Ο παράγοντας «φύλο» για τη διαμόρφωση του εγκληματία
Η διάσταση του φύλου ως κοινωνική μεταβλητή συχνά ελλείπει από την έρευνα. Η ένταξη του φύλου ως μεταβλητή στην κοινωνική έρευνα υποδεικνύει πάνω από όλα την ένταξη των γυναικών σε μια περισσότερο ισότιμη και ισόρροπη κατάσταση στις δυτικές κοινωνίες. Ένα συχνό λάθος που παρατηρείται στην έρευνα είναι ότι οι όποιες διαφορές μεταξύ των φύλων ερμηνεύονται με βάση τη βιολογική θεώρηση. Κάτι τέτοιο ελλοχεύει τον κίνδυνο όχι μόνο να υποπέσουμε σε σφάλμα αλλά και να διαιωνιστεί το πρόβλημα της ανισότητας των φύλων. Εφόσον όλοι αποδεχτούμε ότι ο τελικός στόχος της έρευνας είναι να εξάγει γενικεύσιμα συμπεράσματα τότε θα πρέπει η έρευνα να συμπεριλαμβάνει τη μεταβλητή του φύλου ως βασική παράμετρο καθώς οι γυναίκες αποτελούν πληθυσμιακή ομάδα-στόχο. Η μεταβλητή του φύλου είναι αλληλοεξαρτώμενη και αλληλοδιαμορφώμενη με άλλες κοινωνικές μεταβλητές όπως η οικογενειακή κατάσταση, το μορφωτικό επίπεδο, η ηλικία, η εθνικότητα κλπ.
Όπου επιβιώνει η διάκριση των φυλών, δεν πρόκειται για διάκριση ιδιαίτερου τύπου ή ιδιαίτερης κατηγορίας των «γυναικών εγκληματιών» σε αντιπαράθεση προς τους «άνδρες εγκληματίες» αλλά για αναγκαίες διαφοροποιήσεις που επιβάλλει η διαφορά του φύλου. Όταν λοιπόν γίνεται λόγος για «γυναίκες εγκληματίες» ουσιαστικά αναφερόμαστε στην εγκληματικότητα των γυναικών δραστών, δηλαδή στην έμφυλη εγκληματικότητα. Η γυναικεία εγκληματικότητα πρόκειται για ένα ιδιαίτερο ζήτημα, καθώς συνδέεται με προκαταλήψεις, ιδεολογικές πεποιθήσεις για το «δεύτερο φύλο», κοινωνικό-ηθικές στάσεις που παρουσιάζουν την πατριαρχική δομή των περισσότερων κοινωνιών, ανδροπρεπείς επιστημονικές συλλήψεις της γυναικείας κατωτερότητας μέχρι και τις ριζοσπαστικές τομές που επέφερε η φεμινιστική εγκληματολογία, ως αποτέλεσμα των ρηξικέλευθων διακηρύξεων του φεμινιστικού κινήματος.
Το πρόβλημα της διαφοράς της εγκληματικότητας ανάμεσα στα δύο φύλα το έθιξαν οι επιστημονικές μελέτες πολύ αργότερα αντικρίζοντας το από φυσιολογική, ψυχολογική και ψυχοπαθολογική σκοπιά. Ίσως δεν ήμασταν και πολύ μακριά από το να αποδειχθεί ότι παρά την ανατομική διαφορά του φύλου δεν υφίσταται ούτε αρρενωπότης, ούτε θηλυκότης εξ’ ολοκλήρου αλλά ότι οι περισσότεροι άνθρωποι βρίσκονται σε μια ενδιάμεση ζώνη η οποία άλλοτε τείνει περισσότερο προς την θηλυκή και άλλοτε προς την αρσενική πλευρά διατηρώντας όμως πάντα την ανατομική διάκριση του φύλου.
Κατά τα σημερινά δεδομένα θεωρούμε ότι σε όλες τις κοινωνίες υπάρχει αυτή η δήθεν αρσενική και θηλυκή προσωπικότητα που θεωρούμε ότι βασίζεται στις βιολογικές μας διαφορές και ότι είναι καθολική ενώ άγνωστο στο περισσότερο κόσμο παραμένει το γεγονός ότι σε πολλές φυλές που επιβιώνουν μέχρι σήμερα δεν υπάρχει κανένα είδους διαχωρισμός μεταξύ των δύο φύλων αφού αναγνωρίζονται ως ισότιμοι. Παρόλα αυτά οι κοινωνικές δομές και μία σύμπραξη γεγονότων και ιδεών επέφεραν την επιδείνωση της αφανούς αλλά όχι ανύπαρκτης μέχρι τότε γυναικείας εγκληματικότητας, η οποία οδήγησε το ’70 τους εγκληματολόγους σε μια προσπάθεια προσέγγισης αυτού του νέου ζητήματος.
Η Carol Smart, μία από τις πρωτοπόρους στη μελέτη της γυναίκας και της σχέσης της με το έγκλημα υποστηρίζει ότι λόγω της χαμηλής γυναικείας εγκληματικότητας δεν υπήρχε ενδιαφέρον για τη μελέτη της. Η εξήγηση αυτή αργότερα θεωρήθηκε πολύ απλοϊκή και έγινε προσπάθεια για σύνταξη μιας συνθετότερης ερμηνείας. Η Smartπήρε τις δουλειές του Lombroso, Ferrero(1895), Thomas(1923) και Pollak(1950) και εκμαίευσε από αυτούς μέρος της σκέψης τους. Ο Hermann Mannheim το 1965 στο βιβλίο του Comparative Criminology δίνει μία από τις βάσεις που στηρίζεται η φεμινιστική εγκληματολογία. Έτσι θα δινόταν μία νέα προσέγγιση της γυναικείας εγκληματικότητας και από την οπτική γωνία των δραστών, αλλά το σημαντικότερο είναι ότι τέθηκαν οι βάσεις για να μην εξετάζεται η γυναικεία εγκληματικότητα μόνο σε σχέση με την οπτική γωνία των δραστών όπως συνέβαινε μέχρι τότε. Ας πάρουμε για παράδειγμα την πορνεία η οποία εξετάζεται πάντα σε σχέση με την ανάγκη των ανδρών για σεξουαλική διέξοδο και την παροχή της ανάλογης υπηρεσίας από τις γυναίκες -> Αν όμως οι ερευνητές εξέταζαν το θέμα και από την πλευρά της πόρνης τότε θα πρόσθεταν και άλλα ερωτήματα ένα εκ των οποίων: κατά πόσο συνδέεται η σεξουαλικότητα με την ηθική; Με άλλα λόγια συνηθίζεται οι ερμηνείες της γυναικείας εγκληματικότητας να συνδέονται με την σεξουαλική θέση της γυναίκας στην κοινωνία και τις σεξουαλικές παθολογικές της καταστάσεις;
Επίσης, οι ευκαιρίες που παρουσιάζονται στον κάθε εκπρόσωπο του φύλου ως προς την τέλεση ενός εγκλήματος είναι σαφώς μεγαλύτερες όσον αφορά τον άνδρα, κάτι το οποίο τον καθιστά ως ¨εγκληματικότερη¨ προσωπικότητα. Κάτι τέτοιο γίνεται ιδιαίτερα εμφανές και στο γεγονός ότι λόγω της περιορισμένης επαγγελματικής δραστηριότητας της γυναίκας αυτόματα αποκλείεται, ή καλύτερα αυτοπεριορίζεται, από ορισμένου τύπου εγκλήματα όπως είναι οι υπεξαιρέσεις χρηματικών ποσών, οι δωροδοκίες και κάθε είδος έγκλημα του «λευκού περιλαιμίου». Και λέγοντας «λευκού περιλαιμίου» έγκλημα εννοούμε το τεχνητό έγκλημα και όχι το φυσικό των κατώτερων κοινωνικών τάξεων.
Άξιες λόγου είναι σε αυτό το σημείο να αναφερθούν και οι ψυχολογικές διαταραχές ως εναλλακτική στη γυναικεία εγκληματικότητα. Πιο συγκεκριμένα, έχει αποδειχτεί ύστερα από έρευνες ότι οι γυναίκες αντιδρούν στην πίεση βρίσκοντας διέξοδο στον εσωτερικό τους κόσμο και συγκεκριμένα ¨τραυματίζοντας¨ τον ενδόμυχο εαυτό τους προκαλώντας του ψυχολογικές διαταραχές με κυριότερες την κατάθλιψη και διάφορες άλλες νευρώσεις. Κάτι ανάλογο αλλά με τη μορφή βίας αντιστοιχεί στους άνδρες. Οι ψυχολογικές διαταραχές φαίνεται δηλαδή να αποτελούν αποκλειστικό προνόμιο των γυναικών: «η κατάθλιψη αντί της επίθεσης είναι η θηλυκή απάντηση στην απογοήτευση ή στην απώλεια». Και έχει μάλιστα αποδειχτεί ότι οι γυναίκες αυτές ίσως και να μην θέλουν να ξεφύγουν από αυτή την κατάσταση.
Τα συμπεράσματα των επιστημόνων για τον λόγο που οι γυναίκες αποφασίζουν κάποια εγκληματική ενέργεια και τον τρόπο που προχωρούν σε αυτή είναι, επίσης, εντυπωσιακά: οι γυναίκες, υποστηρίζουν πολλοί επιστήμονες, σκοτώνουν τα θύματά τους με πιο πονηρό και σατανικό τρόπο ενώ καταστρώνουν ολόκληρο σχέδιο σε σύγκριση με τους άνδρες οι οποίοι λειτουργούν κυρίως όπως θα λέγαμε “εν βρασμώ ψυχής”. Οι γυναίκες συνήθως δεν παίρνουν την εκδίκηση την ώρα που θα τους δοθεί η ευκαιρία αλλά κάποιες μέρες αργότερα. Έχει μάλιστα παρατηρηθεί έντονα μέσα από έρευνες μια προφανής άνιση αναλογία μεταξύ των δύο φύλων που εκφράζεται ως εξής: σύλληψη 1 γυναίκας για κάθε 5 άνδρες, παραπομπή στο ακροατήριο 1 γυναίκας για κάθε 9 άνδρες, καταδίκες 1 γυναίκας για κάθε 17 άνδρες και φυλακίσεις 1 γυναίκας για κάθε 25 άνδρες.
Ακόμα, εντοπίζεται μία εμφανώς ευμενέστερη μεταχείριση της γυναίκας ανάλογα με την κατάσταση στην οποία κατατάσσεται η κάθε μία ξεχωριστά ως προσωπικότητα. Δηλαδή διαχωρίζεται ανάλογα με την ιδιότητά της ως παντρεμένης, ως εργαζόμενης κ.ά. (Kruttschnitt 1979). Αυτό υποδηλώνει ότι η δικαστική εξουσία διαφοροποιεί τη στάση της προσδοκώντας να αντικατασταθεί από την μετέπειτα λειτουργία άλλων τρόπων κοινωνικού ελέγχου είτε αυτός λέγεται οικογένεια είτε σχολείο. Ακόμα, φαίνεται η ευμενέστερη μεταχείρισή της και αναφορικά με την χορήγηση αναστολής εκτέλεσης ποινής με αποτέλεσμα να βρίσκονται στις φυλακές λιγότερες γυναίκες. Αυτό, όπως το δικαιολογεί η Simon (1975), συμβαίνει και γιατί γενικά οι γυναίκες διαπράττουν λιγότερο βίαια εγκλήματα από τους άνδρες, ο ρόλος τους στη διάπραξη εγκλημάτων είναι συχνά δευτερεύων και εκτιμάται από το δικαστήριο ότι η φυλάκισή της θα είχε σοβαρό αντίκτυπο στην οικογένειά της (γυναίκα ως μάνα). Η διαδικασία και μόνο της ποινικοποίησης έχει διαφορετική επίπτωση για τη γυναίκα και διαφορετική για τον άνδρα αφού η γυναίκα παραβάτης επιβαρύνεται με αυτό που ο Goffmanονόμασε «spoiledidentity», δηλαδή την “αμαυρωμένη ταυτότητα”, πολύ περισσότερο απ’ ότι ο άνδρας. Γι’ αυτό το λόγο οι γυναίκες ως πιο απίθανες μορφές εγκληματικού προσώπου λαμβάνουν πολύ πιο εύκολα τον στιγματισμό της κοινωνίας ενώ πάνω τους στρέφεται και κάθε μορφή κοινωνικού ελέγχου.
Κατά την άποψη των Adler και Simon όσο μεγαλώνουν οι ελευθερίες της γυναίκας τόσο θα αυξάνεται και ο βαθμός της εγκληματικότητάς της. Η ανισότητα όμως μεταξύ αυτού που θεωρούμε εγκληματικό σε μια γυναίκα και αυτού που θεωρούμε εγκληματικό σε έναν άνδρα παραμένει, και παρά το γεγονός ότι η γυναικεία παρουσία παρατηρείται σε κάθε μορφής έγκλημα η εγκληματική συμπεριφορά των δύο φύλων τείνει να κρίνεται διαφορετικά. Στο μυαλό μας δηλαδή αδιαμφισβήτητα δημιουργείται η πεποίθηση του φυσιολογικού και αναμενόμενου όταν μιλάμε για τέλεση ενός εγκλήματος από άνδρα ενώ μας κινείται η περιέργεια όταν πρόκειται για έγκλημα με γυναίκα δράστη.
* Ελευθερία Βασιλακοπούλου, Κοινωνιολόγος
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
ΔΑΣΚΑΛΑΚΗΣ ΗΛΙΑΣ, Η ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΝΤΙΔΡΑΣΗΣ, ΠΑΡΑΔΟΣΕΙΣ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΣΑΚΚΟΥΛΑ, 1985
ΔΗΜΟΠΟΥΛΟΣ Χ., ΕΙΣΗΓΗΣΕΙΣΕΓΚΛΗΜΑΤΟΛΟΓΙΑΣ, 2008
ΘΕΟΔΩΡΟΠΟΥΛΟΥ ΜΑΡΙΑ, Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΩΣ ΔΡΑΣΤΗΣ ΚΑΙ Η ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΤΗΣ ΑΠΟ ΤΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ηλεκτρονική μορφή)
ΚΟΥΡΑΚΗΣ ΝΕΣΤΩΡ (επιστημονική ευθύνη), ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΛΟΓΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΤΟΥ ΦΥΛΟΥ, σημειώσεις ηλεκτρονικής μορφής, 2005
ΛΑΜΠΡΟΠΟΥΛΟΥ ΕΦΗ, ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΣ ΕΛΕΓΧΟΣ ΤΟΥ ΕΓΚΗΜΑΤΟΣ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΑΠΑΖΗΣΗ, ΑΘΗΝΑ 1994
ΦΑΡΣΕΔΑΚΗΣ ΙΑΚΩΒΟΣ, Η ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΑΝΤΙΔΡΑΣΗ ΣΤΟ ΕΓΚΛΗΜΑ ΚΑΙ ΤΑ ΟΡΙΑ ΤΗΣ, ΝΟΜΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ
ΦΑΡΣΕΔΑΚΗΣ ΙΑΚΩΒΟΣ, ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΛΟΓΙΑΣ, ΝΟΜΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ
ANN-LOUISE SHAPIRO, BREAKING THE CODES FEMALE CRIMINALITY IN FIN-DE-SIECLE, STANFORD UNIVERSITY PRESS
CAROL SMART,WOMEN CRIME AND CRIMINOLOGY(1977)
JOHN MUNCIE-EUGENE MCLAUGHLIN-MARY LANGAN, CRIMINOLOGICAL PERSPECTIVES, A READER, SAGE PUBLICATIONS
ΚΕRRY CARRINGTON-RUSSEL HOGG, CRITICAL CRIMINOLOGY, WILLAN PUBLISHING
MARGUERITE Q. WARREN, COMPARING FEMALE AND MALE OFFENDERS, SAGE PUBLICATIONS
RICHARD COLLIER, MASCULINITIES,CRIME AND CRIMINOLOGY, SAGE PUBLICATIONS