ΤΕΥΧΟΣ #15 ΜΑΡΤΙΟΣ 2021

Δικαιοσύνη των ΜΜΕ και ομοφοβική ειδησεογραφία στο πλαίσιο του ελληνικού #MeToo

Δρ Δημήτρης Ακρίβος, Λέκτορας Παν/μιου Essex

«Αρσενικά παλιάς κοπής» και «επαγγελματίες ομοφυλόφιλοι»: Δικαιοσύνη των ΜΜΕ και ομοφοβική ειδησεογραφία στα πλαίσια του ελληνικού #MeToo*

*Το άρθρο πρωτοδημοσιεύθηκε στην αγγλική γλώσσα στο blog του International Forum for Responsible Media (INFORRM) στις 7 Μαρτίου 2021: https://inforrm.org/2021/03/07/old-fashioned-alpha-males-against-professional-homosexuals-media-justice-and-discriminatory-reporting-in-the-wake-of-the-greek-metoo-movement-dimitris-akrivos/#more-48520

Από την αποκάλυψη των εγκλημάτων του γνωστού παραγωγού του Hollywood Harvey Weinstein μέχρι το σκάνδαλο σεξουαλικών παρενοχλήσεων στο Βρετανικό Κοινοβούλιο, το κίνημα #MeToo έχει εξαπλωθεί σε όλο τον κόσμο τα τελευταία χρόνια, δίνοντας τη δυνατότητα στα θύματα σεξουαλικής βίας να μοιραστούν τις τραυματικές τους εμπειρίες σε κοινωνικά δίκτυα και ειδησεογραφικά μέσα. Ωστόσο, ο αντίκτυπος του κινήματος στην Ελλάδα έγινε εμφανής μόνο στις αρχές του 2021.

Μιλώντας σε διαδικτυακή ημερίδα για την προστασία των παιδιών στον αθλητισμό στις 14 Ιανουαρίου, η Ολυμπιονίκης Σόφια Μπεκατώρου κατηγόρησε δημόσια τον αντιπρόεδρο της Ελληνικής Ιστιοπλοϊκής Ομοσπονδίας ότι την κακοποίησε σεξουαλικά το 1998. Μετά τους ισχυρισμούς της Μπεκατώρου, το hashtag #metinSofia άρχισε να γίνεται δημοφιλές στο Twitter. Aκολουθώντας το παράδειγμά της, πολλοί άλλοι αθλητές, ηθοποιοί, τραγουδιστές και influencers μίλησαν ανοιχτά για τις δικές τους εμπειρίες σωματικής ή/και ψυχολογικής θυματοποίησης από ισχυρούς άνδρες (συμπεριλαμβανομένου του διάσημου ηθοποιού Γιώργου Κιμούλη, καθώς και του ηθοποιού και πρώην υφυπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης Παύλου Χαϊκάλη). Όπως ήταν αναμενόμενο, εξαιτίας της αναγνωρισιμότητας πολλών από τους φερόμενους ως θύτες και θύματα, οι σχετικοί ισχυρισμοί σχεδόν μονοπώλησαν το ενδιαφέρον των ελληνικών ειδησεογραφικών μέσων τους τελευταίους δύο μήνες παράλληλα με άρθρα για τον ιό COVID-19.

Το Φεβρουάριο του 2020, το ελληνικό κίνημα #MeToo απέκτησε ακόμα μεγαλύτερη δυναμική με ξεκάθαρες πολιτικές προεκτάσεις όταν ο πρώην καλλιτεχνικός διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου Δημήτρης Λιγνάδης προφυλακίστηκε αντιμετωπίζοντας κατηγορίες για βιασμό κατ’εξακολούθηση - μερικές από τις οποίες αφορούσαν ανήλικα θύματα. Απαντώντας σε επικρίσεις για το διορισμό Λιγνάδη, η υπουργός Πολιτισμού Λίνα Μενδώνη δήλωσε ότι είναι ένας «επικίνδυνος άνθρωπος» που «την εξαπάτησε» και «με βαθιά υποκριτική τέχνη προσπάθησε να [την] πείσει ότι δεν έχει σχέση με όλα αυτά». Ο δικηγόρος του Δημήτρη Λιγνάδη, Αλέξης Κουγιάς, απέρριψε τους ισχυρισμούς εναντίον του πελάτη του ως «χοντροκομμένα ψέμματα» από «επαγγελματίες ομοφυλόφιλους».

Η ανάμιξη των μέσων ενημέρωσης στην περίπτωση Λιγνάδη και σε όλες τις άλλες σχετικές υποθέσεις στα πλαίσια του ελληνικού #MeToo κινήματος αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτού που οι Greer και McLaughlin (2010: 27) ονομάζουν ειδησεογραφική δίκη: «μια δυναμική διαδικασία καθοδηγούμενη από τα μέσα ενημέρωσης, κατά την οποία διάφορα άτομα – γνωστά ή άγνωστα στο ευρύ κοινό – δικάζονται και καταδικάζονται στο δικαστήριο της κοινής γνώμης». Στην εποχή της διαρκούς ειδησεογραφικής κάλυψης, τα ΜΜΕ επιδιώκουν να απονείμουν μία εναλλακτική μορφή «δικαιοσύνης», η οποία λειτουργεί παράλληλα με αυτή της δικαστικής εξουσίας. Υπάρχει ένα αναμφισβήτητο κοινωνικό όφελος από την αποκάλυψη ιστορικών υποθέσεων σεξουαλικής βίας και την ειλικρινή, απαλλαγμένη από το στίγμα συζήτηση που τέτοιες καταγγελίες συνεπάγονται. Παρά την καθυστερημένη εμφάνισή του (ή πιθανώς εξαιτίας αυτής), το ελληνικό #MeToo φαίνεται να επεκτείνει τα όρια του κινήματος ακόμη περισσότερο, δίνοντας έμφαση και σε περιπτώσεις εργασιακού εκφοβισμού λόγω φύλου καθώς και σε άνδρες θύματα.

Ωστόσο, οι επιπτώσεις αυτής της «ειδησεογραφικής δίκης» – συμπεριλαμβανομένου του αντίκτυπού της στο δικαίωμα του εναγομένου για μία δίκαιη δίκη, του συνεπαγόμενο πλήγματος για τη φήμη του καθώς και του κινδύνου αυτοδικίας – πρέπει επίσης να ληφθούν υπόψη. Στα πλαίσια της τρέχουσας συζήτησης σχετικά με τους ισχυρισμούς που έγιναν, η δημοσιογραφική αμεροληψία και η ορθή διεξαγωγή της ποινικής διαδικασίας μπορούν εύκολα να αντικατασταθούν από ηθικολογίες και σκανδαλοθηρικές εικασίες σχετικά με τα κίνητρα και τις πράξεις των κατηγορουμένων που τεκμαίρονται «ένοχοι έως ότου αποδειχθούν αθώοι» και άρα άξιοι  διαπόμπευσης.

Ιδιαίτερης προσοχής χρήζει επίσης το ομοφοβικό περιεχόμενο κάποιων από τις σχετικές απόψεις που αναπαράγωνται από τα μέσα ενημέρωσης. Από το φιλί μεταξύ δύο ανδρών που λογοκρίθηκε σε ένα επεισόδιο του Downton Abbey κατά την προβολή του στη κρατική τηλεόραση μέχρι τις παροτρύνσεις του μητροπολίτη Καλαβρύτων Αμβρόσιου να «φτύσει» ο κόσμος τους ομοφυλόφιλους γιατί είναι «εκτρώματα της φύσεως» και το θανατηφόρο ξυλοδαρμό του ΛΟΑΤ+ ακτιβιστή Ζακ Κωστόπουλου από αστυνομικούς της ΕΛΑΣ, η ΛΟΑΤ+ κοινότητα απέχει ακόμα πολύ από το να έχει ίσα δικαιώματα στην ελληνική κοινωνία. Κάτι τέτοιο έγινε ακόμα πιο εμφανές με τις πρόσφατες εξελίξεις στα πλαίσια του ελληνικού #MeToo.

Πέρα από τις προσπάθειες του Αλέξη Κούγια να υπερασπιστεί το Λιγνάδη ισχυριζόμενος ότι οι κατηγορίες εναντίων του είναι «χοντροκομμένα ψέμματα» από «επαγγελματίες ομοφυλόφιλους» που είναι «αναξιόπιστες προσωπικότητες», η γλώσσα που χρησιμοποιήθηκε σε σχετικά άρθρα ορισμένων εφημερίδων ήταν άσεμνη, προσβλητική και ομοφοβική: ενδεικτικά είναι πρωτοσέλιδα τύπου «Χαμάμ πισωγ—[προσβλητικός όρος κατά των ομοφυλόφιλων] και παιδεραστών ρίχνει την κυβέρνηση» (Μακελειό, 20 Φεβρουαρίου 2021), «Βρόμικες νύχτες με τον Αλί και τον Σαλέμ: μελαψά αγόρια από την Αίγυπτο στις ορέξεις του Λιγνάδη» (Espresso, 25 Φεβρουαρίου 2021) και «Ομοφυλόφιλοι, διεστραμμένοι και παιδεραστές κυβερνούν τη χώρα με αρχικαπετάνιο τον Μητσοτάκη» (Μακελειό, 27 Φεβρουαρίου 2021).

Τέτοιου είδους άρθρα συσχετίζουν ξεκάθαρα την ομοφυλοφιλία με την παιδοφιλία, δημιουργώντας ένα «σημασιολογικό πλέγμα» (Hall et al., Policing the Crisis, 1978) στα πλαίσια του οποίου και οι δύο συμπεριφορές θεωρούνται σεξουαλικές ‘διαστροφές’. Αυτός ο συσχετισμός συνδέεται άρρηκτα και καθίσταται αποδεκτός μέσω της πατριαρχικής γλώσσας που χρησιμοποιούν κάποιοι από τους κατηγορουμένους για να δικαιολογήσουν τις πράξεις τους (για παράδειγμα, η δήλωση Χαϊκάλη ότι είναι «αρσενικό παλιάς κοπής»). Τέτοιου είδους γλώσσα επίσης παρουσιάζει τις αρρενωπότητες που ξεφεύγουν από τα ετεροφυλοφιλικά πρότυπα ως αφύσικες και κοινωνικά αξιόμεμπτες (Buchbinder, Studying Men and Masculinities, 2013).

Υπάρχουν πολλές ακαδημαϊκές έρευνες για τους λεγόμενους «ηθικούς πανικούς» και το ρόλο των ΜΜΕ στο να περιθωριοποιούν συγκεκριμένες κοινωνικές ομάδες με το να παρουσιάζουν τα μέλη τους ως «λαϊκούς διαβόλους», των οποίων η συμπεριφορά δήθεν θέτει σε κίνδυνο τις επικρατούσες ηθικές αξίες της κοινωνίας (Cohen, Folk Devils and Moral Panics, 2002[1972]). Η παραπάνω ομοφοβική ειδησεογραφική κάλυψη μπορεί, σε μεγάλο βαθμό, να ερμηνευθεί μέσα σε αυτό το πλαίσιο της θεωρίας των «ηθικών πανικών». Κάτι το οποίο ειναι, όμως, ακόμη πιο ανησυχητικό στην περίπτωση των ελληνικών ΜΜΕ είναι όχι μόνο η έκθεση αλλά, πολύ περισσότερο, η περιορισμένη προστασία που παρέχεται από τις αρμόδιες ρυθμιστικές άρχες σε άτομα ΛΟΑΤ+ έναντι στις προκαταλήψεις και την απλοϊκότητα των σχετικών άρθρων.

Αφενός, οι Αρχές δεοντολογίας δημοσιογραφικού επαγγέλματος της Ένωσης Συντακτών Ημερήσιων Εφημερίδων Αθηνών (ΕΣΗΕΑ) προβλέπουν ότι «[ο] δημοσιογράφος [...] οφείλει να αντιμετωπίζει ισότιμα τους πολίτες, χωρίς διακρίσεις εθνικής καταγωγής, φύλου, φυλής, θρησκείας, πολιτικών φρονημάτων, οικονομικής κατάστασης και κοινωνικής θέσης» [Άρθρο 2(α)]. Παρότι η ευρύτερη κατηγορία της «κοινωνικής θέσης» μπορεί θεωρητικά να καλύπτει και διακρίσεις λόγω ταυτότητας φύλου ή σεξουαλικού προσανατολισμού, το γεγονός ότι ο κώδικας δεοντολογίας της ΕΣΗΕΑ δεν κάνει ρητή αναφορά σε τέτοιου είδους κοινωνικές διακρίσεις δημιουργεί μία ασάφεια η οποία αφήνει περιθώριο να δημοσιευθούν ομοφοβικά άρθρα όπως τα παραπάνω χωρίς να υπάρχει καμία απειλή σοβαρών κυρώσεων.

Αφετέρου, το Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης (ΕΣΡ), το οποίο εποπτεύει τη λειτουργία δημόσιων και ιδιωτικών ραδιοτηλεοπτικών σταθμών, φαίνεται να έχει υιοθετήσει μία πιο περιεκτική προσέγγιση στο δικό του Κώδικα Δεοντολογίας Ειδησεογραφικών και άλλων Δημοσιογραφικών και Πολιτικών Εκπομπών: το άρθρο 4.1 του Κώδικα προβλέπει ότι δεν επιτρέπεται η παρουσίαση προσώπων με τρόπο ο οποίος μπορεί να ενθαρρύνει τις δυσμενείς διακρίσεις σε βάρος τους λογώ του γενετήσιου προσανατολισμού τους. Επίσης, το άρθρο 4.2, το οποίο απαγορεύει την προβολή μειωτικών μηνυμάτων και χαρακτηρισμών που θίγουν «εθνοτικές και θρησκευτικές μειονότητες και άλλες ευάλωτες ή ανίσχυρες πληθυσμιακές ομάδες» (έμφαση όχι στο πρωτότυπο), θεωρητικά συμπεριλαμβάνει και σεξουαλικές μειονότητες έστω κι αν δεν τις αναφέρει ρητά.

Αυτή η προστασία από δυσμενείς διακρίσεις που, εκ πρώτης όψεως, φαίνεται να παρέχει ο Κώδικας Δεοντολογίας του ΕΣΡ σε ΛΟΑΤ+ άτομα έρχεται σε αντίθεση με τις ελεγκτικές πρακτικές του, εξαιτίας των οποίων το Συμβούλιο έχει κατηγορηθεί αρκετές φορές για θεσμική ομοφοβία και τρανσφοβία από υποστηρικτές της ΛΟΑΤ+ κοινότητας. Για παράδειγμα, το 2013, το ΕΣΡ απέρριψε το αίτημα των διοργανωτών του Athens Pride να προβληθεί δωρεάν το σποτ του Φεστιβάλ από όλους τους ραδιοφωνικούς και τηλεοπτικούς σταθμούς εθνικής εμβέλειας με την αιτιολογία ότι «δεν μπορούσε να χαρακτηριστεί μήνυμα κοινωνικού χαρακτήρα».

Παρομοίως, το 2010, το ΕΣΡ επέβαλε πρόστιμο €20,000 στην απογευματινή εκπομπή Φώτης και Μαρία Live του Star Channel για τη συνέντευξη της τρανς ηθοποιού και συγγραφέως Μπέττυς Βακαλίδου με βάση το ακόλουθο σκεπτικό (έμφαση όχι στο πρωτότυπο):

‘το θέμα της ομοφυλοφιλίας (της προτίμησης σεξουαλικά ατόμων του ιδίου φύλου) και της αλλαγής φύλου με ή χωρίς χειρουργική παρέμβαση που παρουσιάστηκε από την εξεταζόμενη εκπομπή συνιστά ένα κοινωνικό ζήτημα και μία πραγματικότητα που αφορά μια μικρή μερίδα ανθρώπων. Αποτελεί μια κατάσταση που ξεφεύγει από το φυσιολογικό, γι’ αυτό και ξενίζει σε μεγάλο βαθμό τον ανήλικο τηλεθεατή… Η παρουσίαση στοιχείων για την ερωτική ζωή ομοφυλόφιλων ατόμων ή τρανσέξουαλ για τη διαδικασία αλλαγής φύλου και τα αισθήματα και τις εμπειρίες της συνεντευξιαζόμενης, ενδεχομένως να επηρεάσει αρνητικά του ανήλικους τηλεθεατές.’

Η συγκεκριμένη γλώσσα όχι μόνο αδυνατεί να προστατεύσει τα ΛΟΑΤ+ άτομα από δυσμενείς διακρίσεις σε βάρος τους αλλά επιδεινώνει την ήδη ευάλωτη και περιθωριοποιημένη κοινωνική τους θέση με το να τα παρουσιάζει ως «άλλους» οι οποίοι ζουν εκτός των ορίων της φυσιολογικής, ετεροφυλοφιλικής κοινωνίας. Με το να δίνει έμφαση στο ηθικολογικό επιχείρημα ότι η συζήτηση ΛΟΑΤ+ ζητημάτων ίσως να επηρεάσει αρνητικά ανήλικους τηλεθεατές, το ΕΣΡ παραβλέπει επίσης τις επιπτώσεις που έχεί η στερεοτυπική παρουσίαση ή η παντελής έλλειψη αναπαραστασης ατόμων ΛΟΑΤ+ στα ΜΜΕ για την ψυχική τους υγεία, την αυτοπεποίθηση και τις φιλοδοξίες τους. Η θετική παρουσίαση ΛΟΑΤ+ ατόμων σε ειδησεογραφικά και ψυχαγωγικά μέσα μπορεί να συμβάλλει καθοριστικά στην προώθηση της κοινωνικής αποδοχής και την καταπολέμηση της ομοφοβικής και τρανσφοβικής βίας. Σε μία χώρα όπως η Ελλάδα όπου, σύμφωνα με έρευνα του Οργανισμού Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης το 2020, 73% των ΛΟΑΤ+ ατόμων αποφεύγουν να κρατήσουν δημόσια το χέρι του συντρόφου τους επειδή φοβούνται ότι θα δεχθούν επίθεση, παρενόχληση ή απειλές (ένα από τα υψηλότερα ποσοστά μεταξύ των 28 κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης), είναι βαθιά απογοητευτικό και ανησυχητικό το γεγονός ότι ρυθμιστικές αρχές σαν το ΕΣΡ αδυνατούν να αναγνωρίσουν πόσο σημαντική είναι η υπεύθυνη ειδησεογραφική κάλυψη για τη δημιουργία μίας πιο δεκτικής ελληνικής κοινωνίας και, κατά συνέπεια, για τη βελτιώση της ποιότητας ζωής των ΛΟΑΤ+ ατόμων.

Αξίζει, τέλος, να σημειωθεί ότι στη σύγχρονη εποχή με τα άφθονα μέσα επικοινωνίας, όσοι παρουσιάζονται ως «λαϊκοί διάβολοι» και οι υποστηρικτές τους δεν είναι εντελώς ανυπεράσπιστοι απέναντι στη «δαιμονοποίησή» τους στα συμβατικά ΜΜΕ αλλά έχουν πλέον τη δυνατότητα να χρησιμοποιήσουν διαφορετικά μέσα προκειμένου να αμφισβητήσουν τις «ταμπέλες» που τους αποδίδονται. Αμέσως μετά τις δηλωσεις Κούγια για «επαγγελματίες ομοφυλόφιλους» που αμαυρώνουν την καλή φήμη του πελάτη του, αρκετοί επώνυμοι έσπευσαν να καταδικάσουν την ομοφοβική του γλώσσα σε ειδησεογραφικά μέσα και κοινωνικά δίκτυα: ο τραγουδιστής Φοίβος Δεληβοριάς κατέκρινε την προσπάθεια του δικηγόρου να συσχετίσει την ομοφυλοφιλία με την παιδοφιλία και το βιασμό. Σε μία σαρκαστική κίνηση, τόσο ο ίδιος όσο και η δημοσιογράφος Έλενα Ακρίτα άλλαξαν τις πληροφορίες επαγγελματικής τους κατάστασης στο Facebook σε «Εργάζεται στην εταιρεία Επαγγελματίες Ομοφυλόφιλοι».

Η δυνατότητα αντίστασης στη συντηρητική ιδεολογία των συμβατικών μέσων ενημέρωσης, ωστόσο, δεν αναιρεί το ότι απαιτούνται περισσότερες προσπάθειες από τους δημοσιογράφους και τις αρμόδιες αρχές προκειμένου να ερευνηθούν και να παρουσιασθούν τα σύνθετα ζητήματα που έθιξε το κίνημα #MeToo με την απαιτούμενη ευαισθησία. Το ελληνικό #MeToo αποτελεί μία κρίσιμη καμπή η οποία έχει τη δυνατότητα να οδηγήσει σε σημαντικές κοινωνικές αλλαγές, εξαλείφοντας το στίγμα και ανοίγοντας έναν ειλικρινή διάλογο γύρω από τα σχετικά θέματα. Ωστόσο, όπως έγινε φανερό  στην υπόθεση Λιγνάδη, προκειμένου να υλοποιηθεί αυτή η δυνατότητα απαιτείται πιο υπεύθυνη ειδησεογραφική κάλυψη.

Σε μία προσπάθεια να δείξει ότι λαμβάνει σοβαρά υπόψη τις μέχρι τώρα κατηγορίες (και ίσως επίσης να αποσπάσει την προσοχή του κοινού από την αναπάντεχη εμπλοκή της στο σκάνδαλο Λιγνάδη), η ελληνική κυβέρνηση δημιούργησε τον ιστότοπο metoogreece.gr προκειμένου να παρέχει στα θύματα τα στοιχεία επικοινωνίας σχετικών υπηρεσιών συμβουλευτικής υποστήριξης. Κατά τη στιγμή γραφής αυτού του κειμένου, οι ισχυρισμοί για βιασμό, σεξουαλική κακοποίηση, παιδεραστία και εκφοβισμό εναντίον του Λιγνάδη και άλλων ισχυρών ανδρών της ελληνικής show business εξακολουθούν να κυριαρχούν στα ελληνικά μέσα ενημέρωσης. Όσο για τον ακριβή αριθμό θυμάτων και δραστών, το βαθμό στον οποίο η τρέχουσα «ειδησεογραφική δίκη» θα επηρεάσει την ορθή διεξαγωγή της ποινικής διαδικασίας και το αν το ελληνικό #MeToo θα καταφέρει τελικά να κλονίσει τα ισχυρά ετερο-πατριαρχικά θεμέλια της ελληνικής κοινωνία, ο χρόνος θα δείξει.

Δρ Δημήτρης Ακρίβος, Λέκτορας Δικαίου ΜΜΕ, Πανεπιστήμιο του Essex (Dimitris.akrivos@essex.ac.uk).

*Εικόνα άρθρου: Photo by Mihai Surdu on Unsplash