ΤΕΥΧΟΣ #10 ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ 2019

Κρυπτονομίσματα & Κυβερνοεγκληματικότητα

Στέλλα Καπούλα

1. Γενικά περί κρυπτονομισμάτων

Το παρόν άρθρο συνιστά μία σύντομη επισκόπηση αναφορικά με την χρήση των κρυπτονομισμάτων, άλλως ονομαζομένων ψηφιακών νομισμάτων, ως εργαλείο δράσης των κυβερνοεγκληματιών. Προηγουμένως, όμως, καθίσταται επιβεβλημένη η διερεύνηση και η κατά το δυνατόν πληρέστερη διασάφηση του όρου «κρυπτοχρήμα».

«Κρυπτοχρήμα», συγκεκριμένα, ονομάζεται το αποκεντρωμένο μέσο πληρωμής, το οποίο, όπως φανερώνει και το όνομά του, βασίζεται στην κρυπτογραφία τόσο για την πραγματοποίηση συναλλαγών όσο και για την δημιουργία νέων μονάδων του ιδίου.

Το κρυπτοχρήμα χαρακτηρίζεται ως αποκεντρωμένο, επειδή δεν εκδίδεται από κεντρικές τράπεζες κρατών , συνιστώντας μορφή ιδιωτικού χρήματος, ενώ, συνήθως, δεν έχει υλική υπόσταση. [1]

Για να  γίνει δε, πληρέστερα κατανοητή η δομή των κρυπτοχρημάτων, ας πάρουμε ως παράδειγμα την αρχιτεκτονική της λειτουργίας του bitcoin, ως του παλαιότερου και πλέον διαδεδομένου τύπου κρυπτονομίσματος. Στην ουσία κάθε bitcoin είναι ένα αποκρυπτογραφημένο κλειδί, ακριβώς όπως μία ηλεκτρονική υπογραφή αποτελούμενο από ένα δημόσιο και ένα ιδιωτικό μέρος. Τα ηλεκτρονικά δεδομένα του ιδιωτικού μέρους του κλειδιού αποθηκεύονται σε οποιοδήποτε ψηφιακό αποθηκευτικό  μέσο δημιουργώντας έτσι ένα πορτοφόλι. Περαιτέρω τα δεδομένα του κλειδιού, δηλαδή γράμματα και αριθμοί μπορούν να αποθηκευτούν σε κάθε υλικό μέσο, όπως χαρτί, πλαστικό ή μέταλλο. Κατά τη συναλλαγή δημιουργείται ένα νέο κλειδί για το λήπτη και εξαφανίζεται το κλειδί του μεταβιβάζοντος. Υπάρχει βεβαίως μια βάση καταγραφής όλων των συναλλαγών, ώστε να εξασφαλίζεται η μοναδικότητά τους, το Block chain. Επειδή, όπως προελέχθη, δεν υπάρχει κάποιος κεντρικός εξυπηρετητής (server), το αρχείο αυτό των συναλλαγών τηρείται σε ιδιωτικούς υπολογιστές, που προσφέρονται για τον σκοπό αυτό στο δίκτυο. [2]

Με άλλα λόγια, οι μονάδες του κρυπτοχρήματος είναι ουσιαστικώς τα ψηφιακά κλειδιά για την πρόσβαση στον λογαριασμό μονάδων κρυπτοχρήματος και την πραγματοποίηση συναλλαγών. Για τον λόγο αυτό το κρυπτοχρήμα αποτελεί μορφή ψηφιακού ή εικονικού χρήματος.[3]

Το κρυπτοχρήμα, τέλος, είναι μετατρέψιμο σε νόμιμο χρήμα (νόμισμα), αλλά η ισοτιμία του δεν υπόκειται ούτε στην νομισματική πολιτική των κρατών , αλλά ούτε και στον έλεγχο κάποιου κεντρικού φορέα.[4]

Τα ως άνω ακροθιγώς αναφερόμενα χαρακτηριστικά του κρυπτοχρήματος, καθιστούν αντιληπτό πως πρόκειται για ένα σύγχρονο μέσο συναλλάγων, το οποίο, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, δύναται να προσφέρει στους χρήστες αυτού ανωνυμία. Και φυσικά, η εξασφάλιση της ανωνυμίας συνιστά μείζον όπλο στα χέρια των εγκληματιών. Άμετρες, λοιπόν, είναι οι περιπτώσεις στις οποίες οι δράστες, εκμεταλλευόμενοι την φαινομενική, καταρχήν, αυτή ανωνυμία του κρυπτοχρήματος χρησιμοποιούν αυτό ως μέσο τέλεσης των εγκλημάτων τους.

Ιδιαίτερο δε, ενδιαφέρον παρουσιάζει η χρήση των κρυπτονομισμάτων στα πλαίσια του αδικήματος της νομιμοποίησης  εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, δεδομένου ότι στο επίκεντρο της αντεγκληματικής πολιτικής  των περισσοτέρων κρατών σήμερα έχει τεθεί ο στόχος της αποστέρησης της  απόλαυσης από τους δράστες οικονομικών εγκλημάτων  του περιουσιακού οφέλους που απορρέει από τις εν λόγω άδικες πράξεις.

2. Υποθέσεις που έχουν απασχολήσει τη δικαιοσύνη

 

2.1.    Η υπόθεση «BitΙnstant»[5]

Κατωτέρω, εκτίθενται δύο ενδιαφέρουσες  περιπτώσεις κατά τις οποίες το κρυπτοχρήμα χρησιμοποιήθηκε ως μέθοδος νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες. Αξίζει δε να σημειωθεί ότι η δεύτερη περίπτωση απασχόλησε την ελληνική έννομη τάξη, γεγονός που αποδεικνύει, παρά την αντίθετη προς τούτο αντίληψη, ότι τα bitcoins και η χρήση αυτών για εγκληματικούς σκοπούς αγγίζουν και την  ελληνική πραγματικότητα.

Σημείο εκκίνησης αποτελεί η υπόθεση “BitInstant”. Συγκεκριμένα, ο Τσάρλι Σρεμ ήταν διευθύνων σύμβουλος και αξιωματούχος συμμόρφωσης του εδρεύοντος στην Νέα Υόρκη ανταλλακτηρίου bitcoin με την επωνυμία «BitInstant». Υπό την ιδιότητά του μάλιστα ως αξιωματούχου συμμόρφωσης ήταν υπεύθυνος για την συμμόρφωση του ως άνω ανταλλακτηρίου με την ομοσπονδιακή και λοιπή νομοθεσία για το ξέπλυμα μαύρου χρήματος. Ο ανωτέρω, μάλιστα,  ήταν και αντιπρόεδρος του «Bitcoin Foundation».

Σύμφωνα με το σχετικό, αρχικό κατηγορητήριο σε βάρος του, κάποια στιγμή ο Τσάρλι Σρεμ άρχισε να δέχεται παραγγελίες για bitcoins από τον Ρόμπερτ Φαγιέλα, ο οποίος ήλεγχε ένα παράνομο ανταλλακτήριο στο πλαίσιο του «Δρόμου του μεταξιού», μίας επιγραμμικής μαύρης αγοράς, στην οποία προσφέρονταν προς πώληση σχεδόν όλα τα γνωστά είδη ναρκωτικών ουσιών και στην οποία ο μόνος αποδεκτός τρόπος πληρωμής ήταν με bitcoin. Ο Φαγιέλα ελάμβανε παραγγελίες για τις οποίες προωθούσε στον Σρεμ. Ο τελευταίος αντάλλασσε έναντι προμήθειας και ανωνύμως μετρητά με  bitcoins, τα οποία στη συνέχεια απέστελλε σε λογαριασμό ελεγχόμενο από τον Φαγιέλα σε ανταλλακτήριο bitcoin εδρεύον στην Ιαπωνία, γνωρίζοντας ότι τα εν λόγω bitcoins θα χρησιμοποιούνταν στο πλαίσιο του «Δρόμου του μεταξιού» για την αγορά ναρκωτικών ουσιών. Στη συνέχεια, ο τελευταίος πωλούσε με τη σειρά του τα εν λόγω bitcoins στους χρήστες του «Δρόμου του μεταξιού» έναντι προμήθειας, ώστε αυτοί να προβούν σε αγορές ναρκωτικών ουσιών. Το ποσό μετρητών που ανταλλάχθηκε κατά τον προαναφερθέντα τρόπο με bitcoins υπολογίζεται σε ένα εκατομμύριο δολάρια ΗΠΑ.

Οι Σρεμ και Φαγιέλα αντιμετώπισαν τις κατηγορίες της συνομωσίας προς τέλεση της πράξης του ξεπλύματος μαύρου χρήματος και της λειτουργίας μη αδειοδοτημένης επιχείρησης μεταφοράς χρημάτων. Επιπλέον, ο Σρεμ κατηγορήθηκε υπό την ιδιότητά του ως αξιωματούχου συμμόρφωσης της εταιρείας «BitInstant» και για τη δόλια μη υποβολή αναφορών ύποπτων συναλλαγών σχετικά με τη δραστηριότητα του Φαγιέλα μέσω της εν λόγω εταιρείας. Σε βάρος τους διατυπώθηκε και κατηγορία περί  ξεπλύματος μαύρου χρήματος.

Οι Σρεμ και Φαγιέλα κηρύχτηκαν  ένοχοι της ελαφρύτερης, βελτιωμένης κατηγορίας της λειτουργίας μη αδειοδοτημένης επιχείρησης μεταφοράς χρημάτων, ο μεν Φαγιέλα, ως αυτουργός, ο δε Σρεμ ως άμεσος συνεργός. Η ποινή που επιβλήθηκε στον Τσάρλι Σρεμ ήτα αυτή της διετούς φυλάκισης, σε τριετή επιτηρούμενη περίοδο μετά την αποφυλάκισή του και σε δήμευση 950.000 δολαρίων ΗΠΑ.

2.2.    Η ελληνική πραγματικότητα στο ανωτέρω πρακτικό παράδειγμα

 Κρίσιμο και ιδιαιτέρως ενδιαφέρον είναι το ζήτημα του ποια θα ήταν η ποινική αντιμετώπιση του υπό κρίση παραδείγματος σύμφωνα με την ελληνική νομοθεσία και, συγκεκριμένα, σύμφωνα με τα όσα προβλέπονται στις διατάξεις του  νόμου 4557/2018(Πρόληψη και καταστολή της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας-ενσωμάτωση της Οδηγίας 2015/849/EE και άλλες διατάξεις.)

Αρχικά, είναι αδιαμφισβήτητο ότι το κρυπτοχρήμα εντάσσεται στον ορισμό της «περιουσίας» όπως αυτή περιγράφεται στο άρθρο 3 παρ. 1 του νόμου 4557/2018. Σε ένα δεύτερο επίπεδο, πρέπει να διακριβωθεί αν η δράση του Φαγιέλα εντάσσεται στο πεδίο ορισμού του άρθρου 3 περ. 14 του νόμου 4557/2018. Ο Φαγιέλα εμπλεκόταν στην διακίνηση ναρκωτικών ουσιών. Συγκεκριμένα, ως αναφέρθη και ανωτέρω, πωλούσε εντός της αγοράς του «Δρόμου του μεταξιού» bitcoins στους ενδιαφερόμενους αγοραστές ναρκωτικών ουσιών, δεδομένου ότι το bitcoin ήταν το μοναδικό μέσο πληρωμής εντός της συγκεκριμένης αγοράς. Η εγκληματική αυτή δραστηριότητα της διακίνησης ναρκωτικών ουσιών προβλέπεται στην περίπτωση θ του άρθρου 4 του ν. 4557/2018, ήτοι, η διακίνηση ναρκωτικών είναι ένα από τα προβλεπόμενα βασικά αδικήματα εκ των οποίων τα έσοδα δύνανται να νομιμοποιηθούν και να τύχει επ΄αυτών εφαρμογή των άρθρων του ν. 4557/2018.

Από τα ως άνω, λοιπόν, συνάγεται, ότι εάν το υπό κρίση περιστατικό ελάμβανε χώρα  στην ελληνική πραγματικότητα, θα ετύγχαναν εφαρμογής οι διατάξεις του ν. 4557/2018, περί νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες.

Άξιο ιδιαίτερης μνείας είναι και το ποιας ποινικής μεταχείρισης θα ετύγχανε τελικά στο υπό εξέταση παράδειγμα ο Τσάρλι Σρεμ. Ο Σρεμ, σαφώς είχε πλήρη γνώση των παράνομων δραστηριοτήτων στις οποίες συμμετείχε ο Φαγιέλα και γνώριζε, επίσης, ότι τα μετρητά που ελάμβανε προκειμένου να παράσχει στον Φαγιέλα bitcoins προέρχονταν από την εγκληματική δραστηριότητα της διακίνησης ναρκωτικών. Εντούτοις, ο Σρεμ δεν είχε την προβλεπόμενη στο άρθρο 22 του ν. 4557/2018 υποχρέωση αναφοράς καθώς δεν εντάσσεται στα περιοριστικώς αναφερόμενα  στο άρθρο 24 του ν. 4557/2018 υπόχρεα πρόσωπα του εν λόγω άρθρου. Συνεπώς, ο Τσάρλι Σρεμ θα απαλλασσόταν των ευθυνών, εάν κρινόταν αντίστοιχα από το ελληνικό σύστημα δικαιοσύνης.

2.3. Υπόθεση ελληνικής νομολογίας- Υπ’ άριθμ. 2080/2017 απόφαση Αρείου Πάγου [6]

Ακόμα ένα ενδιαφέρον παράδειγμα σχετιζόμενο με το ζήτημα που εξετάζουμε και  το οποίο, μάλιστα, απασχόλησε προσφάτως  την ελληνική δικαιοσύνη είναι το ακόλουθο:

Την 25/7/2017 ο Ρώσος πολίτης A.V. συνελήφθη από τις ελληνικές αρχές κατόπιν εντάλματος συλλήψεως του δικαστή των ΗΠΑ για τη Βόρεια Περιφέρεια της Καλιφόρνια και το οποίο υπεβλήθη στη χώρα μας με Ρηματική Διακοίνωση της Πρεσβείας των ΗΠΑ, με τις κατηγορίες της «λειτουργίας μη αδειοδοτημένης επιχείρησης χρηματικών υπηρεσιών», συνομωσίας για ξεπλύματος χρημάτων», «ξέπλυμα χρημάτων», «παράνομες χρηματικές συναλλαγές» και «ποινική δήμευση». Σύμφωνα με την διεξοδική κατάθεση του μάρτυρα M.D., «ειδικού πράκτορα» για τα οικονομικά εγκλήματα στις «Έρευνες Εθνικής Ασφάλειας» (HIS) του Υπουργείου Εθνικής Ασφάλειας των ΗΠΑ, ο A.V. λειτουργούσε από τις ΗΠΑ μία επιχείρηση μεταφοράς κεφαλαίων, την B..e, χωρίς άδεια, δηλαδή χωρίς αυτή να είναι εγγεγραμμένη στο Δίκτυο Καταπολέμησης Οικονομικών εγκλημάτων (FinCEN) , διέπραξε δε συνομωσία (conspiracy) για νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα , ήτοι δημιούργησε, μαζί με άλλους, «μια πλατφόρμα για το ξέπλυμα χρημάτων σε όλο τον κόσμο, συμπεριλαμβάνοντας και τις ΗΠΑ» χωρίς να λαμβάνει «προφυλάξεις κατ’ αυτών που ξεπλένουν χρήματα». Στο πλαίσιο αυτής της δραστηριότητας ο A.V. χρησιμοποιούσε, πέραν της πλατφόρμας B…e, και ένα ανταλλακτήριο ψηφιακού ανταλλάγματος ονόματι TR., «για να ξεπλένει  ψηφιακά νομίσματα που είχαν κλαπεί μέσω παράνομης πρόσβασης σε υπολογιστές με απάτη.» Το Συμβούλιο Εφετών Θεσσαλονίκης με την υπ΄ αρ. 690/2017 απόφασης του γνωμοδότησε υπέρ της έκδοσης του A.V. για την πράξη της νομιμοποίησης εσόδων από τις εξής εγκληματικές δραστηριότητες: α) της διακίνησης ναρκωτικών ουσιών (άρθρο 20 ν. 3459/2006, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 20 ν. 41399/2013), β) της διακεκριμένης απάτης με υπολογιστή (άρθρο 386 Α, σε συνδυασμό με άρθρο 386 παρ.2 ΠΚ), γ) της εκβίασης (άρθρο 386 περ. 1 εδ. β’ ΠΚ) και δ) της διακεκριμένης κλοπής  (άρθρο 374 ε’ ΠΚ ) που τελέστηκε εν γνώσει του δράστη. Στη συνέχεια ο Άρειος Πάγος με την υπ’ αριθμ. 2080/2017 απόφασή του,  γνωμοδότησε υπέρ της εκδόσεως του.

2.4.    Η αντιμετώπιση του φαινομένου στις ΗΠΑ [7]

Ενδιαφέρον στην συγκεκριμένη περίπτωση παρουσιάζει το αν η νομιμοποίηση bitcoin στις ΗΠΑ είναι αξιόποινη πράξη. Θα ανέμενε κανείς οι προηγμένες ΗΠΑ να έχουν καταστήσει αξιόποινη την  νομιμοποίηση των bitcoins. Στην πραγματικότητα, όμως, παραμένει το ζήτημα αυτό άκρως αμφισβητήσιμο. Χαρακτηριστικές δε της εν λόγω αμφισβήτησης είναι οι διαφορετικές θέσεις που έχουν διατυπώσει δύο διαφορετικά δικαστήρια δύο διαφορετικών πολιτειών της Αμερικής.

Το Περιφερειακό Δικαστήριο του Ανατολικού Τέξας έχει δεχτεί ότι το bitcoin συνιστά επένδυση με την μορφή ομολογίας και ως εκ τούτου περιουσία δεκτική νομιμοποίησης. Εκ διαμέτρου αντίθετη είναι η άποψη που έχει διατυπώσει το Έβδομο Δικαστήριο της Δικαστικής Περιφέρειας Miami-Dade, το οποίο σε σχετική υπόθεση κήρυξε αθώο έναν σχεδιαστή webshite ο οποίος αντιμετώπιζε την κατηγορία της πώλησης bitcoin αξίας 1.500 δολαρίων σε ανακριτικούς υπαλλήλους οι οποίοι τα ήθελαν προκειμένου να αγοράσουν κωδικούς από κλεμμένες πιστωτικές κάρτες.

Με μία σύντομη επισκόπηση των ανωτέρω παραδειγμάτων συνάγεται ότι οι ΗΠΑ δεν έχουν λάβει συγκεκριμένη θέση περί του αξιοποίνου ή μη την νομιμοποίησης bitcoins. Συνεπώς, εφόσον, εκλείπει η προϋπόθεση του διπλού αξιοποίνου κατά το ελληνικό δίκαιο καθώς και από τη Σύμβαση εκδόσεως μεταξύ ΗΠΑ και Ελληνικής Δημοκρατίας, η κρίση του Χρ. Μυλωνόπουλου επί της υπόθεσης αυτής που απασχόλησε τη ελληνική δικαιοσύνη είναι ότι ο A.V. δεν έπρεπε να εκδοθεί στις ΗΠΑ αλλά αντιθέτως θα έπρεπε να δικασθεί για τις πράξεις του από τα αρμόδια ελληνικά δικαστήρια.[8]

3. Συμπέρασμα

Καθίσταται αναμφισβήτητο ότι τα κρυπτονομίσματα  έχουν θεμελιώσει μία νέα τάξη πραγμάτων. Πρόκειται για το πλέον σύγχρονο είδος χρήματος με πολύ ιδιαίτερα χαρακτηριστικά. Ο μη έλεγχος του νομίσματος αυτού από κάποιο κεντρικό σύστημα, η ανωνυμία του, η απλουστευμένη μεν αλλά μη απτή ψηφιακή μορφή του αρκούν για να αναδείξουν τον σύγχρονο χαρακτήρα του. Σαφώς, λοιπόν, στα πλαίσια μίας κοινωνίας που εξελίσσεται με φρενήρεις ρυθμούς και όπου το κυνήγι χρήματος έχει αναχθεί σε ύψιστη «αξία», δεν μπορούμε παρά να θεωρήσουμε δεδομένο ότι τα κρυπτονομισμάτα ήρθαν για να κερδίσουν έδαφος.

Είναι άκρως πιθανό σε ένα βάθος χρόνου τα κρυπτοχρήματα να επικρατήσουν στις επενδύσεις και στις συναλλαγές μεγάλων κεφαλαίων ακριβώς λόγω  του σύγχρονου και ευέλικτου χαρακτήρα τους. Και φυσικά όταν σταδιακά επέλθει η εδραίωση των  κρυπτονομισμάτων  καθόλου απίθανο αυτά να εισρεύσουν και στα καθημερινές συναλλαγές. Εφόσον, λοιπόν, βρισκόμαστε στην απαρχή της καθιέρωσης ενός τόσο ευέλικτου είδους χρήματος, οφείλουμε σε κάθε περίπτωση  να είμαστε ενημερωμένοι περί αυτού. Δεδομένου δε ότι τα κρυπτονομίσματα μπορεί να αποτελέσουν την βάση και για νέες δομές χρημάτων, το να παραμένουμε προσκολλημένοι στην κλασική μορφή χρήματος θα μας καταστήσει αδύναμους να προσαρμοστούστουμε στα δεδομένα της σύγχρονης πραγματικότητας.

Αλυσιδωτά, η εδραίωση των κρυπτονομισμάτων είναι αναπόφευκτο  να τα καταστήσει αντικείμενο εγκληματικών πράξεων. Τα ανωτέρω εκτεθέντα περιστατικά με αντικείμενο τους τα bitcoins δείχνουν ότι τα κρυπτονομίσματα έχουν ήδη αποτελέσει αντικείμενο εγκληματικών ενεργειών και  μάλιστα έχουν χρησιμοποιηθεί στα πλαίσια βαρύτατων εγκληματικών πράξεων, όπως είναι η διακίνηση ναρκωτικών και η απάτη. Είναι αφελές δε, να θεωρούμε ότι τέτοια εγκλήματα δεν αγγίζουν την ελληνική πραγματικότητα. Όπως είδαμε, χαρακτηριστικά, η μία νομολογιακή υπόθεση που μας απασχόλησε ανωτέρω και η οποία συντελέστηκε προσφάτως απασχόλησε την ελληνική ποινική δικαιοσύνη. Πληθώρα ακόμα ποινικών υποθέσεων που αφορούν στα κρυπτονομίσματα καθιστά  επιβεβλημένη την ανάγκη από την πλευρά των δικαιικών συστημάτων των χωρών να λάβουν μέτρα πρόληψης ώστε  να μην έρθουμε αντιμέτωποι με πρωτόγνωρα και πολυδαίδαλα οικονομικής κυρίως φύσης εγκλήματα που, όπως δείχνουν τα πράγματα, πολύ πιθανόν να συντελεστούν με την χρήση κρυπτονομισμάτων.

Τέλος, πρέπει να καταστεί σαφές, ότι η ανασφάλεια που δημιουργεί το νέο αυτό είδος χρήματος δεν σημαίνει δίχως άλλο ότι επιδεικνύουμε αρνητισμό απέναντι στη χρήση αυτού. Η αξιοποίηση τους, αναμφισβήτητα, έχει προοπτικές να συμβάλει στην οικονομική πρόοδο. Ωστόσο, είναι ουτοπικό να πιστεύουμε ότι νέες μορφές χρήματος δεν θα επιτείνουν την εγκληματικότητα. Συνεπώς, η κρίση ως επιτακτικής της ανάγκης να ληφθούν νομοθετικά μέτρα, κυρίως για την πρόληψη της εγκληματικότητας, δεν είναι αφορισμός των κρυπτονομισμάτων αλλά, αντιθέτως, προσπάθεια για την κατά το δυνατόν επωφελέστερη χρήση των πολλαπλών δυνατοτήτων τους. Τυπικές νομοθετικές προβλέψεις που αφορούν στην χρήση τους στα πλαίσια οικονομικών συναλλαγών δεν επαρκούν αλλά, αντιθέτως, απαιτούνται συγκεκριμένα νομοθετικά πλαίσια που θα αφορούν στην καταπολέμηση τους ως μέσου τέλεσης εγκλημάτων.

* Στέλλα Καπούλα, Δικηγόρος παρά πρωτοδίκαις

[1] Εμμανουηλ Δ. Μεταξάκης, Μπιτκόιν (bitcoin) κρυπτοχρήμα και κυβερνοέγκλημα, Εκδόσεις ΑΝΤ.Ν.ΣΑΚΚΟΥΛΑ Ε.Ε., Αθήνα 2017, σελ. 32

[2] Κράτος, Οικονομία και Επιχείρηση, 24ο Πανελλήνιο Συνέδριο Εμπορικού Δικαίου, Ιωάννινα 17,18 και 19 Οκτωβρίου 2014, Εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη 2015, Αθήνα 2015, σελ. 497

[3] Εμμανουηλ Δ. Μεταξάκης, Μπιτκόιν (bitcoin) κρυπτοχρήμα και κυβερνοέγκλημα, Εκδόσεις ΑΝΤ.Ν.ΣΑΚΚΟΥΛΑ Ε.Ε., Αθήνα 2017, σελ. 33

[4] Εμμανουηλ Δ. Μεταξάκης, Μπιτκόιν (bitcoin) κρυπτοχρήμα και κυβερνοέγκλημα, Εκδόσεις ΑΝΤ.Ν.ΣΑΚΚΟΥΛΑ Ε.Ε., Αθήνα 2017, σελ. 35

[5] Εμμανουηλ Δ. Μεταξάκης, Μπιτκόιν (bitcoin) κρυπτοχρήμα και κυβερνοέγκλημα, Εκδόσεις ΑΝΤ.Ν.ΣΑΚΚΟΥΛΑ Ε.Ε., Αθήνα 2017, σελ. 216 έως 219

[6] Ποινικά Χρονικά 2018, τ.ΞΗ,τευχ. 3, σελ. 177(Βιβλιοθήκη Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών)

[7] Ποινικά Χρονικά 2018, τ.ΞΗ,τευχ. 3, σελ. 185(Βιβλιοθήκη Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών)

[8] Ποινικά Χρονικά 2018, τ.ΞΗ,τευχ. 3, σελ. 185(Βιβλιοθήκη Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών)