ΤΕΥΧΟΣ #7 ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ 2018

Εγκλήματα κατά της ζωής, παιδιά και ΜΜΕ: προβληματισμοί και προκλήσεις

Βασιλική Σταθοπούλου
Κάντε κλικ για να δείτε το βίντεο

Τη Δευτέρα 10 Σεπτεμβρίου 2018 το Κέντρο Μελέτης του Εγκλήματος διοργάνωσε στον ΙΑΝΟ, στρογγυλό τραπέζι με θέμα «Εγκλήματα κατά της ζωής, παιδιά και ΜΜΕ: προβληματισμοί και προκλήσεις». Το φλέγον ζήτημα περί προστασίας της ανηλικότητας, το κοινωνικό μήνυμα της καταπολέμησης του στιγματιστικού λόγου, ο ρόλος των media, η εικονική δικαιοσύνη, η υπέρμετρη προσοχή στον ανήλικο δράστη απ’ ότι στο ανήλικο θύμα, η παιδοκτονία καθώς και οι πρόσφατες υποθέσεις της Νέας Σμύρνης και της Κύπρου ήταν οι βασικοί άξονες της εκδήλωσης, οι οποίοι αναδείχθηκαν από τους ομιλητές: Γιάννη Πανούση, Ομότιμο Καθηγητή Εγκληματολογίας Πανεπιστημίου Αθηνών, Αγγελική Καρδαρά, Διδάκτωρ Τμήματος Επικοινωνίας και ΜΜΕ Πανεπιστημίου Αθηνών – Φιλόλογο – Τακτική Επιστημονική Συνεργάτιδα του ΚΕ.Μ.Ε., Σουζάνα Παπαφάγου, Κλινική Ψυχολόγο – Ομαδική/ Οικογενειακή Ψυχοθεραπεύτρια, Φώτιο Σπυρόπουλο, Δ.Ν. – Καθηγητή Ποινικού Δικαίου Πυροσβεστικής Ακαδημίας – Μέλος Δ.Σ. του ΚΕ.Μ.Ε.,  Διονύση Χιόνη, Δικηγόρο – ΜΔΕ Εγκληματολογίας – Αντιπρόεδρο του ΚΕ.Μ.Ε., ενώ η συζήτηση συντονίστηκε από τον Δημοσιογράφο Γιώργο Καραϊβάζ, ο οποίος μάλιστα με την ολοκλήρωση κάθε ομιλίας προχωρούσε σε καίριες επισημάνσεις. Αξίζει να σημειωθεί πως την εκδήλωση τίμησαν με την παρουσία τους, πέρα από επιστήμονες, φοιτητές και γενικότερα όσοι ασχολούνται με το εγκληματικό φαινόμενο, το Ίδρυμα Μποδοσάκη, το οποίο και βιντεοσκόπησε τις ομιλίες, το περιοδικό για γονείς Τaλκ, όπου ήταν και χορηγός επικοινωνίας της εκδήλωσης, ο Γενικός Γραμματέας Δημόσιας Τάξης, κ. Δημήτρης Αναγνωστάκης και ο Επικεφαλής της Διεύθυνσης Δίωξης Ηλεκτρονικού Εγκλήματος Ταξίαρχος  κ. Γιώργος Παπαπροδρόμου.

Την έναρξη της εκδήλωσης σήμανε ο κ. Καραϊβάζ, καλωσορίζοντας τους ακροατές και κάνοντας μια σύντομη εισαγωγή στα προς συζήτηση θέματα αναφερόμενος κυρίως στον ανταγωνισμό ως αίτιο υπέρβασης των ορίων στα κακώς εννοούμενα απ’ τους δημοσιογράφους. Σχετικά με αυτό, ξεκίνησε την εισήγηση του ο κεντρικός ομιλητής κ. Πανούσης, επισημαίνοντας πως τα media - με ελάχιστες εξαιρέσεις- στέλνουν μέσα από εικόνες δικά τους μηνύματα που πηγάζουν από τις φοβίες των πολιτών. Επιπλέον, τονίστηκε από τον Καθηγητή πως όλοι αντιδρούν με τον ίδιο τρόπο σε ένα εγκληματικό γεγονός, καθώς και ότι οι δημοσιογράφοι παρασύρονται από τις διοχετευόμενες πληροφορίες οδηγώντας σε ψευδή συναίνεση με αποτέλεσμα το περιεχόμενο των media να κρύβει την εικόνα τους και ο τηλεθεατής να κατευθύνεται από την συνένωση της ομοφωνίας απ’ τα ΜΜΕ. Σημαντικό ρόλο σε αυτό διαδραματίζουν οι γνώμες ειδικών μιας και επηρεάζουν την κοινή γνώμη αφού αποτελούν υποκατεστημένες εμπειρίες και συνεπώς είναι κατασκευασμένη πραγματικότητα. Όσο αφορά συγκεκριμένα το έγκλημα και τις ετικέτες, η αναπαράσταση απουσιάζει και αποκαθίσταται από τα σύμβολα που βγαίνουν από τον κοινωνικό έλεγχο. Σχετικά με το ζήτημα της εικονικής δικαιοσύνης αναφέρθηκε πως κανένας θεσμός δεν αυτονομείται λόγω των media, παρόλα αυτά προκαλεί όλο και περισσότερο φόβο στον θεατή-αναγνώστη. Η κοινή γνώμη που παρακολουθεί τέτοιες δίκες ζητά εκδίκηση και λιντσάρει μιντιακά τους κατασκευασμένους ενόχους που προβάλει η ποινική λογική. Συμπερασματικά, η τηλεδίκη αποτελεί κοινωνικοπολιτισμικό θέαμα με υψηλή πίεση ως προς τη διερεύνηση και υπερβολή ως προς την παρουσίαση και προβολή της εγκληματικής πράξης. Ακόμα κι αν ο λαός γνωρίζει καλά πως τα μέσα ενημέρωσης δεν είναι πάντα αντικειμενικά ακολουθεί το δρόμο της δημόσιας διαπόμπευσης. Εν κατακλείδι, ως αναγκαία και ισχυρή λύση σημειώθηκε η αύξηση της πολυφωνίας, ενώ παράλληλα  διευκρινίστηκε από τον κ. Πανούση πως το έγκλημα μπορεί να αποτυπωθεί σε θέαμα του εγκλήματος, η Επιστήμη της Εγκληματολογίας όμως δεν μπορεί να γίνει δημοσιογραφία.

   Με αναφορά στον Jeffres και τον ορισμό του «μέσου» άνοιξε την ομιλία του ο κ. Σπυρόπουλος, τονίζοντας εξαρχής πως όλες οι ειδήσεις έχουν μια κατασκευασμένη ΝΕΑ αξία και πως άλλοτε ευνοούν κάποιες ομάδες κι άλλοτε κάποιες άλλες. Η κατασκευή της πραγματικότητας από τα ΜΜΕ υποδηλώνεται μέσα από δύο πεδία, με πρώτο την κατασκευή της πραγματικότητας από τους παραγωγούς και δεύτερο την κατασκευή της πραγματικότητας από τους θεατές, όπως αυτοί την αντιλαμβάνονται. Η γλώσσα αποτελεί παράγοντα καθοριστικής σημασίας στο μυαλό του θεατή και λειτουργεί ως φωτογραφική μηχανή ικανή να επηρεάσει το κοινό για το έγκλημα. Πιθανά στοιχεία μια εγκληματικής ιστορίας που μπορεί να αναφερθούν από τα media είναι α) το επίπεδο της προβλεψιμότητας, β) ο κίνδυνος, γ) μια ενδεχόμενη σεξουαλική όψη του εγκλήματος, δ) η διασημότητα του δράστη ή του θύματος, ε) ο τοπικός συσχετισμός, στ) το επίπεδο βίας που ασκήθηκε, ζ) φωτογραφικό υλικό ή βίντεο, η) η συμμετοχή ανηλίκων στο έγκλημα κ.α.. Επιπλέον, αναφέρθηκε από τον κ. Σπυρόπουλο η υποστήριξη των Reiner,  Livingston και Allen περί «νόμου των αντιθέτων», όπου η εγκληματική πράξη καθώς και τα δρώντα πρόσωπα σε αυτή παρουσιάζονται από τα μέσα εκ διαμέτρου αντίθετα από τα πρότυπα των επίσημων στατιστικών και των ερευνών για το έγκλημα. Ακόμα, τονίστηκε πως εγκλήματα που παλαιότερα θεωρούνταν ταμπού, σήμερα έχουν μάλιστα αυξημένη προβολή και λεπτομερειακή περιγραφή από τα ΜΜΕ. Οι ανήλικοι δράστες λαμβάνουν περισσότερης προσοχής από τα ανήλικα θύματα, οι μειονότητες υπερεκπροσωπούνται  ως παραβάτες και ο τυχαίος χαρακτήρας της θυματοποίησης αυξάνει τη δραματική αξία μιας ιστορίας. Το διαδίκτυο επικρατεί ως μέσο αναζήτησης ειδήσεων, ενώ επιπλέον χρησιμοποιεί και τρόπους για να κερδίσει τα πρωτεία στις επισκεψιμότητες (clickbait, προπαγάνδα, σάτιρα, sloggy journalism, παραπλανητικές επικεφαλίδες, μεροληπτικές διηγήσεις).  Τέλος , για την ακρίβεια των ειδήσεων προτείνεται η αναζήτηση πρωτογενών πηγών πληροφόρησης και η αναζήτηση της ορθής χρήσης των όρων αφού πολλοί μεταλλάσσονται ή δεν χρησιμοποιούνται με ακρίβεια λόγω της «Διαδικτυακής ψευδοεπιστήμης» .

   Σχολιασμό σε αυτό έκανε ο κ. Καραϊβάζ, αναφέροντας πως η δυνατότητα εύρεσης έγκαιρων πληροφοριών μέσω του διαδικτύου είναι δωρεάν, σε αντίθεση με παλαιότερα που οι άνθρωποι αγόραζαν διάφορες εφημερίδες ξοδεύοντας χρήματα για να διασταυρώσουν πληροφορίες. Το πιο σημαντικό, ήταν η αντίρρηση του δημοσιογράφου για τον χαρακτηρισμό του όρου ¨ημεδαπός¨ και ¨αλλοδαπός¨ στους τίτλους των ειδήσεων μιας και καλλιεργούν γόνιμο έδαφος για εγκληματοφοβία και ξενοφοβία.  Γι’ αυτό καλό θα ήταν να μην αποκαλύπτεται η εθνική ταυτότητα.  

Ένα εξαιρετικά σημαντικό θέμα έθιξε με την ομιλία του ο κ. Χιόνης, ανοίγοντας το ζήτημα του εγκλήματος της παιδοκτονίας και των media. Αρχικά, διευκρινίστηκε πως είναι λάθος να συγχέουμε για παράδειγμα, την ανθρωποκτόνο μητέρα με την παιδοκτόνο. Με βάσει τον νόμο 303 του Ποινικού Κώδικα, παιδοκτόνος είναι η μητέρα που με πρόθεση σκότωσε το παιδί της κατά τον τοκετό ή μετά τον τοκετό, αλλά ενώ εξακολουθούσε ακόμη η διατάραξη του οργανισμού της από τον τοκετό και τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι 10 ετών. Έχει ευνοϊκότερη ποινική μεταχείριση από την ανθρωποκτόνο μητέρα, η οποία μπορεί να τιμωρηθεί ακόμη και με ισόβια κάθειρξη. Ως ανθρωποκτόνος μητέρα ορίζεται η γυναίκα που σκοτώνει το παιδί της μετά από το πέρας της διαταραγμένης κατάστασης του τοκετού ή ακόμα αν σκοτώσει παιδί νεογέννητο που δεν είναι δικό της, ενώ παρόλα αυτή βρίσκεται υπό τη διατάραξη του δικού της τοκετού. Η διευκρίνιση αυτή έγινε διότι, όπως υποστηρίχθηκε από τον κ. Χιόνη, πολλές φορές οι δημοσιογράφοι κατά τη διάρκεια του ρεπορτάζ κάνουν εσφαλμένη χρήση των όρων. Αυτό όμως που προκαλεί ιδιαίτερη εντύπωση είναι το γεγονός πως ακόμα και επιστήμονες, όπως λόγου χάριν εγκληματολόγοι και δικηγόροι, υποπίπτουν σε αυτό το σφάλμα. Το ίδιο συμβαίνει και με τον όρο «προσωρινά ελεύθερος», που νομικά θεωρείται κάτι παραπάνω από λανθασμένος. Επιπλέον, αναφορά έγινε στην περίπτωση της Νέας Σμύρνης, όπου ο ιδιαίτερος ζήλος των ΜΜΕ για κάλυψη του εγκλήματος προκάλεσε μια θύελλα αβλεψιών στη χρήση νομικών ορισμών και παραβάσεων στις ποινικές διατάξεις. Στο συγκεκριμένο έγκλημα δημοσιοποιήθηκαν, πέρα από την κατάθεση της μητέρας, πολλές πληροφορίες που αφορούσαν την κοινωνική αλλά και την σεξουαλική ζωή της οδηγώντας σε μια ραδιοτηλεοπτική/διαδικτυακή «προανάκριση». Τίτλοι με σκληρά λόγια δημοσιεύονταν και εκφέρονταν αποδίδοντας κάθε είδους ετικέτες πριν καν αποδειχθεί η ενοχή από τις δικαστικές αρχές. Όλο αυτό δημιουργεί ένα πεδίο σύγκρουσης δικαιωμάτων μεταξύ του πληροφορείν - πληροφορείσθαι και των προσωπικών ελευθεριών. Αναγκαίοι παράμετροι για την υπεροχή της μίας ή της άλλης πλευράς δικαιωμάτων αναδείχθηκαν α) η αρχή της μυστικότητας της ανάκρισης, β) τα προσωπικά δεδομένα, γ) το τεκμήριο της αθωότητας, δ) η δίκαιη δίκη, καθώς και ε) η δημοσιογραφική δεοντολογία. Όσο αφορά τους ανήλικους, απαγορεύεται εκτός εξαιρέσεων (γραπτή άδεια του εισαγγελέα) η παρουσίαση του ως υπαίτιου ή εγκλητικού δράστη, η δημοσιοποίηση εγγράφων της ποινικής διαδικασίας, η αναφορά ονομάτων και η προβολή προσώπων που θεωρούνται ύποπτοι, η καταδίκη προσώπου, αλλά και απαξιωτικοί χαρακτηρισμοί και η εθνικότητα του. Με βάσει τον Ν. 3090/2002 απαγορεύεται η ολική ή μερική μετάδοση της δίκης, η βιντεοσκόπηση και η φωτογράφιση των προσώπων που οδηγούνται ενώπιον των αρχών ακόμα και το θόλωμα του προσώπου, το οποίο παρατηρούμε πολύ συχνά στους δέκτες μας. Τέλος, τονίστηκε η υπόθεση της Κύπρου, όπου ο στιγματισμός του ανήλικου παιδιού από τα media ξεπέρασε κάθε όριο καταπατώντας τα δικαιώματα του και προκαλώντας σε ένα παιδί που βίωσε ένα άσχημο θέαμα ακόμα μεγαλύτερο πόνο λόγω της ετικέτας που του αποδόθηκε από την κατασκευασμένη πραγματικότητα των media. Κρίθηκε αναγκαίο από τον ομιλητή κ. Χιόνη να επισημάνει πως υπάρχουν και εξαιρέσεις στα ΜΜΕ που λειτουργούν με βάσει τον δημοσιογραφικό κώδικα δεοντολογίας, ενώ μερικά από αυτά προβάλλουν και σοβαρά κοινωνικά μηνύματα. 

   Με τη σειρά της, η εισηγήτρια κ. Αγγελική Καρδαρά έδωσε μεγάλη έμφαση στο έγκλημα της παιδοκτονίας στη Ν. Σμύρνη και στο έγκλημα της διπλής ανθρωποκτονίας στην Κύπρο δεδομένου ότι η προβολή τους από τα media στηρίχθηκε σε έναν επικίνδυνο μιντιακό εκφοβισμό ικανό να καλλιεργήσει το έδαφος για φανατισμό και διαιώνιση επικίνδυνων στερεοτύπων εις βάρος συμπολιτών μας. Τονίστηκε από την πλευρά της, πως ως κοινωνία οφείλουμε να αντιδράσουμε έμπρακτα κατά αυτών των επικίνδυνων φαινομένων. Ως προς την υπόθεση της Ν. Σμύρνης, επισημάνθηκε πως υπάρχει μια λεπτή διαχωριστική γραμμή μεταξύ ενημέρωσης του κοινού και δημόσιου λιθοβολισμού και πως ο δημοσιογράφος δεν πρέπει να παρεμβαίνει προσεγγίζοντας άκριτα και επιφανειακά το ψυχο-εγκληματικό προφίλ της δράστριας. Οι δημοσιογράφοι αδυνατούν να εξάγουν ασφαλή συμπεράσματα, προτού γίνει η δίκη και παρουσιαστεί η πραγματογνωμοσύνη για την κατάσταση της ψυχικής υγείας της κατηγορουμένης. Οι εικασίες που ο καθένας μας μπορεί να κάνει δεν προσφέρουν κάτι ουσιαστικό στη δημοσιογραφική έρευνα γι ‘αυτό το λόγο δεν πρέπει να δίνονται βιαστικά στοιχεία που αργότερα θα θεωρηθούν ανακριβή και ψευδή. Πιο συγκεκριμένα, το έγκλημα της παιδοκτονίας στη διεθνή βιβλιογραφία περιγράφεται με τους όρους: «filicide» (δολοφονία του παιδιού -είτε γιου, είτε κόρης- από τον γονέα του), «paternal or maternal infanticide» (παιδοκτονία που διαπράχθηκε από τη μητέρα και παιδοκτονία που διαπράχθηκε από τον πατέρα και αφορά παιδιά 2 μηνών έως 1 έτους) και neonaticide (έγκλημα κατά των νεογέννητων). Το φλέγον ζήτημα της παιδοκτονίας έχει μακραίωνη πορεία στην ιστορία με ιδιαίτερο εύρος στον αρχαίο κόσμο αλλά και στον μεσαίωνα. Οι επιστήμονες, στην προσπάθεια αναζήτησης των αιτιών που οδηγούν τις γυναίκες στο έγκλημα της παιδοκτονίας απαρίθμησαν μια σειρά από παράγοντες: 1) κοινωνικούς-οικονομικούς (φτώχια, ανεργία αποκλεισμός), 2) ψυχολογικούς (διαστροφή απέναντι στο νεογέννητο ή εκδίκηση στις ίδιες τους τις μητέρες προεκτείνοντας την εγκληματική τους παρόρμηση προς τη ναρκισσιστική προέκταση που είναι το παιδί), 3) ψυχιατρικούς (κατάθλιψη με ψυχωτικά χαρακτηριστικά και σχιζοφρένεια) και 4) βιολογικούς (ορμόνες). Συμπερασματικά, τονίζεται από την κ. Καρδαρά η ανάγκη ενημέρωσης των μαθητών/τριών περί σεξουαλικής διαπαιδαγώγησης, της ταυτόχρονα κοινωνικής, εγκληματολογικής και νομικής διάστασης των ανάλογων εγκλημάτων, του ρόλου τρίτων προσώπων σε τέτοιες περιπτώσεις και γενικότερα της πρόληψης στο πλαίσιο της αντεγκληματικής πολιτικής στα σχολεία αλλά και της παροχής κοινωνικής, ψυχολογικής-ψυχιατρικής στήριξης στα κορίτσια και τις νεαρές γυναίκες που ζώντας σε νοσηρά περιβάλλοντα αδυνατούν να διαχειριστούν τόσο δύσκολες καταστάσεις και τα συναισθήματα που δημιουργούν αυτές. Ως τέτοια αναδείχθηκαν τα εξής: η ντροπή, ο φόβος του κοινωνικού στίγματος και αποκλεισμού, ο ελλιπής γενετικός έλεγχος, οι διανοητικές ασθένειες, οι ιδεοληπτικοί λόγοι, οι κοινωνικές προκαταλήψεις το συναίσθημα πλήρους αδυναμίας της μητέρας απέναντι στο «ανεπιθύμητο» μωρό, ιδιαίτερα όταν αυτό είναι νεογέννητο και δεν έχει ακόμα αναγνωρίσει τη μητέρα του ως μια ανεξάρτητη ανθρώπινη ύπαρξη, η προβολή των αυτοκτονικών τάσεων στο βρέφος το οποίο -όπως επισημαίνεται στη διεθνή έρευνα- θεωρείται από τη μητέρα το «δηλητηριώδες δοχείο» που πρέπει να καταστραφεί, οι βιολογικές και ψυχικές διαταραχές. Συνήθης τρόποι θανάτωσης αναφέρθηκαν: ο πνιγμός, ο στραγγαλισμός, η δηλητηρίαση και τα χτυπήματα στο κεφάλι. Παρ’ όλα αυτά ρόλος του δημοσιογράφου δεν είναι ούτε να αθωώσει, ούτε να καταδικάσει αλλά να εμβαθύνει με τη βοήθεια ειδικών στα αίτια που οδήγησαν σε αυτή την ειδεχθή πράξη. Προτείνεται επίσης, ο δημοσιογράφος να αναζητήσει δικαστικές αποφάσεις του εγκλήματος της παιδοκτονίας στην Ελλάδα και να προχωρήσει σε συνεντεύξεις με ποινικολόγους που έχουν ασχοληθεί με ανάλογες υποθέσεις. Ακόμα, η εκδήλωση αφιερώθηκε στην υπόθεση του ανήλικου στην Κύπρο, την οποία χειρίστηκαν με μεγάλη αγριότητα τα media χαρακτηρίζοντας δολοφόνο ένα 15χρονο ΠΑΙΔΙ με την πρόφαση ότι ήταν υιοθετημένο. Τελική πρόταση της κ. Καρδαρά, πέρα από την σωστή διδαχή των νέων δημοσιογράφων με βάσει την δημοσιογραφική δεοντολογία, είναι η ευαισθητοποίηση και αφύπνιση της κοινότητας, με τη συμμετοχή φυσικά των επιστημών, με σκοπό την υπεράσπιση των κατοχυρωμένων συνταγματικά δικαιωμάτων και την ανάληψη ευθυνών από κάθε ενεργό πολίτη.  

Η ψυχολογική-ψυχιατρική διάσταση των προαναφερθέντων θεμάτων διατυπώθηκε από την κ. Παπαφάγου, υποστηρίζοντας πως όλοι έχουμε υπάρξει θύτες ή θύματα, στην πράξη ή στην σκέψη, κάτω από διαφορετικές συνθήκες και για διαφορετικούς λόγους. Αναφερόμενη στην υπόθεση του εγκλήματος της παιδοκτονίας στη Ν. Σμύρνη, παρατίθεται ένα απόσπασμα της Γαλλίδας ψυχαναλύτριας και παιδοψυχίατρου, Φρανσουάζ Ντολτό, όπου απεικονίζεται η δυστυχία της γυναίκας που προβαίνει σε αυτή την πράξη, η ντροπή και η μοναξιά της, ο φόβος και η απελπισία της, ενώ ταυτόχρονα το πλήθος ουρλιάζει εναντίον της διψασμένο, σύμφωνα με το απόσπασμα, για εκδίκηση. Ο Ιησούς συμβουλεύει τον λαό να κοιτάει τον εαυτό του κι όχι αυτή τη γυναίκα, να σκεφτεί κι όχι να την κατακρίνει κοντόφθαλμα. Επομένως, τίθεται το ερώτημα για το ποιος είναι θύμα και ποιος δράστης σε αυτές τις δύο υποθέσεις. Η εισήγηση της κ. Παπαφάγου συνεχίζεται με απόσπασμα της διατύπωσης του Φρόυντ περί πολιτισμού ως πηγή δυσφορίας. Το φαινόμενο της «ανθρωποφαγίας» θεωρείται ¨κακό¨ αλλά ¨αναγκαίο κακό¨ ώστε να πραγματοποιηθεί η εκδήλωση.  Επιπλέον, η οικογένεια χαρακτηρίζεται ως μικροκοινωνία , που προετοιμάζει το παιδί για την κοινωνία των ενηλίκων μέσω της ποιότητα του λόγου και των πράξεων. Με βάσει αυτή τη σκέψη δίνεται ο ορισμός της κοινωνικής ομάδας, ενώ τονίζεται πως «το μέλος ζητά από την ομάδα στην οποία ανήκει να διασφαλίσει τους κανόνες που έχει εσωτερικεύσει από το συνθετικό κρίκο της πρώτης ομάδας που είναι η οικογένεια». Στον τόπο όμως των ΜΜΕ σπανίζουν οι ομιλούντες χώροι (ενσυναίσθηση, σκέψη, ανθρωπιά), αφού η δική μας κοινωνία, η Ελληνική, δεν έχει υποδομές ούτε για το σώμα, ούτε για τη σκέψη. Έτσι κινούμαστε εγκλωβισμένοι σε ένα ψευδή χώρο. Αυτό βέβαια, είναι δυνατό να αλλάξει με τη βοήθεια της οικογένειας και πόσο μάλλον τη στήριξη της από τις δομές της χώρας. Τέλος, η κ. Παπαφάγου συμπλήρωσε την ομιλία της με αναφορά στο απόσπασμα της  δίκης του Κάφκα: «προφανώς η δίκη ξαναρχίζει, αλλά εξακολουθεί να υπάρχει η δυνατότητα μιας νέας φαινομενικής αθώωσης. Πρέπει, λοιπόν, κανείς να επανασυγκροτεί όλες τις δυνάμεις, ποτέ δεν πρέπει να παραδίνεται». 

   Τα πολυσήμαντα αυτά θέματα που συζητήθηκαν στην εκδήλωση έχουν σκοπό να ευαισθητοποιήσουν όσο περισσότερο κόσμο γίνεται ώστε να μην τεθεί πάλι το ζήτημα περί προστασίας της ανηλικότητας, τα ΜΜΕ να μην μεταδίδουν πάλι με τέτοιο ζήλο υποθέσεις κατασκευάζοντας ακρίβειες, να μην προχωρούν σε εικονικές δίκες προκαλώντας την οργή των θεατών για την εγκληματική πράξη πριν την απόφαση των Δικαστικών. Στόχος ήταν επίσης η ενημέρωση για σωστή πληροφόρηση και όχι η διαιώνιση ψευδών στοιχείων και λανθασμένων επιστημονικά όρων. Αυτό που πραγματικά ξεχώρισα και θεωρώ πως ήταν πολύ εύστοχο, ήταν η επισήμανση της κ. Καρδαρά για τη δημόσια συγγνώμη που οφείλουμε όλοι σαν κοινωνία στον ανήλικο της υπόθεσης της Κύπρου. Παρατηρώντας το κοινό διέκρινα πολλούς φοιτητές, κάτι που είναι ιδιαιτέρως ευχάριστο μιας και η νέα γενιά είναι αυτή που χρειάζεται περισσότερη ενημέρωση, ευαισθητοποίηση και επιμόρφωση, ώστε ως αυριανοί επιστήμονες να λειτουργούν με βάσει τον κώδικα δεοντολογίας που πρέπει, να θέτουν ως αρχή της διασφάλιση των δικαιωμάτων και  να μην καταπατούν ούτε στο ελάχιστο κάποιο αυτά αλλά και να μην επηρεάζονται  βγάζοντας βεβιασμένα συμπεράσματα από ανακριβή και ενίοτε ψευδή ρεπορτάζ.