ΤΕΥΧΟΣ #15 ΜΑΡΤΙΟΣ 2021

Ποινική επιλεκτικότητα: μία μακρο-ιστορική θεώρηση από τη Valeria Vegh Weis

Δρ. Ουίλιαμ Αλοσκόφης

Πρόκειται για την ουσία του πράγματος όταν οι παρεκκλίσεις συνδέονται αναπόσπαστα με αυτό. - Denis Diderot

Οι πρόσφατες μαζικές διαμαρτυρίες στις ΗΠΑ, μετά τον δραματικό θάνατο του George Floyd εξαιτίας βάναυσης αστυνομικής κακομεταχείρισης, προκάλεσαν διεθνώς μια αναθέρμανση του δημόσιου ενδιαφέροντος για την άνιση μεταχείριση των πολιτών κατά την απονομή της δικαιοσύνης. Άραγε τέτοια περιστατικά συνιστούν εκτροπές μεμονωμένων αστυνομικών οργάνων στις δημοκρατίες των αναπτυγμένων χωρών; Πρόκειται, ενδεχομένως, για συγκυριακές νοθεύσεις του ποινικού φιλελευθερισμού στις ΗΠΑ που δεν θίγουν ωστόσο σε τίποτα την ουσία του; Ή μήπως αποτελούν έκφραση δομικών ανισοτήτων στη μεταχείριση των πολιτών από τους ποινικούς μηχανισμούς όλων των σύγχρονων κρατών, στον έναν ή τον άλλο βαθμό;

Το ερώτημα απασχολεί, για δεκαετίες, μια κατεύθυνση έρευνας που συσχετίζει την ιστορική εξέλιξη των φιλελεύθερων ποινικών θεσμών του σύγχρονου κράτους με την ανάπτυξη του καπιταλιστικού συστήματος και τις χαρακτηριστικές του ανισότητες. Πρόκειται για ένα ερευνητικό πεδίο στο οποίο εγκληματολόγοι, κοινωνιολόγοι και ιστορικοί που επηρεάστηκαν από το έργο του Karl Marx είχαν τη σημαντικότερη συμβολή.[1]

Κλασική είναι η γνωστή μελέτη των Rusche και Kirchheimer Τιμωρία και κοινωνική δομή (1939)[2]. Σε αυτήν, υποστηρίχτηκε πως η αυστηροποίηση των ποινικών κυρώσεων παρατηρείται γενικά σε ιστορικές περιόδους κατά τις οποίες εμφανίζονται πλεονάσματα εργατικού δυναμικού στην αγορά εργασίας και, συνακόλουθα, υποτιμάται η αξία της ανθρώπινης ζωής. Επιπλέον, επισημάνθηκε το «ποινικό αξίωμα» των κυβερνώντων σύμφωνα με το οποίο πρέπει να διατηρείται το επίπεδο διαβίωσης των κρατουμένων κάτω από εκείνο των κοινωνικά σημαντικών ενδεέστερων εργαζομένων, ώστε η φυλακή να μην καταστεί περισσότερο «επιλέξιμη» από αυτούς (principle of less eligibility, αρχή της αποστροφής του δυσμενέστερου). Η επιστημονική συζήτηση που ακολούθησε ανέδειξε ωστόσο και άλλες κοινωνικο-οικονομικές συνθήκες που επηρεάζουν τον ποινικό έλεγχο.[3]

Η Αργεντινο-γερμανίδα εγκληματολόγος Valeria Vegh Weis ξαναπιάνει το νήμα της διανοητικής αυτής παράδοσης στη μελέτη της «Μαρξισμός και εγκληματολογία. Μια ιστορία της ποινικής επιλεκτικότητας» (2018).[4] Αξιοποιώντας έργα από όλο το φάσμα της κριτικής εγκληματολογίας, αναλύει την επιλεκτικότητα των ποινικών συστημάτων, δηλαδή τις ανισότητες κατά την απονομή της δικαιοσύνης, από τον 15ο αιώνα μέχρι σήμερα.

Η μελέτη της βραβεύτηκε[5] και επαινέθηκε από καταξιωμένους εγκληματολόγους. Ο Roger Matthews και ο Jonathan Simon έγραψαν τον Πρόλογο και τον Επίλογο αντίστοιχα.[6] Ο John Lea τη χαρακτήρισε «κάτι σαν έναν Rusche και Kirchheimer του καιρού μας».[7] Άλλοι μίλησαν για ένα «εντυπωσιακό βιβλίο» που αξίζει να διαβαστεί πλατιά για την ευρύτητα του γνωστικού του αντικειμένου,[8] με επιχειρηματολογία «πειστική» και «αναζωογονητική», διότι καταπιάνεται με τα μεγάλα θεωρητικά ερωτήματα τα οποία οι σύγχρονοι ιστορικοί αποφεύγουν να συζητήσουν.[9]

Το εννοιολογικό πλαίσιο της μελέτης

Είναι γνωστό πως ο Karl Marx δε διαμόρφωσε μια θεωρία για το έγκλημα και τον ποινικό έλεγχο και ότι οι επιμέρους «εγκληματολογικές» αναλύσεις του βρίσκονται διάσπαρτες στο τεράστιο έργο του. Οι θεωρητικές θέσεις και η μέθοδός του ωστόσο επηρέασαν βαθιά, καίτοι υπογείως, την κριτική εγκληματολογία.

Βασισμένη σε αυτή τη μεθοδολογική προσέγγιση, η Valeria Vegh Weis εξετάζει την εξέλιξη των ποινικών θεσμών με αφετηρία όχι τη φιλοσοφία του δικαίου, αλλά τις υλικές, κοινωνικο-οικονομικές συνθήκες κάθε ιστορικής περιόδου. Στο πλαίσιο αυτό, αναδεικνύει την ποινική επιλεκτικότητα ως εγγενές γνώρισμα του ποινικού μηχανισμού του σύγχρονου κράτους.[10]

Οι περισσότεροι ορισμοί της ποινικής επιλεκτικότητας στην εγκληματολογία εστιάζονται στις φυλετικές διακρίσεις ή στην άνιση μεταχείριση των κατηγορουμένων σε ορισμένα στάδια της ποινικής διαδικασίας. Χρειάζεται ωστόσο ένα εννοιολογικό πλαίσιο το οποίο να καθιστά διαυγή την επίδραση των ανισοτήτων μεταξύ τάξεων, φυλών, εθνο-πολιτισμικών ομάδων, φύλων ή ηλικιακών κατηγοριών σε όλα τα στάδια: ποινική νομοθέτηση, επισήμανση του εγκλήματος από τις διωκτικές αρχές, παραπομπή του δράστη, καταλογισμός της ευθύνης, επιμέτρηση, μετατροπή ή αναστολή της ποινής από τα δικαστήρια, έκτιση της στερητικής της ελευθερίας ποινής, μετασωφρονιστική μεταχείριση.

Με τον όρο ποινική επιλεκτικότητα (criminal selectivity) η Vegh Weis αναφέρεται στη δομική μεροληψία του ποινικού συστήματος στο σύνολό του.[11] Η επιλεκτικότητα αυτή παρεμβαίνει ανάμεσα στις κοινωνικά επιβλαβείς πράξεις και τον κοινωνικό έλεγχό τους. Προτιμά, ωστόσο, τον όρο «crime conflict» για να αναφερθεί στις αρνητικές κοινωνικές συμπεριφορές που προκαλούν κοινωνική βλάβη, ανεξάρτητα από το αν χαρακτηρίζονται ως «εγκλήματα» από τους ισχύοντες ποινικούς νόμους.[12]

Η Vegh Weis αποδίδει την επιλεκτικότητα του ποινικού συστήματος σε εγγενή γνωρίσματα της διαδικασίας εγκληματοποίησης (criminalization), έννοια που χρησιμοποιεί με σημασία ευρύτερη από την καθιερωμένη. Ως «εγκληματοποίηση» ορίζεται η διαδικασία με την οποία μια πράξη ή παράλειψη χαρακτηρίζεται ως έγκλημα και τυποποιείται ως τέτοια με ποινικό νόμο. Σύμφωνα με την Κριτική εγκληματολογία, η διαδικασία αυτή είναι εγγενώς μεροληπτική διότι οι ισχυρές κοινωνικές ομάδες είναι σε θέση να επηρεάσουν την ποινική νομοθέτηση υπέρ των συμφερόντων τους.[13]

Η παραπάνω διαδικασία ποινικής νομοθέτησης συνιστά, σύμφωνα με τη Vegh Weis, μόνο την «πρωτογενή» εγκληματοποίηση, η οποία πρέπει να διακρίνεται σαφώς από τη «δευτερογενή» που συντελείται στο επίπεδο της εφαρμογής του ποινικού νόμου.[14]

Η ανισότητα στο επίπεδο της πρωτογενούς εγκληματοποίησης εκδηλώνεται με την άνιση αντιμετώπιση των πολιτών κατά την ποινική νομοθέτηση. Σε αυτό το στάδιο, ποινικοποιούνται κυρίως πράξεις που έχουν υψηλή θεατότητα, τελούνται με απλά μέσα, οι δράστες τους επισημαίνονται εύκολα και διώκονται χωρίς να προκληθούν πολιτικές αντιπαραθέσεις καθώς πρόκειται για μέλη περιθωριοποιημένων ομάδων. Απεναντίας, πράξεις των ισχυρών, οσοδήποτε επιβλαβείς κοινωνικά, κατά κανόνα, δεν ποινικοποιούνται ή ποινικοποιούνται συμβολικά, με τρόπο δηλαδή που δεν συνεπάγεται για τους δράστες πραγματικές κυρώσεις.

Δευτερογενής εγκληματοποίηση είναι η μεροληπτική εφαρμογή των ποινικών νόμων από την αστυνομία, τους εισαγγελείς, τα δικαστήρια και τα δικαστικά συμβούλια, τις φυλακές και τις υπηρεσίες επιτήρησης. Η καθολική εφαρμογή των νόμων δεν είναι ούτε εφικτή ούτε επιθυμητή από τον ποινικό μηχανισμό. Πλήθος ερευνών τεκμηριώνουν την υπόθεση ότι οι ύποπτοι που ανταποκρίνονται στα στερεότυπα του εγκληματία ως προς την κοινωνική τάξη, την εθνο-φυλετική καταγωγή, το φύλο και την ηλικία συλλαμβάνονται, προφυλακίζονται και καταδικάζονται σε στερητικές της ελευθερίας ποινές συχνότερα.

Για παράδειγμα, στις ΗΠΑ, μετά την κατάργηση των Νόμων Jim Crow στη δεκαετία του 1960, η φυλετική επιλεκτικότητα του ποινικού συστήματος κατέστη πρωταρχικά δευτερογενής. Η υπερ-εγκληματοποίηση της συμπεριφοράς των ανεπαρκώς εκπαιδευμένων, υποαπασχολούμενων, νεαρών Μαύρων Αμερικανών και Λατινοαμερικανών ανδρών που κατοικούν στις μεγάλες πόλεις επιτυγχάνεται κυρίως στο στάδιο της εφαρμογής των νόμων.[15]

Οι πράξεις αστυνομικής αυθαιρεσίας είναι απλώς η πιο θεατή όψη αυτής της δευτερογενούς εγκληματοποίησης. Χαρακτηριστικά, το βιβλίο της Vegh Weis – το οποίο εκδόθηκε πριν από τον τραγικό θάνατο του George Floyd – αρχίζει, κάπως ανατριχιαστικά, με την πασίγνωστη πλέον φράση «I can’t breathe»! Αυτή τη φράση επαναλάμβανε άλλος Μαύρος Αμερικανός ύποπτος για πώληση αφορολόγητων τσιγάρων, ο Eric Gardner, μέχρι να έχει το ίδιο τραγικό τέλος στα χέρια της αστυνομίας τον Ιούλιο του 2015. Περιστατικά που δεν διαφέρουν από χιλιάδες άλλα παρόμοια τα οποία δεν έχουν βιντεοσκοπηθεί, κατά τρόπο αδιάψευστο, από κάποιον τολμηρό αυτόπτη μάρτυρα. Δεν πρόκειται, δηλαδή, για εκτροπές μεμονωμένων κρατικών οργάνων, όπως τις αντιλαμβάνεται η νομική-κανονιστική προσέγγιση. Συνιστούν δομικά γνωρίσματα του αμερικανικού ποινικού συστήματος, όπως και κάθε ποινικού συστήματος, στον έναν ή τον άλλο βαθμό.[16]

Η πρωτογενής εγκληματοποίηση συνιστά το πρώτο στάδιο της ποινικής επιλεκτικότητας (ποινική νομοθέτηση). Ανισότητες στη μεταχείριση των πολιτών όμως παρατηρούνται και κατά την εφαρμογή των νόμων, στα επόμενα στάδια της ποινικής διαδικασίας.

Το δεύτερο στάδιο εκδήλωσης αυτών των ανισοτήτων είναι η μεροληπτική εφαρμογή του νόμου από τους εισαγγελείς και τους δικαστές στο πλαίσιο της νόμιμης διακριτικής τους ευχέρειας (court’s discretion). Η τάξη, η φυλή, η εθνότητα, το φύλο και η ηλικία του κατηγορουμένου φαίνεται να βαραίνουν στην απόφαση του εισαγγελέα να παραπέμψει μια υπόθεση στο ακροατήριο. Εξίσου βαραίνουν κατά την ποινική διαπραγμάτευση (plea bargain), τον καταλογισμό της ευθύνης, την επιμέτρηση και τη μετατροπή της ποινής από τους δικαστές και τους ενόρκους, ακόμη και κατά την υπεράσπιση των κατηγορουμένων από τους συνηγόρους τους. Διάφορες έννοιες έχουν προταθεί για να περιγραφεί η επιλεκτικότητα του ποινικού συστήματος σε αυτό το στάδιο (επιλεκτική άσκηση ποινικών διώξεων, κατάχρηση της διακριτικής ευχέρειας, υπερβάλλων ζήλος, φυλετικά διακριτική δίωξη), έννοιες που περιγράφουν κάποιες επιμέρους όψεις της.[17]

Το τρίτο στάδιο της εγκληματοποίησης αναφέρεται στη μεταχείριση των καταδικασμένων κατά την εκτέλεση των ποινών (differential punishment). Η ανισότητα απέναντι στον νόμο εκδηλώνεται εδώ με μεροληπτικές πρακτικές χορήγησης και ανάκλησης αναστολών εκτέλεσης της ποινής και υφ’ όρον απόλυσης από τα δικαστικά συμβούλια. Στις φυλακές εκφράζεται με την άνιση μεταχείριση των κρατουμένων από το προσωπικό ως προς τις συνθήκες κράτησης, τις ευκαιρίες απασχόλησης και εκπαίδευσης, την ιατρο-φαρμακευτική περίθαλψη, τα επισκεπτήρια, τις άδειες απουσίας, τις πειθαρχικές ποινές, κ.ά. Περιλαμβάνει ακόμη ανισότητες κατά την επιβολή παρεπόμενων ποινών και άλλων «παράπλευρων» συνεπειών της καταδίκης, όπως είναι οι θεσμικοί περιορισμοί στην άσκηση επαγγελμάτων, η δημοσιότητα του ποινικού μητρώου, η στέρηση πολιτικών δικαιωμάτων, η απώλεια της επιμέλειας των παιδιών τους, ο αποκλεισμός από την παροχή δημόσιας στέγης και κοινωνικών επιδομάτων και άλλα κρίσιμα για την κοινωνική τους επανένταξη θέματα.[18]

Η Vegh Weis υπογραμμίζει τη συμπληρωματικότητα: (α) της υπερ-εγκληματοποίησης (over-criminalization) των πρακτικών επιβίωσης των περιθωριοποιημένων, πέραν της εγκληματοποίησης του κοινού εγκλήματος (coarse crime), και (β) της υπο-εγκληματοποίησης (under-criminalization) της κοινωνικής βλάβης που προκαλούν οι ισχυροί, παρά το γεγονός ότι η τελευταία είναι περισσότερο επιζήμια κοινωνικά.[19] Στην ανάλυσή της, τα ζεύγη των εννοιών «πρωτογενής / δευτερογενής εγκληματοποίηση» και «υπερ-εγκληματοποίηση / υπο-εγκληματοποίηση» διασταυρώνονται.

Υπερ-εγκληματοποίηση Υπο-εγκληματοποίηση
Πρωτογενής εγκληματοποίηση (ορισμός ποινικού νόμου) Αυστηρές ποινικές κυρώσεις προβλέπονται για τα κοινά εγκλήματα και για τις στρατηγικές επιβίωσης των περιθωριοποιημένων. Πράξεις των ισχυρών που προκαλούν τεράστια κοινωνική βλάβη δεν ποινικοποιούνται ή ποινικοποιούνται μόνο συμβολικά.
Δευτερογενής εγκληματοποίηση (εφαρμογή ποινικού νόμου) Με αυστηρότητα τιμωρούνται οι αξιόποινες πράξεις των κοινωνικά αδύναμων, ακόμη και όταν δεν προκαλούν σημαντική βλάβη. Στερητικές της ελευθερίας ποινές και μέτρα ασφάλειας τους επιβάλλονται συχνότερα και εκτίονται υπό δυσμενέστερους όρους. Κρατικοί παράγοντες, επιχειρηματίες και διευθυντικά στελέχη αποφεύγουν τον ποινικό έλεγχο για τις αξιόποινες πράξεις τους μέσω ενός «φιλτραρίσματος» των υποθέσεών τους στα διαδοχικά στάδια της ποινικής διαδικασίας.

Αναλύοντας τη δυναμική υπερ-εγκληματοποίησης / υπο-εγκληματοποίησης σε μία κοινωνία, χρειάζεται, υπογραμμίζει η Vegh Weis, να διακρίνουμε σαφώς τις έκδηλες από τις λανθάνουσες κοινωνικές λειτουργίες του ποινικού συστήματος. Μια λανθάνουσα λειτουργία της ποινικής καταστολής είναι ο εξαναγκασμός των μελών του κατώτερου στρώματος των εργατικών τάξεων να αποδεχτούν επαχθείς όρους απασχόλησης, προκειμένου να αποφύγουν τον εγκλεισμό στις φυλακές.

Τέλος, η Vegh Weis, συσχετίζει την άσκηση κοινωνικής πολιτικής με τον κοινωνικό έλεγχο του εγκλήματος, πέρα από την αντίστροφη σχέση που διαπιστώνεται συνήθως ανάμεσα στην τιμωρητικότητα και το επίπεδο των κοινωνικών παροχών.[20] Η συσχέτιση είναι διπλή. Σε περιόδους οικονομικής κρίσης: (α) οι κοινωνικές πολιτικές είναι σχεδιασμένες να προσφέρουν δυσμενέστερες βιοτικές συνθήκες στους ανέργους και τους άλλους απόρους από εκείνες που εξασφαλίζουν οι όροι απασχόλησης στην αγορά εργασίας, και (β) ο ποινικός έλεγχος μεθοδεύει μια υποβάθμιση των όρων διαβίωσης των κρατουμένων, ώστε να παραμείνουν επαχθέστεροι από τους όρους διαβίωσης των δικαιούχων κοινωνικών επιδομάτων. Η Vegh Weis διευρύνει, με αυτόν τον τρόπο, το πεδίο εφαρμογής της αρχής της “less eligibility”.[21]

Η ιστορική εξέλιξη της ποινικής επιλεκτικότητας

Η Vegh Weis προτείνει μια περιοδολόγηση της μακρο-ιστορικής εξέλιξης της επιλεκτικότητας των ποινικών συστημάτων με κριτήριο τη δυναμική της κεφαλαιακής συσσώρευσης και τις αντίστοιχες κοινωνικο-πολιτικές συγκρούσεις.

Στις απαρχές του καπιταλιστικού συστήματος, την περίοδο της λεγόμενης πρωταρχικής συσσώρευσης, από τα τέλη του 15ου μέχρι τις αρχές του 18ου αιώνα, τεράστια κεφάλαια συγκεντρώθηκαν από γαιοκτήμονες και μεγαλέμπορους μέσω λεηλασίας, πειρατείας, απαλλοτρίωσης αγροτών, εμπορίας και εκμετάλλευσης δούλων, γενοκτονίας ή υποδούλωσης ιθαγενών στις αποικίες και βίαιης καταστολής κάθε αντίστασης στα συμφέροντά τους. Η υπο-εγκληματοποίηση αυτών των πράξεων δεν συνιστούσε μια περιστασιακή αποτυχία της φιλελεύθερης νομοθέτησης, αλλά καταστατική πράξη γέννησης του καπιταλιστικού συστήματος. Λανθάνουσα λειτουργία του ποινικού ελέγχου, αυτήν την πρώιμη περίοδο, ήταν η δημιουργία μιας πειθήνιας εργατικής τάξης, διαιρεμένης σε «επάξιους» και «ανάξιους» φτωχούς μέσω της υπερ-εγκληματοποίησης των στρατηγικών επιβίωσης των εξαθλιωμένων (επαιτεία, αγυρτεία, πορνεία, μικρο-κλοπές).

Η επιλεκτικότητα του ποινικού συστήματος ήταν ακόμη έκδηλη, αφού προβλέπονταν διαφορετικές δικονομικές διαδικασίες και ποινικές κυρώσεις ανάλογα με την κοινωνική τάξη του δράστη, λ.χ. τρομοκρατικές εκτελέσεις και σωματικές τιμωρίες για τους φτωχούς, χρηματικές ποινές και εξορία για τους πλούσιους.[22]

Το δεύτερο στάδιο ανάπτυξης του καπιταλισμού, από τα τέλη του 18ου αιώνα μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1970, χαρακτηρίζεται από τη Vegh Weis ως μια περίοδος πειθαρχικής ποινικής επιλεκτικότητας (disciplining criminal selectivity), με την έννοια ότι λανθάνουσα λειτουργία του ποινικού ελέγχου δεν ήταν πλέον η συγκρότηση της εργατικής τάξης, αλλά η διασφάλιση της εργασιακής της πειθαρχίας.[23] Μέχρι το πρώτο μισό του 19ου αιώνα, το πρόβλημα του εγκλήματος θεωρούνταν σχεδόν συνώνυμο με την ανάγκη πειθάρχησης των «επικίνδυνων» εργατικών τάξεων. Αυτήν την ανάγκη εξυπηρέτησαν οι Οίκοι των Φτωχών, όπως και ο θεσμός της σύγχρονης φυλακής. Στο άλλο κοινωνικό άκρο, η εξοντωτική εργασία των παιδιών στα εργοστάσια από τους εργοδότες παρέμεινε ατιμώρητη στη Δυτική Ευρώπη, όπως και σήμερα στις αναπτυσσόμενες χώρες.

Η Valeria Vegh Weis διακρίνει τρεις επιμέρους φάσεις σε αυτό το στάδιο της πειθαρχικής ποινικής επιλεκτικότητας:

(α) τη νομική-πειθαρχική φάση (τέλη του 18ου αιώνα) κατά την οποία έχει ολοκληρωθεί η μετάβαση από την τυπική στην πραγματική υπαγωγή της εργασίας στο κεφάλαιο, με την οργάνωση της παραγωγής υπό τον άμεσο έλεγχό του. Η διαρκής απειλή άσκησης βίας δεν είναι πλέον απαραίτητη για την πειθάρχηση της εργατικής τάξης. Η τελευταία υποτάσσεται λόγω του οικονομικού εξαναγκασμού που ασκεί η ύπαρξη του «εφεδρικού στρατού» των ανέργων. Ο ποινικός έλεγχος χρησιμοποιείται μόνο συμπληρωματικά ως μέσο πειθάρχησης. Αναγνωρίζεται τυπικά η αρχή της ισότητας των πολιτών έναντι του νόμου, με την πλειονότητα όμως του πληθυσμού να εξαιρείται από την έννοια του πολίτη λόγω φύλου, φυλής ή ηλικίας.

(β) την αστυνομική-ιατρική φάση (19ος αιώνας), κατά την οποία ο διεθνής ανταγωνισμός για τον έλεγχο των αποικιών και των πρώτων υλών ευνοεί την αυστηροποίηση του ποινικού ελέγχου στο εσωτερικό των κρατών. Η βιολογική εγκληματολογία της εποχής παθολογικοποιεί τους «γενετικά κατώτερους» ποινικούς παραβάτες, και, κατ’ επέκταση, τις «επικίνδυνες» εργατικές τάξεις από τις οποίες αυτοί προέρχονται.

(γ) την κοινωνική-πειθαρχική φάση του μονοπωλιακού καπιταλισμού (20ος αιώνας μέχρι την πετρελαϊκή κρίση του 1973). Οι θεσμοί του κράτους πρόνοιας χρησιμοποιούνται ως μέσα ήπιου κοινωνικού ελέγχου και πρόληψης του εγκλήματος και συμπληρώνονται από τον ποινικό έλεγχο μόνον όταν είναι αναγκαίο.

Κατά το τρίτο στάδιο της εξέλιξης του καπιταλιστικού συστήματος, από τα τέλη της δεκαετίας του 1970 μέχρι σήμερα, η ποινική επιλεκτικότητα γίνεται, σύμφωνα με τη Vegh Weis, περισσότερο «βουλιμική» (bulimic criminal selectivity). Ακολουθώντας τις σχετικές αναλύσεις του Jock Young, η Vegh Weis θεωρεί πως, στη σύγχρονη αυτή περίοδο, συνδυάζεται η πλήρης πολιτισμική ενσωμάτωση με τον οικονομικό αποκλεισμό των περιθωριοποιημένων. Στο επίκεντρο των εξελίξεων αυτών βρίσκονται τώρα οι ΗΠΑ.

Η οικονομική κρίση, η επικράτηση της χρηματιστικής κερδοσκοπίας επί των παραγωγικών επενδύσεων, η αυτοματοποίηση της βιομηχανικής παραγωγής, η μεταφορά μεγάλου μέρους της στις αναπτυσσόμενες χώρες και η συρρίκνωση του κράτους πρόνοιας έχουν μετατρέψει ένα τμήμα του σχετικού υπερπληθυσμού των ανέργων σε μια ανοργάνωτη μάζα πάμπτωχων ανθρώπων (paupers) που αναζητά καθημερινά στοιχειώδη μέσα επιβίωσης, συνδυάζοντας ενίοτε την περιστασιακή «μαύρη» απασχόληση με εγκλήματα του δρόμου.

Ταυτόχρονα, το κοινωνικό στρώμα του σύγχρονου «παουπερισμού» (pauperism) έχει αφομοιώσει τα καταναλωτικά πρότυπα του αναπτυγμένου καπιταλισμού στα οποία όμως αδυνατεί να ανταποκριθεί με νόμιμα μέσα. Ένα τμήμα του αντιμετωπίζεται πλέον ως «κοινωνικά άχρηστο» (social junk) διότι αδυνατεί να ασκήσει παραγωγικούς ρόλους, λόγω ψυχικής ασθένειας, τοξικοεξάρτησης, αναπηρίας ή προχωρημένης ηλικίας, και εξαρτάται από την κρατική βοήθεια για να επιβιώσει.[24] Ένα άλλο τμήμα όμως, που δεν έχει αποδεχτεί στωικά την υποδεέστερη θέση του, θεωρείται «κοινωνικός δυναμίτης». Ο κοινωνικός έλεγχός του είναι η βασικότερη ανομολόγητη αποστολή του ποινικού συστήματος.[25] Υπό αυτές τις συνθήκες, είναι αναμενόμενο, εξηγεί η Vegh Weis, να κλιμακωθούν οι εντάσεις ανάμεσα στους εξαθλιωμένους και τα όργανα επιβολής του νόμου.[26]

Ταυτόχρονα, κατά τη «βουλιμική» περίοδο, το υπερσυσσωρευμένο κεφάλαιο δεν βρίσκει εύκολα κερδοφόρα πεδία παραγωγικής αξιοποίησης και αναζητά παράτυπες κερδοσκοπικές «επενδύσεις» στο χρηματοπιστωτικό κύκλωμα, αποθησαυρίζεται σε φορολογικούς παραδείσους ή αναπτύσσει συμβιωτικές σχέσεις με το οργανωμένο έγκλημα. Η υπο-εγκληματοποίηση αυτών των «γκρίζων» και «σκοτεινών» δραστηριοτήτων έχει ζωτική σημασία για τη σταθερότητα του παγκόσμιου οικονομικού συστήματος. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι οι τραπεζίτες και οι χρηματιστές που εμπλέκονταν στην κατάρρευση του χρηματιστηρίου της Νέας Υόρκης το 2007-2008 έμειναν, στο σύνολό τους, στο απυρόβλητο των ποινικών θεσμών, παρά την τεράστια καταστροφή που προκάλεσαν, σε ολόκληρο τον κόσμο, οι ακραία κινδυνώδεις κερδοσκοπικές πρακτικές τους.

Σε τελική ανάλυση, σχολιάζει η Vegh Weis, σε όλες τις κοινωνίες είναι αδύνατη η εγκληματοποίηση πράξεων που έχουν θεμελιώδη σημασία για την αναπαραγωγή των σχέσεων οικονομικής και πολιτικής κυριαρχίας.[27]

Από το θεωρητικό μοντέλο στην εμπειρική και ιστορική έρευνα

Η μελέτη της Vegh Weis δεν επιχειρεί να διατυπώσει μια πρωτότυπη υπόθεση με μεγάλη εξηγητική ισχύ, όπως το κλασικό έργο των Rusche και Kirchheimer, αλλά να συνθέσει αδογμάτιστα το σύνολο των συμβολών της κριτικής εγκληματολογίας σε μια ολιστική και μακρο-ιστορική προσέγγιση της ποινικής επιλεκτικότητας. Μια προσέγγιση που υπενθυμίζει πως η εξέλιξη των ποινικών συστημάτων εξαρτάται περισσότερο από τις οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες κάθε ιστορικής περιόδου, παρά από τις προθέσεις μεμονωμένων μεταρρυθμιστών ή την πρόοδο των αξιών του ανθρωπισμού στη φιλοσοφία του Δικαίου.

Επιπρόσθετα, επισημαίνει πως οι ποινικοί θεσμοί δεν αποσκοπούν, όπως διακηρύσσεται επισήμως, μόνο στην περιστολή του εγκλήματος. Ούτε είναι αρκετό να προσθέσουμε στους έκδηλους σκοπούς της ποινής τη συμβολική λειτουργία της ενίσχυσης της κοινωνικής αλληλεγγύης, όπως μια σειρά από διανοητές, από τον Émile Durkheim έως τον David Garland έχουν επισημάνει.[28] Οι ποινικοί θεσμοί του σύγχρονου κράτους χρησιμοποιούνται και για τον κοινωνικό έλεγχο ολόκληρων τάξεων ή άλλων κοινωνικών ομάδων και κατηγοριών, κι αυτό όχι μόνο στα καθεστώτα «έκτακτης ανάγκης» των αναπτυσσόμενων χωρών, αλλά ακόμη και στα φιλελεύθερα-δημοκρατικά καθεστώτα των αναπτυγμένων. Η διαστρέβλωση αυτή, λέει η Vegh Weis, βρίσκεται στον πυρήνα των ανισοτήτων στην απονομή της δικαιοσύνης από τις απαρχές του φιλελεύθερου ποινικού συστήματος μέχρι σήμερα.[29]

Από την άποψη αυτή, ο ιστορικός ρεαλισμός της Valeria Vegh Weis προσφέρει ένα δραστικό αντίδοτο στην ονειρική αχρονικότητα των θεωριών του κοινωνικού συμβολαίου και των κανονιστικών προσεγγίσεων του εγκλήματος και της τιμωρίας.

Η πρώτη υποδοχή του βιβλίου ήταν θετικότατη, παρότι επισημάνθηκαν και αδυναμίες. Η Vegh Weis προτείνει μια ιστορική περιοδολόγηση βασισμένη σε δευτερογενείς πηγές, χωρίς να είναι σε θέση να τις υποβάλει σε κριτικό έλεγχο.[30] Η μετάβαση από τη μία ιστορική φάση στην επόμενη σκιαγραφείται με τρόπο αδρό και εστιασμένο, κυρίως, στην ιστορία του Ηνωμένου Βασιλείου και των ΗΠΑ, έχει δηλαδή μια «αγγλοσαξωνική μεροληψία»·[31] οι αναφορές στον ρόλο των κρατών, των επιχειρήσεων και των διακυμάνσεων του εργατικού υπερπληθυσμού είναι σύντομες·[32] ο ρόλος των επαγγελματικών ομάδων που εμπλέκονται στον ποινικό έλεγχο δεν αναδεικνύεται αρκετά, όπως και σε άλλες μελέτες.[33] Πρόκειται για κριτικές απέναντι στις οποίες κάθε μεγαλόπνοο εγχείρημα μακρο-ιστορικής ανάλυσης είναι αναπόφευκτα ευάλωτο.

Η μελέτη της Valeria Vegh Weis θέτει ενδιαφέροντα ερωτήματα και επεξεργάζεται εννοιολογικά εργαλεία που θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν και στην ιστορική και εγκληματολογική έρευνα της υπερ-εγκληματοποίησης και της υπο-εγκληματοποίησης στο ελληνικό ποινικό σύστημα. Πριν από πολλά χρόνια, σε μια μνημειώδη μελέτη, ο Νίκος Αλιβιζάτος τεκμηρίωσε, μεταξύ άλλων, την υπερ-εγκληματοποίηση κάθε αντικαθεστωτικής γνώμης και διαμαρτυρίας, από το ιδιώνυμο της κυβέρνησης Ελευθερίου Βενιζέλου (1929) μέχρι τα διατάγματα της Δικτατορίας των Συνταγματαρχών.[34] Άλλες όψεις όμως της επιλεκτικότητας του ελληνικού ποινικού συστήματος, όπως η υπο-εγκληματοποίηση της κοινωνικής βλάβης που έχει προκαλέσει η διαφθορά και η διαπλοκή οικονομικών και πολιτικών συμφερόντων των ισχυρών στη σύγχρονη Ελλάδα, δεν έχουν νομίζω ακόμη τεκμηριωθεί εμπειρικά με την ίδια πληρότητα.[35]

Ουίλιαμ Αλοσκόφης, Δρ Κοινωνιολόγος, Μέλος Σ.Ε.Π. του Ε.Α.Π., Κοινωνιολόγος στο Κ.Κ. Κορυδαλλού Ι

[1] Richard Sparks, “A critique of Marxist criminology”, Crime and Justice, 2, 1980, σ.177, 195-196. https://www.jstor.org/stable/1147414

[2] Georg Rusche, & Otto Kirchheimer, Punishment and social structure. Transaction Publishers, New Brunswick, 2005.

[3] Dario Melossi, “Introduction to the Transaction edition: the simple ‘heuristic maxim’ of an ‘unusal human being’”, στο: G. Rusche & O. Kirchheimer, Punishment and social structure (σ.ix-xlv), Transaction Publishers, New Brunswick & London, 2005· Theodore G. Chiricos, “Labor surplus and punishment: a review and assessment of theory and evidence”, Social Problems, 39(4), 1992, 421-446· Chris Hale, “Economy, punishment and imprisonment”, Contemporary Crises, 12, 1989, 327-349. Για τα σημαντικότερα έργα στην ευρύτερη προβληματική «Τιμωρία και Κοινωνία», βλ. Jonathan Simon and Richard Sparks, “Punishment and society: the emergence of an academic field”, στο: J. Simon και R. Sparks, The Sage handbook of punishment and society (σ.1-20), Sage, London, 2013, Ενδεικτικά, για την προβληματική της «Πολιτικής Οικονομίας της Τιμωρίας», βλ. Alessandro De Giorgi, “Punishment and political economy”, J. Simon και Richard Sparks, ό.π., σ.40-59. Ακόμη και συγκριτικές μελέτες, όπως των Michael Cavadino και James Dignan (Penal systems. A comparative approach, Sage, London, 2006) που υιοθετούν μια «ριζοσπαστική πλουραλιστική» θεώρηση της κοινωνίας, χωρίς να δίνουν προτεραιότητα στην οικονομία, την κουλτούρα ή την ιδεολογία (Cavadino & Dignan, ό.π., σ.12-14), καταλήγουν να αναγνωρίσουν ότι η ποινική αυστηρότητα συνδέεται με τις μεγάλες ανισότητες σε μια κοινωνία (στο ίδιο, σ.29), όπως και με τη χρησιμότητα των υπέρογκων σωφρονιστικών δαπανών για τη μείωση της ανεργίας στις ΗΠΑ (στο ίδιο, σ.58-59) και, εν τέλει, να υπογραμμίσουν την πρωταρχική σημασία της «πολιτικής οικονομίας» στην άσκηση του ποινικού ελέγχου (στο ίδιο, σ.339-340).

[4] Valeria Vegh Weis, Marxism and criminology. A history of criminal selectivity, Haymarket Books, Chicago, 2018.

[5] Outstanding Book Award (2019) της Academy of Criminal Justice Sciences και  Outstanding Academic Titles Award (2017) της American Library Association.

[6] Roger Matthews, Foreword, στο: Valeria Vegh Weis, Marxism and Criminology. A history of criminal selectivity (σ.ix-xi), Haymarket Books, Chicago, 2018. Jonathan Simon, “Critical theory of the carceral state: Its hour come again”, στο: Valeria Vegh Weis, Marxism and Criminology..., ό.π., (σ.296-297), Haymarket Books, Chicago, 2018.

[7] John Lea, “Book review: Marxism and criminology. A history of criminal selectivity by Valeria Vegh Weis”, The British Journal of Criminology, 58(4), 2018, σ.1020. https://doi.org/10.1093/bjc/azy007

[8] Steven Bittle, “Book Review: Valeria Vegh Weis: Marxism and Criminology. A history of criminal selectivity”, Critical Criminology, 28, 2020, σ.149. https://doi.org/10.107/s10612-019-09478-0

[9] Sam Mitrani, (2019). “Book review: Valeria Vegh Weis, Marxism and Criminology. A History of Criminal Selectivity”, Labour: Journal of Canadian Labour Studies / Le Travail: revue d’Études Ouvrières Canadiennes, 83, 2019, 290-292. https://doi.org/10.1353/llt.2019.0025

[10] Valeria Vegh Weis, Marxism and criminology..., ό.π. σ.xvii.

[11] Στο ίδιο, σ.17-18.

[12] Στο ίδιο, σ.17.

[13] Στο ίδιο, σ.19.

[14] Η εννοιολογική αυτή διάκριση παραπέμπει στις σχετικές αναλύσεις των Howard Becker και Alessandro Baratta. Βλ. Valeria Vegh Weis, Marxism and criminology..., ό.π. σ.19-21· Valeria Vegh Weis, “Criminal selectivity in the United States: a history plagued by class & race bias”, DePaul Journal of Social Justice, 10(2), 2017, σ.5-8. https://via.library.depaul.edu/jsj/vol10/iss2/4

[15] Valeria Vegh Weis, “Criminal selectivity in the United States: a history plagued by class & race bias”, DePaul Journal of Social Justice, 10(2), 2017, σ.16. https://via.library.depaul.edu/jsj/vol10/iss2/4

[16] Valeria Vegh Weis, Marxism and criminology..., ό.π. σ.xv· Valeria Vegh Weis, Criminal selectivity in the United States…, ό.π., σ.17.

[17] Valeria Vegh Weis, Criminal selectivity in the United States…, ό.π., σ.9-10.

[18] Στο ίδιο, σ.10-11· Valeria Vegh Weis, Marxism and criminology..., ό.π. σ.xv-xvi.

[19] Valeria Vegh Weis, Marxism and criminology..., ό.π. σ.21-23. Valeria Vegh Weis, Criminal selectivity in the United States…, ό.π., σ.4-5.

[20] Katherine Beckett και Bruce Western, “Governing social marginality: welfare, incarceration, and the transformation of state policy” (σ.35-50), στο David Garland (ed.), Mass imprisonment: social causes and consequences, Sage, London, 2001.

[21] Valeria Vegh Weis, Marxism and criminology..., ό.π. σ.22, 53, 290.

[22] Στο ίδιο, σ.24-74.

[23] Στο ίδιο, σ.75.

[24] Στο ίδιο, σ.226.

[25] Στο ίδιο, σ.231-239.

[26] Στο ίδιο, σ.2.

[27] Στο ίδιο, σ.217.

[28] David Garland, “Punishment and social solidarity”, in J. Simon and R. Sparks, ό.π., (σ.23-39).

[29] Valeria Vegh Weis, Marxism and criminology..., ό.π., σ.xv.

[30] Sam Mitrani, ό.π., σ.290.

[31] Κατά την έκφραση των Vincenzo Ruggiero και Mick Ryan στο, Punishment  in Europe. A critical anatomy of penal systems, Basingstoke, Palgrave Macmillan, 2013, σ.11.

[32] Sam Mitrani, ό.π., σ.291. Bittle, ό.π., σ.149.

[33] David Garland, “Theoretical advances and problems in the sociology of punishment”, Punishment & Society 20(1), 2018, σ.20-23. https://doi.org/10.1177%2F1462474517737274

[34] Νίκος Αλιβιζάτος, Πολιτικοί θεσμοί σε κρίση 1922-1974. Όψεις της ελληνικής εμπειρίας, Θεμέλιο, Αθήνα, 1986.

[35] Ωστόσο, γίνονται ασφαλώς προσπάθειες σε αυτήν την κατεύθυνση, ενδεικτικά: Κώστας Κοσμάτος, «Οι πρόσφατες νομοθετικές τροποποιήσεις για το έγκλημα της απιστίας κατά των τραπεζικών ιδρυμάτων», Art of Crime, 8 (2020)·  Σοφία Βιδάλη, Νικόλαος Κ. Κουλούρης και Χάρης Παπαχαραλάμπους (επιμ.), Εγκλήματα των ισχυρών. Διαφθορά, οικονομικό και οργανωμένο έγκλημα, Εκδόσεις ΕΑΠ, Αθήνα, 2019.