ΤΕΥΧΟΣ #23 ΑΠΡΙΛΙΟΣ 2025

Η σημασία της πρόληψης του εγκλήματος

Ομ. Καθηγητής Ιάκωβος Φαρσεδάκης (1940-2024)
 Το παρόν άρθρο αποτελεί αναδημοσίευση από τον Τιμητικό Τόμο για τον Ομότιμο Καθηγητή Γιάννη Πανούση "Εγκληματολογία: Περίβλεπτον Αλεξίφωτον", εκδόσεις Ι. Σιδέρης.

Οσάκις συζητείται σοβαρά το εγκληματικό ζήτημα, το θέμα της Πρόληψης και της Αντεγκληματικής Πολιτικής βρίσκονται στο επίκεντρο των σχετικών προβληματισμών. Εξακολουθούν να είναι επίκαιρες οι θέσεις και επισημάνσεις του Πλάτωνος, του Αριστοτέλους, του Θουκυδίδου, των Στωϊκών. Οι ιδέες τους μεταλαμπαδεύθηκαν στη συνέχεια, ιδιαίτερα κατά την αναγέννηση και τον διαφωτισμό,  και  επέδρασαν αμέσως ή εμμέσως στους νεώτερους. Η ιστορική επισκόπηση αυτής της εξέλιξης αποτελεί θέμα ελκυστικό για εμένα προσωπικά μια και με έχει απασχολήσει ερευνητικά , συγγραφικά και διδακτικά  επί μακρόν. Είναι, όμως, θέμα εξαιρετικά ευρύ. Η διαπραγμάτευσή του  εκφεύγει των ορίων της παρούσας συγκυρίας. 

Το 1978 στο Παγκόσμιο Συνέδριο  Εγκληματολογίας της Λισσαβώνας και, δέκα χρόνια αργότερα, το 1988, στο Διεθνές Συνέδριο για την παραβατικότητα των ανηλίκων στο Γαλλικό Ινστιτούτο, εδώ στην Αθήνα, εισηγήθηκα το θέμα της κοινωνικής πρόληψης της παραβατικότητας  των ανηλίκων. Έκτοτε, σε κάθε σχετική ευκαιρία, επαναλαμβάνω, σχεδόν μονότονα, την σημασία της Πρόληψης για την αντιμετώπιση του εγκληματικού ζητήματος. Αναδιφώντας το ηλεκτρονικό μου Αρχείο, τις τελευταίες ημέρες, μέτρησα περισσότερες από δεκαπέντε σχετικές εισηγήσεις, άρθρα και επιφυλλίδες μου, σε συνέδρια, τιμητικούς τόμους, σε περιοδικά και εφημερίδες, ή ακόμη και στα ειδικά Λεξικά, όπως αυτά που μόλις εκδόθηκαν, το ένα με τίτλο «Λεξικό Εγκληματολογίας»,με επιμέλεια των συναδέλφων Καλλιόπης Σπινέλλη, Νέστορα Κουράκη, Μάϊρας Κρανιδιώτη και τό άλλο, με επιμέλεια των συναδέλφων Νίκου Ανδρουλάκη, Λάμπρου Μαργαρίτη και του ομιλούντος, με τίτλο, «Λεξικό Νομικής Ορολογίας. Ποινικό Δίκαιο και Εγκληματολογία». Με τελευταία την συμβολή μου στον Τιμητικό Τόμο του συναδέλφου Νέστορα Κουράκη με τίτλο «Η Πρόληψη του Εγκλήματος ως μέσον αντεγκληματικής Πολιτικής».

Όλα αυτά, φεύ, είς ώτα μη ακουόντων!Παρά την πάροδο, όχι είκοσι – για να θυμηθούμε τον Αλέξανδρο Δουμά – αλλά σαράντα χρόνων. Οι Πολιτείες εξακολουθούν να επενδύουν πολλά στην Καταστολή και ελάχιστα στην Πρόληψη.

Αλλά, ας έλθουμε στο προκείμενο:

Γιατί τόση επιμονή για την Πρόληψη του Εγκλήματος και τέτοιος τονισμός της σημασίας της για την αντιμετώπιση του εγκλήματος; Γιατί είναι τόσο επιτακτική η ανάγκη της Πρόληψης;

Πρώτα από όλα, μια διευκρίνιση των όρων.

- Η Αντεγκληματική Πολιτική περιλαμβάνει τις αρχές, τις στρατηγικές, τα προγράμματα και τα μέτρα που στοχεύουν στον έλεγχο, σε ανεκτά όρια, της εγκληματικότητας, Βασικό, πρωταρχικό, κριτήριο, αποτελεί ο σεβασμός και η προστασία των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, σε όλα τα στάδια εφαρμογής της

Ιδιαίτερα στις μέρες μας οπότε δημιουργούνται υπερκρατικές βαθμίδες κοινωνικού   ελέγχου,   προβάλλονται   νέοι   στόχοι,   όπως   η  μείωση   των κινδύνων και ο πόλεμος κατά της τρομοκρατίας και γίνεται χρήση νέων εννοιών, όπως εκείνης του υπόπτου και εκείνης του εχθρού, τίθενται νέα γενικότερα ζητήματα, λόγω και των κινδύνων που συνεπάγονται για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου προσεγγίσεις αντεγκληματικής πολιτικής του τύπου της «μηδενικής ανοχής», καθώς και η πρόταξη της ασφάλειας έναντι της ελευθερίας

-Εξάλλου, όταν μιλούμε για Πρόληψη του εγκλήματος εννοούμε το σύνολο των στρατηγικών, των προγραμμάτων και των μέτρων που μπορούμε να σχεδιάσουμε και να εφαρμόσουμε προκειμένου να παρεμποδίσουμε την διάπραξη εγκλημάτων.

Υπάρχουν διάφορα είδη πρόληψης: η ποινική πρόληψη, δηλαδή εκείνη την οποία επιχειρούμε να εφαρμόσουμε χρησιμοποιώντας ως μέσον τον ποινικό νόμο. Διακρίνεται σε γενική και σε ειδική. Οι στόχοι της μεν γενικής επιτυγχάνονται όταν οι πολίτες απέχουν από την διάπραξη εγκλημάτων εξαιτίας του ότι φοβούνται την ποινή που προβλέπεται στον νόμο, αλλά και λόγω της παιδαγωγικής λειτουργίας που αυτός ο νόμος ασκεί στους πολίτες, χρησιμεύοντας ως πυξίδα που τους δείχνει τον ορθό δρόμο, της συμμόρφωσης προς τον εγκεκριμένο κοινωνικό κανόνα. Της δε ειδικής – η οποία απευθύνεται σε όσους έχουν ήδη παραβεί τον νόμο- οι στόχοι επιτυγχάνονται ή θεωρείται ότι επιτυγχάνονται με την επιβολή και εκτέλεση μιας ποινής, προκειμένου οι δράστες να βελτιωθούν ή να εξουδετερωθούν και να μην υποτροπιάσουν.

Από την άλλη μεριά υπάρχει η εγκληματολογική πρόληψη που διακρίνεται σε περιστασιακή και σε κοινωνική πρόληψη. Ως «περιστασιακή» θεωρείται εκείνη που επιτυγχάνεται με την λήψη μιας σειράς τεχνικών μέτρων, τα οποία επιχειρούν να αποτρέψουν – με την δημιουργία κάθε λογής εμποδίων – εκείνους οι οποίοι ετοιμάζονται να διαπράξουν εγκληματικές πράξεις από του να επιτύχουν τον σκοπό τους. Η πιο σημαντική, όπως θα δούμε στη συνέχεια, είναι η «κοινωνική» πρόληψη, αυτή της οποίας τα μέτρα στοχεύουν στην καταπολέμηση των εγκληματογόνων παραγόντων που οδηγούν στο πέρασμα στο έγκλημα και το διευκολύνουν.

 Το ενδιαφέρον που επιδεικνύεται για την πρόληψη οφείλεται – πέραν όλων των άλλων– και στο γεγονός πως έχουμε σημαντικά εμπειρικά δεδομένα - που προκύπτουν, εκτός των άλλων, και  από μια εξαιρετικής σημασίας έρευνα διεξαχθείσα προ πολλών ετών μέσα στα πλαίσια του Συμβουλίου της Ευρώπης – αναφερόμενα στην αποτελεσματικότητα των διαφόρων ειδών μέτρων που λαμβάνονται από τα Κράτη για να αντιμετωπίσουν την ολοένα αυξανόμενη σε ανησυχητικό βαθμό εγκληματικότητα που παρατηρούμε στις κοινωνίες μας

Τα πορίσματα αυτής της έρευνας αποτυπώνονται στο ακόλουθο γράφημα:

(με αναφορά σε τρία διαφορετικά επίπεδα πολιτειακής παρέμβασης)

Ο κάθετος άξων είναι αυτός της αποτελεσματικότητας της παρέμβασης και ο οριζόντιος εκείνος του αναγκαίου  χρόνου που απαιτείται για να επιδράσουν τα διάφορα μέτρα που λαμβάνει το Κράτος.

Όπως διαπιστώνεται, τα μέτρα που λαμβάνονται στο πρώτο (Ι) επίπεδο παρέμβασης έχουν πολύ μεγάλη αποτελεσματικότητα, η οποία παρατηρείται σε σύντομο σχετικά χρόνο. Τα μέτρα που εντάσσονται στο πρώτο επίπεδο απευθύνονται σε όλους τους πολίτες μιας συγκεκριμένης χώρας και στοχεύουν στην ικανοποίηση των βασικών αναγκών τους, δηλ. στέγασης,, διατροφής, εκπαίδευσης, περίθαλψης, ασφάλειας, εργασίας κλπ.

Ακολουθούν τα πολιτειακά μέτρα που λαμβάνονται στο δεύτερο (ΙΙ) επίπεδο παρέμβασης, Σε αυτό το επίπεδο πολιτειακής παρέμβασης εγγράφονται όλα τα θετικά μέτρα που απευθύνονται σε ομάδες ανθρώπων ή και σε μεμονωμένα άτομα που μειονεκτούν από φυσική ή κοινωνική άποψη  - και για αυτό ιδιαίτερα ευάλωτα στην επίδραση των εγκληματογόνων παραγόντων – και που στοχεύουν στην κάλυψη των μειονεξιών τους και στην παροχή εξειδικευμένης συνδρομής, αναλόγως προς τις ανάγκες που πηγάζουν από την κατάστασή τους.

Τα μέτρα που λαμβάνονται στα δύο πρώτα επίπεδα εγγράφονται στην Πρόληψη, εξ ου και η σημασία της.

Μακράν τα λιγότερο αποτελεσματικά μέτρα είναι εκείνα που λαμβάνονται στο τρίτο (ΙΙΙ) επίπεδο παρέμβασης.Το τρίτο (ΙΙΙ) αυτό επίπεδο περιλαμβάνει μέτρα εφαρμογής του ποινικού νόμου, ποινές και μέτρα ασφαλείας, εγγεγραμμένα, βεβαίως, στην Καταστολή. Απευθύνονται σε εκείνους που έχουν ήδη διαπράξει εγκλήματα.Εξ ου και η πολύ μικρή συμβολή των μέτρων αυτών στην πρόληψη της υποτροπής.

Καμιά φορά, μάλιστα, τα μέτρα στο τρίτο επίπεδο έχουν αρνητική αποτελεσματικότητα, διευκολύνοντάς την υποτροπή ή και προκαλώντας την, ιδιαίτερα στην περίπτωση της επιβολής και έκτισης ποινής εγκλεισμού.

Αυτονοήτως, κάθε Αντεγκληματική Πολιτική άξια του ονόματός της επιβάλλεται να λαμβάνει σοβαρά υπόψη της τα συμπεράσματα στα οποία κατέληξε η σπουδαία πανευρωπαϊκή αυτή έρευνα.

Εξάλλου, πρέπει πάντοτε να έχουμε κατά νουν, όταν αναφερόμαστε στην πρόληψη του εγκλήματος, τα ακόλουθα βασικά σημεία:

    1. Πως, παρά τις όποιες προσπάθειές μας, υπάρχουν περιπτώσεις που η πρόληψη του εγκλήματος δεν είναι εφικτή.
    2. Πως για να οργανώσουμε την πρόληψη της εγκληματικότητας υπάρχουν αναγκαίες προϋποθέσεις τις οποίες επιβάλλεται να λαμβάνουμε υπόψη, δηλ. ότι οφείλουμε να γνωρίζουμε το corpus των πορισμάτων των εγκληματολογικών ερευνών που αφορούν τους παράγοντες και τις διαδικασίες γένεσης της εγκληματικότητας, αφού, βέβαια, πριν από όλα, γνωρίσουμε τα μεθοδολογικά προβλήματα, τα εμπόδια και τα όρια της εγκληματολογικής έρευνας – σκοτεινό αριθμό, εμπόδια και όρια που τίθενται από την φύση του αντικειμένου της Εγκληματολογίας, την φύση των ερευνητών, την Δεοντολογία και τα Δικαιώματα του Ανθρώπου.
  • Πως, ταυτοχρόνως με την ύπαρξη εγκληματογόνων παραγόντων που ωθούν το άτομο προς το έγκλημα, υπάρχουν και παράγοντες που είναι ικανοί να το συγκρατήσουν από το πέρασμα στην πράξη. Το παιχνίδι αυτών των δύο κατηγοριών παραγόντων καθορίζει την τελική έκβαση. Μια σωστή αντεγκληματική πολιτική οφείλει να εξασθενεί τους πρώτους και να ενισχύει τους δεύτερους
    1. Πως αυτοί οι παράγοντες δεν είναι σταθεροί, υφίστανται συνεχείς μεταμορφώσεις, υπό την επίδραση των άλλων παραγόντων. Πρόκειται για μια δυναμική αλληλεπίδραση και αυτό το γεγονός οφείλουμε, επίσης, να το λαμβάνουμε υπόψη.
    2. Πως οι διάφοροι παράγοντες είναι διαφορετικοί, ανάλογα με τα στάδια ανάπτυξης και εξέλιξης του ατόμου ( από την γέννησή του, μέχρι την λήψη της απόφασης για παραβίαση του νόμου, την τέλεση του εγκλήματος και την υποτροπή).
    3. Πως δεν θα πρέπει να παραγνωρίζουμε την σημασία της προσωπικότητας, ούτε των προεγκληματικών καταστάσεων.
    4. Πως κάτω από την κοινή ονομασία «έγκλημα» στεγάζεται μια εξαιρετικά μεγάλη ποικιλία διαφορετικών πράξεων, άρα και δραστών. Οι έρευνες δείχνουν την ύπαρξη αστερισμών παραγόντων , ανάλογα με τον τύπο του εγκληματία (κλέφτης, απατεών, ανθρωποκτόνος, κλπ).
    5. Πως δεν θα πρέπει ποτέ να λησμονούμε το μάθημα του Manouvrier αναφορικά με τις τέσσερις προϋποθέσεις περάσματος στην πράξη: ηθική προϋπόθεση (να μη συγκρατείται κανείς από την ηθική απαξία της πράξης), ποινική προϋπόθεση (να μη συγκρατείται από τον φόβο της ποινής που προβλέπεται), υλική προϋπόθεση (να μη συγκρατείται από τις δυσχέρειες που υπάρχουν για την διάπραξη του εγχειρήματος) και συναισθηματική προϋπόθεση (να μη συγκρατείται από το άλγος και το κακό που προξενεί στο θύμα).
  • Πως η πορεία προς το έγκλημα βασίζεται σε πιθανότητες  και όχι σε βεβαιότητες.

     Οι διάφορες έρευνες αποδεικνύουν ως εξαιρετικά επιτυχείς ορισμένες στρατηγικές πρόληψης , ιδιαίτερα αυτές που στοχεύουν:

    • Στην επαύξηση της συνέπειας των μηνυμάτων που απευθύνονται στους νέους και στον ευκρινή προσδιορισμό των αναμονών που έχει από αυτούς η κοινωνία,
    • Στην προσφορά στους νέους θετικών κοινωνικών προτύπων,
    • Στην εξασφάλιση σε αυτούς μιας θέσης στον κοινωνικό καταμερισμό εργασίας,
    • Στην δημιουργία ευκαιριών εμπλοκής των νέων σε ρόλους κοινωνικά αποδεκτούς και σε δραστηριότητες που αυτοί θεωρούν ως χρήσιμες και ικανοποιητικές.
    • Στην παροχή σε αυτούς κατάλληλης εκπαίδευσης,
  • Στην παροχή στους νέους δυνατοτήτων επηρεασμού του περιβάλλοντός τους

     Όλα αυτά προϋποθέτουν την συμμετοχή του κοινού, όπως προβλέπουν τα Ηνωμένα  Έθνη, το Συμβούλιο της Ευρώπης και η Ευρωπαϊκή Ένωση. Συμμετοχή τόσο στον  σχεδιασμό, όσο και στην    εφαρμογή της αντεγκληματικής πολιτικής.

Τέλος, δυο λόγια για τις σύγχρονες τάσεις της Πρόληψης. Είναι κυρίως οι ακόλουθες:

     α. Παρεμβάσεις σε τοπικό επίπεδο,

     β. Η δημιουργία Συμβουλίων Πρόληψης (εθνικών, περιφερειακών, τοπικών),

     γ. Το αυξανόμενο ενδιαφέρον σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, τόσο στο επίπεδο των ΜΚΟ (Πρβλ. το Ευρωπαϊκό Φόρουμ για την αστεακή ασφάλεια, EFUS/FESU), όσο και σε κυβερνητικό επίπεδο (Πρβλ. το Ευρωπαϊκό Δίκτυο για την Πρόληψη του Εγκλήματος, EUCPN).

Συμπερασματικά :

Μια φωτισμένη, ορθολογική και συνεπής αντεγκληματική πολιτική πρέπει να αναπτύσσεται, ταυτοχρόνως, σε διαφορετικά επίπεδα και προς διαφορετικές κατευθύνσεις. Οφείλει να στηρίζεται σε στρατηγικές που βασίζονται στα πορίσματα των επιστημονικών ερευνών και να υλοποιείται μέσω ειδικώς εκπονημένων προγραμμάτων βραχυπρόθεσμης, μεσοπρόθεσμης και μακροπρόθεσμης στόχευσης, από ειδικά καταρτισμένους ανθρώπους.

Οι αρχές στις οποίες θα πρέπει να στηριχθεί η πολιτειακή δράση είναι : ο σεβασμός στα θεμελιώδη δικαιώματα του ανθρώπου και η συμμόρφωση προς τις επιταγές μιας ορθής αντεγκληματικής πολιτικής.

Στόχοι μιας τέτοιας αντεγκληματικής πολιτικής δεν μπορεί παρά να είναι : η πρόληψη του εγκλήματος και η εμπέδωση του αισθήματος ασφαλείας στους πολίτες, η περιστολή της εγκληματικότητας μέσω  ακόμη και - ως ultimum refugium -της καταστολής της, η προστασία και ικανοποίηση των θυμάτων των εγκλημάτων και η κοινωνική ένταξη των εγκληματιών.

Οι κατευθύνσεις τις οποίες οφείλει να ακολουθήσει αυτή η πολιτική δεν είναι άλλες από εκείνες που έχουν χαράξει, κατά καιρούς, οι σχετικές Αποφάσεις και Συστάσεις του Συμβουλίου της Ευρώπης, ενώ τα μέσα τα οποία θα χρησιμοποιηθούν θα πρέπει να είναι προσαρμοσμένα στην ελληνική πραγματικότητα.

Για να υπάρχουν ελπίδες επιτυχίας, απαιτείται :

  1. Να συνειδητοποιηθεί ότι το ζήτημα της εγκληματικότητας αφορά όλους τους πολίτες και δεν είναι υπόθεση μόνο του κράτους. Η Πολιτεία, ασφαλώς, έχει την κύρια ευθύνη και τον πρώτο λόγο. Οφείλει να δημιουργεί τα πλαίσια δράσης, να χαράσσει γενικές κατευθύνσεις, να συντονίζει τις προσπάθειες όλων. Γιατί, πραγματικά, μόνο με συνολική, συλλογική δράση μπορούμε να αναμένουμε ότι θα περισταλεί και ελεγχθεί η εγκληματικότητα. Οφείλουμε να ενεργοποιηθούμε και να συνεργασθούμε όλοι και μέσα στα πλαίσια του κράτους – όπου τούτο είναι εφικτό- και σε επίπεδο κοινότητας. Σημαντικός, για αυτό το λόγο, είναι ο ρόλος ο οποίος θα πρέπει να αναληφθεί από την Τοπική Αυτοδιοίκηση. Οι Δήμοι και οι Κοινότητες πρέπει να κληθούν να μετάσχουν σε αυτή την προσπάθεια, να ενθαρρυνθούν και ενισχυθούν καταλλήλως, για να αναπτύξουν ειδικές υπηρεσίες, παραλλήλως με τη χρησιμοποίηση εθελοντών. Είναι απολύτως αναγκαία η συνεργασία των φορέων του επίσημου κοινωνικού ελέγχου (αστυνομίας, εισαγγελίας, δικαστηρίων, υπηρεσίας επιμελητών ανηλίκων και υπηρεσίας επιμελητών κοινωνικής αρωγής, σωφρονιστικών υπηρεσιών) με εκείνους του άτυπου κοινωνικού ελέγχου (οικογένεια, σχολείο, εκκλησία, ΜΜΕ κλπ). Η Πολιτεία οφείλει να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις και να εξεύρει τα μέσα για την ενεργητική συμμετοχή των πολιτών, τόσο στην επεξεργασία, όσο και στην εφαρμογή της αντεγκληματικής πολιτικής.
  1. Θα πρέπει να επιδιωχθεί μια ολοκληρωτική αλλαγή του τρόπου προσέγγισης του εγκληματικού ζητήματος.Βάση της αντιμετώπισης του θα πρέπει να αποτελέσει η πρόληψη, ιδιαίτερα η κοινωνική. Σε περίπτωση αποτυχίας της επιβάλλεται η αποτελεσματική καταστολή του εγκλήματος και η σύμφωνη με τις βασικές αρχές ενός κράτους δικαίου μεταχείριση των εγκληματιών. Η σημερινή κατάσταση ανισορροπίας που παρουσιάζεται, μεταξύ ενός υπερανεπτυγμένου – και, παρά ταύτα, αναποτελεσματικού – τομέα κρατικής καταστολής και ενός, ουσιαστικά ανύπαρκτου, τομέα πρόληψης της εγκληματικότητας, πρέπει να παύσει να υπάρχει.

Η κύρια προσπάθεια πρόληψης, όπως είναι φυσικό, πρέπει να καταβληθεί στον χώρο των νέων.Αν χαθεί η μάχη σε αυτόν, πολύ λίγα πράγματα μπορούν να γίνουν στη συνέχεια.

Καθοριστικός εδώ είναι ο ρόλος της Παιδείας.

Γνωρίζουμε πως οι συνθήκες της ζωής παρεμβαίνουν στη διαδικασία κοινωνικοποίησης, πως οι συμπεριφορές εξαρτώνται από τις περιστάσεις, τη φύση και την ποιότητα των κοινωνικών σχέσεων, πως οι νέοι – κοινωνιολογικά- είναι εκείνοι που επηρεάζονται περισσότερο από τις κοινωνικές αλλαγές και τις κάθε λογής κρίσεις (κοινωνικές, οικονομικές, πολιτικές, πολιτισμικές).

Οι κοινωνικοπολιτικές επιδράσεις είναι ισχυρότερες στη νεαρή ηλικία. Οι ταχείες κοινωνικές αλλαγές, η γενίκευση των επιδράσεών τους στα διάφορα κοινωνικά συστήματα, η διαφοροποίηση των ομάδων ανθρώπων και η αύξηση των λειτουργικών ομάδων – πράγμα που έχει ως συνέπεια την ταχεία τροποποίηση των σχέσεων μεταξύ τους –, η ορατότητα των αντιθέσεων και των διαφορών που γίνονται, έτσι, λιγότερο ανεκτές, η αντιπαλότητα των ανταγωνιστικών συμφερόντων, έχουν σημαντική επίδραση στους νέους και τους οδηγούν σε μια μη ελεγχόμενη επιθετικότητα, η οποία δημιουργείται από την εξασθένιση των διαπροσωπικών σχέσεων, ιδιαίτερα όταν δεν τους προσφέρονται τα αναγκαία αντισταθμίσματα και όταν τα υπάρχοντα κοινωνικά πρότυπα είναι αρνητικά.Αυτό το κενό οφείλει να καλύψει μια σωστή αντεγκληματική πολιτική.

Ήδη έχει χαθεί πολύτιμος χρόνος. Η ανάγκη για άμεση παρέμβαση είναι επιτακτική.