ΤΕΥΧΟΣ #8 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ 2019

...και οι εταιρίες ενέχουν ποινική ευθύνη;

Ελευθέριος Πλιάτσικας
Το Μάρτιο του όχι  και τόσο μακρινού 1987 το επιβατηγό-οχηματαγωγό πλοίο «Herald of free Enterprise» αναχωρεί από το λιμάνι της Zeebrugge στο Βέλγιο με προορισμό το Dover της νοτιοανατολικής Αγγλίας. Κανείς δεν φανταζόταν, ότι λίγα μόλις λεπτά μετά τον απόπλου θα ανατρεπόταν παρασύροντας στο θάνατο 150 επιβάτες και 38 μέλη του πληρώματος. Όπως αποδείχθηκε αργότερα το πλοίο είχε αποπλεύσει έχοντας ανοιχτή την καταπακτή της πλώρης με αποτέλεσμα τεράστιες ποσότητες νερού να εισέλθουν βιαίως και σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα στο εσωτερικό του πλοίου οδηγώντας στη βύθισή του. Υπεύθυνος για το εν λόγω συμβάν θεωρήθηκε αρχικά ένας υπάλληλος, ο οποίος κατά τη στιγμή του απόπλου κοιμόταν στην καμπίνα του αν και ήταν επιφορτισμένος με το κλείσιμο της καταπακτής, ενώ εξίσου υπεύθυνος φέρεται να ήταν και ο υποπλοίαρχος, στα καθήκοντα του οποίου συμπεριλαμβανόταν και ο έλεγχος της μοιραίας καταπακτής, πριν την αναχώρηση του πλοίου από το εκάστοτε λιμάνι. Παρά ταύτα, μετά τον ενδελεχή έλεγχο, που πραγματοποίησε η αγγλική δικαιοσύνη στην πλοιοκτήτρια P&O European Ferries (Dover) Ltd διαπιστώθηκε σωρεία οργανωτικών αδυναμιών, οι οποίες συνίσταντο κυρίως στο ότι αν και ο απόπλους με ανοιχτές τις καταπακτές είχε προ πολλού επισημανθεί (ιδιαίτερα από τη στιγμή, που είχαν υπάρξει και άλλα ναυάγια χωρίς όμως θύματα), η τελευταία δεν έλαβε κανένα αποτρεπτικό μέτρο.

Με αφορμή το τραγικό αυτό γεγονός αβίαστα διερωτάται κανείς, αν ευθύνονται μονάχα τα μέλη του πληρώματος, τα οποία ήταν καθ’ ύλην αρμόδια για τη λειτουργία και τον έλεγχο της καταπακτής ή και η ίδια η εταιρεία. Με άλλα λόγια, τίθεται το εριζόμενο στην ποινική επιστήμη ζήτημα της ποινικής ευθύνης των νομικών προσώπων. Σκοπός, λοιπόν, του παρόντος άρθρου είναι να παρουσιάσει συνοπτικά την θεωρητική έριδα επί του ζητήματος, καθώς και τα αποτελέσματα, που αυτή είχε σε θεωρητικό και νομοθετικό επίπεδο.

1. Θεωρίες περί ποινικής ευθύνης των νομικών προσώπων:

Αναμφισβήτητα τα νομικά πρόσωπα και δη οι επιχειρήσεις διαδραματίζουν σημαίνοντα ρόλο στην παγκόσμια οικονομία. Χαρακτηριστικά, όπως η πολύπλοκη δομή τους, το μέγεθος των διαθέσιμων κεφαλαίων, η απασχόληση μεγάλου αριθμού εργαζομένων αλλά και η δραστηριοποίησή τους σε ευρεία κλίμακα τις καθιστούν περιβάλλον ευεπίφορο για τέλεση αξιοποίνων πράξεων, οι οποίες συχνά έχουν δυσμενή αν όχι καταστροφικά αποτελέσματα. Είναι όμως ποινικά υπόλογο ένα νομικό πρόσωπο;

Το ζήτημα αυτό έχει απασχολήσει το δίκαιο ήδη από τους Ρωμαϊκούς χρόνους, διάστημα κατά το οποίο γινόταν δεκτό το αξίωμα «societas delinquere non potest», σύμφωνα με το οποίο « αποκλείεται η ποινική ευθύνη των νομικών προσώπων καθόσον οι πράξεις τους είναι πράξεις ορισμένων ανθρώπων (των νομίμων εκπροσώπων τους), και οι τελευταίοι υπέχουν τη σχετική ποινική ευθύνη ». Ωστόσο κατά το μεσαίωνα και έως το 18ο αιώνα αναγνωριζόταν στην ηπειρωτική Ευρώπη ευθέως η περί ης ο λόγος ευθύνη και μάλιστα σε σημείο να καταδικάζονται ολόκληρες πόλεις, κοινότητες ή συντεχνίες. Εν τούτοις μετά και την επικράτηση της γαλλικής επανάστασης αποκρούεται εκ νέου η καθιέρωση της ποινικής ευθύνης των νομικών προσώπων, χωρίς ωστόσο να παύσει η γόνιμη αντιπαράθεση επί του ζητήματος.

Ως αποτέλεσμα αυτής εμφανίζεται στο προσκήνιο, υπό της επίδραση και της διδασκαλίας του Feuerbach, η θεωρία του νομικού προσώπου ως πλάσματος δικαίου κυριότεροι υποστηρικτές της οποίας ήταν οι Savigny, Puchta και Windscheid. Υπό αυτή την έποψη το νομικό πρόσωπο δεν διαθέτει δική του βούληση διακρινόμενη από τη βούληση των οργάνων του, δεν έχει την ικανότητα του δικαιοπρακτείν, ενώ συγχρόνως δεν ευθύνεται για τις αδικοπραξίες, πόσω δε μάλλον για τις αξιόποινες πράξεις, που τελούν τα όργανα του. Στον αντίποδα αυτής της θεωρίας διατυπώνεται περί τα τέλη του 19ου αιώνα από τον v. Gierke η θεωρία της πραγματικής συλλογικής προσωπικότητας, η οποία μετεξελίχθηκε σε οργανική θεωρία ή θεωρία του βουλητικού οργάνου. Η εν λόγω θεωρία προσεγγίζει το νομικό πρόσωπο από κοινωνιολογική σκοπιά, το αντιμετωπίζει δε ως κοινωνική πραγματικότητα, γεγονός που του προσδίδει αυτοτελή βούληση, η οποία εκφράζεται από τα επιμέρους όργανα του. Υπό αυτό το πρίσμα το νομικό πρόσωπο έχει την ικανότητα να πράττει και συνεπώς δύναται να δικαιοπρακτεί και να αδικοπρακτεί. Τελικώς η επιστημονική κοινότητα, όσον αφορά ιδιαίτερα τον κεντροευρωπαϊκό χώρο, τάχθηκε υπέρ της μη καθιέρωσης της ποινικής ευθύνης των νομικών προσώπων κυρίως ύστερα από την εισήγηση του Karl Engisch στο 40ο Συνέδριο Γερμανών Νομικών το 1953, όπου υποστήριξε ότι τα νομικά πρόσωπα δεν έχουν την ικανότητα να πράττουν υπό ποινική έννοια, δεν έχουν ικανότητα προς καταλογισμό και κυρίως δεν είναι δεκτικά ποινής.

Παράλληλα με τη θεωρητική αντιπαράθεση, που μόλις αναπτύχθηκε, σκόπιμο είναι να εστιάσουμε και στο χώρο του αγγλοσαξωνικού δικαίου, όπου ενώ αρχικώς δεν αναγνωριζόταν η ποινική ευθύνη των νομικών προσώπων, η κοινωνική πραγματικότητα, η οποία συνοψίζεται στο ξέσπασμα της βιομηχανικής επανάστασης, την ανάπτυξη του σιδηροδρόμου και εν γένει στο γεγονός ότι οι επιχειρήσεις και τα νομικά πρόσωπα άρχισαν να διαδραματίζουν σπουδαίο ρόλο στην κοινωνική και οικονομική ζωή, ανάγκασε τους θεωρητικούς να μεταβάλουν την άποψή τους επί του θέματος.

Ειδικότερα στο αγγλοσαξωνικό δίκαιο δημιουργήθηκαν δύο κυρίαρχες τάσεις. Σύμφωνα με την πρώτη, η οποία ακολουθείται από τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής σε ομοσπονδιακό επίπεδο από την απόφαση, που εξέδωσε το Ανώτατο Δικαστήριο στην υπόθεση της σιδηροδρομικής εταιρείας New York Central & Hudson River Railroad Company και μετά, την ποινική ευθύνη του νομικού προσώπου θεμελιώνει η συμπεριφορά κάθε εξαρτώμενου από αυτό προσώπου (αξιωματούχου ή απλού υπαλλήλου), το οποίο ενεργώντας στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων του προσπορίζει όφελος στο νομικό πρόσωπο παραβιάζοντας τον ποινικό νόμο. Πρόκειται για τη θεωρία της αντιπροσωπευτικής ευθύνης (vicarious liability), η οποία ουσιαστικά εφαρμόζει και στο ποινικό δίκαιο τον κανόνα της αστικής ευθύνης του προστήσαντος.

Κατά την άποψη δε, που ακολουθείται στην Αγγλία, τις χώρες της βρετανικής κοινοπολιτείας καθώς και σε ορισμένες Αμερικανικές Πολιτείες η θεωρία περί αντιπροσωπευτικής ευθύνης της επιχείρησης εφαρμόζεται μόνο στα εγκλήματα αντικειμενικής ευθύνης (strict liability offences), ενώ όσον αφορά τα αδικήματα, η τέλεση των οποίων προϋποθέτει υπαιτιότητα του δράστη (δηλαδή όσον αφορά τα εγκλήματα, που συνιστούν τον  πυρήνα του ποινικού δικαίου), η επιχείρηση καθίσταται ποινικώς υπεύθυνη μόνον εφόσον το έγκλημα τελείται και η υπαιτιότητα συντρέχει σε πρόσωπα, τα οποία « αντιπροσωπεύουν τον ιθύνοντα νου και τη βούληση της επιχείρησης ». Τέτοια πρόσωπα θεωρούνται οι διευθυντές και τα υψηλόβαθμα στελέχη, οι αξιόποινες πράξεις των οποίων δεν καταλογίζονται απλώς στο νομικό πρόσωπο ως πράξεις τρίτων, αλλά γίνεται δεκτό ότι η ίδια η επιχείρηση τελεί το έγκλημα. Πρόκειται για τη θεωρία της ταυτίσεως ή του alter ego, επί τη βάσει της οποίας υψηλόβαθμοι αξιωματούχοι του νομικού προσώπου ταυτίζονται με το ίδιο το νομικό πρόσωπο.

2. Σύγχρονες εξελίξεις:

Παρά ταύτα και ενώ θα έλεγε κανείς, ότι είχαν παγιωθεί οι απόψεις επί του εξεταζόμενου ζητήματος, τα τελευταία χρόνια παρατηρείται μια αξιοσημείωτη μεταστροφή στο χώρο του ηπειρωτικού δικαίου κυρίως για λόγους αντεγκληματικής πολιτικής. Ειδικότερα η επέκταση της δραστηριότητας των επιχειρήσεων σε ολοένα και περισσότερους τομείς, η ραγδαία αύξηση της οικονομικής εγκληματικότητας, οι κίνδυνοι που φέρεται να διατρέχει ο άνθρωπος αλλά και το περιβάλλον από την ανάπτυξη της τεχνολογίας, καθώς και η αδυναμία εντοπισμού των εκάστοτε δραστών-φυσικών αυτουργών μέσα στο πλαίσιο της πολύπλοκης δομής των σύγχρονων επιχειρήσεων ανάγκασαν τους θεωρητικούς του ποινικού δικαίου να επανεξετάσουν την τοποθέτησή τους. Ως εκ τούτου πολλά ευρωπαϊκά κράτη οδηγήθηκαν τελικώς στην αναγνώριση και θέσπιση της ποινικής ευθύνης των νομικών προσώπων με χαρακτηριστικότερα παραδείγματα την Ολλανδία (1976), τη Γαλλία (1994), τη Δανία (1996), το Βέλγιο (1999) και τη Φιλανδία (2000).

Σημαντικός εμφανίζεται και ο ρόλος της διεθνούς κοινότητας, στο πλαίσιο της οποίας καταρτίσθηκαν σημαντικά διεθνή συμβατικά κείμενα προς την κατεύθυνση της αναγνώρισης της ευθύνης των νομικών προσώπων και της επιβολής κυρώσεων κατά αυτών. Στο πλαίσιο, λοιπόν της καταπολέμησης της εγκληματικότητας των επιχειρήσεων, η οποία χαρακτηρίζεται ως ιδιαίτερα επαχθής και κοινωνικά βλαπτική συμπεριφορά, κράτη και διεθνείς οργανισμοί ανέλαβαν πρωτοβουλίες, όπως: η Σύσταση του Συμβουλίου της Ευρώπης για την επανεξέταση των αρχών της ποινικής ευθύνης των νομικών προσώπων ενόψει της προστασίας του περιβάλλοντος (1977), η Σύσταση του Συμβουλίου της Ευρώπης για την επανεξέταση των αρχών της ποινικής ευθύνης των νομικών προσώπων ενόψει του ζητήματος της προστασίας του καταναλωτή (1982), η ειδική Σύσταση περί θεσπίσεως της ποινικής ευθύνης των νομικών προσώπων (1988), η «σύμβαση PIF» της 6ης Ιουλίου 1995 για την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (όπως  συμπληρώνεται από το 1ο, 2ο και 3ο Πρόσθετο Πρωτόκολλο αυτής), η Σύμβαση του ΟΟΣΑ της 17ης Δεκεμβρίου του 1997 για την καταπολέμηση της δωροδοκίας αλλοδαπών δημοσίων υπαλλήλων σε διεθνείς επιχειρηματικές συναλλαγές, η υπ’ αριθμόν 172 Σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης για την ποινική προστασία του περιβάλλοντος (1998) καθώς και η διεθνής σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για την καταστολή της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας(1999).

Τα ανωτέρω διεθνή κείμενα, πολλά από τα οποία έχει κυρώσει και η χώρα μας, σεβόμενα τις νομικές αρχές των συμβαλλομένων κρατών προβλέπουν, ότι σε περίπτωση που ένα νομικό σύστημα δεν αναγνωρίζει την ποινική ευθύνη των νομικών προσώπων, το συμβαλλόμενο κράτος θα εξασφαλίζει ώστε τα νομικά πρόσωπα να υπόκεινται σε αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές μη ποινικές κυρώσεις. Τέτοιες θα μπορούσαν να είναι διοικητικές, χρηματικές ή άλλες κυρώσεις.

Εξέχουσα θέση ανάμεσα στις παραπάνω νομοθετικές προσπάθειες έχει το Corpus Juris, ένα πρότυπο κανονιστικό κείμενο, το οποίο αφορά την ποινική προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε έναν ενιαίο δικαστικό χώρο και το οποίο συντάχθηκε από μία ομάδα ευρωπαίων καθηγητών ποινικού δικαίου κατόπιν εντολής της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Το κείμενο αυτό ουδέποτε ίσχυσε μεν καθεαυτό, προλείανε ωστόσο με τις προβλέψεις του πολλές από τις εν τω μεταξύ επελθούσες εξελίξεις του Ευρωπαϊκού ποινικού δικαίου. Σύμφωνα, λοιπόν, με το άρθρο 13 του Corpus Juris θεμελιώνεται ποινική ευθύνη της ένωσης προσώπων για αδικήματα στρεφόμενα σε βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τα οποία τελούνται προς όφελος και για λογαριασμό της ένωσης προσώπων από όργανο, αντιπρόσωπο ή κάθε πρόσωπο, που ενεργεί επ’ ονόματι της ή διαθέτει αποφασιστική εξουσία κατά νόμον ή εν τοις πράγμασι. Η διαφορά της διάταξης του Corpus Juris σε σύγκριση με άλλες ρυθμίσεις επί του ζητήματος, είναι ότι σε αυτή την περίπτωση η πρόβλεψη της ποινικής ευθύνης των νομικών προσώπων είναι υποχρεωτική.

Μετά τη συνοπτική θεώρηση του ζητήματος της ποινικής ευθύνης των νομικών προσώπων σε διεθνές και ευρωπαϊκό επίπεδο αναγκαία είναι η αναφορά και στο πως αυτό αντιμετωπίστηκε από τον Έλληνα νομοθέτη και τους Έλληνες θεωρητικούς του ποινικού δικαίου.

3. Ελληνική νομοθεσία:

Από την επισκόπηση της ελληνικής ποινικής νομοθεσίας είναι φανερό, ότι ουδέποτε καθιερώθηκε στην Ελλάδα ποινική ευθύνη των νομικών προσώπων. Αποσπασματικά, όμως, σε ορισμένους ειδικούς ποινικούς νόμους προβλεπόταν ότι αν ένα φυσικό πρόσωπο τελέσει αξιόποινη πράξη για λογαριασμό ενός τρίτου προσώπου, φυσικού ή νομικού, τότε το τελευταίο δύναται να κηρυχθεί εις ολόκληρον υπόχρεο για την καταβολή της χρηματικής ποινής, που επεβλήθη στον αυτουργό. Χαρακτηριστική περίπτωση τέτοιας διάταξης αποτελούν το άρθρο 28 παρ. 4 του Ν. 1650/1986 για την προστασία του περιβάλλοντος, όπου ρητά προβλέπεται ότι        «Αν η ρύπανση ή άλλη υποβάθμιση του περιβάλλοντος προέρχεται από τη δραστηριότητα νομικού προσώπου, το δικαστήριο κηρύσσει αστικώς υπεύθυνο εις ολόκληρον για την καταβολή της χρηματικής ποινής και το νομικό πρόσωπο.», καθώς και τα άρθρα 161 και 162 του Εθνικού Τελωνειακού Κώδικα (Ν. 2960/2001) σύμφωνα με τα οποία στην περίπτωση της λαθρεμπορίας είναι δυνατό να κηρυχθεί «αλληλέγγυα συνυπεύθυνος αστικά μετά του καταδικασθέντος για πληρωμή της καταγνωσθείσας χρηματικής ποινής» και ο κύριος ή ο παραλήπτης των λαθραίων εμπορευμάτων, οι ιδιοκτήτες πλοίων και λοιπών μεταφορικών μέσων, καθώς επίσης και οι εταιρείες μεταφορών που διευκόλυναν τη μεταφορά των εμπορευμάτων αυτών. Στις ανωτέρω περιπτώσεις συγκαταλέγονται και τα νομικά πρόσωπα, τα οποία φέρουν μια από τις αναφερθείσες ιδιότητες. Παρά το γεγονός, ότι στις ανωτέρω διατάξεις γίνεται λόγος για εις ολόκληρον αστική ευθύνη του τρίτου φυσικού ή νομικού προσώπου, εν τοις πράγμασι πρόκειται για αμιγώς αντιπροσωπευτική ποινική ευθύνη για αλλότριες πράξεις από τη στιγμή που το φυσικό ή νομικό πρόσωπο προς όφελος και για λογαριασμό του οποίου τελέσθηκε η αξιόποινη πράξη καλείται να καταβάλει τη χρηματική ποινή, στην οποία καταδικάστηκε ο φυσικός αυτουργός του εγκλήματος.

Ακόμη, όπως έχει ήδη αναφερθεί  η Ελλάδα έχει αποτελέσει συμβαλλόμενο μέρος σε διεθνή συμβατικά κείμενα, τα οποία ναι μεν αναγνωρίζουν την ευθύνη των νομικών προσώπων και δημιουργούν την υποχρέωση  πρόβλεψης αποτελεσματικών, αναλογικών και ανατρεπτικών κυρώσεων κατά αυτών, ωστόσο δεν καθιστούν υποχρεωτική την πρόβλεψη ποινικών κυρώσεων. Ως εναλλακτική λύση είναι δυνατή η προσφυγή στο διοικητικό δίκαιο. Έτσι ο Έλληνας νομοθέτης, συνεπής στη μη αναγνώριση της ποινικής ευθύνης των νομικών προσώπων κατέφυγε συχνά στην επιβολή αμιγώς διοικητικών κυρώσεων. Ενδεικτικά παραδείγματα αποτελούν το άρθρο 10 του Ν. 3560/2007, σύμφωνα με το οποίο στην περίπτωση των αξιοποίνων πράξεων της ενεργητικής δωροδοκίας και της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομη δραστηριότητα, που τελούνται προς όφελος και για λογαριασμό νομικού προσώπου πέραν της ποινικής ευθύνης του φυσικού προσώπου, δύναται να επιβληθεί και στο νομικό πρόσωπο «α. διοικητικό πρόστιμο μέχρι του τριπλάσιου της αξίας του οφέλους που επιτεύχθηκε ή επιδιώχθηκε ή β. προσωρινή ή σε περίπτωση υποτροπής οριστική απαγόρευση άσκησης της επιχειρηματικής δραστηριότητας ή γ. πρόσκαιρος ή οριστικός αποκλεισμός από δημόσιες παροχές ή ενισχύσεις.». Εξίσου το άρθρο 41 του Ν. 4251/2004 (όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 10 του Ν. 3875/2010) προβλέπει, ότι σε περίπτωση τέλεσης των προβλεπόμενων στα άρθρα 187 και 187Α ΠΚ αξιοποίνων πράξεων μέσω ή προς όφελος ή για λογαριασμό νομικού προσώπου, τότε κατά του νομικού προσώπου επιβάλλονται διαζευκτικά αντίστοιχες με τις προαναφερθείσες διοικητικές κυρίως κυρώσεις.

Έπειτα, λοιπόν, από επισκόπηση και άλλων συναφών διατάξεων καθίσταται πλέον σαφής ο προσανατολισμός του Έλληνα νομοθέτη στην επιβολή αμιγώς διοικητικών κυρώσεων, όπως τα διοικητικά πρόστιμα, ο αποκλεισμός από δημόσιες παροχές και ενισχύσεις, η προσωρινή ή και οριστική απαγόρευση άσκησης ορισμένης επιχειρηματικής δραστηριότητας, η δικαστική εποπτεία και εσχάτως το προσωρινό ή οριστικό κλείσιμο των εγκαταστάσεων, που χρησιμοποιήθηκαν ως μέσω για την τέλεση των αξιοποίνων πράξεων. Εν τούτοις η επιβολή κυρώσεων διοικητικής κατά βάση φύσεως θα έπρεπε να επαναξιολογηθεί επί τη βάσει του ότι αφενός οι εν λόγω κυρώσεις επιβάλλονται από τη Διοίκηση και όχι από τα Δικαστήρια, γεγονός το οποίο έχει ως αποτέλεσμα την απουσία των εγγυήσεων της ποινικής δίκης, και αφετέρου ότι το ύψος των προβλεπόμενων από τις επιμέρους νομοθετικές διατάξεις και επιβαλλόμενων από τη Διοίκηση κυρώσεων είναι πολλές φορές δυσανάλογο σε σύγκριση με το ύψος της χρηματικής ποινής, που δύναται να επιβάλει ένα ποινικό δικαστήριο.

4. Ελληνική θεωρία:

Παρακολουθώντας κανείς την αντιμετώπιση του υπό κρίση ζητήματος από τη νομοθεσία δεν μπορεί παρά να οδηγηθεί στην αναζήτηση του θεωρητικού υπόβαθρου πάνω στο οποίο αυτή στηρίχτηκε. Σε γενικές γραμμές οι βασικότερες αντιρρήσεις των θεωρητικών του ποινικού δικαίου κατά της καθιέρωσης της ποινικής ευθύνης των νομικών προσώπων συνοψίζονται στο ότι η τελευταία έρχεται σε σύγκρουση με βασικές παραδοχές του δογματικού ποινικού δικαίου, που αφορούν κυρίως την έννοια της πράξης, του καταλογισμού και της ποινής.

Συγκεκριμένα σύμφωνα με τους υποστηρικτές της θεωρίας του νομικού προσώπου ως πλάσματος δικαίου φερόμενοι ως πράττοντες είναι σε κάθε περίπτωση τα φυσικά πρόσωπα, που το εκπροσωπούν, ενώ βάσει της οργανικής θεωρίας το νομικό πρόσωπο έχει αυτοτελή ικανότητα προς το πράττειν, ανεξάρτητη από αυτή των οργάνων του. Παρά ταύτα ακόμα και υπό το πρίσμα της οργανικής θεωρίας για την εξωτερίκευση της βούλησης του νομικού προσώπου είναι απαραίτητη η διενέργεια πράξης εκ μέρους ενός φυσικού προσώπου. Με άλλα λόγια πρόκειται για καταλογισμό στο νομικό πρόσωπο αλλότριας πράξης και όχι για αληθή πράξη αυτού. Η αντιμετώπιση της πράξης ενός οργάνου ως πράξη του ίδιου του νομικού προσώπου στηρίζεται σε μια αμιγώς αξιολογική θεώρηση του ζητήματος, η οποία όμως δεν ανταποκρίνεται στην παραδοσιακή αντίληψη του ποινικού δικαίου περί πράξης, η οποία απαιτεί έναν ελάχιστο βαθμό εξωτερικευμένης ανθρώπινης συμπεριφοράς.

Μεγαλύτερα προβλήματα αντιμετωπίζουν οι υπέρμαχοι της καθιέρωσης της ποινικής ευθύνης των νομικών προσώπων όσον αφορά αφενός την έννοια του καταλογισμού και αφετέρου τα επιμέρους στοιχεία αυτού. Ο καταλογισμός εις ενοχή ως μομφή της οργανωμένης κοινωνίας απέναντι στο δράστη μιας αξιόποινης πράξης ενέχει το στοιχείο της αποδοκιμασίας της επιλογής του τελευταίου να ενεργήσει ενάντια στο Δίκαιο, παρά το γεγονός ότι είχε τη δυνατότητα να πράξει διαφορετικά. Τέτοια μομφή, ωστόσο, είναι δυνατό να αποδοθεί μόνον σε φυσικά πρόσωπα και όχι σε επιχειρήσεις,. Τούτο καθίσταται σαφές αν ανατρέξει κανείς στις διάφορες επιμέρους θεωρίες θεμελίωσης της ποινικής ευθύνης των νομικών προσώπων, οι οποίες περιορίζονται στην απόδοση της ενοχής ενός τρίτου προσώπου στην επιχείρηση. Εκτός των ανωτέρω, όμως, δεν συνάδουν με τον πυρήνα της ποινικής ευθύνης των νομικών προσώπων και οι έννοιες του δόλου και της (εσωτερικής) αμέλειας. Και τούτο διότι απαιτείται τέτοια νοητική σχέση μεταξύ της επιλογής του δράστη και της πράξης, η οποία δεν προσιδιάζει στην έννοια του νομικού προσώπου. Χαρακτηριστικό είναι δε το γεγονός ότι οι θεωρίες επί τη βάσει των οποίων θεμελιώνεται η εν λόγω ευθύνη είτε καταλογίζουν στην επιχείρηση το δόλο των οργάνων τους, είτε εγκαταλείπουν εντελώς ως προαπαιτούμενο την συνδρομή υπαιτιότητας (αντικειμενική ευθύνη). Τηρουμένων των αναλογιών τα ίδια ισχύουν και όσον αφορά την εσωτερική αμέλεια, η οποία υπό την έννοια της υποκειμενικής δυνατότητας πρόβλεψης ενός αποτελέσματος, δεν θα μπορούσε σε καμία περίπτωση να αποτελεί εγγενές χαρακτηριστικό ενός νομικού προσώπου.

Το τελευταίο αλλά όχι μικρότερης σημασίας επιχείρημα ενάντια στη θέσπιση της ποινικής ευθύνης των νομικών προσώπων σχετίζεται με την έννοια της ποινής. Κατά τον παραδοσιακό ορισμό η ποινή γίνεται αντιληπτή ως κακό, το οποίο επιβάλλεται στο δράστη ορισμένου εγκλήματος εκ μέρους της έννομης τάξης ως ένδειξη ιδιαίτερης αποδοκιμασίας. Κατά τον Ανδρουλάκη η ιδιαίτερη αυτή αποδοκιμασία εκφράζεται με τη σκληρή μεταχείριση. Η επιβολή της ποινής προκαλεί πόνο στο δράστη και έτσι τον αγγίζει προσωπικά. Ο πόνος είναι το στοιχείο εκείνο, το οποίο προσδίδει στην ποινή άκρως προσωποπαγή χαρακτήρα. Ως αντίλογος στα ανωτέρω αναφέρεται η άποψη σύμφωνα με την οποία η ποινή που έχει ως στόχο την πρόληψη τέλεσης μελλοντικών εγκλημάτων δεν είναι αναγκαίο να φέρει τα παραπάνω χαρακτηριστικά και συνεπώς δεν έχει προσωποπαγή χαρακτήρα. Εν τούτοις και πάλι ο Ανδρουλάκης εύστοχα διακρίνει μεταξύ της έννοιας της ποινής και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά αυτής από το σκοπό, ο οποίος κάθε φορά επιδιώκεται με την επιβολή της. Συνεπώς οι ανωτέρω παραδοχές καθιστούν σαφές, ότι δεν είναι δυνατή η επιβολή ποινής σε ένα νομικό πρόσωπο. Ακόμη όμως και αν αυτή ήταν δυνατή, η αδυναμία καταλογισμού μιας αξιόποινης πράξης σε ένα νομικό πρόσωπο συνεπάγεται αναπόφευκτα και την έλλειψη αντικειμένου κατά την επιβολή της ποινής.

Επί τη βάσει των ανωτέρω, το μεγαλύτερο μέρος των Ελλήνων θεωρητικών του ποινικού δικαίου απορρίπτουν τη δυνατότητα θέσπισης ποινικής ευθύνης των νομικών προσώπων. Χαρακτηριστική περίπτωση αποτελεί ο Μανωλεδάκης, ο οποίος έκανε λόγο για «θεωρητικό τερατούργημα» με τον Φιλιππίδη να αποτελεί τον κυριότερο υποστηρικτή της αντίθετης άποψης.

Σίγουρα η θέσπιση της ποινικής ευθύνης των νομικών προσώπων συνιστά χρήσιμο εργαλείο στην αντιμετώπιση της σύγχρονης κοινωνικοοικονομικής πραγματικότητας και την καθιέρωση μιας αποτελεσματικής αντεγκληματικής πολιτικής ενάντια στην εγκληματικότητα των επιχειρήσεων. Είναι όμως τούτο αρκετό, ώστε να οδηγήσει σε επαναξιολόγηση και ενδεχομένως σε κατάλυση βασικών δογματικών αρχών του ποινικού δικαίου;

Πλιάτσικας Α. Ελευθέριος

Απόφοιτος της Νομικής Σχολής του Εθνικού & Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών

Βιβλιογραφία:

Τ. Φιλιππίδη, «Η ποινική ευθύνη των νομικών προσώπων», Θεσσαλονίκη 1950, σελ. 12επ.
Ν. Χωραφά, «Ποινικόν Δίκαιον», 9η έκδοση, 1978, (επιμέλεια Κ. Σταμάτη), σελ. 112 επ.
Σ. Λύτρα, «Η έννοια των διοικητικών προστίμων και η συνταγματικότητα της επιβολής τους», 1986, σελ. 275επ. . Ν. Αμύγδαλο, «Η συνταγματικότης των διοικητικών προστίμων», Π.Χρ. ΛΣΤ΄, σελ. 221 επ.
Ι. Μανωλεδάκη, «Ποινικό Δίκαιο, Επιτομή Γενικού Μέρους», γ’ έκδοση, 1992, αρ. 172επ.
Ι. Μανωλεδάκη, «Η τυποποίηση οικονομικών εγκλημάτων σε ειδικούς ποινικούς νόμους και η συρροή τους με αντίστοιχα εγκλήματα τυποποιημένα στον Ποινικό Κώδικα» σε Ελληνική Εταιρεία Ποινικού Δικαίου «Τα οικονομικά εγκλήματα , Πρακτικά του Δ΄ Πανελλήνιου Συνεδρίου της Ε.Ε.Π.Δ.», 1993, σελ. 97επ.
Δ. Σπινέλλη, «Ποινικές κυρώσεις σε νομικά πρόσωπα και η διαδικασία επιβολής τους». Σπυράκος, «Η ποινική ευθύνη των επιχειρήσεων: εξέλιξη ή παραμόρφωση του Ποινικού Δικαίου;», εις Μνήμη ΙΙ Ι. Δασκαλόπουλου, Κ. Σταμάτη, Χρ. Μπάκα, Τ. Α΄1996, σελ. 383 επ. (δημοσιευμένο και σε Π.Χρ. ΜΔ΄, σελ. 1201 επ.)
Α. Παπανεοφύτου, «Ποινική ευθύνη νομικών προσώπων ή των υπόλογων για τη δράση τους φυσικών προσώπων;», σε Ποινικό Δίκαιο – Ελευθερία – Κράτος Δικαίου, τιμ. τ. Γ-Α Μαγκάκη, 1999, σελ. 195 επ.
Π. Μπρακουμάτσου, «Η ποινική ευθύνη των εκπροσώπων των νομικών προσώπων», ΠοινΔικ 2000, σελ. 1251επ.
Ν. Ανδρουλάκη, «Ποινικό Δίκαιο, Γενικό Μέρος, Θεωρία για το έγκλημα», 2000, σελ. 147επ.
Αλ. Ηλ. Δημάκη, «Η ποινική ευθύνη της εταιρείας – Εισαγωγή στην προβληματική», Σύγχρονα ζητήματα εταιρικής ευθύνης: 12ο Πανελλήνιο Συνέδριο Ελλήνων Εμπορικολόγων / Σύνδεσμος Ελλήνων Εμπορικολόγων, 2003, σελ. 209επ.
Ν. Λίβου, «Ευθύνη των επιχειρήσεων και των διοικητών τους για οικονομικά εγκλήματα: Ένα παράδειγμα σύγχρονου σχεδιασμού του ποινικού δικαίου στην Ευρωπαϊκή Ένωση», σε: Σύγχρονες εξελίξεις του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Ποινικού Δικαίου, Δικηγορικός Σύλλογος Πειραιά, Ένωση Ελλήνων Ποινικολόγων, Κέντρο Διεθνούς και Ευρωπαϊκού Οικονομικού Δικαίου, σελ. 97επ.
Ashworth, «Principles of Criminal Law», 3η έκδοση, Οξφόρδη 1999, σελ. 119
Wells, «Corporation and Criminal Responsibility», 2η έκδοση Οξφόρδη 2001, σελ. 84επ.
Wilson, «Criminal Law, Doctrine and Theory», London 2003
R. LaFave, «Criminal Law», 4η έκδοση, σελ. 701επ.
Amanda Pinto & Martin Evans, «Corporate Criminal Liability»

Δικαστικές αποφάσεις:

New York Central & Hudson River Railroad Company, 212 U.S. 481 (1909)
L. Bolton (Engineering) Co v. T.J. Graham and sons Ltd, 1 Q. B. 159, 172 (C.A. 1956). Πρόκειται για αστικής φύσεως διαφορά, η οποία όμως μνημονεύεται συχνά από ποινικές αποφάσεις σχετιζόμενες με το θέμα της ποινικής ευθύνης των επιχειρήσεων.
Tesco Supermarkets Ltd v. Natrass (1972 App. Cas. 153)
P&O European Feries (Dover) Ltd (1991) 93 Cr. App. R. 72
Radio France and others v. France
Müller v. Austria
Sund Fondi and others v. Italy