ΤΕΥΧΟΣ #8 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ 2019

Παραβιάσεις του εργασιακού δικαίου σε επιχειρήσεις του τριτογενούς τομέα της οικονομίας

Δρ. Ιωάννα Χαραλάμπους Το εταιρικό έγκλημα στην σύγχρονη Ελλάδα.

Εισαγωγή

Στη σύγχρονη Ελλάδα,  υπό το καθεστώς κρίσης των ελληνικών επιχειρήσεων, είναι σημαντικό να διερευνηθούν οι τάσεις εγκληματικότητας και παραβατικότητάς τους, εφόσον οι επιπτώσεις αγγίζουν τις περισσότερες πτυχές ζωής και εργασίας στη χώρα. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, η παρούσα ερευνητική προσπάθεια επικεντρώνεται στην εγκληματικότητα των επιχειρήσεων εναντίον των εργαζομένων μέσα σε αυτές. Πρόκειται δηλαδή  για παραβάσεις του εργασιακού δικαίου και εταιρικό έγκλημα. Η έρευνα επικεντρώνεται σε επιχειρήσεις του τριτογενούς τομέα της οικονομίας, και συγκεκριμένα σε εμπορικές και χρηματοοικονομικές επιχειρήσεις. Η επιλογή αυτή έγινε λόγω της ύπαρξης του τριτογενούς τομέα ως επικρατέστερου στην ελληνική οικονομία τα τελευταία τριάντα χρόνια (Σπυρόπουλος, 2000).

Το παρόν θέμα τοποθετείται  στην γενικότερη έννοια των εγκλημάτων λευκού περιλαιμίου. Στο εύρος της έννοιας αυτής συμπεριλαμβάνονται το έγκλημα των επιχειρήσεων, του κράτους και των επαγγελμάτων (Ruggiero, 1996; Ruggiero 2000). Η θεωρία της διαφορικής συναναστροφής του Edwin Sutherland ήταν και η πρώτη προσπάθεια ανάλυσης του φαινομένου. Η εγκληματική συμπεριφορά μαθαίνεται και οι τεχνικές μεταδίδονται μαζί με εκλογικεύσεις και κίνητρο στη  βάση του ότι το έγκλημα είναι μια έκφραση της κοινωνικής οργάνωσης παρά αποδιοργάνωσης. Ο Sutherland, ορίζει αυτού του είδους την εγκληματικότητα ως διαφορετική από το κοινό έγκλημα όπου βασίζεται στην ταυτότητα του εγκληματία. Στα εγκλήματα λευκού περιλαιμίου, ο εγκληματίας είναι κάποιος με σεβαστή θέση και ανώτερο κοινωνικό στάτους στην κοινωνία, όπου θα εγκληματήσει κυρίως κατά τη διάρκεια του επαγγέλματός του (Sutherland, 1983). Το έργο του Sutherland είχε μεγάλη επιρροή στην εγκληματολογία.  Ο ίδιος κατάφερε να δείξει ότι η εικόνα για τα κοινά εγκλήματα δεν ήτανε σωστή και το έγκλημα είναι διαχυμένο μέσα στην κοινωνία. Στον επιστημονικό χώρο, επίσης κατέδειξε ότι η εξήγηση του εγκλήματος μέσα από την κοινωνική παθολογία της εργατικής τάξης δεν ήταν αρκετή. Η επιστήμη της εγκληματολογίας έπρεπε να διευρύνει τον ορίζοντα της σε ένα εύρος συμπεριφορών και πολιτικών που ορίζουν μια συμπεριφορά ως εγκληματική η όχι. O ρόλος της δύναμης, των οικονομικών και των πολιτικών επιλογών σχετικά με τη διαδικασία εγκληματοποίησης βρέθηκαν άμεσα σχετικές με αυτού του είδους την εγκληματικότητα αλλά και με την εγκληματολογία (Pearce and Tombs, 1998).

Η σχετική με το ζήτημα αυτό βιβλιογραφία και αρθρογραφία στην Ελλάδα είναι περιορισμένη. Οι πρώτοι που εξέτασαν  τα φαινόμενα του οικονομικού εγκλήματος και της εγκληματικότητας και παραβατικότητας των ελληνικών επιχειρήσεων ήταν οι Χρήστος Δημόπουλος (1988) και Νέστωρ Κουράκης (1974). Ο δεύτερος έχει αναλύσει το φαινόμενο σε μεγαλύτερο βάθος  με το έργο του για την διεύρυνση των σχετικών εγκλημάτων κατά την τελευταία τριακονταετία (Κουράκης, 2000; 2001). Μία δεκαετία αργότερα, το οικονομικό έγκλημα άρχισε να ενδιαφέρει τους ερευνητές ταυτόχρονα με το ηλεκτρονικό και το περιβαλλοντικό έγκλημα, αλλά και το ξέπλυμα χρήματος (Παυλόπουλος, 1987; Ζαραφωνίτου, 1996; Λάζος, 2000; Νούσκαλης, 2003). Το πιο δημοφιλές θέμα, παρόλα αυτά, υπήρξε ο χαρακτήρας του σύγχρονου ελληνικού κράτους σχετικά με τη διαφθορά και τις πελατειακές σχέσεις (Σταθέας, 2000; Κουτσούκης, 2000; Μπιτζιλέκης, 2001). Οι παραβάσεις των επιχειρήσεων κατά του προσωπικού τους , ειδικά στον τομέα της βιομηχανίας έχουν μελετηθεί από την Τενεκίδου (1999) και ο Καπαρδής (2001) διευκρινίζει την αρνητικότητα των ελληνικών επιχειρήσεων ως προς τον ελληνικό εργασιακό κώδικα. Η παρούσα ερευνητική προσπάθεια  έχει προσπαθήσει να καλύψει το κενό που υπάρχει στην σύγχρονη ελληνική εγκληματολογία σε σχέση με την μελέτη και ανάλυση του εταιρικού εγκλήματος.

Μεθοδολογία

Η μεθοδολογία που επιλέχθηκε για το παρόν ερευνητικό έργο είναι μαρξιστικού περιεχομένου και ειδικότερα η κριτική εγκληματολογία, η οποία αναλύει τις παραγωγικές σχέσεις μέσα σε κάθε κοινωνικό φαινόμενο. Κατά συνέπεια, το βασικό ερώτημα που έρχεται να απαντήσει η παρούσα έρευνα είναι  το ακόλουθο : Πώς μπορεί να εξεταστεί η εγκληματικότητα των ελληνικών επιχειρήσεων στον τριτογενή τομέα της οικονομίας σε σχέση με το εργασιακό δίκαιο. Η ανάλυση στηρίζεται στη διαφορά ισχύος  των ελληνικών κοινωνικών ομάδων και τάξεων και των εργασιακών σχέσεων.

Η ερευνητική μεθοδολογία πού χρησιμοποίησε το παρόν ερευνητικό πρόγραμμα είναι η μικτή μεθοδολογία, χρησιμοποιώντας τόσο ποσοτικούς όσο και ποιοτικούς μεθόδους συλλογής και ανάλυσης δεδομένων. Πιο συγκεκριμένα, οι ποιοτικές μέθοδοι περιλαμβάνουν ημι-δομημένες προσωπικές συνεντεύξεις ώστε να προσεγγίσουν σε βάθος το φαινόμενο. Στις προσωπικές συνεντεύξεις έχουν λάβει μέρος εργαζόμενοι σε επιχειρήσεις του τριτογενούς τομέα, επιθεωρητές του ΣΕΠΕ και του ΙΚΑ, μέλη δευτερογενών ενώσεων και συνδικάτων και , τέλος, άνθρωποι του επιχειρηματικού κόσμου. Οι ποσοτικές μέθοδοι αποτελούνται από δευτερογενή ανάλυση στατιστικών όπου έχουν συλλεχθεί από τον σχετικό φορέα που ασχολείται με τέτοιου είδους παραβάσεις ( ΣΕΠΕ).

Ανάλυση

Από την ανάλυση των δεδομένων προκύπτει η σκιαγράφηση ενός βαθιά εγκληματικού εργασιακού περιβάλλοντος, όπου οι επιχειρήσεις εγκληματούν όπου τους δίνεται η ευκαιρία. Η παράνομη εργασία είναι και η μεγαλύτερη παράβαση ως προς τον εργασιακό κώδικα. Δεύτερη έρχεται η απλήρωτη υπερωρία, ενώ συχνές παραβάσεις αποτελούν επίσης και η απλήρωτη και αδήλωτη κοινωνική ασφάλιση, αποτυχία απόδοσης αδειών και παραβιάσεις του κώδικα για την υγιεινή και την ασφάλεια στην εργασία.

Στο πλαίσιο της προσπάθειας να αναλυθεί το φαινόμενο με βάση δομικά στοιχεία της οικονομίας και της κοινωνίας, παρατηρήθηκε ότι οι ιδεολογικές ανάγκες του ελληνικού κεφαλαίου έχουν εισέλθει στην κοινωνική πολιτική του σύγχρονου κράτους. Η διαφορετική δύναμη εργαζόμενου και εργοδότη έχει ως αποτέλεσμα το να μην υπάρχει το στίγμα σε αυτές τις μορφές εγκληματικότητας  σε σύγκριση με την « κοινή» εγκληματικότητα. Τέλος, οι παραβάσεις αυτές τιμωρούνται συχνότερα με χρηματικό πρόστιμο και όχι με ποινή φυλάκισης.  Η  διαφορετικότητα των δύο μορφών εγκληματικότητας  - κοινής και λευκού περιλαιμίου - είναι φανερή και στηρίζεται στην ισχύ του κεφαλαίου στην ελληνική οικονομία.

Το σύστημα δίωξης ελέγχει μόνο περιφερειακά το φαινόμενο και δεν προσδίδει ουσιαστική λύση κατά των εγκλημάτων αυτών. Οι ελλείψεις στην οργάνωση και επάνδρωση των αρχών δυσκολεύει ακόμη περισσότερο την κατάσταση. Από την άλλη πλευρά, τα συνδικάτα και οι σύλλογοι εργαζομένων έχουν πλέον αποδυναμωθεί με τις εξατομικευμένες πρακτικές στην εργασία και την ελαστικοποίηση. Τα στοιχεία αυτά επιφέρουν περισσότερη κοινωνική βλάβη στις διάφορες μορφές του επιχειρησιακού εγκλήματος, σύμφωνα με τις σύγχρονες εργασιακές σχέσεις.

‘…Οι περισσότεροι από τους εργαζόμενους φοβούνται να καταγγείλουν συμπεριφορές στις αρχές. Υπάρχει, βέβαια, και μία μερίδα των εργαζομένων που δεν φοβούνται ή δεν τους ενδιαφέρει για κάποιο λόγο και αυτοί θα καταγγείλουν. Μπορεί να είναι άνθρωποι που πιστεύουν ότι πρέπει όλες οι παράνομες συμπεριφορές να φτάνουν στις αρχές και αισθάνονται ότι πρέπει να το κάνουν. Ότι είναι δικαίωμά τους. Και είναι καλό που υπάρχουν και τέτοιοι άνθρωποι γιατί αλλιώς τα πράγματα θα ήταν χειρότερα. Οι εργοδότες θα ήταν εντελώς ανεξέλεγκτοι και δεν θα είχαν κανένα φόβο από τις αρχές και τους επιθεωρητές…’  [Εργαζόμενος].

Στατιστική Ανάλυση

Η στατιστική ανάλυση βασίζεται στις υπάρχουσες αναλύσεις και στα υπάρχοντα δεδομένα πού κρατούν οι σχετικές δημόσιες υπηρεσίες δίωξης του επιχειρησιακού εγκλήματος. Η απαρχή της συλλογής των δεδομένων αυτών ξεκίνησε το έτος 1999.

Η πολιτική επιλογή επηρεάζει τη δημιουργία των στατιστικών δεδομένων. Κι εφόσον η πολιτική αντικατοπτρίζει την πάλη των τάξεων, τα στατιστικά είναι παραγωγό της πάλης αυτής (Lea and Young, 1993). Το γεγονός αυτό χαρακτηρίζει και την περίπτωση της Ελλάδας.

Τα παρακάτω στατιστικά στοιχεία περιέχουν τρία μεθοδολογικά προβλήματα και περιορισμούς. Πολλές ποιοτικές επιθεωρήσεις οι οποίες είναι μεγαλύτερες σε χρονική διάρκεια και μειώνουν τον αριθμό των ποσοτικών επιθεωρήσεων, την πιθανότητα διπλών προσμετρήσεων λόγω της αλλαγής στα συστήματα πληροφορικής και μέτρησης και, τέλος, το γεγονός της αύξησης των ποιοτικών επιθεωρήσεων στα ολυμπιακά έργα κατά την περίοδο 2003 – 2004 πού κατεβάζουν κατά πολύ τους δείκτες των δεδομένων αυτών.

Γράφημα 1: Συσχετισμός του αριθμού επιθεωρήσεων με τον αριθμό ποινικών κυρώσεων.

Στον παρόν γράφημα μπορούμε να παρατηρήσουμε πως οι περισσότερες επιχειρήσεις που επιθεωρούνται δεν λαμβάνουν κάποια μορφή κύρωσης. Οι περισσότερες δεν βρίσκονται να είναι παραβατικές ή προχωρούν σε άμεση λύση των προβλημάτων τους χωρίς να χρειάζεται η υπόθεση να παραπεμφθεί. Η σταδιακή μείωση των επιθεωρήσεων μπορεί να υπάρχει λόγω αλλαγής στο σύστημα των επιθεωρήσεων αλλά και λόγω της μειωμένης δυνατότητας λόγω έλλειψης πόρων από τα οικονομικά προβλήματα της χώρας.

Γράφημα 2: Συσχετισμός του αριθμού των επιχειρήσεων που λαμβάνουν ορισμένη μορφή ποινής με τον αριθμό εκείνων που λαμβάνουν ποινή από τα ποινικά δικαστήρια.

Στο διάγραμμα 2 μπορούμε να παρατηρήσουμε τον αριθμό των επιχειρήσεων οι οποίες διώκονται στα ποινικά δικαστήρια για το εταιρικό έγκλημα. Μόνο πολύ λίγες από τις επιχειρήσεις που θα λάβουν κάποια μορφή ποινής θα παραπεμφθούν στα ποινικά δικαστήρια. Ο κύριος λόγος είναι πως θα δοθεί λύση σε τυχόν ζητήματα πολύ πριν φτάσει η υπόθεση στα δικαστήρια. Η συμπεριφορά αυτή απενοχοποιεί τις επιχειρήσεις και αποδυναμώνει το στίγμα της εγκληματικότητας για τα φαινόμενα αυτά που σπανίως θεωρούνται ως εγκληματικά από την ελληνική κοινωνία.

Θυματοποίηση

Η Κριτική Εγκληματολογία υποστηρίζει ότι το έγκλημα επηρεάζει περισσότερο τους ανθρώπους της εργατικής τάξης (Lea and Young, 1984; Passas, 2000). Αυτή η έρευνα υπογραμμίζει την θυματοποίηση της ίδιας τάξης ανθρώπων, η οποία είναι πιο διαδεδομένη σε σχέση με εκείνη της θυματοποίησης από την κοινή εγκληματικότητα. Η θυματοποίηση που μας απασχόλησε είναι εκείνη που εντοπίζεται στην καθημερινότητα του σύγχρονου Έλληνα/ ίδας και βρίσκεται στην νόμιμη οικονομία.

‘…Δεν έχουμε πολλές μεγάλες μονάδες και πολυεθνικές στην Ελλάδα. Πρέπει να αναφέρω ότι αυτές οι μονάδες και οι μεγάλες εταιρίες έχουν διαφορετική κουλτούρα στην λειτουργία τους και στον τρόπο με τον οποίο διαχειρίζονται το προσωπικό τους. Τα πράγματα είναι διαφορετικά εκεί. Όχι, βέβαια, ότι σε αυτές δεν υπάρχουν παραβάσεις, φυσικά υπάρχουν. Αλλά το φαινόμενο είναι πολύ μεγαλύτερο στις μικρότερες εταιρίες. Και υπάρχουν πολλοί λόγοι γι’ αυτό….Επίσης, δεν υπάρχουν πολλά συνδικάτα και οργανώσεις στις μικρές μονάδες. Όπου υπάρχει ισχυρό συνδικάτο, υπάρχει και λιγότερη εγκληματικότητα…’ [Συνδικαλιστής]

Μέσα στο περιβάλλον του παρόντος παραγωγικού μοντέλου, η διαφορά ισχύος και εξουσίας είναι στοιχεία που σχηματοποιούν το περιβάλλον εργασίας και την παραβατικότητα και εγκληματικότητα που το χαρακτηρίζει. Μέσα στο πλαίσιο της σύγχρονής ελληνικής οικονομίας, η σύγχρονη οικονομική κρίση, η επιχειρηματική πρακτική, η εμπειρία στο σύγχρονο εργασιακό περιβάλλον, η διαφορά εξουσίας και δύναμης των σχετικών παραγόντων αλλά και ο ρόλος του κράτους στο να ελέγξει το φαινόμενο και να παράγει κοινωνική συναίνεση παίζουν το ρόλο τους στην διαμόρφωση της εγκληματικότητας. Επιπλέον, οι κοινωνικές σχέσεις, τυπικές και άτυπες, νόμιμες και παράνομες, που έχουν διαμορφωθεί μεταξύ των σχετικών μερών, χαρακτηρίζουν τη μορφή της εγκληματικότητας αυτής.  Όλοι οι παραπάνω παράγοντες ενισχύουν την εταιρική εγκληματικότητα, πολλές φορές με την συνδρομή του συστήματος ελέγχου, το οποίο μπορεί να συμμετέχει και να διευκολύνει την παράνομη συμπεριφορά με τη μορφή του κρατικού εταιρικού εγκλήματος (Lasslett, 2010).

Συμπέρασμα

Η παρούσα έρευνα κατάφερε να παράγει  ευρήματα και συμπεράσματα σχετικά με το επιχειρησιακό έγκλημα στην Ελλάδα. Αρχικά, την ιδεολογική επιρροή του κεφαλαίου ως προς την ομαλοποίηση της εγκληματικής συμπεριφοράς και την αναγωγή της σε συνηθισμένη και καθημερινή επιχειρηματική πρακτική.  Οι σχέσεις μεταξύ κυρίαρχης ιδεολογίας και κυρίαρχης τάξης είναι πάντα κρυμμένες και η ιδεολογία εξυπηρετεί στο να διαστρεβλώνει και να κρύβει τις πραγματικές ταξικές σχέσεις. (Lukacs, 1971; Poulantzas, 1976). Στο δομικό επίπεδο, οι δομές τείνουν στο να θολώνουν τα όρια της νόμιμης και παράνομης συμπεριφοράς μέσα στο εργασιακό περιβάλλον. Επιπλέον, η φύση του συστήματος κοινωνικού ελέγχου διαμορφώνει τον επίσημο κοινωνικό έλεγχο με βάση πολιτικές επιλογές. Το μικρό μέγεθος των επιχειρήσεων, το εύρος και η δύναμη του τριτογενούς τομέα της οικονομίας υπογραμμίζει το γεγονός του μεγάλου εύρους του φαινομένου της εταιρικής εγκληματικότητας μέσα στην ελληνική οικονομία και κοινωνία. Τέλος, οι επιπτώσεις του εγκλήματος αυτού δημιουργούν το παρακάτω παράδοξο: ευρεία θυματοποίηση αλλά συμβολική ομαλοποίηση του επιχειρησιακού εγκλήματος.

Η παρούσα έρευνα συνδύασε την ποσοτική και ποιοτική μεθοδολογία για να παραγάγει γνώση και συμπεράσματα για ένα λιγότερο διερευνημένο τομέα της εγκληματολογίας, με στόχο να φωτίσει την διερεύνηση του φαινομένου, την εξέχουσα σημασία του σε σχέση με την κοινή εγκληματικότητα αλλά και να δώσει ώθηση για την διενέργεια περισσότερης έρευνας στον τομέα, ώστε να αναπτυχθεί μία πλήρης εγκληματολογική θεωρία και μεθοδολογία σχετικά με αυτό.

*Η Δρ. Ιωάννα Χαραλάμπους είναι Κοινωνιολόγος – Εγκληματολόγος.

Βιβλιογραφία

Ελληνική

Δημόπουλος, X. (1988) H Εγκληματολογική Πρακτική των σύγχρονων οικονομικών εγκλημάτων. Αθήνα – Κομοτηνή : Σάκκουλας. 

Ζαραφωνίτου, Χ (1996) Η προστασία του περιβάλλοντος υπό την εγκληματολογική προοπτική . Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη.

Καπαρδής, Α. (2001) Το Οικονομικό έγκλημα στην Κύπρο: Μία πολυδιάστατη προσέγγιση. Αθήνα – Κομοτηνή: Σάκκουλας.

Κουράκης, Ν. (1974) Τα Οικονομικά Εγκλήματα. Αθήνα – Κομοτηνή: Σάκκουλας.

 ------------------( 2000) Το Οικονομικό Έγκλημα στη σύγχρονη Ελλάδα. Ποινική Δικαιοσύνη, Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη, 6: 644 - 654

 -----------------  (2001) Το Οικονομικό Έγκλημα στη σύγχρονη Ελλάδα, σε Καπαρδής, Α. (2001) Το Οικονομικό έγκλημα στην Κύπρο: Μία πολυδιάστατη προσέγγιση. Αθήνα – Κομοτηνή: Σάκκουλας.

Κουτσούκης,Ν. (2000) Διαφθορά και Σκάνδαλα στο τέλος του αιώνα – μία σύντομη επισκόπηση. Ποινική Δικαιοσύνη, Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη, 1: 61 – 63.

Λάζος, Γ. (2000) Το οικονομικό έγκλημα στη σύγχρονη Ελλάδα: «Σκληρά» δεδομένα και βασικές συντεταγμένες. Ποινική Δικαιοσύνη, Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη, 6: 655 – 663.

Μπιτζιλέκης, Ν.Ε. (2001) Εγκλήματα στις δημόσιες υπηρεσίες. Αθήνα – Κομοτηνή : Σάκκουλας.

Νούσκαλης, Γ. (2003) Απάτη μέσω Η/Υ: Το παρελθόν και το μέλλον του άρθρου 386Α του ΠΚ, ειδικά υπό την προοπτική των σύγχρονων εξελίξεων στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο και την Ευρωπαϊκή Ένωση. Ποινική Δικαιοσύνη, Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη, 2: 178 – 190.

Παυλόπουλος, Π. (1987) Η σκοτεινή οικονομία στην Ελλάδα: Μία πρώτη ποσοτική οροθεσία. Αθήνα: Ινστιτούτο Οικονομικής και Βιομηχανικής Έρευνας.

Σπυρόπουλος, Γ.Π. (2000) Υγιεινή, Ασφάλεια και Εργασιακές συνθήκες – Προοπτικές και Εξελίξεις.  Αθήνα – Κομοτηνή : Σάκκουλας. 

Σταθέας, Γ. (2000) Διαφθορά και Ποινική Προσαγωγή. Ποινική Δικαιοσύνη, Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη, 1: 57 – 60.

Τενεκίδου, Σ. (1999) Σχετικά με βιομηχανικές παραβάσεις στην υγιεινή και την ασφάλεια στην Ελλάδα. Ποινική Δικαιοσύνη, Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη, 1: 121 – 125.

Ξενόγλωσση

Lasslett K. (2010) Scientific Method and the Crimes of the Powerful, Critical Criminology, 18(3): 211 – 228.

Lea J., Young J. (1984) What is to be done about law and order? Harmondsworth: Penguin.

Lea J., Young J. (1993) What is to be done about law and order, 2nd. London: Pluto Press.

Lukacs G. (1971) History and class consciousness – studies in Marxist dialectics. G. Britain: The Merlin Press Ltd.

Passas N.  (2000) Global Anomie, Dysnomie, and Economic Crime: Hidden consequences of neoliberalism and globalization in Russia and around the world. Social Justice, 27 (2):16-42

Pearce F., Tombs S. (1998) Toxic Capitalism: Corporate Crime and the Chemical Industry. Aldershot: Dartmouth.

Poulantzas N. (1976) Political power and social classes, 3rd. London: NLB.

Ruggiero V. (1996) Organized and Corporate crime in Europe: Offers that can’t be refused. Aldershot: Dartmouth.

Ruggiero V.  (2000) The fight to reappear, in Social justice, 27 (2):45-60.

Sutherland E. (1983) White Collar Crime – The uncut version. London: Yale University Press.