Μουσεία και πρόληψη εγκλημάτων κατά αρχαιοτήτων: Μια πανελλαδική έρευνα
Της ΜΑΡΙΑΣ ΚΡΑΝΙΔΙΩΤΗ, Επίκουρης Καθηγήτριας Εγκληματολογίας - Σωφρονιστικής - Ανακριτικής, Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ
και του ΔΙΟΝΥΣΗ ΧΙΟΝΗ, Δικηγόρου παρ΄ Αρείω Πάγω, ΜΔΕ Εγκληματολογίας, Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ, Προέδρου ΚΕΜΕ
«Λέξη κλειδί»: οἰκείωσις[1] |
1. Εισαγωγή
Στη διεθνή γραμματεία, συνακόλουθα και με το ζήτημα του επαναπατρισμού μνημείων, πολιτιστικών αγαθών ή έργων τέχνης, πολλές και εκτενείς είναι οι αναφορές σε κλοπές και υπεξαιρέσεις πολιτιστικών αγαθών από μουσεία, συλλογές και αρχαιολογικούς χώρους[2] ή ακόμη και σε λεηλασίες μουσείων, εν καιρώ πολέμου[3]. Η δε Ελλάδα θεωρείται από τις πλουσιότερες χώρες στον κόσμο, σε πολιτισμική κληρονομιά[4], κυρίως όμως, είναι μια χώρα που μνημεία της, όπως ο Παρθενώνας, που απεικονίζεται εδώ, έχουν καθορίσει, ιστορικά, τον δυτικό πολιτισμό.
Ως εκ τούτου, η προστασία των μουσείων και των αρχαιολογικών χώρων της Ελλάδας αποτελεί ζήτημα πρώτιστης σπουδαιότητας και σημασίας για εμάς και ήταν μεγάλη μας τιμή να αναλάβουμε τη διεκπεραίωση ερευνητικού έργου που να επικεντρώνεται σε αυτή την προστασία. Το έργο αυτό, στο οποίο βασίζεται και η παρούσα μελέτη[5], αποτέλεσε μέρος του προγράμματος «Καποδίστριας», διεξήχθη σε τρεις φάσεις και φέρει τον τίτλο “Φύλαξη Μουσείων και Αρχαιολογικών Χώρων”[6]. Η δε μελέτη μας περιλαμβάνει επιτόπια έρευνα που πραγματοποιήθηκε κατά την τρίτη φάση του έργου (Μάιος-Ιούλιος 2013).
2. Σχεδιασμός και Διεξαγωγή Έρευνας
Η έρευνά αποσκοπούσε, κυρίως, στην άμεση καταγραφή γεγονότων και καταστάσεων[7], αφενός μεν για τη φύλαξη των μουσείων και αφετέρου, για την έκταση και τη φύση των παράνομων και εγκληματικών ενεργειών, που συμβαίνουν στο χώρο τους. Υποκείμενα της έρευνας αποτέλεσαν μέλη του προσωπικού φύλαξης των μουσείων, τα οποία θεωρήθηκαν, εκ των πραγμάτων, ως τα πλέον κατάλληλα άτομα για να παράσχουν άμεσες πληροφορίες, σχετικές και με τα δύο σκέλη της έρευνας, δηλαδή την προστασία των μουσείων και τις παράνομες πράξεις που διαπράττονται στο χώρο τους. Ωστόσο, το ίδιο το προσωπικό φύλαξης αποτέλεσε παράλληλα και αντικείμενο της έρευνας, καθότι η αποδοτικότητα της φύλαξης εξαρτάται και από χαρακτηριστικά του (όπως, λ.χ. η επαγγελματική πείρα).
Ιδιαίτερη σημασία δόθηκε σε ζητήματα δεοντολογίας της έρευνας και ιδίως, σε εκείνα που αφορούν τον σεβασμό των ερωτωμένων (συναίνεση, εμπιστευτικότητα και αποφυγή πρόκλησης βλάβης)[8]. Για το λόγο αυτό, είχε προβλεφθεί η παράδοση ενυπόγραφης ενημερωμένης συναίνεσης σε κάθε ερωτώμενο[9]. Τέλος, επιχειρήθηκε και η διαχρονική σύγκριση δεδομένων από δύο φάσεις του έργου, δηλαδή, της τρίτης φάσης (2013) με εκείνα της πρώτης (1999)[10].
2.1.Ορισμοί εργασίας
Κατά την κατάστρωση του ερευνητικού σχεδίου, χρησιμοποιήθηκαν οι εξής ορισμοί:
Ως προσωπικό φύλαξης των μουσείων (και των αρχαιολογικών χώρων) θεωρήθηκε το σύνολο των προσώπων που έχουν προσληφθεί με συμβάσεις εργασίας ορισμένου ή αορίστου χρόνου από το Υπουργείο Πολιτισμού για να εκτελούν καθήκοντα φύλακα σε αυτά/ους. Τεκμαίρεται δε, για τους διορισθέντες αυτούς, ότι έχουν τα τυπικά και τα ουσιαστικά προσόντα του φύλακα, όπως αυτά περιγράφονται στους εκάστοτε κανονισμούς του Εθνικού Οργανισμού Πιστοποίησης Προσόντων και Επαγγελματικού Προσανατολισμού (Ε.Ο.Π.Π.Ε.Π.)[11] και επίσης, στις σχετικές προκηρύξεις για τη στελέχωση μουσείων[12].
Επίσης, δόθηκαν συνήθεις ορισμοί για τις χρήσεις και τις λειτουργίες των τεχνικών μέσων προστασίας των μουσείων. Έτσι, ως προληπτική θεωρήθηκε εκείνη η χρήση ή λειτουργία των τεχνικών μέσων, που έχει ως στόχο να αποθαρρύνει τις παράνομες ενέργειες (λ.χ. η συνεχόμενη λειτουργία κλειστού κυκλώματος παρακολούθησης), ενώ, ως κατασταλτική θεωρήθηκε η χρήση που έχει ως στόχο την εξακρίβωση της τέλεσης παράνομης πράξης ή τον εντοπισμό του δράστη (λ.χ. ενεργοποίηση συναγερμού, stop carré λειτουργία κλειστού κυκλώματος που κατέγραψε παράνομη πράξη).
2.2. Δειγματοληψία και συλλογή δεδομένων
Η έρευνα πραγματοποιήθηκε, δια τηλεφώνου, με διαπροσωπικές συνεντεύξεις. Η συλλογή δεδομένων, κατά την τελική, αυτή, φάση του έργου, ξεκίνησε στις αρχές Μαΐου 2013 και ολοκληρώθηκε μέσα σε χρονικό διάστημα τριών περίπου μηνών[13]. Ως μονάδες του διερευνώμενου πληθυσμού είχαν οριστεί όλα τα μουσεία της ελληνικής επικράτειας και ως δειγματοληπτικό πλαίσιο χρησιμοποιήθηκε ο κατάλογος των μουσείων του επίσημου ιστότοπου του Υπουργείου Πολιτισμού[14]. Ο κατάλογος αυτός περιλαμβάνει τα αρχαιολογικά, τα βυζαντινά και τα μεταβυζαντινά μουσεία, συνολικά, δηλαδή, 143 μουσεία, που αποτέλεσαν τον πληθυσμό μας και που αποτελούν, άλλωστε, την πλειονότητα των μουσείων, που βρίσκονται στην ελληνική επικράτεια. Επομένως, δεν συμπεριλαμβάνονται στο δείγμα τα ιστορικά και τα λαογραφικά μουσεία, ούτε όμως και τα σύγχρονα, όπως, εικαστικών τεχνών, θεάτρου, κινηματογράφου κ.λπ., διότι η συμπερίληψή τους, θα καθιστούσε τη δειγματοληψία και την ακόλουθη ανάλυση και ερμηνεία των δεδομένων εξαιρετικά πολύπλοκη. Κυρίως, όμως, είχαμε θεωρήσει, ήδη, από την πρώτη φάση του έργου, ότι τα παραπάνω μουσεία, που συμπεριλάβαμε και στο παρόν δείγμα, είναι τα πλέον αντιπροσωπευτικά της πολιτισμικής κληρονομιάς της Ελλάδας.
Επίσης, σε αρκετές περιπτώσεις, κατά την προσπάθεια λήψης των συνεντεύξεων, δεν κατέστη εφικτή η επικοινωνία με κάποιο μέλος του προσωπικού των μουσείων, επειδή κανείς δεν απάντησε στις επανειλημμένες τηλεφωνικές μας κλήσεις[15]. Ο αρχικός δε σχεδιασμός προέβλεπε την επέκταση της διερεύνησης και σε αρχαιολογικούς χώρους, όπως είχε συμβεί κατά την πρώτη φάση του έργου, έτσι ώστε να είναι, το σύνολο των δεδομένων μας, συγκρίσιμο με εκείνα του 1999. Η επέκταση, όμως, αυτή, δεν κατέστη εφικτή, εξαιτίας τεχνικών αλλά και πραγματικών δυσχερειών (λ.χ. ήταν αδύνατη η προσέγγιση των αρμοδίων για τη φύλαξή τους).
Αρχικά, επιχειρήθηκε η σύσταση ενός τυχαίου (random) δείγματος, το οποίο να περιλαμβάνει το 1/4 του συνολικού πληθυσμού (25%). Τελικά, μετά από 96 αντικαταστάσεις -κατά προσέγγιση, το 50% του αρχικού δείγματος-, συμπληρώθηκαν 27 ερωτηματολόγια, και ο αριθμός αυτός, αποτελεί ποσοστό, περίπου, 19% επί του συνολικού αριθμητικού πληθυσμού. Δεδομένης δε της συλλογής του, με τους κανόνες της τυχαίας δειγματοληψίας, αλλά και του μικρού μεγέθους του πληθυσμού μας, θεωρήσαμε το δείγμα αυτό, επαρκές[16].
2.3. Το ερωτηματολόγιο
Το ερευνητικό μας μέσο ήταν ένα ημι-δομημένο ερωτηματολόγιο, με 18 κύριες ερωτήσεις και 68 υπο-ερωτήσεις, ανοιχτές και κλειστές[17]. Η πρώτη ομάδα ερωτήσεων επικεντρώνεται στα χαρακτηριστικά των ερωτωμένων(επάγγελμα, υπηρεσία όπου εργάζονται οι ερωτώμενοι, σπουδές, κλπ.- ερ. 1-5, 13 και 14), η δεύτερη, στις προσβολές και παράνομες ενέργειες που έχουν συμβεί στο μουσείο, όπου εργάζεται ο ερωτώμενος και έχουν γίνει αντιληπτές από αυτόν (6 και 15), η τρίτη, στα ευάλωτα αντικείμενα και στα μέσα φύλαξης και προστασίας του μουσείου (7- 12 και 15[18]) και η τέταρτη, στις απόψεις του εργαζόμενου, γενικά, τόσο για την έκταση και τη φύση του προβλήματος της αρχαιοκαπηλίας, όσο και για την προστασία και τη φύλαξή των μουσείων, σε όλη την επικράτεια (16 και 17). Η τελευταία ερώτηση (18) είναι εντελώς ανοιχτή και δίνει στον ερωτώμενο τη δυνατότητα να συμπληρώσει οποιαδήποτε από τις προηγούμενες απαντήσεις του ή να αναφέρει ο,τιδήποτε θεωρεί αξιοσημείωτο, όσον αφορά το αντικείμενο της έρευνας. Κατά την επεξεργασία των δεδομένων[19], κατέστη εφικτή η μετατροπή ορισμένων από τις ανοικτές ερωτήσεις σε κλειστές, έτσι ώστε να είναι επίσης, εφικτή και η παραστατική απεικόνιση σημαντικών δεδομένων και ευρημάτων, υπό μορφή πινάκων.
3. Αποτελέσματα
Στις ενότητες που ακολουθούν, παρουσιάζονται συνοπτικά τα κυριότερα αποτελέσματα της έρευνας, με βάση τη δομή του ερωτηματολογίου και τη διάρθρωση των ερωτήσεων. Συγκεκριμένα, παρουσιάζονται, αρχικά, τα ευρήματα για τα χαρακτηριστικά του προσωπικού φύλαξης και εκείνα για τις προσβολές και τις παράνομες ενέργειες, κυρίως, σε βάρος των αντικειμένων που εκτίθενται μέσα στα μουσεία ή στον περιβάλλοντα χώρο. Στη συνέχεια, παρουσιάζονται οι εκτιμήσεις των ερωτωμένων για το ποια αντικείμενα αποτελούν τους πλέον ευάλωτους στόχους παράνομων ενεργειών, όπως και τα δεδομένα για την προστασία των αντικειμένων (τεχνολογικός εξοπλισμός, αύξηση/ μείωση προσωπικού φύλαξης). Τέλος, ακολουθεί σύντομη περιγραφή των προτάσεων των ερωτωμένων για την προστασία των αντικειμένων και την αποτροπή των παράνομων ενεργειών.
3.1. Χαρακτηριστικά των ερωτωμένων
Οι περισσότεροι από τους ερωτώμενους (22/27, ήτοι 81%) ανήκαν στο προσωπικό φύλαξης και, πιο συγκεκριμένα, οι 18 εξ αυτών ήταν φύλακες και οι τέσσερεις αρχιφύλακες. Σε πέντε περιπτώσεις, λόγω απουσίας ή κωλύματος του προσωπικού φύλαξης, οι αρμόδιοι μας υπέδειξαν για τη συνέντευξη , έναν αρχαιολόγο, υπάλληλο του μουσείου, ο οποίος, ως εκ της θέσεώς του στον φορέα, αλλά και λόγω της ιδιότητάς του, γνώριζε τα ζητήματα που αποτελούν τον κεντρικό πυρήνα της έρευνάς μας και ήταν σε θέση να μας δώσει ουσιαστικές απαντήσεις[20]. Όπως προκύπτει δε, από το γράφημα 1, περισσότεροι από τους μισούς φύλακες (54%) είχαν προϋπηρεσία μεγαλύτερη των ένδεκα ετών και μάλιστα, οι δέκα εξ αυτών (45%), είχαν επαγγελματική πείρα στο αντικείμενο για χρονικό διάστημα άνω των είκοσι ετών. Σαφώς λιγότεροι ήταν εκείνοι με πείρα κάτω των δέκα ετών (14%), όπως και εκείνοι που δεν είχαν καμία πείρα (27%), ακόμη και στο σύνολό τους ( 41%)[21].
ΓΡΑΦΗΜΑ 1
Σε ερώτηση για την ειδίκευση στον τομέα απασχόλησης (λ.χ. φοίτηση σε Αστυνομική Ακαδημία ή ΙΕΚ, με ειδικότητα υπαλλήλου φύλαξης – security guard) κανένας υπάλληλος δεν απάντησε θετικά. Οι περισσότεροι, ωστόσο, από αυτούς (13/22) απάντησαν ότι είχαν λάβει άλλη ειδίκευση, η οποία, σχεδόν στις μισές περιπτώσεις (6/13), ήταν συναφής με το αντικείμενο της φύλαξης, ενώ, άλλοι 10 απάντησαν ότι είχαν λάβει επιμόρφωση, η οποία επίσης, για τους μισούς από αυτούς (5/10), ήταν συναφής με τον τομέα απασχόλησής τους.
3.2. Παράνομες ενέργειες
Όταν ερωτήθηκαν για τις παράνομες ενέργειες που έχουν λάβει χώρα στα μουσεία και αφορούν τα αντικείμενα μέσα σε αυτά ή στον περιβάλλοντα χώρο τους, οι ερωτώμενοι ανέφεραν 10 περιστατικά, ήτοι, δύο φθορές, τρεις κλοπές αρχαίων αντικειμένων, καθώς και άλλες πέντε παράνομες ενέργειες (βλ. πίνακα 1). Από τις τελευταίες, σε τρεις περιπτώσεις, επρόκειτο για «εισβολή αγνώστων στο χώρο του μουσείου» και στις λοιπές δύο, για παράνομη διενέργεια ανασκαφής. Εντύπωση προκαλεί το γεγονός ότι, για τις περιπτώσεις των παράνομων ανασκαφών, οι ερωτώμενοι ήταν εξαιρετικά φειδωλοί στην παροχή πληροφοριών και λακωνικοί στις τοποθετήσεις τους, χωρίς να αναφέρουν την περίοδο, κατά την οποία έλαβε χώρα το συμβάν. Η στάση τους αυτή είναι, κατά τη γνώμη μας, άξια διερεύνησης, ίσως και σε σχέση με την υπηρεσιακή τους κατάσταση, καθώς, για τόσο σοβαρές και ποινικώς κολάσιμες συμπεριφορές, θα ήταν αναμενόμενο να παρέχονται εν γένει, περισσότερες πληροφορίες από τους αρμόδιους για τη φύλαξη και την προστασία των μουσείων. Κατά τα άλλα, οι «εισβολές αγνώστων», σύμφωνα με τους ερωτώμενους, δεν εξελίχθηκαν σε προσβολή των φυλασσόμενων αντικειμένων, διότι οι δράστες υπαναχώρησαν, μόλις κατάλαβαν ότι πλησίαζε φύλακας και θα γίνονταν αντιληπτοί[22]. Οι δε φύλακες έσπευσαν επί τόπου, επειδή ενεργοποιήθηκαν τα διαθέσιμα τεχνικά μέσα προστασίας (λ.χ. ο συναγερμός).
ΠΙΝΑΚΑΣ 1
ΠΑΡΑΝΟΜΕΣ ΕΝΕΡΓΕΙΕΣ | ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ | ΠΟΣΟΣΤΟ | |
Κλοπές | 3 | 30% | |
Διαρρήξεις [εισβολές] | 3 | 30% | |
Φθορές | 2 | 20% | |
Λαθρανασκαφές | 2 | 20% | |
ΣΥΝΟΛΟ | 10 | 100% |
Όπως προκύπτει από τον πίνακα 2, για τα περισσότερα από αυτά τα περιστατικά (7/10) έλαβε γνώση η Αστυνομία. Συγκεκριμένα, από τις δύο περιπτώσεις φθοράς, η μία, μετά βεβαιότητας, αναφέρθηκε από τους αρμόδιους του μουσείου στην Αστυνομία[23], ενώ επίσης, αναφέρθηκαν και οι τρεις περιπτώσεις εισβολής αγνώστων στο μουσείο, όπως και οι τρεις κλοπές αρχαίων αντικειμένων, η μια δε από τις κλοπές, και στον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών. Ωστόσο, δεν μας παρασχέθηκαν καθόλου στοιχεία σχετικά με την αναφορά παράνομων ανασκαφών στις Αρχές, πράγμα που, όπως προαναφέρθηκε, οδηγεί σε προβληματισμούς.
ΠΙΝΑΚΑΣ 2
ΠΑΡΑΝΟΜΗ ΠΡΑΞΗ | ΑΡΙΘΜΟΣ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΩΝ | ΑΝΑΦΟΡΑ |
Κλοπή | 3 | 3/3 |
Φθορά | 2 | 1/2 |
Εισβολή | 3 | 3/3 |
Λαθρανασκαφές | 2 | 0/2 |
ΣΥΝΟΛΟ | 10 | 7/10 |
Αξιοσημείωτο είναι, επίσης, το γεγονός ότι οι υπάλληλοι που απάντησαν στο ερωτηματολόγιο, αγνοούσαν το πώς ταξινομήθηκαν από την Αστυνομία ή τις άλλες Αρχές, τα αναφερθέντα από τους αρμόδιους των μουσείων περιστατικά. Η άγνοια αυτή είναι ενδεικτική της έλλειψης αμφίδρομης επικοινωνίας, τουλάχιστον δε, της περιορισμένης εμβέλειας της συνεργασίας των αρμόδιων Αρχών με τους υπαλλήλους φύλαξης των μουσείων, όσον αφορά την εξιχνίαση εγκλημάτων. Μπορεί, ωστόσο, να δικαιολογηθεί και από το γεγονός ότι, για τις ανάγκες της διαλεύκανσης υποθέσεων, που σχετίζονται με περιστατικά παράνομων πράξεων, οι Αρχές δεν δίνουν πληροφορίες για την περαιτέρω εξέλιξη δεδομένης υπόθεσης, που σχετίζεται με τα καταγγελθέντα περιστατικά, ούτε καν, σε εκείνους που τα καταγγέλλουν. Ούτως ή άλλως, εφόσον κινηθεί η ποινική διαδικασία, οι φύλακες είναι απλοί μάρτυρες και όχι διάδικοι, καθότι δεν νομιμοποιούνται να παρασταθούν ως πολιτικώς ενάγοντες και, επομένως, δεν έχουν πρόσβαση στη δικογραφία. Τούτο, όμως, κατά τη γνώμη μας, δεν εξηγεί πλήρως τη στάση των διωκτικών αρχών απέναντι στους καταγγέλλοντες (βλ. παρακάτω, υπό 4. και 6.).
3.3. Ευάλωτα αντικείμενα
Άξια προσοχής είναι τα δεδομένα που παρουσιάζονται στον πίνακα 3, όσον αφορά το σύνολο των αντικειμένων που εκτίθενται στα μουσεία. Οι ερωτώμενοι χαρακτήρισαν ως ευάλωτα, εκείνα τα αντικείμενα που θεωρούν ως μικρού μεγέθους και παράλληλα, πολύτιμα (7 απαντήσεις)[24], εκείνα που βρίσκονται εκτεθειμένα σε ανοιχτό χώρο (5), τα χρυσά (4) ή και όλα τα αντικείμενα του μουσείου (επίσης, 4 απαντήσεις). Από τους υπόλοιπους, τέσσερεις ερωτώμενοι απάντησαν ότι η φύλαξη είναι επαρκής και, ως εκ τούτου, δεν υπάρχουν ευάλωτα αντικείμενα στα μουσεία, επιδιώκοντας, ενδεχομένως, με αυτόν τον τρόπο, να καταδείξουν, έμμεσα, την αποτελεσματικότητα της φύλαξης από το αρμόδιο προσωπικό, σε συνδυασμό με τα τεχνικά μέσα προστασίας. Τέλος, τρεις από το σύνολο δεν απάντησαν, εκ των οποίων ο ένας ανέφερε ότι δεν γνωρίζει, ενώ οι άλλοι
ΠΙΝΑΚΑΣ 3
ΕΥΑΛΩΤΑ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΑ | ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ | ΠΟΣΟΣΤΟ |
Τα μικρά και πολύτιμα | 7 | 26% |
Τα εκτεθειμένα σε ανοιχτό χώρο | 5 | 18% |
Τα χρυσά | 4 | 15% |
Όλα | 4 | 15% |
Κανένα / επαρκής φύλαξη | 4 | 15% |
Δεν γνωρίζω | 1 | 4% |
Δεν επιθυμώ να απαντήσω | 2 | 7% |
ΣΥΝΟΛΟ | 27 | 100% |
δύο, μολονότι είχαν σχηματίσει άποψη για το θέμα της ερώτησης, δήλωσαν ότι δεν επιθυμούν να απαντήσουν.
3.4. Προστασία
Οι ερωτήσεις για την προστασία των αντικειμένων επικεντρώνονται κυρίως στη φύση των τεχνικών μέσων που διαθέτουν τα μουσεία, στην ερώτηση δε για το είδος των μέσων αυτών, απάντησαν όλοι οι ερωτώμενοι πλην ενός (26/27). Σύμφωνα με τις απαντήσεις τους, τα τεχνικά μέσα προστασίας που διαθέτουν τα μουσεία είναι, σε όλες τις περιπτώσεις, το σύστημα συναγερμού (26), και στις περισσότερες, η πυρασφάλεια (20) και το κλειστό κύκλωμα παρακολούθησης με κάμερες (18). Συνδυασμός όλων των παραπάνω υπάρχει σε 12 μουσεία (44%), ενώ σε 14 (52%), υπήρχε συνδυασμός τουλάχιστον δύο μέσων προστασίας. Σύμφωνα με αυτά τα δεδομένα, μπορεί κανείς να εκτιμήσει ότι όλα τα μουσεία διαθέτουν ικανοποιητικό υλικοτεχνικό εξοπλισμό, με συνδυασμό δύο, τουλάχιστον, μέσων ασφαλείας, εκ των οποίων, σχεδόν τα μισά, υπέρ- επαρκή, με συνδυασμό και των τριών συνηθέστερων μέσων ασφαλείας, ενώ δεν υπάρχει μουσείο που να μην διαθέτει υλικοτεχνικό εξοπλισμό, οποιουδήποτε τύπου από τους παραπάνω (βλ. πίνακα 4).
ΠΙΝΑΚΑΣ 4
ΤΕΧΝΙΚΑ ΜΕΣΑ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ | ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ | ΠΟΣΟΣΤΟ |
Συναγερμός και πυρασφάλεια | 8 | 30 % |
Συναγερμός και κάμερες | 6 | 22 % |
Συναγερμός, πυρασφάλεια και κάμερες | 12 | 44 % |
Δεν γνωρίζω/ δεν απαντώ | 1 | 4 % |
ΣΥΝΟΛΟ | 27 | 100% |
Σε δύο περιπτώσεις, τα παραπάνω τεχνικά μέσα χρησιμοποιήθηκαν με τρόπο που συνέβαλε, όχι απλώς στην πρόληψη, όπως εξ αντικειμένου επιβάλει η φύση τους, αλλά και στην καταστολή παράνομων ενεργειών[25]. Συγκεκριμένα, στη μία περίπτωση, κατά τον ερωτώμενο, άγνωστοι μπήκαν από το παράθυρο, κατέβασαν 3 εικόνες και πριν προλάβουν να ολοκληρώσουν την κλοπή (απόπειρα κλοπής χωρίς αποπεράτωση του εγκλήματος), έφυγαν, αμέσως μόλις αντιλήφθηκαν ότι ο φύλακας έβαλε το κλειδί στην πόρτα της αίθουσας του μουσείου, όπου δρούσαν. Ο δε φύλακας κατέφθασε επί τόπου, άμεσα, επειδή είχε χτυπήσει ο συναγερμός.
Η αποτελεσματικότητα των τεχνικών μέσων προστασίας εκτιμήθηκε γενικά ως υψηλού επιπέδου από τους ερωτώμενους. Ειδικότερα, εννέα τα χαρακτήρισαν πολύ αποτελεσματικά, οι περισσότεροι απλώς αποτελεσματικά (12/27), ένας απάντησε θετικά μεν, άλλα αόριστα[26] και οι λοιποί 5 δεν απάντησαν στην ερώτηση (βλ. πίνακα 5). Επισημαίνεται, εδώ, ότι οι εκτιμήσεις για την αποτελεσματικότητα των τεχνικών
ΠΙΝΑΚΑΣ 5
ΤΕΧΝΙΚΑ ΜΕΣΑ: ΕΚΤΙΜΩΜΕΝΗ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ | ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ | ΠΟΣΟΣΤΟ |
Πολύ αποτελεσματικά | 9 | 33% |
Αποτελεσματικά | 12 | 44% |
Αόριστη απάντηση (θετική) | 1 | 4% |
Δεν απαντώ | 5 | 19% |
ΣΥΝΟΛΟ | 27 | 100% |
μέσων από τους ίδιους τους φύλακες, μπορεί να επηρεάζονται και από τον φόβο της ενδεχόμενης υποκατάστασής τους, ως προσωπικού φύλαξης, από εξελιγμένα τεχνολογικά μέσα προστασίας. Η ερμηνεία αυτή εξηγεί, πιθανώς, τις μετριοπαθέστερες εκτιμήσεις των ερωτωμένων για την αποτελεσματικότητα των τεχνικών μέσων προστασίας, συγκριτικά με εκείνες για την εξ αντικειμένου θωράκιση των μουσείων, με μέσα προστασίας (βλ. υπό 3.4.2., πίνακα 7)[27]. Η ερμηνεία δε αυτή ενισχύεται, αν ληφθούν υπόψη οι προτάσεις εκείνων, που συστήνουν την αύξηση του προσωπικού, είτε αποκλειστικά είτε σε συνδυασμό με την αύξηση των τεχνικών μέσων (παρακάτω, υπό 3.5.).
3.4.1. Μείωση του προσωπικού φύλαξης
Όσον αφορά την ενδεχόμενη μείωση του προσωπικού φύλαξης, αλλά και του υλικοτεχνικού εξοπλισμού, όπως και τη σχέση της με την οικονομική κρίση των τελευταίων ετών, με μια πρώτη ανάγνωση των δεδομένων, το γενικό συμπέρασμα είναι ότι το προσωπικό μειώθηκε και παράλληλα, μεταβλήθηκαν, προς το χειρότερο, οι συνθήκες εργασίας στα μουσεία. Αντίθετα, όμως, τα τεχνικά μέσα ασφαλείας δεν μειώθηκαν, σε καμία περίπτωση, και μάλλον εμπλουτίστηκαν. Συγκεκριμένα, όπως προκύπτει από τον πίνακα 6, 16 ερωτώμενοι υποστήριξαν ότι το προσωπικό όντως
ΠΙΝΑΚΑΣ 6
ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ | ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ | ΠΟΣΟΣΤΟ |
Αυξήθηκε | 3 | 11% |
Μειώθηκε | 16 | 59% |
Δεν μειώθηκε | 7 | 26% |
Δεν γνωρίζω/ δεν απαντώ | 1 | 4% |
ΣΥΝΟΛΟ | 27 | 100% |
μειώθηκε κατά τα τελευταία πέντε έτη[28], κυρίως, λόγω μη αντικατάστασης υπαλλήλων που συνταξιοδοτήθηκαν, 7 ερωτώμενοι αποκρίθηκαν ότι το προσωπικό φύλαξης στο μουσείο, όπου εργάζονται, δεν μειώθηκε, ενώ 3 ερωτώμενοι απάντησαν ότι το προσωπικό αυξήθηκε, συνήθως, με την πρόσληψη «εποχιακών υπαλλήλων» ή με αποσπάσεις υπαλλήλων που ανήκαν οργανικά σε άλλο φορέα, ειδικά, κατά τις τουριστικές περιόδους.
3.4.2. Επάρκεια προστασίας και εξέλιξη τεχνολογίας
Για την επάρκεια της προστασίας των μουσείων και των αρχαιολογικών χώρων, πανελλαδικά, οι περισσότεροι ερωτώμενοι (15) απάντησαν θετικά, 6 τοποθετήθηκαν αρνητικά, και άλλοι 6 δεν απάντησαν στην ερώτηση. Από εκείνους που απάντησαν αρνητικά, οι τρεις ανέδειξαν το πρόβλημα της έλλειψης ανθρώπινου δυναμικού και ένας μόνο επεσήμανε ότι το κράτος δεν προστατεύει την πολιτισμική κληρονομιά της χώρας (βλ. πίνακα 7). Εν προκειμένω, ως πιο ευάλωτοι στόχοι υποδείχθηκαν τα απομακρυσμένα από τον αστικό ιστό μουσεία και οι αντίστοιχοι αρχαιολογικοί χώροι[29].
ΠΙΝΑΚΑΣ 7
Η ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΩΝ ΤΕΧΝΙΚΩΝ ΜΕΣΩΝ ΣΥΝΕΒΑΛΕ ΣΤΗΝ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΩΝ ΜΟΥΣΕΙΩΝ; | ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ | ΠΟΣΟΣΤΟ |
ΝΑΙ | 22 | 81% |
ΟΧΙ | 0 | 0% |
Δεν γνωρίζω/ δεν απαντώ | 5 | 19% |
ΣΥΝΟΛΟ | 27 | 100% |
Πάντως, από την πλειονότητα των ερωτωμένων (22/27), η εξέλιξη της τεχνολογίας και, κατ’ επέκταση, των συστημάτων προστασίας που χρησιμοποιούν τα μουσεία, εκτιμήθηκε ως παράγοντας που συνέβαλε τα μέγιστα, στο ζήτημα της φύλαξης των αρχαιοτήτων και δεν υπήρξε ουδεμία αρνητική απάντηση στη σχετική ερώτηση. Μάλιστα, σύμφωνα με τέσσερεις ερωτώμενους, τα εν λόγω μέσα είναι αποδοτικά, πράγμα το οποίο σημαίνει ότι το όφελος από τη χρήση τους ξεπερνά το κόστος αγοράς, συντήρησης και λειτουργίας τους.
3.5. Προτάσεις των ερωτωμένων
Για την καλύτερη φύλαξη και την αποτροπή των παράνομων ενεργειών 9 ερωτώμενοι (33%) πρότειναν την αύξηση του προσωπικού φύλαξης, ενώ η δεύτερη σε συχνότητα πρόταση (7 ερωτωμένων, ήτοι 26%), ήταν η αύξηση του (μόνιμου) προσωπικού, σε συνδυασμό με την αύξηση ή την βελτίωση των τεχνικών μέσων ασφαλείας. Παρατηρούμε, δηλαδή, ότι το 59% των ερωτωμένων ανέδειξαν την ανάγκη αύξησης του προσωπικού, το οποίο, κατά τα τελευταία έτη, μειώνεται, όπως μας απάντησαν οι περισσότεροι σε προηγούμενη ερώτηση[30]. Μόνο ένας πρότεινε, αποκλειστικά, τη χρήση τεχνικών μέσων ασφαλείας, χωρίς περαιτέρω συνδυασμό της, με αύξηση του προσωπικού, ενώ 2 ακόμα ερωτώμενοι εστίασαν στην ανάγκη περισσότερης οργάνωσης, ο ένας δε εξ αυτών, υπό την γενική έννοια της «περισσότερης προσοχής στα προβλήματα».
Άξιο προσοχής είναι το γεγονός ότι, στη συγκεκριμένη ερώτηση που απαιτεί κριτική σκέψη και διατύπωση συγκεκριμένης θέσης για το πρόβλημα των παράνομων προσβολών των αρχαίων αντικειμένων, 8 άτομα δεν θέλησαν να απαντήσουν (30%). Πρόκειται για το 1/3 των ερωτωμένων και η στάση αυτή, ενός υπολογίσιμου, σε αναλογία, αριθμού ερωτωμένων, οδηγεί σε
ΓΡΑΦΗΜΑ 2
προβληματισμούς. Και τούτο διότι η διατύπωση προτάσεων μπορεί να θεωρηθεί ως το πρώτο βήμα για την ορθή αντιμετώπιση ή και την επίλυση δεδομένου προβλήματος, κατεξοχήν, όταν οι προτάσεις αυτές γίνονται από εκείνους που εμπλέκονται άμεσα στην επίλυση του προβλήματος.
4. Ανάλυση και Ερμηνεία
Από την παραπάνω παρουσίαση προκύπτουν ορισμένα ευρήματα, κυρίως, όσον αφορά
- το ανθρώπινο δυναμικό της φύλαξης,
- τον υλικοτεχνικό εξοπλισμό των μουσείων,
- τις παράνομες πράξεις και τέλος,
- τη συνεργασία των υπαλλήλων με τις Αρχές και ειδικά, με την Αστυνομία.
Για το ανθρώπινο δυναμικό των μουσείων, διαπιστώνει κανείς ότι η επαγγελματική πείρα των περισσότερων φυλάκων υπερβαίνει τα 10 έτη, επομένως, θα πρέπει να θεωρηθεί επαρκής. Κανείς όμως από τους φύλακες δεν είχε ειδίκευση στον τομέα απασχόλησης του. Οι περισσότεροι, πάντως, είχαν κάποια ειδίκευση/επαγγελματική εμπειρία ή επιμόρφωση και, εξ αυτών, οι μισοί είχαν επιμορφωθεί σε τομείς που θα μπορούσαν να θεωρηθούν συναφείς με τα καθήκοντα του φύλακα (υπό 3.1.). Ως εκ τούτου, ο εφοδιασμός τους με τυπικά προσόντα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί εν γένει, ικανοποιητικός. Σε αυτόν το χαρακτηρισμό συνηγορεί και το γεγονός ότι, μολονότι οι περισσότεροι φύλακες δεν έχουν μια ad hoc εξειδίκευση στον τομέα τους, κάποιοι, από αυτούς έχουν αυξημένα τυπικά προσόντα (πτυχίο ΑΕΙ). Άλλωστε, από ορισμένες απαντήσεις, προκύπτει, ως το κυριότερο πρόβλημα μη επαρκούς προστασίας των μουσείων, η έλλειψη ανθρώπινου δυναμικού, χωρίς να αναφέρεται και η εξειδίκευση ως προϋπόθεση της στελέχωσης των μουσείων. Έμμεσα, προκύπτει, επίσης, ότι το προσωπικό στα μουσεία μειώθηκε αισθητά, συγκριτικά με την προγενέστερη περίοδο και παράλληλα μεταβλήθηκαν προς το χειρότερο, οι συνθήκες εργασίας (υπό 3.4.1.). Το συμπέρασμα δε αυτό, δεν συνάγεται μόνο από τα δεδομένα της τρίτης φάσης του έργου (2013), αλλά και από τη συγκριτική διερεύνηση με εκείνα της πρώτης (1999 –βλ. και παρακάτω, υπό 5. και 6.).
Από την άλλη πλευρά, διαπιστώνεται η διαχρονική ενίσχυση της τεχνολογικής θωράκισης των μουσείων. Τα τεχνικά μέσα ασφαλείας όχι μόνο δεν μειώθηκαν, αλλά, συγκρίνοντας τα δεδομένα της πρώτης (1999) και της τρίτης φάσης του έργου (2013), διαπιστώνει κανείς τη σημαντική τους αύξηση. Εδώ πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι τα στοιχεία της τρίτης φάσης προέρχονται αποκλειστικά από μουσεία, ενώ στην πρώτη φάση προσεγγίσαμε και αρχαιολογικούς χώρους, οι οποίοι, κατά κανόνα, προστατεύονται πλημμελώς, συγκριτικά με τα μουσεία. Επομένως, το εύρημα αυτό θα πρέπει να γίνει δεκτό με επιφύλαξη, καθότι η αύξηση και η βελτίωση των τεχνικών αυτών μέσων, ενδέχεται να είναι, σε κάποιο βαθμό, φαινομενική.
Η μεγαλύτερη επάρκεια σε τεχνικά μέσα, κατά την τρίτη φάση του έργου, ενδέχεται να εξηγεί και τον μικρότερο αριθμό παράνομων πράξεων, κατά τη φάση αυτή, σε σύγκριση με την πρώτη. Η αξιοπιστία ωστόσο και αυτής της εξήγησης, προσκρούει στο πρόβλημα της μη επέκτασης της έρευνας στους αρχαιολογικούς χώρους κατά την τρίτη φάση, καθότι τα μουσεία διαθέτουν, κατά κανόνα, επαρκέστερο εξοπλισμό φύλαξης, από ό, τι οι αρχαιολογικοί χώροι. Επίσης, από άλλα ευρήματα της έρευνας προκύπτει ότι, σε ελάχιστες περιπτώσεις, χρειάστηκε να ενεργοποιηθεί κάποιο από τα συστήματα προστασίας για την καταστολή παράνομων πράξεων, και μάλιστα, κατά τη δεύτερη έρευνα (τρίτη φάση του έργου), όπου ο υλικοτεχνικός εξοπλισμός υπερείχε, οι περιπτώσεις ενεργοποίησης ήταν μειωμένες κατά το ήμισυ. Ως εκ τούτου, και δεδομένου του ότι τα τεχνικά μέσα δεν φαίνεται να χρησιμοποιούνται συχνά για να κατασταλούν παράνομες πράξεις, δεν μπορεί να συναγάγει κανείς ανεπιφύλακτα το συμπέρασμα ότι ο τεχνικός εξοπλισμός συνέβαλε άμεσα στην παρατηρούμενη μείωση των παράνομων ενεργειών. Από την άλλη πλευρά, όμως, δεν πρέπει να παραγνωρίζεται και ο σημαίνων ρόλος των τεχνικών μέσων στην πρόληψη του εγκλήματος, ο οποίος συμβάλλει, καταλυτικά, στη μείωση των ανωτέρω επιφυλάξεων.
Περαιτέρω, οι παράνομες πράξεις που ανέφεραν οι ερωτώμενοι κατά τη δεύτερη φάση (10) ήταν υποδιπλάσιες από εκείνες που ανέφεραν στην πρώτη (26) και τούτο, μολονότι τα μουσεία που προσεγγίσαμε ήταν περισσότερα στη δεύτερη φάση (27 έναντι 22). Σε αυτή τη μείωση, όπως αναφέραμε, ενδέχεται να συνετέλεσε και η αύξηση των τεχνικών μέσων προστασίας των μουσείων και η τεχνολογική εξέλιξη των μέσων, με την πάροδο του χρόνου. Ωστόσο, εκτός από την επιφύλαξη για την ερμηνεία αυτού του δεδομένου, που αναφέραμε παραπάνω, υπάρχει και ένα ακόμη ζήτημα: η επιτόπια παρουσία των ερευνητών, κατά την πρώτη φάση, ενδεχομένως να συνετέλεσε στην καλύτερη συνεργασία - αλληλοκατανόηση των ερωτωμένων με τον ερευνητή και, συνακόλουθα, στη μεγαλύτερη και ευχερέστερη ανταπόκρισή τους στα ερωτήματα για τις παράνομες ενέργειες, με αποτέλεσμα και την καταγραφή περισσότερων περιστατικών. Γενικά, πάντως, διαπιστώθηκε ότι οι ερωτώμενοι ήταν εξαιρετικά φειδωλοί στην παροχή πληροφοριών, όσον αφορά ορισμένα αδικήματα, όπως οι παράνομες ανασκαφές, για τις οποίες δεν παρείχαν καν στοιχεία σχετικά με την αναφορά τους στις Αρχές. Άλλωστε, οι περισσότεροι απέφυγαν να απαντήσουν στις ανοιχτές ερωτήσεις για την έκταση και τη φύση της αρχαιοκαπηλίας, γενικώς.
Πέραν από τα παραπάνω, και από τις δύο έρευνες προέκυψε ότι το προσωπικό των μουσείων, κατά κανόνα, συνεργάζεται με την Ελληνική Αστυνομία σε ζητήματα παράνομων πράξεων που τελούνται μέσα σε αυτά, κανένας δε από τους 49, συνολικά, ερωτώμενους, που συμμετείχαν και στις δύο φάσεις της έρευνας, δεν απάντησε θετικά στο ερώτημα, εάν γνωρίζει πώς αξιολόγησαν οι διωκτικές αρχές τις παράνομες πράξεις. Διαπιστώνεται, επομένως, ότι η συνεργασία των υπαλλήλων με τις αρμόδιες Αρχές, δηλαδή, η αναφορά των παράνομων πράξεων σε αυτές, εμφανίζεται, διαχρονικά,σταθερή και συνεπής, πράγμα όμως που, δυστυχώς, ισχύει και αντίστροφα, για την ανατροφοδότηση του προσωπικού φύλαξης από τις Αρχές, υπό την έννοια ότι και η ανατροφοδότηση αυτή εμφανίζεται σταθερά και διαχρονικά ανύπαρκτη. Αυτό μπορεί να οφείλεται σε ποικιλία παραγόντων, αλλά και στις λειτουργίες των αρμόδιων φορέων, δεδομένων των διατάξεων και των κανόνων που τις διέπουν (υπό 3.2. και διεξοδικά παρακάτω, υπό 6.).
Όσον αφορά τα ευάλωτα αντικείμενα που φυλάσσονται στο μουσείο, στην πρώτη φάση, η κύρια απάντηση που λάβαμε ήταν ότι, επί της ουσίας, κανένα αντικείμενο δεν είναι ευάλωτο (30%). Αντίθετα, στη δεύτερη φάση, μόλις το 15% των ερωτωμένων έδωσε την ίδια απάντηση. Αν θεωρήσουμε ότι η απάντηση αυτή είναι ενδεικτική της γνώμης των ερωτωμένων για την επάρκεια της φύλαξης[31], τότε αξιοσημείωτη είναι εδώ η μεγαλύτερη επιφυλακτικότητα των ερωτωμένων, κατά τη δεύτερη φάση, σε σχέση με την προηγούμενη, για την επάρκεια αυτή[32], λαμβανομένης υπόψη και της αύξησης της επιφυλακτικότητάς τους και για την έκθεση αντικειμένων σε ανοιχτούς χώρους[33]. Αυτά τα δεδομένα θα μπορούσαν να είναι ενδεικτικά και του ότι η ενίσχυση του τεχνικού εξοπλισμού των μουσείων δεν συνετέλεσε, απαραίτητα, στην οικοδόμηση εμπιστοσύνης στο έργο της φύλαξης και της αποτροπής κινδύνων παράνομων ενεργειών. Σε οποιαδήποτε περίπτωση, δεδομένου του μικρού αριθμητικού μεγέθους των δειγμάτων μας, όπως και των δυσχερειών που αντιμετωπίσαμε κατά τη συλλογή των δεδομένων, δεν ήταν εφικτές οι συσχετίσεις ανάμεσα σε άλλους παράγοντες, όπως το μέγεθος ή την αξία των αντικειμένων με τις παράνομες ενέργειες που συνήθως συμβαίνουν στα μουσεία και στους αρχαιολογικούς χώρους.
5. Σημαντικές Όψεις της Συγκριτικής Διερεύνησης των Δεδομένων
Τα δεδομένα της προηγούμενης έρευνας είχαν συλλεγεί το 1999, στο πλαίσιο προπτυχιακού μαθήματος, από φοιτητές που εργάστηκαν σε εθελοντική βάση και το δείγμα ήταν βολικό (convenience), αποτελούμενο από 22 ερωτώμενους, ενώ, στην παρούσα έρευνα είναι τυχαίο, αξιώνει αντιπροσωπευτικότητα, και επίσης, περιλαμβάνει περισσότερους ερωτώμενους (27)[34]. Ωστόσο, στην προηγούμενη έρευνα, είχαν περιληφθεί και οι αρχαιολογικοί χώροι, πράγμα που δεν κατέστη εφικτό, υπό τις συνθήκες διεξαγωγής της έρευνας του 2013, και επίσης, σημαντικό πλεονέκτημα της προηγούμενης έρευνας, σε σχέση με την παρούσα, ήταν η επί τόπου παρουσία του ερευνητή στο μουσείο ή στον αρχαιολογικό χώρο, όπου εργαζόταν ο ερωτώμενος φύλακας. Παρά τις δυσχέρειες αυτές, προβήκαμε σε αδρές συγκριτικές εκτιμήσεις, για δύο κυρίως λόγους: Ο πρώτος είναι το γεγονός ότι η δομή και οι περισσότερες ερωτήσεις του τότε ερευνητικού μας μέσου (1999) συμπίπτουν με εκείνες της παρούσας έρευνας. Ο δεύτερος και κυριότερος είναι ότι το ερωτηματολόγιο περιλαμβάνει, ούτως ή άλλως, και στην τρίτη φάση του έργου (2013), ερωτήσεις για όλη την επικράτεια, οι οποίες επικεντρώνονται και σε αρχαιολογικούς χώρους[35]. Μέσω δε των ερωτήσεων αυτών, συγκεντρώσαμε πληροφορίες και στοιχεία για τα διερευνώμενα ζητήματα που μπορούν να καταστούν συγκρίσιμα.
Όπως ήδη αναφέραμε (υπό 4.), στην πρώτη έρευνα (1999) οι παράνομες πράξεις που αναφέρθηκαν ήταν συνολικά περισσότερες από τον αριθμό των μουσείων, ενώ στη δεύτερη (2013) κατά πολύ λιγότερες, όχι μόνο σε απόλυτους αριθμούς, αλλά και σε αναλογία, καθότι το δείγμα ήταν μεγαλύτερο (βλ. και γράφημα 3)[36]. Σε αυτό εκτιμάται ότι διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο η επιτόπια παρουσία των ερευνητών, κατά την πρώτη φάση, και η δια ζώσης διεξαγωγή της συνέντευξης, που ενισχύει την εμπιστοσύνη μεταξύ ερευνητών και ερωτωμένων, σε αντίθεση με την τηλεφωνική επαφή που υποχρεωτικά επελέγη, κατά την τρίτη φάση. Η δια τηλεφώνου επικοινωνία, ενδέχεται να δημιούργησε επιφυλακτικότητα στους ερωτώμενους ως προς την παροχή πληροφοριών, καθώς, ακόμα και αυτοί που μας απάντησαν θετικά, παρουσιάστηκαν εξαιρετικά φειδωλοί και λακωνικοί στις τοποθετήσεις τους και συνήθως δεν μας ανέφεραν,ούτε καν την περίοδο που έλαβαν χώρα τα συμβάντα που περιέγραψαν, επικαλούμενοι κυρίως λόγους ασφαλείας.
ΓΡΑΦΗΜΑ 3
Όσον αφορά τα τεχνικά μέσα προστασίας, διαπιστώνεται ότι η εγκατάσταση συστήματος συναγερμού είναι συνυφασμένη με τη λειτουργία του μουσείου, καθώς το συγκεκριμένο τεχνικό μέσο αναφέρθηκε συνολικά, και στις δύο φάσεις, σε 46 από τις 49 περιπτώσεις. Επίσης, κατά τους ερωτώμενους, ενώ το 1999, περίπου τα μισά μουσεία (10) είχαν σύστημα πυρασφάλειας και άλλα τόσα διέθεταν κλειστό κύκλωμα παρακολούθησης, το 2013, σύστημα πυρασφάλειας υπήρχε στο 74% των μουσείων, ενώ το κλειστό κύκλωμα παρακολούθησης στο 67%. Η ταυτόχρονη λειτουργία και των τριών τεχνικών μέσων διαπιστώθηκε μόνο σε 6 περιπτώσεις (27%) το 1999, ενώ το 2013 στο 44% του συνόλου των μουσείων. Το συμπέρασμα είναι ότι, σε διάστημα 14 ετών, τα μέσα προστασίας ενισχύθηκαν και αυξήθηκαν σημαντικά, τόσο το καθένα ξεχωριστά όσο και οι συνδυασμοί ορισμένων εξ αυτών ή και ο συνδυασμός όλων.Αξιοσημείωτο είναι, άλλωστε, το γεγονός ότι τα μέσα αυτά χρησιμοποιήθηκαν ενίοτε, σε λίγες περιπτώσεις, και για την καταστολή τέλεσης παράνομων πράξεων, όπως προέκυψε και από τις δύο έρευνες. Ειδικότερα, το 1999, αναφέρθηκε τέτοια χρήση σε τρεις περιπτώσεις, ενώ το 2013 μόνο σε δύο, πράγμα που ισοδυναμεί με κατά πολύ μικρότερη ποσοστιαία αναλογία[37]. Πάντως, όπως προκύπτει από το γράφημα 4., και στις δύο φάσεις του έργου, συνηθέστερη είναι η χρήση του συναγερμού και έπεται εκείνη της πυρασφάλειας, της οποίας μάλιστα η χρήση παρουσιάζει μεγάλη αύξηση, από την πρώτη στη δεύτερη φάση (περίπου 30%). Ακολουθεί το κλειστό κύκλωμα παρακολούθησης (αύξηση περίπου 20%), ενώ περιορισμένες είναι οι περιπτώσεις συνδυασμού όλων των μέσων, που όμως, το ποσοστό τους είναι διπλάσιο κατά τη δεύτερη φάση από εκείνο της πρώτης.
ΓΡΑΦΗΜΑ 4
Η θετική συμβολή της τεχνολογικής εξέλιξης στην προστασία των μουσείων υπογραμμίστηκε και στις δύο έρευνες, από τους ερωτώμενους, και μάλιστα, δεν υπήρξε καμία αρνητική απάντηση στη σχετική ερώτηση, κατά την τελευταία φάση (υπό 3.4.2.). Περαιτέρω, αν συνδυαστεί αυτό το δεδομένο με την αναφορά σαφώς λιγότερων παράνομων πράξεων το 2013 από ό,τι το 1999, τότε η άποψη αυτή εμφανίζεται, εκ πρώτης όψεως, ενισχυμένη[38]. Τέλος, ιδιαίτερα αυξημένο εμφανίζεται το 2013, το ποσοστό εκείνων που θεωρούν τα εκτεθειμένα σε ανοικτό χώρο αντικείμενα, ως ευάλωτα (18%), σε σχέση με εκείνο του 1999 (4%), ενώ το ποσοστό εκείνων που θεωρούν τη φύλαξη, ως έχει, επαρκή, εμφανίζεται μειωμένο, αναλογικά, κατά το ήμισυ[39]. Τα ευρήματα αυτά δείχνουν μάλλον προς την κατεύθυνση της ζήτησης περισσότερης προστασίας με τεχνικά μέσα, τουλάχιστον για τους ανοικτούς χώρους.
6. Συμπεράσματα και Περιορισμοί της Έρευνας
Συνοψίζοντας, συμπεραίνουμε ότι, σύμφωνα με τις απαντήσεις των ερωτωμένων, έχουν μειωθεί οι παράνομες πράξεις που τελούνται στα μουσεία, ότι τα τεχνικά μέσα προστασίας των μουσείων έχουν αυξηθεί κατά την τελευταία δεκαετία και ότι η οικονομική κρίση δεν μείωσε μεν τα τεχνικά μέσα προστασίας των μουσείων, συνέβαλε ωστόσο, αποφασιστικά, στη μείωση του ανθρώπινου δυναμικού φύλαξης. Κατά τα άλλα, λίγες είναι οι φορές που χρειάστηκε να ενεργοποιηθεί κάποιο από τα συστήματα προστασίας για την καταστολή παράνομων πράξεων, με ποσοστά που κυμαίνονται κάτω από το 15% και, μάλιστα, στη δεύτερη έρευνα, είναι μειωμένα κατά το ήμισυ. Η συνεργασία των υπαλλήλων με τις αρμόδιες Αρχές και ειδικότερα, με την Ελληνική Αστυνομία, ως προς την αναφορά των παράνομων πράξεων, παραμένει σταθερή, και στις δύο φάσεις, όμως, επίσης, σταθερή παραμένει και η έλλειψη ανατροφοδότησης των φυλάκων από την Αστυνομία, για τα περιστατικά που οι ίδιοι κατήγγειλαν και, συγκεκριμένα, η γνώση τους για το πώς αξιολογήθηκαν από τις Αρχές.
Τα συμπεράσματα αυτά, ωστόσο, δεν συνάγονται αβίαστα, καθότι αντιμετωπίσαμε πολλές δυσχέρειες για την πραγματοποίηση της έρευνάς μας. Ένα σημαντικό πρόβλημα υπήρξε η διστακτικότητα ή ακόμη και η άρνηση, σε πολλές περιπτώσεις, των αρμοδίων και υπαλλήλων των μουσείων, να συνεργαστούν μαζί μας, και των ερωτωμένων να απαντήσουν σε καίρια ερωτήματα ή να δώσουν πλήρεις απαντήσεις. Ειδικότερα, όπως ήταν αναμενόμενο, οι ερωτώμενοι έδωσαν πιο διεξοδικές απαντήσεις σε ζητήματα που αφορούν τον χώρο φύλαξης, όπου ασκούν τα καθήκοντα τους, και εμφανίστηκαν διστακτικοί ή απέφυγαν ν΄ απαντήσουν σε ερωτήσεις που αφορούν γενικά τη φύλαξη των αρχαιοτήτων στη χώρα μας[40]. Εμφανίστηκαν, επίσης, επιφυλακτικοί και διστακτικοί στο να παράσχουν πληροφορίες, όσον αφορά ζητήματα, όπως η επίδραση της οικονομικής κρίσης στη φύλαξη των αρχαιοτήτων. Εκείνοι, άλλωστε, οι οποίοι εκτίμησαν την προστασία των μουσείων ως ανεπαρκή, δεν προσδιόρισαν περαιτέρω την εστία του προβλήματος.
Το είδος των ερωτήσεων, το επίπεδο των γνώσεων των ερωτωμένων ή η έλλειψη σφαιρικής αντίληψης ορισμένων από αυτούς για τα εκάστοτε ζητήματα, μπορεί να είναι μερικοί από τους λόγους, για τους οποίους δεν απαντήθηκαν ή ήταν ελλιπείς οι απαντήσεις σε ορισμένες, σημαντικές για την έρευνα, ερωτήσεις. Εντούτοις, εδώ θα πρέπει να συνεκτιμηθούν και άλλοι λόγοι, που εξηγούν τη διστακτικότητα ή και τη σιωπή των υπευθύνων των μουσείων ή των ερωτωμένων, λόγοι δηλαδή, που ανάγονται στη δεδομένη συγκυρία, κατά την οποία έχει καταστεί απαιτητή η μείωση προσωπικού στο δημόσιο τομέα εν γένει. Η διστακτικότητα ή η άρνηση αυτή μπορεί να οφείλεται, όπως προαναφέραμε (υπό 3.4.), στον φόβο του ερωτώμενου υπαλλήλου για έλεγχο από τους προϊσταμένους του, με αρνητικές επιπτώσεις για την επαγγελματική του απασχόληση και σταδιοδρομία. Σε οποιαδήποτε περίπτωση, η κατάσταση αυτή μπορεί να συνεπάγεται επιπρόσθετα προβλήματα εγκυρότητας των δεδομένων της έρευνας και ανεπίδεκτα ελέγχου.
Το συναίσθημα όμως του φόβου αυτού, δεν εξηγεί το έλλειμα συνεργασίας των διωκτικών αρχών και του προσωπικού φύλαξης, που προκύπτει από τα δεδομένα μας, το οποίο έχει τη μορφή, κυρίως, της έλλειψης ανατροφοδότησης του προσωπικού φύλαξης των μουσείων, με πληροφόρηση εκ μέρους των διωκτικών αρχών. Μπορεί δε, το έλλειμα αυτό, να ερμηνευθεί και ως αμφισβήτηση ή δυσπιστία των μεν απέναντι στους δε –κυρίως των δεύτερων απέναντι στους πρώτους[41]. Αν μάλιστα, αναλογιστεί κανείς τα όσα εξαρχής αναφέρθηκαν, στην παρούσα μελέτη, εξ αφορμής της απεικόνισης του Παρθενώνα[42], τότε η δυσπιστία αυτή μπορεί να θεωρηθεί και ως δηλωτική ενός, εκ των πραγμάτων διαμορφωμένου «ελλείματος οικείωσης» των πολιτιστικών αγαθών και των μνημείων, ακόμη και από εκείνους που είναι άμεσα υπεύθυνοι για την προστασία τους[43].
7. Επίλογος
Από την προβληματική που αναπτύξαμε παραπάνω, διαφαίνεται η αναγκαιότητα και η σπουδαιότητα της πρόληψης παράνομων πράξεων, που στρέφονται κατά της πολιτισμικής μας κληρονομιάς, τουλάχιστον, όσον αφορά τις αρχαιότητες και τα πολιτιστικά αγαθά των μουσείων, στα οποία εστιάζει η παρούσα έρευνα. Ο ορθότερος δε τρόπος λήψης μέτρων αποτροπής τέτοιων εγκλημάτων είναι, και σύμφωνα με τα ευρήματά μας, ο συνδυασμός των τεχνικών μέσων προστασίας με έμπειρο και καταρτισμένο προσωπικό φύλαξης, ώστε να αποφεύγονται περιστατικά, όπως αυτό που συνέβη σχετικά πρόσφατα, στο Βυζαντινό Μουσείο[44].
Παράλληλα, ωστόσο, θα πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι, τόσο ως πολίτες όσο και ως Πολιτεία, έχουμε ιδιαίτερα αυξημένη υποχρέωση προστασίας των πολιτιστικών αγαθών και για τον λόγο ότι τα αγαθά αυτά, σε καμία περίπτωση, δεν μας ανήκουν. Απλώς, τα διαχειρίζονται προσωρινά, τα εντεταλμένα από εμάς, τους πολίτες, όργανα της Πολιτείας, ως μια ιδιότυπη παρακαταθήκη, κληροδοτούμενη από γενιά σε γενιά και, επομένως, οι αρμόδιοι οφείλουν να τα παραδίδουν ακέραια και, με την καλύτερη δυνατή προστασία από παράνομες ενέργειες, κάθε είδους. Κυρίως, όμως, τα πολιτιστικά αγαθά και ιδίως, τα μνημεία, μας ανήκουν, υπό την έννοια της οικείωσης (οἰκειώσεως), όπως την περιγράψαμε εξαρχής, παραπάνω, και θα έπρεπε να τα αισθανόμαστε δικά μας, έτσι ώστε όλοι μας, ως πολίτες της Ελλάδας, να τα προστατεύουμε, και να θεωρούμε τον εαυτό μας συνυπεύθυνο για τις ενδεχόμενες φθορές ή καταστροφές τους[45].
[1] Η λήψη της φωτογραφίας έγινε το 1938 και απεικονίζει τα παιδιά της 4ης γυμνασίου ενός δημόσιου σχολείου αρρένων του Πειραιά. Οι καθηγητές τούς πήγαν στην Ακρόπολη για να δουν το Μνημείο, από κοντά, έτσι ώστε να μπουν, σε μια «διαδικασία οικείωσης με το Μνημείο και τον αρχαιοελληνικό πολιτισμό». Η λέξη-κλειδί, εδώ, είναι η λέξη οἰκείωσις, η οποία απαντάται στην αρχαία πολιτική φιλοσοφία και γραμματεία, ελληνική και ρωμαϊκή. Ο Jacob Klein(“The Stoic Argument from oikeiōsis”, αναδημοσίευση σε Oxford Studies in Ancient Philosophy, 50, 2016, σελ. 143-200), παραφράζοντας τον Striker, αναφέρει ότι οἰκείωσις σημαίνει την οικειοποίηση ενός πράγματος από κάποιον, υπό την έννοια ότι αυτός αναγνωρίζει την αξία του και αποδέχεται, μετά ευχαριστήσεως, ότι του ανήκει. Προσθέτει δε ότι καμία αγγλική λέξη δεν μπορεί να καλύψει την πολύπλοκη σημασία που απέδιδαν οι Στωικοί στον όρο αυτό, οι δε συναφείς έννοιες «οικειοποίηση» (“appropriation”) και «προσανατολισμός» (“orientation”) αποτυχαίνουν να αποδώσουν την αναγνώριση της προσωπικής σχέσης με το οικειοποιούμενο αντικείμενο, που εκφράζουν οι Έλληνες. Ο Kleinπροκρίνει μάλλον την απόδοση του όρου στα αγγλικά ως “appropriation”, καθώς, μεταξύ άλλων, ο όρος αυτός διατηρεί, κατά την άποψή του, και τη σύνδεση μεταξύ της οικείωσης και της «προσήκουσας» (appropriate) πράξης (καθήκοντος), που εννοούν οι Στωικοί (σελ. 150, υποσημ. 14). Επίσης, αναφέρει ότι, στα ελληνικά, ο όρος «ἀλλότριον» είναι ο αντίθετος του όρου «οἰκεῖον» και ο όρος «ἀλλοτρίωσις» (alienation, estrangement) ισοδυναμεί με το αντίστοιχο ρηματικό ουσιαστικό (αυτόθι) και, ως εκ τούτου, στον αντίποδα της οικειώσεως, μπορεί να τοποθετηθεί η έννοια της αλλοτριώσεως. Η προέλευση άλλωστε, των όρων «οικείος» και «αλλότριος», κατά ορισμένη εκτίμηση, ανήκει στον Πλάτωνα (βλ. Ελένη Καραμπατζάκη-Περδίκη, Ο Ποσειδώνιος και η Αρχαία Στοά. Συμβολή στη μελέτη της στωικής φιλοσοφίας, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, Ιωάννινα, 1998, σελ. 211-212 και 214, υποσημ. 1). Έτσι, η διαχρονικότητα και πολυσημία της έννοιας της οἰκειώσεως, μας επιτρέπει να αποδώσουμε την παθητική της σημασία ως το να αισθάνεται κανείς ότι «κάτι» είναι δικό του, υπό την έννοια, όμως, ότι συνυπάρχει και «συγκατοικεί» μαζί του και παράλληλα, αυτό το «κάτι», εν προκειμένω, το Μνημείο, τον υπερβαίνει και, επομένως, θέλει να το προστατεύσει, έτσι ώστε να υπάρχει και μετά από αυτόν.
[2] Βλ. εκτενή επισκόπηση εγκλημάτων κατά και περί των αρχαιοτήτων από τους Nikos Passas & Blythe Bowman Proulx“Overview of Crimes and Antiquities” σε Stefano Manacorda & Duncan Chappell (ed.), Crime in the Art and Antiquities World: Illegal Trafficking in Cultural Property, Springer, New York Dordrecht, Heidelberg, London, 2011, σελ. 51-67 (ιδίως, σελ. 54 επ.).
[3] Ιδιαίτερη αναφορά γίνεται στη λεηλασία του Εθνικού Μουσείου του Ιράκ, στη Βαγδάτη, το 2003, κατά τη διάρκειατης αμερικανικής εισβολής (βλ. για τη λεηλασία αυτή, Mathew Bogdanos “Thieves of Bagdad: The Global Traffic in Stolen Iraqi Antiquities” σε Stefano Manacorda & Duncan Chappell (ed.), ό.π. σελ. 143-171). Χαρακτηριστικά, ο Bogdanos αναφέρει ότι «πρόκειται για ένα από τα μεγαλύτερα εγκλήματα κατά έργων τέχνης της πρόσφατης μνήμης» (σελ. 143), θέτει το ερώτημα γιατί οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν έκαναν «κάτι περισσότερο» για τη φύλαξη του Μουσείου (σελ. 144-145) και περιγράφει διεξοδικά τη λεηλασία του και την αποτυχία φύλαξής του από τις συμμαχικές δυνάμεις (ιδιαίτερα, σελ. 144-152).
[4] Στον νόμο 3028/2002 «Για την προστασία των Αρχαιοτήτων και εν γένει της Πολιτιστικής Κληρονομιάς», γίνεται λόγος για «πολιτιστική κληρονομιά» και «πολιτιστικά «αγαθά». Για τις ανάγκες όμως της παρούσας μελέτης – στην οποία δεν έχουν συμπεριληφθεί λ.χ. τα λαογραφικά μουσεία, για τεχνικούς λόγους και, ως εκ τούτου, επικεντρώνεται κυρίως σε μουσεία με αρχαιότητες – αποδίδουμε τον πρώτο όρο, στο κείμενο, ως «πολιτισμική κληρονομιά», χωρίς να τοποθετηθούμε στο ζήτημα της ορολογίας, καθότι, άλλωστε, χρησιμοποιούνται και οι δύο όροι (για τη λεπτή διαφορά των όρων, βλ. ενδεικτικά σε Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Αθήνα, 2000, σελ. 1458).
[5] Βλ. και πρώτη, σχετική με την παρούσα έρευνα, δημοσίευση των Μαρίας Π. Κρανιδιώτη, Ευάγγελου Δ. Σπινέλλη & Διονύσιου Ν. Χιόνη «Tα μουσεία και η προστασία τους από παράνομες και εγκληματικές ενέργειες: Μια διερεύνηση, με πρωτογενή στοιχεία, σε επίπεδο ελληνικής επικράτειας» σε Έφης Λαμπροπούλου, Στέλλας Παπαμιχαήλ και Παναγιώτη Σχίζα (επιμ.), Σύγχρονες Τάσεις Αντεγκληματικής Πολιτικής, Τιμητικός Τόμος για τον Ομότιμο Καθηγητή Αντώνη Μαγγανά,εκδόσεις Παπαζήση, 2018, σελ. 260-285 (σε ηλεκτρονική μορφή).
[6] To πρόγραμμα χρηματοδοτήθηκε από τον Ειδικό Λογαριασμό Κονδυλίων Έρευνας του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών και επιστημονική υπεύθυνη του συγκεκριμένου έργου, ήταν η πρώτη εκ των συγγραφέων της παρούσας μελέτης, Μαρία Π. Κρανιδιώτη, η οποία σχεδίασε και οργάνωσε τη διεξαγωγή των ερευνών και στις τρεις φάσεις του έργου: 1η 1999–2001, 2η 2004-2006 και 3η 2007-2013. Οι επιμέρους έρευνες πραγματοποιήθηκαν με ποικίλες μεθόδους, όπως και, ενίοτε, με τριγωνοποίηση των πηγών άντλησης δεδομένων.
[7] Πρόκειται για έρευνα με πρωτογενή δεδομένα, που χαρακτηρίζεται ως περιγραφική, σύμφωνα με τη διάκριση των ερευνών, ανάλογα με τον σκοπό τους, σε διερευνητικές, περιγραφικές, επεξηγητικές και αξιολόγησης (σχετικά, βλ. Κ. Δ. Σπινέλλη, Εγκληματολογία. Σύγχρονες και παλαιότερες κατευθύνσεις, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 2014, σελ. 148 επ., 150 και 155-156).
[8] Βλ. διεξοδικότερα στη μελέτη των Καλλιόπης Δ. Σπινέλλη & Μαρίας Π. Κρανιδιώτη «Κανόνες δεοντολογίας για τους Έλληνες εγκληματολόγους: Πρόταγμα του 21ου αιώνα;»/παράρτημα με σχέδιο κώδικα δεοντολογίας σε Μαρίας Π. Κρανιδιώτη (επιμ.), Εγκληματολογία και Ευρωπαϊκή Αντεγκληματική Πολιτική, Προσφορά Τιμής στην Αγλαϊα Τσήτσουρα, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2009, σελ. 549-589, ιδιαίτερα, σελ. 562 επ.
[9] Η φόρμα ενημερωμένης συναίνεσης περιλαμβάνεται στη δημοσίευσή των Κρανιδιώτη, Σπινέλλη & Χιόνη, σε Λαμπροπούλου και συν., ό.π., Β΄ παράρτημα, σελ. 284-285.
[10] Τα δεδομένα των δύο φάσεων θεωρήθηκαν συγκρίσιμα για λόγους που περιγράφονται παρακάτω, στο κείμενο, στην ενότητα 5., το δε ερωτηματολόγιο της δεύτερης φάσης περιλαμβάνεται στη δημοσίευσή των Κρανιδιώτη, Σπινέλλη & Χιόνη σε Λαμπροπούλου και συν. ό.π., Α΄ παράρτημα, σελ. 278-284.
[11] Ο Εθνικός Οργανισμός Πιστοποίησης Προσόντων και Επαγγελματικού Προσανατολισμού ιδρύθηκε με τον ν. 3879/2010 και είναι αποκλειστικά αρμόδιος για την πιστοποίηση των επαγγελματιών της ειδικότητας «Ιδιωτικό Προσωπικό Ασφάλειας». Για την πιστοποίηση επαγγελματικών προσόντων του προσωπικού αυτού, βλ. και ν. 2518/1997, Ν 3707/2008 και Ν 4218/2013.
[12] Ενδεικτικά βλ. τις προκηρύξεις με αριθμό ΑΔΑ Β41ΩΓ-ΥΧΒ, ΣΟΧ 2/2012, (http://digitallibrary.yppo.gr/Pages/itemview_culture.aspx?documentID=100935) και ΑΔΑ ΒΕΝ0Γ-ΥΒ6, ΣΟΧ 2/2013, (https://pste.gov.gr/2-2013/).
[13] Η τελευταία συνέντευξη ελήφθη την 29/7/2013. Την εποπτεία της συλλογής των δεδομένων, στη φάση αυτή, την είχε ο δεύτερος εκ των συγγραφέων της παρούσας μελέτης, Διονύσης Ν. Χιόνης, ενώ, κατά την πρώτη φάση της έρευνας (1999), την είχε ο τότε Ειδικός Μεταπτυχιακός Υπότροφος της Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ και νυν Επίκουρος Καθηγητής ΔΠΘ, Νίκος Π. Κουλούρης. Στην ερευνητική ομάδα συμμετείχαν, επίσης, ο Ευάγγελος Δ. Σπινέλλης, Dr. Jur. Πανεπιστημίου Osnabrück, τακτικός Καθηγητής στη ΣΑΕΑ & τ. Επισκέπτης Καθηγητής του Διεθνούς Πανεπιστημίου Ελλάδος – Θεσσαλονίκη, η Αθηνά Κουφού, ΜΑ in Criminology-Security-Intelligence, Πανεπιστήμιο Sapienza Ρώμης, η Αικατερίνη Ρομποτή, Msc. in Forensic Science, Πανεπιστήμιο Pace Νέας Υόρκης, η Λήδα Καλλιαροπούλου, ΜΔΕ Τομέα Ποινικών Επιστημών, Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ, και οι τρεις προπτυχιακές τότε φοιτήτριες της Νομικής Σχολής, Γεωργία Ζάχου, Ευγενία Κορδού και Κατερίνα Παπαθεοδώρου.
[14] http://odysseus.culture.gr/h/1/gh110.jsp.
[15] Εξ αφορμής αυτών των δυσχερειών, υπενθυμίζεται ότι η συλλογή των δεδομένων έγινε εν μέσω οικονομικής κρίσης και, ίσως, και κατά την πλέον επώδυνη περίοδο της κρίσης αυτής στην Ελλάδα (2012-2013).
[16] Με βάση, δηλαδή, τη γενική θεωρία για τη σχέση πληθυσμού και δείγματος στην επιστήμη της στατιστικής (ενδεικτικά βλ. Κ. Ζαφειρόπουλου, Πώς γίνεται μια επιστημονική εργασία; Επιστημονική έρευνα και συγγραφή εργασιών, εκδ. Κριτική, 2005: https://static.eudoxus.gr/books/65/chapter-11765.pdf, σελ. 126 και 128-9).
[17] Σχετικά με το είδος του ερωτηματολογίου, τον τύπο των ερωτήσεων και τις συνεντεύξεις, ενδεικτικά, βλ. σε Καλλιόπης Δ. Σπινέλλη, Νέστορα Ε Κουράκη & Μαρίας Π. Κρανιδιώτη (επιμ), Λεξικό Εγκληματολογίας, εκδ. Τόπος, Αθήνα, 2018, λήμματα Ιωάννας Γουσέτη «Ερωτηματολόγιο», σελ. 518-521, Ιωάννας Φραγκούλη – Παπαντωνίου «Συλλογή Δεδομένων», σελ. 985-990 και Καλλιρρόης-Ηρούς Σαγκουνίδου- Δασκαλάκη «Συνέντευξη, δομημένη/ ημιδομημένη», σελ. 1007-2011.
[18] Η ερώτηση 15 είναι ανοιχτή και πολύ γενική, καθότι ζητήθηκε από τους ερωτώμενους να αναφέρουν οποιαδήποτε σημαντική πληροφορία θυμηθούν, σχετική με τα ζητήματα για τα οποία είχαν ερωτηθεί προηγουμένως (φύλαξη των μουσείων, παράνομες ενέργειες μέσα στον χώρο τους, συνεργασία με την αστυνομία κ.ο.κ.).
[19] Η επεξεργασία τους πραγματοποιήθηκε από τον δεύτερο εκ των συγγραφέων της παρούσας μελέτης, Διονύση Ν. Χιόνη.
[20] Όλοι οι απόφοιτοι πανεπιστημιακής σχολής Αρχαιολογίας είχαν προϋπηρεσία ως αρχαιολόγοι, οι τέσσερεις δε εκ των πέντε, άνω των 11 ετών.
[21] Μόνο οι 9, δηλαδή, από τους 22, είτε δεν είχαν καμία πείρα στο χώρο της φύλαξης είτε είχαν λιγότερη των ‘ένδεκα ετών.
[22] Οι ενέργειες αυτές, ενδεχομένως, εντάχθηκαν στην κατηγορία «διαρρήξεις» της αστυνομικής στατιστικής, από τη σκοπιά δε του Ποινικού Δικαίου, θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως προπαρασκευαστικές πράξεις ή απόπειρα κλοπής (βλ. ενδεικτικά Γ. Μπουρμά «Υπαναχώρηση και έμπρακτη μετάνοια» σε Α. Χαραλαμπάκη (επιμ.), Ποινικός Κώδικας. Ερμηνεία κατ’ άρθρο, Τόμος 1, εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 2014, σελ. 468 επ., όπου και περαιτέρω αναλυτικές παραπομπές και επίσης, για την απόπειρα γενικά, άρθρα 42, 43 και 44 ΠΚ).
[23] Για την άλλη, δεν λάβαμε απάντηση από τον ερωτώμενο.
[24] Η αντίστοιχη ερώτηση είναι ανοικτή (7η - βλ. Κρανιδιώτη, Σπινέλλη & Χιόνη ό.π., Α΄ παράρτημα, σελ. 282), επομένως, οι χαρακτηρισμοί αυτοί προκύπτουν κατόπιν επεξεργασίας των δεδομένων και ομαδοποίησης των απαντήσεων από τους ερευνητές.
[25] Το ένα περιστατικό συνέβη το 2011 και αναφέρθηκε στην Αστυνομία, για το άλλο, ωστόσο, ο φύλακας δεν θέλησε να δώσει περισσότερες πληροφορίες.
[26] Συγκεκριμένα, δήλωσε το εξής: «Προσπαθούμε να έχουμε αποτέλεσμα και να συγχρονιζόμαστε με την “αγορά του εγκλήματος”».
[27] Το προσδοκώμενο, εν προκειμένω, ήταν να εμπέσουν οι περισσότερες απαντήσεις στην πρώτη κατηγορία («πολύ αποτελεσματικά»), πράγμα που δεν συνέβη.
[28] Εδώ, δεν λάβαμε απαντήσεις που να προσδιορίζουν ειδικότερα το χρονικό πλαίσιο, ούτε και για το εύρος ή την ένταση της κλίμακας μείωσης του προσωπικού.
[29] Πρόκειται για απάντηση που λάβαμε από έναν μόνο ερωτώμενο.
[30] Χαρακτηριστική δε είναι η φράση ερωτώμενου ότι «τα μηχανήματα δεν αρκούν».
[31] Αρκετοί άλλωστε από τους ερωτώμενους αυτούς, δήλωσαν, χωρίς να ερωτηθούν επί τούτου, ότι η επάρκεια της φύλαξης είναι και ο λόγος για τον οποίο θεωρούν τα αντικείμενα μη ευάλωτα.
[32] Το ποσοστό, δηλαδή, όσων θεωρούν τη φύλαξη αυτή επαρκή, μειώθηκε κατά το ήμισυ.
[33] Αύξηση από 4% σε 18%, βάσει των απαντήσεων.
[34] Ειδικότερα, το έργο περιλάμβανε τόσο κατά την αρχική, όσο και κατά τις μεταγενέστερες φάσεις του και άλλα, εν μέρει αυτοτελή ερευνητικά υπο-έργα (λχ. έρευνα σε αρχεία της Αστυνομίας, μελέτη ατομικών περιπτώσεων μέσα από δικαστικές αποφάσεις κ.α.). Πραγματοποιήθηκε δε, σε όλες τις φάσεις του, με την υποστήριξη του υλικοτεχνικού εξοπλισμού του Εργαστηρίου Ποινικών και Εγκληματολογικών Ερευνών και με ειδική σύμβουλο, την τότε Αναπληρώτρια Διευθύντρια του Εργαστηρίου, Καθηγήτρια Καλλιόπη Δ. Σπινέλλη.
[35] Από εν μέρει αυτοτελές υπο-έργο του προγράμματος, το οποίο πραγματοποιήθηκε κατά την τρίτη και τελική φάση, προέκυψε και η μελέτη των Μαρίας Π. Κρανιδιώτη & Αθηνάς Κουφού, «Επαναπατρισμός αρχαιοτήτων: Πορίσματα μιας εγκληματολογικής διερεύνησης» σε Βασιλικής Λεονταρίτου, Καλλιόπης Α. Μπουρδάρα και Ελευθερίας Σπ. Παπαγιάννη (επιμ.), ΑΝΤΙΚΗΝΣΩΡ. Τιμητικός Τόμος Σπύρου Ν. Τρωιάνου, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα, 2013, σελ. 777-789. Τα δεδομένα ωστόσο της μελέτης αυτής δεν παρουσιάζονται εδώ, καθότι δεν είναι συγκρίσιμα με εκείνα της προηγούμενης φάσης.
[36] Στην πρώτη έρευνα τα μουσεία και οι αρχαιολογικοί χώροι ήταν 22 και στη δεύτερη 27, οι δε παράνομες ενέργειες ήταν 27 στην πρώτη και 10 στη δεύτερη. Επομένως, κατά την πρώτη φάση αντιστοιχούν τρεις σχεδόν πράξεις σε κάθε μουσείο ή αρχαιολογικό χώρο (2.7), ενώ κατά τη δεύτερη, δεν αντιστοιχεί εξολοκλήρου, ούτε μία πράξη, σε κάθε μουσείο (0.85).
[37] Συγκεκριμένα, κατά την πρώτη φάση, η χρήση των μέσων για την καταστολή αναφέρθηκε από τους ερωτώμενους σε ποσοστό 13,6% (επί συνόλου 22 μουσείων και αρχαιολογικών χώρων) ενώ, κατά τη δεύτερη, σε ποσοστό 7,4% (επί συνόλου 27 μουσείων).
[38] Ωστόσο, με επιφύλαξη -βλ. και αμέσως παρακάτω, υπό 6.
[39] Ποσοστό 30,5% το 1999 και 15% το 2013 αντίστοιχα.
[40] Πιθανώς, να ήθελαν να αποφύγουν και τη συζήτηση για το ευαίσθητο και επίμαχο ζήτημα των επαναπατρισμών πολιτιστικών αγαθών, που είναι σημαίνον για την Ελλάδα και ήταν, εκείνη την εποχή, κυρίαρχο στα δημοσιεύματα του διεθνούς τύπου (σχετικά, βλ. Κρανιδιώτη & Κουφού, «Επαναπατρισμός αρχαιοτήτων …», ό.π. σελ. 777 επ.).
[41] Αν και, είναι πιθανό επίσης, η έλλειψη ανατροφοδότησης να έχει, υπό μια έννοια, να ισχύει και αντιστρόφως, καθότι, ενδέχεται, ορισμένοι φύλακες να γνώριζαν περιστατικά, τα οποία δεν ανέφεραν, ούτε στην αστυνομία, ούτε και στους ερευνητές.
[42] Βλ. στην υποσημείωση 1 του παρόντος κειμένου. Επίσης, βλ. τη γενικότερη επισκόπηση της έννοιας της οικείωσης στη στωική φιλοσοφία, από την Καραμπατζάκη-Περδίκη, Ο Ποσειδώνιος και η Αρχαία Στοά, ό.π., σελ. 101-102, 126-127, ιδίως 212 επ.
[43] Η Καραμπατζάκη-Περδίκη, ό.π., εξ αφορμής ανάλογων θέσεων του Adam Smith με εκείνες του Στοβαίου για την κοινωνικότητα, η οποία αποτελεί, κατά τον δεύτερο, “οικείο” χαρακτηριστικό του ανθρώπινου είδους, παραθέτει απόσπασμα από το έργο του πρώτου, The Theory of Moral Sentiments: “Ο σοφός και ενάρετος σ΄ όλες τις εποχές είναι πρόθυμος να θυσιάσει το ατομικό του συμφέρον στο κοινό συμφέρον της δικής του κοινωνίας” (σελ. 215-216, υποσημ. 2). Η προσδοκία δηλαδή εδώ θα ήταν, να υπάρχει κάποιας μορφής αμφίδρομη σχέση επικοινωνίας και συναντίληψης των διωκτικών αρχών με το προσωπικό φύλαξης των μουσείων, χάριν του κοινού συμφέροντος.
[44] Ενδεικτικά βλ. Κατερίνα Λυμπεροπούλου, Το χρονικό του απίστευτου βανδαλισμού στο Βυζαντινό Μουσείο, http://www.thetoc.gr/politismos/article/to-xroniko-tou-apisteutou-bandalismou-sto-buzantino-mouseio. Η Λυμπεροπούλου αφηγείται το επί μιάμιση ώρα «ράντισμα» πολλών εκθεμάτων του Βυζαντινού Μουσείου με baby oil, αναμεμειγμένο με παραφίνη, από δύο επισκέπτριες, χωρίς να αντιδράσουν σχεδόν καθόλου, οι 26 του φύλακες.
[45] Χαρακτηριστικά, η Καραμπατζάκη-Περδίκη, ό.π., αναφέρει ότι, κατά τον Görgenmanns, υπάρχουν δύο πλευρές της οικείωσης στη στωική φιλοσοφία, μια “προσωπική” και μια “κοινωνική”. Σε κοινωνικό δε επίπεδο, η οικείωση μετατρέπεται στη συναίσθηση της σχέσης προς τους απογόνους (σελ. 215, υποσημ. 1, έμφαση δική μας).