...η ληστεία στην Ελλάδα καταγράφει σημαντική άνοδο;

Μάρθα Λεμπέση

Ένοπλη ληστεία τα λεφτά στους σάκους
μόνο που δεν είναι στην T.V.

Στίχοι: Σπυριδούλα[1]

Ληστεία ένα έγκλημα της μεγαλούπολης που αποδεικνύει κατά τα ΜΜΕ πώς το έγκλημα του δρόμου καθιστά τις πόλεις επικίνδυνες για να ζει κάνεις κι αυτό γιατί διαπράττονται πολλές ληστείες ιδιαίτερα στις αστικές περιοχές.[2] Στην πραγματικότητα η ληστεία είναι λιγότερο συνηθισμένη σε σχέση με τα άλλα εγκλήματα κατά της ιδιοκτησίας, όπως οι κλοπές, οι διαρρήξεις κ.ά.[3] αλλά εκείνο σίγουρα το στοιχείο που τη διαφοροποιεί ποιοτικά είναι η βία (τελείται, δηλαδή, με τη χρήση ή την απειλή χρήσης βίας) κι αυτό δεν δύναται να μην επηρεάσει και τον τρόπο που παρουσιάζεται από τα ΜΜΕ[4] αλλά και τον τρόπο που αποτιμάται κάθε περιστατικό από τους πολίτες.[5] Εκκινώντας επηρεασμένοι και από τη ‘μαγεία’ που ασκούν τα αριθμητικά μεγέθη και οι στατιστικές (εν γνώσει και εν συνειδήσει βέβαια της «κατασκευής» στην οποία όλες οι στατιστικές καταλήγουν),[6] και έχοντας στο μυαλό μας ότι τόσο η θεωρία όσο και η έρευνα έχουν καταδείξει ότι ένας πολίτης έχει πολύ μεγαλύτερες πιθανότητες να πέσει θύμα ενός εγκλήματος κατά της ιδιοκτησίας (property crime) παρά ενός βίαιου εγκλήματος κατά της ζωής, θα προσπαθήσουμε με ψυχραιμία και με επιστημονική συνέπεια να «χαρτογραφήσουμε» αυτό που, κυρίως, τα επίσημα στατιστικά στοιχεία για τη ληστεία συνιστούν, δηλαδή την επίσημη απάντηση του κράτους στην παράβαση του συγκεκριμένου νόμου. Η εξέταση αυτή κρίνεται σημαντική, δεδομένης της ρητορικής που έχει αναπτυχθεί τα τελευταία χρόνια σχετικά με το αν και κατά πόσο ο ρυθμός τέλεσης, ιδιαίτερα των εγκλημάτων κατά της ιδιοκτησίας, επηρεάστηκε από το σύγχρονο κοινωνικο-οικονομικό γίγνεσθαι και αναφορικά με την εμπειρικά ανεπιβεβαίωτη παραδοχή ότι «η φτώχεια γεννά εγκληματικότητα».[7] Επίσης, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η ποιοτική διαφοροποίηση που φαίνεται να διαγράφεται στην εγκληματικότητα στην χώρα μας και στον τρόπο δράσης των δραστών με τις βίαιες ενέργειες να συνοδεύουν πλέον και εγκλήματα κατά της ιδιοκτησίας (κλοπές, διαρρήξεις) και μάλιστα όπως σημειώνει η Καθηγήτρια Χριστίνα Ζαραφωνίτου, «η βία να είναι, ενίοτε, ιδιαίτερα δυσανάλογη με το προσποριζόμενο παράνομο όφελος με την ποιοτική αυτή διαφοροποίηση να ενισχύεται και από τη χρήση βαρέων όπλων (όπως π.χ., καλάζνικοφ) στο κοινό έγκλημα, ενώ πολύ συχνά πλέον οι ληστείες συνοδεύονται από βασανιστήρια ή και βιασμούς των θυμάτων».[8] Τέλος, η συγκεκριμένη παρουσίαση έχει σημασία εξαιτίας και του τρόπου που παρουσιάζονται τα συγκεκριμένα εγκληματικά συμβάντα από τα ΜΜΕ, με το μιντιακό λόγο να εστιάζει στη μεγάλη συχνότητα τέλεσής τους (;) («πολλαπλά κρούσματα ληστειών στην Ελλάδα της κρίσης»[9]), στην βιαιότητά τους (;) («Βίαιη ληστεία σε βενζινάδικο»[10]), με τους πολίτες να φαίνεται ότι βρίσκονται στο «έλεος των κακοποιών».[11] Με αυτό τον τρόπο τα μίντια δημιουργούν συγχύσεις και στρεβλώσεις της εγκληματικής πραγματικότητας, στις οποίες η επιστήμη οφείλει και πρέπει να απαντήσει.[12] Το βασικό ερώτημα που θα μας απασχολήσει είναι λοιπόν το πώς οι διωκτικές αρχές και η στατιστική τους αντιλαμβάνονται και αναπαριστούν ένα κοινό λεγόμενο έγκλημα, ένα έγκλημα των δρόμων, το έγκλημα της ληστείας. Ένα ιδιαίτερα βαρύ έγκλημα (περιλαμβάνεται στην ευρύτερη κατηγορία των εγκλημάτων βίας), με διττή φύση αφού έχει τα χαρακτηριστικά ενός εγκλήματος κατά της ιδιοκτησίας αλλά και ενός εγκλήματος κατά προσώπου, που αποσκοπεί στην κλοπή αλλά τελείται με τη χρήση ή την απειλή χρήσης βίας κατά προσώπων και δύναται σε ορισμένες περιπτώσεις να φτάσει μέχρι το σοβαρό τραυματισμό του θύματος ακόμα και την αφαίρεση μιας ανθρώπινης ζωής.[13] Ο κοινωνιολόγος John Conklin ο οποίος προτιμάει να το θεωρεί κυρίαρχο έγκλημα βίας σημειώνει σχετικά ότι: «ο δράστης της ληστείας θα πρέπει να αντιμετωπίζεται ως ένα άτομο που συχνά χρησιμοποιεί βία μ’ έναν μη υλιστικό τρόπο… και όταν διαπράττει μια κλοπή, δημιουργεί μια κατάσταση στην οποία χρησιμοποιεί τη βία ή την απειλή της βίας ενάντια στο θύμα».[14]  Πιο συγκεκριμένα, η ληστεία ανήκει στα εγκλήματα παράνομης βίας των οποίων κοινό χαρακτηριστικό αποτελεί η χρήση βίας ή η απειλή χρήσης βίας ή άλλης παράνομης πράξης προς εξαναγκασμό του θύματος και η χρήση της εν λόγω βίας (ή της απειλής της) αποβλέπει κατά κανόνα στην πραγμάτωση κάποιου συγκεκριμένου σκοπού.[15] Στο ποινικό δίκαιο η βία αντιμετωπίζεται ως ένας τρόπος τέλεσης του εγκλήματος και στον ελληνικό ποινικό κώδικα δεν υπάρχει ειδικό κεφάλαιο «εγκλημάτων βίας», εφόσον η κατάταξη στο ειδικό μέρος του Π.Κ. γίνεται με κριτήριο το έννομο αγαθό που προσβάλλεται.[16] Τέλος, η χρήση του όρου «βίαιο έγκλημα» για την περίπτωση της ληστείας δημιουργεί συγχύσεις διότι σύμφωνα με τον Καθηγητή Στέργιο Αλεξιάδη τα βίαια εγκλήματα είναι εκείνα στην αντικειμενική υπόσταση των οποίων δεν προβλέπεται συγκεκριμένος τρόπος τέλεσης[17] και κατά συνέπεια, η τέλεσή τους είναι δυνατόν να πραγματοποιηθεί με μέσα ήπια, δηλαδή, χωρίς την άσκηση βίας. Εάν όμως στις περιπτώσεις αυτές ο δράστης κάνει χρήση βίας, τότε γίνεται λόγος για «βίαια εγκλήματα», όπως λ.χ. η βίαιη σωματική βλάβη.[18] Η ληστεία, όπως ήδη έχουμε αναφέρει αλλά όπως θα δούμε αναλυτικότερα παρακάτω, στον ορισμό της στον Π.Κ. περιγράφεται ότι διαπράττεται με συγκεκριμένο τρόπο (όποιος με σωματική βία εναντίον προσώπου ή με απειλές ενωμένες με επικείμενο κίνδυνο σώματος ή ζωής αφαιρεί από άλλον …) και συνεπώς είναι εξ ορισμού βίαιη. 

Ορισμός

Η ληστεία προβλέπεται στον Ποινικό Κώδικα στο άρθρο 380[19] το οποίο προστατεύει κυρίως την ιδιοκτησία όταν προσβάλλεται από τον δράστη που χρησιμοποιεί ως μέσο τη βία ή την απειλή χρήσης βίας. Είναι ένα έγκλημα σύνθετο, αποτελούμενο από την αντικειμενική υπόσταση της κλοπής και της παράνομης βίας. Στο άρθρο 380 του ΠΚ η ληστεία ορίζεται ως εξής:

  1. Όποιος με σωματική βία εναντίον προσώπου ή με απειλές ενωμένες με επικείμενο κίνδυνο σώματος ή ζωής αφαιρεί από άλλον ξένο (ολικά ή εν μέρει) κινητό πράγμα ή τον εξαναγκάζει να του το παραδώσει για να το ιδιοποιηθεί παρανόμως, τιμωρείται με κάθειρξη. Η τέλεση της πράξης του προηγούμενου εδαφίου με κάλυψη ή αλλοίωση των χαρακτηριστικών του προσώπου του δράστη συνιστά επιβαρυντική περίσταση. Αν ο υπαίτιος της πράξεως αυτής έφερε πολεμικό τυφέκιο ή πυροβόλο όπλο που φέρει φυσίγγιο των 40 χιλιοστών και άνω ή πολυβόλο ή υποπολυβόλο ή χειροβομβίδα ή εκρηκτικό μηχανισμό ή βαρύ όπλο ή όπλο πυροβολικού, τιμωρείται με κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών. 
  2. Αν από την πράξη προήλθε ο θάνατος κάποιου προσώπου ή βαριά σωματική βλάβη ή αν η πράξη εκτελέστηκε με ιδιαίτερη σκληρότητα εναντίον προσώπου ή αν ο δράστης έκανε χρήση πολεμικού τυφεκίου ή πυροβόλου όπλου που φέρει φυσίγγιο των 40 χιλιοστών και άνω ή πολυβόλου ή υποπολυβόλου ή χειροβομβίδας ή εκρηκτικού μηχανισμού ή βαρέως όπλου ή όπλου πυροβολικού, επιβάλλεται ισόβια κάθειρξη. 
  3. Οι ίδιες ποινές (παρ. 1 και 2) επιβάλλονται σ' εκείνον που καταλήφθηκε επ' αυτοφώρω να κλέβει και μεταχειρίζεται σωματική βία εναντίον προσώπου ή απειλές ενωμένες με επικείμενον κίνδυνο σώματος ή ζωής για να διατηρήσει το κλοπιμαίο. 

Περιορισμοί

Θα πρέπει όμως να μην λησμονούμε ότι oι επίσημες στατιστικές κινούνται ανάμεσα στη θεατότητα και την καταγγελία (reporting) των εγκλημάτων[20] και όπως πολύ ορθά επισημαίνει η  Διευθύντρια Ερευνών ΕΚΚΕ Δρ Ιωάννα Τσίγκανου: «τα δεδομένα και τα στοιχεία από τις διωκτικές, ποινικές, σωφρονιστικές αρχές, αφορούν ένα μικρό δείγμα του πληθυσμού, καθώς η ορατή εγκληματικότητα όχι μόνο δεν αντιπροσωπεύει το πραγματικό μέγεθος του εγκληματικού φαινομένου αλλά ούτε και τη φύση του. Όπως το παγόβουνο μόνο η κορυφή είναι ορατή και άδηλο το μεγαλύτερο τμήμα του».[21]

Οι αναλύσεις που εμφανίζονται σε αυτό το άρθρο στηρίχθηκαν σε ένα συγκεκριμένο είδος δεδομένων για το έγκλημα στην Ελλάδα, αυτών δηλαδή που παράγονται, αναπαράγονται και διατίθενται επισήμως από τις αρμόδιες Αρχές. Αν και επικεντρωνόμαστε στα ποσοτικού χαρακτήρα δεδομένα, αξίζει να επισημανθεί η χρησιμότητα και η αναγκαιότητα σε μελλοντικές σχετικές απόπειρες της συνεκτίμησης πληροφοριών από εμπειρικές έρευνες, τόσο ποσοτικού όσο και ποιοτικού χαρακτήρα, καθώς η ποσοτική μεθοδολογία έχει εγγενείς περιορισμούς, η συμβολή της ποιοτικής μεθοδολογίας στην ανάλυση αποδεικνύεται σημαντικά πολύτιμη για να αγνοηθεί.[22]

Με δεδομένες λοιπόν τις επιφυλάξεις ως προς την κατασκευή και αναπαραγωγή των στοιχείων, αυτά αναπαριστούν ενδεικτικές όψεις του εγκλήματος στη βάση των επίσημων δεδομένων τοποθετώντας πάντα το φαινόμενο μέσα στην κοινωνική πραγματικότητα της εποχής του.

Το έγκλημα της ληστείας στην Ελλάδα

Η ιδιοκτησία αποτελεί το οικονομικό θεμέλιο των αστικών δημοκρατιών, την προστασία των οποίων στηρίζει το ποινικό δίκαιο και ο νομικός πολιτισμός σε πολλά κράτη. Κλοπές, ληστείες, φθορές ιδιοκτησιακών αντικειμένων υπόκεινται σε σοβαρό ποινικό κολασμό. Η γενική αυτή κατηγορία εμφανίζει, όμως, τόσο ουσιαστικά όσο και ταξινομητικά ζητήματα, η κρισιμότητα των οποίων καθίσταται αυτονόητη αν αναλογιστούμε ότι τα ποσοστά των διαπραχθέντων αδικημάτων που συγκεντρώνονται υπό την γενική αυτή κατηγορία αγγίζουν σε άθροισμα το 40% με 50% της συνολικής διαπιστούμενης εγκληματικότητας στη χώρα.[23] Αυτή η διαπίστωση είναι σημαντική, διότι η υπερ-συγκέντρωση τόσο μεγάλου όγκου δεδομένων σε μία και μόνο κατηγορία ενδέχεται να συμπαρασύρει τη συνολική αναπαράσταση της φυσιογνωμίας του εγκληματικού φαινομένου ως προς τα χαρακτηριστικά τόσο των ίδιων των αδικημάτων όσο και των δραστών. Με αυτόν τον τρόπο το μεμονωμένο δύναται να διερευνηθεί αθέμιτα και να φτάσει το γενικό, και να οδηγήσει σε ακατάλληλες και αδόκιμες ερμηνείες.[24] Επιπλέον, πάντοτε επικρατούσε η λογική της από κοινού ταξινόμησης της ληστείας με την κλοπή, στη γενική κατηγορία των αδικημάτων κατά της ιδιοκτησίας, ενώ η αντικειμενική υπόσταση της ληστείας εμπεριέχει άσκηση βίας κατά προσώπων. Ακόμη και αυτή η ίδια η ταξινόμηση του Ποινικού Κώδικα των αδικημάτων αυτών σε ενιαίο κεφάλαιο υποδεικνύει ότι η ληστεία κατά τον ποινικό νομοθέτη προκρίνεται ως έγκλημα κατά κύριο λόγο στρεφόμενο κατά του αντικειμένου ιδιοκτησίας και δευτερεύοντος κατά του προσώπου που πλήττεται. Αυτή η δυαδική φύση του αδικήματος της ληστείας με τον τρόπο που εννοιολογείται και στη συνέχεια μεταγράφεται στατιστικά, δημιουργεί προβλήματα ερμηνείας και αποτίμησης της βαρύτητας των διαπραττόμενων εγκλημάτων μέσα στο χρόνο και δεν ενδείκνυται για ουσιαστικού τύπου ομογενοποιημένες αναλύσεις. Ούτε και τα πρωτογενή δεδομένα διαθέτουν αντίστοιχη λογική στην εννοιακή αποκωδικοποίηση και την ταξινόμησή τους. Με αυτόν τον τρόπο και η δυναμική συγκριτικών αποτιμήσεων πλήττεται.

Για τις ανάγκες της παρούσας παρουσίασης  θα καταφύγουμε στη μέτρηση που γίνεται σε ένα προ-δικαστικό στάδιο, χωρίς να ενδιαφέρει η παραπέρα τύχη της υπόθεσης και πιο συγκεκριμένα στα στατιστικά στοιχεία που δημοσιεύονται από τις Στατιστικές Επετηρίδες της Ελληνικής Αστυνομίας[25] με στόχο να εκτιμήσουμε την έκταση της δήλης εγκληματικότητας, για μία ειδική κατηγορία αδικήματος: το έγκλημα της ληστείας. Μέρος των στοιχείων που περιλαμβάνονται στην ετήσια «Στατιστική Επετηρίδα της Ελληνικής Αστυνομίας» αποτελούν τα στοιχεία που αποστέλλονται προς δημοσίευση στην ΕΛΣΤΑΤ, ως «Στατιστική Αδικημάτων – διαπραχθέντων αδικημάτων», με βασική διαφοροποίηση την ενοποίηση κάποιων κατηγοριών.[26]

Διαπιστώσεις

Ενδεικτικά στα γραφήματα που ακολουθούν γίνεται μία προσπάθεια να αποτυπωθεί η εικόνα του εγκλήματος της ληστείας στην Ελλάδα και η εξέλιξή της μέσα στις δύο τελευταίες δεκαετίες (17 χρόνια), επιλέγοντας και παρουσιάζοντας αριθμητικά μεγέθη για τα έτη από το 1987 έως και το 2015 που είναι και το πιο πρόσφατο έτος με επίσημα δημοσιευμένα στοιχεία. Μάλιστα για τα επιλεγμένα έτη 1996, 2001, 2006, 2011, 2013, 2014 και 2015 γίνεται απόπειρα σκιαγράφησης του προφίλ των φερόμενων ως δραστών που πρέπει βέβαια να επισημανθεί εδώ, χάριν πληρότητας του κειμένου, ότι απαιτείται ιδιαίτερη περίσκεψη, διότι πρόκειται απλώς για υπόπτους ή κατηγορούμενους, οι οποίοι έως ότου καταδικασθούν από δικαστήριο απολαμβάνουν κατά τη δικονομία το «τεκμήριο της αθωότητας» και δεν γνωρίζουμε την τελική ετυμηγορία του ΣΠΔ (ειδικότερα των εισαγγελέων και των ποινικών δικαστηρίων).

Αναφορικά με το αδίκημα της ληστείας και ως προς την εξέλιξη της πορείας του, στο χρονικό ανάπτυγμα της περιόδου που εξετάζουμε ιδίως μέσα στην κρίση, διαπιστώνεται μια ξεκάθαρη ανοδική πορεία, έστω και με διακυμάνσεις συγκυριακού χαρακτήρα με το πέρασμα των ετών. Αναφέρουμε ότι οι 1.102 ληστείες κατά το έτος καταγραφής 1990 - χαρακτηρισμένες ως τέτοιες με βάση τον ποινικό ορισμό από τις Αρχές – αρχίζουν να εμφανίζουν μια ανοδική πορεία μέχρι το έτος 2000 με 1.707 καταγραφές και διακριτά ανοδική πορεία έκτοτε. Το έτος 2002 οι αστυνομικές αναφορές κάνουν λόγο για 2.131 αδικήματα, το 2004, 2.400 αδικήματα, ενώ από το 2010 και έπειτα οι ετήσιες καταγραφές κυμαίνονται κατά μέσο όρο στα 4.500 αδικήματα (σχεδόν τα διπλάσια από το 2004). Το 2013 αποτελεί τη χρονιά όπου εμφανίζονται και οι περισσότερες εγγραφές δηλαδή 5.514 αδικήματα, ενώ το 2015 κλείνει στις 4.775.

Πηγή: Ελληνική Αστυνομία «Στατιστικές Επετηρίδες»

Μέσα σε αυτές τις καταγραφές περιλαμβάνονται πολλές και διαφορετικές εκφάνσεις του εγκλήματος της ληστείας, ενδεικτικά αρπαγές τσαντών, ληστείες εις βάρος πεζών με λεία μικροποσά και κινητά τηλέφωνα, ληστείες σε καταστήματα, τράπεζες και οι ληστείες σε κατοικίες οι οποίες διαφοροποιούνται και ποσοτικά αλλά και ποιοτικά. Οι Αστυνομικές Επετηρίδες δεν περιλαμβάνουν σχετικά στοιχεία και αναφορές. Αυτό που πρέπει να επισημανθεί στο σημείο αυτό είναι ότι αναλυτές της ΕΛ.ΑΣ. κάνουν λόγο για μετατόπιση του εγκλήματος της ληστείας μέσα στην κρίση προς στόχους «χαμηλού ρίσκου» με τις περισσότερες καταγραφές ληστειών να αφορούν αρπαγές τσαντών, ληστείες εις βάρος πεζών με λεία μικροποσά και κινητά τηλέφωνα[27] ενώ για τις σοβαρότερες περιπτώσεις ληστειών όπου έχουμε συρροή ανθρωποκτονίας και ληστείας[28] τα στοιχεία καταδεικνύουν τον περιορισμένο όγκο των σχετικών αναφορών. Μάλιστα για τις τετελεσμένες ανθρωποκτονίες που έχουν διαπραχθεί στην ελληνική επικράτεια από το 2010 και εντεύθεν, δηλαδή διαρκούσης της κρίσης, κατά μέσο όρο το 20,9% αφορούσε περιπτώσεις συρροής με ληστεία, με τη μεγαλύτερη καταγραφή να εμφανίζεται εν μέσω κρίσης το έτος 2013, με ποσοστό σχεδόν 30% (για την ακρίβεια 29,1%) και το μικρότερο το 2010, περίπου στην αρχή της κρίσης, με ποσοστό μόλις 11,9%. Κατά τα δύο τελευταία έτη, ήτοι 2014 και 2015, καταγράφεται μια σχετική μείωση (20% και 18,6% αντίστοιχα) με την ποσόστωση να παραμένει όμως σημαντική σε σχέση με παλαιότερα έτη.

 

Πηγή: Ελληνική Αστυνομία
http://www.astynomia.gr/index.php?option=ozo_content&perform=view&id=81&Itemid=73&lang=

 

Οι γνωστοί δράστες επίσης αυξάνονται από μόλις 534 το 1996 σε 2.402 το 2015 με το μεγαλύτερο αριθμό καταγραφής το έτος 2013, 2.998 άτομα. Στην πλειονότητα οι φερόμενοι ως δράστες είναι ημεδαποί με σημαντική τάση συμμετοχής και των αλλοδαπών δραστών, η οποία όμως, εμφανίζεται να υποχωρεί μέσα στην κρίση, ακολουθώντας πτωτική πορεία.

Πηγή: Ελληνική Αστυνομία / «Στατιστικές Επετηρίδες»

 

Πηγή: Ελληνική Αστυνομία / «Στατιστικές Επετηρίδες»

 

Ως προς το φύλο του δράστη, η ανάλυση της φαινομενολογίας του συγκεκριμένου αδικήματος όπως αυτή αποτυπώνεται στην αστυνομική στατιστική την υπό εξέταση χρονική περίοδο, υποδεικνύει ότι πρόκειται για «ανδροκρατούμενο» τοπίο, αν και η συμμετοχή των γυναικών αυξάνει με το χρόνο και είναι πλέον σημαντική. Ειδικότερα, η ποσοστιαία συμμετοχή των γυναικών στη διάπραξη ληστειών αυξάνεται σημαντικά από 5,8%  το 1996 σε 36,4% το 2015.

Πηγή: Ελληνική Αστυνομία / «Στατιστικές Επετηρίδες»
Πηγή: Ελληνική Αστυνομία / «Στατιστικές Επετηρίδες»

 

Ενδιαφέρον εμφανίζει και το ηλικιακό μείγμα των φερόμενων δραστών, καθώς με το πέρασμα των ετών φαίνεται πως το ηλικιακό όριο έχει κατέβει αισθητά. Είναι ένα αδίκημα στο οποίο παραδοσιακά φαίνεται να εμπλέκονται άτομα νεαρών ηλικιών, με κυρίαρχες τις ηλικιακές κατηγορίες 21 – 24 ετών και 25-29 ετών. Αξίζει εδώ να σημειωθεί ότι η ηλικιακή κατηγορία των ανηλίκων (13 – 17 ετών) εμφανίζει σημαντική ανοδική τάση, ιδιαίτερα από το 2010 και μετά. Ανάλογη πορεία ακολουθεί και η ηλικιακή κατηγορία των δραστών ηλικίας 35-44 ετών. Τα εναπομείναντα ποσοστά περίπου ισοκατανέμονται στις λοιπές ηλικιακές κατηγορίες. Με την εξαίρεση των νεαρών δραστών, μοιάζει ως εάν ο ηλικιακός δείκτης επόμενων κατηγοριών να παραμένει σταθερός.

Πηγή: Ελληνική Αστυνομία / «Στατιστικές Επετηρίδες»

Η περίπτωση της ληστείας προκαλεί τις παραδεδειγμένες θεωρήσεις περί μονοσήμαντης διασύνδεσης της φτώχειας με την εγκληματικότητα των δρόμων.[29] Το παλαιότερο αξίωμα ότι «η φτώχεια γεννάει το έγκλημα»[30] δεν φαίνεται να ισχύει απόλυτα, χωρίς τούτο να σημαίνει ότι δεν εντοπίζονται συσχετίσεις ανάμεσα στην φτώχεια και το έγκλημα.[31] Η ανάγνωση της ελληνικής περίπτωσης υποδεικνύει ότι η ιδιοκτησία είναι ευάλωτη σε προσβολές τόσο στην οικονομική ευημερία (πλούτο) όσο και στην οικονομική αποστέρηση (φτώχεια),[32] καθώς οι ληστείες διαγράφουν μια συνεπή ανοδική πορεία καθ’ όλη την περίοδο αναφοράς τόσο εντός όσο και εκτός κρίσης. Μάλιστα διατεινόμαστε ότι η ανοδική τάση που καταγράφεται στο αδίκημα της ληστείας αλλά και πολύ περισσότερο στις κλοπές[33] διασπείρεται και επηρεάζει ολόκληρη την εικόνα της διαπιστωμένης εγκληματικότητας στη χώρα, λόγω του όγκου των στατιστικών καταγραφών αλλά και της βαρύτητας των πράξεων (ληστείες με χρήση όπλων, ανθρωποκτονίες με κίνητρο τη ληστεία κ.λπ.), με σημαντικές επιπτώσεις τόσο στο φόβο του εγκλήματος[34] όσο και στην επίσημη αντίδραση σε αυτό.

Η συνολική αυτή εικόνα, τέλος, υποδεικνύει την επιστράτευση ενός μείγματος θεωρήσεων για την κατανόηση και την ερμηνεία της. Διότι καμία μονοσήμαντη ερμηνεία δεν μπορεί να απο-κωδικοποιήσει την παραπάνω σύνθετη φυσιογνωμία του αδικήματος της ληστείας, ιδιαίτερα υπό την επίδραση της παραμέτρου της οικονομικής κρίσης.[35]

Ίσως η ανοδική πορεία των ληστειών να ακολουθεί την άνοδο της βαριάς εγκληματικότητας που παρατηρείται στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια[36] και συνεπώς να καθίσταται ερμηνεύσιμη υπό το πρίσμα των κλασικών θεωρήσεων των επιπτώσεων που επιφέρει η οξεία δομικού τύπου κοινωνική αποδιοργάνωση δομών, θεσμών και πρακτικών, που επέφεραν τόσο η ευμάρεια όσο και η οικονομική κρίση. Επιπλέον, η εικόνα της ληστείας, μπορεί να διαφοροποιείται σήμερα επηρεαζόμενη κυρίως από τα οξύτερα ποιοτικά χαρακτηριστικά που εμφανίζει συνολικά η βαριά εγκληματικότητα στην Ελλάδα της κρίσης.[37] Ίσως πάλι να συμμετέχει στη διαμόρφωση της ανησυχητικής αυτής εικόνας η εισαγωγή εγκληματικών πρακτικών, ξένων προς την ελληνική εγκληματική παράδοση, η οργανωμένη δράση «συμμοριών», εγκληματικών οργανώσεων στη διάπραξη ληστειών,[38] η αυξητική εισροή της κατοχής και εμπορίας όπλων υπό τη δράση και την επίδραση του διεθνούς οργανωμένου εγκλήματος.[39]

Συνόψιση

Η ελληνική εμπειρία υποδεικνύει ότι το έγκλημα της ληστείας είναι το ίδιο συναρτημένο τόσο με τα επίπεδα πλούτου όσο και με τα επίπεδα φτώχειας και ανισότητας καθώς η πορεία του μοιάζει ουδέτερη ως προς την παράμετρο της οικονομικής κρίσης. Τόσο κατά την περίοδο της οικονομικής ευημερίας όσο και κατά τα χρόνια της λιτότητας η πορεία των εγκλημάτων αυτών παραμένει ανεμπόδιστα ανοδική και μπορεί να αποτελέσει έναν από τους παράγοντες μιας καθολικής αναμέτρησης ανάμεσα στους «έχοντες» και «μη έχοντες» ως αποτέλεσμα των κανόνων λειτουργίας μιας ελεύθερης αγοράς.[40] Η ερμηνεία σ’ ένα ιδιότυπο ωφελιμιστικό έγκλημα, εργαλειακό (instrumental) ως έγκλημα ιδιοκτησίας[41] το οποίο έχει να κάνει περισσότερο με το όφελος που αποκομίζει από αυτό ο δράστης[42] (μια σχετικά λογική και υπολογισμένη πράξη[43]) αλλά ταυτόχρονα και εκφραστικό (expressive) ως έγκλημα βίας, δύναται να δείχνει και μια (ταξική) οργή και μια αντίδραση από τις «μη έχοντες».[44] Οι αξίες της κοινωνίας (societal values)[45] δεν πρέπει να υποτιμώνται στην εγκληματογένεση καθώς η βίωση της αποστέρησης[46] (οι σε πολλές περιπτώσεις απότομη και βίαιη αποστέρηση στο παράδειγμα  της ελληνικής κρίσης) καταλήγει σε ανατροπή και των ηθικών ορίων[47] ίσως και στην πρόσληψη του εγκλήματος ως μοναδικού τρόπου επιβίωσης.[48] H μη ικανοποίηση των βασικών αναγκών και διαβίωση σε υποβαθμισμένα περιβάλλοντα να επιτείνουν ακόμα περισσότερο την άρνηση των θεσμών και του κοινωνικού συστήματος. Επίσης, το έγκλημα της ληστείας δύναται να αποδοθεί και στην ηθική κρίση, μιας Ντιρκεμιανής κρίσης αξιών όπου το άτομο «μη ελαυνόμενο πια από αδιαμφισβήτητες συλλογικές αξίες, απειλείται από τον αχαλίνωτο χαρακτήρα των προσωπικών του επιθυμιών. Αυτό μπορεί να οδηγήσει στην κατάσταση της «ανομίας», δηλ. σε μια κατάσταση όπου οι αξίες και οι κανόνες δεν ασκούν πια ρυθμιστικό ρόλο στις ανθρώπινες συμπεριφορές».[49] Με τη σχετικοποίηση του τι επιτρέπεται και του τι απαγορεύεται, με τη διαγραφή του υποκειμένου στο όνομα της απόλυτης προτεραιότητας του αντικειμένου[50] και τη βία να κυριαρχεί σε διαφορετικές εκφάνσεις των εγκλημάτων κατά της ιδιοκτησίας, αναζητούνται εξηγητικά ερείσματα και σε θεωρητικές απόψεις περί μιας υποκουλτούρας[51] της βίας[52] μέσα στην ελληνική κοινωνία όπου οι αξίες της ανθρώπινης ζωής και της σωματικής ακεραιότητας φαίνεται να λογίζονται υποδεέστερα σε σχέση με την επίτευξη του σκοπού, του οικονομικού οφέλους στην περίπτωση της ληστείας, της αρπαγής των χρημάτων, των αποκτημάτων του άλλου με οποιονδήποτε τρόπο. Λαμβάνοντας πάντα υπόψη τους περιορισμούς που θέτει η αστυνομική στατιστική, όπως προαναφέρθηκαν στο παρόν κείμενο, την αναγκαιότητα των συγκρίσεων με άλλες πηγές δεδομένων για το εγκληματικό φαινόμενο και με έρευνες στο χώρο του δικαίου,[53] η παρουσιαζόμενη υψηλή δραστηριοποίηση συγκεκριμένων κατηγοριών πολιτισμικά διαφοροποιημένων αλλοδαπών διωκόμενων δραστών[54] στα αδικήματα αυτά ενισχύει την ερμηνευτική της ηθικής παραμέτρου στην περίπτωση των ληστειών.[55]  Η ποσοστιαία εμφάνιση ανηλίκων και όλο και νεαρότερων ηλικιακά δραστών σε ληστείες, πέρα από μια εφηβικού τύπου αντίδραση επιβεβαιώνει, κατά την άποψή μας, για μια ακόμη φορά τον Merton και τους συνεχιστές του αναφορικά με  τη συσχέτιση παραμέτρων της κοινωνικής δομής και τη δομής των ευκαιριών με το πέρασμα στην πράξη, ιδίως λόγω ακύρωσης προσδοκιών, πόθων, ονείρων σε μια κοινωνία που ασκεί πιέσεις στα άτομα δίνοντας έμφαση στην επίτευξη της υλικής επιτυχίας, αναγνωρίζοντάς την ως παραδεκτό κοινωνικό στόχο, ενώ ταυτόχρονα περιορίζει τα θεσμικά μέσα επίτευξης του στόχου αυτού σε ορισμένα μόνο τμήματα του κοινωνικού συνόλου, τα οποία έχουν τα μέσα να τα χρησιμοποιούν  νόμιμα. Σε αυτούς που υφίστανται την αδικία δημιουργείται μια ματαίωση, μια ψυχική ένταση που δύναται να ωθήσει προς το έγκλημα.[56] Τέλος, η εμφανώς μεγαλύτερη σχετική δραστηριοποίηση των γυναικών φερόμενων ως δραστών, προκαλεί τις παραδοσιακές εγκληματολογικές απόψεις περί της διαπιστούμενης υπο-εκπροσώπησής τους,[57]  ιδιαίτερα στις περιπτώσεις διάπραξης εγκλημάτων βίας[58] καθιστώντας την περαιτέρω επιστημονική διερεύνηση της εικόνας αυτής αναγκαία για την αποφυγή λανθασμένων συμπερασμάτων.  Στη σύγχρονη ελληνική κοινωνία οι γυναίκες φαίνεται να τελούν πλέον εγκλήματα που συναρτώνται με το νέο τους ισότιμο ρόλο και η συζήτηση γύρω από νέα πρότυπα αρρενωπότητας ή θηλυκότητας που καθοδηγούν τη συμπεριφορά τόσο των ανδρών όσο και των γυναικών δύναται να προσφέρει στον σχετικό επιστημονικό προβληματισμό περί μιας «επίμονης»(;) συσχέτισης μεταξύ φύλου και εγκλήματος.[59]

Αντι- επιλόγου

Η ανάγνωση των δεδομένων από την ελληνική εμπειρία κατέδειξε ότι το έγκλημα της ληστείας εκφράζεται στο μικρο-επίπεδο της καθημερινότητας είτε κάτω από μια εμφανώς αυτο-αναπαραγόμενη στατιστική επιφάνεια, είτε κάτω από μια απορρυθμισμένη κοινωνική κατάσταση, με αντιστάσεις, αντιθέσεις και ρήξεις στην ορθολογικότητα ή/και τις ρυθμιστικές λειτουργίες των Αρχών[60] μιας κοινωνίας σε κρίση. Και όπως αναφέρει η Διευθύντρια Ερευνών ΕΚΚΕ Ιωάννα Τσίγκανου αυτό συχνά λειτουργεί ως το εννοιολογικό αντίθετο της κοινής ζωής που είναι ο ιδεότυπος του επικινδύνως ζειν.[61] Με τις παρατηρήσεις του Giddens για τις συνέπειες της νεωτερικότητας,[62] για τις «κοινωνίες της διακινδύνευσης/του ρίσκου»[63] να αποτελούν  σημαίνουσες προσφορές στην αποκωδικοποίηση των σύγχρονων εκφάνσεων του εγκληματικού φαινομένου εν γένει. Όμως, δεν δύναται να αγνοήσουμε και τις πάντα επίκαιρες, όπως αποδεικνύονται, παρατηρήσεις του Θουκυδίδη ότι, οι κάθε λογής κρίσεις που παρατηρούνται στις ανθρώπινες κοινωνίες γεννούν και κρίσεις αξιών.[64] Μήπως όμως η εποχή μας χαρακτηρίζεται από μια τέτοια ανομική κατάσταση και κρίση αξιών; Στη σύγχρονη εποχή και μέσα στις κοινωνίες της διακινδύνευσης/του ρίσκου ο άνθρωπος τείνει να υποβαθμισθεί μόνο στη διάσταση του «homo oecomicus»[65] με τον Καθηγητή Ιάκωβο Φαρσεδάκη[66] να σημειώνει την πλήρη αντιστροφή του πλατωνικού «χρημάτων πάντων μέτρον άνθρωπος» και αντικατάστασή του από το «ανθρώπων πάντων μέτρον χρήμα».[67]

Αυτά είναι τα σημεία των καιρών με το έγκλημα εν γένει, είτε διαγράφοντας πτωτική πορεία είτε ανοδική, είτε εμφανίζοντας σταθερότητα, να συνιστά έκφραση των κινδύνων και των διακινδυνεύσεων, των διλημμάτων και των διακυβευμάτων μιας κοινωνίας του ρίσκου που άλλοτε ρυθμίζεται και άλλοτε απορρυθμίζεται.[68]


Μάρθα Λεμπέση είναι Κοινωνιολόγος, ΜΔΕ Εγκληματολογίας, Υπ. Διδάκτωρ Επικοινωνίας & ΜΜΕ

[1] https://wn.com/spiridoula__skase_kai_kolumpa

[2] Βλ. Thio, A. (2003), Παρεκκλίνουσα συμπεριφορά, εκδ. 4η, επιμ. Χρ. Τσουραμάνης, Αθήνα: εκδ. Έλλην, σ. 224.

[3] Βλ. Σχετικά με τις ετήσιες στατιστικές της ΕΛ.ΑΣ. σε http://www.astynomia.gr/index.php?option=ozo_content&perform=view&id=81&Itemid=73&lang=

[4] Βλ. Λαμπροπούλου, ’Ε. (2000), «Η Βία και η εγκληματικότητα  στα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης. Are bad news goods news?» στο Αφιέρωμα στη Μνήμη του Ηλία Δασκαλάκη, Εγκληματίες και Θύματα στο Κατώφλι του 21ου αιώνα, Αθήνα: Ε.Κ.Κ.Ε., σσ. 415-429.

[5] Εφ’ όσον τα ΜΜΕ αναφέρουν επιλεκτικά παραβιάσεις ως μεμονωμένα περιστατικά, δυναμώνει η αγανάκτηση των πολιτών και ενισχύεται εμμέσως ο κανόνας, ενώ από την άλλη πλευρά, αυξάνεται και η λεγόμενη «πολυμερής άγνοια, δηλαδή η άγνοια του κοινωνικού συνόλου για την έκταση και την φυσιολογικότητα της παρέκκλισης. Βλ.  Λαμπροπούλου,’Ε. ό. π., σ. 417.

[6]Βλ. Πανούσης,  Γ. (2004),  Περί εγκληματ(ι)ών λόγος και αντίλογος,  Αθήνα - Κομοτηνή: εκδ.  Αντ. Ν. Σάκκουλα, σ. 120.

[7] Βλ. Τσίγκανου,  I. Κουτσούκου, Η. Λαμπράκη, Ι. & Λεμπέση, Μ. (2016), Το εγκληματικό φαινόμενο στην Ελλάδα σήμερα. Δεδομένα και Αναγνώσεις, Αθήνα: εκδ. Παπαζήση, σ. 23.

[8] Βλ. Ζαραφωνίτου, Χρ. (2016), «Βίαιη εγκληματικότητα και φόβος του εγκλήματος σε εποχές «κρίσης» σε Τιμητικό Τόμο Νέστορα Κουράκη, Έγκλημα και ποινική καταστολή σε εποχή κρίσης, εκδοτική επιμέλεια Μαργαρίτα Γασπαρινάτου, Αθήνα: εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, http://crime-in-crisis.com/11/#_ftn10

[9] Βλ. Άρθρο στην ηλεκτρονική έκδοση της Εφημ. LIFO, 06/02/2017, σε http://www.lifo.gr/now/greece/132097

[10]Βλ.  Άρθρο στο ηλεκτρονικό ειδησεογραφικό portal PRONEWS, 29/03/2013, σε http://www.pronews.gr/portal/item/%CF%80%CF%81%CE%BF%CE%BC%CE%B1%CF%87%CF%8E%CE%BD%CE%B1%CF%82-%CE%B2%CE%AF%CE%B1%CE%B9%CE%B7-%CE%BB%CE%B7%CF%83%CF%84%CE%B5%CE%AF%CE%B1-%CE%B1%CF%80%CF%8C-%CE%B4%CF%8D%CE%BF-%CE%B2%CE%BF%CF%8D%CE%BB%CE%B3%CE%B1%CF%81%CE%BF%CF%85%CF%82-%CF%83%CE%B5-%CE%B2%CE%B5%CE%BD%CE%B6%CE%B9%CE%BD%CE%AC%CE%B4%CE%B9%CE%BA%CE%BF

[11] Βλ.  Άρθρο στο ηλεκτρονικό ειδησεογραφικό portal IEFIMERIDA, 06/02/2017, σε http://www.iefimerida.gr/news/317432/sto-eleos-kakopoion-horia-sta-ellinoalvanika-synora-koimoyntai-me-oplo-sto-krevati

[12] Βλ. Πανούσης,  Γ. (2008),  Καθ’ Υπερβολήν, Χρήσεις & Καταχρήσεις, Αθήνα: εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη, σ. 53 ∙ Barak, G. (1995), “Newsmaking Criminology: Reflections on the media, intellectuals and crime”, σε Media, Process and the social construction of crime”, Vol 10 (Current Issues in Criminal Justice), ed. G. Barak, New York: Routledge.

[13] Με την επισήμανση ότι αυτή η πιθανότητα στατιστικά φαίνεται να καταλήγει μόνο περιστασιακά στην πραγματική βία, κατά τη διάρκεια μιας ληστείας. Αρκετές μελέτες έχουν δείξει ότι οι μισές ληστείες αλλά ακόμα και λιγότερες από τις μισές περιλαμβάνουν πραγματική βία, πρόκληση σωματικών βλαβών και ακόμα πιο περιορισμένος αριθμός εξ αυτών καταλήγουν και σε ανθρωποκτονία. Βλ. Thio, A. ό. π., σ. 229.

[14] Βλ. Conklin, J.H. (1972), Robbery and the Criminal Justice System, Philadelphia: Lippincott, σ. 79.

[15] Βλ. Αλεξιάδης, Σ. (2004), Εγκληματολογία, 4η εκδ., Αθήνα-Θεσσαλονίκη: εκδ. Σάκκουλα Α.Ε., σσ. 148-149 & Μαγγανάς,  Α. (1999), «Εγκληματολογικές παρατηρήσεις για το έγκλημα της ένοπλης ληστείας», στον τόμο του ιδίου , Θέματα εγκληματολογικά και ποινικού δικαίου, Αθήνα: εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη, σ. 102 επ.

[16] Βλ. Αλεξιάδης, Σ. ό. π., σσ. 150-151.

[17] Στα βίαια εγκλήματα η βία δεν αποτελεί στοιχείο της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος αλλά εκτιμάται ως στοιχείο της προσωπικότητας του δράστη. Βλ. Αλεξιάδης, Σ. ό. π., σ. 149.

[18]  Στο ίδιο, σ. 149

[19] Για περισσότερα σχετικά με την νομική ερμηνεία του άρθρου 380 ΠΚ βλ. Ποινικός Κώδικας, Ερμηνεία κατʼ άρθρο - Τόμος Δεύτερος, επιμ. Α. Χαραλαμπάκη, σ. 3109 (β΄έκδοση).

[20]Βλ. Maguire, Μ. (2002), “Crime Statistics – The ‘data explosion’ and its implications”, σε The Oxford Handbook of Criminology, 3rd ed. (ed. M. Maguire, R. Morgan, R. Reiner). Oxford University Press, σ. 325 ∙ Bottomley, Κ. & Coleman , Cl. (1981), Understanding Crime Rates, England: Gower, σ. 78.

[21] Βλ. Τσίγκανου, Ι. σε άρθρο της Ιωάννας Σωτήρχου, «Λιγότερα αλλά πιο βαριά αδικήματα έφερε η κρίση...»στην Εφημερίδα των Συντακτών 16/03/2017 σε http://www.efsyn.gr/arthro/ligotera-alla-pio-varia-adikimata-efere-i-krisi

[22] Βλ. Hobbs, D. (1994), «Professional and organized crime in Britain”σε The Oxford Handbook of Criminology, 3rd ed. (ed. M. Maguire, R. Morgan, R. Reiner), Oxford University Press, σ. 442 & Foster, J. (1990), Villains: Crime and Community in the Inner City, London: Routledge.

[23] Βλ. Τσίγκανου, I. ό. π., σ. 203.

[24] Βλ.  Στο ίδιο, σ. 204.

[25]Τα τελευταία χρόνια εκδίδεται από τη Διεύθυνση Πληροφορικής του Αρχηγείου της Ελληνικής Αστυνομίας, σε ετήσια βάση, η «Στατιστική Επετηρίδα της Ελληνικής Αστυνομίας» που περιλαμβάνει από το 2013 και μετά τέσσερα τμήματα: ΤΜΗΜΑ Ι Εγκληματολογική Στατιστική, ΤΜΗΜΑ ΙΙ Αστυνομική Στατιστική, ΤΜΗΜΑ ΙΙΙ Στατιστική Τροχαίας και ΤΜΗΜΑ ΙV Στατιστική Αστυϊατρικών κλπ επιθεωρήσεων και Αγορανομικών ελέγχων. Η έκδοση της Στατιστικής Επετηρίδας περιέχει στατιστικά στοιχεία των εγκλημάτων που βεβαιώθηκαν, των ατυχημάτων και της δραστηριότητας γενικά των Υπηρεσιών της Ελληνικής Αστυνομίας σε επεξεργασμένους στατιστικούς πίνακες.  Σημειώνεται, ότι αρχής γενομένης από το έτος 2010, η Ελληνική Αστυνομία αποτυπώνει ηλεκτρονικά και σε πραγματικό χρόνο με ειδικό λογισμικό όλα τα αδικήματα και τα συμβάντα αστυνομικού ενδιαφέροντος. Με το νέο αυτό τρόπο καταγράφονται καθημερινά, μέσω του συστήματος Police On Line, αναλυτικά και με πληρότητα όλα τα περιστατικά, σε κάθε αστυνομική Υπηρεσία της χώρας. Η Εγκληματολογική Στατιστική αναφέρεται στα αδικήματα που διαπράχθηκαν κατά τη διάρκεια του έτους, σε βαθμό Κακουργήματος ή Πλημμελήματος (αυτεπάγγελτα ή κατ’ έγκληση διωκόμενα), για τα οποία οι περιφερειακές Υπηρεσίες της Ελληνικής Αστυνομίας είτε επιλήφθηκαν προανάκρισης είτε υπέβαλαν τις σχετικές μηνύσεις ή εγκλήσεις, στους δράστες (αυτουργούς ή συμμέτοχους) αυτών και στα εξιχνιαζόμενα αδικήματα περασμένων ετών. Επιπροσθέτως, υπάρχουν δώδεκα πίνακες με αρίθμηση για τα αδικήματα και για τους δράστες, από τα συνολικά στοιχεία των οποίων έχουν εξαιρεθεί οι σε βαθμό Πλημμελήματος παραβάσεις και οι παραβάτες της οδικής κυκλοφορίας και της Νομοθεσίας για αυτοκίνητα κλπ οχήματα και εμφανίζονται τα υπόλοιπα αδικήματα ή δράστες για πληρέστερη αξιολόγηση των στοιχείων. Πιο συγκεκριμένα, για το έγκλημα της ληστείας οι ετήσιες εκδόσεις των Στατιστικών Επετηρίδων ακολουθούν τη διάκριση των αδικημάτων του Ελληνικού Ποινικού Κώδικα έτσι έχουμε πίνακες με συνολικά στοιχεία για τα εγκλήματα κατά της ιδιοκτησίας και πίνακες με αδικήματα του Π.Κ. που ειδικά κατονομάζονται  στα οποία περιλαμβάνονται η ληστεία και αποτελεί άθροισμα των καταχωρήσεων δύο κατηγοριών, όπως εμφανίζονται στις Αστυνομικές Επετηρίδες, των κατηγοριών «Ληστεία με αρπαγή» και «Άλλη ληστεία».

[26]Βλ. Καλλίτσης, Θ. (2009), «Αστυνομική Στατιστική», Επιθεώρηση Κοινωνικών Ερευνών, Β’/ 2009, 129, Αθήνα: ΕΚΚΕ, σσ. 103-104.

[27] Ειδικότερα βλ. Στατιστικά στοιχεία - απολογισμός συνολικής δραστηριότητας της Ελληνικής Αστυνομίας για το έτος 2016 http://www.astynomia.gr/index.php?option=ozo_content&lang=%27..%27&perform=view&id=70674&Itemid=1866&lang=

[28] Βλ. Φασούλας, Ζ. (1994), «Ληστεία και ανθρωποκτονία από πρόθεση…», Ποινικά Χρονικά ,8.

[29] Βλ. Quinney, R. (1977), Class State and Crime – On Theory and Practice of Criminal Justice, New York: David McKay ∙ Cantor, D. & Land, K.C. (1985), “Unemployment and crime rates in the post – world War II United States: A Theoretical and Empirical Analysis”, American Sociological Review, 50(3), σσ. 317-332 ∙ Levitt, S.D. (2004), “Understanding why crime fell in the 1990s: Four factors that explain the decline and six that do not”, The Journal of Economic Perspectives, 18(1), σσ. 163-190. Για αντίθετες απόψεις βλ. Deflem, M. (2011), Economic Crisis and Crime, UK:Emerald Group

[30] Poverty breeds crime βλ. Van Dijk, J. (1991), “More than a matter of security. Trends in crime prevention in Europe” σε Fr. Heidensohn and M. Farrell (eds) Crime in Europe, London – N.Y.: Routledge, σ. 36.∙ Πρβλ.  Σπινέλλη, Κ. Δ. (2016), «Οικονομική κρίση και εγκληματικότητα: Τρεις αφηγήσεις», σε Τιμητικό Τόμο Νέστορα Κουράκη, Έγκλημα και ποινική καταστολή σε εποχή κρίσης, εκδοτική επιμέλεια Μαργαρίτα Γασπαρινάτου, Αθήνα: εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, http://crime-in-crisis.com/%CE%BF%CE%B9%CE%BA%CE%BF%CE%BD%CE%BF%CE%BC%CE%B9%CE%BA%CE%AE-%CE%BA%CF%81%CE%AF%CF%83%CE%B7-%CE%BA%CE%B1%CE%B9-%CE%B5%CE%B3%CE%BA%CE%BB%CE%B7%CE%BC%CE%B1%CF%84%CE%B9%CE%BA%CF%8C%CF%84%CE%B7%CF%84/

[31] Βλ. Sutherland, E. (1973), On analyzing crime, Chicago: The University Chicago Press, σσ. 15, 47, 123-124.

[32] Σχετικά με τη θεωρία της σχετικής στέρησης βλ.  Conklin, J.H. ό. π., σσ. 12-58∙ και σχετικά με την οικονομική αφθονία και τη ληστεία «η αφθονία μόνη της μπορεί να εξηγήσει ένα μεγάλο μέρος της μεταβολής των αναλογιών των εγκλημάτων κατά της ιδιοκτησίας». Ο Gould Θεωρεί ότι η σχετική στέρηση αποτελεί ένα σημαντικό κίνητρο για τη διάπραξη ληστείας, θεωρεί όμως ότι εξίσου σημαντική είναι και η ευκαιρία για τη διάπραξη της ληστείας. Η οικονομική αφθονία δημιουργεί αρκετές ευκαιρίες για τη διάπραξη ληστειών. Bλ. Gould, L. C. (1969), “The Changing Structure of Property Crime in an Affluent Society”, Social Forces, Vol. 48., σ. 51.

[33] Βλ. σχετικά Τσίγκανου, I. ό. π., σσ. 214 & 241.

[34] Βλ. Ζαραφωνίτου, Χρ. (2002), Ο φόβος του εγκλήματος. Εγκληματολογικές προσεγγίσεις και προβληματισμοί με βάση την εμπειρική διερεύνηση του φαινομένου στο εσωτερικό της Αθήνας, εκδ. Αθήνα – Κομοτηνή: εκδ. Σάκκουλα,.

[35] Βλ. σχετικά σε Τσουραμάνη, Χ. (2016), «Δυσμενείς οικονομικές συνθήκες και

εγκληματικότητα. Επισκόπηση ερευνητικών πορισμάτων» σε Τιμητικό Τόμο Νέστορα Κουράκη, Έγκλημα και ποινική καταστολή σε εποχή κρίσης, εκδοτική επιμέλεια Μαργαρίτα Γασπαρινάτου, Αθήνα: εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, http://crime-in-crisis.com/%ce%b4%cf%85%cf%83%ce%bc%ce%b5%ce%bd%ce%b5%ce%af%cf%82-%ce%bf%ce%b9%ce%ba%ce%bf%ce%bd%ce%bf%ce%bc%ce%b9%ce%ba%ce%ad%cf%82-%cf%83%cf%85%ce%bd%ce%b8%ce%ae%ce%ba%ce%b5%cf%82-%ce%ba%ce%b1%ce%b9-%ce%b5/

[36] Βλ. Τσίγκανου , I. ό. π., σ. 381.

[37] Στο ίδιο, σ. 381.

[38] Βλ. Ετήσιες εκθέσεις οργανωμένου εγκλήματος της ΕΛ.ΑΣ. και ειδικότερα την πιο πρόσφατη έκθεση για το έτος 2015 σε  http://www.astynomia.gr/index.php?option=ozo_content&perform=view&id=27865&Itemid=73&lang=

[39]Βλ. Τσίγκανου, Ι. ό. π., σ. 381.

[40] Βλ. Μαγγανάς , Α. (1999), Θέματα εγκληματολογικά και Ποινικού Δικαίου, Αθήνα: εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη, σ. 66.

[41] Βλ. Πανούσης, Γ. (2009), Εγκληματολογικοί Αναστοχασμοί, Αθήνα: εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη, σ. 124.

[42] Βλ. Pakes, F. & Pakes, S. (2009), Criminal Psychology, London and New York: Routledge, σσ. 24 επ. Σχετικώς πρβλ.  σε Συρμαλή, Ε. (2017), Βία και υποκουλτούρα, https://seeppgr.wordpress.com/2017/04/19/%ce%b2%ce%af%ce%b1-%ce%ba%ce%b1%ce%b9-%cf%85%cf%80%ce%bf%ce%ba%ce%bf%cf%85%ce%bb%cf%84%ce%bf%cf%8d%cf%81%ce%b1/

[43] Βλ. Conklin, J.H. ό. π., σ. 79.

[44] Βλ. Siegel, L. J. (2006), Criminology, 9th ed., Belmont: Thompson Corp, σ. 48.

[45] Βλ. Gibbons, D. (1994), Talking about crime and criminals, N.J.: Prentice Hall, σσ. 110-112.

[46] Βλ. Μαγγανάς, Α. Λάζος, Γ. & Σβουρδάκου, Α. (2008), Η εγκληματολογία από τα κάτω, Αθήνα: εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη, σ. 19.

[47] Βλ. Chambliss, W. (2006), “Toward a political economy of crime”, σε Criminology (J. Muncie ed.), Vol. 3, London: Sage, σ. 63.

[48] Βλ. Quinney, R. (2006), “Crime and the development of capitalism”, σε Criminology (J. Muncie ed.), Vol. 3, London: Sage, σσ. 90-91.

[49] Bl. Etienne, J. Noreck, J. P.  & Roux, J.P. (1995), “Vo Valeurs”, σε Dictionnaire de la Sociologie, Paris, σσ. 226-230 όπως αναφέρεται σε Φαρσεδάκη, Ι. (2013), «Κρίση αξιών και Εγκληματολογία. Η οπτική των δικαιωμάτων του ανθρώπου», Εγκληματολογία 1-2 (Έτος 3ο), Αθήνα, σ. 21.

[50] Βλ. Άρθρο: «Ο οικονομικός ορθολογισμός διαιρεί την κοινωνία», Eφημ. Η Καθημερινή, 24/12/1995 όπως αναφέρεται σε Φαρσεδάκη, Ι.  ό. π., σ. 22.

[51]Ορισμός: ΚΟΙΝΩΝΙΟΛ. 1. το σύνολο των ιδιαίτερων πολιτιστικών χαρακτηριστικών ενός τμήματος πληθυσμού ή μιας κοινωνικής ομάδας, που διακρίνεται από τον γενικότερο πολιτισμό στον οποίο ανήκει ως προς τη γλώσσα, την ενδυμασία, τις αξίες, τους κοινωνικούς κανόνες κ.λπ.: η ~ των νέων || η ~ των Ινδιάνων |των μαύρων της Αμερικής ΣΥΝ. υποπολιτισμός 2. κάθε αποκλίνουσα κουλτούρα (σε σχέση με την κυρίαρχη), που αναπτύσσεται από ομάδες κοινωνικές, κυρ. νεανικές, με κύρια χαρακτηριστικά την απόκλιση στο ντύσιμο, στις μουσικές προτιμήσεις, στους τρόπους ψυχαγωγίας, στο ύφος και στον κώδικα ομιλίας κ.ά. (χούλιγκαν, μηχανόβιοι, πανκ κ.λπ.) Βλ. Μπαμπινιώτης, Γ. Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, λήμμα: «υποκουλτούρα», σ. 1851. «Η έννοια υποκουλτούρα υπονοεί ότι υπάρχουν αξίες ή ένα κοινωνικό σύστημα αξιών το οποίο είναι διαφορετικό και αποτελεί μέρος του ευρύτερου ή κεντρικού συστήματος αξιών». Με άλλα λόγια, η υποκουλτούρα είναι κομμάτι της ήδη υπάρχουσας κουλτούρας, απλά η πρώτη αποδέχεται και υιοθετεί ή αρνείται και παρεκκλίνει από κάποιες αξίες της δεύτερης και δεν πρέπει να συγχέεται με τη λέξη «υπόκοσμος». Βλ. Wolfgang, Μ. & Ferracuti, F. (1996), Η Υποκουλτούρα της Βίας. Προς Μία Ολοκληρωμένη Θεωρία στην Εγκληματολογία, μτφρ. Φ. Μηλιώνη, Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη, σ. 184.

[52] Στο ίδιο.

[53] Πανούσης, Γ. (2008) ό. π.,σ. 53∙ Buchholz, Ε. Hartmann, R. Lekschas, J. & Stiller, G. (1986), Socialist Criminology –Theory and Methodology, England: Gower, σ. 249 ∙ Slattery, M. (1986), Official Statistics, London-NY, σσ. 6-9 ∙ Gassin, R. (1988), Criminologie, Paris: Dalloz, σ. 270 επ.

[54] Ενδιαφέρον  ο αντίλογος περί racial profiling, δηλαδή η μεγάλη ορατότητα των αλλοδαπών από τις διωκτικές Αρχές λόγω φυλής, χρώματος. Μάλιστα έχει γίνει αντικείμενο οξείας κριτικής, καθώς υποστηρίζεται ότι διαιωνίζει προκαταλήψεις, στερεότυπα και ενισχύει τις διακρίσεις σε βάρος φυλετικών ομάδων. Βλ. Gover, K. S. (2009), Racial Profiling. Research, Racism, and Resistance, New York – Toronto – UK: Rowan Littlefield Publishers, Inc. Για επιπλέον πληροφορίες βλ. σεhttp://www.civilrights.org/publications/reports/racial-profiling2011/what-is-racial-profiling.html & http://www.civilrights.org/publications/reports/racial-profiling2011/racial_profiling2011.pdf

[55] Βλ. Τσίγκανου, Ι. ό. π., σσ. 383. Επιπλέον, ο τομέας των φυλετικών ή κοινωνικών προτύπων που καθοδηγούν την υποκουλτούρα της βίας, αναλύεται διεξοδικά από τη μελέτη των Wolfgang & Ferracuti, στο Subculture οf Violence. Η επιστημονική τους προσέγγιση είχε κύριο μέλημα την κοινωνική εξέταση της ανθρωποκτονίας. Σύμφωνα με τους ανωτέρω, η φυλετική ετερογένεια, που αναδεικνύει μια μειοψηφία, εξαρτώμενη από την κυρίαρχη πλειοψηφία, παραπέμπει σε θεωρίες, όπως αυτή του Merton  για τα διαθέσιμα μέσα και την επίτευξη των στόχων. Ο μεταναστευτικός πληθυσμός καθίσταται περισσότερο πιθανό να εγκληματήσει, ιδιαίτερα στα αστικά περιβάλλοντα, τα οποία τείνουν να φιλοξενούν τους περισσότερους αλλοδαπούς. Βλ. σχετικά Merton, R.K. (1957), Social Theory and Social Structure, The Free Press ∙ Wolfgang, Μ. & Ferracuti, F. ό. π.  σ. 518 και όπως αναφέρονται σχετικά σε Κάσση, Μ. (2016), «Μορφές βίας και ανασφάλειας στους εγκλείστους. Η περίπτωση του ΕΚΚΝΑ» σε Τιμητικό Τόμο Νέστορα Κουράκη Crime in Crisis, http://crime-in-crisis.com/%CE%BF%CF%81%CF%86%CE%AD%CF%82-%CE%B2%CE%AF%CE%B1%CF%82-%CE%BA%CE%B1%CE%B9-%CE%B1%CE%BD%CE%B1%CF%83%CF%86%CE%AC%CE%BB%CE%B5%CE%B9%CE%B1%CF%82-%CF%83%CF%84%CE%BF%CF%85%CF%82-%CE%B5%CE%B3%CE%BA%CE%BB/#_ftn37

[56] Αυτοί οι οποίοι είναι αποκλεισμένοι από τα νόμιμα μέσα είναι γενικά τα μέλη των  χαμηλότερων  κοινωνικο-οικονομικών στρωμάτων και ιδιαίτερα τα άτομα ορισμένων φυλετικών και εθνικών μειονοτήτων. Agnew, R. (1992), “Foundation of a General Strain Theory of Crime and Delinquency”, σε Criminology, 30, σσ. 47-84. Agnew, R. (2001), λήμμα “Strain Theory”, σε The Sage Dictionary of Criminology (McLaughlin, E. & J. Muncie eds), London: Sage, σ. 293 ∙ Merton, R. K. (1938), “Social Structure and Anomie”, σε American Sociological Review, 3, σσ. 672-682 ∙ Merton, R. K. (1957), Social Theory and Social Structure, revised edition, New York ∙ Φαρσεδάκης, Ι. (2005), Παραβατικότητα και κοινωνικός έλεγχος ανηλίκων, Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη ∙ Χάιδου, Α. (1996), Θετικιστική εγκληματολογία: Αιτιολογικές προσεγγίσεις του εγκληματικού φαινομένου, Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη.

[57] Βλ. Σπινέλλη, Κ. Δ. (2014), Εγκληματολογία. Σύγχρονες και παλαιότερες κατευθύνσεις, 3ηεκδ., Αθήνα: εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη, σσ. 108-112.

[58] Βλ. Χάιδου, Α. (1996), ό. π. σ. 270 ∙Morvan, P. (2013), Manuel Criminologie, Paris: LexisNexis, σ. 187.

[59] Vold, G. B. Bernard, T, J. & Snipes, J. B. (1998), Theoretical Criminology, 4th ed., New York – Oxford: σ. 297.

[60] Βλ. σχετικά τις αναλύσεις των Maffesoli,  M. (1989), “The Sociology of everyday life – Epistemological elements”, Current Sociology, 37 (1), σ. 1-17 ∙Featherstone, M. (1990), “Postmodernism and the aestheticization of everyday life” σε Modernity and Identity (Scott L. & Friedman J. eds), Oxford: Blackwell, σ. 265-290 ∙ Featherstone, M. (1992), “The heroic life and everyday life”, σε Theory Culture and Society, 9 (2), σσ. 159-182.

[61] Βλ. Τσίγκανου, I. ό. π.,  σ. 384. Σχετικά Katz,  J. (1988), Seductions of Crime: Moral and Sensual Attractions in Doing Evil, New York: Basic Books ∙ Lyng, St. (1990), “Edgework : Asocial Psychological Analysis of Voluntary Risk Taking”, American Journal of Sociology, 94 (4), σ. 851-886 ∙ Messerschmidt, J. W. (1997), Crime as Structured Action. Gender, Race, Class and Crime in the Making, London: Sage.

[62] Βλ. Giddens , A. (2001), Οι συνέπειες της νεωτερικότητας, Αθήνα: εκδ. Κριτική.

[63] Βλ. Γεωργιάδου, Β. (2001), «Όχημα του τζαγγερνώτ ή κοινωνία της διακινδύνευσης;», Επιστήμη και Κοινωνία, 7, σ. 160.

[64] Βλ. Θουκυδίδου, Ιστορία, Β43, Γ45, και Γ82. όπως αναφέρεται σε Φαρσεδάκη, Ι. (2013), «Κρίση αξιών και Εγκληματολογία. Η οπτική των δικαιωμάτων του ανθρώπου», Εγκληματολογία 1-2 (Έτος 3ο), Αθήνα, σ. 22.

[65] Στο ίδιο.

[66] Στο ίδιο.

[67] Πρβλ. Πλάτωνος, Θεαίτητος, 183 C όπως αναφέρεται σε Φαρσεδάκη, Ι. ό. π.

[68] Για εκτενής ανάλυση βλ. Τσίγκανου, Ι. ό. π.