ΤΕΥΧΟΣ #23 ΑΠΡΙΛΙΟΣ 2025

Το διαδίκτυο ως εργαλείο σεξουαλικών εγκλημάτων: Η περίπτωση του Revenge Porn

Ειρήνη Συντιχάκη, ΜΔΕ

Σεξουαλικά εγκλήματα στο Διαδίκτυο βασισμένα στην Εικόνα

Η ανθρώπινη διαντίδραση στον κυβερνοχώρο ενώ πραγματοποιείται σε φυσική απομόνωση, είναι σχεδόν αποκλειστικά δημόσια και μόνιμη. Οι άνθρωποι είναι εξίσου απομονωμένοι αλλά και συνδεδεμένοι μαζί με άλλους την ίδια στιγμή (Aiken και συν., 2016, σ. 374). Μέσω του κυβερνοχώρου παρέχεται σε εν δυνάμει ή εν ενεργεία δράστες ένα περιβάλλον, στο οποίο μπορούν να δράσουν με ασφάλεια και ανωνυμία για να εντοπίσουν τους στόχους τους, να τους απομονώσουν και να τους εκμεταλλευτούν, ενώ πλέον το ίδιο το εγκληματικό φαινόμενο είναι σχεδόν αδύνατο να προβλεφθεί και να ελεγχθεί (Yar, 2005, σ. 410-411). 

Στο 19ο κεφάλαιο του ελληνικού ποινικού κώδικα, στις διατάξεις περί των εγκλημάτων κατά της γενετήσιας ελευθερίας και των εγκλημάτων οικονομικής εκμετάλλευσης της γενετήσιας ελευθερίας (αρ. 336 έως αρ. 353 ΠΚ.), αντιμετωπίζονται ποινικά τα σεξουαλικά εγκλήματα. Τα τεχνολογικά επιτεύγματα κι οι αλλαγές που επέφεραν, προκάλεσαν νέες προσβολές της γενετήσιας ελευθερίας, δημιουργώντας στον ποινικό νομοθέτη, την ανάγκη επαναπροσδιορισμού των σεξουαλικών εγκλημάτων και των χαρακτηριστικών τους σ’ ένα νέο πλαίσιο ένταξης τους. Έτσι η ποινική αντιμετώπιση διαμορφώθηκε από τα νέα δεδομένα της κυβερνοβίας και ενισχύθηκε, με την προσθήκη στον Ποινικό Κώδικα μιας νέας διάταξης που αφορά στην εκδικητική πορνογραφία (αρ. 346 ΠΚ). Η εναρμόνιση του ελληνικού ποινικού κώδικα στις ευρωπαϊκές πρακτικές που αντιμετωπίζουν ως έγκλημα τέτοιες συμπεριφορές κρίνεται σπουδαία για τη διερεύνηση, οριοθέτηση, αξιολόγηση και τελικά καλύτερη θωράκιση και προστασία από τις συμπεριφορές αυτές.

Η ανάπτυξη της τεχνολογίας προκάλεσε τη δημιουργία προϋποθέσεων για την άνθιση καινούριων εγκληματικών συμπεριφορών. Οι άνθρωποι πλέον παράγουν οι ίδιοι σεξουαλικό υλικό για να το ανεβάσουν στο διαδίκτυο και να το μοιραστούν με άλλους μέσω των πορνογραφικών ιστοσελίδων, των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, των forums, των blogs και άλλων μέσων που ενθαρρύνουν αυτή την πρακτική. Ταυτόχρονα δείχνουν ν’ αδιαφορούν για την ταχύτητα με την οποία κάποιος μπορεί να κατεβάσει και ν’ αποθηκεύσει το δημοσιευμένο υλικό συνδυαστικά με τη δυσκολία του να αφαιρεθεί αυτό το υλικό από το διαδίκτυο (Henry και Flynn, 2019, σ. 2). Mια Αμερικανική μελέτη έδειξε ότι το 4% των ανδρών και το 6% των γυναικών ηλικίας 15 έως 29 ετών έχει βρεθεί αντιμέτωπο με τη δημοσίευση γυμνής ή ημίγυμνης φωτογραφίας του στο διαδίκτυο παρά τη θέλησή του, ενώ σύμφωνα με μία έρευνα στην Αυστραλία, ένας στους πέντε συμμετέχοντες ηλικίας 16 έως 49 ετών έχει βιώσει σεξουαλική κακοποίηση βασισμένη στην εικόνα, μ’ έναν στους δέκα να έχουν δει αναρτημένο προσωπικό τους υλικό χωρίς τη συγκατάθεσή τους (Henry και Flynn, 2019, σ. 6). Μάλιστα τα μεγέθη αυτά είναι μάλλον μικρά καθώς η θυματοποίηση μπορεί να καταγγελθεί μόνο απ’ όσους έλαβαν γνώση ότι έχουν πέσει θύματα εκμετάλλευσης των δεδομένων τους. Γι’ αυτό, φαίνεται πως, η εγκληματικότητα εκτός από την ποσοτική της εξάπλωση, μετατράπηκε και ποιοτικά, λαμβάνοντας νέες μορφές και διαστάσεις. 

Οι σεξουαλικές προσβολές βασισμένες στην εικόνα (image-based sexual abuse) ανήκουν στο ευρύτερο φάσμα των σεξουαλικών εγκλημάτων και συνδέονται άμεσα με πολλές συμπεριφορές σεξουαλικής κακοποίησης. Πολύ συχνά μάλιστα λειτουργούν ως αφετηριακό σημείο του δράστη για μια καριέρα γύρω από τη σεξουαλική εγκληματικότητα. Στις σεξουαλικές προσβολές βάσει εικόνας εντάσσονται, οι φωτογραφίες, τα βίντεο, τα ηχητικά ντοκουμέντα ή και ένας συνδυασμός αυτών, που αφενός παράγονται ή/και διανέμονται χωρίς συναίνεση και συγκατάθεση του θύματος, ή αφετέρου το θύμα γίνεται ο παραλήπτης αυτού του υλικού (Fido και Harper, 2020, σ.3. McGlynn και συν, 2017, σ.2). Το revenge porn γεννήθηκε για να δώσει υπόσταση σ’ αυτό το νέο φαινόμενο που ενώ βασίζεται στα παραδοσιακά σεξουαλικά εγκλήματα, εντούτοις χρησιμοποιεί νέα εργαλεία και περιβάλλοντα για να μετουσιωθεί σε εγκληματική συμπεριφορά.

Εκδικητική Πορνογραφία (Revenge Porn)

Ο όρος εκδικητική πορνογραφία (εφεξής revenge porn) δημιουργήθηκε για να εξηγήσει το φαινόμενο κατά το οποίο ο δράστης (συχνά πρώην ερωτικός σύντροφος του θύματος) χρησιμοποιεί πορνογραφικό υλικό από το θύμα χωρίς τη συναίνεσή του, για να το δημοσιεύσει στο διαδίκτυο με σκοπό να το βλάψει και να το εκδικηθεί (Πεπόνη, 2021). Σύμφωνα με τις McGlynn, Rackley και Houghton (2017, σελ. 2) «αν και νέοι νόμοι ποινικοποιούν αυτήν την πρακτική, η ποινική διαδικασία χωλαίνει αφού εστιάζει μόνο στην περίπτωση του πρώην πληγωμένου συντρόφου, αδυνατώντας να συμπεριλάβει το εύρος των συμπεριφορών που εντάσσονται στο revenge porn». Στην πραγματικότητα η εκδικητική πορνογραφία είναι «όρος ομπρέλα» καθώς συμπεριλαμβάνει διάφορες εγκληματικές συμπεριφορές που εντάσσονται στο φάσμα της σεξουαλικής εγκληματικότητας. Χρησιμοποιείται για να παρουσιάσει την κατάχρηση εικόνων και άλλων ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων των θυμάτων από πρώην συντρόφους, δράστες αδικημάτων σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών (child sex abusers), βιαστές και σωματέμπορους (sex traffickers), βασίζεται στα κίνητρα του δράστη ενώ μάλιστα κατανοείται ως φαινόμενο έμφυλης εγκληματικότητας (Maddocks, 2018, σ. 346-347. Fido και Harper, 2020, σ. 1-4).

Αναλυτικότερα, όσον αφορά τον στενό ορισμό του revenge porn, αυτό έχει να κάνει με τη μη συναινετική κοινοποίηση απόρρητων προσωπικών εικόνων και δεδομένων κάποιου ατόμου (Fido και Harper, 2020, σ. 4-45. Maddocks, 2018, σ. 349). Ο χαρακτηρισμός της πράξης ως “revenge porn” θεωρείται, ωστόσο, αμφιλεγόμενος αφού σ ’αυτόν υποβόσκει μία ευθύνη του θύματος, καθώς υπονοείται ότι με τη συμπεριφορά του εξαγριώνει το δράστη ο οποίος προχώρα στην κοινοποίηση του υλικού (Hall και Hearn, 2019, σ. 160-163). Ένα άλλο επιχείρημα υποστηρίζει ότι οι δράστες δημοσιεύουν το πορνογραφικό υλικό των συντρόφων τους για να αποδείξουν σε τρίτους τη «σεξουαλική τους υπεροχή» και την ικανότητα τους να αποκτούν ελκυστικούς συντρόφους, συμμετέχοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο σ’ έναν άτυπο διαγωνισμό «καλύτερου συντρόφου» (Fido και Harper, 2020, σ. 37). 

Η αναδημοσίευση στο διαδίκτυο διακρίνεται σε πρωτογενής και δευτερογενής. Η πρωτογενής διακίνηση αφορά στον αρχικό διανομέα που αναρτά το υλικό για πρώτη φορά online, παραδείγματος χάριν ο πρώην σύντροφος ή κάποιος χάκερ ενώ η δευτερογενής διακίνηση αφορά σε όλους τους χρήστες που βρίσκουν την εικόνα στο διαδίκτυο και την αναδημοσιεύουν προωθώντας τη σ’ ένα ακόμη ευρύτερο δίκτυο ατόμων. Σε περιπτώσεις δευτερογενούς αναδημοσίευσης, οι εικόνες γίνονται ευρέως γνωστές με ταχύτατους ρυθμούς σε sites ερωτικού περιεχομένου. Κι ενώ ο αρχικός στόχος ήταν η μοχθηρή πρόκληση βλάβης στο θύμα, οι αναδημοσιεύσεις μπορεί να έχουν οικονομικά κίνητρα, κίνητρα σεξουαλικής ικανοποίησης ή απλώς για διασκέδαση μεταξύ φίλων (McGlynn, Rackley και Houghton, 2017, σ. 536-538). 

Η περίπτωση της διακίνησης πορνογραφικού υλικού δεν περιορίζεται όμως μόνο στη συναινετική δημιουργία σεξουαλικών εικόνων. Πολλές φορές αυτή η διακίνηση αφορά σε υποθέσεις θυμάτων τα οποία δεν γνωρίζουν ή εξαναγκάζονται να απεικονιστούν σε πορνογραφικές στιγμές.

Upskirting

Upskirting είναι η διαδικασία κατά την οποία ο δράστης τραβάει κρυφά φωτογραφίες ή βίντεο κάτω από τα ρούχα του θύματος, ενώ το ίδιο δε συναινεί ή βρίσκεται σε άγνοια για την πράξη αυτή. Συνήθως τα θύματα (όπως σε όλες τις κατηγορίες εκδικητικής πορνογραφίας) είναι γυναίκες, ενώ η πράξη φαίνεται να πραγματοποιείται σε οποιονδήποτε δημόσιο χώρο, λόγου χάρη σε μέσα μαζικής μεταφοράς, στο σουπερμάρκετ ή στο πανεπιστήμιο (Fido και Harper, 2020, σ.  9). Το γεγονός ότι, το πεδίο που λαμβάνει χώρα η πράξη είναι δημόσιο, αλλά η πράξη καθ’ αυτή αφορά στην προσβολή ιδιωτικών έννομων αγαθών καθιστά την κατηγοριοποίηση και ποινικοποίηση της προβληματική, με αποτέλεσμα οι δράστες πολύ συχνά να καταφέρνουν να ξεγλιστρούν από το νόμο και να μένουν ατιμώρητοι. Σύμφωνα με τους McGlynn και Rackley (2017, σ. 539), «αυτή η κατηγορία εγκληματικών συμπεριφορών θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως ηδονοβλεψία (voyeurism) με το δράστη να λαμβάνει σεξουαλική ευχαρίστηση, παρακολουθώντας το θύμα του σε προσωπικές του στιγμές χωρίς αυτό να δίνει τη συγκατάθεσή του». Η ηδονοβλεψία στην περίοδο της τεχνολογικής άνθισης πραγματοποιείται μέσω των site ενηλίκων όπου αναρτάται πληθώρα φωτογραφιών και βίντεο χωρίς τη συναίνεση των θυμάτων. Ένα μεγάλο τμήμα της βιομηχανίας του σεξ, εκμεταλλεύεται αυτή την πρακτική με το να βασίζεται στην παραγωγή τέτοιου υλικού. Όπως υποστηρίζει η S. Maddocks (2018) πολλές φορές τα πορνογραφικά site χρησιμοποιούν μη-συναινετικό υλικό από κακοποιημένους ανήλικους ή θύματα trafficking και θύματα βιασμών και στη συνέχεια το παρουσιάζουν ως εμπορικό συναινετικό πορνό, μετατρέποντας τα θύματα σε εμπόρευμα, τους δράστες σε παραγωγούς και τους θεατές σε καταναλωτές ενώ ταυτόχρονα για να μεγιστοποιήσουν το κέρδος τους παρακινούν τους χρήστες να αναρτήσουν οι ίδιοι παραπάνω εικόνες και υλικό (Maddocks, 2018, σ. 349. Henry και Flynn, 2019, σ. 3-5). Σε αυτήν την περίπτωση τα θύματα γίνονται αντικείμενο ανταλλαγής υλικού μεταξύ των δραστών, ενώ πολλές είναι και οι φορές όπου τα θύματα είναι αυτά που λαμβάνουν υλικό πορνογραφικού περιεχομένου.

Διαδικτυακή Επίδειξη Γυμνού Σώματος (Cyber Flashing)

Ο όρος cyber-flashing αφορά στις πρακτικές εκείνες κατά τις οποίες ο δράστης είναι αυτός που αποστέλλει στο θύμα, βίντεο, φωτογραφίες ή ηχητικά ντοκουμέντα με σεξουαλικό περιεχόμενο, μέσα τα οποία είναι ευρέως γνωστά ως “dick pics”. Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι δεν πρόκειται για τη συναινετική συμπεριφορά του sexting στην οποία οι συμμετέχοντες από κοινού ανταλλάζουν υλικό, αντιθέτως, αφορά τις περιπτώσεις εκείνες στις οποίες το θύμα δεν επιθυμεί να εκτεθεί σε τέτοιο περιεχόμενο (Fido και Harper, 2020, σ. 9-10). Σε αντίθεση με άλλες συμπεριφορές εκδικητικής πορνογραφίας το cyber-flashing έχει ποινικοποιηθεί σε ελάχιστες χώρες παγκοσμίως γεγονός που επιτρέπει στον δράστη να παραμένει ατιμώρητος παρά τη βλάβη που προκαλεί στο θύμα (Fido και Harper, 2020, σ. 19). Θα μπορούσε κάποιος να θεωρήσει τη συμπεριφορά αυτή ως την εξελιγμένη μορφή της “επιδειξιομανίας” που πλέον πραγματοποιείται με τεχνολογικά μέσα, εφόσον κάποιος αποκαλύπτει τα γεννητικά του όργανα σε άλλους για τη δική του σεξουαλική ικανοποίηση. Από την άλλη, ορισμένοι θεωρητικοί υποστηρίζουν ότι η πρακτική αυτή πηγάζει από την πεποίθηση του δράστη ότι είναι ανώτερος από το θύμα του και έχει το δικαίωμα ν’ αποστείλει αυτό το υλικό ως ένδειξη ελέγχου και χειραγώγησής του (Fido και Harper, 2020, σ. 43. McGlynn και συν, 2017, σ.15).

Ο ρόλος των ιστοτόπων (sites) στην εκδικητική πορνογραφία

Σύμφωνα με τους Henry και Flynn (2019) πέρα από τους ιστότοπους πορνογραφικού περιεχομένου γενικά, έχουν αναπτυχθεί ειδικά σχεδιασμένες ιστοσελίδες που στοχεύουν στην εκδικητική πορνογραφία, κυρίως σε βάρος των γυναικών. Μία από τις ιστοσελίδες αυτές, η MyEx.com (που έκλεισε το 2018) εμπεριείχε 12.450 προφίλ, εκ των οποίων τα 10.610 ήταν γυναικών, και παρακινούσε τους χρήστες του να δημοσιεύσουν υλικό για να εξευτελίσουν τις πρώην συντρόφους και συζύγους τους, με το να αναρτούν πέρα από γυμνές ή σεξουαλικές στιγμές των θυμάτων, τα προσωπικά τους στοιχεία, όπως ονοματεπώνυμο, ηλικία, τόπο κατοικίας, τηλέφωνο κα. Έδινε, μάλιστα, τη δυνατότητα στα μέλη να βαθμολογούν και να σχολιάζουν το υλικό που δημοσιευόταν. Αν και η εν λόγω ιστοσελίδα έχει πλέον καταργηθεί, υπάρχουν εντούτοις, κάποιες άλλες παρόμοιες με αυτή ιστοσελίδες, οι οποίες μάλιστα παρέχουν τη δυνατότητα κατεβάσματος (download) του πορνογραφικού υλικού στον υπολογιστή του χρήστη. Ο σκοπός που εξυπηρετούν αυτές οι σελίδες είναι διττός: από τη μία καλύπτουν την ανάγκη του δράστη για εξευτελισμό του θύματος του κι από την άλλη ικανοποιούν τη σεξουαλική διάθεση των “ηδονοβλεψιών” που έχουν άφθονο υλικό για να χρησιμοποιήσουν. Κοντά σε αυτές τις ιστοσελίδες, βρίσκονται και οι ψηφιακές κοινότητες (forums) των δραστών στις οποίες σύμφωνα με τους, Henry και Flynn (2019) προωθείται, μέσα από τη δυνατότητα συζήτησης (chatrooms) και την ανταλλαγή ιδεών, ένα κοινό αίσθημα αλληλεγγύης, αποδοχής, εκλογίκευσης και τελικά νομιμοποίησης των κακοποιητικών συμπεριφορών των μελών αυτών των κοινοτήτων. 

Αντί Επιλόγου- Η φεμινιστική προσέγγιση στην κατανόηση των κινήτρων των δραστών

Όπως αναφέρεται στους Fido και Harper, σύμφωνα με την McGlynn, «οι σεξουαλικές παραβάσεις αφορούν στη δύναμη, στο αίσθημα ανωτερότητας, στον έλεγχο, στην τιμωρία και στην ταπείνωση. Είναι επιζήμιες είτε συμπεριλαμβάνουν σωματική επαφή είτε όχι, είτε πραγματοποιούνται εντός του κυβερνοχώρου είτε έξω από αυτόν [...] Οι σεξουαλικές παραβάσεις δεν έχουν να κάνουν με τη σεξουαλική διέγερση» (2020, σ. 28). Αφενός οι Robertiello και Terry αναφέρουν ότι «ο πιο κοινός τύπος βιαστή είναι αυτός που κινητροποιείται από τη δύναμη και τον έλεγχο» (2007, σ. 511). Αφετέρου οι Mann και Hollin υποστηρίζουν ότι (2007, σ. 3–9), «τα κίνητρα σεξουαλικών εγκλημάτων είναι η εκδίκηση και η τιμωρία, η σεξουαλική πρόσβαση σε μη διαθέσιμες και απρόθυμες γυναίκες και η περιπέτεια». Ως εκ τούτου αν και η σεξουαλική ικανοποίηση μπορεί να αποτελεί μέρος του κινήτρου, πολλές φορές δεν είναι απαραίτητη για να οδηγήσει τον δράστη στην εγκληματική πράξη. Τα παραπάνω κίνητρα, εξηγούνται στη βάση της έμφυλης εγκληματικότητας στην οποία το φύλο του θύματος παίζει κεντρικό ρόλο στη θυματοποίηση του, γεγονός που επαληθεύεται πολύ δύσκολα ερευνητικά. Έτσι για να κατανοηθεί η εκδικητική πορνογραφία του κυβερνοχώρου, εξετάζεται η διαλεκτική σχέση που αναπτύσσεται μεταξύ των έμφυλων υποκειμένων, των σεξουαλικών νορμών, και των αναπαραστάσεων της υπεραρρενωπότητας και της ετεροκανονικότητας. Η Butler (1988, σ. 523) υποστηρίζει ότι «το σώμα μετουσιώνεται στο φύλο του μέσω μιας σειράς πράξεων που ανανεώνονται, επαναλαμβάνονται και παγιώνονται με το χρόνο». Διαφορετικά, η επιτελεστικότητα του φύλου που συνθέτει το υποκείμενο και διαμορφώνεται μέσω των πολιτισμικά κατασκευασμένων νορμών, των κοινωνικών κανόνων και των σχέσεων εξουσίας είναι κανονιστική και επαναλαμβάνεται. Η υπεραρρενωπότητα είναι η υπερβάλλουσα επιτελεστικότητα του φύλου, η οποία βρίσκει αξία στην ανδρική κυριαρχία επί των γυναικών, στην επιθετική σεξουαλικότητα, στη σεξουαλική ανηθικότητα και στην υποχρεωτική ετεροφυλοφιλία. Η ετεροκανονικότητα αναφέρεται στην επιτήρηση τόσο της σεξουαλικότητας όσο και του φύλου εντός «κανονικοποιημένων ορίων ετεροφυλοφιλίας» ούτως ώστε όσοι είναι εντός των ορίων ή εκτός αυτών να ελέγχονται και να γίνονται αποδεκτοί ή να περιθωριοποιούνται (Jackson, 2006, σ. 105). Η υιοθέτηση αυτών των όρων εξυπηρετεί στην κατανόηση κάποιων πεποιθήσεων, αξιών και κανόνων που λαμβάνουν χώρα εντός του κοινωνικού πλαισίου της «ιεραρχικής αρρενωπότητας» νομιμοποιώντας έτσι την πατριαρχική δομής της κοινωνίας. Με άλλα λόγια η σεξουαλική εκμετάλλευση και κακοποίηση που υφίστανται ως επί το πλείστον οι γυναίκες οφείλεται στην ανάγκη των ανδρών ν’ ανανεώσουν και ν’ αναπαράγουν την εξουσία τους με το να μειώσουν, να υποτιμήσουν και να ταπεινώσουν τις γυναίκες. Διατυπώνεται στους Henry και Flynn, η θεωρία του DeKeseredy για την αλληλοϋποστήριξη μεταξύ ομάδων ανδρών (male peer support theory) και αναφέρεται ότι «...αυτοί οι άνδρες δένονται με άλλους κακοποιητικούς άνδρες, μέσα από μία λεκτική ή συναισθηματική υποστήριξη» (2019, σ. 15). Έτσι στην έρευνα τους οι Henry και Flynn επαλήθευσαν το καθηλωτικό ποσοστό υποστήριξης μεταξύ των ανδρών στο πλαίσιο των ψηφιακών σεξουαλικών υποκουλτούρων, όπου η τελετουργική σεξουαλική ταπείνωση μέσω της διακίνησης μη συναινετικού πορνογραφικού υλικού παγίωνε τόσο την υπεραρρενωπότητα όσο και την ετεροκανονικότητα. Μάλιστα, πιο συγκεκριμένα, σχολιάζουν την αδυναμία εξεύρεσης ιστοσελίδων εκδικητικής πορνογραφίας που να εκτίθεται αμιγώς πορνογραφικό υλικό ανδρών θυμάτων, σε σχέση με την αντίθετη περίπτωση των γυναικών. Κοινό στοιχείο όλων των ιστοσελίδων ήταν η διαπόμπευση και ο εξευτελισμός των γυναικών τόσο άσημων όσο και διάσημων (σ. 15-18) η οποία δεν λαμβάνει χώρα μόνο στον κυβερνοχώρο. Είναι πολλές οι περιπτώσεις όπου λόγω μιας έκθεσης πορνογραφικού υλικού κάποιας γυναίκας και της δημοσιότητας που λαμβάνει το περιστατικό, εκείνη να θυματοποιηθεί δευτερογενώς από την κοινωνία, αφού μπορεί να χάσει τη δουλειά της ή ν’ απομακρυνθεί από συγγενείς και φίλους, καθώς θεωρείται από το ευρύ κοινό, ότι η ευθύνη για την εκδικητική πορνογραφία βαραίνει την ίδια και όχι το δράστη της (Fido και Harper, 2020, σ. 54-67). 

Συμπερασματικά, ο κυβερνοχώρος μπορεί να λειτουργήσει ως απείκασμα της φυσικής κοινωνίας και των καθεστηκυιών δομών, ενισχύοντας την αντικειμενοποίηση των γυναικών και τη θέασή τους ως μέσο ικανοποίησης του άνδρα, που έχει το δικαίωμα λόγω του φύλου του να τις χρησιμοποιήσει και να τις εκμεταλλευτεί σεξουαλικά κατ’ αυτόν τον τρόπο. Όταν μάλιστα οι πρακτικές αυτές λαμβάνουν χώρα σ’ ένα ψηφιακό περιβάλλον που παραμένει ακόμη αρκετά αχανές και ανεξερεύνητο, τόσο η προστασία όσο κι η δίωξη κι η αντιμετώπιση αυτών των πρακτικών, καθίστανται δυσχερείς και προβληματικές. Λειτουργώντας εγκληματοπροληπτικά, κρίνεται απαραίτητη, αφενός, η ενίσχυση των προσπαθειών ευαισθητοποίησης του κοινού αναφορικά με το φαινόμενο της «εκδικητικής πορνογραφίας», και αφετέρου η αντιμετώπιση των κινήτρων των δραστών που αναπτύσσονται στο πλαίσιο μιας πατριαρχικής κοινωνίας με την παράλληλη στήριξη των θυμάτων τέτοιων εγκληματικών συμπεριφορών.

  • Η Ειρήνη Συντιχάκη είναι Κοινωνιολόγος, ΜΔΕ Εγκληματολογίας

Βιβλιογραφία

Aiken, M., Mahon C., Haughton, C., O’Neill, L., O’Carroll, E. (2016). «A consideration of social impact of cybercrime: examples from hacking, piracy, and child abuse material online». Journal of the Academy of Social Sciences, vol. 11, no. 4, 373-391.

Butler, J. (1988). «Performative acts and gender constitution: An essay in phenomenology and feminist theory». Theatre Journal, vol.40, 519-531.

Fido, D., Harper, C. (2020). Non-consensual Image-Based Sexual Offending. London: Palgrave Macmillan.

Hall, Μ., Hearn, J., (2020). Revenge Pornography: Gender, Sexualities and Motivations. Sexualities, 23(1-2), 108-109.

Henry, N., Flynn, A. (2019). «Image-Based Sexual Abuse: Online Distribution Channels and Illicit Communities of Support». Violence Against Women. 1-24.

Jackson, S. (2006). «Interchanges: Gender, sexuality and heterosexuality: The complexity (and limits) of heteronormativity». Feminist Theory, vol.7, 105-121.

Mann, E., Hollin, C. (2007). «Sexual Offenders’ explanations for their offending». Journal of Sexual Aggression, vol.13, no.1, 3-9.

Maddocks, S. (2018). «From Non-consensual Pornography to Image-Based Sexual Abuse: Charting the Course of Problem with Many Names». Australian Feminist Studies, vol.33, no. 97, 345-361.

McGlynn, C., Rackley, E., Houghton, R. (2017). «Beyond ‘Revenge Porn’: The Continuum of Image-Based Sexual Abuse». Fem Leg Stud, vol. 25, 25-46.

Robertiello, G., Terry, K. (2007). «Can we profile sex offenders? A review of sex offender typologies». Aggression and Violent Behavior, vol.12, no.5, 508-518.

Yar, M. (2005). «The Novelty of ‘Cybercrime’». European Journal of Criminology, vol.2, no. 4, 407-427.

Πεπόνη, Α., (2021). Revenge porn: μία μορφή διαδικτυακού "βιασμού", Crime Times, τεύχος 15ο, όπως ανακτήθηκε: https://www.crimetimes.gr/revenge-porn-μία-μορφή-διαδικτυακού-βιασμού

Υπουργείο Δικαιοσύνης (2022), «Ενσωμάτωση της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/713 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 17ης Απριλίου 2019 για την καταπολέμηση της απάτης και της πλαστογραφίας μέσων πληρωμής πλην των μετρητών και την αντικατάσταση της απόφασης-πλαίσιο 2001/413/ΔΕΥ του Συμβουλίου (L 123) και λοιπές επείγουσες διατάξεις», όπως ανακτήθηκε: https://www.hellenicparliament.gr/