"Η νέα τάση στην Αντεγκληματική πολιτική εστιάζει περισσότερο στην «τεχνολογική εξουδετέρωση» του εγκληματικού κινδύνου"
Η Αναπληρώτρια Καθηγήτρια Εγκληματολογίας της Νομικής Σχολής του Δημοκρίτειου Παν/μίου Θράκης και Συντονίστρια του Εργαστηρίου Εγκληματολογικών Επιστημών, Κα Αθανασία Συκιώτου, μιλά στο "Crime Times" και το Μάνο Τεχνίτη για καίρια ζητήματα που απασχολούν σήμερα τις Εγκληματολογικές Επιστήμες, όπως το trafficking και η παγκοσμιοποίηση. Επιπλέον, μέσα από τις απαντήσεις της Καθηγήτριας εγείρονται σοβαροί προβληματισμοί αναφορικά με το μέλλον του φιλελεύθερου μοντέλου αντεγκληματικής πολιτικής όπως το γνωρίζουμε σήμερα, με την παρείσφρηση εννοιών και τάσεων όπως αυτή της "διαχειριστικής λογικής" και του "μηδενικού κινδύνου". |
Μετά το πτυχίο σας στη Νομική Αθηνών βρεθήκατε στη Σορβόννη για μεταπτυχιακά στις εγκληματολογικές επιστήμες. Τι ήταν αυτό που σας είλκυσε στον συγκεκριμένο κλάδο;
Η επιλογή μου οφείλεται στο ότι θεώρησα ότι οι εγκληματολογικές επιστήμες ήταν πολύ κοντά στον άνθρωπο τόσο στον εγκληματία όσο και στο θύμα, και κυρίως η περιέργεια να εμβαθύνω στο πώς η κοινωνία δημιουργεί το έγκλημα και τον εγκληματία και πόσο δίκαιες είναι οι απαντήσεις της στο έγκλημα. Ιδιαίτερα το τελευταίο με έφερε πιο κοντά στην Αντεγκληματική πολιτική και θεωρώ ότι είμαι πολύ τυχερή που μαθήτευσα κοντά σε μια από τις μεγαλύτερες νομικούς της εποχής μας την Mireille Delmas-Marty.
Θα θέλαμε να μας πείτε δυο λόγια για τον Εργαστήριο Εγκληματολογικών Επιστημών της Νομικής Σχολής του ΔΠΘ, του οποίου είστε Συντονίστρια.
To Εργαστήριο Εγκληματολογικών Επιστημών (: ΕρΕγΕπ) της Νομικής Σχολής του Δημοκριτείου Πανεπιστήμιου Θράκης (http://eregep.gr) ιδρύθηκε ταυτόχρονα με τη Νομική Σχολή του ΔΠΘ το 1974, αρχικά ως «Εργαστήριο Εγκληματολογίας και Δικαστικής Ψυχιατρικής»και εντάχθηκε στον Τομέα των Ποινικών και Εγκληματολογικών Επιστημών της Νομικής Σχολής. Ενεργοποιήθηκε το 1986 και το 1993 μετονομάστηκε σε «Εργαστήριο Εγκληματολογικών Επιστημών».
Το ΕρΕγΕπ έχει ως αποστολή:
- Τη μελέτη, την έρευνα και την εμβάθυνση στο γνωστικό αντικείμενο των Εγκληματολογικών Επιστημών
- Την κάλυψη των διδακτικών και ερευνητικών αναγκών των φοιτητών της Σχολής σε προπτυχιακό και μεταπτυχιακό επίπεδο στα γνωστικά αντικείμενα των Εγκληματολογικών Επιστημών
- Τη διεξαγωγή ερευνητικών προγραμμάτων
- Τη διοργάνωση επιστημονικών διαλέξεων, σεμιναρίων, ημερίδων, συνεδρίων και άλλων επιστημονικών εκδηλώσεων και
- Την κάθε μορφής συνεργασία με άλλα ακαδημαϊκά ιδρύματα ή ερευνητικά κέντρα, επιστημονικούς ή κοινωνικούς φορείς, εφόσον οι επιστημονικοί τους στόχοι συμπίπτουν ή συμβαδίζουν με αυτούς του Εργαστηρίου σε πνεύμα αμοιβαιότητας.
Διευθυντής του ΕρΕγΕπ από το 1997 είναι ο Καθηγητής Εγκληματολογίας Χαράλαμπος Δημόπουλος και πρώτος διευθυντής του διετέλεσε ο Καθηγητής Γιάννης Πανούσης.
Το Εργαστήριο πλαισιώνεται πάντοτε από προπτυχιακούς και μεταπτυχιακούς φοιτητές αλλά και νέους επιστήμονες, που ενδιαφέρονται να εμβαθύνουν τις γνώσεις τους στις Εγκληματολογικές Επιστήμες. Αποκλειστικό κριτήριο για τη συμμετοχή στις δραστηριότητες του ΕρΕγΕπ αποτελεί το ιδιαίτερο ενδιαφέρον στη μελέτη και εμβάθυνση στο γνωστικό αντικείμενο των εγκληματολογικών επιστημών.
Στο πλαίσιο των δραστηριοτήτων του περιλαμβάνονται εκπαιδευτικές επισκέψεις των φοιτητών σε διάφορους φορείς στην Ελλάδα αλλά και στο εξωτερικό με σκοπό την παρακολούθηση σεμιναρίων όπως π.χ. στο Γραφείο του ΟΗΕ για τα ναρκωτικά και το έγκλημα και την Ακαδημία κατά της διαφθοράς ή το Γραφείο καταπολέμησης της Απάτης.
Επίσης στο πλαίσιο του ΕρΕγΕπ λειτουργούν διάφορες ομάδες όπως Ομάδα διαλεύκανσης εγκλημάτων, ταινιοθήκη ή Ομάδα βιβλιοπαρουσιάσεων.
Ακόμη στο πλαίσιο των δραστηριοτήτων του το ΕρΕγεΕπ έχει διοργανώσει μέχρι σήμερα σειρά συνεδρίων, ημερίδων και διαλέξεων σε διάφορα θέματα που άπτονται των ποινικο-εγκληματολογικών επιστημών σε συνεργασία με τον Τομέα Ποινικών & Εγκληματολογικών επιστημών και άλλους φορείς.
Από το 2007 το ΕρΕγΕπ καθιέρωσε κύκλους σεμιναρίων για φοιτητές σε ειδικά θέματα Εγκληματολογικών Επιστημών. Τέλος, το ΕρΕγΕπ από την ίδρυσή του έχει εκπονήσει αυτοτελώς ή σε συνεργασία με άλλους φορείς πάνω από 20 ερευνητικά προγράμματα.
Πριν περίπου ένα μήνα η Εθνική Επιτροπή για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου εξέδωσε συστάσεις για τη συμμόρφωση της ελληνικής Πολιτείας με αφορμή την υπόθεση «Chowdury και λοιποί κατά Ελλάδας» (υπόθεση «Μανωλάδας»). Ποιες είναι σήμερα οι ουσιωδέστερες προκλήσεις στο ζήτημα της εμπορίας ανθρώπων, με το οποίο έχετε ασχοληθεί επισταμένα;
Οι συστάσεις της Εθνικής Επιτροπής για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου ακολουθούν κατά μέγα μέρος της συστάσεις που εξέδωσε στην έκθεσή της για την Ελλάδα η Επιτροπή του Συμβουλίου της Ευρώπης για την εμπορία, GRETA, τον Οκτώβριο του 2017. Συγκεκριμένα, το βασικότερο πρόβλημα είναι η αναγνώριση των θυμάτων η οποία δεν γίνεται όπως πρέπει γιατί οι αρμόδιες αρχές δεν έχουν τις γνώσεις και το ενδιαφέρον που απαιτείται για κάτι τέτοιο και ακόμη ο εθνικός μηχανισμός παραπομπής των θυμάτων σε αρμόδιους φορείς ακόμη δεν έχει αρχίσει να λειτουργεί. Παρ’ όλο που γίνονται προσπάθειες στη χώρα μας ακόμη δεν υπάρχουν αρκετές αναγνωρίσεις, αλλά και αυτές που πραγματοποιούνται ακολουθούν πολλή αργή διαδικασία. Επιπλέον, ενώ οι (λίγες) αναγνωρίσεις επικεντρώνονται στα θύματα σωματεμπορίας, δεν υπάρχει ικανός αριθμός αναγνωρίσεων θυμάτων εμπορίας λόγω εργασιακής εκμετάλλευσης και κυρίως ανδρών θυμάτων, παρά το γεγονός ότι η εργασιακή εμπορία ανθεί και στη χώρα μας. Τέλος θα έλεγα ότι εξ όσων γνωρίζω δεν έχει επιδικαστεί ακόμη καμία αποζημίωση σε θύμα εμπορίας. Ντροπή για τη χώρα μας δεν είναι μόνο να συμβαίνουν αυτά τα φαινόμενα, αλλά και το να μη καταλαβαίνουν οι αρμόδιοι φορείς ότι επιτέλους θα πρέπει κάποια στιγμή να εφαρμόσουν τον νόμο σωστά.
Θεωρείτε ότι οι πάμπολλες δράσεις ενημέρωσης πάνω στο trafficking, έχουν καταφέρει να ευαισθητοποιήσουν την ελληνική κοινωνία για το ζήτημα; Διότι, έχω την εντύπωση πώς η απάντηση είναι μάλλον αρνητική. Αν όντως έτσι έχουν τα πράγματα πού οφείλεται αυτό;
Κατ’ αρχάς οφείλω να πω ότι υπάρχει σαφώς μεγαλύτερη ενημέρωση σήμερα ωστόσο, η ενημέρωση περιορίζεται κυρίως στη σωματεμπορία και όχι στις άλλες μορφές εμπορίας. Πέραν τούτου, για να πούμε ότι υπάρχει ευαισθητοποίηση θα πρέπει να δούμε αντίστοιχα αν υπάρχουν θετικές συνέπειες αυτής. Αυτό θα συνέβαινε αν υπήρχε ενεργός συμμετοχή των πολιτών, με την έννοια αφενός της μη εμπλοκής τους δηλ. της μη χρήσης υπηρεσιών θυμάτων εμπορίας, αλλά ταυτόχρονα και καταγγελίας εκ μέρους τους υποθέσεων και συνδρομής των αρχών για σύλληψη των δραστών. Αυτό δεν συμβαίνει, όπως άλλωστε αποδεικνύεται από τις λίγες υποθέσεις που φτάνουν στα δικαστήρια. Η ελληνική κοινωνία δεν μπορώ να πω ότι είναι αδιάφορη, γιατί μεσούσης της οικονομικής κρίσης –που θα μπορούσε να πει κανείς ότι ίσως μας έκανε λίγο πιο εσωστρεφείς στα προσωπικά μας προβλήματα– ο ελληνικός λαός επέδειξε εξαιρετική αλληλεγγύη και προσφορά στο μεταναστευτικό/ προσφυγικό ζήτημα που έπληξε τη χώρα μας το 2015. Θεωρώ ότι η ενημέρωση θα έπρεπε να γίνεται συνεχώς και ολοκληρωμένα για να δώσει καρπούς.
Θα λέγατε ότι η εμπορία ανθρώπων είναι απότοκος του μεταναστευτικού; Πόσο στενή είναι η σχέση μεταξύ των δύο;
Η εμπορία ανθρώπων σαφώς συνδέεται με το μεταναστευτικό, αλλά δεν είναι απαραίτητο να αφορά μετανάστες, γιατί μπορεί να συμβαίνει και στο εσωτερικό της χώρας, σε πολίτες της ίδιας της χώρας. Απλώς θα έλεγα ότι το μεγαλύτερο ποσοστό συνδέεται με την μετανάστευση γιατί εκμεταλλεύεται τα ευάλωτα στοιχεία του μετανάστη που εισέρχεται ή διαμένει σε παράνομο καθεστώς, όπως την επιτακτική ανάγκη του για άμεση ανεύρεση εργασίας, την έλλειψη γνώσης της γλώσσας της χώρας, κλπ. Αυτά τα στοιχεία εκμεταλλεύονται και οι διακινητές και γι’αυτό οποιαδήποτε στιγμή ένα άτομο από μετανάστης μπορεί να γίνει θύμα εμπορίας. Ωστόσο, δεν αρκεί μόνο η εκμετάλλευση για να μιλήσουμε για εμπορία. Θα πρέπει να συνυπάρχουν συγκεκριμένες ενέργειες, να έχουν χρησιμοποιηθεί συγκεκριμένα μέσα και να υπάρχει συγκεκριμένος σκοπός από την πλευρά των δραστών για να στοιχειοθετηθεί η εμπορία ανθρώπων.
Ας πάμε τώρα σε κάτι άλλο, αν μου επιτρέπετε. Παρατηρούμε σταδιακά να εμφανίζονται θεσμοί όπως οι “Ανεξάρτητες Αρχές”, "plea bargaining”, “ αυτορρύθμιση εταιριών”, “εναλλακτική επίλυση διαφοράς”. Δεδομένου ότι έχετε επιστάμενα ασχοληθεί με τον κλάδο της Αντεγκληματικής πολιτικής, πώς κρίνετε αυτές τις νέες τάσεις αναφορικά με το φιλελεύθερο μοντέλο Αντεγκληματικής πολιτικής όπως το ξέραμε; Η παγκοσμιοποίηση τι ρόλο παίζει σε αυτή την περίπτωση;
Η νέα τάση στην Αντεγκληματική πολιτική εστιάζει περισσότερο στην «τεχνολογική εξουδετέρωση» του εγκληματικού κινδύνου
Η αλήθεια είναι ότι όσο προχωρά ραγδαία η παγκοσμιοποίηση, τόσο ολισθαίνει το φιλελεύθερο και δημοκρατικό μοντέλο της Αντεγκληματικής πολιτικής. Βλέπουμε ότι ενώ η ευρεία έννοια της παγκοσμιοποίησης διακρίνει τρεις πτυχές: οικονομία, πολιτισμό και πολιτική, το Δίκαιο, είναι απόν, πέρα από το γεγονός ότι η παγκοσμιοποίηση εμφανίζεται ως μια απλή ιδέα διεθνοποίησης του δικαίου. Πολλές από τις εννοιολογικές και θεωρητικές συζητήσεις για την παγκοσμιοποίηση αγνοούν ή υποβαθμίζουν την αναγκαιότητα του δικαίου (πέρα από τη σύνδεση με το διεθνές δίκαιο). Το βέβαιο είναι ότι η Αντεγκληματική πολιτική σήμερα δέχεται όλο και περισσότερο υπερεθνικές πιέσεις. Στην εποχή της παγκοσμιοποίησης παρατηρούμε την ανάπτυξη δύο κυρίως τάσεων στην Αντεγκληματική πολιτική, που εκ πρώτης όψεως μοιάζουν αντίθετες: Από τη μια πλευρά, παρατηρούμε την γιγάντωση μιας καταστολής που αναπτύσσεται στο όνομα της προστασίας του «κοινού αγαθού» της δημόσιας ασφάλειας, με εξουσίες που άρχισαν να ανατίθενται ολοένα και περισσότερο σε αρχές ιδιωτικής φύσης, είτε εθνικές, είτε αλλοδαπές, που μπορεί να ονομάζονται «ανεξάρτητες», συχνά όμως βλέπουμε ότι μερικές από αυτές δρουν ανεξέλεγκτες, και από την άλλη, παρατηρούμε, αντίθετα, την παράκαμψη όχι μόνο της ποινικής δικαιοσύνης, αλλά και ολόκληρου του δικαστικού συστήματος, αφού σε αρκετές περιπτώσεις επιχειρείται όχι μόνο μια εξωδικαστική επίλυση της διαφοράς για σοβαρότατα αδικήματα, που είτε εγγράφεται και συντονίζεται από το ποινικό σύστημα, ακολουθώντας ξενόφερτα μοντέλα, όπως αυτό του “plea bargaining”, είτε λειτουργεί εκτός αυτού και μερικές φορές εν αγνοία του, όπως στην περίπτωση της αυτορρύθμισης των εταιρειών. Η Αντεγκληματική Πολιτική φαίνεται να έχει εκφύγει προ πολλού όχι μόνο των εθνικών συνόρων (και τούτο βέβαια είναι αναγκαίο για την αντιμετώπιση του παγκοσμιοποιημένου εγκλήματος), αλλά και των δυνατοτήτων παρέμβασης και ελέγχου αντίστοιχα από τον εθνικό νομοθέτη.
Νομίζω ότι διεθνώς παρατηρείται μια τάση αντιμετώπισης του εγκλήματος υπό μια διαχειριστικής λογικής δικαιοσύνη, ενώ όλο και περισσότερο κερδίζει έδαφος η τάση “ασφάλεια έναντι ελευθερίας” μαζί με πολιτικές μηδενικής ανοχής. Πώς το κρίνετε αυτό; Μιλάμε για εξέλιξη του κρατούντος μοντέλου Αντεγκληματικής πολιτικής ή αντίθετα για επιστροφή σε λομπροζιανές θεωρίες και στο δίκαιο του εχθρού του Σμιτ;
Παράλληλα με τις οικονομικοκοινωνικές εξελίξεις, παγκοσμιοποιείται και η έννοια του κινδύνου και της διακινδύνευσης. Παρατηρούμε μια σταδιακή προσέγγιση του αστικού με το ποινικό δίκαο η οποία καταλήγει στο ότι και οι δυο κλάδοι σήμερα αναφέρονται στον «μηδενικό» κίνδυνο και κάνουν τα πάντα για να φτάσουν εκεί. Το έγκλημα παύει να θεωρείται ως σύνθετο κοινωνικό πρόβλημα συνδεόμενο με ποικίλους εγκληματογενείς παράγοντες και αρχίζει να γίνεται αντιληπτό ως μια σύγχρονη μορφή γενικότερης διακινδύνευσης που παράγεται από τις κοινωνίες που καλούνται να μοιραστούν και να διαχειριστούν ένα ρίσκο. Μ’αυτή την έννοια όμως, το έγκλημα αρχίζει να «αποηθικοποιείται», γιατί προσλαμβάνεται ως «ατύχημα» που μπορεί να υπολογιστεί, να προβλεφθεί και εν τέλει να αποφευχθεί. Θεωρείται τεχνικό και όχι ηθικό πρόβλημα. Έτσι, η νέα τάση στην Αντεγκληματική πολιτική εστιάζει περισσότερο στην «τεχνολογική εξουδετέρωση» του εγκληματικού κινδύνου. Είναι αυτή που χαρακτηρίζεται ως «διαχειριστική» (managerial), υπογραμμίζοντας την ασφαλιστική και αναλογιστική (actuarial) λογική της, τόσο στον έλεγχο του εγκλήματος, όσο και στον τρόπο απονομής της δικαιοσύνης. Όροι που παραπέμπουν στην ασφάλιση ατυχημάτων, όπως ο υπολογισμός των πιθανοτήτων, η μείωση ευκαιριών, η παρεμπόδιση ζημιογόνων αποτελεσμάτων, χρησιμοποιούνται και για τη «διαχείριση» του εγκληματικού φαινομένου. Όπως είναι εμφανές, στόχος της τάσης αυτής δεν είναι η βελτίωση ή επανένταξη εγκληματιών, αλλά η εξουδετέρωση της επικινδυνότητας των πράξεών τους με μεθόδους, που στόχο έχουν το έγκλημα όχι μόνο να καταστεί δυσκολότερο, αλλά και με μεγαλύτερο κόστος για τους εγκληματίες. Όλα κινούνται γύρω από μια ωφελιμιστική λογική. Οι ποινές οδηγούνται περισσότερο από την ιδέα της ασφάλειας της κοινωνίας παρά από αυτή της επανένταξης του εγκληματία, γιατί απλά θεωρούμε ότι αυτός είναι καλύτερα να εξουδετερωθεί για τη δική μας ασφάλεια. Αυτή η αντιμετώπιση του εγκλήματος δείχνει όμως ολίσθηση του φιλελεύθερου και δημοκρατικού μοντέλου Αντεγκληματικής πολιτικής σε απολυταρχικά μοντέλα και επιστροφή σε θεωρίες απόλυτου διαχωρισμού των «τίμιων» ανθρώπων από τους εγκληματίες των οποίων το έγκλημα όχι μόνο θεωρούμε ότι μπορεί να προβλεφθεί, αλλά κυρίως να κατασταλεί με κάθε μέσο.
Πριν σας ευχαριστήσω για το χρόνο σας θα ήθελα να σας κάνω μια τελευταία ερώτηση: Τι συμβουλή θα δίνατε σε έναν φοιτητή νομικής που θέλει να ασχοληθεί με τις εγκληματολογικές επιστήμες και δη με την Αντεγκληματική πολιτική;
Η Αντεγκληματική πολιτική είναι ταυτόχρονα κοινωνική πολιτική αλλά και φιλοσοφία του Δικαίου
Κατ’αρχάς θα πρέπει να έχει υπόψη του ότι η Αντεγκληματική πολιτική είναι ο πυρήνας των ποινικοεγκληματολογικών επιστημών και ότι δεν νοείται μελέτη του εγκληματικού φαινομένου χωρίς καλή γνώση του δικαίου. Και τούτο γιατί, για να μπορεί να δώσει κανείς τις κατάλληλες απαντήσεις στο εγκληματικό φαινόμενο, πρέπει να έχει καλή γνώση του Δικαίου και μάλιστα σφαιρική γνώση του Δικαίου, αλλά και άλλων επιστημών, όπως ψυχολογία, κοινωνιολογία, κ.α. Διότι, αντίθετα απ’ ότι πιστεύουμε στη χώρα μας, η Αντεγκληματική πολιτική δεν περιορίζεται στις απαντήσεις που δίνει αποκλειστικά το ποινικό δίκαιο, αλλά θα πρέπει να είναι η επιλογή της κατάλληλης απάντησης μέσα από τη μελέτη όλων των κλάδων του Δικαίου, αλλά και άλλων επιστημών. Κυρίως όμως, θα πρέπει να έχουμε υπόψη μας τι είδους Δίκαιο, αλλά και γενικότερα τι είδους κοινωνικό σύστημα θέλουμε να έχουμε. Γι’ αυτό, θεωρώ ότι η Αντεγκληματική πολιτική είναι ταυτόχρονα κοινωνική πολιτική αλλά και φιλοσοφία του Δικαίου. Αν δεν έχουμε υπόψη μας τις βασικές αρχές πάνω στις οποίες θεμελιώνεται η κοινωνία και το Δίκαιο πολύ εύκολα μπορεί να ολισθήσουν οι απαντήσεις και κυρίως το μοντέλο της Αντεγκληματικής πολιτικής. Βέβαια, στη χώρα μας έχουμε αποδείξει ότι μπορούμε να πορευόμαστε και χωρίς μοντέλο – μόνο με μια συγκυριακή πολιτική, αλλά στην εποχή της παγκοσμιοποίησης απαιτείται σφαιρική γνώση και σφαιρική αντιμετώπιση του εγκληματικού φαινομένου.