Δημιουργική απασχόληση φυλακισμένων: Ψυχιατρείο Κρατουμένων Κορυδαλλού
Το παρόν κείμενο αποτελεί περίληψη της πτυχιακής έρευνας της κας Νεφέλης – Αικατερίνης Μπαφούνη, με επιβλέπουσα Καθηγήτρια την κ. Αικατερίνη Γκαρή. Η έρευνα στόχο έχει να διερευνήσει τον αντίκτυπο που έχει στους κρατούμενους η συμμετοχή σε δημιουργικές ομάδες απασχόλησης εντός του Ψυχιατρείου Κρατουμένων Κορυδαλλού, σε σύγκριση με κρατούμενους οι οποίοι δεν παρακολουθούν αντίστοιχα προγράμματα. Όπως θα διαβάσετε, η παρούσα έρευνα, παρότι πτυχιακή, θεωρήθηκε από το περιοδικό ως εξαιρετικά ενδιαφέρουσα, αφενός για το λόγο του ότι είναι πρωτογενής και αφετέρου διότι καταλήγει σε πολύ ενδιαφέροντα συμπεράσματα, ικανά να εκκινήσουν έναν ενδιαφέρον επιστημονικό διάλογο επί του ζητήματος. |
ΣΤΟΧΟΣ: Σκοπός της παρούσας μελέτης ήταν η διερεύνηση της εμπειρίας φυλακισμένων ατόμων που συμμετέχουν σε καλλιτεχνικές ομάδες στο Ψυχιατρείο Κρατουμένων Κορυδαλλού και η σύγκριση με κρατούμενους που δεν συμμετέχουν ως προς το γενικό βαθμό ψυχοκοινωνικής προσαρμογής τους. Συγκεκριμένα, διερευνήθηκαν οι διαφορές ανάμεσα σε όσους κρατούμενους συμμετέχουν σε ομάδες και σε όσους απέχουν και αναδείχθηκαν συγκεκριμένα οφέλη που συνεπάγεται αυτή η συμμετοχή.
Ο απώτερος στόχος της μελέτης ήταν, ωστόσο, διττός: από τη μία η επιστημονική τεκμηρίωση της εμπειρικής λειτουργίας των ομάδων δημιουργικής απασχόλησης του Ψυχιατρείου Κρατουμένων Κορυδαλλού (ΨΚΚ) με σκοπό την ενίσχυση αυτών καθώς και των ανθρώπων που μοχθούν να τις φέρουν εις πέρας﮲από την άλλη – εξίσου, αν όχι σημαντικότερη – η επαναφορά της εστίασης στους ίδιους τους κρατούμενους, η δυνατότητα συνομιλίας μαζί τους για ζητήματα που τους αφορούν και τους επηρεάζουν άμεσα και η αποτύπωση του θέματος μέσα από τη δική τους ματιά (και ομιλία).
ΜΕΘΟΔΟΣ: Η διαδικασία συλλογής δεδομένων έλαβε χώρα κατά τους μήνες Απρίλιο και Μάιο του 2018, μετά από ειδική άδεια που χορηγήθηκε στην ερευνήτρια από την Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα κατόπιν σχετικής αίτησης του Υπουργείου Δικαιοσύνης εκ μέρους του Ψυχιατρείου Κρατουμένων Κορυδαλλού. Οι περισσότερες συνεντεύξεις ηχογραφήθηκαν και στη συνέχεια απομαγνητοφωνήθηκαν. Καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδικασίας τηρήθηκαν οι βασικές αρχές δεοντολογίας που διέπουν κάθε επιστημονική έρευνα[1]. Η συμμετοχή στην έρευνα ήταν εθελοντική και δεν παρεχόταν κανένα επιπλέον όφελος στους συμμετέχοντες. Διασφαλίστηκε πλήρως το απόρρητο των απαντήσεων, καθώς μόνο η ερευνήτρια είχε πρόσβαση σε αυτές, αλλά και η ανωνυμία των συμμετεχόντων.
Για τη συλλογή των ποσοτικών δεδομένων κατασκευάστηκε ένα αυτοσχέδιο ερωτηματολόγιο για τις ανάγκες της ομάδας στόχου και ένα για την ομάδα σύγκρισης που αναλύονται στη συνέχεια. Οι απαντήσεις δίνονταν σε τετράβαθμη κλίμακα τύπου Likert, ενώ πολλές από τις ερωτήσεις αντλήθηκαν από ήδη υπάρχοντα σχετικά ερωτηματολόγια και κλίμακες[2]. Στόχος του ερωτηματολογίου ήταν η διερεύνηση πολλαπλών πτυχών της προσαρμογής των εγκλείστων όπως αυτή αντικατοπτρίζεται σε μετρήσεις διαστάσεων άγχους, κατάθλιψης, αυτοαποτελεσματικότητας, αυτοεκτίμησης, συναισθηματικού γραμματισμού, ευερεθιστότητας, ενσυναίσθησης, κέντρου ελέγχου, ικανότητας επίλυσης προβλημάτων κ.ά. Η συλλογή των ποιοτικών δεδομένων έγινε με τη μέθοδο της ημιδομημένης ατομικής συνέντευξης, για τους σκοπούς της οποίας συντάχθηκαν δύο παρόμοιοι «Οδηγοί Συνέντευξης». Η επεξεργασία των ερωτηματολογίων πραγματοποιήθηκε με το στατιστικό πακέτο SPSS (25η έκδοση), ενώ η επεξεργασία των συνεντεύξεων έγινε με την ποιοτική μέθοδο της θεματικής ανάλυσης περιεχομένου.
ΣΥΜΜΕΤΕΧΟΝΤΕΣ: Από τον συνολικό πληθυσμό των 243 ανδρών κρατουμένων του ΨΚΚ, στο δείγμα συμπεριλήφθηκαν 44 άτομα, που έλαβαν μέρος εθελοντικά, από τα οποία τα 22 συμμετείχαν σε ομάδες δημιουργικής απασχόλησης και τα υπόλοιπα 22 όχι. Πρόκειται, δηλαδή, για σκόπιμη επιλογή του δείγματος βάσει του σκοπού της έρευνας. Οι εν λόγω δραστηριότητες αφορούν σε 4 ομάδες: ομάδα παραδοσιακών χορών, ομάδα χειροτεχνίας, ομάδα θεάτρου και, τέλος, ομάδα εικαστικής έκφρασης και θεραπείας. Τα δημογραφικά χαρακτηριστικά των συμμετεχόντων συγκεντρώθηκαν σε μια ειδική φόρμα προσωπικών στοιχείων που συμπληρώθηκε από την ερευνήτρια.
Ο μέσος όρος ηλικίας του δείγματος ήταν τα 43,27 έτη (Τ.Α.: 12,346), καλύπτοντας ένα εύρος από 21 έως 72 έτη. Στη συντριπτική τους πλειονότητα (90,9%) οι συμμετέχοντες ήταν Έλληνες, ενώ μόνο 4 (9,1%) ήταν άλλης εθνικότητας. Όσον αφορά στην οικογενειακή κατάσταση, το 65,9% του δείγματος ήταν άγαμοι, το 20,5% έγγαμοι με τέκνα, το 11,4% διαζευγμένοι με τέκνα και το 2,3% άγαμοι με τέκνα. Ως προς την εκπαίδευσήτους, πάνω από τους μισούς (54,5%) είχαν ολοκληρώσει τη Δευτεροβάθμια εκπαίδευση (Γυμνάσιο και Λύκειο), το 20,5% είχε Απολυτήριο Δημοτικού, το 15,9 είχε αποφοιτήσει από κάποιο ΑΕΙ, ΤΕΙ ή ΙΕΚ, ενώ μόνο το 9,1% ήταν αναλφάβητοι ή είχαν φοιτήσει σε λίγες τάξεις του Δημοτικού. Ως προς τις ψυχιατρικές διαγνώσεις, που είχαν λάβει οι συμμετέχοντες, το 45,5% του δείγματος ανήκε στην κατηγορία της ψυχωσικής συνδρομής, το 20,5% στις διαταραχές διάθεσης ή συναισθηματικές διαταραχές, το 4,5% στις αγχώδεις διαταραχές και τις διαταραχές προσωπικότητας αντίστοιχα, ενώ το 25% εμφάνιζε συννοσηρότητα (συνήθως με νοητική υστέρηση), όπως φαίνεται στο Σχήμα 1 που ακολουθεί.
Ο μέσος όρος του συνολικού χρόνου ποινής κυμαινόταν στα 20,67 έτη (Τ.Α.:17,4)[3], πρόκειται δηλαδή για έγκλειστα άτομα που εκτίουν μακροχρόνιες ποινές, ενώ το διάστημα που είχε περάσει από την προσωρινή κράτηση ή την πρώτη σύλληψή τους (σε περίπτωση πολλαπλών αποφάσεων) κυμαινόταν στα 6,18 έτη (Τ.Α.: 5,24). Ωστόσο, 3 από τους 44 συμμετέχοντες ήταν υπόδικοι, ενώ σε 9 είχε επιβληθεί το μέτρο ασφαλείας του Άρθρου 69 του Ποινικού Κώδικα[4]. Πιο συγκεκριμένα, τα μισά άτομα (50%) είχαν διαπράξει το αδίκημα της ανθρωποκτονίας ή της απόπειρας ανθρωποκτονίας, το 6,8% του δείγματος είχε καταδικασθεί για ληστεία η απόπειρα ληστείας, το 4,5% για βιασμό ή αντίστοιχα απόπειρα, το 25% για άλλα αδικήματα (π.χ. εμπρησμός, διακίνηση ναρκωτικών κλπ.), ενώ το 13,6% είχε διαπράξει πολλαπλά αδικήματα (Σχήμα 2). Κάθε παραπάνω κατηγορία συνδυαζόταν σε κάποιες περιπτώσεις με τα αδικήματα της παράνομης οπλοφορίας και οπλοχρησίας.
ΕΥΡΗΜΑΤΑ: Βάσει των παραπάνω, η θεματική ανάλυση περιεχομένου ανέδειξε τέσσερις επιμέρους άξονες (νοηματικά κοινούς για τις δύο ομάδες συμμετεχόντων στην έρευνα), που αποτυπώνουν το κεντρικό υπερ-θέμα της εμπειρίας και των πεποιθήσεων των κρατουμένων (συμμετεχόντων ή μη) σχετικά με τις προσφερόμενες ομάδες στο ΨΚΚ. Αυτά τα υποθέματα είναι:
Α) Ενημέρωση για τις ομάδες:
Η κοινωνική υπηρεσία του καταστήματος υπήρξε η βασική πηγή πληροφόρησης για τις ομάδες (προφορικά και διαμέσου αναρτημένων ανακοινώσεων), σε συνδυασμό με την διά στόματος διάδοση μεταξύ των κρατουμένων.
Β) Λόγοι συμμετοχής ή αποχής από τις ομάδες:
Τα κίνητρα εμπλοκής στις ομάδες ουσιαστικά ταυτίζονται με τα προσδοκώμενα αποτελέσματα της συμμετοχής π.χ. προσδοκία ευεργετικού συνυπολογισμού σε μελλοντικά δικαστήρια της συμμετοχής στην ομάδα, τα οποία αναλύονται εκτενώς στη συνέχεια. Για την αποχή από τις ομάδες υπήρχαν πρακτικοί λόγοι, όπως δικαστικές εκκρεμότητες, (ψυχ)ιατρικά προβλήματα και η αναμονή αποφυλάκισης, αλλά και υποκειμενικοί όπως η πεποίθηση ανικανότητας και αδυναμίας ανταπόκρισης στις απαιτήσεις των ομάδων, η χαμηλή αυτοεκτίμηση και η μειωμένη αίσθηση αυτοαποτελεσματικότητας. Αναδείχθηκε και ένα μοτίβο απαξίωσης των ομάδων από κρατούμενους που δεν συμμετέχουν σε αυτές, αλλά υποβιβάζουν την αξία και την προσφορά τους, θεωρώντας τες αταίριαστες με το προφίλ τους.
Γ) Οφέλη συμμετοχής σε ομάδες:
Η εφαρμογή του κριτηρίου Student’st (για σύγκριση μέσων όρων δύο ανεξάρτητων δειγμάτων) κατέδειξε ότι η γενική διαφορά μεταξύ των δύο ομάδων ήταν πράγματι στατιστικώς σημαντική σε αρκετά ικανοποιητικό βαθμό και το μέγεθος επίδρασης ήταν μικρό: t(42)=4,107, p<0,001, d=0,124. Συγκεκριμένα αναδείχθηκαν πολλαπλά οφέλη τόσο για τα ίδια τα άτομα που συμμετείχαν, αλλά και για το κατάστημα κράτησης και την κοινωνία γενικότερα, όπως παρουσιάζεται ακολούθως.
Γ1. Οφέλη για το Άτομο:
Ενδοπροσωπικά οφέλη. Αρχικά, στα ενδοπροσωπικά οφέλη που αποκομίζουν άμεσα τα ίδια τα άτομα περιλαμβάνεται η ευχαρίστηση, τόσο με την έννοια ότι η ώρα τους περνάει ευχάριστα, όσο και υπό το πρίσμα της ανάπτυξης της δημιουργικότητας τους και της αίσθησης ικανοποίησης και υπερηφάνειας που αναδύεται μπροστά στα επιτεύγματά τους. Ακόμα, οι κρατούμενοι που συμμετέχουν σε ομάδες παρουσιάζουν αυξημένη ενεργοποίηση, λόγω της δραστηριοποίησής τους βάσει ενός συγκεκριμένου καθημερινού προγράμματος, σε αντίθεση με την ομάδα σύγκρισης που φαίνεται να ακολουθεί μια τετριμμένη και αρκετά καθιστική ρουτίνα. Επιπλέον, παρουσιάζουν αυξημένη αυτοπεποίθηση, βελτιωμένη αυτοεκτίμηση και μεγαλύτερο οπτιμισμό για το μέλλον.
Χαρακτηριστική είναι η παρακάτω περιγραφή της συμμετοχής στις ομάδες:
«Αξιοποιώ και καλλιεργώ τον χαρακτήρα μου και τον εαυτό μου, γιατί κάνω κάτι που είναι ομαδικό, που προσφέρει χαρά σε μένα, προσφέρει χαρά στους άλλους, δοκιμάζω τις δυνατότητές μου. […] Ανακάλυψα κάτι στον εαυτό μου, το οποίο δεν είχα ξανακάνει ποτέ μου, δηλαδή ότι αν πιστεύουμε κάτι και το θέλουμε πραγματικά το πετυχαίνουμε. Εγώ το είχα ακατόρθωτο αυτό το πράγμα […]και δεν το πίστευα ότι θα μπορέσω να μάθω απ' έξω κείμενα, ότι θα κάνω κινήσεις, δεν το πίστευα. Και όμως με θέληση, προσπάθεια...» (ΠΟ11, ετών 43, ομάδα θεάτρου/χορού). |
Οι κρατούμενοι ανυπομονούν για την ομάδα, διότι αυτή τους προσφέρει τη δυνατότητα προσωρινής διαφυγής και τους ταξιδεύει έστω και για λίγο σε εμπειρίες, βιώματα και όνειρα εκτός της φυλακής. Συμμετέχοντας ενεργά στη διαμόρφωση της πορείας της και στη λήψη αποφάσεων για τη λειτουργία και εξέλιξή της, προωθείται η υπευθυνότητα των ατόμων που με προσπάθεια, θέληση και επιμονή ανακαλύπτουν τον εαυτό τους και ξεδιπλώνουν τις δυνατότητές τους. Η παρουσία στην ομάδα ενέχει, δηλαδή, ευθύνη τόσο στα θετικά όσο στα αρνητικά αποτελέσματα και ο τρόπος που τα άτομα φέρουν την ευθύνη του εαυτού τους συνδέεται με τον τρόπο που λειτουργούν γενικά ως δρώντα υποκείμενα με συνέχεια και συνέπεια πράξεων[5].
Διαπροσωπικά οφέλη. Στις υπό εξέταση ομάδες επικρατεί γενικά ευχάριστο κλίμα, πολύ καλή συνεργασία μεταξύ όλων των εμπλεκομένων και αναφέρονται λίγα προβλήματα και δυσκολίες. Οι συμμετέχοντες φαίνεται να είναι στην αρχή δύσπιστοι και επιφυλακτικοί σχετικά με την ομάδα, όπως παρουσιάζονται και οι κρατούμενοι της ομάδας σύγκρισης που δεν έχουν εμπλακεί με αυτή. Ωστόσο, με το πέρασμα του χρόνου μαθαίνουν να συνεργάζονται, να ακολουθούν κανόνες, να θέτουν ατομικούς αλλά και συλλογικούς στόχους και να γίνονται υπεύθυνοι προκειμένου να τους επιτύχουν. Από τα σημαντικότερα επιτεύγματα που κατακτώνται είναι η ανάπτυξη αμοιβαίου ενδιαφέροντος, οικειότητας, ομαδικού πνεύματος, συναισθηματικής εγγύτητας και μοιράσματος, καθώς και η δέσμευση και επένδυση των συμμετεχόντων στην ομάδα.
Με τα δικά τους λόγια:
«Πρώτη φορά βρήκα το θάρρος και έκανα κάτι αποκαλυπτικό για μένα, κάτι αποκαλυπτικό των συναισθημάτων μου και μάλιστα έτσι τρυφερά. Δεν το περίμενα, ούτε το είχα κάνει ποτέ. Και πήγα απέναντι στον Μ. και του χάιδευα το κεφάλι λιγάκι και ήρθα και ξάπλωσα και έγειρα δίπλα του. Αυτό ήταν κάτι που μου έχει μείνει σε σχέση με μένα, γιατί δεν είμαι εκδηλωτικός άνθρωπος και δεν αποτολμώ τέτοια πράγματα, μάλιστα με ανθρώπους που δεν έχω μεγάλες σχέσεις και να δείξω την συμπάθειά μου σε κάποιον…» (ΠΟ2, ετών 59, ομάδα θεάτρου). |
Η σημασία των παραπάνω αναδεικνύεται ακόμα περισσότερο αν αναλογιστούμε ότι οι συμμετέχοντες στις ομάδες βρέθηκαν στη φυλακή λόγω εκδήλωσης αντικοινωνικής συμπεριφοράς σχετιζόμενη με έντονα προβλήματα στην αντίληψη της διαφορετικής θέσης, αλλά και στη διαπροσωπική επαφή. Η συμμετοχή στην ομάδα, επομένως, φαίνεται να βοηθά το φυλακισμένο άτομο να επανακτήσει την αίσθηση του Υποκειμένου, επιτρέποντας τη σύνδεση με τον Άλλον. Μάλιστα, όπως λένε οι ίδιοι οι συμμετέχοντες, σημαντικοί άλλοι όπως η οικογένεια και οι φίλοι τους παρατηρούν θετικές αλλαγές στο μεταξύ τους σχετίζεσθαι και υποστηρίζουν την προσπάθεια τους για αυτοβελτίωση.
Εκπαιδευτικά οφέλη. Επιπλέον, οι συμμετέχοντες αξιοποιούν ήδη υπάρχουσες δεξιότητες και γνώσεις και αποκτούν νέες μέσα από την εμπειρία στις ομάδες, προσκομίζοντας πολύτιμα εφόδια που τους προετοιμάζουν για την επιστροφή στην «ελεύθερη» κοινωνία. Αυτή η αέναη και αμοιβαία διαδικασία μάθησης αποτελεί, μάλιστα, μία από τις όψεις της στήριξης των κρατουμένων στο περιβάλλον της φυλακής και της ενδυνάμωσής τους για το μέλλον.
Θεραπευτικά οφέλη. Οι κρατούμενοι που συμμετέχουν σε ομάδες εντός της φυλακής φαίνεται να έχουν γενικά καλύτερη διάθεση και δεξιότητες συναισθηματικού γραμματισμού, σε σχέση με όσους δεν συμμετέχουν. Για παράδειγμα, εμφανίζουν χαμηλότερα επίπεδα ευερεθιστότητας, άγχους, θλίψης και αναξιότητας και μπορούν ευκολότερα να χαλιναγωγήσουν τάσεις αυτό και ετεροκαταστροφικές. Είναι σε θέση να εκφράσουν και να ρυθμίσουν καλύτερα τα συναισθήματα και τις σκέψεις τους, καθώς η ομάδα τους δίνει την ευκαιρία να εκτονωθούν, να χαλαρώσουν, να αποσυμπιεστούν και να υπάρξουν πιο αυθόρμητοι, συχνά εκδηλώνοντας την επιμελώς κρυμμένη ευαίσθητη πλευρά τους.
Σύμφωνα με έναν συμμετέχοντα:
«Όλα αυτά βέβαια είναι σε μια κατεβασμένη διάθεση, που πρέπει να τα βρεις με τον εαυτό σου δηλαδή και να τον πείσεις να το κάνει. Σιγά σιγά μετά σου αρέσει κιόλας, είναι το επόμενο στάδιο και μετά γίνεται και τρόπος ζωής: ότι συμμετέχω σε μια ομάδα και συνεργαζόμαστε ο ένας με τον άλλον.» (ΠΟ20, ετών 67, ομάδα χορού) |
Οι ίδιες οι συνθήκες της ομάδας λειτουργούν, δηλαδή, ως ψυχοθεραπευτική παρέμβαση, επιτρέποντας στα φυλακισμένα άτομα να ονειρευτούν, να αποτινάξουν από πάνω τους την αίσθηση του εγκλεισμού και να δημιουργήσουν μια καινούρια, έστω και προσωρινή, ταυτότητα. Διαμορφώνονται έτσι στον ψυχισμό στρατηγικές αντιμετώπισης των αντιξοοτήτων, κάνοντας τα άτομα πιο λειτουργικά στο εδώ και τώρα και πιο ανθεκτικά σε βάθος χρόνου. Προς επίρρωση αυτού, οι ομάδες διευκολύνουν την επεξεργασία τραυματικών γεγονότων ζωής, όπως ο θάνατος ενός σημαντικού άλλου, στηρίζοντας το άτομο κατά τη διαδικασία πένθους.
Όπως χαρακτηριστικά διηγήθηκαν:
«Πέρασα και εγώ κάποιες άσχημες στιγμές που με βοήθησε η ομάδα: 5 μέρες μετά που έχασα τον πατέρα μου αρχίσαμε καινούριο [θεατρικό] έργο και ήταν στην αρχή [γεμάτο] θανάτους και πυροβολισμούς και δεν είχα όρεξη να ακούσω τέτοια πράγματα και με βλέπανε. […] [Έλαβα] από παντού συμπαράσταση, όχι μονάχα από αυτούς που κατευθύνανε την ομάδα, αλλά και από τους άλλους στην ομάδα, γιατί έχουμε δεθεί.» (ΠΟ1, ετών 47, ομάδα θεάτρου) |
Φυσικά, στόχος δεν είναι η «αποστείρωση» του περιβάλλοντος της φυλακής και η αποφυγή ή εξουδετέρωση κάθε είδους αρνητικών καταστάσεων, αλλά αντίθετα η επιβοήθηση των κρατουμένων στη διαχείρισή τους. Διότι, όπως διαπιστώθηκε στην παρούσα έρευνα, όσοι κρατούμενοι επιμένουν και αντιμάχονται τις εξωτερικές δυσκολίες, αλλά και τα εσωτερικά εμπόδια που ανακύπτουν, μακροπρόθεσμα απολαμβάνουν μια καλύτερη ποιότητα ζωής, πέρα και πάνω από την απλή επιβίωση και την προσωρινή απασχόληση στις ομάδες.
Γ2. Οφέλη για το Κατάστημα Κράτησης:
Όλα τα παραπάνω έχουν ως συνέπεια την γενικότερη βελτίωση του περιβάλλοντος της φυλακής, μιας από τις σημαντικότερες διαστάσεις που φαίνεται να επιδρά στην προσαρμογή των κρατουμένων στη συνθήκη του εγκλεισμού. Η λειτουργία των ομάδων συνδέεται με βελτίωση στις σχέσεις τόσο του σωφρονιστικού, διοικητικού και επιστημονικού προσωπικού με τους κρατούμενους, όσο και των τελευταίων μεταξύ τους. Αυτό με τη σειρά του ενισχύει την εύρυθμη λειτουργία του καταστήματος κράτησης, την αποφυγή εντάσεων και κυριότερα τον εξανθρωπισμό των συνθηκών κράτησης. Ενάντια στο παράδειγμα που θέλει τον κάθε κρατούμενο να εγκαταλείπει και να εγκαταλείπεται εντός της φυλακής, οι ομάδες βοηθούν στην ανάκτηση της επισφαλούς αξιοπρέπειας αυτών των ανθρώπων, στην ανάδειξη μιας άλλης προοπτικής και στην επαναφορά της ελπίδας.
Όπως μάλιστα φάνηκεαπό την έρευνα , οι υπάλληλοι της φυλακής γενικά ενθαρρύνουν τη συμμετοχή στις ομάδες, παρατηρούν τις αλλαγές που αυτή επιφέρει και τις ενισχύουν. Ωστόσο, πάντα υπάρχουν και οι πιο σκεπτικοί, που αδυνατούν να κατανοήσουν τα άμεσα πλεονεκτήματα μιας τέτοιας δραστηριότητας και ενδεχομένως άθελά τους μεταφέρουν τέτοιες πεποιθήσεις και στους κρατούμενους. Για αυτό το λόγο, κρίνεται εκ των ων ουκ άνευ η ενημέρωση και κατάρτιση όλου του προσωπικού της φυλακής σχετικά με το λόγο και τη σημασία της ύπαρξης των ομάδων, ιδιαίτερα σε ένα θεραπευτικό κατάστημα κράτησης όπως το ΨΚΚ, ώστε να υπάρχει μια κοινή κατεύθυνση και να μην υπονομεύεται η λειτουργία τους.
Γ3. Οφέλη για την κοινωνία
Συνολικά, οι ομάδες φαίνεται να επιτυγχάνουν την ενδυνάμωση των συμμετεχόντων μέσα από τα πολύπλευρα οφέλη που τους προσφέρουν, τα οποία φυσικά δεν περιορίζονται στις τυπικές ώρες πραγματοποίησης των δράσεων. Όλα τα ερεθίσματα που προκύπτουν κατά τη διάρκεια της συγκεκριμένης ώρας που λειτουργεί η ομάδα αποτελούν «τροφή» για σκέψη και εφαρμογή σε όλες τις πλευρές της καθημερινότητας του ατόμου, είναι με άλλα λόγια μεταφέρσιμα, κάτι που τα συνιστά, θα τολμούσαμε να πούμε, πολύτιμα μαθήματα ζωής.
Πράγματι, στους έγκλειστους πληθυσμούς οι ομάδες δημιουργικής απασχόλησης δύνανται να λειτουργήσουν θετικά βοηθώντας το άτομο να διακόψει τα έως τότε πρότυπα και μοτίβα παραβατικής συμπεριφοράς και να λειτουργήσει με τρόπο πιο «φιλοκοινωνικό» (prosocial). Οι κρατούμενοι αρχικά μαθαίνουν να δρουν ως ατομικότητες και εν συνεχεία ως συλλογικότητες εντός του κοινωνικού δεσμού. Το γεγονός αυτό εμποδίζει την ιδρυματοποίησή τους, με την έννοια της ταύτισης και συνεξάρτησης της ύπαρξής τους από το σωφρονιστικό σύστημα, την αντίληψη της φυλακής ως «σπίτι» τους και την πεποίθηση ότι δεν θα κατάφερναν να ζήσουν έξω από αυτή[6]. Ακόμα, έτσι αποτρέπεται η περιθωριοποίηση και ο στιγματισμός τους μετά την αποφυλάκιση, προωθώντας με τρόπο ουσιαστικό τη διαδικασία της (επαν)ένταξής των ανθρώπων αυτών στην κοινωνία.
Ακόμα, συγκεκριμένες ομάδες, όπως αυτή της χειροτεχνίας, προσφέρουν στους συμμετέχοντες τη δυνατότητα εξασφάλισης ενός χρηματικού ποσού από την πώληση των παραχθέντων αντικειμένων σε ειδικά παζάρια που διοργανώνονται. Αν και το ποσό είναι μικρό, εντούτοις αποτελεί ισχυρό κίνητρο για τους άπορους κρατούμενους που έχουν ελάχιστη υποστήριξη και λειτουργεί ως παράδειγμα απόκτησης ενός νόμιμου εισοδήματος για αυτούς, ως μελλοντικά εργαζόμενοι πολίτες.
Τέλος, στο πλαίσιο των δραστηριοτήτων των ομάδων προσφέρεται στα άτομα και η δυνατότητα επαφής με την κοινότητα, μέσω π.χ. θεατρικών παραστάσεων και παζαριών. Κάθε «άνοιγμα» της φυλακής ανανεώνει όχι μόνο τους εγκλείστους, πολλοί από τους οποίους δεν έχουν καν επισκεπτήρια, αλλά ταυτόχρονα την ίδια τη φυλακή μέσω της ανατροφοδότησης που λαμβάνει. Περισσότερο όμως ευαισθητοποιεί την ευρύτερη κοινωνία, αποτελώντας αφορμή διαλόγου και ανάληψης πρωτοβουλιών σε μακροεπίπεδο.
Δ) Παρελθοντική εμπειρία και μελλοντική ενασχόληση με ομάδες: Εδώ αναδείχθηκε ένα αντίστροφο μοτίβο μεταξύ των δύο συγκρινόμενων ομάδων. Αυτό που είναι άξιο αναφοράς είναι ότι η εμπειρία συμμετοχής στις ομάδες ενισχύει την επιθυμία για μακροχρόνια ενασχόληση με τέτοιες δράσεις, ακόμα και έξω από τη φυλακή.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ: Τα συμπεράσματα που εξάγονται βάσει των αποτελεσμάτων της παρούσας έρευνας μπορεί να φαντάζουν εκ πρώτης όψεως αναμενόμενα ή ακόμα και προφανή, καθώς συνάδουν όχι μόνο με την υπάρχουσα σχετική βιβλιογραφία, αλλά και με την κοινή λογική. Παρά ταύτα, προσφέρουν εμπειρική και πολύπλευρη τεκμηρίωση, βασισμένη σε ένα συνδυασμό επιστημονικών μεθόδων, της εμπειρίας των ίδιων των συμμετεχόντων σε ομάδες δημιουργικής απασχόλησης σε μία ελληνική φυλακή. Μάλιστα, τα αποτελέσματα μοιάζουν ακόμα πιο σημαντικά αν αναλογιστούμε το γεγονός ότι πρόκειται κυρίως για άτομα με μακρόχρονες ποινές και ψυχιατρικές δυσκολίες και ειδικά αν λάβουμε υπόψη τις γενικότερες ιδιαιτερότητες του Ψυχιατρείου Κρατουμένων Κορυδαλλού. Στο σημείο αυτό ίσως να εντοπίζεται και η συμβολή της παρούσας μελέτης. |
Περιορισμοί της έρευνας και προτάσεις: Η συγκεκριμένη έρευνα ενέχει φυσικά και περιορισμούς, κυρίως μεθοδολογικής φύσεως. Από τη μία πλευρά, το ερωτηματολόγιο που χρησιμοποιήθηκε ήταν αυτοαναφορικό, ενώ δεν ήταν εφικτή η πιλοτική χορήγηση και βελτίωσή του. Επίσης, το δείγμα ήταν στοχευμένο, μικρού μεγέθους και ειδικά επιλεγμένο για τη μελέτη των ομάδων στο ΨΚΚ. Πρέπει, επομένως, να ληφθεί υπόψη το ιδιαίτερο προφίλ των συμμετεχόντων, καθώς ενδέχεται οι μετρήσεις που προέκυψαν να δικαιολογούνται από προϋπάρχουσες τάσεις των ατόμων που να ερμηνεύουν την ένταξη στις ομάδες. Για παράδειγμα, το υψηλό επίπεδο εκπαίδευσης των μισών από τους συμμετέχοντες ίσως να επιδρά στα εξεταζόμενα χαρακτηριστικά, η βελτιωμένη διάθεση να αποτελεί αιτία και όχι αποτέλεσμα συμμετοχής σε ομάδες δημιουργικής απασχόλησης κ.ο.κ. Ακόμα, η επιθυμία συμμετοχής στην έρευνα και η προσαρμογή των απαντήσεων βάσει του κοινωνικά επιθυμητού (λόγω της αυτοαναφορικής φύσης των εργαλείων), ίσως να αλλοιώνουν επιπλέον την απεικόνιση του εν λόγω φαινομένου. Τέλος, είναι πολύ πιθανό οι ατομικές πεποιθήσεις, οι προσωπικές αξίες και οι υποκειμενικές προσδοκίες της ερευνήτριας να επηρέασαν τις επιλογές και τις αποφάσεις που λήφθηκαν καθ΄ όλη τη διαμόρφωση του ερευνητικού σχεδιασμού.
Για μια αρτιότερη εξέταση του θέματος κρίνεται σκόπιμη η διερεύνηση αντίστοιχων πρωτοβουλιών σε πολλαπλά καταστήματα κράτησης, καθώς και σε πληθυσμούς όπως είναι οι ανήλικοι παραβάτες και οι γυναίκες κρατούμενες. Επιπλέον, ενδιαφέρον θα προκαλούσε και η διαχρονική παρακολούθηση της πορείας των κρατουμένων, τόσο κατά την περίοδο του εγκλεισμού, όσο και κατά το στάδιο επανένταξης στην «ελεύθερη» κοινωνία μετά την αποφυλάκισή τους, για τη- διερεύνηση της έκτασης και διατήρησης ή μη των αποκομιζόμενων ωφελειών από τη συμμετοχή σε ομάδες δημιουργικής απασχόλησης.
Ευελπιστώ ότι η παρούσα έρευνα θα συνεισφέρει στην ενίσχυση των προγραμμάτων δημιουργικής απασχόλησης εντός των καταστημάτων κράτησης και στην αντιμετώπιση ευάλωτων ομάδων όπως οι κρατούμενοι όχι σαν ανθρώπινα ‘αντικείμενα’ προς μεταχείριση και εξέταση, αλλά ως συνάνθρωποι ποιοτικά όμοιοι και αντάξιοι με μας. Πιστεύω ότι το πραγματικό κατόρθωμα μιας κοινωνίας που θέλει να διακρίνεται από ανθρωπισμό είναι η αναγνώριση των υποκειμενικών συντεταγμένων πίσω από κάθε πράξη και δη όσων αποκλίνουν.
* Νεφέλη – Αικατερίνη Μπαφούνη, Ψυχολόγος, απόφοιτη Τμήματος Ψυχολογίας Ε.Κ.Π.Α., nefeli.baf@gmail.com. Επιβλέπουσα Καθηγήτρια: Γκαρή Αικατερίνη.
[1]Βλ. Τσιώλης, Γ. (2014). Μέθοδοι και τεχνικές ανάλυσης στην ποιοτική κοινωνική έρευνα. Αθήνα: Κριτική.
[2]Παρατίθενται εδώ κάποια παραδείγματα ερωτηματολογίων και κλιμάκων που χρησιμοποιήθηκαν:
- 1. Beck Depression Inventory, Beck, A. T., Ward, C. H., Mendelson, M., Mock, J., & Erbaugh, J. (1961). An inventory for measuring. Archives of General Psychiatry, 4, 561-571. doi: 10.1001/archpsyc.1961.01710120031004
- Prison Environment Inventory, Wright, K. N. (1985). Developing the prison environment inventory. Journal of Research in Crime and Delinquency, 22(3), 257-277. doi: https://doi.org/10.1177/0022427885022003005
- 3. Prison Locus of Control Scale, Pugh, D. N. (1992). Prisoners and locus of control: initial assessments of a specific scale. Psychological reports, 70(2), 523-530. doi: https://doi.org/10.2466/pr0.1994.74.3.979
- Problem Solving Inventory, Heppner, P. P., & Petersen, C. H. (1982). The development and implications of a personal problem-solving inventory. Journal of counseling psychology, 29(1), 66. doi: http://psycnet.apa.org/doi/10.1037/0022-0167.29.1.66
[3]Η ισόβια κάθειρξη για λόγους ευκολίας κατά την επεξεργασία των δεδομένων υπολογίστηκε στα 20 έτη. Αντίστοιχα, η δις ισόβια ισοδυναμούσε με 40 έτη κ.ο.κ.
[4]Το συγκεκριμένο άρθρο αφορά στην «φύλαξη ακαταλόγιστων εγκληματιών» και προβλέπει ότι τα άτομα με σοβαρές ψυχικές δυσκολίες που απειλούν την δημόσια ασφάλεια θα περιορίζονται σε δημόσιο θεραπευτικό κατάστημα, όπως είναι το Ψυχιατρείο Κρατουμένων Κορυδαλλού. Σε αυτές τις περιπτώσεις το άτομο ουσιαστικά απαλλάσσεται από την ποινή ή την δίωξη ως ακαταλόγιστο για τις πράξεις του, αλλά περιορίζεται έως ότου το αρμόδιο δικαστήριο κρίνει ότι δεν αποτελεί πια κίνδυνο για την κοινωνία και μπορεί να επανενταχθεί σε αυτή. Πρακτικά, αυτό συνεπάγεται την πάροδο μεγάλων χρονικών διαστημάτων μέχρι την αποφυλάκιση του ατόμου που βρίσκεται υπό περιορισμό.
[5]Lacan, J. (1950). A theoretical introduction to the functions of psychoanalysis in criminology. In Écrits: The first complete edition in English (trans. Fink, B., Fink, H. & Grigg, R.)(pp. 103-122), New York/London: W.W. Norton & Company.
[6]Το φαινόμενο αυτό έχει περιγραφεί ως «μαθημένη ανημπόρια/αβοηθητότητα» (learned helplessness). Βλ. Maier, S. F., & Seligman, M. E. (1976). Learned helplessness: Theory and evidence. Journal of Experimental Psychology: General, 105(1), 3-46. doi: http://dx.doi.org/10.1037/0096-3445.105.1.3