Η Ιστορία των 5 του Central Park ("When they See Us").
«Το Σύστημα Απονομής της Ποινικής Δικαιοσύνης λέει πως είσαι αθώος μέχρι αποδείξεως του εναντίου. Αλλά αν είσαι μαύρος ή μελαμψός, είσαι ένοχος και πρέπει να αποδείξεις την αθωότητα σου»[1]. Τα λόγια αυτά ανήκουν στον 45χρονο σήμερα Yusef Salaam, έναν από τους πέντε του Central Park και συνοψίζουν με τον καλύτερο τρόπο την ουσία της ιστορίας τους.
Φέτος συμπληρώθηκαν είκοσι χρόνια απ’ όταν μία φοβισμένη πόλη βρήκε στο πρόσωπο πέντε ανηλίκων, τεσσάρων αφροαμερικανών κι ενός λατίνου, τους δράστες του βιασμού μιας λευκής γυναίκας, που είχε βγει για τρέξιμο στο μεγαλύτερο πάρκο της Νέας Υόρκης. Την ιστορία αυτή γνωρίσαμε μέσα από την καλογυρισμένη σειρά του Νetflix “When They See Us”, που μας έκανε να νευριάσουμε αλλά και να προβληματιστούμε για την αμεροληψία και την εγκυρότητα της Δικαιοσύνης.
Ας πάρουμε όμως τα γεγονότα από την αρχή. Βράδυ 19ης Απριλίου 1989 και η Trisha Meili είχε βγει λίγο πριν τις 9 το βράδυ για το καθιερωμένο της τρέξιμο στο Central Park. Την ίδια ώρα υπήρχαν αναφορές στην αστυνομία ότι σε μία άλλη μεριά του πάρκου, περίπου 30 νεαροί έκαναν φασαρία και παρενοχλούσαν περαστικούς. Τέσσερις ώρες αργότερα, λίγο μετά τις 1.30, η Meili βρέθηκε αναίσθητη, γυμνή, δεμένη και καλυμμένη από λάσπη και αίματα. Από τις συλλήψεις που έγιναν εκείνο το βράδυ, πέντε ανήλικοι κατηγορήθηκαν για την επίθεση και το βιασμό της νεαρής τζόγκερ.
Οι δεκατετράχρονοι Raymond Santana και Kevin Richardson, οι δεκαπεντάχρονοι Antron McCray καιYusef Salaam, καθώς και ο δεκαεξάχρονος Korey Wise, πέντε άγνωστοι μεταξύ τους έφηβοι προσάγονται στο τμήμα. Ύστερα από επτά ώρες ανάκρισης χωρίς τους γονείς τους και κάτω από τις πιέσεις των ανακριτών, ομολόγησαν πως άγγιξαν ή ακινητοποίησαν την Meili, ενώ ένας ή περισσότεροι την κακοποιούσαν. Κανείς τους ωστόσο, δεν παραδέχτηκε πως βίασε ο ίδιος το θύμα.
Δίκη και Φυλάκιση
Τα στοιχεία που η αστυνομία είχε στα χέρια της για την σύλληψη των πέντε αγοριών ήταν μεταξύ άλλων η παρουσία τους το βράδυ της επίθεσης στο σημείο, οι ηλικίες, καθώς και η φυλετική τους ταυτότητα, αφού σύμφωνα με τις περιγραφές των θυμάτων οι επιθέσεις πραγματοποιήθηκαν από εφήβους αφροαμερικανικής και ισπανικής καταγωγής. Γενετικό υλικό δικό τους δεν βρέθηκε στο θύμα, ούτε αίμα στα ρούχα τους, καθώς ούτε και κάποιο άλλο στοιχείο που θα μπορούσε να τους συνδέσει με τις επιθέσεις ή τον βιασμό.
Οι επόμενες ώρες που ακολούθησαν στο αστυνομικό τμήμα με τις καταθέσεις των πέντε εφήβων ήταν εφιαλτικές. Τα νεαρά αγόρια εξαναγκάστηκαν να ομολογήσουν πως συμμετείχαν στο βιασμό της Trisha Meili, υποκύπτοντας σε αντιφάσεις στις βιντεοσκοπημένες καταθέσεις τους. Ο ένας κατηγορούσε τον άλλον για πράξεις που υποτίθεται ότι έκαναν, σύμφωνα με τις οδηγίες που με τη βία αναγκάστηκαν να ακολουθήσουν.
Στις δίκες που ακολούθησαν τα πέντε αγόρια αποφάσισαν να πουν την αλήθεια, αρνούμενοι πως είχαν την οποιαδήποτε ανάμειξη στο περιστατικό με την Trisha Meili. Οι φωνές τους, όμως, δεν εισακούστηκαν από τους δικαστές, οι οποίοι τους έκριναν ένοχους για τον βιασμό της νεαρής κοπέλας και τελικά οδηγήθηκαν στις φυλακές, όπου και παρέμειναν από έξι έως δεκατέσσερα χρόνια. Οι τέσσερις από αυτούς πήγαν σε φυλακές ανηλίκων, καθώς δεν είχαν συμπληρώσει τα 16 τους χρόνια. Όμως ένας από αυτούς, o KoreyWise, που για διαβολική σύμπτωση είχε πάει στο τμήμα οικειοθελώς για να συνοδεύσει τον φίλο του Yusef Salam,είχε συμπληρώσει το 16ο έτος της ηλικίας του κι έτσι οδηγήθηκε σε φυλακές ενηλίκων. Hσειρά WhenTheySee Us μας βάζει στην ιστορία κάθε ένα από τα πέντε αγόρια, τις δυσκολίες στη φυλακή και μέχρι την αποφυλάκιση. Ωστόσο, το επεισόδιο που αφιερώνεται στον Korey και την καθημερινότητα του στις φυλακές ενηλίκων είναι το πιο καθηλωτικό, καθώς τον βλέπουμε να αναγκάζεται να προσαρμοστεί στις συνθήκες του εγκλεισμού και να κακοποιείται συστηματικά από τους συγκρατούμενους του, οι οποίοι με βάση τους κανόνες της φυλακής δεν είναι καθόλου ανεκτικοί με τους βιαστές.
Μία επίκαιρη ιστορία
Είκοσι χρόνια μετά, η σειρά είναι πιο επίκαιρη από ποτέ για δύο λόγους: αφενός, αποτυπώνει το διαχρονικό στερεότυπο του «μαύρου εγκληματία», που ήρθε σε σύγκρουση με τη λευκή άτυχη γυναίκα και οδήγησε στην καταδίκη των πέντε νέων, που αναγκάστηκαν να περάσουν πολλά χρόνια στη φυλακή για ένα έγκλημα που δεν είχαν διαπράξει. Αφετέρου, μία από τις προσωπικότητες που είχαν υποστηρίξει με πάθος την ενοχή και καταδίκη των πέντε αγοριών, ήταν ο σημερινός πρόεδρος των ΗΠΑ, Donald Trump. Μάλιστα, σε άρθρο του στην Daily News, είχε εκφράσει δημόσια την άποψή του για επαναφορά της θανατικής ποινής στην Πολιτεία. «Εμένα δεν με νοιάζει να τους κάνω ψυχανάλυση ή να τους καταλάβω. Με νοιάζει να τους τιμωρήσω», γράφει χαρακτηριστικά. Επιπλέον, ο Yusef Salaam αργότερα υποστήριξε ότι πιθανότατα η δημόσια αυτή δήλωση επηρέασε το αποτέλεσμα της δίκης κι έκανε τον κόσμο να πιστέψει στην ενοχή τους.
Η αποκατάσταση της αλήθειας
Το 2001 η αλήθεια για το τι πραγματικά έγινε το βράδυ της 19ης Απριλίου έρχεται στο φως. Ο Matias Reyes, ένας καταδικασμένος δολοφόνος και κατ’ εξακολούθηση βιαστής, ομολογεί πως ήταν εκείνος που χτύπησε και βίασε την Trisha Meili. Το DNAτου ταίριαξε μ’ αυτό που υπήρξε στη σκηνή του εγκλήματος κι έτσι έβαλε τέλος σε μια πολύκροτη υπόθεση που απασχόλησε με ποικίλους τρόπους τα ΜΜΕ της εποχής, αλλά και δίχασε με τις αμφιβολίες που αιωρούνταν για χρόνια στον αέρα γύρω από την ενοχή των πέντε αγοριών.
Ακόμη κι αν αθωώθηκαν από την επίσημη πολιτεία, αποκαταστάθηκε η εικόνα που είχε η υπόλοιπη κοινωνία γι’ αυτούς; «Η ζωή μου καταστράφηκε», «Κανένα χρηματικό ποσό δεν μπορεί να δώσει πίσω τη ζωή που χάσαμε»,[2]έχουν δηλώσει τα αληθινά θύματα αυτής της τραγωδίας, δείχνοντας πως οι συνέπειες του στίγματος του εγκληματία δεν σταματούν παρέα με τις δικαστικές αποφάσεις.
Αθώοι στις ελληνικές φυλακές
Από τα τέλη της δεκαετίας του ‘80 στις μακρινές ΗΠΑ, ερχόμαστε στα εγχώρια, τέλη της δεκαετίας του ‘90 και αρχές ‘00. Στα ελληνικά ποινικά χρονικά μπορεί να βρει κανείς αρκετές υποθέσεις δικαστικής πλάνης. Εμείς ξεχωρίσαμε δύο σχετικά πρόσφατες: της Σταυρούλας Κατσαφαρέα, που κατηγορήθηκε για τη δολοφονία των γονέων της και του Γιάννη Μυλωνά, που καταδικάστηκε για τη δολοφονία του προϊσταμένου του ΟΤΕ, Γιάννη Σκολαρίκου.
Η ιστορία της Σταυρούλας Κατσαφαρέα
“Όσο ζω και όσο υπάρχω θα αρνούμαι ότι σκότωσα τους γονείς μου. Είμαι αθώα. Αγαπούσα τους γονείς μου”[3], ήταν τα λόγια της 37χρονης Σταυρούλας Κατσαφαρέα, όταν δικαζόταν για τη δολοφονία των γονιών της.
Απρίλιος 1990, βράδυ Μεγάλου Σαββάτου και λίγο μετά τις εννιά ο 58χρονος Παύλος Κατσαφαρέας και η 57χρονη Κανέλλα Κατσαφαρέα πέφτουν νεκροί από πυρά όπλων στο σπίτι τους στο Οίτυλο της Λακωνίας. Το επόμενο πρωί τους βρίσκει μέσα σε λίμνη αίματος η κόρη τους, Σταυρούλα.
Οι έρευνες για τον εντοπισμό των δολοφόνων ξεκινούν κι ενώ οι ιατροδικαστές που εξέτασαν τα πτώματα, Φίλιππος Κουτσάφτης και Μανώλης Νόνας διαπιστώνουν πως πρόκειται για “επαγγελματίες δολοφόνους” που ξέρουν να χειρίζονται όπλα, οι κατηγορίες στρέφονται προς τα κοντινά συγγενικά πρόσωπα. Κύρια ύποπτος είναι η κόρη του ζεύγους, Σταυρούλα Κατσαφαρέα και αργότερα κατηγορείται η αδερφή της Μαρία και ο σύζυγός της Αντώνης Τσατσούλης. Το κίνητρο; Οι φερόμενες διαμάχες που είχαν με τα θύματα για τα περιουσιακά στοιχεία. Οι μαρτυρίες γνωστών και γειτόνων για τους συχνούς καυγάδες εντός της οικογένειας, μαζί με την ισχυρή τους πεποίθηση ότι οι δύο κόρες μαζί με τον σύζυγο της μίας δολοφόνησαν το ζεύγος, ενορχήστρωσαν τις κατηγορίες εναντίον τους κι έτσι βρέθηκαν ενώπιον της Δικαιοσύνης. Η δίκη έγινε το Νοέμβριο του 1991, η Σταυρούλα κρίθηκε ένοχη και καταδικάστηκε σε δις ισόβια. Τέσσερα χρόνια αργότερα (κι ενώ η αδερφή της με τον άντρα της αθωώθηκαν) ξεκινά νέα δίκη, κατόπιν έφεσης του συνηγόρου της Σταυρούλας. Το Δεκέμβριο του 1995 αθωώνεται από το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Ναυπλίου με τέσσερις ψήφους υπέρ και τρεις κατά. Την αθωότητα της Σταυρούλας ήρθε να επιβεβαιώσει και η σύλληψη εκείνη την περίοδο μιας ομάδας με το όνομα “συνδικάτο του εγκλήματος”, τα μέλη της οποίας ομολογούν μια σειρά από ανθρωποκτονίες, μέσα στις οποίες ήταν και η διπλή δολοφονία του ζεύγους Κατσαφαρέα. Η Σταυρούλα δεν πήρε ποτέ αποζημίωση για τα χρόνια που πέρασε άδικα στη φυλακή, ούτε και η αδερφή της με τον άντρα που επίσης είχαν ταλαιπωρηθεί στις δικαστικές αίθουσες[4].
Ένοχος λόγω συνωνυμίας
“Φοβάμαι ακόμα, μην ανοίξει η πόρτα κι έρθουν και μου πουν “Έλα, πάμε μέσα”, εξομολογήθηκε ο Γιάννης Μυλωνάς στον Αντώνη Σρόιτερ στην εκπομπή “Αυτοψία” τον Ιανουάριο του 2017.
Ένα σκίτσο που του έμοιαζε και μία συνωνυμία ήταν αρκετά για να καταδικαστεί σε δις ισόβια και πέντε χρόνια για τη δολοφονία του προϊσταμένου του ΟΤΕ Παλαιού Φαλήρου, Γιάννη Σκολαρίκου. Το θύμα, το πρωί της 5ης Φεβρουαρίου 2001 είχε σταματήσει με το αυτοκίνητο σε κεντρικό δρόμο του Παλαιού Φαλήρου για να πάρει τσιγάρα από το περίπτερο. Τότε, ένας άντρας που εντόπισε τα κλειδιά πάνω στη μηχανή, αποπειράθηκε να βάλει μπροστά το αυτοκίνητο. Ακολούθησε συμπλοκή του Γ. Σκολαρίκου με τον άγνωστο άντρα και το αποτέλεσμα ήταν ο τελευταίος να πυροβολεί τέσσερις φορές τον πρώτο, ρίχνοντας τον νεκρό.
Ένα χρόνο μετά, συλλαμβάνεται ο 35χρονος Γιάννης Μυλωνάς στην Μυτιλήνη από κλιμάκιο της Ασφάλειας Αττικής. Μία σειρά από συμπτώσεις, όπως η σιγουριά ενός μάρτυρα ότι αυτός ήταν ο δράστης, αλλά κι ένα εισιτήριο στο όνομα του από Πειραιά προς Μυτιλήνη το βράδυ της δολοφονίας, έπεισαν τη Δικαιοσύνη ότι είχε στα χέρια της το σωστό άτομο. Ο Γ. Μυλωνάς πέρασε πάνω από τρία χρόνια στη φυλακή, ώσπου η αδερφή του απευθύνθηκε στο “Φως στο τούνελ” της Αγγελικής Νικολούλη. Τότε, αποκαλύφθηκε πως το εισιτήριο που είχε εντοπίσει η αστυνομία την επίμαχη ημερομηνία, ανήκε σε άλλον Γιάννη Μυλωνά, ο οποίος κάλεσε στην εκπομπή για να το αναφέρει. Ο συνονόματος κατέθεσε και στη δίκη που ακολούθησε στο Μικτό Ορκωτό Εφετείο, όπου ο Γ.Μυλωνάς αθωώθηκε με τρεις ψήφους κατά και τέσσερις υπέρ τον Φεβρουάριο του 2005[5].
Ανεξαρτήτως χωρικής και χρονικής απόκλισης, αν όλες οι παραπάνω ιστορίες έχουν κάτι να μας διδάξουν, είναι αυτό που είχε πει ο αμερικανός κοινωνιολόγος W.I.Thomas: Αν οι άνθρωποι ορίζουν καταστάσεις ως πραγματικές, τότε είναι πραγματικές στις επιπτώσεις τους. Μπορεί, λοιπόν, να βλέπουμε σειρές και να διαβάζουμε τις ιστορίες αυτών των ανθρώπων, να νευριάζουμε και να προβληματιζόμαστε με την αδικία που βίωσαν, όμως κανείς δεν μπορεί να τους γυρίσει πίσω τη χαμένη ζωή στη φυλακή.
Bαγιανού Βαρβάρα, δημοσιογράφος.
Τζάνη Δέσποινα, δημοσιογράφος και μεταπτυχιακή φοιτήτρια Εγκληματολογίας.
[1]Harris A.(2019), The Central Park Five: we were just baby boys, The New York Times. Aνακτήθηκε από:https://www.nytimes.com/2019/05/30/arts/television/when-they-see-us.html?nl=todaysheadlines&emc=edit_th_190602&fbclid=IwAR1166MqmCPqn9RJy_6HgFJSlR28zAtDqntNC5K0Ofi2GSKu_uWhi_rGPzk, στις 12 Σεπτεμβρίου 2019.
[2]The Central Park Five: A cautionary tale of injustice, Ανακτήθηκεαπό:https://www.youtube.com/watch?v=1hf-bLR668g&fbclid=IwAR2Gh0cdmEAznd4hZQg5hREg91gjpRsoDB6NLzb9l7uRw_ZBMluGNaGCEtcστις 12 Σεπτεμβρίου2019.
[3]Σόμπολος Π.(2015),Τα τραγικά γεγονότα της τελευταίας τριακονταπενταετίας. Όπως τα έζησα, Αθήνα: Πατάκη, σελ.126.
[4]Όλες οι πληροφορίες για την υπόθεση της Σταυρούλας Κατσαφαρέα αντλήθηκαν από το βιβλίο του Σόμπολος Π.(2015),Τα τραγικά γεγονότα της τελευταίας τριακονταπενταετίας. Όπως τα έζησα, Αθήνα: Πατάκη, σελ.121-132.
[5]Όλες οι πληροφορίες για την υπόθεση αντλήθηκαν από την εκπομπή «Αυτοψία» με παρουσιαστή τον Αντώνη Σρόιτερ και προβλήθηκε στις 19/1/2017.