ΤΕΥΧΟΣ #13 ΙΟΥΛΙΟΣ 2020

Crime & Music: “Heavy Metal Suicide”, Μέρος 2ο

Δρ. Παναγιώτης Παπαϊωάννου

H διαβόητη υπόθεση Vance/Roberson v. CBS Inc./Judas Priest

Μέρος 2ο : Η Ακροαματική Διαδικασία (Α.3.), η δικαστική απόφαση και η σημασία της (Α.4)

 

Συνέχεια από το Μέρος 1ο

Α.3. Ακροαματική Διαδικασία - Μια δίκη «ειδικών».

Στις 16 Ιουλίου 1990, τέσσερα από τα πέντε μέλη των Judas Priest, οι Rob Halford, Glenn Tipton, K.K. Downing καιIan Hill, εμφανίζονται αυτοπροσώπως ενώπιον του Washoe County District Court, Πρωτοδικείου της Nevada, μαζί με μια κουστωδία από εκπροσώπους της εταιρίας, μάρτυρες και πολυπληθές νομικό επιτελείο, προκειμένου να δώσουν μια δικαστική μάχη με αμφίβολη έκβαση[1]. 75 δημοσιογράφοι και κάμεραμεν από 7 χώρες και 4 καλωδιακά τηλεοπτικά δίκτυα καλύπτουν τη δίκη, ενώ ένα ειδησεογραφικό τημ από τη Νέα Υόρκη καταγράφει σκηνές για να γυρίσει ένα ντοκυμανταίρ. Έξω από το δικαστήριο, περίπου 50 νεαροί fans ζητούν αυτόγραφα από τους μουσικούς και συμπεριφέρονται σαν σε συναυλία[2].

Αποθαρρύνοντας εξαρχής την πιθανή μεταβολή της -χωρητικότητας 83 καθημένων θέσεων- δικαστικής αίθουσας σε αίθουσα συναυλιών ή πικετοφόρο διαδήλωση από ομάδες «αναγεννημένων» χριστιανών, ο Δικαστής Whitehead με τις πρώτες του φράσεις προς το ακροατήριο υπενθυμίζει ότι η παρουσία μέσα στο «δικαστήριό του» απαιτεί σεμνό dress code. Απευθυνόμενος προς τις διάδικες πλευρές, ξεκαθαρίζει: «Από την αρχή σας λέω ότι αυτή τη δίκη έχει θέμα το αν υπάρχουν ή όχι υποσυνείδητα μηνύματα στο μουσικό υλικό και το τί επιρροή είχαν στη συγκεκριμένη περίπτωση. Ο,τιδήποτε άλλο, καλύπτεται από την προστασία που παρέχει η 1η Τροπολογία του Συντάγματος. Επίσης να σημειωθεί ότι εν προκειμένω δεν τίθεται υπό κρίση οι αποβιώσαντες και οι οικογένειές τους[3]. Το δικαστήριο δεν θα κρίνει το πώς έζησαν οι αποβιώσαντες, ούτε τις οικογένειές τους».

Στις επόμενες 43 ημέρες διαδικασίας, σε καθεμιά από τις οποίες ο Δικαστής Whitehead ξεκινά με ακρίβεια σχεδόν λεπτού στις 8:45, με ένα τυπικό, όσο και καθοριστικό «Ευχαριστώ, παρακαλώ, καθίστε», θα εξεταστούν 43 μάρτυρες, οι περισσότεροι «ειδικοί»: ψυχολόγοι, γιατροί, αστυνομικοί, ηχολήπτες, ειδικοί ηλεκτρονικών υπολογιστών, τα μέλη των δύο οικογενειών, φίλοι των δύο νεαρών, άνθρωποι της CBS, αλλά o Rob Halford, τραγουδιστής των Judas Priest.

«Οι Judas Priest και η εταιρία τους σερβίρουν τα τραγούδια αυτά σε αποκομμένους, οργισμένους εφήβους», θα δηλώσει στην εναρκτήρια αγόρευσή του ο συνήγορος των εναγόντων Kenneth McKenna[4]. «Μέλη σκακιστικής λέσχης, παιδιά που είναι αριστούχοι στα μαθηματικά ή τη φυσική δεν ακούνε τέτοια μουσική. Το κάνουν οι απόβλητοι, όσοι κάνουν χρήση ναρκωτικών ή αλκοόλ. Συνεπώς, η θέση μας είναι ότι ο καθένας είναι υποχρεωμένος να είναι πιο προσεκτικός όταν απευθύνεται σε τμήμα του πληθυσμού που είναι ευάλωτο σε τέτοιες επιρροές». Για λογαριασμό των εναγομένων, η Suellen Fulstone, εκ των συνηγόρων των εναγομένων Judas Priest, ανέπτυξε εν συντομία τη θέση ότι «οι δύο νέοι ζούσαν ζωές πραγματικά θλιβερές και μίζερες» και ότι «τα προβλήματά τους ξεκίνησαν πολύ καιρό πριν καν αρχίσουν να ακούνε heavy metal»[5].

Από την πλευρά των εναγόντων, η δικηγόρος Vivian Lynch υποβάλλει προκριματική ένσταση (“motion in limine) να επιδικαστεί στην πλευρά Vance αμέσως, με ιδιαίτερη απόφαση του δικαστηρίου χρηματική ποινή σε βάρος της CBS για την προηγηθείσα επί σειρά ετών άρνηση να συνεργαστεί και να ακολουθήσει τις προδικαστικές αποφάσεις για έγκαιρη εύρεση και προσκόμιση των αυθεντικών, πρωτότυπων master των ηχογραφήσεων του επίδικου τραγουδιού, “Better By You, Better Than Me”. Το δικαστήριο επιφυλάχθηκε. Οι τρεις πρώτες ημέρες της δίκης αναλώνονται με την επ’ αυτού του ζητήματος ανάπτυξη των ενστάσεων των εναγομένων. Αντιτείνουν ότι μια σειρά από απρόοπτα και συγκυρίες ανωτέρας βίας εμπόδισαν την εταιρία να βρει και να προσκομίσει τα masters, καταγράφοντας έτσι μια από τις σπάνιες ομολογίες για το πόσο ανεπαρκή έλεγχο έχει η ίδια η μουσική βιομηχανία στο φυσικό προϊόν που της ανήκει. Κυρίως, όμως, η πρώτη γραμμή άμυνας της CBS έχει να κάνει με το ότι δεν είναι τεχνικά δυνατόν να «εμφυτευθεί» το ο,τιδήποτε σε μιξαρισμένο μουσικό υλικό, είτε δύο, είτε 24 καναλιών. Επί οκτώ ώρες συνολικά παρελαύνουν από το έδρανο του μάρτυρα ηχολήπτες, μηχανικοί ήχου και παραγωγοί που έχουν δουλέψει σε θρυλικά άλμπουμ της ιστορίας του ροκ, όπως τα “Electric Ladyland” του Hendrix, το “The Wall” των Pink Floyd και το “Their Satanic Majesties Request” των Rolling Stones. Τέλος, καλείται να προσέλθει να λάβει θέση στο ειδικό έδρανο του εξεταζόμενου μάρτυρα ο 32χρονος ηχολήπτης Andrew Jackson, βοηθός του Guthrie στην ηχογράφηση του “Better By You, Better Than Me”, 13 σχεδόν χρόνια πριν. Ερωτάται αν γνωρίζει πώς ηχογραφούνται τα «ανάστροφα» μηνύματα και εξηγεί ότι ηχογραφούνται ευθεία, με τον τραγουδιστή να έχει μάθει απ’ έξω το σκοπούμενο «μήνυμα» και τον ηχολήπτη να το περνάει στις μαγνητικές ταινίες της ηχογράφησης σαν μια ακόμη κανονική εγγραφή (“overdub). Αναφέρει μάλιστα την περίπτωση του τραγουδιού από το δίσκο “The Wall” των Pink Floyd (ΕΜΙ, 1979), όπου σκόπιμα έχει εγγραφεί το εξής μήνυμα: “Dear punter. Congratulations. You have just discovered the secret message. Please send your answers to old Pink Floyd, care of the funny farm, Chalford, St. Giles"[6].

Οι ενάγοντες, με κύριο αποδεικτικό όπλο τους «ειδικούς» είχαν, σύμφωνα με την εισαγωγική τοποθέτηση του Δικαστή Whitehead, να αποδείξουν συμπλεκτικά τα εξής στοιχεία[7]:

(α) ότι υπάρχει τουλάχιστον ένα (1) μη αντιληπτό κατά την κανονική ακρόαση (αλλά μόνον αντίστροφα) μήνυμα, κάτι το οποίο μπορεί να ανιχνευθεί με ειδική τεχνική ανάλυσης των ηχογραφήσεων

(β) ότι το μήνυμα αυτό τοποθετήθηκε εκεί σκόπιμα

(γ) ότι το μήνυμα ήταν από τα καλούμενα «υποσυνείδητα»

και (δ) ότι το μήνυμα συνέβαλλε με οποιονδήποτε τρόπο στους δύο θανάτους.

Από την πλευρά των εναγόντων, κατέθεσαν μέλη των δύο οικογενειών των αποβιωσάντων, συνομίληκοί τους και η Mrs. Rusk, η σύμβουλος ψυχικής υγείας του σχολείου του James Vance, η οποία είχε εξετάσει τον Vance την Άνοιξη του 1986, μήνες μόλις μετά το συμβάν. Σύμφωνα με την κατάθεσή της, ο Vance της είπε ότι: «Πήραμε ένα μήνυμα. Μας έλεγε “Just Do It”. Ο δίσκος μας έλεγε “to just do It”»[8]. Κύριο επιστημονικό όπλο των εναγόντων, όμως, υπήρξε, όπως και στην προδικασία, ο Dr. Howard Shevrin.

Από την πλευρά των εναγομένων, σημαντικές ήταν οι καταθέσεις τριών μαρτύρων με ειδικές γνώσεις. Του καθηγητή στο Τμήμα Ψυχολογίας του Τορόντο Timothy Moore, ο οποίος ανέπτυξε τα ερμηνευτικά και μεθοδολογικά σφάλματα ορισμένων από τις πιο προβεβλημένες εργασίες και έρευνες για τα υποσυνείδητα ηχητικά μηνύματα[9] και για τα αμφισβητούμενης αξιοπιστίας εμπειρικά θεμέλια της θεωρίας των ψυχοδυναμικών κινήτρων. Του Antony Pratkanis, καθηγητή Κοινωνικής Ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια, ο οποίος ενίσχυσε τις κριτικές παρατηρήσεις του Moore, αναλύοντας μάλιστα τα συμπεράσματα μιας πρόσφατης έρευνας αναφορικά με τις κασσέττες αυτο-βοήθειας, ένα από τα διαδεδομένα εμπορικά προϊόντα που, όπως διαφημιζόταν, λειτουργούσαν ευεργετικά με υποσυνείδητα μηνύματα στον αποδέκτη τους, πετυχαίνοντας βελτίωση δεξιοτήτων και αυτοσυγκέντρωσης, έρευνα η οποία αποδείκνυε ότι δεν είχαν αποτέλεσμα[10]. O Pratkanis επιχείρησε να αντικρούσει τη θέση των εναγόντων ότι τα ερευνητικά δεδομένα «δεν παρέχουν σταθερή βάση για επιβοήθηση της δικαστικής κρίσης, γιατί αλλάζουν από μέρα σε μέρα», ενώ ο τρίτος μάρτυρας με ειδικές γνώσεις των εναγομένων, o γνωστικός συμπεριφοριστής, Don Read, μέλος του ακαδημαϊκού πληρώματος του Πανεπιστημίου του Lethbridge παρείχε εκτεταμένα ερευνητικά δεδομένα σχετικά με τις δυνατότητες πρόσληψης και διατήρησης στη μνήμη του αντεστραμμένου λόγου[11].

Κατά τη δικάσιμο της 31 Ιουλίου του 1990, ο ίδιος ο Rob Halford, μετά από αίτημα των εναγομένων, σε ερώτηση αν υπάρχουν «αντίστροφα γραμμένα μηνύματα» στα τραγούδια τους, το αρνείται κάθετα. Μάλιστα, τραγουδά a capella το ρεφραίν του ”Better By You, Better Than Me” για να αποδείξει ότι αυτό που ακούγεται στο τέλος του τέταρτου στίχου των ρεφραίν δεν είναι Do it, αλλά ο μισοθαμμένος από τη μίξη απόηχος μιας δικής του εκπνοής, μια τεχνική που έχει αναπτύξει επί χρόνια για να παίρνει ανάσες, όταν ηχογραφεί ή τραγουδά στη σκηνή[12].

Την ίδια ημέρα όμως, κατά την απογευματινή συνεδρίαση, αντεξεταζόμενος από τους δικηγόρους των εναγόντων, ο Halford ομολόγησε ότι σε μία τουλάχιστον περίπτωση, σε επόμενο δίσκο τους και ειδικώτερα στο τραγούδι “Love Bites”[13] «πειραματίστηκε συνειδητά, ηχογραφώντας πράγματι κάτι αντίστροφα».

Στο πλαίσιο της αποδεικτικής διαδικασίας, το δικαστήριο λίγες μέρες αργότερα συνεδριάζει σε στούντιο ηχογραφήσεων, μερικά χιλιόμετρα μακριά από το κτίριο του Πρωτοδικείου. Συνήγοροι και Δικαστής μπαίνουν στο booth των ηχογραφήσεων, πίσω από μια κονσόλα, σαν μια μια παράδοξη πολυπληθής μπάντα σε sound check για τον καινούριο της δίσκο. Τα σημεία στο “Stained Class” όπου οι ενάγοντες έχουν υποδείξει την ύπαρξη αντίστροφα γραμμένων μηνυμάτων θα ακουστούν ξανά και ξανά, ένα προς ένα, με τον Δικαστή Whitehead ανέκφραστο να προσπαθεί να βγάλει άκρη χωρίς να δείχνει την παραμικρή συναισθηματική ανταπόκριση.

Στη δεύτερη στροφή του ομώνυμου τραγουδιού του δίσκου, του “Stained Class”, στο σημείο του στίχου “…Faithless continuum into the abyss”, αν παιχτεί αντίστροφα, σύμφωνα με τους ενάγοντες ακούγεται πάνω στη μουσική το υποσυνείδητο μήνυμα Sing my evil spirit”. Στο τραγούδι “White Hot, Red Heat”, στο σημείο του στίχου Thy Fathers sonThy Kingdom ComeElectric EcstasyDeliver us from all the fuzz, Οι ενάγοντες υποστηρίζουν ότι ακούγεται το μήνυμα Fuck the Lord, fuck all of you”. Το “Better By You, Better Than Me” λαμβάνει τις περισσότερες ακροάσεις, όχι όμως αντίστροφα, αλλά παιγμένο ευθεία, προκειμένου να διαπιστωθεί, με την ψηφιακή ανάλυση των ήχων από τους ενάγοντες να επισημαίνει ότι στο ρεφραίν, μετά το τρίτο beat κάθε μουσικού μέτρου, υπάρχει μια στιγμιαία, εντελώς ασύμβατη με τη μουσική ή τη στιχουρχική ροή φωνή, ή κάτι σαν φωνή, που μοιάζει να μην έχει νόημα, ή, ως συνήθως, να έχει ξεμείνει στη μίξη από κάποια προηγούμενη εγγραφή που δεν έχει σβήσει εντελώς. Πολλές φορές πάνω στην ίδια ταινία, ένα μέρος της ηχογράφησης μπορεί να θεωρηθεί καλύτερα παιγμένο και να γραφτεί πάνω σε ένα άλλο στρώμα μουσικής, παιγμένο σε προηγούμενη εκτέλεση (“take”) του ίδιου σημείου του τραγουδιού από τους μουσικούς. Η φωνή μοιάζει αχνά σαν εκπνοή, σαν αντιφώνηση, ιδίως στο δεύτερο ρεφραίν, μετά το στίχο “You can tell her what I wanted to be”. Θα μπορούσε κανείς να το ακούσει σαν εμφατικό Do It και το ίδιο καλοπροαίρετα σαν εμφατικό καθάρισμα λαιμού μιας ανδρικής φωνής, που πάντως, δεν είναι διακριτό αν είναι ή όχι ο Rob Halford.

Η πλευρά των εναγομένων αρνείται κατηγορηματικά, ειδικά την ύπαρξη «αντίστροφα εγγεγραμμένων» μηνυμάτων στα τραγούδια τους. Ο κιθαρίστας Glenn Tipton θα δηλώσει σε συνέντευξη κατά τη διάρκεια της δίκης: «Το άλμπουμ κυκλοφόρησε το 1978, όταν δεν είχαμε χρήματα καλά – καλά για να εξασφαλίσουμε το μεσημεριανό μας». Ο manager των Judas Priest Bill Curbishley θα είναι πιο στυγνός, εξεταζόμενος ως μάρτυρας: «Ακόμη και αν υπήρχε η τεχνική δυνατότητα να γραφτεί ένα μήνυμα που θα μπορούσε να ακουστεί ανάποδα, γιατί να μην φροντίζαμε τότε να μπει ένα μήνυμα σαν το “αγοράστε κι άλλα επτά αντίτυπα”; Για ποιό λόγο να θέλει μια μπάντα να σκοτώσει τους πελάτες της;».

Στις 8 Αυγούστου 1990, κατά τη διάρκεια της απογευματινής συνεδρίασης, ο Rob Halford, μετά από αίτημα των εναγομένων, ακουμπά στο έδρανο των μαρτύρων ένα διπλό κασσετόφωνο με δυνατά αποσπώμενα ηχεία, τύπου ghetto blaster. Με την άδεια του Δικαστή Whitehead, παίρνει το λόγο και με την αναγνωρίσιμη, εύθραυστη προφορά του, στην οποία απειροελάχιστα ίχνη διακρίνονται πλέον από το Wallsall του Birmingham όπου μεγάλωσε, καταθέτει: «Κατά τις πρωϊνές ώρες της συνεδρίας, βρέθηκα σε στούντιο ηχογραφήσεων, παίζοντας ολόκληρο το άλμπουμ “Stained Class” αντίστροφα. Θα ήθελα να μου επιτρέψετε να σας δείξω ορισμένα καινούρια ευρήματα». Ο Halford, πιθανόν ο πιο εξοικειωμένους από ολόκληρο το ακροατήριο με την ζωντανή διάδραση ενώπιον κοινού, ζητά μάλιστα την άδεια να του επιτραπεί να τραγουδά πρώτα συγκεκριμένα σημεία στίχων, μετά να παίζει τα ίδια σημεία από την κασσέττα αντίστροφα και τέλος να προσπαθεί να τραγουδήσει αυτό που, στα δικά του αυτιά, ακούγεται. Η συνήγορος των Belknap, Vivian Lynch, ενίσταται έντονα, ζητώντας να μη γίνει δεκτό ως αποδεικτικό μέσο ούτε η κασσέττα ούτε η απόπειρα «επίδειξης των φωνητικών δυνατοτήτων του εναγομένου». Είναι το σημείο που ο Δικαστής Whitehead, για πρώτη φορά στις σαράντα τρεις ημέρες της διαδικασίας, αφήνει μια υποψία χαμόγελου ευγενείας να διαφανεί για κλάσματα του δευτερολέπτου και αποφαίνεται ότι, πράγματι, δεν υπάρχει ανάγκη να ξανατραγουδήσει ο Halford ζωντανά στο ακροατήριο, αλλά ότι τα λεγόμενα «ευρήματα» θα ήθελε o να τα ακούσει, για αν έχει ιδία αντίληψη. Ο Halford πατά τα κουμπιά και ανοίγει τα δύο πορτάκια του ghetto blaster. Στη μια θήκη υπάρχει η κασέτα του “Stained Class”, όπως μπορεί να ακουστεί σε οποιοδήποτε κασσετόφωνο. Στη δεύτερη, το ίδιο σημείο, παιγμένο ανάποδα.

Στο κομμάτι “Invader”, σε ένα σημείο των στίχων υπάρχει η φράση strategic forcethey will not”. Αντίστροφα παιγμένο, ακούγεται, σχετικά καθαρά, με τη φωνή του Halford, κάτι σαν Its so fishy, personally I owe it  («πολύ ύποπτο, προσωπικά το χρωστάω»). Λίγο παρακάτω, στο ίδιο τραγούδι εκεί που υπάρχει ο στίχος They wont take our love awayαντίστροφα ακούγεται Hey look, ma, my chairs broken («Ε, μαμά, κοίτα, έσπασε η καρέκλα μου»). Με τον Halford να επαναλαμβάνει τις φράσεις για τα πρακτικά και τους συνηγόρους των εναγόντων να ενίστανται διαρκώς έντονα, από το ακροατήριο ακούγονται επιφωνήματα έκπληξης ανάμικτα με αποδοκιμασίας. Στο ρεφραίν του τραγουδιού “Exciter” (“Standby for Exciter - Salvation is his task”), παιγμένο ανάποδα ακουγόταν το πιο αστείο από τα «υποσυνείδητα μηνύματα»: “Ι-Ι-Ι asked for a peppermint, i asked for her to get one («Ζήτησα μια μέντα – της ζήτησα να βρει μια»).

«Μπορεί να μην είναι εντελώς ορθά από γραμματική άποψη, αλλά ούτε το “sing my evil spirit” είναι, νομίζω», προσθέτει με ελεγχόμενο σαρκασμό ο Halford, πριν τον διακόψει ενιστάμενη και πάλι η Vivian Lynch[14].

Στις 10 Αυγούστου 1990, η ακροαματική διαδικασία ολοκληρώθηκε με τις τελικές αγορεύσεις. Η Vivian Lynch ισχυρίστηκε ότι οι Judas Priest είναι «ειδικοί στο να δημιουργούν παραισθήσεις και εικόνες. Βγάζουν το ψωμί τους από αυτές τις παραισθήσεις. Από το να κάνουν να πράγματα να φαίνονται έτσι όπως δεν είναι στην πραγματικότητα. Επιτρέποντας έτσι σ’ αυτούς στους οποίους πουλάνε τους εαυτούς τους και τα προϊόντα τους να αποδράσουν για λίγο στη φαντασίωση. Είναι πράγματι οι μαιτρ της εξαπάτησης».

Η Suellen Fulstone, συνήγορος της CBS, τόνισε ότι η προκείμενη δίκη σχετίζεται με την ελαττωματικότητα ενός προϊόντος και με την υποτιθέμενη αμέλεια περί της ύπαρξής του και ότι δεν είναι αντικείμενο της δίκης «οι δυνατότητες κατανόησης του ανθρώπινου νου».

Α.4. Η ετυμηγορία (Vance et. al., v. Judas Priest et. al.) και η σημασία της.

Στις 24 Αυγούστου 1990, έχει φθάσει η ώρα για την απόφαση του Δικαστή Jerry Carr Whitehead, τόσο επί της κύριας βάσης της αγωγής, όσο και επί του αιτήματος επιβολής χρηματικής ποινής (“motion in limine”) που εισαγωγικά είχαν υποβάλει οι ενάγοντες. Η απόφασή του εκτείνεται σε 108 χειρόγραφες σελίδες και περιλαμβάνει αναλυτικές αναφορές σε νομολογιακά προηγούμενα για κάθε επιμέρους αίτημα, ισχυρισμό ή ένσταση που υποβλήθηκε από τις διάδικες πλευρές, καθώς και βιβλιογραφικές παραπομπές που αναδεικνύουν ευρύτητα αντίληψης, από την ερμηνεία του Sir Edward Coke στη Magna Carta τον 17ο αιώνα, ως τις θεωρίες του Thomas Paine και του James Madison για το δικαίωμα στη δίκαιη δίκη.

Καταρχήν, ο Whitehead έκανε δεκτό το αίτημα των εναγόντων και επέβαλε χρηματική ποινή ποσού 40.000 δολλαρίων στην εταιρία CBS για τη στάση μη έγκαιρης  συμμόρφωσης στην προδικαστική διάταξη του δικαστηρίου να βρεθούν και να προσκομιστούν οι αυθεντικές μήτρες του επίδικου τραγουδιού “Better By You, Better Than Me”. Στο κυρίως ζητούμενο, διάρθρωσε το σκεπτικό της απόφασης με τα ακόλουθα επί μέρους συμπεράσματα: (1) ότι οι προσκομισθείσες μήτρες του ηχογραφήματος ‘Better By You, Better Than Me” ήταν αυθεντικές και χωρίς ίχνη μεταγενέστερης επέμβασης σε αυτές (2) ότι πράγματι, υπάρχουν και ακούγονται αυτά που οι ενάγοντες εντόπισαν ως Do It !” περισσότερες από μία φορές στο συγκεκριμένο τραγούδι, (3) ότι αυτά συνιστούν «υποσυνείδητο μήνυμα» (4) ότι, όμως, τέθηκαν στο ηχογράφημα όχι σκόπιμα (5) ότι η έλλειψη πρόθεσης εκ μέρους των εναγομένων να συμπεριλάβουν τα συγκεκριμένα μηνύματα αποκλείει τo να ευσταθεί η αγωγική βάση περί αξιοπιστίας ή ελαττωματικότητας του δίσκου ως προϊόντος, αλλά και τη βάση της «παραβίασης του δικαιώματος στον ιδιωτικό βίο, μέσω αθέμιτων υποσυνείδητων μηνυμάτων που ο ακροατής δεν επιθυμεί να λαμβάνει»[15] (6) ότι οι ενάγοντες απέδειξαν επαρκή στοιχεία ώστε να αποδείξουν βάσιμα την επιρροή των «υποσυνείδητα αντιληπτών» ερεθισμάτων γενικώς, καθώς και το ότι αυτά τα υποσυνείδητα ερεθίσματα έγιναν πράγματι αντιληπτά από τους αποβιώσαντες στη συγκεκριμένη περίπτωση (7) ότι οι ενάγοντες δεν απέδειξαν ότι αυτά τα ερεθίσματα ήταν επαρκή για να εξηγήσουν συμπεριφορά τέτοιας βαρύτητας όπως η αυτοκτονία και (8) και ότι μια σειρά από άλλους παράγοντες, ανεξάρτητοι από την ύπαρξη υποσυνείδητων μηνυμάτων[16], παρέχουν επαρκή εξήγηση για τη συμπεριφορά των δύο νεαρών[17]. Ο Belknap είχε αποπειραθεί να αυτοκτονήσει και στο παρελθόν, ενώ σε χρόνο προηγούμενο του συμβάντος είχε εκφράσει αυτοκτονικές διαθέσεις, καθώς έδωσε μέρος από τα δώρα Χριστουγέννων νωρίτερα από το αναμενόμενο και επιθυμούσε να μάθει αν η αδελφή του θα έδινε το όνομά του στο αγέννητο ακόμη παιδί της, αν «κάτι του συνέβαινε»[18]. «Οι παράγοντες αυτοί, οι οποίοι παρέχουν ικανό έδαφος ερμηνείας της συμπεριφοράς των αποβιωσάντων, ανεξαρτήτως από την ύπαρξη υποσυνείδητων μηνυμάτων στη μουσική, τους είχαν ήδη θέσει σε θέση υψηλής πιθανότητας για αυτοκτονία»[19].

 Ο συνήγορος των Belknap, Ken McKenna, δήλωσε απογοητευμένος από το αποτέλεσμα, επισημαίνοντας όμως ότι «είναι δύσκολο για το δικαστήριο και για το σύστημα συνολικά, να κρίνεται ένα νομικό ζήτημα για πρώτη φορά. Όπως σήμερα ξέρουμε ότι το κάπνισμα σκοτώνει – ενώ κάποια χρόνια πριν δεν ήταν επιστημονικά αποδεδειγμένο – έτσι και σε πέντε χρόνια από σήμερα, θα έχει αποδειχθεί ότι μουσική όπως των Judas Priest βλάπτει σοβαρά τη νεολαία»[20].

Για την πλευρά των Judas Priest, ο Rob Halford, ανακουφισμένος και φορώντας, μετά τη δικαστική δοκιμασία των 43 ημερών, ένα συμβατό με το αυστηρό περιβάλλον χαμόγελο, δήλωσε : «Επιτέλους, απαλλαγήκαμε τελειωτικά. Ήρθαμε εδώ για να υπερασπιστούμε τη δουλειά μας και τη μουσική μας. Σύντομα θα επιστρέψουμε, κάνοντας αυτό που ξέρουμε καλύτερα. Να προσφέρουμε διασκέδαση και χαρά σε χιλιάδες φίλους μας σε όλο τον κόσμο. Θα ήθελα ειλικρινά να πλησιάσω τη μητέρα αυτού του παιδιού που αυτοκτόνησε, να την αγκαλιάσω και να της πώ πόσο λυπάμαι για την απώλειά της. Όμως, όπως αποδείχθηκε, οι άνθρωποι που την εκπροσωπούσαν ανήκαν σε ένα πολύ κλειστό δίκτυο. Πληροφορηθήκαμε ότι είχαν παρεισφρύσει στην υπόθεση ορισμένες ακραίες ομάδες που την πίεζαν να μας κυνηγήσει, πείθοντάς την ότι εμείς είμαστε υπεύθυνοι για το θάνατο του παιδιού της. Θα ήθελα πολύ να είχα την ευκαιρία να βρεθώ με την οικογένεια αυτή και να προσπαθήσουμε μαζί να κάνουμε το καλύτερο δυνατό, ώστε να επικρατήσει η κοινή λογική. Όμως αυτό κατέστη αδύνατο. Είναι μια πολύ φορτισμένη συναισθηματικά κατάσταση, το να έχουν χάσει κάποιοι τα παιδιά τους. Είναι αναμενόμενο να είναι θυμωμένοι. Είναι αναμενόμενο να είναι ενοχλημένοι και να ψάχνουν για εξηγήσεις».

Η απόφαση μπορεί να ανακούφισε τους εναγόμενους καλλιτέχνες, όμως άφησε, με την αμφισημία του σκεπτικού της ανοικτό το ενδεχόμενο να «αποδειχθεί», στο μέλλον η διασύνδεση μεταξύ «υποσυνείδητων» μηνυμάτων σε προϊόντα τέχνης και στην ανθρώπινη συμπεριφορά.

To 1993 το Ανώτατο Δικατήριο (Supreme Court) της πολιτείας της Nevada επικύρωσε, μετά από έφεση – αυτή τη φορά των εναγομένων- την πρωτόδικη απόφαση (Judas Priest vs Vance)[21], καταλήγοντας στο ότι: (α) τα υποτιθέμενα «υποσυνείδητα» μηνύματα όπως το Do It δεν ήταν παρά τυχαίος συνδυασμός ήχων (της αναπνοής του τραγουδιστή Rob Halford και της μουσικής) (β) ακόμη κι αν η φράση Do It αποτελούσε «υποσυνείδητο μήνυμα», οι ενάγοντες δεν απέδειξαν ότι αυτό ήταν ο κρίσιμος παράγοντας που υποκίνησε τους Vance και Belknap να αυτοκτονήσουν και (γ) ότι άλλοι παράγοντες σχετικοί με την προσωπικότητά τους και την μέχρι τότε ζωή τους, συνέβαλλαν στο να αποφασίσουν να τερματίσουν βίαια τη ζωή τους.

Η απόφαση υπήρξε σημαντική μέσα στην αμφισημία της, σε τρία παράλληλα επίπεδα[22]: Σε πρώτο επίπεδο, γιατί ανέδειξε το κινδυνώδες της ιδεοληψίας, όταν της έχει επιτραπεί να παρίσταται μέσα σε δικαστική αίθουσα μεταμφιεσμένη σε «ειδικότητα». Τα δεδομένα της επιστήμης, είτε αυτά είναι αμιγώς τεχνικά (εν προκειμένω αν είναι εφικτή και πώς η επίθεση αντίστροφου μηνύματος σε ηχογράφημα), είτε άπτονται των ανθρωπιστικών επιστημών (το αν έχει αποδειχθεί η επιρροή υποσυνείδητων μηνυμάτων σε πράξεις ή παραλείψεις, δρώντων προσόντων), όταν υποστηρίζονται από ερευνητικά δεδομένα και εκφέρονται, υπό τις κατάλληλες δικονομικές εγγυήσεις, από εξειδικευμένους επιστήμονες, αποτελούν πολύτιμη βοήθεια στο έργο του δικαστή, προς σχηματισμό δικανικής κρίσης και τελικά, στη διατύπωση μιας δίκαιης απόφασης. Ως μία δίκη «ειδικών» ανέδειξε τη σημασία της ειδικής γνώσης για τη διαμόρφωση δικαστικής κρίσης. Η κατάθεση ενός μάρτυρα με ειδικές γνώσεις έχει σαφή όρια, τα οποία περιχαράσσει τόσο η επιστημονική εγκυρότητα όσο και η επαγγελματική δεοντολογία. Η «γνώμη» που αυτός εξ εμπειρίας καταθέτει ενώπιον του δικαστηρίου υπέρ της μίας ή της άλλης πλευράς δεν θα πρέπει να είναι αστήρικτη ερευνητικών και βιβλιογραφικών δεδομένων, περιθωριακή, ανεπιβεβαίωτη από την ευρύτερη επιστημονική κοινότητα, ή και απλώς εμπειρική, όπως του Dr. Shevrin. Τα χρόνια που ακολούθησαν την υπόθεση Vance/ Belknap v. Judas Priest η αμερικανική νομολογία θεώρησε[23] ότι όποια μαρτυρία ειδικού φέρει τέτοια γνωρίσματα όπως η υποκειμενικότητα και η έλλειψη επιστημονικής (βλ. ερευνητικής) επαλήθευσης, πάσχει και δεν επιτελεί το προορισμό της, που είναι «να επιμορφώνει και διαφωτίζει το δικαστή για ζητήματα που άπτονται επιστημονικής ειδικότητας»[24].

Προφανώς, η ανάγκη αυτή είναι αμφίδρομη. Η επιμόρφωση και των παραγόντων της δίκης ούτως ώστε να έχουν αναπτυγμένη την ικανότητα να εντοπίζουν και να προσδιορίζουν το ζήτημα που χρήζει ειδικής επεξήγησης (καθ’ ημάς πραγματογνωμοσύνης, αστικής ή και ποινικής), αλλά και να βασίζουν, τεχνικά και νομικά, την δικανική τους πεποίθηση ως λογική, εμπεριστατωμένη θέση, με έρεισμα σε έγκυρα διδάγματα τέχνης και επιστήμης, και όχι ως προϊόν ενδόμυχών τους πεποιθήσεων, εν πολλοίς προκαταλήψεων, εξακολουθεί να παραμένει καίριο ζητούμενο σε κάθε σύγχρονη έννομη τάξη. Όπως εύστοχα καταλήγει ο Timothy E. Moore, όσο η νομική κοινότητα θα εμφορείται από δυσκολίες στο να διακρίνει τη λογική από την ανοησία (“the distinctions between sense and nonsense), o κόσμος απλώς θα εξακολουθήσει να απροπροσανατολίζεται ή και να ψυχαγωγείται από υποθέσεις όπως η Vance v. Judas Priest.

Η τελική κρίση του Δικαστή Whitehead, η οποία στηρίχθηκε και στην προσωπική του αντίληψη για πρόσωπα, πράγματα και ηχογραφήματα, που ακούστηκαν ευθέως και αντίστροφα, μετά από 43 ημέρες διαδικασίας, ευθυγραμμίζεται με την κοινή λογική - «Η επιστημονική έρευνα που εκτέθηκε στο πλαίσιο της παρούσας δίκης δεν απέδειξε ότι τα υποσυνείδητα ερεθίσματα, ακόμη κι αν γίνουν αντιληπτά, έχουν τη δυνατότητα να προκαλέσουν αιτιωδώς συμπεριφορές τέτοιας βαρύτητας (…)»[25] - αφήνοντας όμως ανοικτό το πεδίο για το αν, υπό άλλες συνθήκες, ιδίως υπό το βάρος πιο εξειδικευμένων επιστημονικών ή τεχνικά βελτιωμένης πιστότητας αποδείξεων, αποδειχθεί ότι κάποια άλλα «μη αντιληπτά» μηνύματα, μπορούν να προκαλέσουν αιτιωδώς «τέτοιας βαρύτητας συμπεριφορές».

 

Παναγιώτης Γ. Παπαϊωάννου, Δικηγόρος, Δρ. Εγκληματολογίας, Παντείου Πανεπιστημίου

[1] Βλ., μ.α., https://www.nytimes.com/1990/07/17/arts/2-families-sue-heavy-metal-band-as-having-driven-sons-to-suicide.html.

[2]  Βλ. aποσπάσματα του ειδησεογραφικού δικτύου CBS με συνεντεύξεις από την εποχή της δίκης σε https://youtu.be/Jl4EFThO1e4.

[3] Βλ., οπ. ανωτ., Ivan Solotaroff (1994), καθώς και το ντοκυμανταίρ “Dream Deceivers – The Story Behind James Vance vs. Judas Priest του David Van Taylor (1992).

[4] Βλ., μ.α., https://www.nytimes.com/1990/07/17/arts/2-families-sue-heavy-metal-band-as-having-driven-sons-to-suicide.html

[5] Βλ., οπ. ανωτ., σε https://www.nytimes.com/1990/07/17/arts/2-families-sue-heavy-metal-band-as-having-driven-sons-to-suicide.html

[6] «Συγχαρητήρια, αγαπητέ πελάτη. Μόλις ανακάλυψες ένα κρυφό μήνυμα. Παρακαλούμε, στείλε την απάντησή σου στους Πινκ Φλόϋντ, στο τρελλάδικο (διεύθυνση)». Βρίσκεται στο τραγούδι "Empty Spaces" στο τέλος του "Good-bye Blue Sky" από το άλμπουμ “The Wall” (EMI, 1979).

[7] Timothy E. Moore (1996), οπ. ανωτ., σελ. 7.

[8] Βλ. οπ. ανωτ., Timothy E. Moore (1996), pgs 8-9.

[9] Θέση του Moore ήταν ότι καμία από τις επικαλούμενες έρευνες δεν περιλάμβαναν μεθοδολογικά στέρεα και ποσοτικά επαρκή στοιχεία για το ότι τα «υποσυνείδητα μηνύματα» μπορούν να ενθαρρύνουν οποιαδήποτε συμπεριφορά, πολλώ μάλλον αυτοκτονική. Επικεντρώθηκε, δε, στην κριτική επί των εξής εργασιών, στις οποίες οι ενάγοντες βάσιζαν την επιστημονική τους θέση περί επιρροής των υποσυνείδητων μηνυμάτων : Borgeat, F., and L. Chaloult (1985), A relaxation experiment using radio broadcasts. Canada's Mental Health 33: 11-13, Borgeat, F., R. Elie, L. Chaloult, and R. Chabot (1985), Psychophysiological responses to masked auditory stimuli, Canadian Journal of Psychiatry 30: 22-27 και Henley, S. (1975), Cross-modal effects of subliminal verbal stimuli. Scandinavian Journal of Psychology 16: 30-36.

[10] Σύμφωνα με τις έρευνες για το κατά πόσο είναι πραγματικά επιδραστικές στην ανθρώπινη συμπεριφορά οι κασσέττες αυτοβελτίωσης, είχαν προ της δίκης και ανεξάρτητα απ’ αυτήν διατυπωθεί σοβαρές επιφυλάξεις. Παρ’ ότι μεγάλο μέρος των συμμετεχόντων σε αυτές ήταν προδιατεθειμένοι ή ακόμη και προκατειλημμένοι ότι επίδραση προς την κατεύθυνση των μηνυμάτων που υπήρχαν στις κασσέττες θα υπάρξει, εν τούτοις, τα ερευνητικά δεδομένα έδειχναν ότι οι κασσέτες αυτές ήταν από θεραπευτική άποψη άχρηστες. Βλ. Merikle, P. M. (1988), Subliminal auditory tapes: An evaluation. Psychology and Marketing 46: 355-372 καιMerikle, P. M., and H. Skanes (1992), Subliminal self-help audio tapes: A search for placebo effects. Journal of Applied Psychology 77: 772-776. Η  συγκεκριμένη έρευνα αργότερα δημοσιεύθηκε ενημερωμένη σε Pratkanis, A. R., J. Eskenazi, and A. G. Greenwald(1994), What you expect is what you believe (but not necessarily what you get): A test of the effectiveness of subliminal self-help audiotapes. Basic and Applied Social Psychology 15: pgs 251-276.

[11] Κυρίως βασιζόμενος στο Vokey, J. R., and J. D. Read (1985) Subliminal messages: Between the devil and the media, σεAmerican Psychologist 40: pgs 1231-1239. Σχετικά με την «περιορισμένη κατά τις αναλυτικές της δυνατότητες μη συνειδητή γνωστική λειτουργία»,  βλ.  Greenwald, A. G. (1992), New look 3: Unconscious cognition reclaimed. American Psychologist 47: 766-779 και  Holender, D. (1986), Semantic activation without conscious identification in dichotic listening, parafoveal vision, and visual masking: a survey and appraisal. The Behavioral and Brain Sciences 9: 1-23.

[12] Jeff Giles, "When two Judas Priest fans attempted suicide, and their parents blamed the lyrics", Ultimate Classic Rock, Jan. 20, 2018, http://ultimateclassicrock.com/judas-priest-suicide/., καθώς και το ντοκυμανταίρ “Dream Deceivers – The Story Behind James Vance vs. Judas Priest του David Van Taylor (1992) και τα δελτία κάλυψης της δίκης από το τηλεοπτικό δίκτυο CBS στοhttps://youtu.be/Jl4EFThO1e4.

[13] Από τον δίσκο τους “Defenders Of The Faith” (CBS, 1984), το οποίο μάλιστα είχε κυκλοφορήσει  σαν single, χωρίς ιδιαίτερη επιτυχία.  

[14] Βλ. μ.α. περιοδικό “Rolling Stone”, ηλεκτρονική έκδοση, 24/8/2015.

[15] Βλ. την προκριματική απόφαση του ίδιου του Whitehead, Vance/Roberson v. CBS Inc./Judas Priest, 1989b.

[16] «Κατάχρηση ναρκωτικών ουσιών, μικρής βαρύτητας εγκληματικότητα, αποτυχία στο σχολικό περιβάλλον και έλλειψη σταθερής εργασίας». Βλ., οπ. ανωτ,. Vance/Roberson v. CBS Inc./Judas Priest, 1990. No. 86-5844 and 86-3939 (Washoe County, 2nd Judicial District Court of Nevada, August 24, 1990).

[17] «Η επιστημονική έρευνα που εκτέθηκε στο πλαίσιο της παρούσας δίκης δεν απέδειξε ότι τα υποσυνείδητα ερεθίσματα, ακόμη κι αν γίνουν αντιληπτά, έχουν τη δυνατότητα να προκαλέσουν αιτιωδώς συμπεριφορές τέτοιας βαρύτητας (…). Τα πιο ισχυρά αποδεικτικά μέσα που προσκομίσθηκαν σχετικά, δεν απέδειξαν ότι επέφεραν άλλη επιρροή, πέρα από άγχος, δυσφορία και ένταση». Βλ. το σώμα της απόφασης No. 86-5844/86-3939, 1990 WL 130920 (2d Judicial District Court of the State of Nevada, Aug. 24, 1990, pg. 31) καθώς και τις ad hoc αναφορές σε Timothy E. Moore, (1996), οπ. ανωτ. pgs 3-7 και Blecha, Peter. Taboo Tunes: A History of Banned Bands & Censored Songs. San Francisco: Backbeat Books, 2004, pg 55.

[18] Βλ. την αναφορά στην υπόθεση ως case study και στην απόφαση ως νομολογιακό δεδομένο, σε Litman, R, E., and N. L. Farberow. 1994. Pop-Rock music as precipitating cause in youth suicide, σε Journal of Forensic Sciences 39: 494-499.

[19] Βλ. Vance/Roberson v. CBS Inc./Judas Priest, 1990, No. 86-5844 and 86-3939 (Washoe County, 2nd Judicial District Court of Nevada, August 24, 1990).

[20] Βλ. aποσπάσματα του ειδησεογραφικού δικτύου CBS με συνεντεύξεις από την εποχή της δίκης σε https://youtu.be/Jl4EFThO1e4 .

[21] Βλ. τη σχετική είδηση, σε πρώτη δημοσίευση, μ.α., σε Billboard magazine, June 12, 1993

[22] Βλ. ανωτ. παραπομπή υπ’ αριθ. 1, στο πλήρες κείμενο που σημοσιεύεται στον Τιμητικό Τόμο του Καθηγητή Γιάννη Πανούση, εκδόσεων Σιδέρη, Αθήνα 2020.

[23] Βλ., μ.α., Daubert v. Merrell Dow Pharmaceuticals 1993; R. v. Mohan, 1994.

[24] Όπως είχε ο προορισμός του ειδικού μάρτυρος είχε καθοριστεί από την υπόθεση Frye v. United States (1923).

[25] Βλ., οπ. ανωτ., Vance/Roberson v. CBS Inc./Judas Priest, No. 86-5844 and 86-3939 (Washoe County, 2nd Judicial District Court of Nevada, August 24, 1990).