Η νομική αξιολόγηση των νέων διατάξεων του Ποινικού Κώδικα για την προστασία των θυμάτων ενδοοικογενειακής βίας
Εισαγωγή
Η βία στην οικογένεια συνιστά μία «μη φανερή βία»[1], με την έννοια ότι εντάσσεται στο «σκοτεινό αριθμό της εγκληματικότητας», στο βωμό συχνά της διατήρησης της οικογενειακής συνοχής[2]. Ο νομικός μολονότι χειρίζεται υποθέσεις ενδοοικογενειακής βίας και για τον λόγο αυτό διαθέτει μία ανάλογη εμπειρία, όταν καλείται να ερμηνεύσει τον όρο της ενδοοικογενειακής βίας, έρχεται αντιμέτωπος με ένα ογκώδες πεδίο έρευνας, το οποίο ίσως εκ προιμίου αδυνατεί να χαλιναγωγήσει[3]. Η νομική σκέψη αυτή καθ’ εαυτή δεν διαθέτει μια γενικότερη προβληματική γύρω από την «οντολογία» της βίας και τις ταυτότητες που αυτή παράγει. «Ακόμη και οι στρατηγικές της δικαιοσύνης μπορεί να παγιδευθούν σε μια συγκεκριμένη γλώσσα η οποία μπορεί να είναι περισσότερο ή λιγότερο «κλειστή»· να αντανακλά περισσότερο ή λιγότερο συγκεκριμένες μορφές βίας»[4].
Ορισμοί
Η Έννοια της Οικογένειας
Στον χώρο της ελληνικής δικαιοσύνης μέχρι στιγμής ιδιαίτερα αξιόλογη και καθοριστική καινοτομία ως προς τον προσδιορισμό των εννοιών «ενδοοικογενειακή βία», «οικογένεια» και «θύμα ενδοοικογενειακής βίας», συνιστούσε ο Ν 3500/2006 «για την αντιμετώπιση της ενδοοικογενειακής βίας και άλλες διατάξεις», ήδη από το άρθρο 1. Έτσι, πρόσωπα που δεν ενέπιπταν στο εν λόγω άρθρο, αν βιαιοπραγούσαν, αντιμετωπίζονταν με τις κοινές διατάξεις.[5]
Εφαρμόζεται έτσι ο ειδικός Ποινικός Νόμος σε ένα μεγάλο κύκλο προσώπων, όπου δράστης ενδοοικογενειακής βίας θα μπορούσε να είναι α) οι γονείς και τα ανήλικα ή ενήλικα παιδιά (είτε βιολογικά, είτε με τη μέθοδο της υποβοηθούμενης αναπαραγωγής, είτε τα εξ υιοθεσίας), β) οι σύζυγοι, που συνδέονται με γάμο, γ) τα πρόσωπα εκείνα που συνδέονται με σύμφωνο συμβίωσης και τα τέκνα τους, δ) οι συγγενείς α΄ και β΄ βαθμού εξ αίματος ή εξ αγχιστείας που συνδέονται με τους γονείς/συζύγους, ε) οι συγγενείς εξ αίματος ή εξ αγχιστείας έως δ΄ βαθμού, εφόσον συνοικούν, στ) ο επίτροπος, ο ανάδοχος, ο δικαστικός συμπαραστάτης, από τη στιγμή που είναι μέλη της οικογένειας, αλλά και τα πρόσωπα που τελούν υπό επιτροπεία, υπό αναδοχή και υπό δικαστική συμπαράσταση, ζ) οι μόνιμοι σύντροφοι και τέκνα κοινά ή ενός εξ αυτού, η) οι τέως σύζυγοι, θ) οι τέως μόνιμοι σύντροφοι και ι) τα μέρη Συμφώνου Συμβίωσης που έχει λυθεί. Έτσι, η οικογένεια φαίνεται πως νοείται με κοινωνιολογική μάλλον και όχι με τη νομική εκδοχή της[6].
Στις νέες διατάξεις του ΠΚ, ήτοι στα άρθρα 330, 333 και 312 ΠΚ ο νομοθέτης επέλεξε να περιορίσει την έννομη προστασία σε ορισμένες «σχέσεις εγγύτητας». Έτσι, οι νέες ποινικές διατάξεις εφαρμόζονται σε πράξεις που έχουν τελεσθεί εις βάρος α) συζύγου ή του συντρόφου κατά τη διάρκεια της συμβίωσης, β) ανηλίκου ή γ) ανυπεράσπιστου προσώπου, εφόσον τα πρόσωπα αυτά βρίσκονται υπό την: επιμέλεια ή προστασία του δράστη βάσει νόμου, δικαστικής απόφασης, ή πραγματικής κατάστασης, συνοικούν με αυτόν ή έχουν σχέση εργασίας ή υπηρεσίας.
Από την άλλη πλευρά, το ΕΔΔΑ όταν καλείται να εξετάσει τυχόν παραβίαση του άρθρου 8 της ΕΣΔΑ, υιοθετεί μία διαφορετική στάση απέναντι στην έννοια της οικογένειας, Δηλαδή, η έννοια της «οικογενειακής ζωής» αποτελεί μία «αυτόνομη έννοια», η οποία δεν ερμηνεύεται κατ’ ανάγκη με τον ίδιο τρόπο που ερμηνεύεται στο εσωτερικό δίκαιο των κρατών μελών[7]. Η ύπαρξη ή μη της οικογενειακής ζωής συνιστά ζήτημα πραγματικό, το οποίο εξαρτάται από την ύπαρξη πραγματικών στενών προσωπικών δεσμών[8]. Συνεπώς, το ΕΔΔΑ θα ερευνήσει την ύπαρξη de factoοικογενειακών δεσμών, όπως το εάν οι προσφεύγοντες ζούσαν μαζί παρά της απουσίας νομικής αναγνώρισης του οικογενειακού βίου[9], τη διάρκεια της σχέσης τους και στην περίπτωση μη παντρεμένων ζευγαριών, εάν είχαν εκδηλώσει εκατέρωθεν δέσμευση στη σχέση τους με την απόκτηση παιδιών[10]. Επιπροσθέτως, η συμβίωση δεν αποτελεί αναγκαία συνθήκη για την αναγνώριση της προστασίας που εγγυάται η ΕΣΔΑ. Έτσι, και τα μέλη μίας οικογένειας, τα οποία δε συγκατοικούν λόγω διάστασης, δε στερούνται της προστασίαςτης οικογένειας.[11]
Η Έννοια της Βίας
Αυτό που αξίζει να επισημανθεί είναι πως οι ειδικοί δεν ομογνωμούν ως προς τον εννοιολογικό καθορισμό της ενδοοικογενειακής βίας. Αν επιχειρούσαμε να κατατάξουμε την πλειάδα των ορισμών που έχουν σχετικά δοθεί, θα βρισκόμασταν αντιμέτωποι με πολλών ειδών διακρίσεις.
Κατά την πλέον σύγχρονη αντίληψη, η έννοια της ενδοοικογενειακής βίας δεν περιορίζεται μόνο στην σωματική επαφή[12], αλλά περιλαμβάνει και άλλες μορφές.[13]Υπό το πρίσμα αυτό, η ενδοοικογενειακή βία δύναται να περιλαμβάνει απειλές (άρθρο 7 Ν 3500/2006), προσβολές σωματικού (άρθρο 6 Ν 3500/2006), σεξουαλικού (άρθρα 8 και 9 Ν 3500/2006 ), συναισθηματικού ή οικονομικού χαρακτήρα, αλλά και ενδοοικογενειακή έμμονη παρενοχλητική παρακολούθηση «spouse stalking»[14] Ειδικά δε για την ενδοοικογενειακή βία εις βάρος ανηλίκων σημειώνονται πλην των ανωτέρω ως ποινικά κολάσιμες πράξεις το «σύνδρομο του τρανταγμένου-δονημένου παιδιού», το «σύνδρομο του αμέτοχου θεατή», το σύνδρομο «Μuenchausen δια αντιπροσώπου» και η παραμέληση[15].
Ανάλυση των Νέων Ποινικών Διατάξεων
Κατά πρώτο λόγο, άξιας μνείας είναι το νέο άρθρο 312 ΠΚ. Φαίνεται πως ο Ν 3500/2006, δεν καταργείται ρητά με τον νέο ΠΚ[16], αλλά σύμφωνα με το πνεύμα του νομοθέτη, τα ειδικότερα αναφερόμενα στο νόμο 3500/2006 αδικήματα ενδοοικογενειακής βίας καλύπτονται πλήρως από την διάταξη του νέου άρθρου 312 ΠΚ, που αναφέρεται ειδικά στις αξιόποινες των άρθρων 308, 309, 310 και 311 του ΠΚ σε βάρος αδύναμων ατόμων και ως νεότερη καλύπτει όλες τις πράξεις ενδοοικογενειακής βίας, επισύροντας αυστηρότερες ποινές[17].
Σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση του νέου Ποινικού Κώδικα[18] σοβαρές αλλαγές έχουν υιοθετηθεί για το έγκλημα του άρθρου 312 του νέου ΠΚ, που τυποποιεί την σωματική βλάβη αδύναμων ατόμων[19]. Τροποποιείται[20]αρχικά ο τίτλος του άρθρου, ώστε να αποσαφηνιστεί ότι η διάταξη καταλαμβάνει πλέον όλες τις πράξεις σωματικής βλάβης που στρέφονται κατά αδύναμων ατόμων, εφόσον βρίσκονται στις ρητά μνημονευόμενες εκ του νόμου σχέσεις[21], χωρίς να χρειάζεται να αποδειχθεί η αδύναμη θέση τους, οι οποίες πρέπει να συντρέχουν την στιγμή της επενέργειας της συμπεριφοράς του δράστη και δεν απαιτείται να υπάρχουν και κατά την στιγμή της επέλευσης του αποτελέσματος.[22]
Έτσι, ο δράστης έχει το θύμα στην επιμέλεια ή την προστασία του όταν ο παθών βρίσκεται υπό τη γονική μέριμνα ή υπό την επιμέλειά του, βάσει των διατάξεων του ΑΚ ( 1510, 1518, 1532, 1589, 1655, 1666 ΑΚ) ή βάσει δικαστικής απόφασης ή πραγματικής κατάστασης. Αντίθετα με την επιμέλεια, η οποία προϋποθέτει μονιμότερη εξάρτηση δράστη και θύματος, η προστασία αποτελεί μία πραγματική σχέση που χαρακτηρίζεται από την τοπική εγγύτητα προστάτη και προστατευόμενου και την (συνήθως) σχετικά συντομότερη διάρκεια, η οποία στηρίζεται στην άμεση επαγρύπνηση του προστάτη επί του προστατευομένου, χωρίς να ενδιαφέρει ο χώρος ή ο τόπος όπου εκδηλώνεται η σχέση προστασίας. Παθητικό υποκείμενο του αδικήματος είναι ο ανήλικος, που δεν έχει συμπληρώσει το 18ο έτος της ηλικίας του[23] και τα πρόσωπα εκείνα που δε μπορούν να υπερασπιστούν τον εαυτό τους[24]. Στην παράγραφο 3 καθίσταται σαφές πως η ενώπιον ανηλίκου τέλεση της άδικης πράξης εξομοιώνεται με την εις βάρος ανηλίκου πρόκληση σωματικής βλάβης.
Η παράγραφος 2 του άρθρου 312 ΠΚ ρυθμίζει την ποινική κύρωση όταν οι ανωτέρω αξιόποινες πράξεις στρέφονται σε βάρος της συζύγου κατά τη διάρκεια του γάμου ή σε βάρος της συντρόφου κατά τη διάρκεια της συμβίωσης, ενώ η τέλεση της πράξης σε βάρος εγκύου συνιστά επιβαρυντική περίπτωση[25]. Η ξεχωριστή αυτή μνεία, όπως συνέβαινε και στον Ν 3500/2006 γίνεται για να μην καταλείπεται αμφιβολία καμία, ότι αυτή είναι ανυπεράσπιστη και δε μπορεί να αντισταθεί. Καινοτομία αποτελεί σαφέστατα η παράγραφος 4 του νέου άρθρου 312 ΠΚ, η οποία φαίνεται πως μεταφέρει σχεδόν αυτούσια το άρθρο 6 παρ. 4 του Ν 3500/2006. Από τη διατύπωση της εν λόγω διάταξης καταφάσκεται πως οι προσβολές ψυχικής υγείας συνιστούν σωματική βλάβη και επομένως ενδοοικογενειακή βία[26] και αίρεται έτσι κάθε τυχόν αντίθετη άποψη. Βέβαια, από τη στιγμή που ο ίδιος ο νομοθέτης δεν αναλύει τις περιπτώσεις εκείνες όπου μπορεί να επέλθει ψυχικός πόνος στο θύμα, αλλά αρκείται σε μία όλως αόριστη αναφορά, όπως και στο παρελθόν, εμφιλοχωρούν αποδεικτικές δυσχέρειες όχι μόνο ως προς τον εννοιολογικό προσδιορισμό της έννοιας, αλλά ιδίως σε ό,τι αφορά τα ζητήματα αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της συμπεριφοράς και της μεθοδευμένης πρόκλησης ψυχικού πόνου και σοβαρής βλάβης της ψυχικής υγείας.[27]
Άλλη μία σημαντική καινοτομία είναι αυτή της απάλειψης της συνεχούς σκληρής συμπεριφοράς, που απαιτούταν στο προγενέστερο άρθρο 312 ΠΚ, αλλά και στο άρθρο 6 παρ.1 του Ν 3500/2006. Κατά την άποψη της γράφουσας θα ήταν παράλογο να εξαρτάται η προστασία του θύματος από τη συχνότητα ή τη σκληρότητα της εις βάρος του τελούμενης πράξης, όπως παλαιότερα, όπου η νομολογία αντιμετώπιζε ευνοϊκότερα τον δράστη ενδοοικογενειακής βίας σε περιπτώσεις όλως ελαφράς σωματικής βλάβης μόνο και μόνο από το γεγονός ότι δε συνιστούσε αυτή «συνεχή συμπεριφορά»[28] . Η νομολογία, όμως, έχει να επιδείξει τέτοια παράλογα[29].
Οι σχέσεις εγγύτητας του άρθρου 312 ΠΚ απαντώνται και στα άρθρα 330 και 333 ΠΚ. Καλύπτεται έτσι και η τελούμενη στο πλαίσιο της ενδοοικογενειακής βίας απειλή επί του νέου άρθρου 333 του νέου ΠΚ, όπου στην παρ. 2 απειλούνται ποινές έως τρία έτη ή χρηματική ποινή για τα αναλυτικώς οριζόμενα πρόσωπα[30]. Παρομοίως, στο άρθρο 330 του νέου ΠΚ, ενώ στην παράγραφο 1 έχει ενταχθεί αμετάβλητο το βασικό έγκλημα της παράνομης βίας του προϊσχύσαντος άρθρου 330 ΠΚ, στην παρ.2 εντάσσεται η ενδοοικογενειακή τέλεση της πράξης. Από τη συγκριτική επισκόπηση της πράξης του 333 του νέου ΠΚ, διαπιστώνεται μεν πως συγκριτικά με τον παλαιό ΠΚ ο νομοθέτης απειλεί αυξημένες ποινές για την ενδοοικογενειακή τέλεση αυτής, σε αντιστοιχία, όμως, προς εκείνη του άρθρου 7 παρ. 2, η νέα διάταξη είναι επιεικέστερη[31].
Σχέση Νέου Ποινικού Κώδικα και Ν. 3500/2006
Αναφορικά με το άρθρο 312 του νέου ΠΚ, ενόψει και του σκοπού της νέας αυτής διάταξης, όπως αποτυπώθηκε και στην Αιτιολογική Έκθεση του νέου ΠΚ, θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι το νέο άρθρο 312 του ΠΚ υπερισχύει των διατάξεων του Ν 3500/2006, ο οποίος εφαρμόζεται μόνο για όσα θύματα ενδοοικογενειακής βίας δεν καλύπτονται από το νέο άρθρο ή για όσες συμπεριφορές δε ρυθμίζονται, όπως η ενδοοικογενειακή σεξουαλική κακοποίηση[32]. Σωστά, άλλωστε, έχει ήδη επισημάνει και ο Πρόεδρος Πρωτοδικών Χ. Σεβαστίδης στις «Σημειώσεις για το νέο Ποινικό Κώδικα».
Ο Ν. 4619/2019 με τον οποίο θεσπίστηκε ο νέος ΠΚ και το άρθρο 333 παρ. 2 ΠΚ περιέχει νεότερες και ευμενέστερες διατάξεις διότι προβλέπεται μειωμένη ποινή. Έτσι, σε περίπτωση εκκρεμοδικίας, όπου δηλαδή η αξιόποινη πράξη έλαβε χώρα πριν την τροποποίηση του Ποινικού Κώδικα, αλλά δικάζεται μετά την τροποποίηση αυτού, θα εφαρμοσθεί το νέο άρθρο 333 παρ. 2 ως ευνοϊκότερου σύμφωνα με το άρθρο 2 ΠΚ, εφόσον απαντάται η ίδια περίπτωση στους νόμους[33]. Σύμφωνα με τη διάταξη αυτή επιεικέστερος είναι ο νόμος, που στη συγκεκριμένη κάθε φορά περίπτωση και όχι αφηρημένα οδηγεί στην ευμενέστερη μεταχείριση του κατηγορουμένου, αυτό δε που ενδιαφέρει δεν είναι εάν ο νόμος στο σύνολο του είναι επιεικέστερος για τον κατηγορούμενο, αλλά εάν περιέχει διατάξεις που είναι επιεικέστερες γι' αυτόν και δεν αποκλείεται στη συγκεκριμένη περίπτωση να εφαρμοσθεί εν μέρει ο προηγούμενος νόμος και εν μέρει ο νεότερος νόμος, με επιλογή των ευμενέστερων διατάξεων καθενός από αυτούς και έτσι να εφαρμόζεται, αφενός ένας νόμος ως προς τα στοιχεία που συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος και αφετέρου άλλος νόμος ως προς την απειλούμενη ποινή. Περαιτέρω, εάν από τη σύγκριση των περισσότερων διατάξεων προκύψει ότι ο κατηγορούμενος, όπως κατηγορείται, επιβαρύνεται το ίδιο από όλους τους νόμους, τότε εφαρμοστέος είναι ο νόμος που ίσχυσε κατά το χρόνο τέλεσης της πράξης[34], διαφορετικά ο νεότερος επιεικέστερος νόμος. Ειδικότερα, επιεικέστερος είναι ο νόμος, που προβλέπει το χαμηλότερο ανώτατο όριο του είδους της ποινής, αν δε το ανώτατο όριο είναι το ίδιο, επιεικέστερος είναι αυτός που προβλέπει το μικρότερο κατώτατο όριο. Για το χαρακτηρισμό ενός νόμου ως επιεικέστερου ή μη, επί πλημμελημάτων, λαμβάνεται κατ' αρχήν υπόψη το ύψος της απειλούμενης ποινής φυλάκισης, που θεωρείται βαρύτερη της χρηματικής, επί ίσων δε ποινών φυλάκισης, λαμβάνεται υπόψη και η χρηματική ποινή. Ακόμη, επιεικέστερος είναι ο νόμος, ο οποίος δεν περιλαμβάνει την επιβαρυντική περίπτωση, υπό την οποία έλαβε χώρα η καταδίκη.
Διαπιστώνεται, δηλαδή, πως μολονότι ισχύει η αρχή της ειδικότητας[35] και έτσι η διάταξη του άρθρου 7 παρ. 2 του ειδικού ποινικού νόμου θα έπρεπε να προκρίνεται στην εφαρμογή, τώρα, κατά την ορθότερη άποψη, αυτή υποχωρεί αφενός διότι στο άρ.333 παρ. 2 ΠΚ προβλέπονται σωρευτικά στοιχεία για τη στοιχειοθέτηση ευθύνης του δράστη, αφετέρου λόγω εισαγωγής ευμενέστερης ποινικής κύρωσης. Την ανωτέρω άποψη έχει εκφράσει ορθά και Εισαγγελέας Πρωτοδικών Ανδρομέδα Στεφανίδου.[36]
Κριτική
Πρωταρχικά, φαίνεται πως ο νομοθέτης με την τροποποίηση των άρθρων για την ενδοοικογενειακή βία υπακούει στα κελεύσματα της Σύμβασης της Κωνσταντινούπολης, που κυρώθηκε από την Ελλάδα με τον Ν. 4531/2018[37]. Οι νέες διατάξεις φιλοδοξούν να καλύψουν το έγκλημα της ενδοοικογενειακής βίας, το οποίο με τη μορφή που του είχε δοθεί στον Ν 3500/2006, είχε εγείρει σοβαρά δογματικά προβλήματα[38].
Αυτό που προκαλεί, εντούτοις, εντύπωση είναι το γεγονός ότι ένας ολόκληρος ειδικός ποινικός νόμος τείνει να εμφιλοχωρήσει στις διατάξεις του Ποινικού Κώδικα, στον οποίο κι εν τέλει φαίνεται να ενσωματώνεται. Άλλωστε, σύμφωνα με την Αιτιολογική Έκθεση του Ν. 3500/2006 ρητά αναφέρεται και ενσωματώνεται στο παρόν κατ’ αποκοπήν ότι «κατά την κατάρτιση των σχετικών ρυθμίσεων προκρίθηκε η νομοτεχνική οδός συντάξεως ενός ειδικού και ενιαίου νομοθετήματος, ώστε αφ’ ενός μεν να μη διασπαστεί η ομοιογένεια της νομοθετικής ύλης με την τροποποίηση των διατάξεων περισσότερων κωδίκων αφ’ ετέρου δε για να διευκολυνθεί η πρακτική εφαρμογή του»[39]. Ο νομοθέτης είναι κατά βάσιν ελεύθερος στην επιλογή των στοιχείων που θα συγκροτήσουν το ποινικό (τυπικό) άδικο, τα οποία μπορούν να είναι τόσο αντικειμενικά όσο και υποκειμενικά. Βέβαια, κατά την άποψη της γράφουσας σκοπός δεν πρέπει να είναι μία άκρατη σειρά συνεχών τροποποιήσεων.
Φαίνεται πως απειλούνται αυξημένες ποινές χωρίς να είναι αναγκαία η διαπίστωση συνεχούς σκληρής συμπεριφοράς, όπως υπό το προϊσχύον δίκαιο. Από την ανάγνωση του άρθρου φαίνεται να θεωρείται εκ προοιμίου ότι σε μια σχέση συμβίωσης το ένα μέρος είναι αδύναμο ακόμα κι αν εν τοις πράγμασι δεν είναι. Θα έλεγε κανείς πως έχουν αξία οι νέες διατάξεις από την άποψη ότι αποτρέπουν να διαπράξει κανείς το υπό κρίση αδίκημα, αφού υπάρχει και παράλληλη διάταξη του Ν. 3500/2006. Η τροποποίηση δεν είναι, όμως, από νομοτεχνικής άποψης ορθή:[40] Προστατεύονται, όντως τα θύματα μόνο και μόνο επειδή αυξήθηκαν οι σχέσεις εξάρτησης; Μήπως οι σχέσεις εξάρτησης αυτές θα έπρεπε να απαλειφθούν από την αντικειμενική υπόσταση του αδικήματος όταν η αξιόποινη πράξη στρέφεται κατά ανηλίκων ή ανυπεράσπιστων ατόμων; Το ΕΔΔΑ, παραδείγματος χάρη δεν αναλώνεται σε τέτοιες σχέσεις για την προστασία της ενδοοικογενειακής ζωής, δεν απαιτεί καν το στοιχείο της συνοίκησης. Από την άλλη πλευρά, μήπως όταν αυτές υφίστανται θα έπρεπε να θεωρούνται επιβαρυντικές περιστάσεις, όπως συμβαίνει με άλλες έννομες τάξεις;[41]
Μήπως ο νομοθέτης όφειλε να φροντίσει να εξειδικεύσει τις περιπτώσεις εκείνες όπου πράγματι μιλάμε για «ανυπεράσπιστο» άτομο; Διότι, δεν πρέπει να παρορά κανείς πως και ο άνδρας μπορεί να υπάρξει θύμα ενδοοικογενειακής βίας. Τι γίνεται σε αυτή την περίπτωση; Πότε αυτός μπορεί να θεωρηθεί «ανυπεράσπιστο άτομο» και να προστατευθεί; Επίσης, πουθενά δεν ορίζεται τι γίνεται σε περίπτωση διάστασης των συζύγων. Ορθότερο φαίνεται ότι πρέπει οι νέες διατάξεις του ΠΚ να εφαρμόζονται μέχρι την αμετάκλητη λύση του γάμου ή του συμφώνου συμβίωσης. Το παράδοξο, όμως, έγκειται στο ότι για την ίδια ακριβώς πράξη μετά την αμετάκλητη λύση του γάμου ή της συμβίωσης, ο τέως σύζυγος και ο τέως μόνιμος σύντροφος θα αντιμετωπίζεται κατά την αυστηρότερη διάταξη του Ν 3500/2006.
Συνηγορούμε στο ότι υπάρχουν πλείστες ποινικές διατάξεις που «διεκδικούν» εφαρμογή την ίδια χρονική στιγμή, ανάλογα με την αξιόποινη πράξη και τις σχέσεις εγγύτητας που απαντώνται κάθε φορά. Ποια θα εφαρμοστεί; Ποια ποινή θα επιβληθεί; Συναντάμε μία νομοθετική τροποποίηση που την ίδια χρονική στιγμή προκαλεί τόσο θετικές όσο και αρνητικές εντυπώσεις. Γιατί; Αδιαμφισβήτητα τα θύματα ενδοοικογενειακής βίας πρέπει να προστατεύονται. Οπότε ποιος περιπλέκει τα πράγματα; Μήπως οι συνεχείς τροποποιήσεις; Αυτό είναι ένα ερώτημα που πρέπει να μας απασχολήσει.
Δικηγόρος Αθηνών, Μ.Δ.Ε Ποινικού Δικαίου & Ποινικής Δικονομίας ΕΚΠΑ
[1] G Feder, J Richardson , Domestic violence: a hidden problem for general practice,British Journal of General Practice, 1996 Apr; 46(405): 239–242.
[2] Πανούσης Γ., “Το μήνυμα στην εγκληματολογία”, έκδ. Σάκκουλα, 1995, σελ. 166.
[3] Albert R. Roberts,Handbook of DOMESTIC Violence, Intervention Strategies: Policies,Programs and Legal Remedies,Oxford Uniersity Press, 2002
[4] Όπως αναγράφεται χαρακτηριστικά από Λούντζη Αλέξανδρο, Η ανθρωπολογία της βίας πέραν της σωματικής βλάβης, στο «Το Φύλο, το Σώμα και η Έμφυλη Διαφορά: Η συνάντηση Δικαίου και Κοινωνικής Προβληματικής», Εκδόσεις Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών & του Προγράμματος Σπουδών για Θέματα Φύλου και Ισότητας, 2008, σελ 206
[5] ΑΠ 264/2015, ΑΠ 653/2017
[6] Ζημιανίτης Δημήτριος, Ζητήματα από τη νομοθεσία για την ενδοοικογενειακή βία Ποινική Δικαιοσύνη 2011
[7] ΕΔΔΑ Μarckx κ. Βελγίου, παρ.45 σε https://hudoc.echr.coe.int/eng#{%22itemid%22:[%22001-57534%22]}
[8] Γ. Τσόλιας σε Koτσαλής Λ., Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου & Ποινικό Δίκαιο, Ερμηνεία και Εφαρμογή των άρθρων 1-10 ΕΣΔΑ, Νομική Βιβλιοθήκη, 2014, σελ 757επ.
[9] Johnston and Others κατά Ιρλανδίας της 18.12.1986
[10] Χ,Y and Z κατά Η.Β της 22.4.1997
[11] Βλ Σισιλιάνος Λίνος-Αλέξανδρος, Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, Ερμηνεία κατ’ άρθρον, 2η έκδοση,Νομική Βιβλιοθήκη, σελ 394-395
[12] Βλ Supreme Court, απόφαση της 26-01-2011, υπόθεση Yemshaw κατά London Borough of Hounslow σεhttps://www.supremecourt.uk/cases/docs/uksc-2010-0060-judgment.pdf
[13] Βλ αναλυτικότερα για τις μορφές ενδοοικογενειακής βίας σε Renzetti Claire M. Sourcebook on Violence Against Women, SAGE Publications, Inc.,2011, και Μηλιώνη Φωτεινή, Εγκληματολογία και Φύλο: Ειδικά θέματα, σε: Έμφυλη Εγκληματικότητα. Ποινική και εγκληματολογική προσέγγιση του φύλου (Επιμέλεια-Προλεγόμενα Ν. Κουράκη), 2009.
[14] Αναλυτικά σε Brewster M.P., Stalking by former intimates: Verbal threats and other predictors of physical violence σε K. Davis/I. Frieze/R. Maiuro (eds.), Perspectives on Victims and Perpetrators, New York: Springer, 2001, p. 292-311
[15] Καδόγλου Μαρία, Κοινωνική Λειτουργός, Msc στην Κοινωνική Ψυχιατρική, Ενδοοικογενειακή βία προς ανηλίκους: Αίτια, Επιπτώσεις και αντιμετώπιση, διαδικτυακά προσπελάσιμο σε https://www.psychografimata.com/
[16] Βλ Αιτιολογική Έκθεση του Ν. 4619/2019 σε https://www.hellenicparliament.gr
[17] Βλ σε Χαραλαμπάκης Ι Αριστοτέλης, Ο νέος Ποινικός Κώδικας, Μία πρώτη ερμηνευτική προσέγγιση του Ν 4619/2019, εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη 2019, σελ 5
[18] Βλ σε Χαραλαμπάκης Ι Αριστοτέλης, Ο νέος Ποινικός Κώδικας, Μία πρώτη ερμηνευτική προσέγγιση, Νομική Βιβλιοθήκη, 2019
[19] Βλ για μία πρώτη σύντομη ερμηνεία σε Χαραλαμπάκης Α. ό.π
[20] Για μία αναλυτική επισκόπηση του προγενέστερου άρθρου βλ αναλυτικότερα σε Σπυρόπουλος Φ. Τραμπουκισμός (bullying) και ελληνική ποινική έννομη τάξη Σκέψεις με άξονα την τροποποίηση του ά. 312 ΠΚ με το ά. 8 του ν. 4322/2015 στον ιστότοπο του e-keme.gr.
[21] Για αναλυτικότερη ερμηνεία των όρων βλ σχετικά σε Βλ αναλυτικότερα σε Στασσίνου Ελβίρα –Χριστίνα, Πρόκληση Βλάβης με συνεχή σκληρή συμπεριφορά (Άρθρο 312ΠΚ), εκδόσεις Σάκκουλα Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2017, σελ 116
[22] Γ. Μπέκα, Η προστασία της ζωής και της υγείας στον Ποινικό Κώδικα, Π.Ν Σάκκουλας, 2004 σελ. 243.
[23] Από την γραμματική διατύπωση του εγκλήματος, δεν προκύπτει ότι προστατεύει μόνο τους ανηλίκους, όπως η ανηλικότητα προσδιορίζεται στο άρθρο 121 Π.Κ., δηλαδή εκείνους που διανύουν από το δέκατο τέταρτο έτος της ηλικίας τους έως το δέκατο όγδοο έτος. Επομένως το υπό έρευνα έγκλημα, προστατεύει και όσα πρόσωπα είναι νεώτερα των δέκα τέσσερα ετών. Σε αυτά λοιπόν τα πρόσωπα, μπορούν να ενταχθούν τα βρέφη και τα νήπια, ως παθητικά υποκείμενα του εγκλήματος του άρθρου 312 Π.Κ.
[24] Η αδυναμία υπερασπίσεως μπορεί να οφείλεται σε διάφορα αίτια τα οποία είναι αδιάφορα για την ένταξη στην προστασία της υπό μελέτη διάταξης. Η ανικανότητα αυτοϋπεράσπισης δεν πρέπει να φθάνει αναγκαστικά στην πλήρη αδυναμία υπεράσπισης, ώστε το θύμα να μην μπορεί να αμυνθεί καθόλου, αλλά αρκεί και το να μην μπορεί να αμυνθεί αποτελεσματικά.
[25] Όπως ήδη αναγνωριζόταν και στον Ν3500/2006, ΑΠ 49/2019
[26] Υπ' αριθ. 21/2011 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Μυτιλήνης
[27] Όπως παρατηρείται και σε Κ. Φράγκος, Ποινικός Κώδικας (Ν. 4619/2019 και Ν. 4637/2019), Κατ’ άρθρο ερμηνεία και Νομολογία του Αρείου Πάγου, Εκδόσεις Σάκκουλας Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2020, σελ 1459.
[28] ΑΠ 769/2015
[29] ΑΠ 1095/2015, ΑΠ 508/2015
[30] ΑΠ 243/2020
[31] ΑΠ 2055/2019
[32] ΑΠ 1196/2011
[33] ΑΠ 2055/2019 «Η τελευταία αυτή διάταξη του άρθρου 333 παρ. 2 του ισχύοντος ΠΚ, με την οποία τυποποιείται διακεκριμένη μορφή του εγκλήματος της απειλής σε βάρος ανηλίκων και αδύναμων ατόμων, εφόσον βρίσκονται υπό την επιμέλεια ή την προστασία του δράστη και σε βάρος συζύγου κατά την διάρκεια του γάμου ή σε βάρος συντρόφου κατά τη διάρκεια της συμβίωσης και ενσωματώνονται οι πράξεις προσβολής της ελευθερίας που τελούνται στο πλαίσιο της ενδοοικογενειακής βίας, εφαρμόζεται εν προκειμένω, καθόσον περιέχει ευμενέστερες για τον κατηγορούμενο διατάξεις, διότι προβλέπεται με αυτή ποινή φυλάκισης, που κυμαίνεται από δέκα ημέρες έως τρία έτη ή χρηματική ποινή, έναντι εκείνης του άρθρου 7 παρ. 2 του Ν. 3500/2006, που προβλέπει ποινή φυλάκισης χωρίς ανώτερο όριο και κυμαίνεται από δέκα ημέρες έως πέντε έτη (άρθρο 53 του ιδίου κώδικα)».
[34] Έτσι, στην ΑΠ 2055/2019 « Τόσο με τον ως άνω Ν.3500/2006, ο οποίος συνεχίζει να ισχύει και μετά την θέσπιση των διατάξεων του άρθρου 312 του νέου ΠΚ, που τυποποιεί τη σωματική βλάβη αδυνάμων ατόμων, όσο και με τις διατάξεις του εν λόγω άρθρου (312 παρ. 3 νέου ΠΚ), εφαρμοστέου εφεξής ως ειδικού, λόγω του ότι αφορά, όπως προαναφέρθηκε, στα περιοριστικά αναφερόμενα πρόσωπα (σύζυγο και σύντροφο)».
[35] Ολ.ΑΠ180/1990, Π.Χρ.1990,1002, Α.Π.180/2018, Π.Χρ.2019,431,444: «Ειδικότερα, με βάση την αρχή της ειδικότητας, αν δύο ποινικές διατάξεις τελούν σε σχέση γενικής προς ειδική και δεν υπάρχει ρήτρα επικουρικότητας, η ειδική διάταξη αποκλείει την εφαρμογή της γενικής».
[36] Βλ αναλυτικά τη μελέτη της, « Απειλή Ενδοοικογενειακή - Απειλή σε βάρος συζύγων/συντρόφων, ανηλίκων, ανυπεράσπιστων στο νέο Ποινικό Κώδικα, Σχέση μεταξύ των δύο εγκλημάτων - Έκταση Εφαρμογής, στον ιστότοπο lawspot.gr.
[37] Βλ την Αιτιολογική Έκθεση στο σχέδιο Νόμου σε https://www.ministryofjustice.gr/wp-content/uploads/2019/08/5bNomos_k_bwomen_eis-1.pdf
[38] Δεν κρίνεται σκόπιμο να λάβει χώρα επί του παρόντος αναλυτική κριτική επί του Ν 3500/2006. Επ’ αυτού βλ σχετικά σε Συμεωνίδου-Καστανίδου , Το νομοσχέδιο για την ενδοοικογενειακή βία, Ποινική Δικαιοσύνη 2006,σελ 1051 επ. και Χαραλαμπάκης Χ. Ο Ν. 3500/2006για την αντιμετώπιση της ενδοοικογενειακής βίας, ΠΛογ 2008,σελ 720 επ.
[39] Βλ Αιτιολογική Έκθεση σε URL: https://www.hellenicparliament.gr/
[40] Βλ σε Kονταξής Θ., Ο νέος Ποινικός Κώδικας –Μετά τη Μεταρρύθμιση με τον Ν. 4619/2019 σε Πρακτικά Συνεδρίασης, Νομική Βιβλιοθήκη, 2019
[41] Ενδεικτικά, στη Γαλλία, ο νόμος της 4ης Απριλίου 2006 σχετικά με την ενίσχυση της πρόληψης και της καταστολής της βίας ανάμεσα στο ζευγάρι και σε βάρος των ανηλίκων, δεν προβλέπει νέες ποινικές διατάξεις για την αντιμετώπιση της ενδοοικογενειακής βίας, αλλά εισάγει επιβαρυντικές περιστάσεις και αυξημένες ποινές, όταν ορισμένα ποινικά αδικήματα τελούνται από το/τη σύζυγο ή το/τη σύντροφο σε περιπτώσεις ελεύθερης ένωσης ή αστικού συμφώνου, παράλληλα δε προστατεύονται τα ανήλικα τέκνα του ζευγαριού ή του ενός εκ των δύο συζύγων ή συντρόφων από πράξεις βίας ή σωματικής και ψυχολογικής κακοποίησης.