουν την δυναμική κινητοποίηση της κατηγορίας αυτής των επαγγελματιών σε περιπτώσεις ρύπανσης του περιβάλλοντος.
ΠΗΓΗ: https://www.ekke.gr/siemens/energeia_e_book.pdf σελ. 315
Όπως προαναφέρθηκε, ενώ στον κόσμο των ιδεών και της θεωρητικής πρόσληψης των δικαιωμάτων και των εννόμων αγαθών που σχετίζονται με το περιβάλλον, είναι δύσκολη η κατάγνωση της αιτιώδους συνάφειας ανάμεσα στις πράξεις - δράσεις κατά του περιβάλλοντος και του ζημιογόνου αποτελέσματος στην υγεία των ανθρώπων εξαιτίας αυτών των δράσεων, οι κάτοικοι των ενεργοφόρων τοπικών κοινωνιών με κραυγαλέο τρόπο υποδεικνύουν την άμεση αιτιώδη συνάφεια, κατά τη γνώμη τους, των επιπτώσεων των κινδυνογόνων δράσεων ενεργειακών πηγών κατά του περιβάλλοντος και κατ’ επέκτασιν και στην ατομική τους υγεία και ευρωστία. Οι ερωτηθέντες, σε ποσοστά άνω του 90% και σε όλες τις ενεργοφόρες περιοχές της έρευνας, ταυτίζονται με την διεκδικητική προσφυγή κάποιου στη δικαιοσύνη σε περίπτωση βλάβης της υγείας του από τη ρύπανση του περιβάλλοντος (Πίνακας 19.). Οι γυναίκες εμφανίζονται περισσότερο διεκδικητικές (και εκδικητικές θα λέγαμε στη βάση και των εκθέσεων των ερευνητών στο πεδίο κατά την άποψη των οποίων ο καρκίνος θερίζει στις λιγνιτικές περιοχές). Έτσι το αίτημα για δικαίωση στην περίπτωση βλάβης της υγείας εξαιτίας των κινδυνογόνων δράσεων για το περιβάλλον στις ενεργειακές περιοχές της χώρας συγκεντρώνει τη σύμφωνη γνώμη και στάση του 93,2% του πληθυσμού των γυναικών της εμπειρικής έρευνας ενώ και το αντίστοιχο ποσοστό των ανδρών ακολουθεί με ένα εξίσου υψηλό ποσοστό της τάξης του 89,4% θετικών προς την δικαστική διεκδίκηση στάσεων και αντιλήψεων. Η ιδέα της δικαστικής συνδρομής προς δικαίωση εμφανίζεται εξίσου ελκυστική για την σχεδόν απόλυτη πλειονότητα των ερωτηθέντων όλων των ηλικιακών κατηγοριών με ποσοστά που αθροίζουν από 92-94% ανά ηλικιακή κατηγορία, με τις θετικές απαντήσεις των σχετικά νεώτερων της ηλικιακής κατηγορίας κάτω των 34 ετών να παίρνουν το προβάδισμα και να αθροίζουν στο υψηλότερο ποσοστό της τάξης του 94,1%. Και στην περίπτωση της δικαστικής συνδρομής για θέματα υγείας εξαιτίας βλάβης του περιβάλλοντος οι άνω των 65 ετών ερωτηθέντες σημειώνουν θετική στάση στο χαμηλότερο συγκριτικά των λοιπών ηλικιακών κατηγοριών ποσοστό του 83,6%, το οποίο όμως σε κάθε περίπτωση κρίνεται αντικειμενικά υψηλό.
Αναφορικά με την κατανομή των θετικών στάσεων και αντιλήψεων των ερωτηθέντων ανά κατηγορία επαγγέλματος αξίζει να σημειώσουμε ότι σε όλες τις επαγγελματικές κατηγορίες σημειώνονται υψηλότατα ποσοστά της τάξης του 85-100% με την εξαίρεση και πάλι των υπαλλήλων της ΔΕΗ οι οποίοι διάκεινται θετικά στο χαμηλότερο ποσοστό της τάξης του 70%. Διαπιστώνουμε βέβαια ότι και στην περίπτωση των υπαλλήλων της ΔΕΗ όταν η ζημία εξατομικεύεται και αγγίζει την προσωπική υγεία το ποσοστό όσων διάκεινται θετικά προς την κατεύθυνση της αναζήτησης δικαστικής συνδρομής, προστασίας ή αποζημίωσης – αποκατάστασης της ζημίας είναι κατά 8 ποσοστιαίες μονάδες υψηλότερο από εκείνο που καταγράφεται στην περισσότερο αόριστη περίπτωση της έννομης προστασίας του περιβάλλοντος ως αυτοδύναμου έννομου αγαθού. Αξίζει επίσης να σημειώσουμε ότι η απόλυτη συμφωνία με την κατεύθυνση της αναζήτησης δικαστικής συνδρομής, προστασίας ή αποζημίωσης – αποκατάστασης της ζημίας (100% των απαντήσεων των ερωτηθέντων) καταγράφεται στις επαγγελματικές κατηγορίες των ιατρών - για λόγους που εικάζουμε πως συνάδουν τόσο με τη φύση, το ουσιαστικό περιεχόμενο αλλά και την ηθική και τα βιώματα της άσκησης αυτού του επαγγέλματος - και των αγροτών, γεωργών, κτηνοτρόφων και αλιέων – για λόγους που εικάζουμε πως συνδέονται με την καλή φυσική κατάσταση και σωματική ρώμη που απαιτείται στους χειρώνακτες για την άσκηση των γεωργο-κτηνοτροφικών και αλιευτικών δραστηριοτήτων.
ΠΗΓΗ: https://www.ekke.gr/siemens/energeia_e_book.pdf σελ. 316
Οι στάσεις και αντιλήψεις των ερωτώμενων όμως διαφοροποιούνται όταν πρόκειται για την άσκηση ατομικής προσφυγής στη δικαιοσύνη σε περίπτωση βλάβης της ατομικής υγείας τους από λόγους που σχετίζονται με βλάβη του περιβάλλοντος. Τα σχεδόν απόλυτα ποσοστά αποδοχής που συναντήσαμε στις παραπάνω περιπτώσεις φαίνεται πως υποχωρούν στο 76,4% των συνολικών θετικών στάσεων και αντιλήψεων σχετικά με την ιδέα της ατομικής προσφυγής για δικαίωση (Πίνακας 20.). Το ποσοστό αυτό φυσικά δεν αναιρεί τη σταθερή θέση της μεγάλης πλειονότητας των ερωτηθέντων περί της αναζήτησης δικαστικής συνδρομής σε ατομικό επίπεδο σε περίπτωση βλάβης του ατομικού έννομου αγαθού της υγείας, απλά υπογραμμίζεται μια μεγαλύτερη επιφυλακτικότητα και αναποφασιστικότητα. Οι κάτοικοι των λιγνιτικών περιοχών ιδιαίτερα αντιμετωπίζουν με μεγαλύτερη επιφύλαξη την προοπτική αυτή από τις λοιπές ενεργοφόρες περιοχές της χώρας. Εκεί όμως που ουσιαστικά δεν υφίσταται τέτοιο διακύβευμα οι κάτοικοι υπερθεματίζουν προς την κατεύθυνση αυτή και μάλιστα σε ποσοστό 100% (περίπτωση Λάδωνα). Οι γυναίκες του πληθυσμού της έρευνας επίσης στέκονται με μεγαλύτερη αναποφασιστικότητα ως προς το ζήτημα αυτό από τους άνδρες (με ποσοστά 71,7% και 79,9% αντίστοιχα), στοιχείο που προβληματίζει την ανάλυση. Και στην περίπτωση αυτή οι νεώτεροι (κάτω των 34 ετών) εμφανίζονται πιο τολμηροί και διεκδικητικοί καταγράφοντας το υψηλότερο ποσοστό της τάξης του 81,1% στην ηλικιακή κατηγοριοποίηση του πληθυσμού του δείγματος. Αντίστοιχα αν και χαμηλότερα ποσοστά καταγράφονται στις ηλικιακές κατηγορίες των ερωτηθέντων κάτω των 65 ετών με τις θετικές απαντήσεις των εκπροσώπων της τρίτης ηλικίας (65 ετών και άνω) να αθροίζουν στο χαμηλότερο ποσοστό του 61,3% το οποίο όμως ακόμη παραμένει ένα σημαντικό ποσοστό με αντικειμενικά κριτήρια. Αναφορικά με την κατηγοριοποίηση των θετικών απαντήσεων με βάση το επάγγελμα των ερωτηθέντων διαπιστώνεται ότι ενώ η σημαντική πλειονότητα των επαγγελματιών όλων των κλάδων τοποθετούνται θετικά στην προοπτική της ατομικής προσφυγής στη δικαιοσύνη για λόγους βλάβης της υγείας και με ποσοστά που κυμαίνονται πάνω από 73% ανά κατηγορία επαγγέλματος οι υπάλληλοι της ΔΕΗ στέκονται εξαιρετικά διστακτικοί σε μια τέτοια προοπτική και με ποσοστό μάλιστα που μόλις ξεπερνά το ½ των θετικών απαντήσεων (58%).
Τα παραπάνω δεδομένα συνολικά αποτιμώμενα υποδεικνύουν ότι οι τοπικές κοινωνίες φαίνεται πως αφουγκράζονται τις νομικές δυσκολίες που επισύρει μια ατομική δικαστική προσφυγή προκειμένου να έχει επιτυχή έκβαση στο ελληνικό ποινικό σύστημα και περί των οποίων έγινε εκτενής λόγος στα θεωρητικά προαπαιτούμενα του τμήματος αυτού του έργου. Φαίνεται σαν, οι νομικές ασάφειες και αοριστίες που περιβάλλουν το ποινικό δίκαιο του περιβάλλοντος και τη νομική θεμελίωση των σχετικών αξιώσεων, να έχουν διαπεράσει το κοινωνικό σώμα και να έχουν δημιουργήσει ένα είδος ανασφάλειας δικαίου στους κατοίκους των ενεργοφόρων τοπικών κοινωνιών, ακόμη και όταν το επίδικο αγαθό είναι η ατομική τους υγεία και το αίσθημα προς δικαίωση αρκετά ισχυρό. Αυτά αποτελούν κατά τη γνώμη μας μια ισχυρή βάση για την επιδεικνυόμενη επιφυλακτικότητα και αναποφασιστικότητα. Μια άλλη βάση είναι η προκατάληψη που εντοπίζεται στους υπαλλήλους της ΔΕΗ και οφείλεται κατά κανόνα στην εξάρτηση της υπαλληλικής σχέσης των κοινωνικών υποκειμένων με αυτόν τον κυρίαρχο ξενιστή του περιβάλλοντος στις περιοχές που η ΔΕΗ δραστηριοποιείται. Η εξαρτητική αυτή προκατάληψη αντανακλάται ίσως και στην διαπιστούμενη επιφυλακτικότητα των γυναικών καθώς η επαγγελματική εξάρτηση από τη ΔΕΗ στις λιγνιτικές ιδιαίτερα περιοχές είναι οικογενειακή υπόθεση. Τέλος, η σταθερή υποχωρητική θέση και θέαση των περισσότερο ηλικιωμένων ενδεχομένως υπογραμμίζει είτε την παραίτηση λόγω αυτής της ίδιας της παραμέτρου της ηλικίας, είτε αντανακλά μια ρεαλιστική τοποθέτηση που προκύπτει από τη βιωματική εμπειρία.
ΠΗΓΗ: https://www.ekke.gr/siemens/energeia_e_book.pdf σελ. 318
Οι παραπάνω ερμηνευτικοί ισχυρισμοί υποστηρίζονται και από τα ποιοτικά δεδομένα της εμπειρικής έρευνας (ανοικτές ερωτήσεις). Σύμφωνα με τις δηλώσεις των κατοίκων των ενεργοφόρων τοπικών κοινωνιών αν και διατυπώνονται ρητά «ενδοιασμοί για την απόδειξη της συσχέτισης της βλάβης με το εργοστάσιο», η θέση τους υπέρ της ατομικής προσφυγής στη δικαιοσύνη στην περίπτωση που βλάπτεται το έννομο αγαθό της υγείας και το δικαίωμα όχι μόνο στην ευζωϊα αλλά την ίδια τη ζωή από κινδυνογόνες ενεργειακές δράσεις κατά του περιβάλλοντος στις περιοχές στις οποίες ζουν και εργάζονται, βασίζεται κατά κύριο λόγο στην πεποίθησή τους ότι «έχεις προσωπική ευθύνη για την προστασία της υγείας, της ποιότητας ζωής, του περιβάλλοντος … και αυτό αφορά όχι μόνο εσένα αλλά και τις επόμενες γενιές». Κατά δεύτερο λόγο, η προσφυγή στα δικαστήρια αποτελεί την μοναδική και προνομιακή έκφραση του αιτήματος προς δικαίωση όταν θίγονται προσωπικά συμφέροντα και έννομα αγαθά: «για να βρω το δίκιο μου» ή/και «για να αποζημιωθώ οικονομικά» αλλά και «για τιμωρία των υπευθύνων (παραδειγματισμός) αλλά και για αποκατάσταση της ζημιάς». Τέλος εντοπίζεται και κατά δήλωση ερωτηθέντων η δική μας ερμηνευτική άποψη ότι το δίκαιο και η απονομή του αποτελούν ένα από τα δύο ύστατα καταφύγια για τους κατοίκους των ενεργοφόρων τοπικών κοινωνιών, (αυτολεξεί, «γιατί η δικαιοσύνη είναι η μόνη καταφυγή»), με το έτερο καταφύγιο να συμπυκνώνεται, όπως διαπιστώσαμε στο προηγούμενο κεφάλαιο στη σχέση των κατοίκων αυτών με τη γη τους.
Από την άλλη πλευρά η επιφυλακτική στάση και η αναποφασιστικότητα (τα οποία σημειωτέον ότι καταγράφουν χαμηλά ποσοστά) των κατοίκων φαίνεται πως εδράζεται κατά κύριο λόγο στην καταγεγραμμένη πεποίθηση παραίτησης και ματαιοπονίας: «είναι μάταιο, ήδη έχω πάθει το πρόβλημα, ήδη είναι κατεστραμμένο το περιβάλλον, είναι ανίσχυρη η ατομική προσφυγή». Κατά δεύτερο λόγο η άρνηση βασίζεται στο ότι «δεν θα μαχόμουν εναντίον της δουλειάς μου». Κάποια ψήγματα καχυποψίας κατά του συστήματος απονομής της ποινικής δικαιοσύνης εντοπίζονται στην πεποίθηση ότι «δεν θα βρω το δίκιο μου, δεν θα φέρει αποτέλεσμα η αντιδικία με το μηχανισμό του συστήματος», ή στο ότι «δεν μου αρέσουν τα δικαστήρια», ενώ καταγράφηκε και μια ρεαλιστική βάση των αρνητικών τοποθετήσεων που συμπυκνώνεται στη φράση «δεν μπορώ να το στηρίξω οικονομικά».
Αναφορικά με την περισσότερο επιφυλακτική θέση των γυναικών στην ατομική δικαστική διεκδίκηση της προστασίας του δικαιώματος στην ζωή εν υγεία τα ποιοτικά στοιχεία της έρευνας υποδεικνύουν ότι αυτή κατά κύριο λόγο εκπορεύεται από τη χαμηλότερη αίσθηση σε σχέση με τους άνδρες προσωπικής ευθύνης για την προστασία της υγείας, της ποιότητας ζωής, του περιβάλλοντος, τη μεγαλύτερη καχυποψία για το σύστημα απονομής της ποινικής δικαιοσύνης, τον μεγαλύτερο ρεαλισμό ως προς την οικονομική στήριξη ενός τέτοιου εγχειρήματος, ενώ εντοπίζεται και ρητά ο ισχυρισμός μας πως οφείλεται και στην επέκταση της προκατάληψης λόγω επαγγελματικής εξάρτησης σε ολόκληρο το νοικοκυριό.
Μια αίσθηση ματαιότητας ανιχνεύεται στις σχετικές απαντήσεις των περισσότερο ηλικιωμένων που δικαιολογεί τα χαμηλότερα συγκριτικά ποσοστά θετικής ανταπόκρισής τους αλλά και μια διάθεση ρεαλιστικής αντιμετώπισης των θεμάτων που τίθενται. Η καχυποψία απέναντι στα δικαστήρια και τη λειτουργία τους είναι παρούσα και στην περίπτωση των περισσότερο ηλικιωμένων ερωτηθέντων, ενώ και εδώ εντοπίζεται η εξαρτητική επαγγελματική προκατάληψη (συνταξιούχοι της ΔΕΗ) η οποία δικαιολογεί εν πολλοίς την σταθερά υποτονική (συγκριτικά πάντα με τις λοιπές ηλικιακές κατηγορίες) θετική ανταπόκρισή τους.
Η ατομική προσφυγή ως έκφραση προσωπικής ευθύνης αλλά και η αναζήτηση της δικαίωσης διατρέχουν τους εκπροσώπους των περισσότερων επαγγελματικών κλάδων με τους εργαζόμενους στον ιδιωτικό τομέα να πρωτοστατούν. Σημειωτέον ότι οι ισχυρότερες σχετικά φωνές εντοπίζονται στα λεγόμενα των αγροτών, κτηνοτρόφων και αλιέων δεδομένο που μας οδηγεί στην ενίσχυση του ισχυρισμού μας για την εντονότερη αλλά και ρεαλιστική βάση της σχέσης τους με το περιβάλλον και την προσωπική τους ευρωστία καθώς και την αντανάκλαση στις ρητές τους δηλώσεις της παραδοσιακής σχέσης της ελληνικής υπαίθρου με τη φύση. Οι εργαζόμενοι στο δημόσιο αποδεικνύονται ιδιαίτερα ευαίσθητοι αναφορικά με την προσφυγή στη δικαιοσύνη, ως το έσχατο καταφύγιο και ως προς την επιδίωξη της τιμωρίας των υπευθύνων όπως και των σχετικών αποζημιώσεων, ενώ εμφανίζονται ιδιαίτερα αρνητικοί σε κάθε δικανικό αγώνα που θα δοκίμαζε την υπηρεσιακή τους πίστη και εργασιακή εξάρτηση.
Θύματα του περιβάλλοντος ή το περιβάλλον ως θύμα;
Η ποιοτική επεξεργασία των απαντήσεων των ερωτηθέντων στην ελεύθερου συνειρμού ερώτηση «όταν ακούτε τη φράση ‘θύμα του περιβάλλοντος’ τι σας έρχεται στο νου;», διευρύνει την κατανόηση των στάσεων, πεποιθήσεων και αντιλήψεων των ερωτώμενων που προεκτέθηκαν αναφορικά με την έννομη προστασία των σχετικών με το περιβάλλον δικαιωμάτων και αγαθών. Τελικά δηλαδή, οι κάτοικοι των ενεργοφόρων περιοχών για ποιο ακριβώς λόγο επιθυμούν την δικαστική προστασία του περιβάλλοντος και των συναρτημένων με αυτό έννομων αγαθών; Μέσα από μια πρώτη ανάγνωση των καταγεγραμμένων απόψεων των ερωτηθέντων, όπως αυτοί αυθορμήτως εκφράστηκαν με βάση το έναυσμα της παραπάνω ερώτησης διαπιστώνονται τα εξής:
Το περιβάλλον εκλαμβάνεται ως αυτόνομο έννομο αγαθό αλλά και πολύπλευρα, δημιουργώντας ένα φάσμα ιδεών σχετικώς με την έννοιά του για τα κοινωνικά υποκείμενα της έρευνας. Στις απαντήσεις των ερωτηθέντων ανιχνεύεται τόσο η ανθρωποκεντρική όσο και η οικολογική θεώρηση του περιβάλλοντος, με καταφανή όμως υπεροχή της πρώτης.
Ως γνωστόν «κατά τους υποστηρικτές μιας ανθρωποκεντρικής θεώρησης το περιβάλλον προστατεύεται ως φυσική προϋπόθεση των ατομικών εννόμων αγαθών, της ανθρώπινης ζωής και υγείας με τα οποία συνδέεται, άλλοτε δευτερευόντως και επικουρικά και άλλοτε κυριαρχικά. Έτσι το περιβάλλον αποκτά έναν ενδιάμεσο συνεκτικό ρόλο μεταξύ των κλασσικών εννόμων αγαθών, τα οποία κατ’ επέκταση διευρύνουν τον εννοιολογικό κύκλο αναφοράς τους και της νομοθετικής εξουσίας. Επί της ουσίας πίσω από το περιβάλλον κρύβεται ο ίδιος ο άνθρωπος… με συγκεκριμένη υλική υπόσταση, η προστασία του οποίου επιδιώκεται μέσα από τη διασφάλιση ανεξαρτητοποιημένων οικολογικών εννόμων αγαθών. Εδώ οι έννοιες του κινδύνου και της βλάβης εκλαμβάνονται αδιακρίτως, υιοθετώντας τελικώς μία εξ αυτών κατά περίσταση νομικού συστήματος» (Ιωαννίδης, 1996, σελ. 167).
Είναι καταλυτική η επιβεβαίωση της θεώρησης αυτής στη βάση των απαντήσεων των ερωτηθέντων στην εμπειρική μας έρευνα. Ουσιαστικά το διακύβευμα είναι η προστασία της ανθρώπινης υπόστασης, υγείας και ακεραιότητας. Η προστασία του περιβάλλοντος υπηρετεί αυτήν ακριβώς την εγωϊστική, θα λέγαμε, ανθρώπινη ανάγκη διαβίωσης με υγεία και ακεραιότητα. Όπως χαρακτηριστικά υποστηρίζεται, «αφού μολύνεται το περιβάλλον θα μολυνθούν όλα και το νερό που πίνουμε» και, αλλού, «επέρχεται βλάβη του ανθρώπου από τη ρύπανση- μόλυνση του περιβάλλοντος», «από το περιβάλλον έρχονται αρρώστιες», «αρρώστιες που έρχονται χωρίς να φταις», «απώλεια της υγείας από τη μόλυνση του περιβάλλοντος».
Σε κάποιες περιπτώσεις μάλιστα ο εγωιστικός αυτοαναφορικός αυτοπροσδιορισμός της έννοιας του θύματος του περιβάλλοντος ως «ο εαυτός μου», «ο εαυτός μου και του ανδρός μου», «ο εαυτός μου, ο εαυτός όλων», είναι ρητός και ξεκάθαρος. Ρητός και ξεκάθαρος είναι ο εγωιστικός αυτοαναφορικός αυτοπροσδιορισμός της έννοιας του θύματος του περιβάλλοντος και στις περιπτώσεις των μονολεκτικών σχεδόν και συχνών απαντήσεων του τύπου «εγώ», «εγώ η ίδια», «εγώ και η οικογένειά μου», «εγώ- εμένα και κάθε εμένα», «είμαι και εγώ το ίδιο θύμα», «,είμαστε θύματα», «εμάς» «εμείς οι ίδιοι», «εμένα που έχω καρκίνο», «ένα φίλο μου».
Σε άλλες περιπτώσεις επιστρατεύεται συνειρμικά η έννοια του «ατόμου» ή του «πολίτη», του αγωνιζόμενου «φουκαρά ανθρώπου» ακόμα και η οικουμενικότητα του «κόσμου». Αλλού η επίκληση στο συναίσθημα αναδύεται αυτόματα: «Αγανάκτηση», «αγανάκτηση και θυμό για τον ίδιο μου τον εαυτό και μετά για το κράτος που δε κάνει τίποτα και δεν έκανε ποτέ», «θλίψη- στενοχώρια- αδικία», «θλίψη», «θλίβομαι, λυπάμαι», «αναστάτωση», «ανημπόρια», «στεναχώρια, απογοήτευση, θλίψη», «στεναχώρια, απογοήτευση».
Αλλού ανασύρεται η αρχετυπική αγωνία και συμβολοποίηση του θανάτου, ενός θανάτου που συνειρμικά συνδέεται με την ασθένεια και τη ρύπανση: «θάνατος», «θάνατος – αρρώστια», «θάνατος, αρρώστια, μόλυνση». Συνειρμικά αναδύεται και η άδικη πράξη: «βιασμός», «απάτη», «έγκλημα», «άγριο πράγμα να σκοτώνεται άνθρωπος βαρύ πράγμα πως το λένε». Παράλληλα το εξίσου αρχετυπικό αίτημα για δικαίωση, ανταπόδοση, και τιμωρία εμφανίζεται επίσης ασύνειδα: «Αυτοί που το κάνουν είναι εγκληματίες, δε μπορεί να αναπαράγουν μόλυνση», «αυτός που ευθύνεται γι'αυτό να τον δικάσουν. Δεν κάνει σωστή δουλειά», αλλά και «αυτοί που πρέπει να τιμωρηθούν δεν έχουν τιμωρηθεί».
Στο πλαίσιο αυτό αναδύεται αυτόματα και η πρόσληψη της έννοιας του «θύματος» ως συναρτημένη με περισσότερο συγκεκριμένους ή περισσότερο αφηρημένους και αόριστους «δράστες»: «το περιβάλλον», «η μόλυνση», «η γενικότερη κατάσταση», «ο πόλεμος», «η ΔΕΗ», «το Κράτος», «η Κυβέρνηση», «το εργοστάσιο», «η ανεργία», αλλά και το τυχαίο συμβάν ή η ανωτέρα βία, τα «εργατικά ατυχήματα».
Στο πλαίσιο αυτό αξιοσημείωτη είναι η ταύτιση της κατασκευασμένης επιστημολογικά και εγκληματολογικά έννοιας του «θύματος» με τους ιατρικούς όρους της πραγματικής κατάστασης της «ασθένειας», της «αρρώστιας» της «μόλυνσης». Είναι τόσο συνειρμικά έντονη η ταύτιση αυτή που αν θελήσουμε να χρησιμοποιήσουμε ιατρικούς όρους θα λέγαμε ότι πρόκειται για μια περίσταση εκρηκτικής επιδημιολογικής ένταξης της νομικο-εγκληματολογικής κατηγορίας «θύμα» στην ιατρική οντολογική πραγματικότητα. Κατ’ επέκτασιν η συνειρμική αυτή ιατρικοποιημένη κατάχρηση της έννοιας του θύματος του περιβάλλοντος συνιστά την αγωνιώδη έκφραση του βάσιμου φόβου ασφαλούς (υγιούς) διαβίωσης εν μέσω επικίνδυνων για την ανθρώπινη ζωή συνθηκών του βίου. Συνιστά μια έκφραση της αβεβαιότητας και της ανασφάλειας που υπαινίσσεται η ενδεχομενικότητα των κινδύνων και των διακινδυνεύσεων, του επικινδύνως ζειν και εργάζεσθαι. Η συχνή αναφορά στην επιδημιολογία της μόλυνσης, ενός κοινού κακού που διασπείρεται και αγκαλιάζει όλα τα έμβια όντα και τα φυτά, τις καλλιέργειες και τα ζωογόνα δάση της σε περιβαλλοντικό κίνδυνο περιοχής, η οποία «καταστρέφει» όλα τα υποστηρικτικά της υγιούς ανθρώπινης διαβίωσης δίκτυα και πόρους (ατμοσφαιρικούς, υδάτινους, υπέργειους και υπόγειους), σηματοδοτεί την πρόσληψη ως «θύματος του περιβάλλοντος» τον άνθρωπο, την δε υγεία του πρωτίστως: «Αυτό που βλέπουμε… η βρώμα… Αυτά που εκπέμπει είναι αιτία μόλυνσης, καρκίνος», «δεν είναι καλό το περιβάλλον, κάτι φταίει».
Στο σημείο αυτό αναγκαστικά προστρέχουμε ερμηνευτικά στις σκέψεις του Baumann σύμφωνα με τις οποίες «ο χαρακτηρισμός περιβαλλοντική προστασία είναι κατάλληλος να εκμηδενίσει ή να καλύψει τα υπάρχοντα προβλήματα. Δεν πρόκειται επομένως για την προστασία του περιβάλλοντος, αλλά καθαρά για την προστασία της ανθρώπινης υγείας από τους κινδύνους της μόλυνσης του περιβάλλοντος».
Στη συνέχεια χαρακτηριστική είναι η εγκληματολογική πρόσληψη του «θύματος», όπως αυτή συνειρμικά αναδύεται μόνο αναφορικά με το «περιβάλλον ως θύμα». Στην περίπτωση αυτή διακρίνουμε μια επιβεβαίωση της οικολογικής προσέγγισης σύμφωνα με την οποία «το περιβάλλον αποτελεί αυτόνομο αγαθό με αυτοτελή αξία και ως εκ τούτου αντίστοιχη αναλογικά ανάγκη προστασίας. Προς επίρρωση της άποψης αυτής προβάλλεται το επιχείρημα ότι το περιβάλλον έχει υπερατομική αξία ως αυταξία και απόρροια αυτού είναι η προστασία των εννόμων αγαθών της ανθρώπινης ζωής και της σωματικής ακεραιότητας» (Ιωαννίδης, 1996, σελ. 168).
Συχνές είναι οι συνειρμικές αναδύσεις μιας τέτοιας πρόσληψης του περιβάλλοντος ως θύματος από τα κοινωνικά υποκείμενα της έρευνάς μας: «Δεν είμαστε θύματα του περιβάλλοντος, εμείς το κάναμε, το περιβάλλον είναι θύμα δικό μας», και αλλού, «δεν είναι καλά το περιβάλλον», «υπάρχει ανθρώπινη αμέλεια ως προς το περιβάλλον. Η φύση αδικείται… Έλλειψη σεβασμού στο βωμό του κέρδους», «Απόβλητα… Το περιβάλλον είναι θύμα». Η έννοια της με βιβλικούς όρους συντελεσμένης «καταστροφής», ή της καταστροφικής συντέλειας, του τέλους του κόσμου όπως τον γνωρίζουμε, επιστρατεύεται επίσης συχνά για να υποδηλώσει τις επιπτώσεις από τις ανθρώπινες ενέργειες με θύμα το περιβάλλον: «η κατάρρευση του περιβάλλοντος», «η καταστροφή του περιβάλλοντος», «η καταστροφή του σύμπαντος». Εικόνες προβάλλουν ασύνειδα με πλημμύρες ή δάση που καίγονται, με υδροβιότοπους που νεκρώνονται, με εγκαταλελειμμένους σκουπιδότοπους υλικών που αποσυντίθενται, κ.λπ. Αυτόματη είναι και η ταύτιση της έννοιας του εγκλήματος με θύμα το περιβάλλον: «Έγκλημα για το περιβάλλον, για τη φύση», «έγκλημα κατά του περιβάλλοντος», «εγκληματίες όλοι». Χαρακτηριστικές είναι οι περιπτώσεις που το περιβάλλον ως θύμα οπτικοποιείται με «τη θάλασσα», «τη θάλασσα, τη φύση, το δάσος, τον αέρα», αλλά και με εκπροσώπους από το ζωικό βασίλειο, όπως ενδεικτικά, «ο αρκτούρος» και η «χελώνα». Οι επιλογές αυτές δεν είναι τυχαίες αν αναλογιστούμε τα χαρακτηριστικά της ελληνικής φύσης, της πανίδας και της χλωρίδας αλλά και την καμπάνια των περιβαλλοντικών οργανώσεων για τη διάσωση υπό εξαφάνιση χαρακτηριστικών εκπροσώπων του ζωικού και θαλάσσιου κόσμου της χώρας μας. Επιπλέον, η επιλογή του «αρκτούρου» ενδεχομένως να αντανακλά μια έμμεση αποδοχή και υποστήριξη της ομώνυμης περιβαλλοντικής οργάνωσης ή και να συμβολοποιεί την πανίδα των λιγνιτοφόρων περιοχών προ εξωρύξεων και δασικών αποψιλώσεων. Η δε εικόνα της «χελώνας» - που μετακινείται μεταφέροντας ολόκληρη την οικο-σκευή της - ανασύρει συμβολικά την μετανάστευση βιομηχανικών εργατών, ημι-ειδικευμένου και εξειδικευμένου προσωπικού από τη μια λιγνιτοφόρα περιοχή σε άλλη ή άλλες (ενδεικτικά από το Αλιβέρι στη Μεγαλόπολη κ.λπ.), οι οποίοι ως «μεταφερόμενο εργατικό δυναμικό» μετακομίζουν όχι μόνο με την οικοσκευή τους αλλά και με την εξειδικευμένη γνώση τους.
Στο σημείο αυτό τα δεδομένα μας υποχρεώνουν να συνταχθούμε με την άποψη του Cramerο οποίος αντιπαραθέτει στις σκέψεις του Baumann την ιδέα ότι «ως προστατευόμενα έννομα αγαθά θα πρέπει να κατανοήσουμε τα στοιχεία εκείνα του περιβάλλοντος … νερό, αέρα, έδαφος και τις ποικίλες μορφές εμφάνισής τους» (Ιωαννίδης, 1996, σελ. 170), καθώς όπως προκύπτει από την έρευνά μας το περιβάλλον εκλαμβάνεται με αυθύπαρκτο τρόπο από τα κοινωνικά υποκείμενα «ως από τη φύση του αγαθό πολύτιμο που προσφέρεται και λόγω της διασποράς του σε κάθε σημείο της γης, αλλά και λόγω της οικονομικής του αξίας για την εκδήλωση συμπεριφορών πολύμορφα επιθετικών τόσο από συλλογικώς οργανωμένα συμφέροντα όσο και από τα κατ’ ιδίαν άτομα» (Ιωαννίδης, 1996, σελ. 166). Όπως αποδεικνύεται από τα ποιοτικά μας δεδομένα αυτό το ίδιο το περιβάλλον αναδεικνύεται «ευάλωτο σε ειδικές επικίνδυνες καταστάσεις» (Ιωαννίδης, 1996, σελ. 166), και με αυτόν τον τρόπο «φυσικοποιείται» (naturalized) και αποκτά ιδιότητες «προσώπου» και άρα και «θύματος», υποκειμένου παροχής έννομης προστασίας των δικαιωμάτων του. Κατά ένα σημαντικό ποσοστό των ερωτηθέντων «το περιβάλλον αποτελεί πρωτογενές έννομο αγαθό αυθύπαρκτο και με αυτοτελή αξία» (Ιωαννίδης, 1996, σελ. 171).
ΑΝΤΙ ΕΠΙΛΟΓΟΥ
Οι κάτοικοι των ενεργοφόρων τοπικών κοινωνιών είναι και ενήμεροι και βιωματικά εκπαιδευμένοι ώστε να αφουγκράζονται τα σύγχρονα διακυβεύματα αναφορικά με την προστασία του περιβάλλοντος. Στις αυτόματες συνειρμικές τους συναφείς προσλήψεις που αναδύονται από τις τοπικές κοινωνίες παρατηρούμε να διατυπώνεται ασυνείδητα η κανονιστική άποψη του Συνταγματικού μας νομοθέτη η οποία προσβλέπει στην προστασία του περιβάλλοντος «ως αυτοτελούς εννόμου αγαθού, και κατά τη οποία … η απόλαυση του φυσικού περιβάλλοντος συμμετέχει αποφασιστικά στην ακώλυτη ανάπτυξη της προσωπικότητας, διασφαλίζοντας την ανθρώπινη υγεία» ( Ιωαννίδης, 1996, σελ. 166).
Στη συνέχεια διαπιστώνουμε ότι οι τοπικές κοινωνίες αφουγκράζονται μια πρόσληψη των εγκλημάτων κατά του περιβάλλοντος κατά την δικαιακή τους κατάταξη ως γνησίων διεθνών εγκλημάτων, εγκλημάτων δηλαδή που προσβάλλουν οικουμενικές αξίες και επισύρουν ευθύνη του ατόμου έναντι της εγχώριας και της διεθνούς κοινότητας. Στη συνέχεια οι τοπικές κοινωνίες απευθύνουν ένα γενικό αίτημα για αποκατάσταση της λειτουργίας του Κράτους Δικαίου αναφορικά με την προστασία του περιβάλλοντος, ενός κράτους που μετουσιώνει τις ηθικές δοξασίες και δικαιϊκές προσταγές σε πράξη, καθιερώνοντας την υποχρέωση σεβασμού και προστασίας της αξίας του ανθρώπου, ενός κράτους που εμφορείται από την έννοια της νομιμότητας η οποία εκτός από τον αμυντικό της χαρακτήρα ενέχει και ένα χαρακτήρα προστατευτικό ικανό να διαφυλάξει την ουσία των θεμελιωδών δικαιωμάτων (Ιωαννίδης, 1996, σελ. 177).
Οι τοπικές κοινωνίες αφουγκράζονται τις δυσκολίες νομικής εκπροσώπησης του περιβάλλοντος ως θύματος αλλά και του θύματος του περιβάλλοντος. Φαίνεται σαν να κατανοούν ασύνειδα τα νομικά προσκόμματα για την παράσταση των θυμάτων αυτών με την ιδιότητα του πολιτικώς ενάγοντα, τη δυσκολία της αποτίμησης ή του προσδιορισμού της βλάβης ή της ζημίας η οποία εκτιμάται ως κατά κύριο λόγο από την προσωπική και ευθεία σχέση του ζημιωθέντα και της άδικης πράξης ή του εγκλήματος, την αοριστία που δεν έχει επιτρέψει ακόμη τον προσδιορισμό του φορέα του εννόμου αγαθού του περιβάλλοντος, είτε με την αποδοχή της λύσης του κοινωνικού συνόλου ως φορέα ή των ιδιωτών ή των ενώσεων προσώπων, ή το κορυφαίο τέλος ερώτημα των νομικών θεμελίων (θύμα με άμεσο έννομο συμφέρον). Έτσι δικαιολογείται η όποια διστακτικότητα των κατοίκων που εντοπίστηκε αναφορικά με την επιδίωξη της νομικής οδού προς διεκδίκηση της έννομης προστασίας των σχετικών με το περιβάλλον δικαιωμάτων και αγαθών.
Πολλοί υποστηρίζουν σήμερα πως η θεωρία της τριτενέργειας των θεμελιωδών δικαιωμάτων είναι εκείνη που μπορεί να απαντήσει με επιτυχία στα παραπάνω ζητήματα (Ιωαννίδης, 1996. Παπανεοφύτου, 2016. Παπαδημητρίου, 1995, σελ. 57-63) καθώς αυτό επιτάσσει η πρόσληψη του περιβάλλοντος είτε ως αγαθού με αυτοτελή αξία είτε, δευτερευόντως, ως αγαθού προστατεύοντος τα κλασσικά έννομα αγαθά της ζωής, της υγείας, της σωματικής ακεραιότητας, δηλαδή, του ανθρώπου. Δυστυχώς μέχρι σήμερα ελάχιστα βήματα έχουν γίνει προς την κατεύθυνση της προστασίας του περιβάλλοντος από ποινική σκοπιά. Αυτό το έχουν αντιληφθεί πολύ καλά οι κάτοικοι των τοπικών κοινωνιών με τους οποίους συνομιλήσαμε.
Ιωάννα Τσίγκανου
Διευθύντρια Ερευνών ΕΚΚΕ
Διαβάστε Ολόκληρο το Βιβλίο σε PDF
1 Όπως περιγράφεται στο DEflem, 2007.
2 Βλ. σχετικά και ν. 1650/1986 για την προστασία του περιβάλλοντος και Κάλλια Α., Παυλόπουλος Π., Παυλοπούλου Β., (1984), Το νομικό καθεστώς της προστασίας του περιβάλλοντος, Αθήνα, ιδίως στα περί περιβαλλοντικού αγαθού.
3 και «η εικόνα του περιθωριακού ρόλου του ποινικού δικαίου στην εθνική περιβαλλοντική νομοθεσία άρχισε να εμφανίζει στοιχεία βελτίωσης αρχικά με τον ν. 1650/1986 (άρθρο 28) και στη συνέχεια με τις διατάξεις του άρθρου 7 του ν. 4042/2012». Μέσω αυτών των νομοθετημάτων αρχίζει να επιτυγχάνεται και ο εναρμονισμός της ισχύουσας νομοθεσίας με τις διεθνείς και ενωσιακές υποχρεώσεις της χώρας.
4 Βλ. σχετικά, Καραγεωργάκης Σπ., (2017), «Η αναγκαιότητα της περιβαλλοντικής δικαιοσύνης», στο Μανωλάς Ευ., (επ. εκδ.,), Περιβαλλοντική Κοινωνιολογία, σελ. 144-161.
5 Και όπου παραπέμπει.
6«Σύμφωνα με έρευνα που έγινε στην Αρκαδία… από την καύση 12.500.000 τόνων λιγνίτη το χρόνο παράγονται 2 έως 2.500 τόνοι τέφρας, εκ της οποίας διαφεύγει ένα ποσοστό στην ατμόσφαιρα. Από παλαιότερες έρευνες διαπιστώθηκε ότι η πτητική τέφρα φέρει και ραδιενεργά ισότοπα που ανήκουν στη σειρά του ουρανίου. Οι μετρήσεις έδειξαν ότι η ραδιενέργεια του αέρα σε διάφορες περιοχές … όμορες του Δήμου Μεγαλόπολης… ήταν υπερβολικά υψηλότερη από τα ανώτατα επιτρεπτά όρια της φυσικής ραδιενέργειας… Περαιτέρω… οι μετρήσεις στο έδαφος και στα φυτά δείχνουν ότι τα ραδιενεργά ισότοπα εισχωρούν στο βιοκύκλο άνθρωπος - ζώα – φυτά – ατμόσφαιρα - έδαφος και μπορούν να προκαλέσουν έντονα προβλήματα στην παραγωγή κηπευτικών και στην κτηνοτροφία», στο Παπανεοφύτου Α., (2016), σελ. 17.
7 Στην περίπτωση του Λαυρίου πολλά από τα υποκείμενα της έρευνας έκαναν λόγο για την «όξινη βροχή», συχνή παλαιότερα στην περιοχή, λόγω συνδυαστικής δραστηριοποίησης εργοστασίων μεταλλουργίας, ηλεκτροπαραγωγής κ.λπ. Όπως επισημαίνεται, «με τον όρο ‘όξινη βροχή’ συγκεκριμενοποιείται το φαινόμενο των ασυνήθιστα όξινων μετεωρολογικών κατακρημνισμάτων (βροχή, χαλάζι, κ. ά.)… Το διοξείδιο του θείου που είναι η κύρια συνιστώσα της όξινης βροχής (αλλά και της ατμοσφαιρικής ρύπανσης), παράγεται από υψικαμίνους των μεταλλουργιών, από τους σταθμούς ηλεκτροπαραγωγής που χρησιμοποιούν ως ενεργειακή ύλη κάρβουνο και από τη λειτουργία μηχανών εσωτερικής καύσης».
8 Οι όροι «ρύπανση» και «μόλυνση» του περιβάλλοντος χρησιμοποιούνται όπως εκφράστηκαν στις ρηματικές διατυπώσεις των ερωτώμενων.
9 Όπως παραθέτει και παραπέμπει ο Ιωαννίδης , 1996, σελ. 170.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Γετίμης, Π. Γράβαρης, Δ. (επιμ.). (1993). Κοινωνικό Κράτος και Κοινωνική Πολιτική. Η σύγχρονη Προβληματική, Αθήνα, Θεμέλιο.
Γεωργαράκης, Ν. Δεμερτζής, Ν. (2015). Το Πολιτικό Πορτραίτο της Ελλάδας. Κρίση και η Αποδόμηση του Πολιτικού, Αθήνα, ΕΚΚΕ – Gutenberg.
Connel , R. W. (1995). Sociology and Human Rights. The Australian and New Zealand Journal of Sociology, Vo. 31, No 2, pg. 25-29.
Deflem, M. Chicoine, St. (2011). The sociological discourse on Human Rights: Lessons from the Sociology of Law, Development & Society, Vol. 40, No 1, pg. 101-115.
Deflem, M. (2008). Sociology of Law: Visions of a Scholarly Discipline, Cambridge, U.K. Cambridge University Press.
Deflem, M. (2007). Public Sociology, Hot Dogs, Apple Pie, and Chevrolet, The Journal of Professional and Public Sociology,
http://www.cas.sc.edu/socy/faculty/deflem/zpubsocapple.html.
FEMM Committee, 2015, The gender dimension of climate justice, Policy Department C: Citizens' Rights and Constitutional Affairs, European Union.
Ιωαννίδης, Δ. (1996). Η ποινική προστασία του περιβάλλοντος και η έννοια του περιβαλλοντικού θύματος, στο: Ζαραφωνίτου, Χρ. Η Προστασία του Περιβάλλοντος από Εγκληματολογική Σκοπιά, Αθήνα, Νομική Βιβλιοθήκη, σελ. 157-191.
Κάλλια, Α. Παυλόπουλος, Π. Παυλοπούλου. Β, (1984). Το νομικό καθεστώς της προστασίας του περιβάλλοντος, Αθήνα.
Καφετζής, Π. Μαλούτας, Θ. Τσίγκανου, Ι. (2007)., Πολιτική, Κοινωνία, Πολίτες, Ανάλυση Δεδομένων της Ευρωπαϊκής Κοινωνικής Έρευνας – ESS, Αθήνα, ΕΚΚΕ.
Μανωλεδάκης, Ι. (2000). Εγκληματίες και Θύματα στο Κατώφλι του 21ου Αιώνα, στον ομότιτλο τόμο αφιέρωμα στη μνήμη του καθ. Ηλία Δασκαλάκη, Ηρώ Δασκαλάκη κ. ά. (επ. εκδ), Αθήνα, ΕΚΚΕ, σελ. 63-67.
Παπαδημητρίου, Γ. (1995). Η Τριτενέργεια των ατομικών δικαιωμάτων σήμερα, στο Όρια και Σχέσεις Δημοσίου Ιδιωτικού, Ίδρυμα Σάκη Καράγιωργα, σελ. 57-63.
Παπανεοφύτου, Α. (2016). Ποινικό Δίκαιο του Περιβάλλοντος στην Ελλάδα, στο πλαίσιο της νομοθετικής πολιτικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης, Αθήνα, Νομική Βιβλιοθήκη.
Παπλιάκου, Β. Σταθοπούλου, Θ. Στρατουδάκη, Χ. (2011). Θεσμοί, Αξίες, Συμπεριφορές, Μελέτη των Ευρημάτων της Ευρωπαϊκής Κοινωνικής Έρευνας – ESS, Αθήνα, ΕΚΚΕ.
Piketty, Th. (2015).Το Κεφάλαιο τον 21ο Αιώνα, Αθήνα, Πόλις.
Turner, B. (1993). Outline of a Theory of Human Rights, Sociology, Vol. 27, No 3, pg. 489-512.
Woodiwiss, A. (2009). Taking the Sociology of Human Rights Seriously, in: Morgan, Ph. & Turner, B. Interpreting Human Rights: Social Science Perspectives, London, Routledge, pg. 104-120.