Η γλώσσα της φυλακής
Στο παρόν άρθρο παρουσιάζουμε τα πορίσματα της έρευνάς μας που πραγματοποιήθηκε στις Δικαστικές Φυλακές Κορυδαλλού και στο Ειδικό Κατάστημα Κράτησης Νέων Αυλώνα, με θέμα τον ιδιαίτερο γλωσσικό κώδικα επικοινωνίας των εγκλείστων. Στόχος μας είναι να αναδείξουμε την τεράστια σημασία των γλωσσικών κωδίκων επικοινωνίας και να δώσουμε έμφαση στη συμβολική λειτουργία που λαμβάνουν, ιδίως στο κλειστό και περιοριστικό πλαίσιο ιδρυμάτων, όπως είναι τα καταστήματα κράτησης. Ειδικότερα, στο άρθρο καταδεικνύεται ο τρόπος με τον οποίο ο γλωσσικός κώδικας επικοινωνίας που χρησιμοποιείται στις φυλακές καθίσταται ρυθμιστικός παράγοντας της καθημερινής ζωής των εγκλείστων, άρα δομικό στοιχείο της ίδιας της φυλακής. Η γλώσσα της φυλακής συνεπώς, λόγω της συμβολικής λειτουργίας της, δεν αποτελεί μόνο μέσο έκφρασης αλλά υπερβαίνει τη γλωσσική λειτουργία και αποτελεί τελικά το κύριο μέσο ένταξης του κάθε εγκλείστου τόσο στις «υπο-ομάδες» των κρατουμένων, όσο και στη μεγάλη «ομάδα» της φυλακής. Για να γίνει ωστόσο κατανοητή η δημιουργία και η ιδιαίτερη λειτουργία της γλώσσας της φυλακής, καθώς και οι σημαντικές διαφοροποιήσεις της από τη γλώσσα της φυλακής της παραδοσιακής κοινωνίας, κρίνουμε σκόπιμο να ξεκινήσουμε την ανάλυσή μας με το φαινόμενο της γλωσσοπλασίας, από το οποίο πηγάζουν τα συνθηματικά ιδιώματα. |
Το φαινόμενο της γλωσσοπλασίας
Είναι αδιαμφισβήτητο ότι η γλωσσοπλασία, που συντελείται σχεδόν αποκλειστικά στην προφορική γλώσσα, έχει τεράστια αξία, γιατί η γλώσσα στο στόμα του λαού λαμβάνει συμβολικές διαστάσεις και τελικά αποκτά «μουσικότητα»,[1] με την έννοια ότι ξεφεύγει από τα περιοριστικά πλαίσια της νόρμας, δηλαδή της θεσμικά καθιερωμένης γλώσσας και κατορθώνει να εκφράζει από τις πιο απλές μέχρι τις πιο σύνθετες σκέψεις και ιδέες. Επομένως, πρωταρχικό κοινό στοιχείο των δημιουργούμενων γλωσσικών κωδίκων είναι ότι πηγάζουν από την προφορική γλώσσα, η οποία σχετίζεται με την καθημερινή ζωή και μαθαίνεται από την παιδική ηλικία, στο πλαίσιο της ιδιωτικής σφαίρας αλλά και μέσω των καθημερινών συναναστροφών. Περιλαμβάνει σχήματα λόγου, κατασκευασμένες λέξεις και φράσεις, άγνωστης συχνά προέλευσης, καθώς και βωμολοχίες. Σε αυτήν τη «ζωντανή» γλώσσα (living language), όπως εύλογα χαρακτηρίζεται η καθομιλουμένη, συναντούμε πολλές εφήμερες εκφράσεις, οι οποίες σε σύντομο χρονικό διάστημα αντικαθίστανται από καινούργιες. Απώτερος στόχος της είναι να μεταφέρει μηνύματα που τα κατανοούν απόλυτα οι ομιλητές της.[2]
Οι γλωσσικοί κώδικες που εκπορεύονται από την προφορική γλώσσα, αποσκοπούν στο να καταστήσουν κατανοητά στους ομιλητές τους τα βαθύτερα νοήματα των χρησιμοποιούμενων εκφράσεων. Το λεξιλόγιο των κωδίκων αυτών ανανεώνεται συνεχώς, καθώς εμπλουτίζεται με καινούργιες λέξεις και φράσεις, οι περισσότερες εκ των οποίων διακρίνονται για την πρωτοτυπία τους. Όσο παράδοξο κι αν φαίνεται, οι γλωσσοπλάστες δεν χρησιμοποιούν σύνθετα μέσα για να δημιουργήσουν έναν κώδικα επικοινωνίας αλλά καταφεύγουν στα πιο απλά μέσα που προσφέρει το σύστημα της γλώσσας. Άλλωστε, το λεξιλόγιο της θεσμικά καθιερωμένης γλώσσας έχει μεγάλο εύρος.[3]
Αξίζει να σημειωθεί ότι η δημιουργία συνθηματικών κωδίκων δεν αποτελεί ένα τυχαίο, άνευ ιδιαίτερης σημασίας γεγονός αλλά έχει τεράστια αξία για την εξέλιξη των κοινωνιών. Αυτό οφείλεται στο ότι οι συνθηματικές γλώσσες αναπτύχθηκαν κατά κύριο λόγο σε περιόδους αναταραχών και συγκρούσεων, κυρίως πολεμικών, όπου οι άνθρωποι ήταν αναγκασμένοι να χρησιμοποιούν μυστικούς κώδικες επικοινωνίας για να αντιμετωπίσουν τις δύσκολες συνθήκες ζωής που επικρατούσαν και να εξασφαλίσουν την αξιοπρεπή διαβίωσή τους.
Όπως εύστοχα είχε παρατηρήσει ο Τριανταφυλλίδης[4] «είναι περίεργο στην πρώτη ματιά ότι οι μυστικές γλώσσες είναι φαινόμενο καθολικό. Σε όλα τα μέρη του κόσμου, σε πολιτισμένους και απολίτιστους λαούς, παρουσιάζονται ομάδες ομόγλωσσων που νιώθουν την ανάγκη να χωριστούν από την κοινωνία και να κρυφτούν από αυτήν με τη γλώσσα τους». Συνεπώς, εύκολα συμπεραίνει κανείς ότι πρωταρχικός σκοπός που εξυπηρετούν τα συνθηματικά ιδιώματα είναι η απόκρυψη του γλωσσικού νοήματος από το ευρύτερο κοινωνικό σύνολο. Αυτό άλλωστε υποδηλώνει και το επίθετο «συνθηματικός»/«κρυπτικός». Εν τούτοις, είναι απαραίτητο να τονίσουμε ότι οι κρυπτικοί σκοποί που επιτελούν, τους προσδίδουν ταυτόχρονα μία έντονα συμβολική λειτουργία και καθιστούν ακόμα πιο σύνθετο το φαινόμενο της γλωσσοπλασίας.
Αιτίες δημιουργίας των συνθηματικών ιδιωμάτων
Ως προς τις αιτίες δημιουργίας των συνθηματικών ιδιωμάτων συνοψίζονται στα ακόλουθα τρία σημεία:
α) Μυστική συνεννόηση
Η κυριότερη λειτουργία των συνθηματικών ιδιωμάτων συνίσταται στην κάλυψη του νοήματος και κατ’ επέκταση στον περιορισμό της επικοινωνίας μεταξύ των μελών της ομάδας από την οποία πηγάζει. Η συγκεκριμένη άποψη επιβεβαιώνεται από τα ιστορικά γεγονότα, εφόσον σε όλες τις εποχές και κοινωνίες άτομα ή ομάδες που βρίσκονται σε σύγκρουση ή αντίθεση με το κοινωνικό σώμα και την κρατική εξουσία, διαμορφώνουν για την αυτοπροστασία τους συνθηματικούς τρόπους συνεννόησης.
β) Πρόκληση ευχάριστης διάθεσης και «λύτρωση» από τα δεινά
Η δεύτερη αιτία που έχει οδηγήσει στη διαμόρφωση και χρήση των συνθηματικών ιδιωμάτων έγκειται στην έντονη ψυχολογική ανάγκη των ατόμων να ξεφύγουν από τη ρουτίνα της καθημερινότητας, η οποία αντανακλάται στη χρήση της «κυρίαρχης» γλώσσας. Απώτερος στόχος τους είναι να δημιουργήσουν ευχάριστη διάθεση στους κόλπους της ομάδας στην οποία ανήκουν και σε ένα δεύτερο επίπεδο να προκαλέσουν – άλλοτε συνειδητά και άλλοτε ασυνείδητα – το ενδιαφέρον των γύρω τους. Αυτό επιτυγχάνεται τόσο με τις πρωτότυπες εκφράσεις τους όσο και με τη βωμολοχία, στην οποία καταφεύγουν. Υπό αυτή την έννοια, οι ομιλητές των συνθηματικών γλωσσών δεν τις χρησιμοποιούν μόνο για να αποκρύψουν τα μυστικά τους αλλά και για διασκέδαση, με την οποία ενισχύεται η συνοχή μεταξύ των μελών της ομάδας.[5]
γ) Μόδα
Μία τρίτη, εξέχουσας σημασίας, αιτία δημιουργίας των συνθηματικών ιδιωμάτων συνίσταται στην τάση νεωτερισμού. Αυτή η τάση εκφράζεται κατά κανόνα με τη μορφή αντίδρασης στο κατεστημένο. Ειδικότερα, έχει διαπιστωθεί ότι η δημιουργία συνθηματικών κωδίκων επικοινωνίας πηγάζει από την ανάγκη των ομιλητών τους να διαφοροποιηθούν γλωσσικά από τα υπόλοιπα μέλη της κοινωνίας.[6]
Ταξινόμηση γλωσσικών κωδίκων επικοινωνίας
Αποσκοπώντας σε μία πιο συστηματική διερεύνηση του φαινομένου, οι γλωσσολόγοι διέκριναν τρεις μεγάλες κατηγορίες γλωσσικών κωδίκων: τις ειδικές, τις επαγγελματικές και τις συνθηματικές γλώσσες. Κρίνουμε αναγκαίο να καταγράψουμε τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους, παραθέτοντας τις απόψεις αξιόλογων μελετητών που συνέβαλαν καθοριστικά στην εξέταση του συγκεκριμένου ζητήματος. Ταυτόχρονα θα αναφερθούμε στις δυσκολίες διαχωρισμού, καθώς οι περισσότεροι ερευνητές ταυτίζουν τους διάφορους γλωσσικούς κώδικες επικοινωνίας.
α) Ειδικές γλώσσες
Οι ειδικές γλώσσες παρουσιάζουν κοινά τόσο με τις επαγγελματικές όσο και με τις συνθηματικές γλώσσες. Στην αγγλόφωνη βιβλιογραφία αναφέρονται συνήθως με τον όρο register, ενώ στη γαλλόφωνη με τον όρο langues spéciales ή με τον μειωτικό όρο jargon. Σύμφωνα με τη Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια,[7] «με τον όρο ειδικές γλώσσες εννοούμε τους γλωσσικούς κώδικες που χρησιμοποιούνται, υπό ορισμένους όρους και περιστάσεις, από συγκεκριμένες κοινωνικές τάξεις και ομάδες, σωματεία και συντεχνίες».
β) Επαγγελματικές γλώσσες
Οι επαγγελματικές γλώσσες αναφέρονται στη γαλλόφωνη βιβλιογραφία ως langues professionelles ή argot sprofessionels. Αυτής της μορφής οι γλωσσικοί κώδικες χρησιμοποιούνται από όλες σχεδόν τις επαγγελματικές ομάδες που απαρτίζουν μία γλωσσική κοινότητα. Αποτελούν μέρος της καθημερινότητας των ατόμων, δεδομένου ότι το επάγγελμα διαδραματίζει κυρίαρχο ρόλο στη ζωή τους. Ορισμένες από αυτές τις γλώσσες θα μπορούσαν να εκληφθούν και ως ειδικές. Εν τούτοις, το καίριο στοιχείο διαφοροποίησης είναι ότι αποτελούν μία πιο εξειδικευμένη κατηγορία, καθώς οι ομιλητές τους προέρχονται κατ’ ανάγκην από μία επαγγελματική ομάδα.
Αναλυτικότερα, ως επαγγελματικές γλώσσες ορίζονται στη Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια[8] «τα ιδιώματα που διακρίνονται από την ομιλουμένη και τις διαλέκτους της και χρησιμοποιούνται από άτομα που ανήκουν σε μία συγκεκριμένη κοινωνική και επαγγελματική τάξη,[9] ίδια συντεχνία κ.λπ.».
γ) Συνθηματικές γλώσσες
Οι όροι που χρησιμοποιούνται στην ξενόγλωσση βιβλιογραφία για να χαρακτηρίσουν κάθε μορφής ιδίωμα που κατασκευάζουν και χρησιμοποιούν ως μυστικό κώδικα συνεννόησης διάφορες κοινωνικές ομάδες είναι αργκό (argot)[10] ή σλάνγκ (slang).[11] Αντίστοιχα, ο ελληνικός όρος που έχει επικρατήσει είναι συνθηματική γλώσσα ή συνθηματικό ιδίωμα ή αλλιώς συνθηματικός κώδικας. Πρωταρχικός σκοπός των ομιλητών τους είναι με μία περιεκτική φράση ή λέξη να ειδοποιήσουν για τον επικείμενο κίνδυνο.
Έρευνα
Η γλώσσα της φυλακής, που εντάσσεται στα «συνθηματικά ιδιώματα», αποτέλεσε το αντικείμενο της διδακτορικής μου διατριβής. Το βασικό πόρισμα της μελέτης είναι ότι ο γλωσσικός κώδικας επικοινωνίας των κρατουμένων, ο οποίος λειτουργεί πρωτίστως σε συμβολικό επίπεδο και όχι σε καθαρά γλωσσικό, διαδραματίζει έναν πολύ σημαντικό ρόλο στο πλαίσιο των καταστημάτων κράτησης.
Αντικείμενο της έρευνας είναι η γλωσσική επικοινωνία που συντελείται στο πλαίσιο του κλειστού και περιοριστικού περιβάλλοντος της φυλακής. Η βασική υπόθεση έρευνας συνίσταται στο ότι οι νέες συνθήκες που επικρατούν σήμερα στις ελληνικές φυλακές επιδρούν καταλυτικά στη διαμόρφωση της γλώσσας των κρατουμένων. Μιλώντας για «νέες συνθήκες» εννοούμε τα φαινόμενα της συνύπαρξης κρατουμένων διαφορετικών εθνικοτήτων και συνεπώς φορέων διαφορετικών πολιτισμών (άρα και διαφορετικών γλωσσών, θρησκειών, ιδεολογιών, βιωμάτων κ.λπ.), των νέων τρόπων επικοινωνίας των κρατουμένων με τον έξω κόσμο (π.χ. μεγαλύτερη δυνατότητα επαφής με την ελεύθερη κοινωνία), της συνύπαρξης κρατουμένων με σωφρονιστικούς υπαλλήλους ανώτερου μορφωτικού επιπέδου συγκριτικά με το παρελθόν και τέλος της διαφοροποίησης στη σύνθεση του ποινικού πληθυσμού, με τη συνεχή αύξηση του αριθμού των αλλοδαπών, των μελών του «σκληρού υποκόσμου» και των εξαρτημένων κρατουμένων.
Μεθοδολογία
Είναι σαφές ότι θεωρητικά η ιδεώδης μέθοδος θα ήταν η εθνολογική, με άμεση παρατήρηση και άτυπες συνεντεύξεις σε κρατούμενους όλων των ελληνικών φυλακών. Η συγκεκριμένη μέθοδος ωστόσο απαιτεί μακροχρόνια παραμονή στα σωφρονιστικά καταστήματα που, όπως γνωρίζαμε εκ των προτέρων, δεν είναι εφικτή. Γι’ αυτόν το λόγο αναζητήσαμε μία άλλη μέθοδο που να μπορεί να εφαρμοστεί πιο εύκολα και ταυτόχρονα να μας δώσει τη δυνατότητα να συλλέξουμε τις απαιτούμενες πληροφορίες σε σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα. Οι στόχοι της έρευνας ήταν αυτοί που τελικά καθόρισαν τη μέθοδο που ακολουθήσαμε.[12]
Δείγμα
Το δείγμα μας αποτέλεσαν 130 κρατούμενοι των δυο φυλακών της Αττικής, του Κορυδαλλού και του Αυλώνα, εκ των οποίων 30 ήταν γυναίκες των Φυλακών Κορυδαλλού, 70 άντρες των Φυλακών Κορυδαλλού και 30 ανήλικοι του Ειδικού Καταστήματος Κράτησης Αυλώνα. Σημειώνουμε ότι επιλέξαμε τα εν λόγω καταστήματα κράτησης για δύο πολύ σοβαρούς λόγους: πρώτον, διότι ο αριθμός των τροφίμων σε αυτά είναι πολύ υψηλός και δεύτερον, γιατί κρατούνται για διάφορα εγκλήματα και όχι για μία μόνο κατηγορία αδικημάτων. Άρα, το δείγμα μας είναι αντιπροσωπευτικό του πληθυσμού των φυλακών. Αποσκοπώντας σε πληρέστερη εικόνα του υπό εξέταση θέματος απευθύναμε τα ερωτηματολόγια σε άντρες, γυναίκες και παιδιά, που κρατούνται στις φυλακές. Ειδικότερα:
- 30 σωφρονιστικοί υπάλληλοι (φυλακτικό προσωπικό, ψυχολόγοι, κοινωνικοί λειτουργοί και εγκληματολόγοι) των Φυλακών Κορυδαλλού και του Ειδικού Καταστήματος Κράτησης Αυλώνα
- 30 ποινικολόγοι, ανάμεσα στους οποίους και ο Πρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου, στον οποίο απευθύναμε το ερωτηματολόγιο ονομαστικά
- 30 αστυνομικοί
- 15 δημοσιογράφοι δικαστικού ρεπορτάζ
Πορίσματα έρευνας
Ο γλωσσικός κώδικας επικοινωνίας που χρησιμοποιείται σήμερα στις ελληνικές φυλακές παρουσιάζει σημαντικές διαφοροποιήσεις από τον αντίστοιχο του παρελθόντος, λόγω των ριζικών αλλαγών που έχουν λάβει χώρα στις φυλακές τις τελευταίες δεκαετίες. Η συμβολική λειτουργία του τον καθιστά ρυθμιστικό παράγοντα της καθημερινής ζωής των φυλακισμένων, άρα δομικό στοιχείο της ίδιας της φυλακής. Η γλώσσα της φυλακής συνεπώς, λόγω της συμβολικής λειτουργίας της, δεν αποτελεί μόνο μέσο έκφρασης αλλά το κύριο μέσο ένταξης του κάθε εγκλείστου τόσο στις «υπο-ομάδες» των κρατουμένων όσο και στη μεγάλη «ομάδα» της φυλακής. Επομένως, συνιστά ένα από τα πιο κρίσιμα μέσα επιβίωσης των κρατουμένων στο κλειστό, περιοριστικό και άτεγκτο περιβάλλον της φυλακής.
Πιο συγκεκριμένα, η γλώσσα της φυλακής διακρίνεται σε δύο «παρακλάδια»:
- Την αργκό που χρησιμοποιείται σε καθημερινή βάση και σε μεγάλο βαθμό ελεύθερα μεταξύ των τροφίμων ακόμα και ενώπιον των σωφρονιστικών υπαλλήλων .
- Την σκληρή κρυπτική γλώσσα που χρησιμοποιείται στα στενά όρια της ομάδας, γιατί εξυπηρετεί καθαρά και μόνο συνθηματικούς σκοπούς.
Η αμιγώς κρυπτική γλώσσα αλλάζει μορφή, σε σχέση με το παρελθόν. Περισσότερο βασίζεται σε φαινομενικά αθώες/παραπλανητικές εκφράσεις, σε λέξεις και φράσεις δανεισμένες από ξένες γλώσσες (προτιμώνται οι «άγνωστες» στο ευρύ κοινό γλώσσες, π.χ. αραβικά) και σήματα μορς. Το αστυνομικό ρεπορτάζ, κατά καιρούς, αναδεικνύει τον τρόπο που διαμορφώνεται η γλώσσα του εγκλήματος, η οποία βασίζεται σε φαινομενικά αθώες/παραπλανητικές λέξεις και φράσεις.
Η γλώσσα της φυλακής απαρτίζεται από ένα σύνολο λέξεων και φράσεων, εκ των οποίων άλλες δημιουργούν οι έγκλειστοι μέσα στη φυλακή και άλλες δανείζονται από διαφορετικούς γλωσσικούς κώδικες εκτός φυλακής, κυρίως από:
- Γλώσσα των νέων.
- Γλώσσα του στρατού.
- Ξένες γλώσσες.
Σχετικά με τους παράγοντες διαμόρφωσης και διάδοσης της γλώσσας της φυλακής, οι βασικότεροι συνοψίζονται στα εξής σημεία:
- Ηλικία: οι πιο νέοι σε ηλικία κρατούμενοι χρησιμοποιούν σε μεγαλύτερη έκταση το αργκοτικό λεξιλόγιο, όπως ακριβώς συμβαίνει και εκτός φυλακής.
- Διαπραχθέν αδίκημα: το λεξιλόγιο των τοξικομανών θεωρείται από τα πιο «πλούσια» αργκοτικά λεξιλόγια και μέσα στη φυλακή.
- Χρόνος παραμονής στη φυλακή: όσο πιο μεγάλο είναι το χρονικό διάστημα παραμονής στη φυλακή, τόσο περισσότερο ο έγκλειστος αφομοιώνει το αργκοτικό λεξιλόγιο, με αποτέλεσμα να το χρησιμοποιεί περισσότερο.
Λέξεις και φράσεις που χρησιμοποιούνται στη φυλακή
Στη φυλακή χρησιμοποιούνται πολλές λέξεις και φράσεις οι οποίες λαμβάνουν ένα διαφορετικό περιεχόμενο ή τουλάχιστον μία άλλη «απόχρωση» από τις αντίστοιχες της ελεύθερης κοινωνίας. Ενδεικτικά παραδείγματα: κάνω μεροκάματο και κάνω δουλειά. Η πρώτη φράση αναφέρεται «στην εργασία των κρατουμένων μέσα στη φυλακή» και η δεύτερη «στις παράνομες δουλειές που τελούνται εντός και εκτός φυλακής».
Το επίθετο καμένος λαμβάνει ένα νέο περιεχόμενο, εφόσον αποδίδεται «σε τρόφιμους στους οποίους έχει επιβληθεί πολύ μεγάλη ποινή» (1) και «σε ανόητους» (2). Οι φράσεις: με στρίμωξαν και μου κόψαν το κεφάλι σημαίνουνε, αντίστοιχα, «με πιέσανε για να ομολογήσω» και «μου επέβαλαν πολύ μεγάλη ποινή».
Με τελείως διαφορετική σημασία χρησιμοποιείται και η λέξη κλέφτης που σημαίνει «το αποστακτήριο, το οποίο χρησιμοποιούν οι έγκλειστοι, π.χ. για να φτιάχνουν τσίπουρo». Αντίστοιχα, η λέξη τσιπουράς αποδίδεται «στα άτομα που πιάνονται ανά τακτά χρονικά διαστήματα να φτιάχνουν τσίπουρο μέσα στη φυλακή». Εξίσου και η λέξη κλακαδόρος λαμβάνει νέο νόημα, καθώς χαρακτηρίζει «τους τρόφιμους που βρίσκουν τρόπους να επιτυγχάνουν το σκοπό τους εις βάρος των συγκρατουμένων του»
Τέλος, οι εκφράσεις: κάγκελα παντού και σπάω σίδερα έχουν ένα ιδιαίτερο συναισθηματικό βάρος όταν χρησιμοποιούνται στο χώρο της φυλακής. Η μεν πρώτη εκφράζει «την αγανάκτηση του κρατουμένου που βρίσκεται σε ένα περιοριστικό και απομονωμένο από την ευρύτερη κοινωνία πλαίσιο». Η δεύτερη σημαίνει «κάνω απόδραση». Προς την ίδια κατεύθυνση κινούνται και οι φράσεις: με χάλασες = «με νεύριασες με αυτό που έκανες ή είπες». Να σημειωθεί εδώ ότι οι κρατούμενοι χρησιμοποιούν συχνά αυτή την έκφραση, γιατί είναι ανά πάσα στιγμή έτοιμοι για καυγά, μη με χρεώνεις = «μη μου προσάπτεις άδικα κάτι», συχνότατη έκφραση μεταξύ των κρατουμένων, δεδομένου ότι ο ένας συχνά κατηγορεί τον άλλο.
Μεταξύ των μέσων που χρησιμοποιεί η γλώσσα της φυλακής, η εικόνα είναι κυρίαρχη. Το γεγονός αυτό οφείλεται στο ότι οι γλωσσικοί κώδικες επικοινωνίας είναι κατεξοχήν «μεταφορικές» γλώσσες, με την έννοια ότι μεταφέρουν εικόνες, οι οποίες με τη σειρά τους παραπέμπουν σε συναισθήματα και ιδέες. Παρατίθενται ενδεικτικά κάποιες από τις εκφράσεις που επιβεβαιώνουν το παραπάνω: κερατιά = «το περιπολικό». Η συγκεκριμένη λέξη έχει προκύψει από το «καρούμπαλο» που μοιάζει με κέρατο όπως σημειώνουν οι ίδιοι οι κρατούμενοι, των περιπολικών. Είναι χαρακτηριστικές οι φράσεις που χρησιμοποιήθηκαν από κρατούμενο κατά τη διάρκεια της συνέντευξης: κοζάρω από απέναντι φώτα. Το παίζω κυριλέ και περνάω απέναντι. Ήταν κερατιά.
Η λέξη κλειδί χαρακτηρίζει «τους φύλακες», γιατί κρατούν κλειδιά με τα οποία κλειδώνουν στα κελιά τους κρατούμενους, ο πιέστα είναι «ο υπάλληλος που μοιράζει τα φάρμακα σε κρατούμενους και τους αναγκάζει να τα πιούνε μπροστά του», ο ταξιτζής είναι «ο φύλακας που φέρνει το φαγητό στους κρατούμενους», τα στρουμφάκια είναι «οι αστυνομικοί», λόγω της μπλε στολής που φοράνε.
Αξιοσημείωτες είναι και οι ακόλουθες εκφράσεις που παραπέμπουν σε εικόνες: ανοίγω κάρτα ή αλλιώς ανοίγω προηγούμενα = «κάνω κάτι που ενοχλεί και περιμένω να υποστώ τις συνέπειες της πράξης μου».
Παρατίθενται ορισμένες φράσεις που χρησιμοποιήθηκαν κατά τη διεξαγωγή των συνεντεύξεων με τους κρατούμενους στο πλαίσιο της έρευνάς μας: Αυτόν άμα πάει Λάρισα θα τον σκίσουν. Έχει ανοίξει κάρτα. Εμείς οι Αλβανοί προσέχουμε να μην ανοίξουμε προηγούμενα.
Άλλες φράσεις: Κόβω επιταγή = «χρωστάω», πήγε στο ψυχιατρείο και έγινε κομοδίνο = «από τα φάρμακα που του έδωσαν στο ψυχιατρείο της φυλακής όπου τον βάλεις κάθεται σαν αποβλακωμένος, σαν να ήταν δηλαδή έπιπλο σπιτιού, χωρίς ψυχή και βούληση», έκανες/έφτιαξες τριανταμία μόνος σου = «σκέφτεσαι πράγματα που δεν ισχύουν, κυρίως αναφορικά με ‘καρφώματα’ μέσα στη φυλακή». Η εν λόγω έκφραση ακούγεται συχνά, δεδομένου ότι οι έγκλειστοι βρίσκονται σε μία διαρκή κατάσταση ετοιμότητας και επιφυλακής, με συνέπεια να υποπτεύονται και την παραμικρή κίνηση των συγκρατουμένων τους ή των μελών του σωφρονιστικού προσωπικού.
Άλλες εκφράσεις: να βγούμε σέντρα = «πρόκληση για τσακωμό», να μη χάσουνε κανένα πρόβατο, η οποία αναφέρεται περιπαικτικά «στους φύλακες, γιατί φοβούνται μήπως τους ξεφύγει κανένας κρατούμενος
Μία φράση που χρησιμοποιείται με τόνο επιτακτικό είναι: να σου κοπεί το γέλιο = «μη μιλάς και μη γελάς μέχρι να γίνει το δικαστήριο σου και δεις ποια ποινή θα σου επιβληθεί». Απευθύνεται συνήθως στους υπόδικους κρατούμενους που δεν έχουν συνειδητοποιήσει τι εστί φυλακή, όπως μας εξήγησαν όσοι βρίσκονται μεγάλο χρονικό διάστημα μέσα.
Η εξίσου γλαφυρή έκφραση δαγκώνω κρατούμενο δείχνει «την προσπάθεια απόσπασης πραγμάτων από συγκρατούμενους, έστω κι αν κάποιος έχει τα δικά του (κατά κύριο λόγο τσιγάρα και τηλεκάρτες που αποτελούν πολύτιμα αγαθά για το χώρο της φυλακής». Με τη φράση διπλή φυλακή εννοείται ότι «ο χρόνος έκτισης της ποινής περνάει δύσκολα και επώδυνα». Η έκφραση γράφω καντίνα σημαίνει «παραγγέλλω από το κυλικείο της φυλακής», ενώ δεν έχω καντίνα σημαίνει «ότι δεν έχω χρήματα (στην καρτέλα μου για να αγοράσω πράγματα από τη φυλακή».
Διευκρινίζεται ότι ορισμένες από τις παραπάνω εκφράσεις ενδέχεται να χρησιμοποιηθούν και εκτός σωφρονιστικού καταστήματος αλλά η διαφορά έγκειται στο ιδιαίτερο συναισθηματικό βάρος που αποκτούν μέσα στη φυλακή, δεδομένου ότι περιγράφουν καταστάσεις που βιώνουν μέσα στη φυλακή. Τέλος, αρκετές εκφράσεις, στις οποίες πρέπει να δοθεί έμφαση, χρησιμοποιούνται αποκλειστικά στο χώρο της φυλακής, γιατί αφορούν καθαρά τις συνθήκες διαβίωσης των τροφίμων ή/και την εν γένει ζωή και δράση τους, όπως βγάζω τσέτουλα φυλακή και βγάζω κοροϊδίστικη φυλακή που σημαίνουν ότι «ο φυλακισμένος βρίσκεται άδικα μέσα».
Εξίσου και οι ακόλουθες φράσεις: μυρίζεις κοινωνία, η οποία συνήθως απευθύνεται «στους νεοφερμένους κρατούμενους» αλλά και γενικά μπορεί να ειπωθεί σε όσα μέλη της ελεύθερης κοινωνίας επισκέπτονται το χώρο της φυλακής και καλή κοινωνία, «ευχή που δίνεται στους κρατούμενους οι οποίοι αποφυλακίζονται».
Οι λέξεις κιούπι και πιθάρι αναφέρονται «στην απομόνωση, στην οποία αναγκάζονται να βρεθούν οι έγκλειστοι που έχουν παραβιάσει τους εσωτερικούς κανόνες του ιδρύματος».
Η φράση τον κλείσανε για τα καλά δηλώνει «την επιβολή μεγάλων ποινών», όπως και τον τσιμεντώσανε = «του επέβαλαν βαριά ποινή ώστε να γίνει παράδειγμα για τους υπόλοιπους» (1), «πήρε ανεπιθύμητη μεταγωγή» (2). Είναι άξιο προσοχής ότι στους εορτάζοντες κρατούμενους η ευχή που δίνεται είναι χρόνια καλά και όχι «χρόνια πολλά», όπως στα μέλη της ελεύθερης κοινωνίας. Η ευχή «χρόνια πολλά» αποφεύγεται για να μην προκληθεί παρεξήγηση, πολλά χρόνια στη φυλακή.
Από την άλλη πλευρά, ορισμένες εκφράσεις παραμένουν διαχρονικές εφόσον αποτελούν «τυπικές» όπως θα μπορούσαμε να τις ονομάσουμε φράσεις για το χώρο της φυλακής, π.χ. είναι λαρύγγι = «ο κρατούμενος που καρφώνει τους συγκρατούμενούς του» (1), «καρφώνει τα μέλη του προσωπικού» (2), τα άκλιτα: το δωδεκάρι και το εικοσιτεσσάρι που χαρακτηρίζουν αντίστοιχα «τον περιστασιακό χρήστη» και «το ρουφιάνο», μου μείνανε Χ μήνες σκαστή = «απομένουν Χ μήνες για να αποφυλακιστώ», μου χάλασε το όνομα = «μου σπίλωσε το όνομα». Αυτή η έκφραση έχει ιδιαίτερη σημασία, διότι κάθε κρατούμενος προσπαθεί να «φτιάξει ένα καλό όνομα» όπως οι ίδιοι υπογράμμισαν και φοβούνται μήπως κάποιος τους το «χαλάσει» με διάφορους τρόπους, όπως με το να διαδίδει φήμες.
Τέλος, το σημείο στο οποίο πρέπει να δοθεί έμφαση συνίσταται στο ότι η γλώσσα των τοξικομανών εξακολουθεί να κυριαρχεί, λόγω του υψηλού αριθμού των τοξικομανών κρατουμένων. Ενδεικτικά παραδείγματα είναι τα εξής: ζαπρέ = «η πρέζα». Πρόκειται για αναγραμματισμό της λέξης, ένα πολύ προσφιλέςμέσο στο οποίο καταφεύγουν οι ομιλητές των γλωσσικών κωδίκων επικοινωνίας.
Άλλες λέξεις προερχόμενες από τη γλώσσα των ναρκωτικών: είναι φαρμακωμένος/έχει πάρει φάρμακο = «ο κρατούμενος που βρίσκεται υπό την επήρεια φαρμάκων, π.χ. υπνωτικών χαπιών», είναι χαρμάνης = «ο κρατούμενος που δεν έχει να πάρει ναρκωτικά», ζούμπα/ζούπα = «το τσιγάρο που έχει μέσα τριμμένα χάπια»,καπάκι = «μονάδα μέτρησης πρέζας που χρησιμοποιείται στη φυλακή και φτιάχνεται συνήθως με στυλό ελλείψει άλλων μέσων», πήρα την πάσα = παρέλαβα τα ναρκωτικά που μου έστειλε ο Χ στη φυλακή, λουκάρισμα = «η μεταφορά ναρκωτικών στις φυλακές», ΣΕΟ = «αυτοσχέδιες σύριγγες που φτιάχνουν οι κρατούμενοι, συνήθως από στυλό», συνοικέσια/παντρέματα/κονέ/μερτικά = «τα ναρκωτικά».
Αντί επιλόγου
Συνοψίζοντας, η γλώσσα δεν είναι στατική, αλλά πολύ δυναμική και ανανεώνεται διαρκώς. Επομένως, θα είχε μεγάλο ενδιαφέρον να πραγματοποιηθεί μια καινούργια μελέτη σήμερα για την εξέλιξη της γλώσσας της φυλακής και να εμπλουτιστεί το γλωσσάριο που καταρτίσαμε κατά την υλοποίηση της παρούσας έρευνας με λέξεις και φράσεις που χρησιμοποιούνται στο πλαίσιο των καταστημάτων κράτησης, ώστε να εξετάσουμε διαχρονικά το φαινόμενο και να εξαχθούν σημαντικά εγκληματολογικά και κοινωνιολογικά συμπεράσματα.
Μπορείτε να βρείτε ολόκληρη τη μελέτη στο βιβλίο της αρθρογράφου με τίτλο Φυλακή και Γλώσσα, πρόλογος Καθηγητή Γιάννη Πανούση, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή, 2014, στη σειρά βιβλίων του Εργαστηρίου Ποινικών και Εγκληματολογικών Ερευνών του Τμήματος Νομικής Πανεπιστημίου Αθηνών.
________________________________________________________________________
Η Αγγελική Καρδαρά Διδάκτωρ του Τμήματος Επικοινωνίας και Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης - Φιλόλογος - Συνεργάτιδα Πανεπιστημίου Αθηνών στο πλαίσιο των e-learning προγραμμάτων.
[1]Ε. Γιανίδης, Γλώσσα και Ζωή, 3ηέκδ., Αθήνα: Εστία, 1914, σσ. 118-119.
[2]M. J. Leitner, J.R. Lanen, επιμ, Dictionary of French and American Slang, N. York: Crown Publishers, 1965, σελ. Χ.
[3]D. François-Geiger, Θέματα Κοινωνικής και Θεωρητικής Γλωσσολογίας: Συμβολή σε μια Θεωρία της Γλωσσικής Πράξης, μτφ. Φώτης Α. Καβουκόπουλος, Τάσος Κόγος, Γιώργος Μαγουλάς, Άννα Μανουσοπούλου, Δέσποινα Χειλά-Μαρκοπούλου, Αθήνα: Νεφέλη, 1991, σελ. 218.
[4] Μ. Τριανταφυλλίδης, Επιλογή από το Έργο του, επιμ. Ξ.Α. Κοκόλης, Θεσσαλονίκη: Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών [Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη], 1982, σσ. 289-299.
[5]ό.π, Άπαντα Μανόλη Τριανταφυλλίδη,τόμ.2, Θεσσαλονίκη: Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών [Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη], 1963, σελ. 33.
[6]Ε. Partridge, Slang To-Day and Yesterday, 4η έκδ.,UK: Routledge & K. Paul, 1970, σελ. 7.
[7]Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, τόμ. 11, Αθήνα: Πυρσός, 1933, σελ. 294.
[8]ό.π., σελ. 294.
[9] Αναφορικά με τον ορισμό των επαγγελματικών τάξεων βλ. Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, ό.π., σελ. 294, όπου υπογραμμίζεται ότι «ανέκαθεν διακρίνονταν σε κάθε κοινωνία διάφορες τάξεις ανθρώπων είτε λόγω ευγενείας, είτε λόγω πλούτου, είτε λόγω μορφώσεως, είτε λόγω επαγγέλματος. Από εδώ προκύπτει η διάκριση των κοινωνικών τάξεων σε τάξεις ευγενών, πλουσίων, διανοούμενων, επαγγελματιών. Οι κοινωνικές τάξεις που ασκούν το ίδιο επάγγελμα προς βιοπορισμό καλούνται επαγγελματικές τάξεις. Τέτοιες τάξεις υπήρχαν από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα. Ωστόσο, η επίδρασή τους στο συνολικό κοινωνικό γίγνεσθαι ήταν περιορισμένη στην αρχαιότητα σε σχέση με τη σύγχρονη εποχή, γιατί τότε το εμπόριο και η βιομηχανία ήταν σε εμβρυώδη κατάσταση, ο καταμερισμός των έργων δεν είχε αναπτυχθεί και οι άνθρωποι φρόντιζαν μόνο τις ποικίλες ανάγκες της καθημερινότητάς τους».
[10]E. Partridge, A Dictionary of Slang and Unconventional English, 8ηέκδ., London: Routledge, 2002, σελ. 25.
[11]Ό.π., σελ. 1083.
[12] L. Bickman, D. J. Rog, επιμ, Handbook of Applied Social Research Methods, Thousand Oaks- London-New Delhi: Sage Publications, 1998, σσ. 69-71.