Η «Τέχνη του Δρόμου» ως Φθορά Ξένης Ιδιοκτησίας σύμφωνα με το Ελληνικό Ποινικό Δίκαιο
Το παρόν κείμενο έχει δημοσιευθεί στο πλαίσιο του “The Street Art Project” που πραγματοποιείται υπό την αιγίδα του Κέντρο Μελέτης του Εγκλήματος – ΚΕ.Μ.Ε. από τον Φεβρουάριο 2018 έως σήμερα με την ανάληψη συντονισμού από την Κωνσταντίνα Κωνσταντίνου σε επιστημονική συνεργασία και επιμέλεια με την κ. Ευδοξία Φασούλα και την επταμελή επιστημονική ομάδα εργασίας, όπως αναφέρεται αναλυτικά στον κάτωθι σύνδεσμο http://e-keme.gr/category/street-art-project/ |
Ι. Εισαγωγικά
Στο επίκεντρο του διαρκώς εξελισσόμενου διαλόγου με θέμα τη λεγόμενη «τέχνη του δρόμου», άλλως “street art”, εντοπίζονται συχνά ερωτήματα που αφορούν στο χαρακτήρα του συγκεκριμένου φαινομένου ως μορφής τέχνης ή ως βανδαλισμού. Τα ερωτήματα αυτά φέρουν συνήθως την διατύπωση «Έγκλημα ή Τέχνη», καθιστώντας απαραίτητη τη μελέτη του ισχύοντος νομικού πλαισίου προς το σκοπό παροχής μιας πειστικής, εμπεριστατωμένης, και κυρίως επιστημονικά τεκμηριωμένης απάντησης. Ειδικότερα, το ερώτημα «Τέχνη του Δρόμου: Έγκλημα ή Τέχνη», θίγοντας τον ενδεχόμενο αξιόποινο χαρακτήρα της street art, παραπέμπει κατά τρόπο σαφή, άμεσο και επιτακτικό στον ποινικό δικαιϊκό κλάδο.
Σύμφωνα με το ελληνικό Ποινικό Δίκαιο, αλλά και τη νομολογία των εθνικών ποινικών δικαστηρίων, η δημιουργία ενός έργου τέχνης του δρόμου φαίνεται να εμπίπτει καταρχήν στον ορισμό του αδικήματος της φθοράς ξένης ιδιοκτησίας. Ο ορισμός αυτός, και συγκεκριμένα η βασική μορφή της εν λόγω αξιόποινης πράξης, η οποία θα αποτελέσει και το σημείο αναφοράς της μελέτης που ακολουθεί, τυποποιείται στην πρώτη παράγραφο του άρθρου 381 του Ποινικού Κώδικα, σύμφωνα με την οποία «1. Όποιος με πρόθεση καταστρέφει ή βλάπτει ξένο (ολικά ή εν μέρει) πράγμα ή με άλλον τρόπο καθιστά ανέφικτη τη χρήση του τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών»[1]. Προσήκει, ωστόσο, ο ορισμός αυτός στις υπό μελέτη περιπτώσεις; Με άλλα λόγια, συνιστά πράγματι η Street Art αξιόποινη φθορά ξένης ιδιοκτησίας;
Καταρχάς, θα πρέπει να επισημανθεί ότι η παρούσα μελέτη επικεντρώνεται στο φαινόμενο της Street Art, η οποία διακρίνεται ως μορφή τέχνης από το graffiti. Η Street Art δεν έχει ακόμη ορισθεί με ακρίβεια ως έννοια, ενόψει του ευρέως φάσματος των μέσων που χρησιμοποιούνται για τη δημιουργία τέτοιου είδους έργων, αλλά και των πλαισίων όπου τα έργα αυτά συναντώνται[2]. Πάρα ταύτα, οι καλλιτεχνικές δημιουργίες που εμπίπτουν στον ορισμό της τέχνης του δρόμου παρουσιάζουν ορισμένες κοινές ιδιότητες[3], οι οποίες επιτρέπουν την υπαγωγή τους στο εν λόγω είδος τέχνης και συνακόλουθα, στη μελέτη τους κατά ενιαίο τρόπο. Ενδεικτικά, τα έργα της Street Art απαντώνται στο αστικό τοπίο, δημιουργούνται επί αντικειμένων χωρίς την άδεια του ιδιοκτήτη των τελευταίων, και εκτίθενται δημοσίως, είναι δηλαδή άμεσα προσβάσιμα από το ευρύ κοινό[4].
Παρότι οι έννοιες της Street Art και του graffitiχρησιμοποιούνται συχνά αδιακρίτως, ως ταυτόσημες, με τα μεταξύ τους όρια να είναι ακόμα πράγματι ρευστά, τα δύο φαινόμενα παρουσιάζουν ορισμένες διαφορές, κυρίως ως προς την τεχνοτροπία και το περιεχόμενό τους. Επιπλέον, η τέχνη του δρόμου εξυπηρετεί συχνά αποκλειστικά καλλιτεχνικούς σκοπούς, και συνιστά δημιουργία «που το ευρύ κοινό είναι σε θέση να ερμηνεύσει και με την οποία το κοινό μπορεί να συνδεθεί»[5].
Παρά τις διαφορές αυτές, και παρόλο που σε πολλές περιπτώσεις η καλλιτεχνική αξία τέτοιου είδους έργων μπορεί να συμβάλλει στην αναβάθμιση του αστικού τοπίου, ο κοινός μεταξύ τους παρονομαστής της έλλειψης άδειας εκ μέρους των ιδιοκτητών των αντικειμένων στην επιφάνεια των οποίων τα έργα αυτά δημιουργούνται, καθιστά και τις δύο αυτές μορφές τέχνης παράνομες. Ως εκ τούτου, η εγχώρια νομοθεσία, συμπεριλαμβανομένης της ποινικής, δεν προβαίνει σε διάκριση μεταξύ των δύο καλλιτεχνικών ρευμάτων, ενώ η νομολογία των ελληνικών ποινικών δικαστηρίων, και συγκεκριμένα ο Άρειος Πάγος, φαίνεται πως έχει εξετάσει αποκλειστικά περιπτώσεις που βάσει των προαναφερθέντων υπάγονται στην κατηγορία του graffiti.
Ενόψει τούτων, ελλείψει δηλαδή βιβλιογραφικών πηγών και νομολογίας που επικεντρώνονται αποκλειστικά στην ανάλυση του φαινομένου της Street Art από τη σκοπιά του ελληνικού Ποινικού Δικαίου, το παρόν επιχειρεί τη διερεύνηση της προβληματικής σχετικά με τον αξιόποινο χαρακτήρα τέτοιου είδους πράξεων, λαμβάνοντας ιδιαιτέρως υπόψιν την καλλιτεχνική πλευρά της Street Ar tως ειδοποιό διαφορά μεταξύ αυτής και των ήδη εξετασθεισών από τα ελληνικά ποινικά δικαστήρια περιπτώσεων graffiti. Προς το σκοπό αυτόν, η παρούσα μελέτη ξεκινά με την ανάλυση του εννόμου αγαθού της ιδιοκτησίας, και ακολούθως διερευνά εάν και σε ποιο βαθμό η δημιουργία ενός έργου Street Art συνιστά πράγματι προσβολή του αγαθού αυτού. Εν συνεχεία, μελετάται το κριτήριο της «κατά προορισμό χρησιμότητας του πράγματος», το οποίο διαθέτει κεντρικό ρόλο στις θεωρητικές αναλύσεις περί φθοράς, και εξετάζεται ο ρόλος του «παθόντος» κατά τα στάδια της δίωξης και τιμώρησης του καλλιτέχνη του δρόμου. Παρακάτω, επιχειρείται η αξιολόγηση της τέχνης του δρόμου ως φθοράς με τη μορφή της καταστροφής, της βλάβης ή της ρύπανσης, ή ως υποβάθμισης του περιβάλλοντος, και τέλος, αναλύεται η διακεκριμένη παραλλαγή της απρόκλητης φθοράς ξένης ιδιοκτησίας, η οποία παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον από άποψη κοινωνιολογίας του δικαίου.
ΙΙ. Το Προσβαλλόμενο Έννομο Αγαθό της Ιδιοκτησίας
Η επιλογή του νομοθέτη να εντάξει την προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 381 ΠΚ περί φθοράς ξένης ιδιοκτησίας στο Εικοστό Τρίτο Κεφάλαιο του ελληνικού Ποινικού Κώδικα καθιστά το εν λόγω αδίκημα έγκλημα κατά της ιδιοκτησίας. Ως εκ τούτου, η δημιουργία ενός έργου τέχνης του δρόμου θεωρείται -στις περιπτώσεις που φέρεται να στοιχειοθετεί την υπόσταση του συγκεκριμένου αδικήματος- ως στρεφόμενη κατά του εννόμου αγαθού της ιδιοκτησίας. Η έννοια της ιδιοκτησίας «περιλαμβάνει όλα τα περιουσιακά δικαιώματα, εμπράγματα και ενοχικά, καθώς και τα δικαιώματα της πνευματικής, βιομηχανικής και εμπορικής ιδιοκτησίας»[6], ωστόσο κατά τον Μυλωνόπουλοτο εν λόγω έννομο αγαθό θα πρέπει να ερμηνεύεται στενότερα, και συγκεκριμένα ως το δικαίωμα της κυριότητας επί πραγμάτων, όπως αυτή ορίζεται από το Αστικό Δίκαιο[7]. Η συγκεκριμένη έννοια αποκτά ιδιαίτερη αξία και χρήζει περαιτέρω ανάλυσης στο πλαίσιο του παρόντος, και ειδικότερα είναι απαραίτητο να διερευνηθεί το εάν η δημιουργία ενός έργου τέχνης του δρόμου που κρίνεται ως αξιόποινη φθορά προσβάλλει πράγματι το προστατευόμενο έννομο αγαθό της ιδιοκτησίας και σε ποιο βαθμό.
Στην προβληματική αυτή, κεντρικό ρόλο διαθέτει η διάκριση μεταξύ του οντολογικού και του δεοντολογικού στοιχείου του εννόμου αγαθού της ιδιοκτησίας. Σύμφωνα με την ελληνική ποινική θεωρία, το αδίκημα της φθοράς ξένης ιδιοκτησίας στρέφεται κατά αμφοτέρων[8], με το πρώτο στοιχείο να θίγεται στο βαθμό που «τα εγκλήματα φθοράς προσβάλλουν την ιδιοκτησία με το να αναιρούν ή να αλλοιώνουν την υλική υπόσταση του πράγματος»[9], και με το δεύτερο να προσβάλλεται υπό την έννοια ότι «όντως μειών[εται] ή ακόμη και εξαφανίζ[εται] [η] εξουσιαστική σχέση του ιδιοκτήτη προς το πράγμα»[10]. Με λίγα λόγια, όπως συνοψίζουν οι Μανωλεδάκηςκαι Μπιτζιλέκης, «Η ουσία [λοιπόν] του άδικου χαρακτήρα της προσβολής δεν βρίσκεται απλώς και μόνο στην αλλοίωση της υλικής υπόστασης του πράγματος, δηλαδή στη φθορά της ύλης του, αλλά στη μέσω αυτής προσβολή μιας συγκεκριμένης σχέσης ενός προσώπου προς το πράγμα, μιας σχέσης όπως καθορίζεται από τους περί ιδιοκτησίας κανόνες του αστικού δικαίου και όπως υλοποιείται στον κοινωνικό χώρο»[11].
Η προαναφερθείσα διάκριση έχει ιδιαίτερη αξία στο πλαίσιο μιας ανάλυσης της Street Art από νομική σκοπιά, καθώς καθίσταται σαφές ότι, ακόμα κι αν η επενέργεια στην ύλη του πράγματος συνίσταται σε βελτίωσή του, ή ακόμη οδηγεί και σε αύξηση της αντικειμενικής οικονομικής του αξίας, η σχέση του ιδιοκτήτη προς το πράγμα, και συγκεκριμένα το δικαίωμα της κυριότητας που εκείνος έχει επί αυτού[12], δεν θα πρέπει να παραγνωρίζεται. Με άλλα λόγια, η καλλιτεχνική αξία ενός έργου Street Art και η εξωραϊστική του επίδραση όσον αφορά ένα ακίνητο, έναν δρόμο, ή ακόμα και μια ολόκληρη γειτονιά, ενδεχομένως στερούνται νοήματος ενώπιον του νόμου, στο βαθμό που ο ιδιοκτήτης του ακινήτου, το οποίο φέρει την καλλιτεχνική δημιουργία, αισθάνεται ότι προσβάλλεται το δικαίωμα της ιδιοκτησίας του, καθώς στερείται «τη δυνατότητα να απολαμβάνει το πράγμα και τις ιδιότητές του σύμφωνα με την εξουσία που του αναγνωρίζει το δίκαιο»[13], και συνακόλουθα, σύμφωνα με τις προσωπικές του αντιλήψεις περί «Ωραίου» και «Τέχνης».
Αντίλογο στην παραπάνω ανάλυση περί προσβολής του εννόμου αγαθού της ιδιοκτησίας, αλλά και θεωρητική «δικλείδα ασφαλείας» στο χαρακτηρισμό της Street Art ως έγκλημα, θα μπορούσαν να παράσχουν οι παρατηρήσεις των Μανωλεδάκηκαι Μπιτζιλέκη, σύμφωνα με τους οποίους «Η βελτιωτική (πάντως) επέμβαση στο πράγμα δεν συνιστά φθορά, ακόμη κι αν γίνεται δίχως τη θέληση του ιδιοκτήτη,... Αρκεί να πρόκειται πάντως αντικειμενικά για επιδιόρθωση του πράγματος»[14]. Συνεπώς, παρότι η καλλιτεχνική δημιουργία είναι ίσως ασύμβατη με έννοιες όπως είναι η «βελτίωση» και η «αντικειμενικότητα», ενόψει της μεταστροφής που παρατηρείται τα τελευταία χρόνια ως προς την αξιολόγηση και την αντιμετώπιση της Street Art ως τέχνης παρά ως βανδαλισμού, το να επιχειρήσει κανείς να επικαλεσθεί την ερμηνεία των δύο συγγραφέων δεφαίνεται πια παράδοξο. Θα πρέπει, ωστόσο, να σημειωθεί ότι, ακόμα και οι ίδιοι οι Μανωλεδάκηςκαι Μπιτζιλέκηςτονίζουν στο ίδιο σημείο ότι, «η καλλιτεχνική μεταποίηση του πράγματος δεν αποκλείει το έγκλημα της φθοράς του»[15]. Άλλωστε, ούτε η επίκληση των ελευθεριών της έκφρασης ή της τέχνης είναι επαρκείς, ώστε να αποκλείσουν τον άδικο χαρακτήρα του εν λόγω αδικήματος[16].
ΙΙΙ. Το κριτήριο της «κατά προορισμό χρησιμότητας του πράγματος»
Στην ίδια βάση με την διάκριση μεταξύ του οντολογικού και του δεοντολογικού στοιχείου του εννόμου αγαθού της ιδιοκτησίας φαίνεται να εδράζεται και η άποψη ότι, η φθορά ξένης ιδιοκτησίας συνιστά προσβολή της λεγόμενης «κατά προορισμό χρησιμότηταςτου πράγματος»[17]. Σύμφωνα με το εν λόγω κριτήριο, φθορά στοιχειοθετείται όχι μόνο σε περίπτωση υλικής επενέργειας επί του πράγματος, και κατά αυτόν τον τρόπο άρσης ή μείωσης της εν στενή εννοία λειτουργικότητάς του, αλλά και σε περίπτωση «αλλοίωσης της κοινωνικής ταυτότητας του πράγματος»[18], η οποία προσδιορίζεται από «κάθε σημασία που μπορεί να έχει το πράγμα κατά τις αντιλήψεις της κοινωνικής ζωής για τον κύριο»[19].
Η έννοια της κατά προορισμό χρησιμότητας του πράγματος, στην οποία κατά τον Άρειο Πάγο υπάγεται και η «άψογη εμφάνισή» ενός αντικειμένου[20], είναι καθοριστική για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της φθοράς ξένης ιδιοκτησίας. Ως εκ τούτου, κατά τη διερεύνηση του ενδεχομένου τέλεσης της εν λόγω αξιόποινης πράξης εκ μέρους ενός καλλιτέχνη του δρόμου, αναπόφευκτα τίθενται ερωτήματα σχετικά με το κριτήριο αξιολόγησης του παράγοντα αυτού, όπως επίσης και του υποκειμένου μιας τέτοιας αξιολόγησης. Με άλλα λόγια, θα πρέπει να διερευνηθεί ο τρόπος βάσει του οποίου κρίνεται εάν πράγματι η κατά προορισμό χρησιμότητα του πράγματος μειώθηκε «όχι ασήμαντα»[21], αλλά και ποιος είναι αρμόδιος να προβεί σε μια τέτοια κρίση.
Προς το σκοπό της εμπεριστατωμένης απόκρισης στα ερωτήματα αυτά, θα πρέπει καταρχάς να αναλυθεί ο ορισμός της κατά προορισμό χρησιμότητας του πράγματος, όπως αυτός παρατέθηκε ανωτέρω, δηλαδή η λειτουργικότητα του εκάστοτε αντικειμένου κατά τον προορισμό του και «κάθε σημασία που [αυτό] μπορεί να έχει κατά τις αντιλήψεις της κοινωνικής ζωής για τον κύριο»[22]. Σύμφωνα με τον ορισμό αυτόν, το έντονα υποκειμενικό στοιχείο των αντιλήψεων του κυρίου ενός αντικειμένου σχετικά με το τί συνιστά φθορά φαίνεται να μετριάζεται μέσω της συνεκτίμησης του παράγοντα των κοινωνικών αντιλήψεων. Την ίδια λειτουργία επιτελεί και το κριτήριο της δυνατότητας άμεσης αποκατάστασης της πρότερης κατάστασης. Τα αντικειμενικά αυτά κριτήρια του σημαντικού ή ασήμαντου της επελθούσας βλάβης τίθενται από τη θεωρία[23][24], και η λειτουργία τους είναι αναμφισβήτητα καθοριστική. Ως εκ τούτου, καθίσταται απαραίτητη μια σύντομη αναφορά στο περιεχόμενό τους, όπως επίσης και μια αξιολόγηση τους στο πλαίσιο της υπό μελέτης περιπτώσεων.
Ξεκινώντας από τον παράγοντα της δυνατότητας άμεσης αποκατάστασης της πρότερης κατάστασης, ο Μυλωνόπουλοςυποστηρίζει ότι αυτή συντρέχει, και επομένως δεν στοιχειοθετείται φθορά, όταν «κατ’ αντικειμενική θεώρηση δεν υπάρχει εύλογο συμφέρον στην αποκατάσταση της πρότερης κατάστασης ή η αποκατάσταση δεν απαιτεί χρόνο ή προσπάθεια»[25]. Αντίθετα, κατά τον ίδιο, βλάβη υφίσταται στην περίπτωση που η αποκατάσταση «είναι δαπανηρή, αλλά και αναγκαία προκειμένου να καταστεί και πάλι δυνατή η κατά προορισμό λειτουργία του πράγματος»[26]. Όσον αφορά συγκεκριμένα τη δημιουργία έργων Street Art, η απομάκρυνσή τους από την επιφάνεια ξένων πραγμάτων προϋποθέτει κατά κανόνα τόσο χρόνο, όσο και προσπάθεια, ορισμένες φορές μάλιστα και δαπάνες, λ.χ. την πρόσληψη ενός ειδικού για να βάψει τον τοίχο, ώστε να τον επαναφέρει στην προτέρα του κατάσταση, διασφαλίζοντας έτσι την «άψογον εμφάνισίν»[27]του. Λαμβάνοντας, ωστόσο, υπόψιν την προαναφερθείσα προϋπόθεση της ύπαρξης ευλόγου συμφέροντος προς αποκατάσταση, τί συμβαίνει στην περίπτωση που ένα έργοStreet Art όχι μόνο δε μειώνει, αλλά αντίθετα αυξάνει την αξία ενός κινητού ή ακινήτου, παρά το γεγονός ότι η απομάκρυνσή του θα απαιτούσε χρόνο, προσπάθεια και χρήμα;
Φαίνεται πως το ερώτημα αυτό παραπέμπει στο κριτήριο των κρατουσών κοινωνικών αντιλήψεων, έννοια η οποία, ωστόσο, δεν προσδιορίζεται λεπτομερώς από την υπό έρευνα θεωρία, αλλά φαίνεται το έργο αυτό να εναπόκειται στην κρίση του δικαστή. Δεδομένου τούτου, θα μπορούσαμε να πιθανολογήσουμε ότι ενόψει της πιθανής αναβάθμισης του αστικού τοπίου μέσω της δημιουργίας έργων τέχνης του δρόμου, η εν λόγω μορφή τέχνης θα μπορούσε να μην εκλαμβάνεται από το κοινωνικό σύνολο ως φθορά, ο παράγοντας της μείωσης της κατά προορισμό χρησιμότητας του πράγματος να αποκλεισθεί, το ασήμαντο της προκληθείσας βλάβης να θεμελιωθεί, και άρα η αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος της φθοράς της ξένης ιδιοκτησίας να κριθεί ως μη στοιχειοθετημένη.
IV. Ο Ρόλος του Ιδιοκτήτη του Πράγματος στη Δίωξη του Καλλιτέχνη του Δρόμου
Όπως κατέστη σαφές παραπάνω, κατά την ανάλυση του εννόμου αγαθού της ιδιοκτησίας και του κριτηρίου της κατά προορισμό χρησιμότητας του πράγματος, ο ιδιοκτήτης του πράγματος στην επιφάνεια του οποίου δημιούργησε ο καλλιτέχνης του δρόμου, διαθέτει κεντρικό ρόλο στο πλαίσιο μιας μελέτης της Street Art από τη σκοπιά του Ποινικού Δικαίου. Οι αντιλήψεις του συγκεκριμένου προσώπου περί του τί συνιστά τέχνη και τί βανδαλισμός δεν είναι, ωστόσο, ουσιώδεις μόνο στο επίπεδο μιας θεωρητικής ανάλυσης της τέχνης του δρόμου ως φθοράς ξένης ιδιοκτησίας, αλλά και κατά τα κρίσιμα στάδια της άσκησης ποινικής δίωξης σε βάρους του δημιουργού και της αξιολόγησης της πράξης του από τις αρχές της ποινικής δικαιοσύνης. Συγκεκριμένα, από τον «παθόντα» εξαρτάται υπό ορισμένες προϋποθέσεις το αν ο Street Artist θα διωχθεί ή όχι από τις αρχές για την πράξη του, καθώς αυτός είναι καταρχάς σε θέση να δώσει τη συναίνεσή του στη δημιουργία του έργου επί του πράγματος που ανήκει στην κυριότητά του, καθιστώντας την δημιουργία αυτή ατιμώρητη, ενώ ο ίδιος μπορεί επίσης να απόσχει από την εκάστοτε απαιτούμενη υποβολή έγκλησης, χωρίς την οποία η τυχόν αξιόποινη πράξη της δημιουργίας δεν διώκεται.
Αναφορικά με τη συναίνεση του παθόντος ιδιοκτήτη, αυτή αποτελεί λόγο αποκλεισμού του άδικου χαρακτήρα της φθοράς, ενόψει του διαθέσιμου χαρακτήρα του εννόμου αγαθού της ιδιοκτησίας[28], το οποίο αφορά όχι μόνο την υλική υπόσταση ενός πράγματος, αλλά και τη σχέση εξουσίασης μεταξύ του πράγματος αυτού και του κυρίου του, ο οποίος έχει το δικαίωμα να προσδιορίζει τη σχέση αυτή κατά το δοκούν[29]. Ο συγκεκριμένος λόγος άρσης του αδίκου έχει σημασία στο πλαίσιο της παρούσας ανάλυσης, στο βαθμό που μεγάλος αριθμός έργων τέχνης του δρόμου εκπονείται κατόπιν παραγγελίας, αφού δηλαδή ο ίδιος ο ιδιοκτήτης ενός αντικειμένου ζητήσει από έναν ή περισσότερους Street Artists να δημιουυργήσουν επί της ιδιοκτησίας του. Η απάντηση στο ερώτημα αν υφίστανται έννομες συνέπειες, και συγκεκριμένα αν στοιχειοθετείται το αδίκημα της φθοράς στις περιπτώσεις αυτές, είναι βεβαίως αρνητική.
Ειδικότερα, κατά την κρατούσα στη θεωρία άποψη, η συναίνεση του παθόντος στην τελούμενη «φθορά» συνιστά λόγο άρσης του άδικου χαρακτήρα της εκάστοτε καταρχήν άδικης πράξης[30]. Η συναίνεση αυτή αποκλείει, δηλαδή, το άδικο της φθοράς, το οποίο αρχικά θεμελιώνεται με την πλήρωση της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος[31]. Σύμφωνα με άλλη γνώμη, σε περίπτωση συναίνεσης του ιδιοκτήτη, η αντικειμενική υπόσταση του συγκεκριμένου αδικήματος δεν πληρούται καν (αποκλεισμός της πραγμάτωσης της αντικειμενικής υπόστασης της φθοράς)[32], δεδομένου ότι «για τη συγκρότηση της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος του άρθρου 381 ΠΚ απαιτείται η πράξη της φθοράς να επιχειρείται εναντίον της βούλησης του ιδιοκτήτη»[33]. Παρά τη θεωρητική αυτή διχογνωμία, το έννομο αποτέλεσμα της συναίνεσης του ιδιοκτήτη σε πράξεις «φθοράς» είναι το ίδιο, το ατιμώρητο δηλαδή αυτών των πράξεων.
Όσον αφορά δε την υποβολή έγκλησης από τον παθόντα, αυτή αποτελεί σύμφωνα με το άρθρο 50 παρ. 1 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας[34]δικονομική προϋπόθεση της δίωξης. Με άλλα λόγια, σε συγκεκριμένες, προβλεπόμενες από το νόμο περιπτώσεις, ο δράστης ενός εγκλήματος δε διώκεται για την πράξη του από τις αρχές αν ο παθών δεν το αιτηθεί. Καθοριστικό παράγοντα της διάκρισης μεταξύ των αυτεπαγγέλτως διωκόμενων και των κατ’ έγκληση διωκόμενων αδικημάτων αποτελεί η απαξία των τελευταίων. Ισχύει δηλαδή ο κανόνας της αυτεπάγγελτης δίωξης, ο οποίος προβλέπεται στο άρθρο 36 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας[35], εκτός εάν ο νομοθέτης κρίνει ότι η απαξία ενός εγκλήματος είναι τέτοια, ώστε να πρέπει να εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια «του φορέα του προσβαλλόμενου εννόμου αγαθού, δηλαδή του ιδιοκτήτη του πράγματος»[36]το αν θα επιδιώξει τη δίωξη του δράστη[37].
Στην περίπτωση της φθοράς ξένης ιδιοκτησίας, εκτός από το βασικό έγκλημα της διάταξης της παραγράφου 1 του άρθρου 381, στον Ποινικό Κώδικα τυποποιούνται τόσο προνομιούχες, όσο και διακεκριμένες παραλλαγές του. Οι παραλλαγές αυτές παρουσιάζουν ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και, συνεπεία αυτών, αυξημένη ή μειωμένη απαξία, και ως εκ τούτου τιμωρούνται είτε ελαφρύτερα (προνομιούχες παραλλαγές) είτε βαρύτερα (διακεκριμένες παραλλαγές). Ειδικότερα, τόσο η βασική μορφή φθοράς (ΠΚ 381 παρ. 1), όσο και η προνομιούχος φθορά ευτελούς αξίας (ΠΚ 381 παρ. 2[38]) παρουσιάζουν, σύμφωνα με το δικαιικό μας σύστημα, μειωμένη απαξία και συνεπώς δικώκονται μόνο κατ’ έγκληση βάσει του άρθρου 383 ΠΚ[39]. Κρίνεται, λοιπόν, ότι οι πράξεις αυτές δεν θα πρέπει να επισύρουν αυτομάτως την κινητοποίηση του κρατικού μηχανισμού με τη μορφή της αυτεπάγγελτης δίωξης, και συνακόλουθα δεν διώκονται εάν δεν το ζητήσει ο ίδιος ο παθών, ο ιδιοκτήτης δηλαδή του πράγματος που υπέστη τη φερόμενη φθορά.
Το ίδιο ισχύει και στην περίπτωση της διακεκριμένης φθοράς ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, όπως αυτή τυποποιείται στο άρθρο 382 παρ. 2 στ. β’[40], πράγμα που την διαφοροποιεί από τις λοιπές διακεκριμένες παραλλαγές του άρθρου 382 ΠΚ[41]. Πρόκειται συγκεκριμένα για την απρόκλητη φθορά (ΠΚ 382 παρ. 1[42]), τη φθορά πράγματος που χρησιμεύει σε κοινό όφελος (ΠΚ 382 παρ. 2 περ. α’[43]), τη φθορά που έγινε με φωτιά ή εκρηκτικά (ΠΚ 382 παρ. 2 περ. γ’[44]), την απρόκλητη φθορά που έγινε από περισσότερους ή κατά πράγματος ιδιαίτερα μεγάλης αξίας ή κατά πράγματος που χρησιμεύει στο κοινό όφελος ή που έγινε με φωτιά ή εκρηκτικά (ΠΚ 382 παρ. 3[45]) και τη φθορά μνημείου (ΠΚ 382 παρ. 4[46])[47], πράξεις οι οποίες υπάγονται στον κανόνα της αυτεπάγγελτης διώξεως.
Η Street Art ως Φθορά: Καταστροφή, Βλάβη ή Ρύπανση;
Κατόπιν της εξέτασης του ρόλου του «παθόντος» ιδιοκτήτη στη δίωξη και τιμώρηση του καλλιτέχνη του δρόμου, θα πρέπει να μελετηθεί ο χαρακτηρισμός της Street Art ως φθοράς, το εάν ο εν λόγω χαρακτηρισμός είναι πράγματι προσήκων, και ως εκ τούτου, το αν όντως η δημιουργία ενός έργου τέχνης του δρόμου στοιχειοθετεί την αντικειμενική υπόσταση της εν λόγω αξιόποινης πράξης. Η φθορά ξένης ιδιοκτησίας, όπως τυποποιείται στον ελληνικό Ποινικό Κώδικα, είναι έγκλημα πολύτροπο, και συγκεκριμένα υπαλλακτικώς μικτό[48], αφού μπορεί να τελεστεί με τρεις αυτοτελείς τρόπους[49], και ειδικότερα με καταστροφή, βλάβη ή αχρήστευση του πράγματος («1. Όποιος με πρόθεση καταστρέφει ή βλάπτει ξένο (ολικά ή εν μέρει) πράγμα ή με άλλον τρόπο καθιστά ανέφικτη τη χρήση του…»[50]). Όσον αφορά την υπό μελέτη περίπτωση δημιουργίας έργου Street Art επί ξένου κινητού ή ακινήτου, ή αλλιώς των περιπτώσεων «αφισοκόλλησης, αναγραφής συνθημάτων, βαψίματος ή γενικά λερώματος τοίχων, αυτοκινήτων, στύλων και άλλων πραγμάτων»[51]και «το[υ] μουτζουρώμα[τος] ενός αντικειμένου ή το[υ] βαψίμα[τός] του με μελάνι ή μπογιά»[52], όπως θα μπορούσε μια τέτοια πράξη να χαρακτηριστεί από τη θεωρία και τη νομολογία αυστηρά βάσει νομικών κριτηρίων, αυτές κατά μία άποψη χαρακτηρίζονται ως καταστροφή του πράγματος, κατά άλλη ως βλάβη, και κατά μία τρίτη ως ρύπανση, υπαγόμενη στην ευρύτερη έννοια της βλάβης.
Η παράθεση και μελέτη των επιμέρους αυτών μορφών φθοράς παρουσιάζει ενδιαφέρον στο πλαίσιο του παρόντος, καθώς η τέχνη του δρόμου θα ήταν, κατά την γράφουσα, ορθότερο να χαρακτηρισθεί ως ρύπανση, με συνέπεια τη γέννεση ερωτημάτων σχετικά με τον αξιόποινο χαρακτήρα της πράξης δημιουργίας ένος τέτοιου έργου, αλλά και του νομικού χαρακτηρισμού που της αποδίδεται.
- Καταστροφή
Η πρώτη άποψη, σύμφωνα με την οποία το βάψιμο ενός τοίχου και γενικότερα «η ακόμη και για καλλιτεχνικούς σκοπούς επενέργεια σε ένα αντικείμενο»[53]συνιστά καταστροφή του, δε φαίνεται να συναντά ευρεία απήχηση σε θεωρία και νομολογία. Κατά τον Παύλου, για να λογιστεί ένα πράγμα ως κατεστραμμένο, θα πρέπει μεν να υπάρξει επενέργεια στη ύλη του και μέσω της επενέργειας αυτής αλλοίωσή του, δεν απαιτείται δε αχρήστευση. Αρκεί, συνεπώς, η επέμβαση τρίτου στην «υλική του ιδιοσυστασία είτε την εξωτερική μορφή του, σε σχέση με το σχήμα ή το χρώμα»[54]. Ο ίδιος σημειώνει, μάλιστα, ότι προκειμένου να γίνει λόγος για φθορά με την έννοια της καταστροφής, αρκεί «αυτή να μην είναι ασήμαντη, ούτως ώστε να απαιτείται πάντως μία ελάχιστη προσπάθεια επανορθώσεως ή αποκαταστάσεως»[55]. Συμπεραίνουμε, λοιπόν, ότι η χρήση μπογιάς ή η επικόλληση αφισών, στο πλαίσιο της δημιουργίας ενός έργου Street Art, θα μπορούσε κατά την ως άνω άποψη να στοιχειοθετήσει καταστροφή πράγματος, καθώς μια τέτοια επενέργεια δεν θα ήταν «εντελώς πρόσκαιρη ή αυτόματα επανορθώσιμη»[56], αλλά θα απαιτούσε έστω και μια ελάχιστη προσπάθεια απομάκρυνσης του έργου από την επιφάνεια της ξένης ιδιοκτησίας.
- Βλάβη
Κατά τη δεύτερη -και κρατούσα- άποψη, οι υπό έρευνα επεμβάσεις σε ξένο κινητό ή ακίνητο οδηγούν σε στοιχειοθέτηση της αντικειμενικής υπόστασης της φθοράς ξένης ιδιοκτησίας υπό τη μορφή βλάβης. Σύμφωνα με τον Μυλωνόπουλο, βλάβη υπάρχει όταν υφίσταται επέμβαση στην ύλη ενός πράγματος, η οποία «μειώνει όχι ασήμαντα την κατά προορισμό χρησιμότητά του»[57], ωστόσο δεν απαιτείται αλλοίωση της ύλης του πράγματος αυτού[58], όπως συμβαίνει στην περίπτωση της καταστροφής. Την άποψη αυτή συμμερίζεται και ο Δέτσης(«Η βλάβη του πράγματος μπορεί να συνίσταται είτε στη βλάβη της ουσίας αυτού, είτε στη μείωση της χρησιμότητάς του χωρίς να βλάπτεται η ουσία του»[59]), όπως επίσης και η νομολογία του Αρείου Πάγου.
Συγκεκριμένα, σύμφωνα με την υπ’ αριθμόν 1231/1982 απόφαση του τελευταίου, «βλάβην αποτελεί και πάσα επί του πράγματος ενέργεια, δι’ ης μειούται η χρησιμότης αυτού άνευ βλάβης της ουσίας του, τοιαύτη δε είναι επί εξωτερικών τοίχων οικοδομημάτων και η ρύπανσις τούτων, δια της αναγραφής διαφόρων συνθημάτων επ’ αυτών, εις την χρησιμότητα των οποίων ανήκει και η άψογος εμφάνισίς των»[60]. Βάσει των παραπάνω παρατηρήσεων, οποιαδήποτε καλλιτεχνική επέμβαση εν είδει τέχνης του δρόμου στην επιφάνεια ενός αντικειμένου θα ενέπιπτε καταρχήν στον ορισμό του ΠΚ 381 περί φθοράς ξένης ιδιοκτησίας και θα χαρακτηριζόταν ως «βλαπτική» της ιδιοκτησίας αυτής, ενόψει της μείωσης της κατά προορισμό χρησιμότητας του πράγματος,όπως η έννοια αυτή αναλύθηκε παραπάνω.
- Ρύπανση
Ο Μαργαρίτης, αναλύοντας την ερμηνεία και την εφαρμογή του Ποινικού Κώδικα, και ειδικότερα του εγκλήματος της φθοράς ξένης ιδιοκτησίας, αναφέρει ότι «Μπορεί να φθαρεί η ουσία του πράγματος και με τη ρύπανση ή την παραμόρφωσή του», φέρνοντας ως παράδειγμα την αναγραφή συνθημάτων σε τοίχο[61]. Παρόμοια παραδείγματα χρησιμοποιούνται και από τους Μανωλεδάκη και Μπιτζιλέκη(«οι γνωστές περιπτώσεις αφισοκόλλησης, αναγραφής συνθημάτων, βαψίματος ή γενικά λερώματος τοίχων, αυτοκινήτων, στύλων και άλλων πραγμάτων»[62]), προκειμένου να αναδειχθεί μια επιμέρους κατηγορία βλάβης που συνιστά φθορά ξένης ιδιοκτησίας, και συγκεκριμένα η ρύπανση. Σύμφωνα με τη θεωρία, ρύπανση πράγματος υφίσταται όταν μεταβάλλεται μεν η εξωτερική μορφή αυτού, δεν υπάρχει δε επέμβαση στην ύλη του, ούτε και μείωση της κατά προορισμό λειτουργίας του[63]. Με τη ρύπανση «αλλοιώνεται όμως η κοινωνική του ταυτότητα»[64], και επομένως μειώνεται η κατά προορισμό χρησιμότητά του. Οδηγούμαστε, λοιπόν, και στην περίπτωση της Street Artως ρύπανσης σε αποτελέσματα όμοια με αυτά στα οποία καταλήξαμε και ως προς τη βλάβη.
Πάρα ταύτα, η έννοια της ρύπανσης συνεισφέρει και χρήζει περαιτέρω ανάλυσης στο πλαίσιο του παρόντος, δεδομένου ότι εμπεριέχει και παραπέμπει κατά τρόπο έμμεσο, πλην σαφή, στον παράγοντα της αισθητικής, μία πτυχή της φθοράς την οποία τόσο η καταστροφή, όσο και η βλάβη ως μορφές φθοράς φαίνονται να παραγνωρίζουν. Ο παράγοντας της αισθητικής συνιστά, ωστόσο, κομβικό στοιχείο της έννοιας της Τέχνης, και φυσικά διαθέτει κεντρικό ρόλο στις συζητήσεις περί του αξιόποινου χαρακτήρα της Street Art, και κατά πόσο αυτός είναι θεμιτός και κατανοητός.
Όπως προαναφέρθηκε, η μεταβολή της εξωτερικής μορφής ενός πράγματος συνιστά ρύπανση και άρα βλάβη, η οποία στοιχειοθετεί την αξιόποινη πράξη της φθοράς ξένης ιδιοκτησίας. Θα ήταν, ωστόσο, ορθό κάθε τέτοια μεταβολή να οδηγεί στο παραπάνω αποτέλεσμα; Είναι, με άλλα λόγια, αποδεκτό οποιουδήποτε είδους επέμβαση στην αισθητική εικόνα ενός πράγματος να κρίνεται από νομική άποψη ως φθορά; Σύμφωνα με το Μανωλεδάκη και το Μπιτζιλέκη, η απάντηση είναι καταρχάς αρνητική, «γι’ αυτό εξάλλου και ο νομοθέτης δεν περιέλαβε τη ρύπανση γενικά ως μορφή φθοράς»[65]. Κατά τους δύο συγγραφείς, οποιαδήποτε επενέργεια στην εξωτερική μορφή ενός πράγματος θα καθίστατο αξιόποινη, ανεξαρτήτως της ευκολίας ή δυσκολίας αποκατάστασής της, εάν ως συστατικό στοιχείο του πράγματος λογιζόταν και η αισθητική του εμφάνιση[66].
Επιπλέον, σχολιάζοντας την προαναφερθείσα υπ’ αριθμόν 1231/1982 απόφαση του Αρείου Πάγου[67], σημειώνουν:
Η εξωτερική όψη του τοίχου αποτελεί μέρος της ύλης του (και το χρώμα πάντως ανήκει στην ύλη του πράγματος), όχι όμως και η απλή αισθητική εικόνα ενός πράγματος, ακόμα κι αν αυτή έχει λάβει έναν αντικειμενικό χαρακτήρα. Φθορά λοιπόν είναι η αλλοίωση της υπόστασης του πράγματος ή της αντικειμενικής του λειτουργίας και όχι κάθε μεταβολή της σημασίας που υποκειμενικά αποδίδει στο πράγμα ο ιδιοκτήτης του.[68]
Στη συνέχεια δε, προσθέτουν:
«Η στέρηση της χαράς από την άψογη εμφάνιση του πράγματος» ούτε καταστροφή ούτε βλάβη αυτού συνιστά, αλλά ούτε και ρύπανση του πράγματος κατ’ ανάγκην σημαίνει, καθώς και η έννοια της ρύπανσης είναι στην ουσία υποβάθμιση της αισθητικής που αντικειμενικά έχει το πράγμα και όχι της αισθητικής του συγκεκριμένου ιδιοκτήτη ή της οποιασδήποτε άλλης σημασίας που αυτός προσδίδει στο πράγμα.[69]
Με βάση τις παραπάνω -πολύτιμες για την παρούσα μελέτη- παρατηρήσεις, ορισμένη επενέργεια στην εξωτερική μορφή ενός αντικειμένου, και η επέμβαση με αυτόν τον τρόπο στην αισθητική του εμφάνιση, θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως ρύπανση στοιχειοθετούσα φθορά ξένης ιδιοκτησίας υπό δύο προϋποθέσεις, οι οποίες θα πρέπει να συντρέχουν σωρευτικώς. Η πρώτη εξ αυτών συνίσταται στην υποβάθμιση της αισθητικής εικόνας του πράγματος βάσει αντικειμενικών κριτηρίων, χωρίς να εξετάζονται οι κρίσεις του ιδιοκτήτη περί αισθητικής ή η σημασία του πράγματος για αυτόν. Ωστόσο, δεν είναι δυνατόν να παραβλέψει κανείς το γεγονός ότι η έννοια της αισθητικής είναι συνήθως ασυμβίβαστη με οποιαδήποτε αντικειμενική κρίση, απαιτείται, επομένως, έρευνα της συνδρομής της δεύτερης προϋπόθεσης. Έτσι, στη ρύπανση, όπως και στην περίπτωση της βλάβης, θα πρέπει να ελεγχθεί ο βαθμός δυσκολίας της αποκατάστασης της πρότερης κατάστασης του πράγματος, δηλαδή το εάν η απομάκρυνση λ.χ. της μπογιάς από έναν τοίχο είναι δυνατή χωρίς την αλλοίωση της ύλης του τελευταίου, συμπεριλαμβανομένων της επιφάνειας και του χρώματός του, όπως επίσης και το πόσο χρόνο, κόπο και χρήμα μπορεί να απαιτεί μια τέτοια αποκατάσταση[70].
Συνοψίζοντας, έχοντας αναλύσει τις επιμέρους μορφές υπό τις οποίες η δημιουργία ενός έργου Street Art θα μπορούσε να στοιχειοθετήσει φθορά ξένης ιδιοκτησίας, οδηγείται κανείς στο συμπέρασμα ότι ο χαρακτηρισμός της ρύπανσης φαίνεται να προσήκει περισσότερο σε σύγκριση με οποιονδήποτε άλλον. Και αυτό, διότι κατά τη νομική κρίση της Street Art υπό το πρίσμα της ρύπανσης, αφενός λαμβάνεται υπόψιν το στοιχείο της αισθητικής, το οποίο είναι συστατικό κάθε είδους τέχνης, και αφετέρου, το κριτήριο της μείωσης της κατά προορισμό χρησιμότητας του πράγματος μετριάζεται, καθώς η συγκεκριμένη έννοια είναι μεν κεντρική και στην περίπτωση της ρύπανσης, δεν εμπεριέχει ωστόσο την σημασία που το πράγμα μπορεί να έχει για τον ιδιοκτήτη του ή τις θέσεις του τελευταίου περί αισθητικής, όπως συμβαίνει στις μορφές της καταστροφής και της βλάβης.
Αντίθετα, αυτά που μελετώνται είναι ο βαθμός στον οποίο προσεβλήθη η κοινωνική ταυτότητα του πράγματος, κρίνοντας ωστόσο την προσβολή αυτή με βάση τα πιο αντικειμενικά κριτήρια των κοινωνικών αντιλήψεων περί αισθητικής και της ευκολίας αποκατάστασης της πρότερης κατάστασης του πράγματος Συνεπώς, δεδομένου ότι η ανάλυσή μας εστιάζει σε καλλιτεχνικές επεμβάσεις επί κινητών ή ακινήτων που εντάσσονται στο αστικό τοπίο, και που κρίνονται καθημερινά ως προς την αξία τους από αόριστο αριθμό προσώπων και όχι μόνο από τον ιδιοκτήτη, ο οποίος έχει σε ορισμένες μόνο περιπτώσεις συμφέρον προς αποκατάσταση του πράγματός του, οι παραπάνω παράγοντες φαίνονται πιο ταιριαστοί στο πλαίσιο του παρόντος.
VI. Ρύπανση: Φθορά Ξένης Ιδιοκτησίας ή Υποβάθμιση του Περιβάλλοντος;
Επιστρέφοντας στην παρατήρηση των Μανωλεδάκη και Μπιτζιλέκησχετικά με το ότι «ο νομοθέτης δεν περιέλαβε τη ρύπανση γενικά ως μορφή φθοράς»[71], και διαπιστώνοντας την πολυπλοκότητα των παραγόντων που θα πρέπει να ληφθούν υπόψιν συνδυαστικώς στο πλαίσιο του νομικού χαρακτηρισμού της τέχνης του δρόμου ως ρύπανσης, θα πρέπει στο σημείο αυτό να εξετασθούν ως ενδεχόμενα ο μη αξιόποινος χαρακτήρας της Street Art ή ο αξιόποινος χαρακτήρας της μόνο ως υποβάθμιση του περιβάλλοντος. Αρχικά, σημειώνεται ότι συνιστά θεμέλιο του Ποινικού μας Δικαίου η αρχή «κανένα έγκλημα καμία ποινή χωρίς νόμο» (“nullumcrimennullapoenasinelege”), σύμφωνα με την οποία μόνο οι πράξεις που ρητώς προβλέπονται από νόμο είναι αξιόποινες και μόνο οι ποινές που ρητώς προβλέπονται από νόμο επιβάλλονται (άρθρο 1 ΠΚ[72]και άρθρο 7 Συντάγματος[73])[74]. Βάσει αυτού, δεν θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως φθορά και να τιμωρηθεί ως τέτοια οποιαδήποτε πράξη ρύπανσης, δεδομένου ότι η ρύπανση δεν προβλέπεται από τον Ποινικό Κώδικα ρητώς ως επιμέρους μορφή του εγκλήματος της φθοράς ξένης ιδιοκτησίας.
Αντίθετα, σε περιπτώσεις ρύπανσης, συμπεριλαμβανομένων των εξεταζομένων, θα πρέπει να μελετηθούν τα ενδεχόμενα αφενός, της μη δίωξης και μη τιμώρησης της πράξης ενόψει της προαναφερθείσας θεμελιώδους αρχής «κανένα έγκλημα καμία ποινή χωρίς νόμο» και αφετέρου, της στοιχειοθέτησης μόνο του αδικήματος της υποβάθμισης του περιβάλλοντος, όπως αυτό προβλέπεται στη διάταξη του άρθρου 28 παρ. 1 στ. α’ του Ν. 1650/1986[75]. Το τελευταίο ενδεχόμενο υποστηρίζεται αφενός, από τον ορισμό του περιβάλλοντος, ο οποίος διατυπώνεται στο άρθρο 2 παρ. 1 του ίδιου νόμου ως «το σύνολο των φυσικών και ανθρωπογενών παραγόντων και στοιχείων που βρίσκονται σε αλληλεπίδραση και επηρεάζουν την οικολογική ισορροπία, την ποιότητα της ζωής, την υγεία των κατοίκων, την ιστορική και πολιτιστική παράδοση και τις αισθητικές αξίες»[76], αλλά και περαιτέρω από τη νομολογία των εθνικών ποινικών δικαστηρίων, η οποία χαρακτηρίζει την αναγραφή συνθημάτων σε τοίχο ως φθορά ξένης ιδιοκτησίας συρρέουσα με υποβάθμιση περιβάλλοντος[77][78][79].
Αξίζει στο σημείο αυτό να υπογραμμισθεί ότι, σε αντίθεση με την περίπτωση της φθοράς, όπου «παθών» είναι ο ιδιοκτήτης του πράγματος που υπέστη τη φερόμενη φθορά, σε ποινική διαδικασία που αφορά στο αδίκημα της υποβάθμισης περιβάλλοντος θεωρούνται παθόντες και δικαιούνται να παραστούν ως πολιτικώς ενάγοντες, «και το ∆ηµόσιο, οι οργανισµοί τοπικής αυτοδιοίκησης στην περιφέρεια των οποίων εκτελέστηκε το έγκληµα και το Τεχνικό Επιµελητήριο της Ελλάδας, ανεξάρτητα αν έχουν υποστεί περιουσιακή ζηµιά, µε αίτηµα την αποκατάσταση των πραγµάτων, στο µέτρο που είναι δυνατή» (άρθρο 28 παρ. 7 του ν. 1650/1986[80]). Πρόκειται, λοιπόν, για αδίκημα που προσβάλλει το έννομο αγαθό του περιβάλλοντος και θεωρείται ότι αφορά το κοινωνικό σύνολο και το ίδιο το Κράτος και τους φορείς του, πράγμα που δικαιολογεί και τη βαρύτητα που αποδίδεται στις αντίστοιχες πράξεις.
Βάσει των παραπάνω ορισμών, καθίσταται κατανοητό ότι, ο χρωματισμός ενός τοίχου, η επικόλληση σε αυτόν αφισών, και οποιαδήποτε άλλη παρέμβαση στο –κατά κανόνα- αστικό περιβάλλον στο πλαίσιο δημιουργίας ενός έργου Street Art, θα μπορούσε να θεωρηθεί ρύπανση, και συνακόλουθα υποβάθμιση του περιβάλλοντος, με την έννοια της πρόκλησης υλικής ζημιάς που καθιστά το αστικό τοπίο ακατάλληλο για τις επιθυμητές χρήσεις του (λ.χ. ομοιομορφία στο χρώμα των τοίχων των κτισμάτων που βρίσκονται σε ορισμένη γειτονιά), και συνακόλουθης επέλευσης αρνητικών επιπτώσεων στην ποιότητα ζωής και στις αισθητικές αξίες των κατοίκων του. Στο ίδιο συμπέρασμα φαίνεται να κατέληξε και ο Άρειος Πάγος στην υπ’ αριθμόν 444/2002 απόφασή του[81], με την οποία έκρινε ότι η αναγραφή συνθημάτων με σπρέυ μαύρου χρώματος στην πρόσοψη σχολείου («σε καθαρό λευκό τοίχο») συνιστά «φθορά (βλάβη) στο ξένο αυτό ακίνητο που χρησιμεύει σε κοινό όφελος (σχολείο)», αλλά και «υποβάθμιση του περιβάλλοντος με μεταβολή του που έχει αρνητικές επιπτώσεις στην ποιότητα της ζωής και τις αισθητικές αξίες», με την έννοια των διατάξεων του ν. 1650/1986.
Ωστόσο, ο νομικός αυτός χαρακτηρισμός, αν και ενδεχομένως προσήκων σε ορισμένες περιπτώσεις graffiti, δεν είναι απαραίτητα ταιριαστός σε συζητήσεις που αφορούν έργα Street Art με εξωραϊστική επίδραση στο αστικό τοπίο. Κι αυτό, λόγω της έλλειψης του στοιχείου της ρύπανσης, όπως αυτή ορίζεται από τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 2 του Ν. 1650/1986, και συγκεκριμένα ως «η παρουσία στο περιβάλλον ρύπων, δηλαδή κάθε είδους ουσιών, θορύβου, ακτινοβολίας ή άλλων µορφών ενέργειας σε ποσότητα, συγκέντρωση ή διάρκεια που µπορούν να προκαλέσουν αρνητικές επιπτώσεις στην υγεία, στους ζωντανούς οργανισµούς και στα οικοσυστήµατα ή υλικές ζηµιές και γενικά να αντικαταστήσουν το περιβάλλον ακατάλληλο για τις επιθυµητές χρήσεις του»[82], αλλά και της έλλειψης του στοιχείου της υποβάθμισης, δηλαδή της «πρόκλησης από ανθρώπινες δραστηριότητες ρύπανσης ή οποιαδήποτε άλλης µεταβολής στο περιβάλλον, η οποία είναι πιθανό να έχει αρνητικές επιπτώσεις στην οικολογική ισορροπία, στην ποιότητα και στην υγεία των κατοίκων, στην ιστορική και πολιτιστική κληρονοµιά και στις αισθητικές αξίες.» (άρθρο 2 παρ. 4 του Ν. 1650/1986[83]). Συνεπώς, φαίνεται πως ούτε το αδίκημα της υποβάθμισης θα μπορούσε στις υπό έρευνα περιστάσεις να στοιχειοθετηθεί.
VII. Η Τέχνη του Δρόμου ως Απρόκλητη Φθορά Ξένης Ιδιοκτησίας
Η διακεκριμένη παραλλαγή της απρόκλητης φθοράς έχει ιδιαίτερη αξία και θα πρέπει να αναλυθεί στο πλαίσιο της παρούσας έρευνας ενόψει των λόγων που υπαγορεύουν την αυξημένη απαξία και δικαιολογούν τη βαρύτερη τιμώρησή της. Σύμφωνα με την πρώτη παράγραφο του άρθρου 382 ΠΚ[84], η φθορά ξένης ιδιοκτησίας, όπως τυποποιείται στο ΠΚ 381 παρ. 1, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών, «αν έγινε χωρίς πρόκληση από τον παθόντα». Το στοιχείο της αντικειμενικής υπόστασης της εν λόγω διακεκριμένης παραλλαγής της φθοράς, το οποίο έχει απασχολήσει εντόνως τόσο τη θεωρία, όσο και τη νομολογία, είναι αυτό του «απρόκλητου». Το αυξημένο ενδιαφέρον και οι εκτενείς αναλύσεις που επιχειρούνται αναφορικά με το συγκεκριμένο στοιχείο είναι κατανοητές, καθώς ακριβώς αυτό συνιστά το δικαιολογητικό λόγο της αυξημένης απαξίας του εν λόγω εγκλήματος.
Σύμφωνα με τον Μανωλεδάκηκαι τον Μπιτζιλέκη, «όταν… ο νόμος χρησιμοποιεί τη διατύπωση «χωρίς πρόκληση από τον παθόντα», δεν εννοεί βεβαίως να μην προκάλεσε τον δράστη ο παθών με τη συμπεριφορά του»[85], καθώς σε αυτήν την περίπτωση τα περισσότερα εγκλήματα θα θεωρούνταν απρόκλητα, και ως εκ τούτου διακεκριμένα[86], κάτι που δεν θα ήταν επιτρεπτό στα πλαίσια του Ποινικού μας Δικαίου, όπου «η επιβάρυνση είναι η εξαίρεση και όχι ο κανόνας»[87]. Αντίθετα, όπως παρατηρεί ο Μαργαρίτης,
Υπάρχει απρόκλητη φθορά, όταν ο δράστης και ο παθών δεν είχαν καμία σχέση ή επαφή προηγουμένως σε οποιοδήποτε επίπεδο κοινωνικών σχέσεων (λ.χ. δεν είχαν συναντηθεί) και ο δράστης δεν είχε κανένα λόγο, δικαιολογημένο ή μη, να στραφεί κατά του συγκεκριμένου υλικού αντικειμένου, στο οποίο συγκεκριμενοποιείται η ιδιοκτησία, δηλ. ενεργεί χωρίς αιτία, με στόχο την ιδιοκτησία ως κοινωνικό αγαθό, από αμφισβήτηση και εχθρότητα γενικά της κοινωνικής τάξης των πραγμάτων[88].
Αυτή ακριβώς η «αμφισβήτηση και εχθρότητα γενικά της κοινωνικής τάξης των πραγμάτων»[89], και ειδικότερα του εννόμου αγαθού της ιδιοκτησίας, συνιστά το δικαιολογητικό λόγο της αυξημένης ποινικής βαρύτητας της απρόκλητης φθοράς, το ότι δηλαδή ο δράστης στοχοποιεί το έννομο αγαθό της ιδιοκτησίας κατά τρόπο αυθαίρετο και τυχαίο, χωρίς δηλαδή να στρέφεται κατά συγκεκριμένου ιδιοκτήτη ή αντικειμένου[90]. Δημιουργείται κατ’ αυτόν τον τρόπο «κίνδυνος για αόριστο αριθμό ιδιοκτησιών»[91], ο οποίος καθιστά την απρόκλητη φθορά «οιονεί κοινώς επικίνδυνο έγκλημα»[92], και ως εκ τούτου, διακεκριμένη παραλλαγή του εγκλήματος της φθοράς ξένης ιδιοκτησίας. Είναι προφανές ότι, η Street Art εμπίπτει στον παραπάνω ορισμό, καθώς η επιλογή της κινητής ή ακίνητης ιδιοκτησίας εκ μέρους του Street Artist είναι κατά κανόνα τυχαία, με άλλα λόγια ο τελευταίος δε στρέφεται κατά συγκεκριμένου ιδιοκτήτη, αλλά επιλέγει, λόγου χάριν, τον τοίχο επί του οποίου θα δημιουργήσει βάσει τελείως διαφορετικών κριτηρίων, όπως είναι η τοποθεσία του αντικειμένου, η ποιότητα της επιφάνειάς του κ.ά.
Βάσει της παραπάνω -κρατούσας στη θεωρία- ερμηνείας της νομοθετικής διάταξης περί απρόκλητης φθοράς, καθίστανται σαφείς τόσο ο δικαιολογητικός λόγος του χαρακτηρισμού της εν λόγω μορφής φθοράς ως διακεκριμένης, όσο και η αιτία για την οποία αυτή διώκεται αυτεπαγγέλτως, σε αντίθεση με την επίσης διακεκριμένη παραλλαγή της φθοράς ιδιαίτερα μεγάλης αξίας (ΠΚ 383[93]). Σε όμοια ερμηνεία των παραπάνω επιλογών του νομοθέτη προβαίνει και η νομολογία. Συγκεκριμένα, κρίνεται πολύτιμη για τους σκοπούς της παρούσας μελέτης η παράθεση χωρίων της υπ’ αριθμόν 1/1999 απόφασης του Αρείου Πάγου[94], παρότι αυτή αφορά το αδίκημα της απρόκλητης έμπρακτης εξύβρισης, καθώς στην απόφαση αυτή επιβεβαιώνεται η θεωρητική ερμηνεία του «απροκλήτου» και επεξηγείται λεπτομερέστερα η αυτεπάγγελτη δίωξη της απρόκλητης φθοράς. Σύμφωνα, λοιπόν, με τον Άρειο Πάγο,
απρόκλητη είναι η εξύβριση όταν ο δράστης και ο παθών δεν είχαν προηγουμένως καμία σχέση ή επαφή και ο δράστης δεν είχε κανένα λόγο να στραφεί κατά του συγκεκριμένου παθόντος, αλλά ενήργησε με κίνητρο αντικοινωνικά αισθήματα…παραπέμπουν στην ιδιαίτερη μορφή εξύβρισης που εμφανίστηκε στην ελληνική κοινωνία κατά τις τελευταίες δεκαετίες, ως εκδήλωση αντικοινωνικής αυθάδειας και περιφρόνησης προς όσους είναι εντεταγμένοι σ’ αυτήν. Θύμα των εξυβρίσεων αυτών μπορεί να είναι οποιοσδήποτε ανεπιλέκτως (ανύποπτος περαστικός, ανώνυμος διαβάτης, διερχόμενη γυναίκα κ.λπ.), γι’ αυτό και χαρακτηρίζονται ως πράξεις «χουλιγκανισμού»…Αντίθετα, αν γίνει δεκτό ότι ως απρόκλητη νοείται η σε βάρος συμπτωματικού θύματος εξύβριση, η αυτεπάγγελτη δίωξη είναι εύλογη, διότι πρόκειται για αντικοινωνική εκδήλωση, που στρέφεται κατά του οποιουδήποτε απροσώπως, κατά του ανυποψίαστου κοινωνού, ενδιαφέρει επομένως όχι τόσο το συμπτωματικό θύμα όσο γενικότερα την έννομη τάξη.
Είναι, όμως, πράγματι η ερμηνεία αυτή σύμφωνη με το γράμμα του νόμου και το σκοπό της διατάξεως; Η μειοψηφούσα άποψη στη συγκεκριμένη απόφαση δίνει αρνητική απάντηση, υποστηρίζοντας ότι η «πρόκληση» συνίστατι σε συμπεριφορά του παθόντος που αποτέλεσε το «κίνητρο», την «αιτία» της συμπεριφοράς του δράστη. Η ερμηνεία αυτή εδράζεται, μάλιστα, κατά την άποψη της μειοψηφίας,
όχι μόνο ... στο γράμμα, δηλαδή στο κείμενο της εν λόγω διατάξεως του ΠK, η σαφήνεια της οποίας κατά κανένα τρόπο δεν επιτρέπει την απομάκρυνση από το γράμμα της, αλλά ακόμη υπαγορεύεται από τη λογική ερμηνεία της διατάξεως αυτής και συγκεκριμένα, τόσο από τα αίτια που προκάλεσαν τη θέσπισή της, που ήταν η έξαρση ορισμένων βίαιων πράξεων μεγάλης επιθετικότητας εναντίον ανύποπτων και άσχετων ανθρώπων και ιδίως πράξεων που γίνονται απρόκλητα, όσο και από το σκοπό της, που συνίσταται στην αυστηρότερη τιμωρία της προαναφερόμενης διακεκριμένης μορφής πράξεως εξαιτίας του μεγαλύτερου βαθμού κοινωνικής απαξίας της και μάλιστα χωρίς, προφανώς ακριβώς για τον τελευταίο λόγο, να απαιτείται έγκληση για την ποινική δίωξή της.
Σύμφωνα με την παραπάνω άποψη, στόχος των διατάξεων που θέτουν ως προϋπόθεση της εφαρμογής τους το «απρόκλητο» της πράξης, αλλά και σκοπός της αυτεπάγγελτης δίωξης των απρόκλητων εγκλημάτων, είναι η αντιμετώπιση του φαινομένου του «χουλιγκανισμού», και εν γένει αντικοινωνικών συμπεριφορών, γεγονός το οποίο φαίνεται να επιβεβαιώνει και η θεωρία, η οποία τονίζει τη διασύνδεση μεταξύ των διακεκριμένων παραλλαγών της φθοράς και του υπ’ αριθμόν 4000/1959 νομοθετικού διατάγματος, το οποίο έχει πλέον καταργηθεί[95]. Συγκεκριμένα, υποστηρίζεται ότι οι μορφές «απρόκλητης εγκληματικότητας» που εισήχθησαν στον Ποινικό Κώδικα με το Ν. 1419/1984[96]αντικατέστησαν στην ουσία κάποιες από τις διατάξεις του εν λόγω διατάγματος[97], το οποίο έφερε τον τίτλο «Περί καταστολής αξιοποίνων τινών πράξεων και συμπληρώσεως του άρθρου 6 του Κώδικος Ποινικής Δικονομίας», και είναι πλέον γνωστό ως ο «νόμος περί τεντυμποϊσμού»[98].
Πέραν του ενδιαφέροντος που παρουσιάζει η θεσμική ιστορία των απρόκλητων εγκλημάτων του ΠΚ από άποψη κοινωνιολογίας του Δικαίου, τα νομοθετήματα στα οποία εντοπίζονται οι ρίζες των εγκλημάτων αυτών, και κυρίως οι σκοποί της θεσπίσεώς τους, είναι σημαντικό να μελετηθούν στο πλαίσιο μιας νομικής ανάλυσης της Street Art, δεδομένου ότι η τελευταία θα μπορούσε, εξεταζόμενη από τη σκοπιά του ποινικού δικαίου, να χαρακτηρισθεί ως απρόκλητη φθορά. Με άλλα λόγια, οι κοινωνικοπολιτικές περιστάσεις υπό τις οποίες θεσπίσθηκαν οι διατάξεις περί «τεντυμποϊσμού», απόηχο των οποίων αποτελεί και το στοιχείο του «απροκλήτου» στον σύγχρονο ελληνικό Ποινικό Κώδικα, δε συντρέχουν πλέον, ενώ ο χαρακτήρας των πράξεων που εμπίπτουν στην κατηγορία του «χουλιγκανισμού» δεν προσήκει την τέχνη του δρόμου, ώστε να δικαιολογεί τη βαρύτερη τιμώρηση και την αυτεπάγγελτη δίωξη των δημιουργών τέτοιου είδους έργων.
Συγκεκριμένα, η «εκτόνωση» του δράστη μετά από διασκέδαση ή κατά ή μετά από αντικρατική εκδήλωση μέσω του σπασίματος βιτρίνων καταστημάτων, της καταστροφής αυτοκινήτων, τηλεφωνικών θαλάμων, δημοσίων κτιρίων[99], το κάψιμο αυτοκινήτου με μολότοφ[100], η μετά την ήττα ομάδας θραύση καθισμάτων γηπέδου ή η μετά την έξοδο από το γήπεδο θραύση μπαρμπρίζ σταθμευμένων αυτοκινήτων[101]κλπ., όλα παραδείγματα συμπεριφορών που χρησιμοποιούνται από την θεωρία ως ενδεικτικά απρόκλητης φθοράς, στοιχειοθετούν πράγματι το αδίκημα της φθοράς με τη μορφή της καταστροφής, της βλάβης, ή ακόμα και της αχρήστευσης του πράγματος. Αντίθετα, η Street Art θα μπορούσε, σύμφωνα με όσα αναπτύχθηκαν ανωτέρω, να λογιστεί μόνο ως ρύπανση, ή ακόμα και να αξιολογηθεί ως τέχνη και ως εξωραϊστική του αστικού τοπίου καλλιτεχνική επέμβαση. Ως εκ τούτου, η νομοθετικά προβλεπόμενη επαχθέστερη αντιμετώπιση του μείζονος δεν θα μπορούσε άνευ ετέρου, άνευ δηλαδή σχετικής ρητής ποινικής διάταξης, να οδηγήσει στην όμοια αντιμετώπιση του ελάσσονος.
Συνεπώς, η Street Art ως μορφή τέχνης, αλλά και ατομικής και συλλογικής έκφρασης που συχνά συμβάλλει στην αναβάθμιση του ατικού τοπίου, δεν θα μπορούσε να τυγχάνει της ίδιας ποινικής αντιμετώπισης με πράξεις «τυφλής» καταστροφής και βλάβης ξένης ιδιοκτησίας, τις οποίες ουσιαστικά καλούνται να αντιμετωπίσουν οι σύγχρονες διατάξεις περί απρόκλητης εγκληματικότητας. Συνακόλουθα, το παράταιρο της εφαρμογής των διατάξεων αυτών σε περιπτώσεις δημιουργίας έργων Street Art, το οποίο καταδεικνύεται μέσω της τελολογικής ερμηνείας του νόμου, θα ήταν ενδεχομένως αρκετό, ώστε να οδηγήσει στην αποφυγή της αυτεπάγγελτης δίωξης και της βαρύτερης τιμώρησης τέτοιων πράξεων, και συνεπώς, στην επαναφορά στην ελαφρύτερη και κατ’ έγκληση διωκόμενη βασική μορφή φθοράς του άρθρου 381 παρ. 1 ΠΚ.
VIII. Συμπερασματικές Παρατηρήσεις
Στο πλαίσιο της παρούσας μελέτης αναπτύχθηκε η προβληματική περί του αξιόποινου χαρακτήρα της δημιουργίας έργων τέχνης του δρόμου, και ειδικότερα περί της στοιχειοθέτησης του αδικήματος της φθοράς ξένης ιδιοκτησίας. Όπως κατεδείχθη, ο ρόλος του «παθόντος» είναι θεμελιώδης κατά την εξέταση του εν λόγω ζητήματος, καθώς ο ιδιοκτήτης του πράγματος είναι εκείνος που καλείται να χαρακτηρίσει το έργο στην επιφάνεια του αντικειμένου που του ανήκει είτε ως φθορά και προσβολή της κυριότητάς του είτε ως τέχνη, ζητώντας ακολούθως τη δίωξη του καλλιτέχνη του δρόμου ή συναινώνταςστην πράξη αυτού, αντίστοιχα. Αντίθετα, περισσότερο αντικειμενικοί παράγοντες, όπως είναι οι κοινωνικές αντιλήψεις και η ευκολία αποκατάστασης της πρότερης κατάστασης του πράγματος, φαίνονται να λαμβάνονται υπόψη μόνο συμπληρωματικώς, μετριάζοντας το έντονα υποκειμενικό κριτήριο των αντιλήψεων του «παθόντος» περί «Ωραίου» και «Τέχνης».
Πάντως, ακόμα κι αν ο ιδιοκτήτης αξιολογήσει το έργο της Street Art ως βανδαλισμό, ο εκάστοτε εφαρμοστής του δικαίου είναι εκείνος που θα κληθεί να κρίνει το εάν η πράξη του καλλιτέχνη του δρόμου συνιστά τελικά αξιόποινη πράξη. Κατά την γράφουσα, η ιδιοκτησία που αποτελεί τον «καμβά» του Street Artist δεν καταστρέφεται, ούτε βλάπτεται, με την έννοια της ρύπανσης να θεωρείται ως η πλέον ταιριαστή στις υπό εξέταση περιπτώσεις, καθώς παραπέμπει εμμέσως στον εγγενή σε κάθε είδους τέχνη παράγοντα της αισθητικής.Ωστόσο, η τέχνη του δρόμου δε φαίνεται να στοιχειοθετεί το αδίκημα της φθοράς ούτε με τη μορφή της ρύπανσης, δεδομένου ότι η τελευταία δεν αναφέρεται ρητώς στον Ποινικό Κώδικα ως επιμέρους μορφή φθοράς και ενόψει της θεμελιώδους αρχής nullum crimen nulla poena sine lege. Εξίσου δυσχερής θα ήταν και η υπαγωγή της Street Art στις διατάξεις περί υποβάθμισης του περιβάλλοντος, ιδιαίτερα σε περιπτώσεις όπου αυτή μάλλον εξωραϊζει παρά υποβαθμίζει το αστικό τοπίο.Σε τέτοιες περιπτώσεις θα ήταν ομοίως παράδοξη και η εφαρμογή των διατάξεων περί απρόκλητης φθοράς, αφού η αυτεπάγγελτη δίωξη και η βαρύτερη τιμώρηση της τέχνης του δρόμου δε συνάδουν με το δικαιολογητικό λόγο και το σκοπό της θέσπισης των διατάξεων αυτών, την αντιμετώπιση δηλαδή πράξεων καταστροφής και βλάβης και εν γένει αντικοινωνικών συμπεριφορών, που υπάγονται στο φαινόμενο του λεγόμενου «χουλιγκανισμού».
Κατόπιν της παρούσας συνοπτικής έρευνας του ισχύοντος ποινικού νομικού πλαισίου, το οποίο θα μπορούσε να τύχει εφαρμογής εν όψει περιπτώσεων δημιουργίας έργων που υπάγονται στην κατηγορία της Street Art, καιεν είδει συμπεράσματος, εκφράζεται η ελπίδα ότι η έρευνα αυτή θα αποτελέσει το έναυσμα περαιτέρω βιβλιογραφικής και ερευνητικής μελέτης συναφών ζητημάτων τα οποία αναδείχθηκαν, αλλά και τα οποία αναμφίβολα θα προκύψουν μελλοντικά εν όψει της διαρκώς εξελισσόμενης φύσης του φαινομένου της τέχνης του δρόμου.
* H Αγγελική Γιαννάκη είναι Νομικός, Εθνικό Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, MSc in Criminology and Criminal Justice, Centre for Criminology, Faculty of Law, Πανεπιστήμιοτης Οξφόρδης- ΗΒ
[1]Βλ. ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ.
[2]P. N.Salib, “The Law of Banksy: Who Owns Street Art?”, The University of Chicago Law Review, vol. 82, no4, 2015, σελ. 2295.
[3]Βλ. Salib, όπ.π. 2296.
[4]Βλ. Salib, όπ.π. 2296.
[5]Lerman C., Protecting Artistic Vandalism: Graffiti and Copyright Law, NYU Journal of Intellectual Property and Entertainment Law, vol. 2, 2013, σελ. 298.
[6]Μυλωνόπουλος Χρ. Χ., Ποινικό Δίκαιο- Ειδικό Μέρος(3ηέκδοση), Π.Ν. Σάκκουλας, Αθήνα, 2016, σελ. 1, με παραπομπή σε Δαγτόγλου, Ατομικά Δικαιώματα Β’, Αθήνα 1991, 899, 904, και σε Βελέντζα, Η συνταγματική εγγύηση της ιδιοκτησίας, 1987, 98, 112.
[7]Βλ. Μυλωνόπουλο, 2016, όπ.π. 1.
[8]Παύλου, Στ. Κλ., Εγκλήματα κατά της Ιδιοκτησίας- Άρθρα 372-384α Π.Κ., Δίκαιο & Οικονομία- Π.Ν. Σάκκουλας, Αθήνα, 2006, σ. 201.
[9]Μανωλεδάκης Ι. και Μπιτζιλέκης Ν., Εγκλήματα κατά της Ιδιοκτησίας- Άρθρα 372-384 Π.Κ.(14ηέκδοση), Εκδόσεις Σάκκουλα – Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2013, σ. 275.
[10]Βλ. Παύλου, όπ.π. 201.
[11]Βλ. Μανωλεδάκη/Μπιτζιλέκη, όπ.π. 275.
[12]Δέτσης Μ.Δ., Τα εγκλήματα σχετικά με τα υπομνήματα και την υπηρεσία- κατά της ιδιοκτησίας και των περιουσιακών δικαιωμάτων (άρθρα 216-223, 235-263Β, 372-406Α ΠΚ)(Α’ έκδοση), Αθήνα, 2015, σ. 497.
[13]Βλ. Μανωλεδάκη/Μπιτζιλέκη, όπ.π. 275.
[14]Βλ. Μανωλεδάκη/Μπιτζιλέκη, όπ.π. 280-281.
[15]Βλ. Μανωλεδάκη/Μπιτζιλέκη, όπ.π. 281, με παραπομπή LK-Wolff, §303 αρ. περ. 2.
[16]Μαργαρίτης Μ., Ποινικός Κώδικας- Ερμηνεία- Εφαρμογή(2η έκδοση), Δίκαιο & Οικονομία- Π.Ν. Σάκκουλας, Αθήνα, 2009, σ. 1124.
[17]Μυλωνόπουλος Χρ. Χ., Ποινικό Δίκαιο- Ειδικό Μέρος. Τα εγκλήματα κατά της Ιδιοκτησίας και της Περιουσίας (άρθρα 372-406 Π.Κ.) (Β’ έκδοση), Δίκαιο & Οικονομία- Π.Ν. Σάκκουλας, Αθήνα, 2006, σ. 344.
[18]Βλ. Μυλωνόπουλο, όπ.π. 346.
[19]Βλ. Μυλωνόπουλο, όπ.π.. 346.
[20]ΑΠ 1231/1982, ΠΧ ΛΓ’/473.
[21]Βλ. Μυλωνόπουλο, όπ.π. 346.
[22]Βλ. Μυλωνόπουλο, όπ.π. 346.
[23]Βλ. Μυλωνόπουλο, όπ.π. 346.
[24]Βλ. Δέτση, όπ.π. 499.
[25]Βλ. Μυλωνόπουλο, όπ.π. 346-347.
[26]Βλ. Μυλωνόπουλο, όπ.π. 347.
[27]ΑΠ 1231/1982, ΠΧ ΛΓ’/473.
[28]Βλ. Παύλου, όπ.π. 202.
[29]Βλ. Μανωλεδάκη/Μπιτζιλέκη, όπ.π. 287.
[30]Βλ. Μυλωνόπουλο, όπ.π. 350-351.
[31]Βλ. Μανωλεδάκη/Μπιτζιλέκη, όπ.π. 286.
[32]Βλ. Μανωλεδάκη/Μπιτζιλέκη, όπ.π. 287.
[33]Βλ. Δέτση, όπ.π. 501.
[34]Βλ. ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ.
[35]Βλ. ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ.
[36]Βλ. Μανωλεδάκη/Μπιτζιλέκη, όπ.π. 293.
[37]Ανδρουλάκης Ν. Κ., Θεμελιώδεις Έννοιες της Ποινικής Δίκης (3ηέκδοση), Δίκαιο & Οικονομία- Π.Ν. Σάκκουλας, Αθήνα, 2007, σελ. 268.
[38]Βλ. ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ.
[39]Βλ. ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ.
[40]Βλ. ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ.
[41]Βλ. ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ.
[42]Βλ. ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ.
[43]Βλ. ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ.
[44]Βλ. ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ.
[45]Βλ. ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ.
[46]Βλ. ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ.
[47]Βλ. Παύλου, όπ.π. 210 επ.
[48]Βλ. Παύλου, όπ.π. 201.
[49]Βλ. Παύλου, όπ.π. 202.
[50]Βλ. ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ.
[51]Βλ. Μανωλεδάκη/Μπιτζιλέκη, όπ.π. 283.
[52]Βλ. Παύλου, όπ.π. 203.
[53]Βλ. Παύλου, όπ.π. 203.
[54]Βλ. Παύλου, όπ.π. 202-203.
[55]Βλ. Παύλου, όπ.π. 204.
[56]Βλ. Παύλου, όπ.π. 204.
[57]Βλ. Μυλωνόπουλο, όπ.π. 346.
[58]Βλ. Μυλωνόπουλο, όπ.π. 345-346.
[59]Βλ. Δέτση, όπ.π. 498.
[60]ΑΠ 1231/1982, ΠΧ ΛΓ’/473.
[61]Βλ. Μαργαρίτη, όπ.π. 1124.
[62]Βλ. Μανωλεδάκη/Μπιτζιλέκη, όπ.π. 283.
[63]Βλ. Μανωλεδάκη/Μπιτζιλέκη, όπ.π. 283.
[64]Βλ. Μανωλεδάκη/Μπιτζιλέκη, όπ.π. 283.
[65]Βλ. Μανωλεδάκη/Μπιτζιλέκη, όπ.π. 284.
[66]Βλ. Μανωλεδάκη/Μπιτζιλέκη, όπ.π. 284.
[67]ΑΠ 1231/1982, ΠΧ ΛΓ’/473.
[68]Βλ. Μανωλεδάκη/Μπιτζιλέκη, όπ.π. 283.
[69]Βλ. Μανωλεδάκη/Μπιτζιλέκη, όπ.π. 284.
[70]Βλ. Μανωλεδάκη/Μπιτζιλέκη, όπ.π. 283.
[71]Βλ. Μανωλεδάκη/Μπιτζιλέκη, όπ.π. 284.
[72]Βλ. ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ.
[73]Βλ. ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ.
[74]Χωραφάς, Ν. Α., Ποινικόν Δίκαιον, Τόμος Πρώτος, (Έκδοσις Ένατη), Εκδοτικός Οίκος Αφοί Π. Σάκκουλα, Αθήνα, 1978, σελ. 56.
[75]Βλ. ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ.
[76]Βλ. ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ.
[77]ΑΠ 444/2002, ΠΧ ΝΒ 990, στην οποία μεταξύ άλλων αναφέρεται: «Μεταξύ των παραπάνω εγκλημάτων της φθοράς ξένου πράγματος που χρησιμεύει σε κοινό όφελος και της υποβαθμίσεως του περιβάλλοντος, όταν αυτά τελούνται με μία και την αυτή πράξη του δράστη υπάρχει πραγματική κατ’ ιδίαν συρροή, αφού είναι διαφορετικά τα στοιχεία της αντικειμενικής υποστάσεως καθ’ ενός από τα εγκλήματα αυτά και διαφορετικά το προστατευόμενο στην περίπτωση καθενός από αυτά έννομο αγαθό.»
[78]Βλ. Παύλου, όπ.π. 208.
[79]Βλ. Μυλωνόπουλο Χρ. Χ., 2006, όπ.π. 362.
[80]Βλ. ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ.
[81]ΑΠ 444/2002, ΠΧ ΝΒ 990.
[82]Βλ. ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ.
[83]Βλ. ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ.
[84]Βλ. ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ.
[85]Βλ. Μανωλεδάκη/Μπιτζιλέκη, όπ.π. 294.
[86]Βλ. Μανωλεδάκη/Μπιτζιλέκη, όπ.π. 294-295.
[87]Βλ. Μανωλεδάκη/Μπιτζιλέκη, όπ.π. 295.
[88]Βλ. Μαργαρίτη, όπ.π. 1129.
[89]Βλ. Μαργαρίτη, όπ.π. 1129.
[90]Βλ. Παύλου, όπ.π. 212.
[91]Βλ. Μανωλεδάκη/Μπιτζιλέκη, όπ.π. 296.
[92]Βλ. Μανωλεδάκη/Μπιτζιλέκη, όπ.π. 296.
[93]Βλ. ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ.
[94]ΟλΑΠ 1/1999, ΠΧ ΜΘ 810.
[95]Βλ. Μανωλεδάκη/Μπιτζιλέκη, όπ.π. 294.
[96]Βλ. Παύλου, όπ.π. 211.
[97]Βλ. Μανωλεδάκη/Μπιτζιλέκη, όπ.π. 294-295.
[98]Βλ. Μανωλεδάκη/Μπιτζιλέκη, όπ.π. 295.
[99]Βλ. Μανωλεδάκη/Μπιτζιλέκη, όπ.π. 296.
[100]Βλ. Παύλου, όπ.π. 212.
[101]Βλ. Δέτση, όπ.π. 509-510.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Ανδρουλάκης Ν. Κ., Θεμελιώδεις Έννοιες της Ποινικής Δίκης (3ηέκδοση), Δίκαιο & Οικονομία- Π.Ν. Σάκκουλας, Αθήνα, 2007.
Δέτσης Μ.Δ., Τα εγκλήματα σχετικά με τα υπομνήματα και την υπηρεσία- κατά της ιδιοκτησίας και των περιουσιακών δικαιωμάτων (άρθρα 216-223, 235-263Β, 372-406Α ΠΚ)(Α’ έκδοση), Αθήνα, 2015.
Μανωλεδάκης Ι. και Μπιτζιλέκης Ν., Εγκλήματα κατά της Ιδιοκτησίας- Άρθρα 372-384 Π.Κ.(14η έκδοση), Εκδόσεις Σάκκουλα- Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2013.
Μαργαρίτης Μ., Ποινικός Κώδικας- Ερμηνεία- Εφαρμογή(2η έκδοση), Δίκαιο & Οικονομία- Π.Ν. Σάκκουλας, Αθήνα, 2009.
Μυλωνόπουλος Χρ. Χ., Ποινικό Δίκαιο- Ειδικό Μέρος. Τα εγκλήματα κατά της Ιδιοκτησίας και της Περιουσίας (άρθρα 372-406 Π.Κ.)(Β’ έκδοση), Δίκαιο & Οικονομία- Π.Ν. Σάκκουλας, Αθήνα, 2006.
Μυλωνόπουλος Χρ. Χ., Ποινικό Δίκαιο- Ειδικό Μέρος(3ηέκδοση), Π.Ν. Σάκκουλας, Αθήνα, 2016.
Παύλου, Στ. Κλ., Εγκλήματα κατά της Ιδιοκτησίας- Άρθρα 372-384α Π.Κ., Δίκαιο & Οικονομία- Π.Ν. Σάκκουλας, Αθήνα, 2006.
Χωραφάς, Ν. Α., Ποινικόν Δίκαιον, Τόμος Πρώτος, (Έκδοσις Ένατη), Εκδοτικός Οίκος Αφοί Π. Σάκκουλα, Αθήνα, 1978.
Επιστημονικά Άρθρα
Lerman C., Protecting Artistic Vandalism: Graffiti and Copyright Law, NYU Journal of Intellectual Property and Entertainment Law, vol. 2, 2013.
N.Salib, “The Law of Banksy: Who Owns Street Art?”,The University of Chicago Law Review, vol. 82, no4, 2015.
Νομολογία
ΑΠ 1231/1982, ΠΧ ΛΓ’/473.
ΟλΑΠ 1/1999, ΠΧ ΜΘ 810.
ΑΠ 444/2002, ΠΧ ΝΒ 991.
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ
ΠΟΙΝΙΚΟΣ ΚΩΔΙΚΑΣ
Άρθρο 1- Καμία ποινή χωρίς νόμο
Ποινή δεν επιβάλλεται παρά μόνο για τις πράξεις εκείνες για τις οποίες ο νόμος την είχε ρητά ορίσει πριν από την τέλεσή τους.
Άρθρο 381- Φθορά ξένης ιδιοκτησίας
Όποιος με πρόθεση καταστρέφει ή βλάπτει ξένο (ολικά ή εν μέρει) πράγμα ή με άλλον τρόπο καθιστά ανέφικτη τη χρήση του τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών.
Αν η φθορά έχει αντικείμενο πράγμα ευτελούς αξίας ή η ζημία που προξενήθηκε από τη φθορά είναι ελαφρά, ο υπαίτιος τιμωρείται με κράτηση έως έξι (6) μήνες ή με πρόστιμο έως τρεις χιλιάδες (3.000) ευρώ.
Άρθρο 382- Διακεκριµένες περιπτώσεις φθοράς
Με φυλάκιση τουλάχιστον τριών µηνών τιµωρείται η φθορά ξένης ιδιοκτησίας της πρώτης παραγράφου του άρθρου 381, αν έγινε χωρίς πρόκληση από τον παθόντα.
Με την ποινή της προηγούµενης παραγράφου τιµωρείται ο δράστης, αν το αντικείµενο της πράξης που προβλέπεται στην πρώτη παράγραφο του άρθρου 381: α) είναι πράγµα που χρησιµεύει για κοινό όφελος. β) είναι ιδιαίτερα µεγάλης αξίας. γ) η φθορά έγινε µε φωτιά ή µε κάποιο από τα µέσα που προβλέπει το άρθρο 270.
Αν στην πράξη της πρώτης παραγρ. συµµετείχαν δύο ή περισσότεροι ή συντρέχει και µία από τις περιπτώσεις της δεύτερης παραγράφου, επιβάλλεται φυλάκιση τουλάχιστον έξι µηνών.
Όποιος προκαλεί κατά τους όρους του προηγούµενου άρθρου φθορά ή βλάβη αρχαιολογικού ή καλλιτεχνικού ή ιστορικού µνηµείου ή αντικειµένου τοποθετηµένου σε δηµόσιο χώρο τιµωρείται µε φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους αν η πράξη δεν τιµωρείται βαρύτερα µε άλλη διάταξη.
Άρθρο 383- Γενικές διατάξεις
Στις περιπτώσεις των άρθρων 381 και 382 παρ.2 στοιχ. β’ η ποινική δίωξη ασκείται µόνο ύστερα από έγκληση του παθόντος.
ΚΩΔΙΚΑΣ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ
Άρθρο 36- Αυτεπάγγελτη δίωξη
Όταν δεν απαιτείται έγκληση ή αίτηση, η ποινική δίωξη κινείται αυτεπάγγελτα, ύστερα από αναφορά, μήνυση ή άλλη είδηση ότι διαπράχθηκε αξιόποινη πράξη.
Άρθρο 50- Δίωξη μόνο με έγκληση
Κατ’ εξαίρεση, στις περιπτώσεις που ορίζονται ρητά στον ποινικό κώδικα ή σε άλλους νόμους η ποινική δίωξη γίνεται μόνο με έγκληση του παθόντος.
Αφού υποβληθεί η έγκληση, η ποινική δίωξη προχωρεί όπως και στα εγκλήματα που διώκονται αυτεπαγγέλτως. Αν η δίωξη ασκήθηκε χωρίς έγκληση, η σχετική με την έγκληση δήλωση μπορεί να γίνει από τον παθόντα και στο ακροατήριο πριν από την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας.
ΣΥΝΤΑΓΜΑ
Άρθρο 7
Έγκλημα δεν υπάρχει ούτε ποινή επιβάλλεται χωρίς νόμο που να ισχύει πριν από την τέλεση της πράξης και να ορίζει τα στοιχεία της. Ποτέ δεν επιβάλλεται ποινή βαρύτερη από εκείνη που προβλεπόταν κατά την τέλεση της πράξης.
Ν. 1650/1986
Αρθρο 2- Ορισµοί
Κατά την έννοια του νόµου αυτού νοούνται ως:
Περιβάλλον: το σύνολο των φυσικών και ανθρωπογενών παραγόντων και στοιχείων που βρίσκονται σε αλληλεπίδραση και επηρεάζουν την οικολογική ισορροπία, την ποιότητα της ζωής, την υγεία των κατοίκων, την ιστορική και πολιτιστική παράδοση και τις αισθητικές αξίες.
Ρύπανση: η παρουσία στο περιβάλλον ρύπων, δηλαδή κάθε είδους ουσιών, θορύβου, ακτινοβολίας ή άλλων µορφών ενέργειας, σε ποσότητα, συγκέντρωση ή διάρκεια που µπορούν να προκαλέσουν αρνητικές επιπτώσεις στην υγεία, στους ζωντανούς οργανισµούς και στα οικοσυστήµατα ή υλικές ζηµιές και γενικά να καταστήσουν το περιβάλλον ακατάλληλο για τις επιθυµητές χρήσεις του.
Υποβάθµιση: η πρόκληση από ανθρώπινες δραστηριότητες ρύπανσης ή οποιασδήποτε άλλης µεταβολής στο περιβάλλον, η οποία είναι πιθανό να έχει αρνητικές επιπτώσεις στην οικολογική ισορροπία, στην ποιότητα ζωής και στην υγεία των κατοίκων, στην ιστορική και πολιτιστική κληρονοµιά και στις αισθητικές αξίες.
Αρθρο 28- Ποινικές κυρώσεις
Με φυλάκιση τριών µηνών έως δύο έτη και χρηµατική ποινή τιµωρείται όποιος:
α) προκαλεί ρύπανση ή υποβαθµίζει το περιβάλλον µε πράξη ή παράλειψη που αντιβαίνει στις διατάξεις του νόµου αυτού ή των κατ' εξουσιοδότηση του εκδιδόµενων διαταγµάτων και υπουργικών ή νοµαρχιακών αποφάσεων ή
β) ασκεί δραστηριότητα η επιχείρηση χωρίς την απαιτούµενη, σύµφωνα µε τις διατάξεις του νόµου αυτού η των κατ' εξουσιοδότηση του εκδιδόµενων διαταγµάτων και υπουργικών ή νοµαρχιακών αποφάσεων, άδεια ή έγκριση, ή υπερβαίνει τα όρια της άδειας ή έγκρισης που του έχει χορηγηθεί και υποβαθµίζει το περιβάλλον.
Στις περιπτώσεις εγκλημάτων του κεφαλαίου αυτού ως πολιτικώς ενάγων μπορεί να παρίσταται και το Δημόσιο, οι οργανισμοί τοπικής αυτοδιοίκησης στην περιφέρεια των οποίων εκτελέστηκε το έγκλημα και το Τεχνικό Επιμελητήριο της Ελλάδας, ανεξάρτητα αν έχουν υποστεί περιουσιακή ζημιά, με αίτημα την αποκατάσταση των πραγμάτων, στο μέτρο που είναι δυνατή. Έγγραφη προδικασία δεν απαιτείται.