Από το Μικροσκόπιο των Συμμοριών στο Μικρόκοσμο της Cosa Nostra
Η εγκληματικότητα αποτελεί τον πιο ορατό δείκτη κοινωνικής παθολογίας. Πολλές έρευνες έχουν ως κύριο αντικείμενό τους το έγκλημα, μέσα από το οποίο διακρίνονται διάφορες μορφές, ανάλογα με το αν περιοριζόμαστε μέσα στο χώρο του κοινού εγκλήματος ή επεκτεινόμαστε και έξω από αυτόν. Μια από τις κυριότερες μορφές είναι το οργανωμένο έγκλημα, το οποίο διακρίνεται για το βίαιο και επιθετικό του χαρακτήρα, όπως η άσκηση παράνομων δραστηριοτήτων που αποφέρουν κέρδη και το «έγκλημα του λευκού κολλάρου» που διαπράττεται από πρόσωπα υψηλών κοινωνικών κατηγοριών.
Ερευνητές όπως ο Sutherland και ο Cressey πρότειναν ένα άλλο είδος τυπολογίας που βασίζεται στο «σύστημα εγκληματικής συμπεριφοράς», σύμφωνα με τους οποίους συνίσταται σε μια ιδιαίτερη κοινωνιολογική ενότητα που ομαδοποιεί ορισμένα ποινικά αδικήματα ή διακρίνει στο ίδιο έγκλημα περισσότερες ποικιλίες. Τα χαρακτηριστικά στοιχεία ενός συστήματος εγκληματικής συμπεριφοράς είναι: Πρώτον, ότι δεν αποτελεί απλή συσσώρευση μεμονομένων εγκληματικών πράξεων, αλλά μια σύνθετη ενότητα, που πέρα από τις πράξεις, περιλαμβάνει μια ηθική, παραδόσεις, σύμπνοια μεταξύ των δραστών στα πλαίσια μιας ομάδας, κοινωνικές σχέσεις μεταξύ των άμεσων συμμετεχόντων και έμμεση συνεργασία πολλών προσώπων. Ουσιαστικά πρόκειται για έναν τρόπο συλλογικής ζωής. Δεύτερον, δεν είναι συμπεριφορά που προσιδιάζει σ΄ένα ιδιαίτερο άτομο, αλλά μια κοινή συμπεριφορά που επαναλαμβάνεται από ένα μεγάλο αριθμό ατόμων και τρίτον οι συμμετέχοντες χαρακτηρίζονται από το πραγματικό συναίσθημα ότι ανήκουν σ΄αυτό το σύστημα. Άλλη μια ταξινόμηση είναι αυτή που βασίζεται στον αριθμό των συμμετεχόντων προσώπων, όπως για παράδειγμα το έγκλημα ομάδας ή συμμορίας ανηλίκων ή ενηλίκων, όπως επίσης και το έγκλημα όχλου, στο οποίο είναι χαρακτηριστικοί ο ρόλος και η δράση του ηγέτη.
Όσον αφορά στη συνένωση της δράσης πολλών εγκληματιών, είναι πιθανό να εμφανίζεται είτε συμπτωματική, περιορισμένη στο χρόνο, με στόχο τη διάπραξη ορισμένου εγκλήματος, είτε διαρκείας με τη μορφή οργανωμένης εγκληματικής ομάδας. Τα μέλη της διακατέχονται από πνεύμα κοινής συνεργασίας στο μέλλον, με σκοπό την τέλεση ακαθόριστου αριθμού εγκλημάτων. Οι περιστασιακές ενώσεις εγκληματιών, που κατά κανόνα δεν έχει σημασία ο αριθμός των ατόμων σ΄αυτές, δημιουργούνται άλλοτε αυθόρμητα και άλλοτε προγραμματισμένα για λόγους που σύμφωνα με τον κανόνα ποικίλουν κάθε φορά. Μερικοί από τους λόγους δημιουργίας είναι: οικονομικοί, πολιτικοί, απόκτηση δύναμης και εξουσίας, διασκέδασης κ.α. Επιπλέον, οι εν λόγω ενώσεις διαλύονται σχετικά εύκολα και συνήθως αποκαλούνται «συμμορίες». Διακρίνονται για την έλλειψη οργανωτικής δομής και πειθαρχίας. Σχετικά με την εκλογή ενός «αρχηγού» και την ιεράρχηση μελών στην ομάδα, αυτή στηρίζεται περισσότερο στη σωματική τους δύναμη, παρά σε άλλες ικανότητες. Η πιθανή εκ των πραγμάτων μακρόχρονη δράση τους, επιφέρει με την πάροδο του χρόνου κάποιον καταμερισμό εργασιών, ειδικοτήτων και καθηκόντων, με αποτέλεσμα να μην αποκλείεται η εξέλιξή τους σε ενώσεις της επόμενης κατηγορίας, δηλαδή σε «εγκληματικές οργανώσεις». Εκεί ανήκουν διάφορες συμμορίες ανηλίκων, ληστών, λαθρεμπόρων με συγκεκριμένο στόχο. Συγκεκριμένα, ως «εγκληματικές οργανώσεις» ορίζονται οι ομάδες τριών ή περισσότερων εγκληματιών, οι οποίες διακρίνονται για τη διάρκειά τους στο χρόνο, την οργανωμένη δομή τους και την επιδίωξη της διάπραξης περισσότερων του ενός, σοβαρών εγκλημάτων, που δεν έχουν προσδιοριστεί κατ΄ανάγκη από την αρχή.
Οι σημαντικότεροι λόγοι συντήρησης των «εγκληματικών οργανώσεων» στο χρόνο, είναι ο αυστηρά μυστικός τους χαρακτήρας, γνωστός και ως κώδικας της omerta, καθώς και η αλληλεγγύη των μελών τους, που βασίζεται σε συναισθηματικούς, οικογενειακούς δεσμούς ή στο αίσθημα του φόβου. Άλλον έναν λόγο αποτελεί η οικονομική τους δύναμη και η προσαρμογή της οικονομικής τους δραστηριότητας στις σύγχρονες κοινωνικές συνθήκες. Ενώ η εξάπλωσή τους πέρα από το χώρο του «υπόκοσμου» στα ψηλότερα κοινωνικά στρώματα, οι επαφές και οι δεσμοί με κοινωνικοπολιτικούς κύκλους, αποτελούν αποτρεπτικούς παράγοντες αναποτελεσματικότητας των μέτρων της ασκούμενης σε αυτούς Αντεγκληματικής Πολιτικής. Κύριοι τομείς των δραστηριοτήτων τους είναι τα τυχερά παιχνίδια, οι εκβιάσεις με τη μορφή της «προστασίας» (racketeering), η εκμετάλλευση οίκων ανοχής, οι τοκογλυφίες, το λαθρεμπόριο όπλων και ναρκωτικών. Επίσης, η διακίνηση λαθρομεταναστών, η εμπορία ανθρώπων και οργάνων, όπως και νόμιμες δραστηριότητες: εργολαβίες, εμπόριο ποτών και τροφίμων που συχνά ασκούνται με παράνομους τρόπους.
Οι συνήθεις πρακτικές και μέθοδοι δράσεις που καταφεύγουν είναι η τρομοκράτηση σε συνδυασμό με την άσκηση βίας και η εξασφάλιση μονοπωλίων κυρίως μέσα από την αχρήστευση των ανταγωνιστών. Οι εγκληματικές οργανώσεις προσφεύγουν επίσης σε μεγάλης έκτασης διαφθορά, με τη μεγαλύτερη να είναι αυτή της επίδοσής τους σε νομιμοποίηση των παράνομων προσόδων τους, γνωστό ως «ξέπλυμα βρώμικου ή μαύρου χρήματος». Ο αυτοσκοπός όλων των συμμοριών προέρχεται από την ανησυχία που τους δημιουργείται, καθώς αν δεν αποκρυβεί η παράνομη προέλευση των αποκτώμενων προσόδων τους και ταυτόχρονα δεν νομιμοποιηθεί, η κατανάλωση αυτών θα προδώσει-αποκαλύψει τη δραστηριότητά τους.
Η οργανωτική δομή της «οικογένειας» των οργανωμένων εγκληματιών σύμφωνα με την Έκθεση της «Επιτροπής του Προέδρου», The challenge of crime, σ 194, αποτελείται: Από τον αρχηγό (boss) ο οποίος είναι ο τελικός αποδέκτης που γνωρίζει και αποφασίζει για όλα. Από τον σύμβουλό του (consigliere), τον υπαρχηγό (underboss), 5 βαθμοφόρους της οργάνωσης (caporegima) και τους στρατιώτες (soldiers). Κάθε βαθμοφόρος έχει τη δική του ομάδα στρατιωτών, με διαφορετικό καταμερισμό εργασιών η καθεμία, διαφορετικό τρόπο δράσης και χρήσης μέσων. Παρόλα αυτά υπάρχει κοινός στόχος που είναι η Συμμετοχή, ο Έλεγχος και η Επιρροή τους σε παράνομες δραστηριότητες.
Σχετικά με το πρόβλημα της ύπαρξης εγκληματικών οργανώσεων στην Ελλάδα, υπάρχει μακρά ιστορία, με ρίζες στις συμμορίες των ληστών του 19ου αιώνα. Παρατηρήθηκε αναζωπύρωση και επανεμφάνιση του προβλήματος κατά τις τελευταίες δεκαετίες του 20ου αιώνα, εξαιτίας κοινωνικοπολιτικών και οικονομικών λόγων. Οι ελληνικές εγκληματικές οργανώσεις δεν φαίνεται να έφθασαν το μέγεθος των αλλοδαπών, αφού αποτελούνταν από 3 μέχρι 10 άτομα, χωρίς επίσης να έχουν τη δομή και την οργάνωση αυτών του εξωτερικού.
Η εξάπλωση και η επέκταση της δραστηριότητας των εγκληματικών οργανώσεων πέρα από τα εθνικά σύνορα, κυρίως μετά από τη δεκαετία του 1960 οδήγησε στην εμφάνιση των μεγάλων οργανώσεων. Οι πιο γνωστές είναι: η ιταλική Μαφία, οι ρωσικές εγκληματικές οργανώσεις,η ιαπωνική Γιακούζα και τα κολομβιανά καρτέλ. Η εξάπλωση της διαφθοράς των εγκληματικών οργανώσεων και ο κίνδυνος κατάρρευσης των κοινωνιών και δημοκρατικών θεσμών, ως συνέπεια των παραπάνω ενεργειών, κίνησαν το διεθνές ενδιαφέρον για την αντιμετώπιση του φαινομένου, μέσω της διεθνούς συνεργασίας. Σημαντική ήταν η συμβολή κυβερνητικών οργανισμών όπως του Ο.Η.Ε., της Ευρωπαικής Ένωσης, του Συμβουλίου της Ευρώπης, καθώς επίσης και μη κυβερνητικών οργανώσεων (NGO). Μια από τις κατευθύνσεις αντίδρασης της Ε.Ε κατά του διεθνικού οργανωμένου εγκλήματος υπήρξε η προσπάθεια οργάνωσης της πολιτικής των κρατών-μελών, ζητώντας τους να συντάσουν κάθε χρόνο έκθεση σχετικά με την κατάσταση και τις δραστηριότητες των εγκληματικών οργανώσεων. Η έκθεση αυτή βασιζόταν σε 11 κοινά κριτήρια προσδιορισμού της έννοιας της εγκληματικής οργάνωσης για όλα τα κράτη μέλη, (έγγραφο 12247/1/94 REV 1 ENFOPOL 161), τα οποία ήταν τα ακόλουθα:
1 Συνεργασία μεταξύ περισσότερων των δύο προσώπων.
2 Καταμερισμός των ρόλων μέσα στην ομάδα.
3 Μεγάλη ή απροσδιόριστη χρονική διάρκεια.
4 Ύπαρξη μορφών πειθαρχίας και ελέγχου.
5 Υπόνοιες διάπραξης σοβαρών αξιόποινων πράξεων.
6 Διεθνής δραστηριότητα.
7 Χρήση βίας ή άλλων μέσων εκφοβισμού.
8 Χρήση εμπορικών ή επιχειρηματικών δομών.
9 Εμπλοκή σε νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες.
10 Άσκηση επιρροής: διαφθορά στους τομείς της πολιτικής, των ΜΜΕ, της δημόσιας διοίκησης ή της οικονομίας.
11 Επιδίωξη κέρδους και ισχύος ως βασικοί στόχοι.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα των όσων αναφέρθηκαν παραπάνω σχετικά με την ύπαρξη και σύσταση συμμοριών, αποτελεί μια από τις πιο γνωστές σε όλους εγκληματική οργάνωση της Μαφίας, η «Κόζα Νόστρα» (Cosa Nostra- η δική μας υπόθεση). Απασχολεί τις Ιταλικές αρχές πάνω από 135 χρόνια, έχει περάσει στη σφαίρα του μύθου καθώς γράφτηκαν για την ιστορία της πολλά βιβλία, ενώ γυρίστηκαν ντοκιμαντέρ και ταινίες. Συγκεκριμένα, η Κόζα Νόστρα, μια εγκληματική μυστική οργάνωση ανδρών που χαρακτηρίζεται από κώδικα τιμής (omerta) και το νόμο του αίματος. Δημιουργήθηκε στα μέσα του 19ου αιώνα στη Σικελία, ενώ παρακλάδι της εμφανίστηκε στα τέλη του ίδιου αιώνα στην ανατολική ακτή των Ηνωμένων Πολιτειών. Επίσης, είναι η οργάνωση με τα πολλά πρόσωπα και μια από τις πιο αδίστακτες συμμορίες στον κόσμο. Μια χαλαρή ένωση εγκληματικών ομάδων με κοινή οργανωτική δομή και κώδικα δεοντολογίας. Η βασική ομάδα είναι γνωστή ως «οικογένεια», (αν και τα μέλη τους δεν σχετίζονται με δεσμούς αίματος), «clan» ή «cosca» με σκοπό να κυριαρχήσει πάνω σε μια περιοχή, πόλη, χωριό ή γειτονιά. Τα μέλη της είναι γνωστά με το όνομα «mafios», ενώ οι ίδιοι θεωρούν ότι είναι «άντρες τιμής». Βασική τους δραστηριότητα είναι η εκβιαστική προστασία, η διαιτησία των διαφορών μεταξύ εγκληματιών και η οργάνωση και εποπτεία των παράνομων συμφωνιών και συναλλαγών. Η συμμορία αριθμείται από την ίδρυσή της έως και σήμερα από 25.000 μέλη και έχει 250.000 συνεργάτες παγκοσμίως. Οι νόμοι του κράτους δεν τους αφορούν, γιατί έχουν τους δικούς τους, κι αυτό γιατί το Κράτος μπορεί να ξεχάσει, η Μαφία όμως ποτέ. Η Κόζα Νόστρα δεν έχει πολιτικό χρώμα, δεν έχει ιδεολογία, τάσσεται πάντα στο πλευρό του νικητή. Εμπρηστικές και βομβιστικές επιθέσεις, ληστείες, βανδαλισμοί είναι κάποιες από τις πρακτικές που χρησιμοποιούν για εκφοβισμό, όλων όσοι δεν υπακούουν ή δεν πληρώνουν για προστασία. Το αντίτιμο προστασίας στη Μαφία είναι γνωστό ως «Πίτσο». Άλλες πρακτικές εκφοβισμού και αποστολής «μηνυμάτων» είναι για παράδειγμα ένα μπουκάλι βενζίνης μπροστά από κάποιο εργοτάξιο, κόλλα στην κλειδαριά του μαγαζιού μιας επιχειρήσης ή αλυσίδα δεμένη γύρω από την πόρτα.
Η συμμετοχή και η ένταξη στη Κόζα Νόστρα είναι ανοιχτή μόνο στους Σικελούς. Ένας υποψήφιος δεν μπορεί να είναι συγγενής ή να έχει στενούς δεσμούς με δικηγόρους, αστυνομικούς ή δικαστές. Δεν υπάρχει αυστηρό όριο ηλικίας, καθώς κάποιοι έχουν ξεκινήσει από την ηλικία των δεκαέξι. Κάθε υποψήφιος μαφιόζος ελέγχεται εξονυχιστικά και προσεκτικά για υπακοή, θάρρος, διακριτικότητα, σκληρότητα και δεξιότητα στην κατασκοπία. Είναι σχεδόν πάντα υποχρεωμένος να διαπράξει μια δολοφονία ως τελική δοκιμασία, ακόμα κι αν σχεδιάζει να γίνει κακοποιός καριέρας. Η πράξη της δολοφονίας αποτελεί από τη μία απόδειξη της ειλικρίνειάς του, στο ότι ο ίδιος δεν είναι μυστικός αστυνομικός και από την άλλη δέσμευση της σιωπής. Πράγμα που σημαίνει ότι δεν μπορεί να σπάσει την omerta, χωρίς να βρεθεί αντιμέτωπος με τις δολοφονίες. Η ιδιότητα μέλους και η κατάταξη στη μαφία δεν είναι κληρονομική, ενώ τα περισσότερα νέα αφεντικά δε σχετίζονται με τον προκάτοχό τους. Η επιτροπή απαγορεύει στους συγγενείς να κατέχουν ταυτόχρονα θέσεις σε διακλαδικά σώματα. Επίσης, οι μαφιόζοι φέρνουν συχνά τους γιους τους στο εμπόριο, καθώς έχουν ευκολότερο πεδίο να εισέλθουν και ο γιος φέρει τη «σφραγίδα» του πατέρα του για έγκριση, ενώ είναι εξοικειωμένος με τις παραδόσεις και τις απαιτήσεις της «Cosa Nostra». Κάθε επαρχία της Σικελίας έχει τη δική της Επιτροπή, με μια σημαντική λειτουργία της να είναι η ρύθμιση της χρήσης της βίας. Δίνει δηλαδή την τελική έγκριση για να προχωρήσουν στην υλοποίηση ενός σχεδίου ή μιας δολοφονίας.
«ΟΙ ΔΕΚΑ ΕΝΤΟΛΕΣ ΤΗΣ COSA NOSTRA»
ΤΟ Νοέμβριο του 2007 η αστυνομία της Σικελίας ανακάλυψε μια λίστα «10 Εντολών» στο κρησφύγετο του αφεντικού της Μαφίας «Salvatore Lo Piccolo». Εντολές οι οποίες έδιναν κατευθυντήριες γραμμές για την καλή, σεβαστή και έντιμη συμπεριφορά ενός μαφιόζου.
1 Κανείς δεν μπορεί να παρουσιαστεί απευθείας σε έναν φίλο μας. Πρέπει να υπάρχει ένα τρίτο πρόσωπο για να το κάνει.
2 Μην κοιτάτε ποτέ τις συζύγους φίλων.
3 Ποτέ μην συναναστρέφεστε με «μπάτσους».
4 Μην πηγαίνεται σε πάμπ και κλαμπ.
5 Πάντα διαθέσιμος για την Cosa Nostra, είναι ένα καθήκον ακόμα κι αν η σύζυγός σας πρόκειται να γεννήσει.
6 Οι διορισμοί πρέπει να τηρούνται απολύτως (αναφορικά με την επίσημη τάξη και εξουσία).
7 Οι σύζυγοι πρέπει να αντιμετωπίζονται με σεβασμό.
8 Όταν σας ζητηθεί οποιαδήποτε πληροφορία ή απάντηση θα πρέπει να είναι αλήθεια.
9 Τα χρήματα δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν αν ανήκουν σε άλλους ή σε άλλες οικογένειες.
10 Τα άτομα που δεν μπορούν να συμμετάσχουν στην Cosa Nostra: όποιος έχει στενό συγγενή στην αστυνομία, οποιονδήποτε έχει συγγενείς δύο χρόνων στην «οικογένεια», καθένας που συμπεριφέρεται άσχημα και δεν έχει ηθικές αξίες.
Η ποινή για την παραβίαση των παραπάνω κανόνων και το σπάσιμο της omerta, (τον κώδικα της σιωπής της μυστικότητας που απαγορεύει στους μαφιόζους να προδίδουν στις αρχές τους συντρόφους τους), είναι ο θάνατος, είτε ο δικός τους, είτε μελών της οικογένειάς τους εξ΄αίματος. Οι μαφιόζοι αποθαρρύνονται να καταναλώνουν οινοπνευματώδη ποτά ή άλλα ναρκωτικά, καθώς η χρήση αυτών τους κάνει πιο επιρεπείς στην αποκάλυψη ευαίσθητων πληροφοριών. Η δήναμη της μαφίας προέρχεται από τη φήμη της να διαπράτει βία και ιδιαίτερα μέσα από τις δολοφονίες-όσο πιο φρικτή είναι η φήμη του μαφιόζου, τόσο περισσότερο μπορεί να κερδίσει διαμάχες χωρίς να προσφύγει στη βία και τόσο μεγαλύτερο το κύρος του.
Εν κατακλείδι, θα πρέπει να υπάρχει συνεργασία κράτους-πολιτών για την εξάλειψη της «Μαφίας» και των εγκληματικών οργανώσεων γενικότερα, με κυρίαρχο τους κυβερνώντες και την Πολιτεία, που πρέπει να κάνουν το καθήκον τους ενάντια στην πάταξη της ανομίας.
Νίκη Μουντζούρα, Κοινωνιολόγος
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Στοιχεία Εγκληματολογίας, Ιάκωβος Ι. Φαρσεδάκης, Νομική Βιβλιοθήκη, σελ 37-39.
Εγκληματολογία, Στέργιος Αλεξιάδης, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, Δ΄Έκδοση, σελ 215-228.
History of the Mafia, Salvatore Lupo, Columbia University Press, 2011, σελ328.
The Sicilian Mafia: The Business of Private Protection, Gambetta, Diego (1993).
Codes of the Underworld, Priceton University Press, Gambetta, Diego, (2009).
Cosa Nostra, A History of the Sicilian Mafia, Dickie, John (2007).