Fake News ΤΕΥΧΟΣ #8 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ 2019

Η διασπορά ψευδών ειδήσεων στην εποχή των “fake news”

Δρ. Φώτιος Σπυρόπουλος

Ανάλυση του ά. 191 ΠΚ ενώπιον των σύγχρονων (τεχνολογικών) προκλήσεων

 

1. Εισαγωγή

1.1 Το φαινόμενο της δημόσιας παραπληροφόρησης, επίσης γνωστό ως “fake news”[1] ή “hoax”[2], έχει λάβει νέες διαστάσεις στην ψηφιακή εποχή[3], παρότι το φαινόμενο της διασποράς ψευδών ειδήσεων δεν είναι νέο[4]. Είναι πλέον γεγονός ότι τα κοινωνικά δίκτυα στο διαδίκτυο αποτελούν πρωτογενή πηγή πληροφόρησης για τις ειδήσεις[5]. Παρακάμπτεται μ’ αυτόν τον τρόπο η παραδοσιακή πορεία της είδησης στα μέσα επικοινωνίας[6], με το προφανές προτέρημα ότι «δημοκρατικοποιείται» η αγορά των ειδήσεων[7]. Αντιστοίχως, αυτή η νέα πραγματικότητα οδηγεί σε de facto αποδυνάμωση των παραδοσιακών μέτρων ή/και πρακτικών της όποιας εγκυρότητας στα ΜΜΕ (π.χ. κώδικας δεοντολογίας των δημοσιογράφων[8], επαγγελματική προσέγγιση της είδησης, ανεξάρτητη αρχή ελέγχου[9], ευθύνη του εκδότη[10] κ.λπ.) αφού η διασπορά των ειδήσεων λαμβάνει πλέον χώρα με πρακτικές που εκφεύγουν της αρμοδιότητας ή / και εφαρμογής των πρακτικών αυτών καθώς με τη χρήση του web 2.0 και τη λειτουργία των κοινωνικών δικτύων μπορούν πλέον όλοι να δημοσιεύουν ειδήσεις[11]. Με άλλα λόγια, δεν χρησιμοποιούνται πλέον «παραδοσιακά» φίλτρα (αξιοπιστίας) και ο χρήστης του διαδικτύου τροφοδοτείται κάθε λεπτό με μια σταθερή (ακόμα και αυτοματοποιημένη) ροή μη επεξεργασμένων πληροφοριών[12].

1.2 Σε επίπεδο γενικής και ειδικής πρόληψης[13] στην Ελλάδα το θέμα ρυθμίζεται από το άρθρο 191 του ΠΚ[14]. Συγκεκριμένα, κατά τη διάταξη του άρθρου 191 παρ. 1 του ΠΚ,

Με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και χρηματική ποινή καταδικάζεται όποιος διασπείρει με οποιονδήποτε τρόπο ψευδείς ειδήσεις ή φήμες ικανές να επιφέρουν ανησυχίες ή φόβο στους πολίτες ή να ταράξουν τη δημόσια πίστη ή να κλονίσουν την εμπιστοσύνη του κοινού στο εθνικό νόμισμα ή στις ένοπλες δυνάμεις της χώρας ή να επιφέρουν διαταραχή στις διεθνείς σχέσεις της χώρας. Σύμφωνα με τη δεύτερη παράγραφο του ά. 191 ΠΚ «Όποιος από αμέλεια γίνεται υπαίτιος κάποιας από τις πράξεις της προηγούμενης παραγράφου τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι ενός έτους ή με χρηματική ποινή».

2. Το έγκλημα του ά. 191 ΠΚ

2.1 Χαρακτηρολογικά στοιχεία του εγκλήματος

Το αδίκημα του άρθρου 191 ΠΚ διώκεται αυτεπάγγελτα. Στρέφεται κατά του κοινωνικού συνόλου, είναι πλημμέλημα (άρθρο 18 ΠΚ), κοινό («όποιος»), μονοπρόσωπο, εξωτερίκευσης, ενέργειας, στιγμιαίο, απλό, τυπικό (για την τελείωση της νομοτυπικής του μορφής δεν απαιτείται να επέλθει κάποιο αποτέλεσμα), υπαλλακτικά μικτό (οι πλείονες τρόποι τέλεσης αυτού αποτελούν ένα και μόνο έγκλημα, εκτός κι αν μεσολαβήσει ειρήνευση του έννομου αγαθού της δημόσιας τάξης).

Επισημαίνεται ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση μιλούμε για έγκλημα δυνητικής διακινδύνευσης[15]. Δηλαδή, προβλέπεται σε αυτό ρητά ο δυνάμενος να προκύψει κίνδυνος για τη δημόσια τάξη. Εξετάζεται, επίσης, η επιτηδειότητα / καταλληλότητα των συγκεκριμένων ειδήσεων να προκαλέσουν ανησυχία γενικά και αφηρημένα[16]. Η διακινδύνευση της δημόσιας τάξης είναι δυνατόν δηλαδή να προκληθεί ως αποτέλεσμα της ενέργειας του δράστη. Συνεπώς, για τη θεμελίωση της πράξης δεν απαιτείται να επήλθε πράγματι κλονισμός του φρονήματος των πολιτών, ενώ επαρκεί η δυνατότητα επέλευσης του συγκεκριμένου αποτελέσματος[17].

Αντικείμενο τέλεσης της πράξης – που ενυλώνει το προσβαλλόμενο έννομο αγαθό και δέχεται την επενέργεια του δράστη – είναι, όπως και στην περίπτωση της διατάραξης της ειρήνης των πολιτών κατ’ άρθρο 190 ΠΚ, αόριστος αριθμός ανθρώπων που, επωφελούμενος από την ευταξία του κοινωνικού χώρου («δημόσια τάξη») εντός του οποίου ζει, ασχολείται με τα ειρηνικά του έργα. Παράλληλα όμως (και σε τούτο έγκειται ο «μικτός» χαρακτήρας του εγκλήματος, ως στρεφόμενου κατά της δημόσιας τάξης και με τις δύο όψεις της, «πολιτειακή» και «κοινωνική»[18]) και η ρυθμιστική ικανότητα του κράτους σε συγκεκριμένο τομέα της κοινωνικής ζωής, όπου τίθεται σε αμφιβολία με την ενέργεια του δράστη[19]. Σε αντίθεση με τη διατάραξη της ειρήνης των πολιτών (ά. 190 ΠΚ), όπου απαιτείται η επέλευση του αποτελέσματος της διατάραξης και η ανατροπή σε συγκεκριμένο χώρο ή τομέα της ομαλής κοινωνικής ροής, της ειρηνικής δραστηριότητας των ανθρώπων, το έγκλημα της διασποράς ψευδών ειδήσεων κατ’ άρθρο 191 ΠΚ τυποποιείται χωρίς αποτέλεσμα με μόνη την δυνατότητά του να δημιουργήσει το κλίμα εκείνο που μπορεί να το προκαλέσει. Έτσι, δεν έχουμε βλάβη του έννομου αγαθού της δημόσιας τάξης όπως στην περίπτωση της διατάραξης κατ’ άρθρο 190 ΠΚ, αλλά αφηρημένα – συγκεκριμένη (δυνητική) διακινδύνευσή του[20].

2.2 Η αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος του ά. 191 ΠΚ

Πράξη του εγκλήματος του ά. 191 ΠΚ αποτελεί η διασπορά, με οποιονδήποτε τρόπο, ψευδών ειδήσεων ή φημών ικανών να επιφέρουν ανησυχίες ή φόβο στους πολίτες ή να ταράξουν τη δημόσια πίστη ή να κλονίσουν την εμπιστοσύνη του κοινού στο εθνικό νόμισμα ή στις ένοπλες δυνάμεις της χώρας ή να επιφέρουν διαταραχή στις διεθνείς σχέσεις της χώρας.

Ειδικότερα και σε ό,τι αφορά την έννοια των ανωτέρω:

2.2.1 Διασπορά, υπάρχει όταν από τον δράστη ανακοινώνεται η είδηση ή η φήμη διαδοχικά σε διάφορους ανθρώπους ή ομάδες ανθρώπων, έτσι ώστε σε λίγο χρόνο να γίνουν γνωστές σε μεγάλη έκταση αορίστου αριθμού ανθρώπων (λ.χ. με προκηρύξεις, επιστολές, τηλεφωνήματα, διαδοχικές ανακοινώσεις, έντυπα που διαβάζονται ταυτόχρονα)[21]. Στην προκείμενη περίπτωση, η πράξη είναι αξιόποινη και όταν τελείται δημόσια (στο «μείζον περιέχεται και το έλασσον», ώστε αν τιμωρείται το «έλασσον» να τιμωρείται και το «μείζον»). Δεν αρκεί όμως σ’ αυτήν την περίπτωση μόνο η διάδοση ως τρόπος μετάδοσης του μηνύματος. Συνεπώς αν ο «δράστης» μεταδώσει την είδηση σε ένα μόνο πρόσωπο (έστω και με σκοπό περαιτέρω μετάδοσής της από αυτόν), δεν τελεί το έγκλημα κατ’ άρθρο 191 ΠΚ αφού δεν διασπείρει, όπως ορίζει τούτο, την είδηση[22]. Υποστηρίζεται βέβαια και η αντίθετη άποψη[23], όπου η «διασπορά» ερμηνεύεται ως «κυκλοφορία»[24]. Η ερμηνεία βέβαια αυτή ενέχει τον κίνδυνο διεύρυνσης του αξιόποινου, ίσως και αντίθετα στον σκοπό του νομοθέτη, διότι η «κυκλοφορία» της είδησης δύναται να γίνει προς ένα μόνο πρόσωπο.

2.2.2 Είδηση είναι η ανακοίνωση για πρώτη φορά γεγονότος πρόσφατου ή παρόντος ή επικείμενου[25]. Κατά τον Κόλλια «ειδήσεις είναι αι ανακοινώσεις περί γεγονότων προσφάτως λαβόντων χώραν ή συμβαινόντων εν τω παρόντι και φέρουσαι την μορφήν της πληροφορίας»[26]. Επίσης, κατά τον Μπουρόπουλο η είδηση εκλαμβάνεται «ως ανακοίνωσιν περί γεγονότος προσφάτως λαβόντος χώραν ή συμβαίνοντος εν τω παρόντι και μη αναγομένου εις το μέλλον, αλλ’ ουδ’ εις το απώτερον παρελθόν»[27]. Από την «είδηση» αποκλείονται τα απώτερα γεγονότα (ιστορικές ανακοινώσεις), τα γνωστά γεγονότα (ιστορικές γνώσεις), οι σκέψεις και οι κρίσεις (γνώμες)[28].

Άρα, αν το γεγονός δεν είναι πρόσφατο, πρόκειται για ιστορική ανακοίνωση και όχι είδηση. Αν δεν γίνεται η ανακοίνωση για πρώτη φορά και το γεγονός είναι του απώτερου παρελθόντος, πρόκειται για επανάληψη ιστορικής γνώσης και όχι για είδηση. Αν το γεγονός είναι μελλοντικό χωρίς να στηρίζεται σε απόφαση που έχει ήδη ληφθεί[29], πρόκειται για εικασία και όχι για είδηση. Αν, τέλος, διατυπώνονται εκτιμήσεις γεγονότων, συσχετισμοί τους με άλλα, αξιολόγηση προσώπων που εμπλέκονται σε αυτά κ.λπ., πρόκειται για κρίσεις, σκέψεις και γνώμες και όχι για ειδήσεις. Αν τέλος, διατυπώνονται εκτιμήσεις γεγονότων, συσχετισμοί τους με άλλα, αξιολόγηση προσώπων εμπλέκονται σ’ αυτά κ.λπ., πρόκειται για κρίσεις, σκέψεις και γνώμες και όχι για ειδήσεις[30]. Σε κάθε περίπτωση, θεωρώ ότι η διατύπωση της είδησης (με άξονα κυρίως την γραμματική ερμηνεία[31]) είναι καίρια προκειμένου να κατατάξουμε την ανακοίνωση σε κάποια από τις παραπάνω κατηγορίες.

2.2.3 Φήμη[32] είναι ο ισχυρισμός που διαδίδεται στο κοινό αναφορικά με κάποια είδηση, προέρχεται από μη εξακριβωμένη πηγή[33] και δεν είναι διασταυρωμένη και αξιόπιστη. Στη συγκεκριμένη διάταξη ο όρος «φήμη» δεν χρησιμοποιείται βέβαια με την έννοια της καλή ή κακής γνώμης του κοινού για κάποιο πρόσωπο ή πράγμα (καλή ή κακή φήμη).

2.2.4 Ψευδής είναι η είδηση ή φήμη που αντικειμενικά (και όχι κατά την εντύπωση του δράστη) δεν ανταποκρίνεται στην αλήθεια, αναφερόμενη σε ανύπαρκτο γεγονός[34].

Το ψεύδος, όπως φέρεται σαν έννοια στον Ποινικό Κώδικα, σε εγκλήματα όπου τίθεται ως προϋπόθεση[35] πλήρωσης της αντικειμενικής υπόστασής τους, πρέπει να αναφέρεται σε γεγονός[36]. Οι προσωπικές κρίσεις, γνώμες ή πεποιθήσεις δεν μπορούν να θεμελιώσουν ψευδές γεγονός, καθώς στερούνται αντικειμενικού περιεχομένου, εκτός αν είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένες με τα γεγονότα που εκτίθενται[37], γι’ αυτό πρέπει σε κάθε περίπτωση να ερευνάται αν εκτίθεται προσωπική άποψη ή αξιολογική κρίση ή εάν μέσα σε αυτή υφίσταται και παράλληλα ορισμένο γεγονός.

Ένα δε από τα σημαντικότερα ζητήματα που ανακύπτουν κατά την εφαρμογή των σχετιζόμενων με το «ψεύδος» διατάξεων – όπως και στην συγκεκριμένη διάταξη της διασποράς ψευδών ειδήσεων (ά. 191 ΠΚ) είναι ο εννοιολογικός προσδιορισμός του ψεύδους.

Στο πλαίσιο αυτό έχουν διατυπωθεί δύο βασικές κατευθύνσεις: η αντικειμενική και η υποκειμενική[38].

Κατά την υποκειμενική κατεύθυνση, το κύριο χαρακτηριστικό γνώρισμα του ψεύδους βρίσκεται ανάμεσα στον ισχυρισμό του δράστη και την γνώση, στην διάσταση δηλαδή που υπάρχει ανάμεσα σε αυτά που εκθέτει κάποιος και σε αυτά που γνωρίζει ότι συνέβησαν. Κατ’ αυτήν την άποψη, παραμερίζεται το στοιχείο της πραγματικότητας, το τί δηλαδή πραγματικά συνέβη, που μπορεί να είναι διαφορετικό από το γεγονός που εκτίθεται. Άρα, σύμφωνα με την κατεύθυνση αυτή δεν υφίσταται υποχρέωση να εκτεθεί η «απόλυτη» αλήθεια, αλλά η πραγματικότητα που αντιλαμβάνεται αυτός που εκθέτει το γεγονός. Η θεωρία αυτή τροφοδοτείται από την σκέψη ότι στα συγκεκριμένα εγκλήματα, που συμπεριλαμβάνουν ως προϋπόθεση το «ψεύδος», συμπροστατευόμενο έννομο αγαθό είναι το καθήκον αληθείας, και άρα εφόσον το υποκείμενο πρέπει να καταθέσει/αναφέρει/εκθέσει την αλήθεια, οφείλει να προβάλλει ακριβώς ό,τι γνωρίζει για αυτή.

Κατά την αντικειμενική κατεύθυνση, το κύριο χαρακτηριστικό γνώρισμα του ψεύδους, έγκειται στη διάσταση ανάμεσα στο γεγονός που εκτίθεται και στην πραγματικότητα, δηλαδή στην διάσταση ανάμεσα στα γεγονότα που παρουσιάζονται ως αληθινά και σε αυτά που έγιναν στην πραγματικότητα. Έτσι, βέβαια παραγνωρίζεται το στοιχείο της γνώσης του δράστη.

Ένας συγκερασμός των παραπάνω θεωριών επιχειρείται με την βελτιωμένη αντικειμενική ή μικτή θεωρία, η οποία  υποστηρίζεται σθεναρά από την ελληνική νομολογία[39] και η οποία λαμβάνει υπόψη την αντικειμενική πραγματικότητα, απαιτεί όμως και γνώση του υποκειμένου για αυτή. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με την θεωρία αυτή, τα γεγονότα είναι αντικειμενικά ψευδή όταν είναι αντίθετα προς την αντικειμενική πραγματικότητα, αλλά και προς εκείνα που αντιλήφθηκε ή πληροφορήθηκε το υποκείμενο.[40]

Ειδικότερα, δε, στο πλαίσιο της εξεταζόμενης διάταξης, αληθινά γεγονότα, έστω και αν είναι ικανά να επιφέρουν τις τυποποιημένες στο ά. 191 ΠΚ συνέπειες, σε καμιά περίπτωση δεν αποτελούν περιεχόμενο αξιόποινης διασποράς. Τυχόν αντίθετη διάταξη[41] είναι απολύτως αντισυνταγματική, παραβιάζουσα τα άρθρα 14, 5 και 2 παρ. 1 του Συντάγματος.

Από τα ανωτέρω, καθίσταται εμφανές ότι το «ψευδές» της είδησης συνιστά στοιχείο της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος και όχι περαιτέρω γνώρισμα της έννοιας της διασποράς. Πρέπει επομένως να καλύπτεται από τον δόλο του δράστη. Έχοντας, δε, υπόψιν μας ότι το συγκεκριμένο αδίκημα τιμωρείται με ενδεχόμενο δόλο, θεωρώ ότι παρέλκει η εξέταση του αν συντρέχει γνώση του ψεύδους στο πρόσωπο του δράστη. Σε περίπτωση αμέλειας του τελευταίου θα εφαρμοστεί η παράγραφος 2 του άρθρου 191.

Όπως, δε, προκύπτει και από τα ανωτέρω, ψευδής είναι η είδηση όταν ολοκληρωτικά δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα ή έστω κατά ουσιώδες μέρος της που δημιουργεί ψευδή εικόνα της πραγματικότητας. Απαιτείται, σε κάθε περίπτωση, η αναφορά σε ένα γεγονός, ενώ: «η κριτική δεν μπορεί ποτέ να είναι αληθής ή ψευδής, γιατί έχει πάντοτε υποκειμενικό χαρακτήρα, μη δυνάμενο να υπαχθεί στην έννοια του γεγονότος[42]. Το γεγονός πρέπει βεβαίως να είναι αναληθές, αλλά αξίζει να σημειωθεί ότι, σε περίπτωση αμφιβολίας, για τον αληθή χαρακτήρα του γεγονότος ή όχι, η πιθανότητα της εκδήλωσής του σημαίνει, ούτως ή άλλως ότι το γεγονός δεν είναι αρκετά ασυνήθιστο για να κλονίσει την πίστη των πολιτών»[43]. 

2.2.5 Οι ψευδείς ειδήσεις ή φήμες πρέπει να είναι ικανές να επιφέρουν ανησυχία ή φόβο στους πολίτες. Στην προσβολή, λοιπόν, κατ’ ά. 191 ΠΚ υπάρχει απλώς η δυνατότητα κινδύνου, η οποία και συνάγεται από την επιτηδειότητα (ικανότητα) των ειδήσεων να δημιουργήσουν το κλίμα εκείνο που θα μπορούσε να προκαλέσει διατάραξη της ειρήνης των πολιτών ή της απρόσκοπτης επιβολής της κρατικής βούλησης σε συγκεκριμένο χώρο ή τομέα[44]. Μία είδηση που κανέναν δεν ανησύχησε χωρίς να μεσολαβήσει γεγονός που να την διαψεύδει δε θα έπρεπε να κριθεί πρόσφορη («ικανή» κατ’ ά. 191 ΠΚ), έστω και αν αφηρημένα φαινόταν στο δικαστήριο ότι θα μπορούσε να είχε ανησυχήσει τους πολίτες. Όπως έχει παρατηρηθεί[45], θα ήταν σε αυτήν την περίπτωση σαν να «κατηγορούσε» το δικαστήριο τους πολίτες που δεν ανησύχησαν!

Βέβαια όλες οι συνθήκες δεν είναι ίδιες. Μια ψευδής είδηση σε ομαλές κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες δύσκολα επηρεάζει τους πολίτες αλλά και εύκολα ελέγχεται και σύντομα διαψεύδεται ή αυτοδιαψεύδεται. Σε περιπτώσεις όμως κοινού κινδύνου, πολέμου, σεισμών, εκτεταμένης πυρκαγιάς ή πλημμύρας, οικονομικής κρίσης κ.ο.κ., ψευδείς ειδήσεις από ανεύθυνα ή ύποπτα άτομα μπορεί να προκαλέσουν ανυπολόγιστες καταστροφικές συνέπειες. Σε αυτές τις περιπτώσεις – και με την εφαρμογή των διατάξεων για την απόπειρα – θα μπορούσε το ά. 191 ΠΚ, πάντα ως έγκλημα de lege ferenda αποτελέσματος, να λειτουργήσει σωστά για την προστασία της «δημόσιας τάξης». [46]

 2.2.6 Ανησυχία είναι το συναίσθημα κλονισμού της πεποίθησης για τη συνέχιση της ομαλής ροής της κοινωνικής ζωής σε συγκεκριμένη περίπτωση. Δεν αναφέρεται απλώς σε πρόβλεψη ή σε υπόνοιες, αλλά ως βίωση του επερχόμενου κακού. Ως κακό δεν εννοείται βέβαια μια δυσμενής απλώς οικονομική ή επαγγελματική εξέλιξη, αλλά η ανατροπή της ομαλής κοινωνικής ροής σε συγκεκριμένο τομέα (λ.χ. απόλυση από την εργασία, απώλεια της περιουσίας, κήρυξη πολέμου, επιδημία κ.λπ.)[47]. Η ανησυχία αναφέρεται κατά κανόνα σε γεγονός που οι δυσμενείς του επιπτώσεις επίκεινται ή θα επέλθουν σε σύντομο χρόνο. Ο φόβος είναι συναίσθημα κατά κανόνα μπροστά στο κακό και ο τρόμος είναι η συναισθηματική βίωση μέσα στο κακό, έστω και αν τούτο δεν έχει επέλθει ακόμα ή δεν πρόκειται καν να συμβεί[48].

Στον ισχύοντα Ελληνικό Ποινικό Κώδικα, η έννοια «ανησυχία» απαντάται και στο άρθρο 416 ΠΚ το οποίο ορίζει ότι: «Όποιος με πρόθεση προκαλεί ανησυχία σε άλλον ή κινητοποιεί την αρχή ή την ένοπλη δύναμη ζητώντας ψευδώς βοήθεια ή χρησιμοποιώντας ατόπως σήματα κινδύνου ή με ψευδείς ή δεισιδαιμονικές ανακοινώνεις ή φήμες τιμωρείται με κράτηση ή με πρόστιμο, αν η πράξη δεν τιμωρείται βαρύτερα με άλλη διάταξη» καθώς και στο άρθρο 333 παρ. 1 ΠΚ, σχετικά με την απειλή, όπου ορίζεται: «1. Όποιος προκαλεί σε άλλον τρόμο ή ανησυχία απειλώντας τον με βία ή άλλη παράνομη πράξη ή παράλειψη τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι ενός έτους ή με χρηματική ποινή»[49].

2.3 Η υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος του ά. 191 ΠΚ

2.3.1. Στη βασική μορφή του (παρ. 1) το έγκλημα κατ’ ά. 191 ΠΚ τιμωρείται όταν τελείται με πρόθεση (δόλο). Μετά την τροποποίηση του αρχικού κειμένου από το ν.δ. 2493/1953, κατά την οποία απαλείφθηκε από τη νομοτυπική περιγραφή ο όρος «εν γνώσει» και προστέθηκε στο άρθρο δεύτερη παράγραφος που τυποποιεί και την τέλεση της πράξης από αμέλεια, αρκεί και ο ενδεχόμενος δόλος για την πλήρωση της υποκειμενικής υπόστασης του εγκλήματος[50].

Έτσι, το αδίκημα του άρθρου 191 παρ. 1 ΠΚ είναι πλημμέλημα (άρθρο 18 ΠΚ), και για τη στοιχειοθέτηση της υποκειμενικής υπόστασής του απαιτείται δόλος (άρθρο 26 ΠΚ) τουλάχιστον ενδεχόμενος, που συνίσταται, αφενός, στη γνώση ότι με την ενέργειά του ο δράστης διασπείρει με οποιονδήποτε τρόπο ψευδείς ειδήσεις ή φήμες ικανές να επιφέρουν ανησυχίες ή φόβο στους πολίτες ή να ταράξουν τη δημόσια πίστη ή να κλονίσουν την εμπιστοσύνη του κοινού στο εθνικό νόμισμα ή στις ένοπλες δυνάμεις της χώρας ή να επιφέρουν διαταραχή στις διεθνείς σχέσεις της χώρας και, αφετέρου, στη θέληση παραγωγής των πραγματικών περιστατικών, τα οποία απαρτίζουν την έννοια της πράξης και την επέλευση του αποτελέσματος της διασποράς ψευδών ειδήσεων (γνωστικό και βουλητικό στοιχείο του δόλου)[51]. Για την τέλεση του εγκλήματος της διασποράς ψευδών ειδήσεων δεν χρειάζεται ο δράστης να έχει πλήρη πεποίθηση για το αναληθές των διασπειρόμενων ειδήσεων, αλλά αρκεί να έχει σπουδαίες υπόνοιες για το ανυπόστατο αυτών[52].

Σε νομολογιακό επίπεδο, κρίθηκε ότι δεν είχε την πρόθεση να δημιουργήσει στην Ελλάδα μειονοτικά προβλήματα και ούτε και προκάλεσε ανησυχία στους πολίτες, κατηγορούμενος ο οποίος αθωώθηκε για το ότι ανέφερε ιδιώματα που ομιλούνται σε μερικές περιοχές της Ελλάδος και υπογράμμισε το γεγονός ότι μεταξύ αυτών ομιλείται στην περιοχή της Θεσσαλίας, Πίνδου και Ηπείρου η μητρική του γλώσσα που είναι τα «βλάχικα»[53].

2.3.2. Με τη δεύτερη παράγραφο του ά. 191 ΠΚ τυποποιείται και η από αμέλεια διασπορά ψευδών ειδήσεων. Η παράγραφος αυτή προστέθηκε στο άρθρο με την πρώτη μετά την ισχύ του ΠΚ τροποποίησή του από το ά. 5 του ν.δ. 2493/1953, οπότε και απαλείφθηκε από την πρώτη παράγραφο ο όρος «εν γνώσει» που απέκλειε τον ενδεχόμενο δόλο[54].

Εξάλλου, για τη θεμελίωση ευθύνης κατά τη δεύτερη παράγραφο του ά. 191 ΠΚ (από αμέλεια) δεν αρκεί προφανώς απλά να μην συντρέχουν τα στοιχεία του δόλου. Ό,τι δεν συνιστά δόλο δεν σημαίνει ότι είναι αμέλεια[55]. Θα πρέπει να συντρέχουν τα στοιχεία τούτης, όπως ορίζονται στο άρθρο 28 ΠΚ, δηλαδή η έλλειψη προσοχής (την οποία όφειλε και μπορούσε να επιδείξει) αυτού που διασπείρει την είδηση σχετικά με την αλήθεια του περιεχομένου της ή με το γεγονός της διασποράς ή με την ικανότητάς της να επιφέρει τις συνέπειες που ορίζονται στο ά. 191 ΠΚ ή με το ότι πρόκειται πράγματι για είδηση.

2.4 Η απόπειρα του εγκλήματος του ά. 191 ΠΚ

Το έγκλημα είναι βέβαια τυπικό (για την τελείωση της νομοτυπικής του μορφής δεν απαιτείται να επέλθει κάποιο αποτέλεσμα), ωστόσο επιδέχεται σε ορισμένες περιπτώσεις απόπειρα, όπως όταν τελείται δημόσια με πλήρη δόλο ολοκλήρωσής του[56], αλλά από τυχαίο λ.χ. γεγονός διακόπτεται η δημόσια μετάδοση της είδησης και δεν την ακούει τελικά το κοινό ή, με πλήρη πάντα δόλο, αρχίσει τη διασπορά ο δράστης, αλλά ανακοπεί πριν προλάβει να μεταδώσει περισσότερες φορές την είδηση[57]. Έτσι, προκύπτει ότι το έγκλημα είναι τελειωμένο μόλις λάβει χώρα η διασπορά σε αόριστο αριθμό ανθρώπων[58]. Αν ο δράστης διαδώσει την είδηση σε ένα μόνο άτομο (λ.χ. δημοσιογράφο) για να την κυκλοφορήσει αυτός περαιτέρω, δεν τελεί φυσική αυτουργία διασποράς, αλλά ενδεχομένως είναι ηθικός αυτουργός στην πράξη που τελεί εκείνος ο οποίος τελικά διασπείρει (εδώ: θέτει σε δημοσιότητα) την είδηση[59]. Αν ο τελευταίος αυτός δεν μεταδώσει την είδηση, για τον αρχικό δράστη υπάρχει έγκλημα κατ’ ά. 186 ΠΚ.

 2.5 Συρροή του εγκλήματος του ά. 191 ΠΚ με άλλα εγκλήματα

Η διασπορά ψευδών ειδήσεων ή φημών του άρθρου 191 ΠΚ συρρέει[60] φαινομενικά με τη διατάραξη της ειρήνης των πολιτών του άρθρου 190 ΠΚ και εφαρμόζεται η διάταξη του άρθρου 191 ΠΚ, λόγω σιωπηρής επικουρικότητας[61], ως περιέχουσα τη βαρύτερη ποινή.

Αληθινά συρρέει το έγκλημα του άρθρου 191 ΠΚ, με τα εγκλήματα των άρθρων 141, 168 παρ. 2, 363 και 452 ΠΚ, καθώς προσβάλλονται διαφορετικά έννομα αγαθά από τις εν λόγω διατάξεις σ σχέση με το ά. 191 ΠΚ.

Αληθινή συρροή, λόγω ετερότητας των προσβαλλόμενων εννόμων αγαθών, υφίσταται και μεταξύ της διασποράς του άρθρου 191 ΠΚ και του αδικήματος που περιέχεται στο άρθρο 182 του ν.1815/1988 «Κύρωση του Κώδικα Αεροπορικού Δικαίου»[62].

2.6 Παράσταση πολιτικής αγωγής

Για το εάν χωρεί παράσταση πολικής αγωγής στο συγκεκριμένο έγκλημα υποστηρίζονται και η θετική και η αρνητική άποψη. Σύμφωνα με την θετική άποψη παράσταση πολιτικής αγωγής, επιτρέπεται στους ιδιώτες εκείνους που η διασπορά προκάλεσε ανησυχία ή φόβο - μόνο στην πρώτη, δηλαδή, περίπτωση και ενδεχομένως στη δεύτερη, όχι όμως στις λοιπές περιπτώσεις έκφανσης του συγκεκριμένου εγκλήματος, όπου προέχει ο «πολιτειακός» χαρακτήρας του εγκλήματος και, αντίστοιχα, η «πολιτειακή όψη» της «δημόσιας τάξης»[63]. Αντίθετα, υποστηρίζεται και η αρνητική άποψη, η οποία φέρεται και ως η ορθότερη και αυτή την οποία έως τώρα ακολουθεί η νομολογία, σύμφωνα με την οποία το έννομο αγαθό που προστατεύεται είναι σε κάθε περίπτωση υπερατομικό (η δημόσια τάξη) και στα υπερατομικά αγαθά δεν πρέπει να χωρεί παράσταση πολιτικής αγωγής[64].

Κατά την απολύτως κρατούσα στη θεωρία[65] και την νομολογία[66] άποψη, το κριτήριο για την δυνατότητα παράστασης πολιτικής αγωγής είναι αν το δικαίωμα ή το συμφέρον πού προσβλήθηκε ανήκει στη σφαίρα προστασίας του κανόνα δικαίου πού παραβιάστηκε. όπου δηλαδή, εκτός από το κρατικό ή κοινωνικό έννομο αγαθό προσβάλλεται και ορισμένο ατομικό δικαίωμα ή συμφέρον. Αν η απάντηση στο ερώτημα αυτό είναι καταφατική, τότε και η δυνατότητα παράστασης πολιτικής αγωγής είναι ανοιχτή, επειδή στην περίπτωση αυτή ο φορέας του ατομικού εννόμου αγαθού πού συν-προστατεύεται από την αντίστοιχη ποινική διάταξη και ανήκει στη σφαίρα προστασίας του κανόνα δικαίου, υφίσταται άμεση ζημία και όχι έμμεση. Η ιδιομορφία συνίσταται στο ότι δεν διερευνάται το αντικείμενο και η σφαίρα προστασίας του κανόνα δικαίου που παραβιάστηκε ως ποινικού νόμου, αλλά ως κανόνα του αστικού δικαίου, του οποίου η προσβολή γεννά αξιώσεις αποζημιώσεως[67].

2.7 Μεταβολή Κατηγορίας

Μεταβολή της κατηγορίας από διασπορά ψευδών ειδήσεων του άρθρου 191ΠΚ, σε διατάραξη της ειρήνης των πολιτών του άρθρου 190 ΠΚ, όπως και στο αδίκημα του άρθρου 141ΠΚ (για την έκθεση του ελληνικού κράτους ή των κατοίκων του σε κίνδυνο αντιποίνων) είναι δυνατή, όπως και το αντίστροφο.

3. Νομολογιακή εφαρμογή του ά. 191 ΠΚ

 

Μια πρόσφατη απόφαση στην Ελλάδα από το Μονομελές Πλημμελειοδικείο Βέροιας[68] καταδεικνύει τον τρόπο λειτουργίας της συγκεκριμένης διάταξης και το πώς μπορεί να εφαρμοστεί στα κοινωνικά δίκτυα και στο διαδίκτυο. Το άρθρο 191 ΠΚ αναφέρεται σε δημοσίευση «με οποιονδήποτε τρόπο», επομένως η εφαρμογή της διάταξης καταλαμβάνει και το διαδίκτυο και τα κοινωνικά δίκτυα. Η υπόθεση αφορά τη δημοσίευση σε κοινωνικό δίκτυο άρθρου σχετικά με εμβόλιο το οποίο δήθεν προκαλεί καρκίνο, σύμφωνα με τον ισχυρισμό του συντάκτη του. Ο κλονισμός της αποδοχής των εμβολίων από την κοινωνία και ο φόβος ότι τάχα τα εμβόλια ευθύνονται για ανίατες ασθένειες δεν αφορά μόνο αφελείς πολίτες αλλά κρίθηκε ότι τέτοιοι ψευδείς ισχυρισμοί θέτουν σε κίνδυνο την ίδια την κοινωνία. Παρόλο που οι έννοιες της ανησυχίας του κοινού και του κλονισμού της δημόσιας τάξης ακούγονται γενικές, όπως ήδη αναφέρθηκε και ανωτέρω, είναι δεδομένο ότι γενικά το καθεστώς καλύπτει τις περιπτώσεις ειδήσεων όπως αυτήν[69].

3.2 Στην ΑΠ 1514/2004[70] απερρίφθη αναίρεση κατά αποφάσεως με την οποία καταδικάστηκαν ο διευθυντής και εκδότης και έτερος δημοσιογράφος γνωστής εφημερίδας πανελλήνιας κυκλοφορίας διότι δημοσίευσαν σε φύλλα της εν λόγω εφημερίδας και το έτος 2000 είδηση υπό τους πηχυαίους τίτλους «Κύκλωμα παιδεραστών – Βίλλα οργίων στην Ξάνθη – ένοχο μυστικό» στην πρώτη δημοσίευση και «14χρονα κορίτσια στα όργια της Ξάνθης» στο δεύτερο δημοσίευμα, στις εσωτερικές, δε, σελίδες του εν λόγω δημοσιεύματος ανέγραφαν «Μία βίλλα στη Χρύσα στο προάστια της Ξάνθης ήταν άντρο οργίων. Συμμετείχαν ευυπόληπτοι πολίτες με μεγάλη οικονομική επιφάνεια και δύναμη που παρέσυραν 14χρονα κοριτσάκια» και «η Αστυνομία μουδιασμένη αρχίζει τις έρευνες».

Τόσο το πρωτοβάθμιο και το δευτεροβάθμιο δικαστήριο καθώς και ο Άρειος Πάγος έκριναν ότι αποδείχθηκε από τις καταθέσεις των μαρτύρων επ’ ακροατηρίω ότι τα ως άνω δημοσιεύματα ήταν παντελώς ψευδή καθόλο το περιεχόμενό τους, καθόσον τα αναφερόμενα στα δημοσιεύματα περιστατικά ουδέποτε έλαβαν χώρα. Κρίθηκε, δε, ότι μπορούσαν και οι εις τα δύο προαναφερόμενα δημοσιεύματα περιεχόμενες ψευδείς ειδήσεις και φήμες, οι οποίες διαφημίζονταν από τηλεοράσεως ως δημοσιογραφική επιτυχία, να προκαλέσουν εύλογη ανησυχία στους πολίτες, ότι οι Αστυνομικές Αρχές της Ξάνθης γνωρίζουν και συγκαλύπτουν εγκλήματα κατά ανηλίκων παιδιών, ακόμη δε να περισσότερο να προκαλέσουν ανησυχία στους γονείς ανηλίκων της Ξάνθης για τυχόν εμπλοκή και των δικών τους παιδιών στο κύκλωμα παιδεραστίας. Όλοι οι κατηγορούμενοι τελούσαν εν γνώσει της αναλήθειας όλων των πιο πάνω εκτεθέντων πριν από τη δημοσίευσή τους, με δεδομένο και το ότι είχε προηγηθεί επίσημη ανακοίνωση των Αστυνομικών Αρχών Ξάνθης, με την οποία διεψεύδετο ότι υπήρχε κύκλωμα παιδεραστίας στην Ξάνθη.

Έτσι, κρίθηκε ότι οι κατηγορούμενοι, στην προκείμενη υπόθεση, τέλεσαν από κοινού με πρόθεση και κατ’ εξακολούθηση το έγκλημα της διασποράς ψευδών ειδήσεων δια του τύπου.

3.3. Όπως ήδη αναπτύχθηκε, στη δεύτερη παράγραφο του ά. 191 ΠΚ το συγκεκριμένο αδίκημα τιμωρείται και ως εξ αμελείας τελεσθέν. Λαμβάνοντας υπόψιν ότι κυρίως δημοσιογράφοι είναι αυτοί οι οποίοι προβαίνουν σε δημοσιοποίηση ειδήσεων ως εκ του επαγγέλματός τους, πρέπει να τονιστεί ότι είναι υποχρεωμένοι να πληροφορούνται για το αληθές περιεχόμενο των δημοσιευμάτων τους που απευθύνονται στο αναγνωστικό κοινό, ειδάλλως ευθύνονται κατά τις περιστάσεις για εξ αμελείας τέλεση του εγκλήματος της διασποράς ψευδών ειδήσεων[71]. Ειδικότερα, οι «κώδικες δημοσιογραφικής ηθικής»[72]περιλαμβάνουν ένα σύνολο αρχών και κανόνων για τον προσανατολισμό της πρακτικής του δημοσιογραφικού επαγγέλματος, που υιοθετούνται και εφαρμόζονται από τις επαγγελματικές οργανώσεις των δημοσιογράφων, ενδεχομένως σε συνεργασία και με άλλα υποκείμενα, στο πλαίσιο της αυτορρύθμισης των μέσων πληροφόρησης, ένα φαινόμενο ευρύτερο, το οποίο εκδηλώνεται και με άλλες μορφές[73]. Οι κώδικες δημοσιογραφικής ηθικής αναφέρονται βασικά στην ελευθερία της έκφρασης και της πληροφόρησης και στα «καθήκοντα και τις ευθύνες» που τη συνοδεύουν.[74] Στην Ελλάδα ο κώδικας δημοσιογραφικής δεοντολογίας της ΕΣΗΕΑ, καθιερώνει στο άρθρο 1 μια σειρά από δημοσιογραφικά καθήκοντα, η κοινή ratio των οποίων είναι η διασφάλιση και προαγωγή, εντός δυνατών ορίων, μιας αντικειμενικής δημοσιογραφικής πρακτικής που θα επιβεβαιώνει τον «κοινωνικό ρόλο» του δημοσιογράφου, συμβάλλοντας στην ικανοποίηση του δικαιώματος των πολιτών σε μια σωστή πληροφόρηση, ανεξάρτητα και πέρα από τις όποιες νομικές υποχρεώσεις επιβάλλει το Σύνταγμα και η κοινή νομοθεσία για την προστασία του δικαιώματος αυτού.[75]

Έτσι, ορθή κρίθηκε η καταδίκη δημοσιογράφου για τέλεση του αδικήματος του άρθρου 191 παρ. 2 ΠΚ, καθώς διέσπειρε ψευδείς ειδήσεις, ικανές να επιφέρουν ανησυχία και φόβο στους πολίτες ως προς την ορθή και δίκαιη απονομή της δικαιοσύνης, την αξιοπιστία, το κύρος και την εμπιστοσύνη των πολιτών προς αυτήν, ως και τους όρους λειτουργίας της, όταν διέλαβε σε δημοσίευμά της ότι υπήρξε και μεθοδευμένη ενέργεια, από την πλευρά της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Αθηνών, για να μην αποδοθούν ευθύνες στους υπαίτιους συγκεκριμένων κακουργηματικών πράξεων. Η εν λόγω κατηγορούμενη, δεν επέδειξε την απαιτούμενη επιμέλεια και προσοχή συνετής δημοσιογράφου, την οποία όφειλε και μπορούσε να καταβάλλει κατά τις περιστάσεις και δεν διασταύρωσε τις πληροφορίες της, με τις πηγές της Εισαγγελίας και των Εισαγγελικών Αρχών, οπότε θα διαπίστωνε ότι τα λεγόμενά της δεν ήταν ακριβή αλλά ψευδή (ΑΠ 1436/2003[76]).

3.4 Χαρακτηριστική, δε, είναι και η πολύκροτη υπόθεση του Α.Σ. και του Ε.Λ., οι οποίοι κατηγορήθηκαν για το έγκλημα του άρθρου 191 ΠΚ, ωστόσο με την υπ’ αριθμ. 67650/2013 απόφασή του[77] το Η’ Μονομελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών τους κήρυξε αθώους για την διάπραξη του εγκλήματος του ά. 191ΠΚ[78], αφού έκρινε ότι δεν προκλήθηκε το συναίσθημα της ανησυχίας από την ανακοίνωση της είδησης ύπαρξης χρηματικού ποσού, το οποίο δυνητικά θα βοηθούσε την οικονομική κατάσταση της χώρας και δεν υπήρχε πρόθεση προς τούτο, καταλήγοντας εν τέλει ότι δεν πληρούνται η υποκειμενική και η αντικειμενική υπόσταση του συγκεκριμένου εγκλήματος.

Επί της αποφάσεως αυτής ασκήθηκε αναίρεση υπέρ του νόμου από την Εισαγγελία και η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου έκρινε το 2017 (ΟλΑΠ2/2017)[79] ότι η ως άνω απόφαση έχει μη ειδική, μη εμπεριστατωμένη και ελλιπή αιτιολογία και ότι εσφαλμένως έκρινε η ως άνω απόφαση ότι δεν προκάλεσε ανησυχία και έλλειψη εμπιστοσύνης στους πολίτες η είδηση ότι ο Α.Σ. έχει στη διάθεσή του τεράστιο ποσό, το οποίο θα διαθέσει για την Ελλάδα, ενώ αντικειμενικά μια τέτοια είδηση προκαλεί ανησυχία στους πολίτες γιατί φέρεται ότι το κράτος δεν μπορεί να καλύψει τις υποχρεώσεις του ενόψει της δυσμενούς οικονομικής κρίσης.

4. Αντιμετώπιση της διασποράς ψευδών ειδήσεων από άλλες έννομες τάξεις

Σε όλα τα νομικά συστήματα έχουν παραδοσιακά δημιουργηθεί μηχανισμοί για να αντιμετωπιστεί το φαινόμενο της διάδοσης ψευδών ειδήσεων[80]. Συγκεκριμένα, σχετικά με την απαγόρευση διασποράς ψευδών ειδήσεων και η παρ. 109d του Γερμανικού Ποινικού Κώδικα[81], απαγορεύει την διάδοση ειδήσεων πλαστών ή διαστρεβλωμένων. Το άρθρο, δε, 27 του Γαλλικού περί τύπου νόμου απαγορεύει τη διάδοση ειδήσεων πλαστών ή παραποιημένων, ενώ αναμένεται να ψηφιστεί νέος νόμος ακριβώς για την προάσπιση των πολιτών από την διασπορά ψευδών ειδήσεων[82], ο οποίος έχει ήδη ανακοινωθεί από τον Πρόεδρο της Γαλλίας Εμμανουέλ Μακρόν[83]. Περαιτέρω, το άρθρο 656 του Ιταλικού Ποινικού Κώδικα, απαγορεύει τη δημοσίευση ή διάδοση ειδήσεων ψευδών, υπερβολικών ή κακόβουλων.

Ωστόσο, εκ των αλλοδαπών νομοθεσιών, μόνο οι διατάξεις του άρθρου 1 του Βέλγικου Β.Δ. της 19-07-1926[84], το άρθρο 4 (9) του 7ου κεφαλαίου του Σουηδικού Β.Δ. της 05-04-1950 και η παρ. 50 του κεφ. 154 του Κυπριακού Ποινικού Κώδικα[85], τιμωρούν και τη διασπορά φημών πέραν των ειδήσεων. Εξάλλου αν ετιμωρείτο η διασπορά ειδήσεων και όχι φημών, θα επεδιώκετο η πρόκληση φόβου, ανησυχίας ή κλονισμού της εμπιστοσύνης του κοινού δια διασποράς ψευδών φημών.

Η παραπληροφόρηση αναγνωρίζεται σε ειδικές περιπτώσεις ως μορφή εξωσυμβατικής ευθύνης. Στο κοινοτικό δίκαιο, σε μια κλασική αγγλική υπόθεση[86], ένα κακόγουστο ανέκδοτο (η σύζυγος πείστηκε από έναν άγνωστο της ότι ο σύζυγός της είχε σκοτωθεί σε ατύχημα τραίνου) έδωσε αφορμή στον δικαστή να αναγνωρίσει το αδίκημα της ψυχολογικής επίθεσης. Ενώ αρχικά αυτό το νομολογιακό αδίκημα είχε ευρεία εμβέλεια, οι Άγγλοι δικαστές έχουν πρόσφατα εξηγήσει ότι πρέπει η εφαρμογή του να περιοριστεί στην περίπτωση δημοσίου ψέματος ή απειλής[87], καθώς όσο ζημιογόνος και εάν κριθεί για ένα άτομο μια πληροφορία, το δικαίωμα να φανερωθεί η αλήθεια υπερισχύει απόλυτα.

Επιπρόσθετα, στο Ηνωμένο Βασίλειο, ισχυρό ρόλο για την επιβολή κυρώσεων για την διασπορά ψευδών ειδήσεων έχουν οι διατάξεις προστασίας και ασφάλειας των δεδομένων[88] του 2003 και δη το άρθρο 127 παρ. 2 αυτών, όπου ορίζεται ότι: Ένοχος αδικήματος είναι αυτός που  με σκοπό να προκαλέσει εκνευρισμό ή ενόχληση ή άγχος σε άλλον στέλνει με μέσο κοινωνικής δικτύωσης, μήνυμα το οποίο γνωρίζει ότι είναι ψευδές ή είναι η αιτία αποστολής τέτοιου μηνύματος[89]. Η υπόθεση του Paul Chamber, η οποία είναι ευρέως γνωστή ως η «δίκη – φάρσα του Twitter» είναι ίσως η πιο γνωστή υπόθεση όπου επιχειρήθηκε να εφαρμοστεί η ανωτέρω διάταξη[90].

 5. Πρωτοβουλίες σε ευρωπαϊκό επίπεδο για την αντιμετώπιση της διασποράς ψευδών ειδήσεων

Όπως προκύπτει από τα ανωτέρω, το θέμα της αντιμετώπισης της παραπληροφόρησης δεν έχει εναρμονιστεί σε ευρωπαϊκό επίπεδο, αλλά οι ευρωπαϊκές χώρες διαθέτουν παραδοσιακά κατά κανόνα μηχανισμό καταστολής της παραπληροφόρησης.

Στο πλαίσιο αυτό και καθότι οι προβληματικές που ανακύπτουν από την διάδοση των ψευδών ειδήσεων είναι εξαιρετικά σοβαρές, αξίζει να σημειωθεί ότι τον Ιανουάριο του έτους 2018 η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ανέθεσε σε Ομάδα Ειδικών Υψηλού Επιπέδου (High Level Expert Group – HLEG) την εκπόνηση μελέτης επί των ψευδών ειδήσεων και της διαδικτυακής παραπληροφόρησης[91].

Το ζήτημα το οποίο βέβαια έχει ανακύψει είναι η χρήση του όρου «ψευδείς ειδήσεις» (“fake news”) ο οποίος τείνει να ξεπεραστεί (και στις αλλοδαπές έννομες τάξεις, όπως ανωτέρω και όπως ήδη σημειώνει ο Κρίππας – βλ. ανωτέρω υποσημείωση). Προς αυτήν την κατεύθυνση κινείται και η αναφορά των Claire Wardle & Hossein Derakhshan η οποία συνετάχθη τον Σεπτέμβριο του 2017[92] για λογαριασμό του Συμβουλίου της Ευρώπης. Επιπρόσθετα, ενδεικτικά από τους Claire Wardle[93], Ethan Zuckerman[94] και Caroline Jack[95] υποστηρίζεται ότι ο συγκεκριμένος όρος είναι ανεπαρκής προκειμένου να περιγράψει το φαινόμενο της παραπληροφόρησης και της κακής πληροφόρησης. Αντίστοιχα, και στην αναφορά της HLEG για λογαριασμό της Ευρωπαϊκής Επιτροπής προκρίνονται οι όροι “disinformation” και “misinformation”[96].

Η πολύπλευρη προσέγγιση του προβλήματος από την Ομάδα Ειδικών Υψηλού Επιπέδου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής δείχνει ότι στο μέλλον η ευρωπαϊκή έννομη τάξη θα έχει στραμμένο το βλέμμα της στο πρόβλημα της παραπληροφόρησης. Για αυτό και ενέργειες με διάρκεια προτείνονται στην αναφορά και των οποίων οι καίριοι πυλώνες έχουν συνοπτικά να κάνουν με την ενίσχυση της διαφάνειας των ειδήσεων στο διαδίκτυο διαδικτυακών νέων, με την προώθηση της εξοικείωσης με τη διαδικτυακή πληροφορία, προκειμένου να μειωθεί η παραπληροφόρηση και να βοηθηθούν οι χρήστες του διαδικτύου, μέσω ανάπτυξης εργαλείων για την υποβοήθηση των χρηστών του διαδικτύου και ιδίως των δημοσιογράφων για την αντιμετώπιση της παραπληροφόρησης. Σημαντική είναι, επίσης, η προστασία της πολυφωνίας και της σταθερότητας των ευρωπαϊκών μέσων μαζικής ενημέρωσης. Οι άξονες αυτοί θα ενισχυθούν με την συνεχή ερευνητική παρακολούθηση του αντίκτυπου της παραπληροφόρησης στην Ευρώπη, για την αποτίμηση και επικαιροποίηση των μέσων πρόληψης και καταστολής και γενικότερα των ενεργειών αναφορικά με την αντιμετώπιση του προβλήματος.

6. Κριτική προσέγγιση του ά. 191 ΠΚ

6.1 Κατά την έννοια της διατάξεως του ά. 191 ΠΚ, που αποβλέπει στην προστασία της εν στενή εννοία δημοσίας τάξεως, δηλαδή της επικρατούσας στο κράτος ευταξίας συνεπεία της γενικής υποταγής στην έννομη τάξη, η οποία ειδικότερα συνίσταται κατά μεν την πολιτειακή όψη της στην επιβολή της κρατικής βουλήσεως, κατά δε την κοινωνική όψη της στην ειρηνική και ήρεμη συνύπαρξη και διαβίωση των πολιτών, όπως ήδη αναλύθηκε, οι αναφερόμενες σε αυτήν ψευδείς ειδήσεις και φήμες πρέπει να είναι επιτήδειες/ικανές να κλονίσουν την εμπιστοσύνη των πολιτών όσον αφορά την ικανότητα της κρατικής εξουσίας προς εξασφάλιση της κοινής ειρήνης και την πεποίθησή των περί της διατηρήσεως της ειρηνικής διαβιώσεώς των εντός του κράτους[97]. Στην προσβολή, δε, κατ’ άρθρο 191 ΠΚ υπάρχει απλώς η δυνατότητα[98] κινδύνου.

Το ποινικό αδίκημα της διασποράς ψευδών ειδήσεων συνιστά ένα ισχυρό όπλο στην καταπολέμηση της ενσυνείδητης παραπληροφόρησης. Ωστόσο, η γενικότητα της διάταξης αφήνει άλυτα πολλά ερωτήματα.

Αντιστοίχως βέβαια και ενόψει του γεγονότος ότι το έγκλημα καταφάσκεται με μόνη τη δυνατότητα[99] να επέλθει ο κίνδυνος, και ότι οι τομείς της τιθέμενης σε αμφισβήτηση κρατικής ικανότητας είναι η δημόσια ασφάλεια (δημόσια πίστη), η εξωτερική πολιτική (διεθνείς σχέσεις της χώρας), η νομισματική πολιτική (εθνικό νόμισμα), η αμυντική πολιτική (ένοπλες δυνάμεις), για τους οποίους ασφαλώς ασκείται (και πρέπει να ασκείται) δημόσιος έλεγχος, αλλά και αντιπολίτευσης σε μια δημοκρατική χώρα, γίνεται φανερό ότι η διάταξη του άρθρου 191 ΠΚ μπορεί να αποβεί εξαιρετικά επικίνδυνη στην πράξη.

Η πολύ συχνότερη (σε σχέση με το ά. 190 ΠΚ) εφαρμογή του ά. 191 ΠΚ στην πράξη και οι συνεχείς στο αυστηρότερο τροποποιήσεις του[100], και μάλιστα κατά την περίοδο της δικτατορικής διακυβέρνησης της χώρας (1967-1974), δείχνουν την τεράστια σημασία για την κρατική εξουσία. Είναι γνωστή εξάλλου η ρήση ότι «όποιος ελέγχει την πληροφόρηση, είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα ελέγξει και τη δημόσια τάξη» (Harold Lasswell)[101].

Το σκεπτικό των αποφάσεων που δέχθηκαν τη συνταγματικότητα της σχετικής διάταξης βασίζεται στο γεγονός ότι απαγορεύονται μόνο οι «ψευδείς ειδήσεις», η έκφραση των οποίων συνιστά κατάχρηση και όχι άσκηση δικαιώματος.[102] Αυτό που παραγνωρίζουν οι σχετικές αποφάσεις είναι ότι η τιμωρία των ψευδών γεγονότων, σε άλλες περιπτώσεις όπως π.χ. της συκοφαντικής δυσφήμησης, οφείλεται όχι στην απαξία της πράξης λόγω ψεύδους, αλλά γιατί έχει συνέπειες στην προσβολή της τιμής του θύματος. Στην περίπτωση όμως των ψευδών ειδήσεων η έλευση ενός αποτελέσματος, δηλαδή η διατάραξη της δημόσιας τάξης είναι απλά πιθανή, για το λόγο αυτό, δε, τυποποιείται και ως στοιχείο της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος. Αρκεί η ικανότητα των ειδήσεων να προκαλέσουν δυνητικά έστω το αποτέλεσμα της διατάραξης για να τιμωρηθεί ο δράστης. Η διάκριση ανάμεσα σε γεγονότα και κρίσεις με την οποία επιχειρείται ο περιορισμός του νοηματικού εύρους της διάταξης δεν είναι απολύτως ευχερής (ενδεικτική σκέψη λ.χ. ψευδής ανακοίνωση είδησης αναφορικά με εύρημα/ ανακάλυψη που αλλάζει τη σημασία ενός ιστορικού γεγονότος). Η αδυναμία διάκρισης καθιστά δυσχερή τη δυνατότητα ελέγχου των λόγων της τιμωρίας του δράστη και κυρίως της ενδεχόμενης απαξίας που εκφράζεται για το περιεχόμενο του λόγου.[103]

Σε αυτό το πνεύμα κινείται και σε ευρωπαϊκό επίπεδο η εγκατάλειψη του όρου «ψευδείς ειδήσεις» και η χρήση των όρων κακή πληροφόρηση ή παραπληροφόρηση (όπως ανωτέρω παρουσιάζεται).

Σε κάθε περίπτωση όμως, πρέπει να εξεταστεί από τον σύγχρονο νομοθέτη η μη εξάρτηση της διάταξης και εν γένει της ποινικής απαξίας από την επιδραστικότητα των ειδήσεων – η ανάλυση για την δυνατότητα μιας ψευδούς είδησης να δημιουργεί πεποιθήσεις μπορεί να υποστηριχθεί ότι μεταθέτει υπέρμετρα το αξιόποινο σε μια «αφελή» συνεπειοκρατία ή υπάρχει από την άλλη δυνατότητα να απαλλαγεί εύκολα ο δράστης (λ.χ. σε περίπτωση που το καθεστώς της αλήθειας αποκαταστάθηκε πολύ γρήγορα ή η τετελεσμένη προσπάθειά επιρροής του ήταν αρκετά ανίσχυρη για να πιάσει τόπο). Εξάλλου, η διασπορά μιας ψευδούς είδησης μπορεί να έχει έμμεσες / μακροπρόθεσμες επενέργειες (π.χ. μια δημιουργία γενικευμένης κυνικής συνείδησης του λαού ή απώλεια της πνευματικής του εγρήγορσης σε βάθος χρόνου). Σε τέτοιες περιπτώσεις ο πράττων δεν αποθαρρύνεται καθόλου και, συνεπώς, ενδεχομένως η γενικοπροληπτική λειτουργία της διάταξης να καταλήγει ατελέσφορη.

Επίσης, κριτική πρέπει να είναι η προσέγγιση και για την έννοια της «κοινωνικής ειρήνης» η οποία δήθεν διαταράσσεται. Σε ό,τι αφορά το πεδίο των ειδήσεων, υποστηρίζεται σθεναρά ότι η πραγματικότητα είναι κοινωνικά κατασκευασμένη[104], σε μεγάλο βαθμό, μέσω των μέσων μαζικής ενημέρωσης, τα οποία παρέχουν τρόπο ούτως ώστε οι κυριότερες αξίες στην κοινωνία να διαρθρωθούν στο κοινό, μέσω της «διαχείρισης» των ειδήσεων που παρουσιάζουν. Ο Gramsci υποστηρίζει ότι η «ηγεμονία των μέσων ενημέρωσης» αναφέρεται στην κυριαρχία ενός συγκεκριμένου τρόπου ζωής και τον τρόπο με τον οποίο αυτός διαχέεται στο κοινό[105]. Τα συστήματα των μέσων ενημέρωσης τείνουν να αναπαράγουν τις ιδεολογικές απολήξεις των ισχυρών οι οποίοι κατέχουν την κρατική εξουσία και εκπροσωπούν οικονομικά συμφέροντα[106]. Ως, αποτέλεσμα, οι άνθρωποι αποδέχονται παθητικά και σιωπηρά (με αυτόν τον τρόπο εξασθενεί η κοινωνική αντίδραση[107]), οπότε οι έννοιες «κοινωνική ειρήνη» και «αρμονία» τίθενται και αυτές ως αμφισβήτηση σε ό,τι αφορά το ουσιαστικό τους περιεχόμενο και σε ποιοτικό επίπεδο.

6.2 Σε ό,τι αφορά το ψεύδος, που χαρακτηρίζει την είδηση κατ’ άρθρο 191 ΠΚ και της δίνει τον απαξιολογικό της χαρακτήρα, μάλλον δεν έχει τη σημασία που από πρώτη άποψη φαίνεται. Γιατί πολλές φορές, ιδίως στον τομέα της πολιτικής και των κυβερνητικών μέτρων, το «ψέμα» και η «αλήθεια» αποκτούν σχετικό μέγεθος που δεν είναι άσχετο με την πολιτική σκοπιά από την οποία τα ατενίζει κανείς. Η γλώσσα που χρησιμοποιείται στην αναφορά μιας είδησης είναι καθοριστικής σημασίας για την κατασκευή της πραγματικότητας[108] του δέκτη της είδησης αναφορικά με την αντίληψη του τελευταίου. Σχετικά με τη διαμόρφωση της γλώσσας στην κοινωνική κατασκευή της πραγματικότητας, ο Loge χρησιμοποιεί την παρομοίωση μιας φωτογραφικής μηχανής: φαίνεται η ίδια φωτογραφία της ίδιας σκηνής ανάλογα με το φίλτρο που χρησιμοποιείται στη φωτογραφική μηχανή. Ακριβώς όπως ο φακός της κάμερας και το φίλτρο περιλαμβάνει πληροφορίες, αποκλείονται επίσης πληροφορίες και, συνεπώς, δεν μπορεί κανείς να δει τι υπάρχει εκτός της κάμερας ή να δεί τη φωτογραφία σε διαφορετικό φως. Η γλώσσα, λοιπόν, κατά τον Loge, είναι και “reflection” και “deflection” της πραγματικότητας[109]. Το άρθρο 191 ΠΚ κρίθηκε ότι συμβιβάζεται με το Σύνταγμα (ά. 14) αφού περιορίζει το αξιόποινο στη διασπορά των ψευδών μόνο ειδήσεων, και το ψεύδος, βέβαια, δεν ανήκει στις αξίες της πληροφόρησης που συνταγματικά προστατεύονται[110]. Κρίθηκε επίσης ως ορισμένος (και συνεπώς συνταγματικός) και όχι αόριστος ποινικός νόμος[111]. Αυτά όμως δεν αναιρούν την -εξαιρετική για την εγγυητική λειτουργία του ποινικού δικαίου και την ελευθερία της πληροφόρησης- σημασία του άρθρου αυτού. Το γεγονός ότι η διάταξη του άρθρου 191 ΠΚ, κρίθηκε σύμφωνη με το Σύνταγμα[112] δεν σημαίνει ότι ο δικαστής μπορεί εύκολα να ξεφύγει από την «παγίδα» του φακού της γλώσσας του Loge κατά την ερμηνεία των απαραίτητων στοιχείων της αντικειμενικής υπόστασης, όπως είναι η «δυνατότητα» των ειδήσεων να προκαλέσουν συγκεκριμένα αποτελέσματα, π.χ. «κλονισμό στη δημόσια πίστη»[113].

 6.3 Επιπρόσθετα, δεδομένης της σύγχρονης «επιδημίας» δημόσιας παραπληροφόρησης κυρίως μέσω κοινωνικών δικτύων, καθίσταται αναγκαίος ο εκσυγχρονισμός των διατάξεων του άρθρου 191 ΠΚ προκειμένου να συμβαδίζει με τα σημερινά (τεχνολογικά) δεδομένα. Η γενικότητα της πεπαλαιωμένης αυτής διάταξης αφήνει άλυτα πολλά ζητήματα, τη στιγμή που έχει καταστεί εναργές ότι η εξέλιξη των τεχνολογιών της πληροφορικής έχει αλλάξει ριζικά τις σύγχρονες κοινωνίες και η διάδοση της χρήσης των ηλεκτρονικών υπολογιστών και διασυνδεδεμένων συσκευών και γενικότερα των συστημάτων πληροφοριών, η ανάπτυξη του διαδικτύου και η έκρηξη της νέας ψηφιακής οικονομίας και, γενικότερα, η πλήρης εξάρτηση από τα (ψηφιακά) πληροφοριακά συστήματα[114] επέφεραν ραγδαία αύξηση της λεγόμενης ψηφιακής εγκληματικότητας (digital criminality)[115] και η μορφή της εν λόγω εγκληματικής δραστηριότητας μετετράπη. Πλέον οι δημοσιεύσεις στο διαδίκτυο, σύμφωνα με τα χαρακτηριστικά του χώρου[116], μπορούν να απευθύνονται σε ακόμα μεγαλύτερο αριθμό ανθρώπων, μπορούν να «διασπείρονται» πολύ πιο εύκολα και γρήγορα[117] και να μένουν στο διαδίκτυο για πάντα[118]! Επίσης, σημαντικές είναι και οι δυνατότητες για διασπορά οι οποίες ενυπάρχουν στα συστήματα πληροφοριών και στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης[119], ακόμη και με αυτοματοποιημένες λειτουργίες[120] κοινοποιήσεων (άρα και διασποράς) δημοσιεύσεων[121]. Ενδιαφέρουσα είναι και η σύγχρονη οικονομική διάσταση του φαινομένου των fake news σε συνάρτηση με την πρακτική “like- pharming”[122].

7. Συμπερασματικές παρατηρήσεις

Το ποινικό αδίκημα της διασποράς ψευδών ειδήσεων συνιστά ένα ισχυρό όπλο στην καταπολέμηση της ενσυνείδητης παραπληροφόρησης. Ωστόσο, η γενικότητα της διάταξης αφήνει άλυτα πολλά ερωτήματα.

Όπως προκύπτει και από την ανάλυση που προηγήθηκε οι συγκεκριμένες διατάξεις του ά. 191 ΠΚ δεν περιγράφουν την τιμωρητέα πράξη με τρόπο που να διασφαλίζεται ότι η τιμωρία της πράξης αφορά τις άμεσες συνέπειες που προκύπτουν από την εκφορά του λόγου και όχι την ενδεχόμενη απαξία για το περιεχόμενο του λόγου. Ο κίνδυνος για την δημοκρατία είναι ορατός[123] . Θα πρέπει λοιπόν η διάταξη του ά. 191 ΠΚ να αναθεωρηθεί και να προσδιορίζει την πράξη με βάση ένα αποτέλεσμα συγκεκριμένης διακινδύνευσης το οποίο και θα προσδιορίζει την απαξία της πράξης, σύμφωνα με τους όρους που χρησιμοποιούνται πλέον σε ευρωπαϊκό επίπεδο (βλ. ανωτέρω) πάντοτε υπό το πρίσμα και της νομολογίας του ΕΔΔΑ αναφορικά με την ελευθερία της έκφρασης [σύμφωνα με το ά. 10 παρ. 2 της ΕΣΔΑ, η ελευθερία της έκφρασης μπορεί να περιορίζεται σύμφωνα με τον νόμο[124] και την Χάρτα των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ (ιδίως ά. 52) υπό τρεις προϋποθέσεις [απόφαση ΕΔΔΑ PENTIKÄINEN v. FINLAND (20.10.2015)[125] (§37)]: 1) ο περιορισμός να προβλέπεται στο νόμο, 2) να έχει αποδεκτή αιτιολογία και 3) να είναι απαραίτητο σε μια δημοκρατική κοινωνία[126]]. Διαφορετικά η αναφορά σε συγκεκριμένες ιδιότητες τους λόγου, από τις οποίες μάλιστα μερικές δεν αναφέρονται ούτε στη δυνατότητα δημιουργίας απόφασης του αποδέκτη, π.χ. η «ικανότητα» των ειδήσεων να προκαλέσουν ανησυχία, δεν ανταποκρίνεται σε κανένα από τα κριτήρια τα οποία απαιτούνται για να θεωρηθεί μια πλήρης και με ορθό τρόπο συστημικά ενταγμένη διάταξη σε ένα σύγχρονο νομικό σύστημα το οποίο έχει ως κεντρικό του άξονα την προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου.

Επιπρόσθετα, η διάταξη πρέπει να προσαρμοστεί στα δεδομένα της επικοινωνίας μέσω συστημάτων πληροφοριών. Οι συνεχείς (ακόμη και αυτοματοποιημένες) κοινοποιήσεις μέσω των κοινωνικών δικτύων των δήθεν ειδήσεων, δεδομένου και ότι όπως αναφέρθηκε ανωτέρω πλέον οι περισσότεροι ενημερωνόμαστε από τα κοινωνικά δίκτυα, έχουν αυξήσει αλματωδώς τις δυνατότητες διασποράς. Η διάταξη του ά. 191 ΠΚ χαίρει εφαρμογής και στο διαδίκτυο και στα συστήματα πληροφοριών (όπως ανωτέρω αναλύθηκε) – ωστόσο, η επικαιροποίηση της πρέπει να είναι στραμμένη προς την αυξανόμενη χρήση των συστημάτων πληροφοριών και τις τεράστιες αλλαγές που έχουν λάβει χώρα στο πεδίο της (ανα)μετάδοσης και διασποράς πληροφοριών.

Ο Δρ. Φώτιος Σπυρόπουλος είναι Δικηγόρος, Δ.Ν., μεταδιδακτορικός ερευνητής Πανεπιστημίου Δυτικής Αττικής

Προδημοσίευση από τον Τιμητικό Τόμο του Καθηγητή Γιάννη Πανούση, του οποίου την έκδοση έχω την τεράστια τιμή να συνεπιμελούμαι σε συνεργασία με εξαίρετους επιστήμονες από το Κέντρο Μελέτης του Εγκλήματος (ΚΕ.Μ.Ε.).

Η παρούσα μελέτη εκπονείται στο πλαίσιο της μεταδιδακτορικής έρευνας με θέμα «Hoaxes και διασπορά ψευδών ειδήσεων – Έρευνα για την (αν)ασφάλεια των ψευδών ειδήσεων μέσω διαδικτύου και την οικονομοτεχνική διάσταση του φαινoμένου – Νομική αντιμετώπιση και de lege ferenda», η οποία χρηματοδοτείται από τη Γενική Γραμματεία Έρευνας και Τεχνολογίας (ΓΓΕΤ) – General Secretariat for Research and Technology (GSRT) και το Ελληνικό Ίδρυμα Έρευνας και Καινοτομίας (ΕΛΙΔΕΚ) – Hellenic Foundation for Research and Innovation (HFRI) στο πλαίσιο της 1ης προκήρυξης ερευνητικών έργων ΕΛΙΔΕΚ για την ενίσχυση μεταδιδακτόρων ερευνητών/τριών, με φορέα υποδοχής το Πανεπιστήμιο Δυτικής Αττικής.

Στην ερευνητική ομάδα με επιστημονικό υπεύθυνο τον γράφοντα συμμετέχουν οι: Vassileios Karagiannopoulos [Senior Lecturer & Head of Ethics, Institute for Criminal Justice Studies, University of Portsmouth (UK)], Ευαγγελία Ανδρουλάκη (Δικηγόρος, εγκληματολόγος ΜΔΕ, μέλος Δ.Σ. Κέντρου Μελέτης του Εγκλήματος – ΚΕ.Μ.Ε.), Νικόλαος Καραγιάννης (Δικηγόρος, εγκληματολόγος ΜΔΕ), Αριστοτέλης Κομποθρέκας (υπ. Δρ. Πανεπιστημίου Πατρών, μαθηματικός, ΜΔΕ Πληροφορικής) και ο Καθηγητής Πανεπιστημίου Δυτικής Αττικής Δρ. Λάζαρος Βρυζίδης.

Στη συγγραφή του παρόντος σημαντική υπήρξε και η συμβολή της δικηγόρου Αθηνών Αγγέλας Σαρδελιάνου, την οποία και ευχαριστώ.

[1] Για ορισμό του όρου “fake news” βλ. όλως ενδεικτικώς: Kai Shu, Amy Sliva, Suhang Wang, Jiliang Tang,Huan Liu, Fake News Detection on Social Media: A Data Mining Perspective, url: https://arxiv.org/pdf/1708.01967.pdf on 07/19/2018 and S. Zaryan, Truth and Trust: How Audiences are Making Sense of Fake News, Lund University, 2017, pp. 6 f. & 61, url: https://lup.lub.lu.se/student-papers/search/publication/8906886 (προσπελάστηκαν στις 07.08.2018), Lion Gu, Vladimir Kropotov, Fyodor Yarochkin, How Propagandists Abuse the Internet and Manipulate the Public, Forward Looking Threat Reasearch (FTR), url: https://documents.trendmicro.com/assets/white_papers/wp-fake-news-machine-how-propagandists-abuse-the-internet.pdf (προσπελάστηκε στις 19.07.2018).

[2] Βλ. ορισμό του όρου «hoax» (url: https://en.wikipedia.org/wiki/Hoax, προσπελάστηκε στις 10.08.2018): o όρος hoax χρησιμοποιείται στα αγγλικά για να περιγράψει κάτι ψεύτικο και φαίνεται ότι προέρχεται από τις «μαγικές» λέξεις “Hocus Pocus” (φράση η οποία προσομοιάζει με τη φράση «άμπρα κατάμπρα» που χρησιμοποιείται περισσότερο στη χώρα μας). Πιο ακριβής πάντως φαίνεται να είναι ο όρος Urban Legend (αστικός μύθος), καθώς ένα hoax είναι στην πραγματικότητα μια φήμη, δηλαδή ένας «θρύλος» ο οποίος «περιφέρεται» και διασπείρεται μέσα στο δίκτυο.

[3] Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του “pizzagate” (για μια σύντομη περιγραφή του σκανδάλου το οποίο βασίστηκε σε ψευδείς ειδήσεις βλ. url: http://ellinikahoaxes.gr/2016/12/08/pizzagate/, προσπελάστηκε στις 13.09.2018), καθώς έγινε “viral” στα social media επηρεάζοντας την πολιτική σκηνή των ΗΠΑ.  

[4] Μια χαρακτηριστική περίπτωση “fake news” με οικονομικό κίνητρο η οποία έχει καταγραφεί ιστορικά αφορά στην ήττα του Ναπολέοντα στο Βατερλώ την Κυριακή 18 Ιουνίου 1815. Ο τραπεζίτης Νέιθαν Ρότσιλντ στο Λονδίνο είχε άμεσο οικονομικό ενδιαφέρον. Διέδωσε, λοιπόν, την είδηση ότι τάχα ο Ναπολέων νίκησε στο Βατερλώ. Εξαιτίας αυτού το χρηματιστήριο κατέρρευσε και τότε ο Ρότσιλντ άρχισε να αγοράζει. Μέχρι να φτάσουν τα πραγματικά νέα στο Λονδίνο, δύο μέρες μετά, είχε πολλαπλασιάσει την περιουσία του (σύμφωνα με δήλωση του δημοσιογράφου Μάκη Προβατά στο άρθρο του Γιάννη Πανταζόπουλου, Τι αποτελεί είδηση σήμερα; 5 Έλληνες δημοσιογράφοι απαντούν, Lifo, 21.01.2016 – url: https://www.lifo.gr/print/print_feature/87218, προσπελάστηκε 10.08.2018).

[5] Kai Shu, Amy Sliva, Suhang Wang, Jiliang Tang, Huan Liu, Fake News Detection on Social Media: A Data Mining Perspective, url: https://arxiv.org/pdf/1708.01967.pdf  (προσπελάστηκε στις 19.07.2018).

[6] … πορεία η οποία έχει αναλυθεί κριτικά ιδίως αναφορικά με την κοινωνική κατασκευή της πραγματικότητας (βλ. J. H. Lipschultz & M. L. Hilt, Crime and Local Television News: Dramatic, Breaking, and Live From the Scene. New Jersey: Lawrence Erlbaum, 2002).

[7] Philippe Jougleux, Η παραπληροφόρηση στην ψηφιακή εποχή, ΔιΜΜΕ, τ.4/2016 – Έτος 13ο, σελ. 504.

[8] Βλ. ενδεικτικά τον Κώδικα Δεοντολογίας της ΕΣΗΕΑ στο url: https://www.esiea.gr/arxes-deontologias/ (προσπελάστηκε στις 05.09.2018).

[9] Βλ. ενδεικτικά το Εθνικό Συμβούλιο ραδιοτηλεόρασης (url: https://www.esr.gr/ - προσπελάστηκε στις 05.09.2018).

[10] Κατά την παρ. 1 του άρθρου μόνου του ν. 1178/1981 περί αστικής ευθύνης του τύπου και άλλων τινών διατάξεων που εφαρμόζονται αναλόγως και επί προσβολών, της προσωπικότητας, που συντελούνται στο διαδίκτυο (internet) μέσω ηλεκτρονικών ιστοσελίδων (sites), που λειτουργούν ως Διεθνές μέσο μετακίνησης πληροφοριών (ΕΑ 8962/2006 ΕλλΔικ/νη 2007, 1515-1516): «Ο ιδιοκτήτης παντός εντύπου υποχρεούται εις πλήρη αποζημίωσιν δια την παράνομον περιουσιακήν ζημίαν ως και εις χρηματικήν ικανοποίησιν δια την ηθική βλάβη, οι οποία υπαιτίως προξενήθησαν δια δημοσιεύματος, θίγοντος την τιμή και την υπόληψη παντός ατόμου, έστω και αν η κατά το άρθρο 914 του ΑΚ υπαιτιότης, η κατά το άρθρο 919 του ΑΚ πρόθεσης και η κατά το άρθρο 920 ΑΚ γνώσις ή υπαίτιος άγνοια συντρέχει εις τον συντάκτην του δημοσιεύματος ή εάν ούτος είναι άγνωστος, εις τον εκδότην ή τον διευθυντή συντάξεως εντύπου» (ΕφΑθ 164/2011). Κατά την παρ. 2 του άρθρου μόνου του ν. 1178/1981, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρ. 37 παρ. 1 του ν. 4356/2015: «…Για την κατά το άρθρο 932 του Αστικού Κώδικα ανάλογη χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης του αδικηθέντος από κάποια από τις προβλεπόμενες στην προηγούμενη παράγραφο πράξεις το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη ιδίως: α) τις επιπτώσεις του δημοσιεύματος στον αδικηθέντα, καθώς και στο οικογενειακό, κοινωνικό και επαγγελματικό περιβάλλον του, β) το είδος, τη φύση, τη σπουδαιότητα, τη βαρύτητα και την απαξία των γεγονότων, πράξεων ή χαρακτηρισμών που του αποδόθηκαν με το δημοσίευμα, γ) το είδος της προσβολής, που υπέστη, δ) την ένταση του πταίσματος του εναγομένου, ε) τις συνθήκες τέλεσης της αδικοπραξίας, και στ) την κοινωνική και οικονομική κατάσταση των διαδίκων.

[11] Ο όρος Web 2.0 (Ιστός 2.0), χρησιμοποιείται για να περιγράψει τη νέα γενιά του Παγκόσμιου Ιστού η οποία βασίζεται στην όλο και μεγαλύτερη δυνατότητα των χρηστών του Διαδικτύου να μοιράζονται πληροφορίες και να συνεργάζονται online. Αυτή η νέα γενιά είναι μια δυναμική διαδικτυακή πλατφόρμα στην οποία μπορούν να αλληλεπιδρούν χρήστες χωρίς εξειδικευμένες γνώσεις σε θέματα υπολογιστών και δικτύων (url: https://el.wikipedia.org/wiki/Web_2.0, προσπελάστηκε στις 05.09.2018).

[12] Nick Davies, Our media have become mass producers of distortion, The Guardian, 04.02.2008 (url: https://www.theguardian.com/commentisfree/2008/feb/04/comment.pressandpublishing, προσπελάστηκε στις 13.08.2018). Σύμφωνα με τον Davies, η βιομηχανία, της οποίας κύριο έργο ήταν να φιλτράρει τις ψευδείς ειδήσεις, σήμερα έχει γίνει τόσο ευάλωτη στη χειραγώγηση ώστε να συμμετέχει στη μαζική παραγωγή του ψεύδους, στη διαστρέβλωση και στην προπαγάνδα.  

[13] Για τη γενική και την ειδική πρόληψη βλ. Ν. Χωραφάς, Γενικαί Αρχαί του Ποινικού Δικαίου, 9η έκδ., Σάκκουλας, Αθήναι, 1978, σελ. 40,  Ιάκ. Ι. Φαρσεδάκης, Η Εγκληματική σκέψη. Απ’ την αρχαιότητα ως τις μέρες μας, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 1990, σελ. 19 και 31. Για την έννοια της γενικής πρόληψης πρβλ. επίσης ενδεικτικώς Ν. Ανδρουλάκης, Ποινικό Δίκαιο – Γενικό Μέρος – Θεωρία για το έγκλημα, εκδ. Π. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα 2000, σελ. 41 επ. και Ν. Κουράκης, Εισαγωγή στη θεωρία της ποινής, εκδ. Π. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα, 2000, σελ. 29 επ. Ειδικότερα για τη γενική πρόληψη και τη σχέση της με την αποτελεσματικότητα των ποινικών νόμων βλ. Έφη Λαμπροπούλου, Κοινωνιολογία του ποινικού δικαίου και των θεσμών της ποινικής δικαιοσύνης, εκδ. Ι. Σιδέρης, Αθήνα, 2012, σελ. 185 επ. και για την ειδική πρόληψη Χρ. Χ. Μυλωνόπουλος, Ποινικό Δίκαιο, Γενικό Μέρος Ι, Δίκαιο & Οικονομία, Π. Ν. Σάκκουλας, σελ. 35 επ.

[14] Όπως τροποποιήθηκε δια του ΝΔ 2493/1953 και τελικώς αντικαταστάθηκε κατά την παράγραφο 1 δια του άρθρου 2 του ΑΝ 230/1967.

[15] Ιάκωβος Φαρσεδάκης/Χρήστος Σατλάνης, Ειδικό Μέρος Ποινικού Κώδικα, εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 2015, σελ. 58.

[16] Παρατηρήσεις Α. Ψαρούδα – Μπενάκη στην ΠλημΤριπ 41/1981, ΠοινΧρον 1981.503, Α. Ι. Χαραλαμπάκης, Σύνοψη Ποινικού Δικαίου – Γενικό Μέρος Ι, εκδ. Π. Ν. Σάκκουλα, 2010, σελ. 233-234, Ι. Μανωλεδάκης, Επιβουλή της δημόσιας τάξης, Άρθρα 183-197, 2η έκδοση, εκδόσεις Ποινικού Δικαίου, 1994, σελ. 32, 63, 212.

[17] Βλ. ενδ. ΑΠ Ολ 1463/1981, ΠοινΧρον ΑΒ’, 632, ΑΠ 1519/2004 ΠοινΔικ 2004.1539, Μ. Μαργαρίτη, Ποινικός Κώδικας, εκδ. Π. Ν. Σάκκουλα, 2009, σελ. 482-483, Αρ. Χαραλαμπάκη (επιμ.), Ποινικός Κώδικας – Ερμηνεία κατ’ άρθρο, εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 2011, σελ. 1572-1577, Αθ. Κονταξή, Ποινικός Κώδικας, εκδ. Π. Ν. Σάκκουλα, Δίκαιο & Οικονομία, 1991, τ. Ι, σελ. 1223-1229, Ι. Γιαννίδη (επιμ.) Ποινικός Κώδικας και Νομολογία, εκδ. Π. Ν. Σάκκουλα, Δίκαιο & Οικονομία, 2009, σελ. 665-669.

[18] Στο πεδίο του ουσιαστικού αστικού δικαίου γίνεται δεκτό ότι κατά την έννοια του άρθρου 3 ΑΚ, ως κανόνες δημόσιας τάξεως νοούνται εκείνοι που έχουν χαρακτήρα προστακτικό ή απαγορευτικό, ρυθμίζουν κάποια σχέση αποκλειστικά κατά τρόπο ορισμένο και δεν μπορούν να μεταβληθούν με την ιδιωτική βούληση. Ωστόσο, στο πλαίσιο του άρθρου 33 ΑΚ, η «δημόσια τάξη» νοείται ως η εθνική δημόσια τάξη, δηλαδή «το σύστημα εκείνων των κεντρικών και ανεπίδεκτων παραίτησης κανόνων αναγκαστικού δικαίου που συνθέτουν τα πολιτειακά, πολιτιστικά, κοινωνικά και οικονομικά θεμέλια κάθε εθνικής έννομης τάξης, όπου τα συνταγματικώς κατοχυρωμένα ατομικά δικαιώματα έχουν κυρίαρχη θέση» (Ευαγγελία Μπαλογιάννη, Ακύρωση διαιτητικής απόφασης λόγω αντίθεσής της σε διατάξεις της δημόσιας τάξης - Έννοια διατάξεων της δημόσιας τάξης, Περιοδικό Δίκη, Μάρτιος 2009, url: http://www.kostasbeys.gr/articles.php?s=4&mid=1479&mnu=3&id=25269, προσπελάστηκε στις 13.08.2018). Κατά την έννοια αυτή η δημόσια τάξη δεν είναι έννοια αμετάβλητη, αλλά εξελίσσεται με τη μεταβολή των κοινωνικών ιδεών. Καθώς παρατηρείται, η έννοια της δημόσιας τάξης του άρθρου 33 ΑΚ είναι στενότερη αυτής των κανόνων δημόσιας τάξης του άρθρου 3 ΑΚ (Απ. Γεωργιάδης – Μ. Σταθόπουλος, Αστικός Κώδιξ Ι – Γενικαί αρχαί, εκδ. Π. Ν. Σάκκουλα, άρθρο 3, σελ. 9).

[19] Έτσι Ι. Μανωλεδάκης, ό.π., 1994, σελ. 212-213 και Ολομ.ΑΠ 1463/1981, ΠοινΧρον 1982, σελ. 633.

[20] Έτσι Δ. Σπινέλλης, Προβλήματα ανακύπτοντα εκ των εγκλημάτων διακινδυνεύσεως, ΠοινΧρον, 1973, σελ. 161 επ., σελ. 241 επ. (σελ. 252 επ.). Βλ. και Μ. Καϊάφα – Γκμπάντι, Έννοια και προβληματική των κοινώς επικίνδυνων εγκλημάτων, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα, Κομοτηνή, σελ. 155.

[21] Βλ. Ι. Μανωλεδάκης, ό.π, σελ. 216 - 217.  

[22] Έτσι Ι. Μανωλεδάκης, ό.π., σελ. 186 -187.

[23] Γ. Κρίππας, Το έγκλημα της διασποράς ψευδών ειδήσεων και φημών, ΠοινΧρον 1969, σελ. 502 επ., Α. Μπουρόπουλος, Ερμηνεία των περί τύπου νόμων κ.λπ., εκδ. Ν. Σάκκουλας 1958.

[24] Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τον Γ. Κρίππα, ό.π., 1958, η έννοια «διασπορά» απαντάται μόνο στο ελληνικό νομικό πλαίσιο, ενώ σε αντίστοιχες νομοθετικές διατάξεις της αλλοδαπής χρησιμοποιούνται όροι που στα ελληνικά αποδίδονται ως «διάδοση», «δημοσίευση» ή «αναδημοσίευση». Για τον λόγο αυτό υποστηρίζει ο Γ. Κρίππας, οι συγγραφείς νομικών κειμένων ερμηνεύουν τον όρο «διασπορά» είτε ως διάδοση και κυκλοφορία ψευδών ειδήσεων ή φημών είτε ως ανακοίνωση αυτών.

[25] Βλ. και Tony Harcup & Deidre O’ Neill, Journalism Studies, What is news?, 8:12, 1470-1488, (url: https://www.tandfonline.com/doi/pdf/10.1080/1461670X.2016.1150193, προσπελάστηκε στις 10.08.2018) αναφορικά με τον σύγχρονο ορισμό και τις προβληματικές γύρω από την έννοια των ειδήσεων.

[26] Γνωμ. Εισ. ΑΠ 3/1964, ΠοινΧρον 1964.119,. Βλ. και ΑΠ 236/1978, ΠοινΧρον 1978.485, ΑΠ 1177/1978, ΠοινΧρον 1979.286, ΑΠ 781/1976, ΠοινΧρον 1977.922.

[27] Α. Μπουρόπουλος, ό. π., σελ. 164.

[28] Βλ. εκτενέστερα Ι. Μανωλεδάκη, ό.π., σελ. 189-190 και σημ 33, βλ. και ΑΠ 236/1978, ΠοινΧρον 1978.485, ΑΠ 1177/1978, ΠοινΧρον 1979.286, ΑΠ 781/1976, ΠοινΧρον 1977.222.

[29] Λ.χ. ότι επίκειται παραίτηση της Κυβέρνησης χωρίς να έχει ληφθεί τέτοια απόφαση.

[30] Έτσι και Α. Μπουρόπουλος, ό.π., σελ. 164, σημ. 3, Γ. Κρίππας, ό.π., σελ. 504.

[31] Αναφορικά με την ερμηνεία των ποινικών νόμων βλ. το αναλυτικό πόνημα του Κ. Τσίνα, Απαγορευμένη αναλογία και επιτρεπτή ερμηνεία του ποινικού νόμου. Μια συμβολή στην μεθοδολογία του ποινικού δικαίου, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή, 2010 και ιδίως για την γραμματική ερμηνεία σελ. 52 επ.

[32] Βλ. Henry B. Dunn, Charlotte A. Allen, Rumors, Urban Legends and Internet Hoaxes, Stephen F. Austin State University, Proceedings of the Annual Meeting of the Association of Collegiate Marketing Educators, 2005: «Η φήμη είναι η υπόθεση που προσφέρεται στην περίπτωση έλλειψης επαρκούς ενημέρωσης, που αφορά συγκεκριμένα γεγονότα, η οποία είναι σημαντική για τα άτομα που βιώνουν ανησυχία από την έλλειψη αυτής της ενημέρωσης» (url: http://citeseerx.ist.psu.edu/viewdoc/download?doi=10.1.1.520.6959&rep=rep1&type=pdf, προσπελάστηκε στις 10.08.2018). 

[33] Κατά τον Κ. Κόλλια (Γνωμ. Εισ. ΑΠ 3/1964, ό.π.), οι φήμες είναι «ανεξέλεγκτοι διαθρυλήσεις (περί γεγονότων προσφάτως λαβόντων χώραν ή συμβαινόντων εν τω παρόντι) ουδέν υπέρ αυτών αξιούσαι κύρος ή αυθεντικότητα».

[34] Βλ. Λ. Μαργαρίτη, Το νομικό αντικείμενο της ψευδορκίας, εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη, 1981, σελ. 82 επ., όπου αναλυτική έκθεση των θεωριών για την έννοια του ψεύδους (γεγονότος).

[35] Ψευδής καταμήνυση (ά. 145 ΠΚ), ψευδορκία (ά. 224 ΠΚ), ψευδής ανωμοτί κατάθεση (ά. 225 ΠΚ), ψευδορκία πραγματογνώμονα (ά. 226ΠΚ), παραπλάνηση σε ψευδορκία (ά. 227 ΠΚ) καθώς και συκοφαντική δυσφήμηση (ά. 363 ΠΚ).

[36] Γεγονός θεωρείται κάθε συγκεκριμένο περιστατικό του εξωτερικού κόσμου, καθώς και κάθε συγκεκριμένη σχέση ή συμπεριφορά που αναφέρεται στο παρελθόν ή στο παρόν, υποπίπτει στις αισθήσεις και μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο αποδείξεως (βλ. ΣυμβΠλημΣερ 114/2003, ΠραξΛογ2003, σελ. 412).

[37] Α. Παπαδαμάκης, Τα περιουσιακά εγκλήματα, εκδ. Σάκκουλα, 2000, σελ. 95, Π. Κάκκαλης, Ν. Κουράκης – Αν. Μαγγανάς – Ιακ. Φαρσεδάκης, Ποινικός Κώδικας – Σχόλια – Νομολογία, τ. Β’, Εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη, 1995, σελ. 1122, ΑΠ 369/2005, ΝοΒ53, σελ. 1488, ΣυμβΠλημΘεσ 1446/2003, ΠοινΔικ2003, σελ.1061, ΑΠ 725/2002, ΠοινΔικ 2002, σελ. 1096, ΑΠ 1439/2001, ΠοινΔικ2002, σελ.106, ΑΠ 1907/2001, ΠοινΔικ2002, σελ. 352.

[38] Βλ. Α. Κωστάρα, Συστηματική Ερμηνεία Ποινικού Κώδικα, άρθρα 224-234, εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 1997, με αναλυτικές εκεί παραπομπές σε ιταλική και γερμανική θεωρία και νομολογία, καθώς και Λ. Μαργαρίτη, ό.π., σελ. 42-44.

[39] ΑΠ 141/2008, ΠοινΔικ2008, σελ.949, ΔιατΕισΠλημΣύρου 80/2007, ΠοινΔικ2008, σελ.43, ΣυμβΠλημΘεσ 1446/2003, ΠοινΔικ2003, σελ.1061, ΑΠ1026/1998, ΠοινΔικ1998, σελ.1059.

[40] ΑΠ 1940/2007, ΠοινΔικ2008, σελ.662, ΑΠ 1216/2002, ΠοινΔικ2002, σελ. 1340, ΑΠ 855/2000, ΠοινΔικ2000, σελ. 1165.

[41] Όπως στον δικτατορικό νόμο «περί τύπου» (ν.δ. 346/1969), που καταργήθηκε βέβαια με το ν. 10/1975, του οποίου το ά. 71 τιμωρούσε και τη διασπορά αληθούς ειδήσεως ή φήμης ικανής να κλονίσει τη δημόσια πίστη, την εμπιστοσύνη του κοινού στο εθνικό νόμισμα ή στην εθνική οικονομία, εφόσον γινόταν μέσω του τύπου.

[42] 189.400/62/1989 ΔιατΕισΠρΑθ.

[43] Βλ. ΔιατΕισΠρΑθ 47/2015 σχετικά με συνθήματα περί επιθυμίας της εισβολής στην Πόλη κατά τη διάρκεια της στρατιωτικής παρέλασης στην Αθήνα, ενώ «ανάλογα με τα συνθήματα συνηθίζονται στις επίλεκτες δυνάμεις προς κάμψη κάθε φοβικού φραγμού των εκπαιδευόμενων, κάτι το οποίο καταδεικνύει, επιπλέον, υπερβάλλοντα ζήλο και υψηλότατο μαχητικό φρόνημα, περί την εκτέλεση της αποστολής τους, οπότε και δεν μπορεί να προκαλέσει κλονισμό της πίστης των πολιτών».

[44] Βλ. ΑΠ 936/1978, ΠοινΧρον 1978.485, ΑΠ 1177/1978, ΠοινΧρον 1979.286.

[45] Γ. Βαβαρέτος, Ποινικός Κώδιξ, έκδ. γ’, εκδ. Σάκκουλα, 1966, σελ. 476.

[46] Philippe Jougleux, ό.π., σελ. 507

[47] Βλ. Ι. Μανωλεδάκη, ό.π., σελ. 194-195. Δεν είναι διόλου σωστή η άποψη ότι μια είδηση λ.χ. περί αυξήσεως της τιμής του ψωμιού (σήμερα πια) είναι ικανή να δημιουργήσει ανησυχία ή φόβο στους πολίτες με την έννοια του ά. 191 ΠΚ, όπως υποστηρίζει ο Γ. Κρίππας, ό.π.

[48] Υποστηρίζεται επίσης η άποψη ότι η διάκριση ανησυχίας και φόβου βρίσκεται στο συγκεκριμένο ή μη του γεγονότος της είδησης – έτσι Γ. Κρίππας, ό.π.

[49] Συγκεκριμένα, τα εγκλήματα αυτά των άρθρων 333 και 416 ΠΚ, που ανήκουν, στα υπαλλακτικώς μικτά εγκλήματα, προστατεύουν το συναίσθημα της ασφαλείας του καθενός για το σχηματισμό ελευθερίας βουλήσεως ή πραγματοποιήσεως αυτής, και με την τέλεσή τους ο δράστης στρέφεται κατά της προσωπικής ελευθερίας. Ειδικότερα, για το άρθρο 333 ΠΚ αξίζει να σημειωθεί ότι στοιχείο της αντικειμενικής υπόστασης του πλημμελήματος της απειλής είναι όχι η άσκηση βίας αλλά η απειλή ασκήσεως βίας ή τέλεσης άλλης παράνομης πράξης ή παράλειψης, η οποία απειλή μπορεί με οποιονδήποτε τρόπο, ήτοι προφορικώς, εγγράφως, διά νευμάτων ή άλλων απειλητικών κινήσεων, και περαιτέρω η εκδήλωση αυτής της απειλής να περιήγαγε τον άλλο σε τρόμο ή ανησυχία, χωρίς να ερευνάται εάν η απειλή είναι γενικώς ικανή να προκαλέσει τούτου. Αν ο απειληθείς δεν περιήλθε σε τρόμο ή ανησυχία, διότι δεν την έλαβε σοβαρά υπόψη, η πράξη δεν τελέσθηκε. Για την υποκειμενική υπόσταση δε απαιτείται γνώση του υπαιτίου ότι η απειλούμενη ενέργεια είναι βία και άλλη παράνομη πράξη και θέληση του δράστη να προκαλέσει στον παθόντα φόβο ή ανησυχία. Βλ. και ΑΠ 1294/2016 (ΠΟΙΝ) – ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ.

[50] Βλ. Ι. Μανωλεδάκης, ό.π., σελ. 227, ΑΠ 197/1961, ΠοινΧρον 1961.467 επ., όπου και σχετική αγόρευση Β. Σακελλαρίου.

[51] Χρ. Χ. Μυλωνόπουλος, Εφαρμογές Ποινικού Δικαίου, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, 1997, σελ. 55 - 61, όπου αναλύονται οι διαφορές μεταξύ ενδεχόμενου δόλου και αμέλειας και συμπερασματικά ορίζεται ότι: «Ο δόλος και η αμέλεια, ως μορφές εσωτερική συμμετοχής, συγκροτούν μια συνεχώς μεταλλασσόμενη αλληλουχία συμπεριφορών. Πρόκειται για μια εσωτερική συμμετοχή που μεταβάλλεται κατά περιεχόμενο, ανάλογα με το βαθμό της. Η μεταβολή αυτή δεν συντελείται απότομα αλλά βαθμιαία, σταδιακά και ανεπαίσθητα. Μεταξύ δόλου και αμέλειας δεν υπάρχει συγκεκριμένο όριο. Μεταξύ τους υπάρχει μια αξιολογική σχέση διαβάθμισης (normative Stufenverhaltnis), από την οποία προκύπτει ότι όσο πιο έντονη είναι η εσωτερική συμμετοχή στην πρόκληση του αποτελέσματος, τόσο μεγαλύτερη είναι η κοινωνική αποδοκιμασία της πράξης».

[52] ΑΠ 197/1961, ΠοινΧρον 1961.467.

[53] ΕφΑθ 1341/2001, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ.

[54] Βλ. Ι. Μανωλεδάκης, ό.π., σελ. 227.

[55] Βλ. Ι. Μανωλεδάκης, ό.π., σελ. 228.

[56] Βλ. Ν. Κ. Ανδρουλάκης, Ποινικό Δίκαιο, Γενικό Μέρος, ΙΙ Απόπειρα και Συμμετοχή, Π.Ν. Σάκκουλας, Δίκαιο & Οικονομία, 2004: Καθ’ όσον αφορά στο τελειωμένο έγκλημα, αφετηρία και σημείο αναφοράς της εργασίας αυτής αποτελεί απ’ άκρη σ’ άκρη η εκάστοτε προκείμενη αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος: Από τη διαπίστωση της πλήρωσής της ξεκινάει κανείς και αναζητάει στη συνέχεια την υποκειμενική επικάλυψή της από την υπαιτιότητα, για να ολοκληρώσει την διάγνωσή του με την απουσία λόγων άρσης του αδίκου και της ενοχής. Στην απόπειρα, αντίθετα, ξεκινάει μεν πάλι κανείς από μια μορφή ποινικά αξιόλογης εξωτερικής συμπεριφοράς, όμως επειδή αυτή ενδέχεται να είναι καθ’ εαυτήν πολυσήμαντη, οφείλει κατ’ ανάγκη να αναζητήσει την βεβαιότητα του προκείμενου εγκλήματος (δηλαδή του είδους του) όχι στα αντικειμενικά δεδομένα, αλλά στην υπερχειλή υποκειμενική υπόσταση, ήτοι στο περιεχόμενο της απόφασης εκτέλεσης που εμπνέει την συμπεριφορά του δράστη.

[57] Βλ. Ι. Μανωλεδάκη, ό.π., σελ. 229

[58] Βλ. Ν. Κ. Ανδρουλάκης, ό.π., 2004, όπου απαριθμούνται τα συστατικά που συνθέτουν την έννοια της απόπειρας: α) Η «απόφαση εκτέλεσης κακουργήματος ή πλημμελήματος», β) Η, σε ενεργοποίηση της εν λόγω απόφασης «επιχείρηση πράξης που περιέχει τουλάχιστον αρχή εκτέλεσης» του εγκλήματος και γ) Η μη – ολοκλήρωση, μη – τελείωση του τελευταίου.

[59] Ο Α. Μπουρόπουλος, ό. π, κάνει λόγο για απόπειρα φυσικής αυτουργίας και όχι για ηθική αυτουργία.

[60] Για συσχέτιση (συρροή) των ψευδών ειδήσεων με άλλες εγκληματικές συμπεριφορές πρβλ. όλως ενδεικτικώς το άρθρο των David O. Klein & Joshua R. Wueller, Fake news: a legal perspective, Journal of Internet Law, Vol. 20, N. 10, April 2017, url: https://poseidon01.ssrn.com/delivery.php?ID=601116105008117115108028065071073105042086062072079074028086127029086076031104117120107060033115123035020098126016108014064022043086006050076113020091069073107084119064015034123067024002073122030026105069114028004006118077028088085068112082107112120095&EXT=pdf (προσπελάστηκε στις 16.09.2018).

[61] Η σιωπηρή επικουρικότητα, σε αντίθεση με τη ρητή που πηγάζει απευθείας από ρητή νομοθετική επιλογή, διαθέτει μια άκρως αξιολογική διάσταση, βασιζόμενη κυρίως στη σχέση που υφίσταται μεταξύ των επιμέρους διατάξεων. Ειδικότερα, η συσχέτιση των δύο διατάξεων που συρρέουν φαινομενικά, μέσα από μια αξιολογική στάθμιση, θα πρέπει να αναδείξει, στην περίπτωση της σιωπηρής επικουρικότητας, μία διάταξη βοηθητική και μία κύρια, ή αλλιώς πρωτεύουσα, η οποία μάλιστα θα πρέπει να είναι και αυστηρότερη. Η ουσία της βοηθητικής λειτουργίας της επικουρικής διάταξης, που σε τελική ανάλυση θα αναδείξει ως μόνη εφαρμοστέα την κύρια, έγκειται στο ότι δεν έχει να εισφέρει καμία απολύτως απαξιολογική διάσταση στην κρινόμενη σχέση συρροής, τέτοια που να επιτρέπει την συντιμώρησή της από κοινού με την πρωτεύουσα. Η απαξία της όλης εγκληματικής συμπεριφοράς καλύπτεται πλήρως και μόνο από την επικρατούσα κύρια, με αποτέλεσμα να εξανεμίζεται πλέον οριστικά και αμετάκλητα η βοηθητική διάταξη. Συνεπώς, πρόκειται για περίπτωση μη τιμώρησης μιας πράξης, η οποία δεν παρουσιάζει πλέον καμία αυτοτέλεια, καθότι αυτή έχει ολοκληρώσει το στόχο της. Βλ. γι’ αυτό ενδεικτικά Η. Γάφου, Ποινικόν Δίκαιον, Γενικόν Μέρος, τεύχος 2ον, Έκδοσις Βα, 1975, σελ. 439, Γ.Α. Μαγκάκη, Ποινικό Δίκαιο, Διάγραμμα Γενικού Μέρους, γ’ έκδοση, Εκδόσεις Παπαζήσης, 1984, σελ. 441, Σ. Παύλου, Οι αρχές της φαινομενικής συρροής, Ι Επικουρικότητα και συρροή, ΠΝ Σάκκουλας, 2003, σελ. 36, Κ. Σταμάτη, Γενικαί Αρχαί της φαινομένης συρροής εγκλημάτων και ιδίως της κατ’ ιδέαν, Διατριβή υπό υφηγεσία, 1972, σελ. 130, Κ. Σπινέλλη, Συστηματική ερμηνεία του Ποινικού Κώδικα, ΠΝ Σάκκουλας, σελ. 1195, Α. Χαραλαμπάκη, Σύνοψη ποινικού δικαίου, Γενικό Μέρος, ΙΙ, Η ποινή, ΠΝ. Σάκκουλας, 2012, σελ. 304.

[62] Ειδικότερα το άρθρο 182 του ν. 1815/1988 ορίζει ότι: «Όποιος διαβιβάζει ή διαδίδει εν γνώσει ψευδείς πληροφορίες και προκαλεί με αυτές παραπλάνηση από την οποία τίθεται σε κίνδυνο η ασφάλεια αεροσκάφους κατά την πτήση τιμωρείται με κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών».

[63] Έτσι Α. Ψαρούδα – Μπενάκη, Η πολιτική αγωγή στην ποινική δίκη, εκδ. Π. Ν. Σάκκουλα, 2015, σελ. 104 η οποία δέχεται ότι «…χωρεί παράσταση πολιτικής αγωγής , όταν προκαλείται η τέλεση κακουργήματος ή πλημμελήματος κατά ορισμένων προσώπων σύμφωνα με τα οριζόμενα στα άρθρα 184 (διέγερση), 187 (σύσταση και συμμορία), 189 (διατάραξη της κοινής ειρήνης), 190, 191 ΠΚ.».

[64] Έτσι και ΕφΑθ 20/1996, ΠοινΧρον 1966.169, κατά την οποία κρίθηκε, μεταξύ άλλων, ότι κακώς παρέστη ως πολιτική αγωγή για λογαριασμό του Ιατρικού Συλλόγου Αθηνών ο Πρόεδρος του Συλλόγου, καθώς το έγκλημα της διασποράς ψευδών ειδήσεων δεν προσβάλλει ιδιωτικό έννομο αγαθό αλλά τη δημόσια τάξη.

[65] Βλ. Άννα Ψαρούδα Μπενάκη, ό.π., σελ. 83

[66] Βλ. Ολ ΑΠ 518/1975, ΠοινΧρον ΚΕ σελ. 845 (Εισαγγελέας Κ. Σταμάτης), αλλά και Ολ1769/1986, ΤΝΠ Νόμος και 5306/2014 Πλημμ. Πατρών, ΤΝΠ Νόμος, η οποία δέχθηκε παράσταση πολιτικής αγωγής του Πανεπιστημίου Πατρών, για το έγκλημα της διατάραξης κοινής ειρήνης, με το ίδιο κριτήριο, ότι δηλαδή στη σφαίρα προστασίας του άρθρου 189 ΠΚ «προσβάλλεται και ατομικό έννομο αγαθό, όποιου υπέστη τις συνέπειες της διατάραξης της κοινής ειρήνης, όπως είναι ο ιδιοκτήτης ακινήτου στο οποίο εισέβαλλε το πλήθος».

[67] Βλ. Άννα Ψαρούδα Μπενάκη, ό.π., σελ. 83.

[68] Β’ΜΠλημμΒέρ 582/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ.

[69] Σε αυτήν την υπόθεση, στην απόφαση σημειώνεται χαρακτηριστικά ότι «ο κατηγορούμενος, ενεργώντας με πρόθεση, έχει διασπείρει ψευδές ειδήσεις ικανές να επιφέρουν ανησυχία στους πολίτες και συγκεκριμένα στην Ελευσίνα, όπου κατοικεί και εργάζεται ως αρθρογράφος στο διαδίκτυο, και στο Πλατύ Ημαθίας, όπου μεταξύ άλλων τόπων έγινε ανάγνωση του κατωτέρω άρθρου και στις 11-9-14 ως αρθρογράφος ιστοχώρου του διαδικτύου, με την επωνυμία "......." (url: www.......info'), ανάρτησε άρθρο με τον τίτλο "ΣΟΚ: Δείτε πως οι εταιρίες εξαπλώνουν τον καρκίνο, μέσω εμβολίων", στο οποίο ισχυριζόταν πως οι φαρμακευτικές εταιρίες εξαπλώνουν μέσω των εμβολίων τους, ιούς καρκίνου, ενώ μια εταιρία με το όνομα "...........", "εξαπλώνει ιούς AIDS, λευχαιμίας, και άλλες φρικιαστικές πληγές σε όλο τον κόσμο", διηγούμενος μάλιστα την ιστορία ενός μικρού κοριτσιού με τα' όνομα "Μ", 4 ετών, η οποία, αφού οι γονείς της την εμβολίασαν, μετά από λίγους μήνες νόσησε από καρκίνο και τελικά απεβίωσε, χωρίς όμως πουθενά ν' αναφέρονται στοιχεία ταυτότητας του παιδιού, ή στοιχεία ιατρών που την περιέθαλψαν, και χωρίς κατ' ουσία να παραθέτει ο κατηγορούμενος οποιοδήποτε στοιχείο, που ν' αποδεικνύει την αλήθεια των γραφομένων του, τα οποία όμως, διαβαζόμενα από πλήθος πολιτών - γονέων, που έχουν ελεύθερη πρόσβαση στην άνω ιστοσελίδα, μπορούσαν να προκαλέσουν ανησυχίες και φόβο σε αυτούς και δη να αποτρέψουν τους γονείς να εμβολιάσουν τα παιδιά τους. Περαιτέρω, ο κατηγορούμενος, ως δημοσιογράφος όπως δηλώνει στο σχετικό βιογραφικό του, όφειλε να εκθέσει αμερόληπτα στο εν λόγο άρθρο του αν τα καταγγελλόμενα για τις φαρμακευτικές εταιρίες και για την εταιρεία “….” έχουν διερευνηθεί από τις αρμόδιες αρχές και αν υπάρχουν σχετικές ιατρικές έρευνες που έχουν καταλήξει σε έγκυρα στατιστικά δεδομένα και αν το συγκεκριμένο περιστατικό που αφηγείται για την πρόκληση καρκίνου στον εγκέφαλο σε παιδί 4 ετών λόγω του εμβολιασμού έγινε οποιαδήποτε καταγγελία από τους γονείς του ή τους θεράποντες γιατρούς του και αν μπορεί να κατονομάσει τις πηγές του ενώπιον των αρχών, που πρέπει να επιληφθούν για το ζήτημα, το οποίο είναι ιδιαίτερα σοβαρό για τη δημόσια υγεία εν όψει του γεγονότος ότι το Ελληνικό Κράτος προτείνει τον εμβολιασμό των παιδιών μέσω του εθνικού προγράμματος εμβολιασμού».

[70] ΑΠ 1514/2004, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ.

[71] Γ. Κρίππας, ό.π, σελ. 510.

[72] Για μια συγκριτική θεώρηση των κωδίκων δημοσιογραφικής ηθικής στον Ευρωπαϊκό χώρο (ήδη με τον κώδικα της ΕΣΗΕΑ ανέρχονται σε 32) βλ. Tiina Laitila, Codes of Ethics in Europe, σε Kaarle Nordensteng (επιμ.), Reports on Media ethics in Europe, Tampere – University of Tampere, 1995, σελ. 23 επ., Pauli Juusela, Journalistic codes of ethics in the CSCE countries, Tampere – University of Tampere, 1991.

[73] Π.χ. με την ίδρυση Συμβουλίων Τύπου αλλά και με άλλες μη κρατικές υποδομές που καλλιεργούν τον επαγγελματισμό του δημοσιογραφικού σώματος. Βλ. C.J. Bertand, La Déontologie Des Médias, Paris, 1997, σελ. 83 επ. Ειδικότερα για τα Συμβούλια Τύπου βλ. Paivi Sonninen – Tiina Laitila, Press Counsils in Europe, σε Reports, ό.π., σελ. 3 επ.

[74] Η διατύπωση «καθήκοντα και ευθύνες» χρησιμοποιείται στο άρθρο 10 παρ. 2 της ΕΣΔΑ. Για τους περιορισμούς της ελευθερίας της έκφρασης σύμφωνα με το άρθρο 10 παρ. 2 ΕΣΔΑ, με αναφορά και στην πιο πρόσφατη νομολογία του Ευρ ΔΔΑ βλ. F.G. Jacobs – R.C.A. White, The European convention on human rights, Oxford, New York, 1996, σελ. 224 επ. Βλ. επίσης Κ. Ιωάννου, Οι περιορισμοί στη διαφήμιση υπό το πρίσμα της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των δικαιωμάτων του ανθρώπου, σε Β. Σκουρή  - Κ. Ιωάννου, Η ελευθερία της διαφήμισης, εκδ. Ιανός, Θεσσαλονίκη, 1996, σελ. 80 επ.

[75] Χ. Ανθόπουλος, Όψεις των θεμελιωδών δικαιωμάτων στον κώδικα δημοσιογραφικής δεοντολογίας της ΕΣΗΕΑ, Εκδ. Αρμενόπουλος, 1999, σελ. 1039, 1040 και 1041.

[76] Με την υπ’ αριθμ. 1436/2003 (ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) απόφαση του Αρείου Πάγου εκρίθη ότι: «με δημοσίευμά της στη ημερήσια εφημερίδα Χ, που κυκλοφορεί στην Ελληνική Επικράτεια, στη σελίδα 10 και με τον τίτλο: «Στο ψυγείο η δίωξη για προμήθειες του ΟΤΕ» διέλαβε, μεταξύ άλλων και τα εξής: «. Στο ψυγείο της Εισαγγελίας παραμένει η υπόθεση της δίωξης σε βαθμό κακουργήματος κατά του Σ. Κ., για τις προμήθειες του Ο.Τ.Ε.. αποτελεί τουλάχιστον πρόκληση η πρωτοφανής παράτυπη τακτική, που ακολούθησε μέχρι τώρα η Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών, καθώς, αν και έχουν παρέλθει 3 ολόκληροι μήνες από την απόδοση βαρύτατων κατηγοριών στους υπευθύνους, από τον διενεργήσαντα τη σχετική προκαταρκτική εξέταση Εισαγγελέα κ.Π. ......., δεν έχει χρεωθεί ακόμη η δικογραφία σε ειδικό ανακριτή. Το «κλείδωμα» της δικογραφίας σε κάποιο συρτάρι της Εισαγγελίας, δημιουργεί εύλογα ερωτήματα αναφορικά με το ποιους σκοπούς μπορεί να εξυπηρετεί μια τέτοια εξόφθαλμη παρέκκλιση από τον νόμο και τους θεματοφύλακές του. Ενώ σε κάθε άλλη περίπτωση, η νόμιμη διαδικασία που ακολουθείται είναι αυτή της χρέωσης εντός 24ώρου ή 48ώρου σε ειδικό ή τακτικό ανακριτή, εδώ συνέβη το απαράδεκτο γεγονός της μη ανάθεσης της δικογραφίας από την 1η Δεκεμβρίου 1999, που ασκήθηκε η δίωξη, ως να καταχωρήθηκε αυτή στα «αζήτητα της Εισαγγελίας». Όμως η κατηγορουμένη δεν επέδειξε την επιμέλεια και προσοχή συνετής δημοσιογράφου, την οποία όφειλε και μπορούσε να καταβάλει. Δεν διασταύρωσε τις ανωτέρω πληροφορίες της, με τις πηγές της Εισαγγελίας και των Εισαγγελικών Αρχών, οπότε θα διαπίστωνε ότι τ' ανωτέρω δεν ήσαν ακριβή αλλά ψευδή, καθόσον και σε προηγούμενο δημοσίευμα της ίδιας εφημερίδας, με ημερομηνία 2-12-1999, με τίτλο «Δίωξη κατά Κ. για τις προμήθειες του ΟΤΕ» εγένετο διεξοδικώς αναφορά, σχετικά με την ασκηθείσα ποινική δίωξη από τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών ...., μετά τη, διενεργηθείσα από αυτόν, προκαταρκτική εξέταση για «απάτη σε βαθμό κακουργήματος σε συνδυασμό με τις διατάξεις του ν. 1608/50 «περί καταχραστών δημοσίου», σε βάρος του πρώην δ/ντα συμβούλου του Ο.Τ.Ε .... και σε βάρος του πρώην υπαλλήλου του Ο.Τ.Ε. ..., ηθική αυτουργία στην απάτη κατά του Σ. Κ. κλπ, και για την ανάθεση αυτής (της δικογραφίας) σε ειδικό ανακριτή γεγονότα, τα οποία έπρεπε πρώτα-πρώτα να ελέγξει η κατηγορουμένη προτού προβεί στο δημοσίευμα και στον οποίο έλεγχο οπωσδήποτε δεν προέβη. Έτσι, στο δημοσίευμα διέλαβε η κατηγορουμένη τα πιο πάνω ψευδή γεγονότα, ότι δηλαδή υπήρξε η ανωτέρω εσκεμμένη και μεθοδευμένη ενέργεια, από την πλευρά της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Αθηνών, για να μην αποδοθούν ευθύνες στους υπαιτίους των ανωτέρω κακουργηματικών και πλημ/τικών πράξεων σε βάρος του Ο.Τ.Ε., διασπείροντας, κατ' αυτόν τον τρόπο ψευδείς ειδήσεις, ικανές να επιφέρουν ανησυχία και φόβο στους πολίτες, ως προς την ορθή και δίκαιη απονομή της δικαιοσύνης, την αξιοπιστία, το κύρος και την εμπιστοσύνη των πολιτών προς αυτήν, ως και τους όρους λειτουργίας της».

[77] Η’ ΜονΠλημΑθ 67650/2013, ΤΝΠ ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ.  

[78] «Καμία ανησυχία δεν δημιουργήθηκε στους εκεί παραβρισκόμενους από την ανακοίνωση της είδησης περί της ύπαρξης του εν λόγω χρηματικού ποσού και σε σχέση με την οικονομική κατάσταση της χώρας και την ικανότητα της κρατικής εξουσίας προς εξασφάλιση της κοινής ειρήνης ούτε τούτη (ανακοίνωση) ήταν άλλωστε πρόσφορη προς τούτο, αφού, εν πολλοίς, η εκδήλωση περιορίστηκε στα πλαίσια της ενημέρωσης του κοινού. Παρόλο, μάλιστα, που καλύφθηκε (η εκδήλωση) από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, με αποτέλεσμα να ενημερωθεί η ελληνική κοινωνία, εν συνόλω, κανένας μάρτυρας δεν ανέφερε κάποιο περιστατικό, από το οποίο να αποδεικνύεται η πρόκληση αναστάτωσης στον κόσμο ή ο κλονισμός της εμπιστοσύνης, σχετικά με τη διατήρηση της ειρηνικής διαβιώσεως εντός του κράτους. Εξάλλου, ουδέποτε υπήρξε πρόθεση των κατηγορουμένων να προκαλέσουν σύγχυση στην κοινή γνώμη, παρά τούτοι κινήθηκαν, αποκλειστικά από αγαθά κίνητρα και, συγκεκριμένα, ωθούμενοι από την επιθυμία τους να βοηθήσουν το κράτος να εξέλθει από τη δεινή οικονομική κρίση, στην οποία έχει περιέλθει. Δεδομένου δε ότι, όσα παρουσίασαν κατά την εν λόγω εκδήλωση ήταν αληθή και στόχευαν αποκλειστικά στην ενημέρωση του κοινού ούτε αμέλεια μπορεί να τους αποδοθεί ως προς την τέλεση του εγκλήματος. Επομένως, από κανένα στοιχείο δεν αποδείχθηκε η πλήρωση της αντικειμενικής και υποκειμενικής υπόστασης του αδικήματος και για το λόγο αυτό αμφότεροι οι κατηγορούμενοι πρέπει να κηρυχθούν αθώοι».

[79] ΟλΑΠ 2/2017, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ.

[80] Το τελευταίο διάστημα παρατηρείται μάλλον μια τάση αυστηροποίησης, λόγω της έξαρσης του φαινομένου των “fake news” (βλ. Richard Priday, Fake news laws are threatening free speech on a global scale, Wired, 05.04.2018, url: https://www.wired.co.uk/article/malaysia-fake-news-law-uk-india-free-speech, προσπελάστηκε στις 16.09.2018).

[81] 109d Disruptive propaganda against the Armed Forces (url: https://www.lewik.org/term/15573/disruptive-propaganda-against-the-armed-forces-section-109d-german-criminal-code/, προσπελάστηκε στις 10.08.2018): (1) Whosoever, intentionally and knowingly and for the purpose of dissemination, makes false or grossly distorted assertions of fact, the dissemination of which is capable of disrupting the function of the Armed Forces, or disseminates such assertions with knowledge of their falseness in order to obstruct the Armed Forces in the fulfillment of their duty of national defense, shall be liable to imprisonment not exceeding five years or a fine.

[82] Ciara Nugent, France Is Voting on a Law Banning Fake News. Here’s How it could Work, Time, Ιούνιος 2018 (url: http://time.com/5304611/france-fake-news-law-macron/, προσπελάστηκε στις 10.08.2018).

[83] Η Γαλλία ήδη έχει νόμους για την αντιμετώπιση των ψευδών ειδήσεων, ωστόσο σύμφωνα με το νέο νομοσχέδιο κρίνονται αναποτελεσματικοί στην γρήγορη κατάρριψη διαδικτυακού περιεχομένου, προκειμένου να σταματήσει η κυκλοφορία και η διασπορά του. Αξίζει βέβαια να σημειωθεί ότι η ψήφιση ενός τέτοιου νόμου έχει ήδη προκαλέσει σφοδρές αντιδράσεις από άλλα πολιτικά μορφώματα στην Γαλλία (βλ. Ciara Nugent, ό.π., 2018). 

[84] Όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 1 του Β.Δ. της 03.12.1934.

[85] Κυπριακός Ποινικός Κώδικας, Κεφ. 154, άρθρο 50, με τίτλο: «Δημοσίευση ψευδών ειδήσεων, κλπ», το οποίο θέτει ότι: «1. Όποιος με οποιονδήποτε τρόπο δημοσιεύει σε οποιαδήποτε μορφή ψευδείς ειδήσεις ή πληροφορίες που δύνανται να κλονίσουν τη δημόσια τάξη ή την εμπιστοσύνη του κοινού προς το κράτος ή τα όργανά του ή να προκαλέσουν φόβο ή ανησυχία στο κοινό ή να παραβλάψουν με οποιονδήποτε τρόπο την κοινή ειρήνη και ευταξία, είναι ένοχος πλημμελήματος και τιμωρείται με φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τα δύο χρόνια ή με χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις χίλιες πεντακόσιες λίρες ή και με τις δυο αυτές ποινές: Νοείται ότι αποτελεί υπεράσπιση για τον κατηγορούμενο, αν αποδείξει με τέτοιο τρόπο που να ικανοποιεί το Δικαστήριο ότι η δημοσίευση έγινε με καλή πίστη και στηρίχτηκε σε γεγονότα που δικαιολογούν τέτοια δημοσιεύματα. Για τους σκοπούς του εδαφίου αυτού, οι διατάξεις των παραγράφων (α) και (β) του άρθρου 201, όσον αφορά την καλή πίστη εφαρμόζονται. (2) Καμιά δίωξη με βάση το άρθρο αυτό δεν προχωρεί, χωρίς τη γραπτή συγκατάθεση του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας».

[86] Wilkinson v. Downton (1897) EWHC (QB) (url: https://en.wikipedia.org/wiki/Wilkinson_v_Downton, προσπελάστηκε στις 05.09.2018).

[87] Rhodes v. OPO (2015) UKSC 32 (url: https://en.wikipedia.org/wiki/Rhodes_v_OPO, προσπελάστηκε στις 05.09.2018).

[88] Communications Act 2003 (url: http://www.legislation.gov.uk/ukpga/2003/21/contents, προσπελάστηκε στις 05.09.2018). 

[89] “A person is guilty of an offence if, for the purpose of causing annoyance, inconvenience or needless anxiety to another, he: (a) sends by means of a public electronic communications network, a message that he knows to be false, (b) causes such a message to be sent”.

[90] Κάνοντας σχέδια εκδρομής μέσα στην ερχόμενη εβδομάδα προκειμένου να επισκεφτεί την κοπέλα του και παρατηρώντας ότι το αεροδρόμιο της περιοχής ήταν κλειστό, ο Paul Chamber καταδικάστηκε αφού έστειλε το εξής tweet: «Να πάρει! Το αεροδρόμιο Robin Hood είναι κλειστό. Έχετε μία εβδομάδα να συμμαζευτείτε, άλλως θα ανατινάξω το αεροδρόμιο!» Άσκησε έφεση κατά της καταδικαστικής απόφασης, η οποία ωστόσο αρχικώς απορρίφθηκε με την αιτιολογία ότι το tweet του ήταν «απειλητικό στο περιεχόμενό του και μάλιστα προφανέστατα. Κάθε άνθρωπος που θα το διάβαζε θα το λάμβανε έτσι και θα ανησυχούσε». Η καταδίκη έγινε ευρέως γνωστή ως υπόθεση κακής επιβολής του νόμου και προσβλήθηκε με ένδικα μέσα τρεις φορές, ώσπου εν τέλει ακυρώθηκε με την τρίτη προσπάθεια. Η αιτιολογία της απόφασης που εξαφάνισε την αρχική καταδίκη ήταν: «ένα μήνυμα που δεν δημιουργεί φόβο ή ανησυχία σ’ αυτούς στους οποίους αποστέλλεται ή σ’ αυτούς που πρόκειται να το δουν, δεν εμπίπτει στις διατάξεις της Πράξης του 2003» (βλ. Owen Bowcott, Twitter joke trial: Paul Chambers wins high court appeal against conviction, The Guardian, 27.07.2012, url: https://www.theguardian.com/law/2012/jul/27/twitter-joke-trial-high-court, προσπελάστηκε στις 13.08.2018).

[91] Η μελέτη της Ομάδας Ειδικών Υψηλού Επιπέδου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (HLEG report), βρίσκεται διαθέσιμη στο url: https://ec.europa.eu/digital-single-market/en/news/final-report-high-level-expert-group-fake-news-and-online-disinformation (προσπελάστηκε στις 06.09.2018). 

[92] Claire Wardle & Hossein Derakhshan, Αναφορά για το Συμβούλιο της Ευρώπης, DGI (2017) 09, σελ. 15 – 16 (url: https://rm.coe.int/information-disorder-toward-an-interdisciplinary-framework-for-researc/168076277c, προσπελάστηκε στις 10.09.2018).

[93] C. Wardle, Fake News. It’s Complicated, First Draft, 2017, (url:https://firstdraftnews.org/fake-news-complicated, προσπελάστηκε στις 10.09.2018).

[94] E. Zuckerman, Stop Saying Fake News, It’s not Helping, My Heart is in Accra, 2017, (url: http://www.ethanzuckerman.com/blog/2017/01/30/stop-saying-fake-news-its-not-helping, προσπελάστηκε στις 10.09.2018).

[95] C. Jack, Lexicon of Lies, Data & Society, 2017 (url: https://datasociety.net/pubs/oh/DataAndSociety_LexiconofLies.pdf, προσπελάστηκε στις 10.09.2018).

[96] Η Επιτροπή αποφεύγει σκοπίμως τον όρο «ψευδείς ειδήσεις»: «… ο όρος είναι ανεπαρκής για να συλλάβει το περίπλοκο πρόβλημα της παραπληροφόρησης, το οποίο περιλαμβάνει περιεχόμενο που δεν είναι πραγματικά ή εντελώς «ψεύτικο» αλλά κατασκευασμένες πληροφορίες που αναμιγνύονται με γεγονότα και πρακτικές που ξεπερνούν οτιδήποτε μοιάζει με «ειδήσεις» προκειμένου να συμπεριλάβει κάποιες μορφές αυτοματοποιημένων λογαριασμών που χρησιμοποιούνται για … δίκτυα ψεύτικων ακόλουθων, για κατασκευασμένα βίντεο, για στοχοθετημένη διαφήμιση...» (βλ. HLEG report, όπ. π., σελ. 5).

[97] Βλ. απόφαση Αρείου Πάγου 1519/2004 (ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ)

[98] Που συνάγεται από την επιτηδειότητα (ικανότητα) των ειδήσεων («ικανές», «επιτήδειες»), να δημιουργήσουν το κλίμα εκείνο που θα μπορούσε να προκαλέσει διατάραξη της ειρήνης των πολιτών ή της απρόσκοπτης επιβολής της κρατικής βούλησης σε συγκεκριμένο χώρο ή τομέα. Βλ. ΑΠ 936/1978, ΠοινΧρον 1978.485, ΑΠ 1177/1978, ΠοινΧρον 1979.286 και Ι. Μανωλεδάκης, ό.π.

[99] Αυτή η δυνατότητα στηρίζεται στην αξιολογική έννοια της «ικανότητας των ειδήσεων». Ότι πρόκειται για αξιολογική έννοια βλ. ΑΠ 1015/1981, ΠοινΧρον 1982.300, ΟλομΑΠ 1463/1981, ΠοινΧρον 1982.632 επ. Όσο και αν η κρίση γι’ αυτήν σχηματίζεται με βάση αντικειμενικά κριτήρια, όσο και αν η υπαγωγή σ’ αυτή των γενόμενων δεκτών πραγματικών περιστατικών υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου, δεν παύει να αποτελεί αόριστη έννοια και γι’ αυτό επικίνδυνη για την εγγυητική λειτουργία του Ποινικού δικαίου. Βλ. Ι. Μανωλεδάκη, Ποινικό δίκαιο, επιτομή ΓΜ, Εκδ. Σάκκουλα, αρ. 80, Α. Ψαρούδα – Μπενάκη, Τα αξιολογικά στοιχεία της αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος, Εκδ. Π. Ν. Σάκκουλα, 1971, σελ. 51 επ.

[100] Είναι χαρακτηριστικό ότι στο αρχικό κείμενο του Ποινικού Κώδικα στη διάταξη προβλεπόταν ποινή φυλάκισης μέχρι ενός έτους ή χρηματική ποινή, έφθασε – με τροποποίηση του 1969 (ν.δ. 372/1969) – σε φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους και χρηματική ποινή (!), για να καταλήξει (όπως μετά την πρώτη τροποποίηση από το ν.δ. 2493/1953) σε φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και χρηματική ποινή. Ενώ λοιπόν στο αρχικό κείμενο η προβλεπόμενη ποινή καθιστούσε τη διάταξη σιωπηρά επικουρική απέναντι στο άρθρο 190 (που είναι έγκλημα αποτελέσματος), με τη σημερινή όψη του ά. 191 ΠΚ η σχέση αντιστράφηκε. (βλ. Ι. Μανωλεδάκη, ό.π., σελ. 213, υποσημείωση 6).

[101] Βλ. Μ. Δαρζέντα, Η Σχολή της ρεαλιστικής φιλοσοφίας του δικαίου, Ανάτυπο από ΤοΣ, 1984, σελ.43.

[102] Βλ. ΕφΑθ 5280/1981 ΤοΣ 1982, 260-262 και ΠλημΑθ 44203/1980 ΤοΣ 1981, 473-475.

[103] Βλ. ΑΠ 1126/1994 ΝοΒ 1995, 93-100, με την οποία κρίθηκε ορθή η καταδίκη μειονοτικού υποψήφιου βουλευτή, ο οποίος αναφερόμενος σε συγκεκριμένα γεγονότα ισχυρίστηκε ότι η μουσουλμανική μειονότητα καταπιέζεται. Το δικαστήριο θεωρεί τα αναφερόμενα από το δράστη ως γεγονότα και όχι κρίσεις και καταλήγει το ίδιο σε μια κρίση, ότι η μειονότητα δεν καταπιέζεται, με βάση την οποία χαρακτηρίζει ως ψευδή τα γεγονότα στα οποία αναφέρεται ο δράστης. Ο δράστης και το δικαστήριο δεν αναφέρονται στα ίδια γεγονότα για να θεμελιώσουν την κρίση τους, π.χ. ο δράστης αναφέρεται στο γεγονός του διορισμού και όχι εκλογής των θρησκευτικών αρχών της μειονότητας και το δικαστήριο στον αριθμό των κατοικιών που χτίστηκαν για μέλη της μειονότητας.

[104] Αναφορικά με την κοινωνική κατασκευή της πραγματικότητας βλ. το βασικό σύγγραμμα των P. Berger & Th. Luckmann, The Social Construction of Reality: A Treatise in the Sociology of Knowledge , New York, 1966 και στα ελληνικά Η κοινωνική κατασκευή της πραγματικότητας, εκδ. Νήσος, Αθήνα, 2003.

[105] Α. Gramsci, Prison Notebooks. New York: International Publishers, 1971 & G. Barak, Media, Process, and the Social Construction of Crime: Studies in Newsmaking Criminology. New York: Garland Publishing, 1994, σελ. 238-243.

[106] P. Schlesinger & H. Tumber, Reporting Crime: The Media Politics of Criminal Justice. Oxford: Clarendon Press, 1994, p. 7.

[107] Πρβλ. Ιακ. Φαρσεδάκης, Η κοινωνική αντίδραση στο έγκλημα και τα όριά της, εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 1991.

[108] Αναφορικά με τη γλώσσα στην κοινωνική κατασκευή της πραγματικότητας βλ. P. Berger & Th. Luckmann, Η κοινωνική κατασκευή της πραγματικότητας, εκδ. Νήσος, Αθήνα, 2003, σελ. 98.

[109] P. Loge, How to talk crimey and influence people: Language and the politics of criminal justice policy. Drake Law Review, 53, 693-709, 2005, p. 695.

[110] Βλ. Ι. Μανωλεδάκη, ό.π., σελ. 188, Γ. Κρίππα, ό.π., σε. 503, βλ. όμως ΕφΑθ 5280/1981, ΤοΣ 1982.260, ΠλημΑθ 44303/1980, ΤοΣ 1981.473 (ΠοινΧρον 1981.185).

[111] Βλ. ΟλομΑΠ 1463/1981, ΠοινΧρον 1982.633.

[112] ΕφΑθ 5280/1981 ΤοΣ 1982.260 επ., ΠλημΑθ 44203/1980 ΤοΣ 1981.473 επ., ΑΠ 1463/1981 ΠοινΧρον 1982.633.

[113] Βλ. ΤρΠλημΑθ 38098/1993, η οποία χαρακτήρισε ως έκφραση γνωμών που προστατεύονται από το Σύνταγμα, τα αναγραφόμενα σε φυλλάδιο της πολιτικής οργάνωσης ΟΣΕ, για την ύπαρξη μακεδονικής μειονότητας, σε αντίθεση με άλλες αποφάσεις που χαρακτήρισαν σχετικές απόψεις ως διασπορά ψευδών ειδήσεων και πρόκληση σε διχόνοια.

[114] Έτσι ο Peter Grabosky, Security in the 21st Century, Security Journal, 2007,  20, pp.9 -11.

[115] Για την ψηφιακή εγκληματικότητα βλ. το σύγγραμμα του Χρ. Τσουραμάνη, Ψηφιακή εγκληματικότητα – Η (αν)ασφαλής όψη του διαδικτύου, εκδ. Κατσαρού, Αθήνα, 2005. Βλ. επίσης Α. Αργυρόπουλος, Ηλεκτρονική εγκληματικότητα, σειρά Εγκληματο-λογικά, αρ. 19, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή, 2001.

Ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 1990 είναι σημαντικές οι θέσεις του Ulrich Sieber για την ψηφιακή κοινωνία (Βλ. την χαρακτηριστική ανάπτυξη του Ulrich Sieber με τίτλο “Vulnerability of the Information society” στο βασικό αναφορικά με το ποινικό δίκαιο του διαδικτύου πόνημά του Legal aspects of computer-related crime in the Information society, January 1998, prepared for the European Commission).

Βλ. επιπρόσθετα και ενδεικτικά Θεόδωρος Σιδηρόπουλος, Το Δίκαιο του διαδικτύου, β’ Έκδοση, εκδ. Π. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα – Θεσσαλονίκη, 2008, σελ. 33, καθώς και Φώτιος Σπυρόπουλος, Χωρίς Δικαίωμα Πρόσβαση σε Ηλεκτρονικά Συστήματα Πληροφοριών (Hacking), σειρά Ποινικά, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή, 2016, σελ. 10 -11.

[116] Τα ψηφιακά εγκλήματα διαφέρουν από τα παραδοσιακά εγκλήματα στα εξής χαρακτηριστικά σημεία: α) Διαπράττονται συνήθως από μακρινή απόσταση, β) ο εντοπισμός του ψηφιακού εγκληματία είναι τεχνολογικά περίπλοκος, γ) αποδίδουν μεγάλα κέρδη με μικρό κίνδυνο ανακάλυψης του δράστη τους, δ) ο αριθμός των θυμάτων τους συγκρινόμενος με εκείνο των παραδοσιακών εγκλημάτων είναι κατά πολύ μεγαλύτερος, ε) οι οικονομικές απώλειες που προξενούνται στα «ψηφιακά» θύματα είναι πολύ μεγαλύτερες από εκείνες των θυμάτων των παραδοσιακών εγκλημάτων και στ) στο μεγαλύτερο μέρος τους δεν καταγράφονται από καμία επίσημη αρχή, δηλ. ο «σκοτεινός αριθμός» τους είναι ιδιαίτερα σημαντικός – βλ. Χρ. Τσουραμάνη, Ψηφιακή Εγκληματικότητα, Η (αν)ασφαλής όψη του Διαδικτύου, εκδ. Κατσαρού, Αθήνα, 2005, σελ. 7 -8.

[117] Για το γεγονός ότι μέσω των κοινωνικών δικτύων τα “fake news” διασπείρονται γρήγορα και φθηνά βλ.  Tom Hagy, A Little Truth About Fake News—and the Law, url: https://www.lexisnexis.com/communities/corporatecounselnewsletter/b/newsletter/archive/2017/09/08/a-little-truth-about-fake-news-and-the-law.aspx, προσπελάστηκε στις 15.09.2018.

[118] Ο Γενικός Κανονισμός για τα Προσωπικά Δεδομένα (ΓΚΠΔ), δυνάμει του οποίου τίθεται ένα εκσυγχρονισμένο νομοθετικό πλαίσιο προστασίας των προσωπικών δεδομένων, επικαιροποιεί αλλά και εισάγει μια σειρά ψηφιακών δικαιωμάτων, μεταξύ των οποίων είναι και το δικαίωμα στη λήθη (“right to be forgotten”) ή, διαφορετικά, δικαίωμα διαγραφής (“right to erasure”) των προσωπικών δεδομένων, το οποίο συνίσταται στη δυνατότητα του ατόμου να ζητήσει από τον υπεύθυνο επεξεργασίας τη διαγραφή προσωπικών δεδομένων που το αφορούν. Το εν λόγω δικαίωμα, απόρροια της ελευθερίας ανάπτυξης της προσωπικότητας του ατόμου καθώς και της προστασίας της ιδιωτικής ζωής, δεν συνιστά επακριβώς καινοτομία του ΓΚΠΔ δεδομένου ότι προβλεπόταν ήδη στο άρθρο 12 στοιχείο β της Οδηγίας 95/46/ΕΚ. Ωστόσο, οι ραγδαίες τεχνολογικές εξελίξεις και η καθιέρωση του διαδικτύου ως αναπόσπαστου μέρους της προσωπικής και επαγγελματικής ζωής των φυσικών προσώπων προκάλεσαν την ανεξέλεγκτη διάδοση και επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα (π.χ. με τη δημιουργία προφίλ χρήστη σε πλατφόρμες κοινωνικής δικτύωσης, σε επιγραμμικές-online συναλλαγές κλπ). Η κατάσταση αυτή ανέδειξε την ανεπάρκεια του ισχύσαντος νομοθετικού πλαισίου αναφορικά με την διασφάλιση της κυκλοφορίας των προσωπικών δεδομένων του ατόμου και την ανάγκη θέσπισης ενός πιο ενισχυμένου πλέγματος κανόνων (url: https://www.lawspot.gr/nomika-blogs/ioannis_igglezakis/dikaioma-sti-lithi-ena-neo-psifiako-dikaioma-gia-ton-kyvernohoro και https://www.lawspot.gr/gdpr/dikaioma-sti-lithi, προσπελάστηκε στις 05.09.2018).

[119] Βλ. το σχετικό πόνημα των Hunt Allcott and Matthew Gentzkow, Social Media and fake news in the 2016 election, National Bureau of Economics Research, 2017 αναφορικά με τις εκλογές στις ΗΠΑ το 2016 (url: http://www.nber.org/papers/w23089.pdf,  προσπελάστηκε στις 16.09.2018).

[120] Για την καταπολέμηση της προβληματικής των botnets έχει εκδοθεί και η Οδηγία 2013/40/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 12.08.2013 για τις επιθέσεις κατά συστημάτων πληροφοριών και την αντικατάσταση της απόφασης-πλαισίου 2005/222/ΔΕΥ του Συμβουλίου (το κείμενο της Οδηγίας διαθέσιμο στο url: http://eur-lex.europa.eu/LexUriServ/LexUriServ.do?uri=OJ:L:2013:218:0008:0014:EL:PDF, προσπελάστηκε στις 13.09.2018). Ωστόσο, η Οδηγία είχε επικεντρωθεί στις επιθέσεις μέσω συστημάτων botnet και όχι σε αυτή τους τη χρήση. Βρισκόμαστε, επομένως, μπροστά σε νέες νομικές προκλήσεις σε ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο.

[121] Stefan Wojcik, Solomon Messing, Aaron Smith, Lee Rainie & Paul Hitlin, Bots in the Twittersphere

An estimated two-thirds of tweeted links to popular websites are posted by automated accounts – not human beings, Pew Research Center Internet and Technology, 09.04.2018, url: http://www.pewinternet.org/2018/04/09/bots-in-the-twittersphere/ (προσπελάστηκε στις 13.09.2018), Alexandra Samuel, How bots took over twitter, Harvard Business Review, 19.06.2015, url: https://hbr.org/2015/06/how-bots-took-over-twitter (προσπελάστηκε στις 13.09.2018) .

[122] Συγκεκριμένα, με το φαινόμενο του like farming (το οποίο θα μπορούσε να μεταφραστεί ως «δόλια προσέλκυση ατομικής επικοινωνίας μέσω κοινωνικού δικτύου»), δημοσιεύονται στα κοινωνικά δίκτυα συγκλονιστικές ειδήσεις, τις περισσότερες φορές ψευδείς, με την ελπίδα οι χρήστες να αντιδράσουν αναλόγως, με μοναδικό κίνητρο τη σώρευση φίλων και επαφών. Η πρακτική βασίζεται στην ιδέα ότι όσο πιο πολλές διαδικτυακές επαφές έχει ένας λογαριασμός τόσο μεγαλύτερη είναι η αξία του, καθώς ο τελικός στόχος θα είναι να χρησιμοποιηθεί για τη διάδοση διαφημιστικών μηνυμάτων ή την τέλεση διαδικτυακής απάτης (βλ. Philippe Jougleux, ό.π., σελ. 508).

[123] Roger Cohen, Trump and the End of Truth, The New York Times, 25 Ιουλίου 2016 (url: https://www.nytimes.com/2016/07/26/opinion/trump-and-the-end-of-truth.html, προσπελάστηκε στις 10.08.2018).

[124] “Final report of the High Level Expert Group on Fake News and Online Disinformation” url: https://ec.europa.eu/digital-single-market/en/news/final-report-high-level-expert-group-fake-news-and-online-disinformation, προσπελάστηκε στις 21.07.2018.

[125] Ολόκληρη η απόφαση στο url: http://hudoc.echr.coe.int/eng?i=001-158279, προσπελάστηκε στις 23.07.2018.

[126] Σύμφωνα με το ΕΔΔΑ στην απόφαση “ANIMAL DEFENDERS INTERNATIONAL v. THE UNITED KINGDOM (§100)” οι γενικές αρχές αναφορικά με την αναγκαιότητα ανάμειξης με την ελευθερία της έκφρασης είναι οι εξής:

“(i) Freedom of expression constitutes one of the essential foundations of a democratic society and one of the basic conditions for its progress and for each individual’s self-fulfillment. Subject to paragraph 2 of Article 10, it is applicable not only to ‘information’ or ‘ideas’ that are favorably received or regarded as inoffensive or as a matter of indifference, but also to those that offend, shock or disturb. Such are the demands of pluralism, tolerance and broadmindedness without which there is no ‘democratic society’. As set forth in Article 10, this freedom is subject to exceptions, which ... must, however, be construed strictly, and the need for any restrictions must be established convincingly ...

(ii) The adjective ‘necessary’, within the meaning of Article 10 § 2, implies the existence of a ‘pressing social need’. The Contracting States have a certain margin of appreciation in assessing whether such a need exists, but it goes hand in hand with European supervision, embracing both the legislation and the decisions applying it, even those given by an independent court. The Court is therefore empowered to give the final ruling on whether a ‘restriction’ is reconcilable with freedom of expression as protected by Article 10.

(iii) The Court’s task, in exercising its supervisory jurisdiction, is not to take the place of the competent national authorities but rather to review under Article 10 the decisions they delivered pursuant to their power of appreciation. This does not mean that the supervision is limited to ascertaining whether the respondent State exercised its discretion reasonably, carefully and in good faith; what the Court has to do is to look at the interference complained of in the light of the case as a whole and determine whether it was ‘proportionate to the legitimate aim pursued’ and whether the reasons adduced by the national authorities to justify it are ‘relevant and sufficient’.... In doing so, the Court has to satisfy itself that the national authorities applied standards which were in conformity with the principles embodied in Article 10 and, moreover, that they relied on an acceptable assessment of the relevant facts ....”

Το πλήρες κείμενο της απόφασης είναι διαθέσιμο στο url: http://hudoc.echr.coe.int/eng?i=001-119244  (προσπελάστηκε στις 23.07.2018).