ΤΕΥΧΟΣ #4 ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ 2017

Ψευδείς ομολογίες: όχι τόσο σπάνιες όσο νομίζουμε

Μαρία Ανδριανάκη

Στη δημοφιλή αμερικανική σειρά “Making a murderer”, ο Steven Avery, ένας άνδρας από την πολιτεία Manitowok καταδικάζεται για τον φόνο μιας δημοσιογράφου και εκτίει 18 χρόνια φυλάκισης προτού αθωωθεί βάσει εξετάσεων DNA το 2003. Στην ίδια υπόθεση συγκατηγορούμενος βρίσκεται και ο ανήλικος ανηψιός του, Brendan Dassey, ο οποίος ομολογεί τη συνέργεια στο βιασμό και το φόνο και καταδικάζεται σε ισόβια φυλάκιση με κύριο αποδεικτικό στοιχείο την βιντεοσκοπημένη ομολογία του στο στάδιο της ανάκρισης.

Πολλά χρόνια αργότερα, το 2016, ένας ομοσπονδιακός δικαστής ανατρέπει την καταδίκη του Brendan και διατάσσει την απελευθέρωσή του λέγοντας ότι οι ανακριτικές αρχές εξανάγκασαν το 16χρονο τότε αγόρι, το οποίο έπασχε από νοητικά προβλήματα, σε ομολογία. Το Υπουργείο Δικαιοσύνης ασκεί έφεση κατά αυτής της απόφασης και η υπόθεση εκδικάζεται στο Εφετείο, το οποίο επικυρώνει την απόφαση του κατώτερου δικαστηρίου και διατάσσει την απελευθέρωση του Brendan. Η περίπτωση του Brendan είναι μία μόνο από τις περιπτώσεις ψευδούς ομολογίας που έχουν απασχολήσει την κοινή γνώμη.

Το βάρος της ομολογίας

Στην ελληνική έννομη τάξη η ομολογία, ήτοι η παραδοχή από τον κατηγορούμενο της ενοχής του για μία αξιόποινη πράξη, αποτελεί ένα εκ των κυριοτέρων αποδεικτικών μέσων, ωστόσο δεν αρκεί για να ενοχοποιήσει τον κατηγορούμενο. Με άλλα λόγια, η ομολογία του κατηγορούμενου δεν συμπίπτει με την έννοια της πλήρους απόδειξης που απαιτεί ο νόμος για τη στοιχειοθέτηση μιας καταδίκης αλλά είναι απαραίτητο να συνεκτιμώνται όλα τα αποδεικτικά μέσα, με αποτέλεσμα τόσο η ομολογία όσο και η ενδεχόμενη ανάκλησή της να εκτιμώνται ελεύθερα από τον δικαστή.

Ωστόσο, μια ομολογία βαραίνει πολύ στη συνείδηση του δικαστή, πολλώ δε μάλλον στη συνείδηση του ενόρκου, και είναι γεγονός ότι αποτελεί ένα από τα πιο κρίσιμα αποδεικτικά στοιχεία. Παράλληλα, όταν οι παράγοντες της δίκης έχουν στα χέρια τους μια ομολογία, προσκολλώνται σ’ αυτή και παραβλέπουν τα υπόλοιπα αποδεικτικά στοιχεία, τα οποία ερμηνεύονται με προκατάληψη ("bias snowfall effect").

Απόσπαση ομολογίας στο πλαίσιο της ανάκρισης από την αστυνομία

Ορισμένες φορές στόχος της αστυνομίας είναι η απόσπαση ομολογίας από τον κατηγορούμενο ειδικά στην περίπτωση πολύκροτων εγκλημάτων, όπου η κοινή γνώμη πιέζει για την σύλληψη και καταδίκη του υπόπτου.

Οι δύο πιο διαδεδομένες τεχνικές ανάκρισης που χρησιμοποιούνται παγκοσμίως από την αστυνομία είναι η Reid technique στην Αμερική και το PEACE model στην Αγγλία. Η πρώτη αποτελεί μια συνέντευξη βασισμένη στην ανάλυση της συμπεριφοράς του υπόπτου, όπου τίθενται ορισμένες μη ενοχοποιητικές ερωτήσεις και παρατηρούνται λεκτικά και μη λεκτικά συμπτώματα εξαπάτησης – η λεγόμενη γλώσσα του σώματος- όπως αποστροφή του βλέμματος, άκαμπτη στάση σώματος και νευρικό κούνημα μπρος πίσω. Για όσους «αποτυγχάνουν» στη συνέντευξη ακολουθεί μία ιδιαιτέρως επιθετική ανάκριση, της οποίας κύριος σκοπός είναι η απόσπαση ομολογίας.

Κατά τη διάρκεια αυτής της ανάκρισης, ο ύποπτος απομονώνεται σ’ ένα μικρό, άδειο, ηχομονωμένο και σκοτεινό δωμάτιο όπου έρχεται αντιμέτωπος με την έκφραση της βεβαιότητας της ενοχής του από τον ανακριτή (βήμα 1ο). Έπειτα, ο ανακριτής επιχειρεί να μειώσει τη σοβαρότητα του αδικήματος και να προσφέρει ηθική δικαιολόγηση, ρίχνοντας λόγου χάρη ευθύνη στο θύμα ή στις περιστάσεις (βήμα 2ο). Εν συνεχεία, ο ανακριτής διακόπτει όλες τις προσπάθειες άρνησης (βήμα 3ο) και καταρρίπτει όλες τις ηθικές, συναισθηματικές και έμπρακτες αντιρρήσεις του υπόπτου αναφορικά με την απο μέρους του αδυναμία τέλεσης του αδικήματος (βήμα 4ο).

Κατόπιν, εάν ο ύποπτος ανταποκριθεί με παθητική απόσυρση, ο ανακριτής πρέπει να ανακτήσει την προσοχή του (βήμα 5ο), να δείξει συμπάθεια και κατανόηση ώστε να συνεργαστεί μαζί του (βήμα 6ο) και να παρουσιάσει δύο εναλλακτικές εκδοχές του εγκλήματος, η μία εκ των οποίων είναι περισσότερο αποδεκτή από την άλλη (βήμα 7ο). Εάν ο ύποπτος δεχτεί την «ελαφρύτερη» εκδοχή, τότε ο ανακριτής αναζητά μια πλήρη λεπτομερή εξιστόρηση της παραδοχής του εγκλήματος (βήμα 8ο) και επειτά μετατρέπει την προφορική εξιστόρηση σε πλήρη γραπτή ομολογία με λεπτομέρειες ως προς το που, πως, γιατί, έτσι ώστε να μπορεί να χρησιμοποιηθεί στο δικαστήριο (βήμα 9ο).

Σε αντίθεση με την πρώτη τεχνική, η δεύτερη (PEACE σημαίνει P= Προετοιμασία, E= Επεξήγηση, Α= Απολογισμός, C= Κλείσιμο και Ε= Aξιολόγηση), δεν προκαταλαμβάνει την ενοχή του υπόπτου και δεν έχει ως αποκλειστικό σκοπό την άντληση ομολογίας. Αντιθέτως, διατυπώνονται ανοιχτές, βασικές και επαναλαμβανόμενες ερωτήσεις, αποκαλύπτονται αποδεικτικά στοιχεία στον ύποπτο και του γνωστοποιούνται οι αντιφάσεις στις οποίες έχει υποπέσει. Παράλληλα, δεν χρησιμοποιούνται ποτέ απειλές, υποσχέσεις και εκβιασμοί ή τεχνικές μεγιστοποίησης και ελαχιστοποίησης.

Όσον αφορά τα ελληνικά δεδομένα, απαγορεύεται η χρησιμοποίηση εκβιαστικών μέσων για την απόσπαση οποιασδήποτε κατάθεσης. Ως εκβιαστικά μέσα νοούνται όλα τα μέσα τα οποία δεν επιτρέπονται από τον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας και στοχεύουν στο να παρεμποδίσουν την ελεύθερη βούληση του υπόπτου που υποβάλλεται στη διαδικασία της ανάκρισης. Αυτά είναι ιδίως η χρήση σωματικής και ψυχολογικής βίας, η χρήση ναρκωτικών, υπνωτικών ή άλλων ουσιών, η εφεύρεση προσβλητικών για την ανθρώπινη αξιοπρέπεια μεθόθων αναζήτησης της αλήθειας όπως ο ορός της αλήθειας, οι απειλές, η βία κατά πραγμάτων του υπόπτου, η υποβολή παραπειστικών ή υποβλητικών ερωτήσεων, η προσβολή της γενετήσιας αξιοπρέπειας, η υπόσχεση οφέλους, η απειλή καταστρατήγησης νομίμων δικαιωμάτων του και άλλα.

Κίνδυνος ψευδούς ομολογίας

Οι εγκληματολόγοι θέτουν συχνά θέμα αξιοπιστίας των ομολογιών μετά από ανάκριση. Παρόλο που ο δείκτης των ψευδών ομολογιών είναι δύσκολο να καθοριστεί, η ανάλυση περιπτώσεων στο πλαίσιο του Innocence Project , όπου εξετάσεις DNA αθώωσαν εσφαλμένως καταδικασθέντες, απέδειξε ότι περίπου το 20% των περιπτώσεων στηρίζονταν σε ψευδείς ομολογίες.

Ένα άλλο χαρακτηριστικό παράδειγμα ψευδούς ομολογίας είναι η υπόθεση «Central Park Jogger» στην Αμερική το 1989, στην οποία εμπλέκονταν πέντε έφηβα αγόρια τα οποία ομολόγησαν ψευδώς ότι βίασαν και κακοποίησαν μια 28χρονη γυναίκα που έκανε τζόκινγκ στην περιοχή του φημισμένου πάρκου του Μανχάτταν. Παρά το γεγονός ότι όλοι οι έφηβοι αργότερα ανακάλεσαν τις ομολογίες τους και καμία άλλη φυσική ένδειξη δεν τους συνέδεε πέραν πάσης αμφιβολίας με το έγκλημα, καταδικάστηκαν και εξέτισαν 12 χρόνια φυλάκισης.

Χρόνια μετά, ένας κατά συρροή δολοφόνος και βιαστής ονόματι Matias Reyes ομολόγησε ότι ήταν ο μοναδικός δράστης της επίθεσης αυτής. Εξετάσεις DNΑ σπέρματος και τριχών κεφαλής που βρέθηκαν στη σκηνή του εγκλήματος επιβεβαίωσαν την ενοχή του Reyes και τα αγόρια αθωώθηκαν επίσημα τον Δεκέμβριο του έτους 2002.

Έρευνες για ψευδείς ομολογίες

Λαμβανομένης υπ’ όψιν της υψίστης σημασίας της ομολογίας ως αποδεικτικού μέσου και της ανάγκης να διασφαλιστεί η αξιοπιστία της, οι ερευνητές άρχισαν να ερευνούν τις ψυχολογικές διεργασίες που περιέχονται στις ανακρίσεις της αστυνομίας και στην εξαγωγή των ομολογιών.

Οι πρώτοι που σχεδίασαν ένα πείραμα στο πλαίσιο εργαστηρίου για την εξαγωγή ψευδών ομολογιών ήταν οι Kassin και Kiechel (1996) . Στο πείραμα συμμετείχαν φοιτητές που καλούνταν να αντιγράφουν γράμματα που εμφανίζονταν σε μια οθόνη υπολογιστή. Οι συμμετέχοντες προειδοποιήθηκαν να μην πατήσουν το πλήκτρο «Alt» διαφορετικά ο υπολογιστής τους θα συντρίβονταν. Κατά τη διάρκεια της άσκησης, ο υπολογιστής πράγματι συνετρίβη και οι συμμετέχοντες κατηγορήθηκαν ψευδώς ότι άγγιξαν το απαγορευμένο πλήκτρο.

Στη συνέχεια, τους ζητήθηκε να υπογράψουν μια γραπτή ομολογία, ενώ τους προσέγγισε ένας συνεργός των ερευνητών ο οποίος εμφανίστηκε ως ουδέτερος. Στις μισές περιπτώσεις κατέθεσε ότι είδε τον συμμετέχοντα να πατάει το πλήκτρο και στις υπόλοιπες ότι δεν τον είδε. Το 69% των συμμετεχόντων ομολόγησαν ψευδώς –ενώ ήταν όλοι αθώοι- ότι διέπραξαν την απαγορευμένη κίνηση, ενώ η τάση αυτή επηρρεάστηκε από την ευαλωτότητα των υπόπτων και την παρουσίαση ψευδών αποδείξεων.

Κατόπιν, διενεργήθηκαν διάφορες παραλλαγές της ανωτέρω έρευνας, οι οποίες εξέτασαν τους παράγοντες που συντελούν στην παραγωγή ψευδών ομολογιών (βλ.ενδεικτικά Russano).

Παράγοντες που ευνοούν τις ψευδείς ομολογίες

Οι παράγοντες που αυξάνουν τον κίνδυνο πρόκλησης τέτοιων ομολογιών διακρίνονται σε δύο κατηγορίες, στους εξωτερικούς και στους προσωπικούς. Οι εξωτερικοί περιλαμβάνουν τη διαδικασία της ανάκρισης, τις τεχνικές που χρησιμοποιούνται από την αστυνομία, τον υπερβάλλοντα ζήλο των αστυνομικών ή την παρουσιάση ψευδών αποδείξεων. Στους προσωπικούς παράγοντες ανήκουν η αφέλεια, το άγχος, η αδημονία, η κούραση, η χαμηλή ευφυία (λόγου χάρη ψυχικές διαταραχές), η νεαρή ηλικία, η διαπροσωπική εμπιστοσύνη, η συμμόρφωση, η ευκολοπιστία και η κατανάλωση αλκοόλ και ναρκωτικών.

Ιδίως, η χρονική διάρκεια που ο ύποπτος κρατείται σε απομόνωση επηρεάζει ακόμα και τους αθώους να ομολογήσουν. Η μέση διάρκεια των ανακρίσεων σε ΗΠΑ και Μεγάλη Βρεττανία είναι από 30 λεπτά μέχρι 2 ώρες. Η διάρκεια των ανακρίσεων σε περιπτώσεις που αποδεδειγμένα περιείχαν ψευδείς ομολογίες, υπερέβαινε αυτά τα χρονικά πλαίσια. Παράλληλα, η ανάγκη του ανήκειν, της προσχώρησης σε μια ομάδα και η κοινωνική στήριξη αποτελούν ένα θεμελιώδες ανθρώπινο κίνητρο και υπό καταστάσεις έντονου στρες οι άνθρωποι αναζητούν τη σύνδεση με άλλους. Έτσι, η παρατεταμένη απομόνωση είναι δυνατό να επιτείνει την απελπισία του υπόπτου και να ενισχύσει την ανάγκη του να απελευθερωθεί από αυτή την στρεσογόνο κατάσταση. Η στέρηση ύπνου είναι ακόμα ένας παράγοντας ανησυχίας, καθώς σύμφωνα με έρευνες αυξάνει την ευαλωτότητα και δυσχεραίνει την ικανότητα λήψης αποφάσεων σε σύνθετα καθήκοντα.

Περαιτέρω, έρευνες δείχνουν ότι η παρουσίαση ψευδών αποδεικτικών στοιχείων, όπως για παράδειγμα η πληροφορία ότι βρέθηκαν τρίχες του υπόπτου στον τόπο του εγκληματος, η ύπαρξη αυτόπτη μάρτυρα ή η αποτυχία του υπόπτου να περάσει το τεστ ανίχνευσης ψεύδους, προκαλούν αθώους ανθρώπους να ομολογήσουν. Πιστεύουν ότι η ομολογία τους θα διαψευστεί, ότι η αθωότητά τους θα λάμψει, ενώ παραιτούνται των δικαιωμάτων τους (Miranda Rights) καθώς θεωρούν ότι «δεν έχουν τίποτα να κρύψουν».

Τέλος, χρησιμοποιούνται τεχνικές ελαχιστοποίησης, μέσω των οποίων οι ανακριτές προσπαθούν να μειώσουν το έγκλημα προβάλλοντας ηθική δικαιολόγηση. Ειδικότερα, δικαιολογούν τον ύποπτο λέγοντας του ότι η πράξη του ήταν αυθόρμητη, συμπτωματική, υποκινούμενη από συνομηλίκους ή με άλλο τρόπο εύλογη. Έρευνες έχουν δείξει ότι οι ύποπτοι εικάζουν ότι η επιείκεια θα είναι επακόλουθο της ομολογίας, ακόμα και χωρίς κάποια ρητή υπόσχεση.

Πως αποφεύγουμε τις ψευδείς ομολογίες

Συνεπώς, η διαδικασία και το αποτέλεσμα της ανάκρισης πρέπει να βιντεοσκοπείται από μία κάμερα με ισορροπημένη σκοπιά που θα δείχνει τόσο τον ανακριτή όσο και τον ύποπτο. Έπειτα, σ’ όλα τα στάδια μιας ποινικής δίκης πρέπει να είναι παρόντες δικηγόροι ειδικά εκπαιδευμένοι στην ανίχνευση τεχνικών εξαπάτησης και γονείς ή κηδεμόνες σε περιπτώσεις ανηλίκων υπόπτων. Τέλος, οι ανακριτές οφείλουν να φέρονται στον ύποπτο με σεβασμό, έχοντας ως αρχή το «τεκμήριο της αθωωότητας» και να μη χρησιμοποιούν τεχνικές εξαπάτησης που ευνοούν την παραγωγή ψευδών ομολογιών.


H Μαρία Ανδριανάκη είναι Δικηγόρος, ΜΔΕ Εγκληματολογίας στο Πανεπιστήμιο του Μάαστριχτ.

ΒΙΒΙΟΓΡΑΦΙΑ

Ιnterviewing suspects: Practice, science, and future directions by Saul M. Kassin, Sara C. Appleby and Jennifer Torkidson Perillo, The British Psychological Society, 2010.

Handbook of Psychology of Investigative Interviewing: Current Developments and Future Directions, Chapter Four: Finding False Confessions by Peter J. Van Koppen, John Wiley & Sons, Ltd., 2009.

Inside Interrogation: The Lie, The Bluff, and False Confessions by Jennifer T. Perillo and Saun M. Kassin, American Psychology – Law Society/Division 41 of the American Psychological Association 2010.

Investigating True and False Confessions Within a Novel Experimental Paradigm by Melissa B.Russano, Christian A.Meissner, Fadia M. Narehet and Saul M.Kassin, American Psychological Science, 2005.

False Confessions in the lab: Do plausibility and consequences matter? By Robert Horselenberg, Harald Merckelbach, Tom Smeets, Dirk Franssens, Gjalt- Jorn Ygram Peters & Gwenny Zeles, Psychology, Crime & Law, January 2006, Vol. 12(1), pp. 61-75.