ΤΕΥΧΟΣ #11 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ 2020

Περιορισμοί στην Ανάλυση DNA στο Πλαίσιο της Ποινικής Διαδικασίας

Στυλιανή Καπούλα

Ι) ΠΡΟΟΙΜΙΟ

Η ανάλυση γενετικού υλικού, άλλως κοινώς ονομαζόμενου DNA, συνιστά πλέον μία από τις πιο κοινές ανακριτικές πράξεις και στον νου των περισσοτέρων από εμάς έχει συνδεθεί με την εξιχνίαση εγκλημάτων μείζονος σημασίας.

Το θεμελιώδες ζήτημα που αναφύεται στο πλαίσιο της ανάλυσης του γενετικού υλικού συνίσταται κυρίως στο εάν και κατά πόσο τίθενται περιορισμοί στη διενέργειά της. Προηγουμένως, όμως, καίρια είναι η διασάφιση ορισμένων κρίσιμων όρων καθώς και η παρουσίαση του ισχύοντος νομικού πλαισίου.

II) ΑΝΑΛΥΣΗ ΟΡΩΝ

«Γενετικές νοούνται οι πληροφορίες που προκύπτουν από την ανάλυση του δεοξυριβονουκλεικού οξέος (DNA) ενός  ατόμου. Για το σκοπό αυτό αναλύεται γενετικό υλικό (δείγμα), δηλαδή οποιοδήποτε υλικό βιολογικής προελεύσεως (όπως: αίμα, τρίχα, δέρμα, σάλιο κ.λπ.). Οι γενετικές πληροφορίες μπορούν να αφορούν στην ταυτοποίηση ενός ατόμου, στη διαπίστωση του φύλου και της συγγένειάς στη γενετική γραμμή, της φυλετικής προελεύσεως ή, τέλος, στην υγεία του όταν εξετάζεται η γενετική του προδιάθεση για κάποια ασθένεια. Ο όρος «γενετικές αναλύσεις» χρησιμοποιείται σε σχέση με την ταυτοποίηση ενός ατόμου, την διαπίστωση του φύλου, της συγγένειας και της φυλετικής προελεύσεως, ενώ ο όρος  «γενετικές εξετάσεις» συνδέεται με την εξέταση του γενετικού υλικού προς το σκοπό της διαπιστώσεως γενετικών ασθενειών. Αντίστοιχα, το αποτέλεσμα των εξετάσεων στην πρώτη περίπτωση αποδίδεται με τον όρο «γενετικά αποτυπώματα» ή «προφίλ DNA»  και στην δεύτερη με τον όρο «γενετικά δεδομένα». Ακριβές, πάντως, είναι ότι ο όρος γενετικά δεδομένα αναφέρεται και στις δύο επιμέρους κατηγορίες και εξειδικεύεται ανάλογα με το σκοπό της εξετάσεως.»[i]

 III) ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΟ ΚΑΘΕΣΤΩΣ

Όσον αφορά το  ελληνικό νομοθετικό καθεστώς που διέπει την ανάλυση γενετικού υλικού, είναι κρίσιμο να επισημανθεί ότι με το πέρασμα των χρόνων έχουν σημειωθεί σε αυτό αρκετές νομοθετικές μεταρρυθμίσεις, με πιο πρόσφατη αυτή του νόμου 4620/2019.

Η διαρκής  αυτή μεταβολή του νομοθετικού πλαισίου οφείλεται κατά κύριο λόγο στο γεγονός ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν έχει δημιουργήσει για τα κράτη- μέλη της ένα minimum νομοθετικό πλαίσιο, το οποίο θα επιβάλει βασικές υποχρεώσεις. Αποτέλσμα αυτού είναι ότι υπάρχουν μεταξύ των κρατών μελών μεγάλες διαφοροποιήσεις ως προς τον τρόπο που ρυθμίζουν στο δικαιικό τους σύστημα το ζήτημα της ανάλυσης του γενετικού υλικού.

Για τον λόγο αυτό, κρίνεται ως επιτακτική ανάγκη η Ευρωπαϊκή Ένωση να θέσει βασικά πλαίσια μέσα στα οποία θα κινούνται οι νομοθετικές ρυθμίσεις των κρατών μελών αναφορικά κυρίως με τα ακόλουθα κρίσιμα ζητήματα: ποια είναι τα συγκεκριμένα αυτά εγκλήματα στα οποία πρέπει να επιτρέπεται η ανάλυση γενετικού υλικού, τι πρέπει να γίνεται στην περίπτωση που το άτομο δεν συναινεί στη λήψη γενετικού του υλικού, αν ναι και σε ποιο πλαίσιο είναι επιτρεπτός ο εξαναγκασμός, σε ποιο πλαίσιο και υπό ποιες προϋποθέσεις είναι θεμιτή η λήψη και η ανάλυση γενετικού υλικού, μέχρι ποιο χρονικό διάστημα θα πρέπει να διατηρούνται τα γενετικά δεδομένα που προέκυψαν από την λήψη γενετικού υλικού.

Επανερχόμενοι, στο ελληνικό νομοθετικό πλαίσιο, έχουν λάβει χώρα συνολικά πέντε νομοθετικές μεταρρυθμίσεις (Ν. 2928/2001, 3251/2004,3728/2008, 3783/2009 με τελευταία αυτή του νόμου 4620/2019,η οποία  ισχύει ως έχει, μετά και την έναρξη ισχύος του νόμου 4637/2019).

Ιδιαίτερη μνεία, πρέπει να γίνει στο γεγονός  ότι στο πρώτο σχέδιο νόμου του Υπουργείου Δικαιοσύνης, πριν την τελική ψήφιση του νόμου 2928/2001, η ανάλυση γενετικού υλικού προβλεπόταν να ενταχθεί στον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας ως μέθοδος ανάλογη με αυτήν της σωματικής έρευνας, άποψη που τελικώς δεν ακολουθήθηκε, με την ανάλυση του γενετικού υλικού να συνιστά ανακριτική πράξη.

Σύμφωνα με το άρθρο 201 του ΚΠΔ, ως εισήχθη με τον Ν. 4620/2019, και ισχύει σήμερα:

«…Τη λήψη γενετικού υλικού από τον ίδιο τον κατηγορούμενο διατάσσει ο αρμόδιος εισαγγελέας ή ανακριτής και πρέπει να διεξάγεται με απόλυτο σεβασμό στην αξιοπρέπειά του…»

ΙΙΙ) ΕΠΙ ΤΩΝ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΩΝ ΣΤΗΝ ΑΝΑΛΥΣΗ ΓΕΝΕΤΙΚΟΥ ΥΛΙΚΟΥ

α) ΓΕΝΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ

Πριν εξετάσουμε τους περιορισμούς που τίθενται στην ανάλυση του γενετικού υλικού, πρέπει πρώτα να αναλογιστούμε υπό ποίο τρόπο αυτή παρεμβαίνει στην ανθρώπινη προσωπικότητα.Πρόκειται για μία παρέμβαση στο ανθρώπινο σώμα που αποβλέπει στη λήψη πληροφοριών για το συγκεκριμένο άτομο ενώ είναι προφανές ότι από την ανάλυση προκύπτουν προσωπικά δεδομένα, τα οποία ακόμη δεν έχει διασαφηνιστεί περί του αν πρόκειται για απλά ή ευαίσθητα. Προκύπτει, λοιπόν, μια «σύγκρουση» της ανάλυσης του γενετικού υλικού με την ανθρώπινη αξιοπρέπεια, την αρχή της πληροφοριακής  αυτοδιάθεσης και την αρχή προστασίας προσωπικών δεδομένων.

Η ανάλυση και επεξεργασία γενετικού υλικού, ως ειδική μορφή πραγματογνωμοσύνης, αποτελεί ειδική ανακριτική πράξη στο πλαίσιο της ποινικής διαδικασίας ενώ ακόμα έχει χαρακτηρισθεί ότι η βαρύτητά της είναι ανάλογη των μέτρων δικονομικού καταναγκασμού. Υπό ποιες  προϋποθέσεις λοιπόν, μπορεί η ανάλυση γενετικού υλικού να επιτραπεί στο πλαίσιο ενός κράτους δικαίου; Σε ποιους περιορισμούς πρέπει να υπαχθεί ώστε να αντέξει στο πλαίσιο μίας φιλελεύθερης και δημοκρατικής κοινωνίας;

β) ΠΑΡΑΔΟΧΕΣ  ΤΟΥ ΣΤΕ ΚΑΙ ΤΟΥ ΕΔΔΑ ΕΠΙ ΤΟΥ ΖΗΤΗΜΑΤΟΣ ΤΩΝ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΩΝ ΣΤΗΝ ΑΝΑΛΥΣΗ ΓΕΝΕΤΙΚΟΥ ΥΛΙΚΟΥ

Πάγια η νομολογία του ΣΤΕ και του ΕΔΔΑ, δέχεται ότι, εφόσον έχουμε περιορισμό σε ατομικό δικαίωμα τότε ο περιορισμός αυτός θα πρέπει να υπόκειται με τη σειρά του σε συγκεκριμένους περιορισμούς.

Το ΣΤΕ σταθερά εμμένει στην άποψη ότι τα ατομικά δικαιώματα επιδέχονται περιορισμούς, εφόσον όμως δεν θίγεται ο πυρήνας τους, υπό την προϋπόθεση  ότι: ορίζονται ενιαία και αντικειμενικά, δικαιολογούνται από αποχρώντες λόγου δημοσίου συμφέροντος, τελούν σε πρόδηλη λογική συνάφεια με το σκοπό αυτό, είναι πρόσφοροι/κατάλληλοι και αναγκαίοι για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού και δεν αναγνωρίζουν στη Διοίκηση ευρεία διακριτική ευχέρεια. Προφανές είναι ότι στον σκληρό πυρήνα του δικαιώματος θα πρέπει να συγκαταλέγονται και οι (ως άνω) θεμελιώδεις αρχές των προσωπικών δεδομένων.[ii]

Αντίστοιχα, το ΕΔΔΑ εξετάζει κατ΄ αρχάς εάν η συγκεκριμένη ρύθμιση αποτελεί επέμβαση (περιορισμό) του ατομικού δικαιώματος, την οποία δέχεται από την στιγμή αποθηκεύσεως/ τηρήσεως προσωπικών δεδομένων (:εν προκειμένω από την στιγμή της αποθηκεύσεως/ τηρήσεως προσωπικών δεδομένων γενετικών αποτυπωμάτων). Ακολούθως, ερευνά αν η  επέμβαση προβλέπεται σε νόμο που φέρει συγκεκριμένα ποιοτικά χαρακηριστικά και αν αυτή ήταν κατ’ αρχήν δικαιολογημένη με αναφορά σε  έναν από τους θεμιτούς σκοπούς περιορισμού του δικαιώματος στην ιδιωτική ζωή του άρθρου 8 παρ. 2 της ΕΣΔΑ. Σε καταφατική περίπτωση, ελέγχει εάν το μέτρο ήταν αναγκαίο σε μία δημοκρατική κοινωνία-δηλαδή αναλογικό προς τον επιδιωκόμενο σκοπό.[iii]

Τόσο το ΣΤΕ όσο και το ΕΔΔΑ παρατηρούμε να δίνουν ιδιαίτερη βαρύτητα και να εμμένουν στην εφαρμογή των θεμελιωδών αρχών  της νομιμότητας και της αναλογικότητας.

Εκκινώντας από την αρχή της νομιμότητας, με βάση την νομολογία του ΣΤΕ, οι περιορισμοί των ατομικών δικαιωμάτων πρέπει να προκύπτουν από σαφή διάταξη νόμου ή τουλάχιστον να συνάγονται με σαφήνεια από το νόμο. Όσο εντονότερη είναι η επέμβαση στο δικαίωμα, τόσο επιτακτικότερη είναι η ανάγκη ειδικότητας της νομοθετικής ρυθμίσεως. Κατά συνέπεια, η ειδικότητα της ρυθμίσεως περιλαμβάνει μία σειρά από στοιχεία, όπως: το πεδίο της κρατικής δραστηριότητας, τα κρατικά όργανα ή τις αρχές που αναλαμβάνουν την υλοποίηση της σχετικής αρμοδιότητας, τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες επιτρέπεται ο περιορισμός και τις κατηγορίες των προσώπων στα οποία αναφέρεται  η ρύθμιση. [iv]

Σύμφωνα με την νομολογία του ΕΔΔΑ, απαιτείται διάταξη με συγκεκριμένα «ποιοτικά χαρακτηριστικά». Καταρχάς, ο νόμος θα πρέπει να είναι προσβάσιμος, υπό την έννοια της δημοσιεύσεως του, και προβλέψιμος, ως προς τις συνέπειες που συνεπάγεται για το άτομο. Χάριν της προβλεψιμότητας ο  νόμος θα πρέπει να προβλέπει  με σαφήνεια τις ειδικές προϋποθέσεις εφαρμογής του και τον κύκλο των  ατόμων στον οποίο αφορά.[v]

Όσον αφορά την αρχή της αναλογικότητας, αυτή είναι επιβεβλημένο να γίνεται σεβαστή  με το να ελέγχεται σε κάθε περίπτωση αν η ανάλυση DNA και οι συνακόλουθοι περιορισμοί ανθρωπίνων δικαιωμάτων είναι πρόσφοροι και αναγκαίοι προκειμένου να επιτευχθεί το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα. Πρόσφορη καθίσταται η ανάλυση γενετικού υλικού εφόσον είναι ικανή και μπορεί να επιφέρει το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα ενώ αναγκαία όταν δεν υπάρχει περιθώριο να επιλεγεί ένα μέτρο λιγότερο επαχθές προκειμένου να επέλθει αυτό.

IV) ΑΠΟΨΕΙΣ ΠΕΡΙ ΠΡΟΒΑΔΙΣΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΑΝΑΛΥΣΗΣ DNA ΕΝ ΣΥΓΚΡΙΣΕΙ ΜΕ ΤΑ ΑΝΑΘΡΩΠΙΝΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ.

Δεν λείπουν ωστόσο και φωνές που υποστηρίζουν ότι ναι μεν  η ανάλυση γενετικού υλικού συνιστά ευθεία παρέμβαση στον άνθρωπο και στο αναπαλλοτρίωτο δικαίωμα του να προστατεύει τα προσωπικά του δεδομένα, εντούτοις προβάδισμα έχει ο  υπέρτατος σκοπός της αναζήτησης και εξεύρεσης του δράστη ενός εγκλήματος και η ανάγκη έλεγχου και καταπολέμησης της εγκληματικής δραστηριότητας.

Χαρακτηριστική  και ιδιαιτέρως ενδιαφέρουσα είναι η άποψη που αποτυπώθηκε με το υπ΄αριθμ. 25/2002 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Φλώρινας « το οποίο δέχθηκε υιοθετώντας στο σύνολο της την πρόταση του εισαγγελέα πλημμελειοδικών Γ. Κοσμίδη, ότι η ρύθμιση του άρθρου 200Α ΚΠΔ δεν θίγει τον πυρήνα της προσωπικότητας του ατόμου και είναι συνταγματικώς αποδεκτή  καθόσον είναι απολύτως αναγκαία για αντεγκληματικούς σκοπούς, προκειμένου να δοθούν απαντήσεις σε σημαντικό αριθμό ανακριτικών ερωτημάτων που αφορούν την ταυτότητα του δράστη ή του θύματος ως και την τεκμηρίωση της ενοχής της αθωότητας του κατηγορουμένου.»

Επί της ίδιας ως άνω θέσης άξια ιδιαίτερης μνείας είναι η υπ’ αριθμ. 15/2011 γνωμοδότηση της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα:

«…Συνεπώς στο πλαίσιο της ποινικής διαδικασίας συμβάλει τα μέγιστα στους σκοπούς της ανάκρισης, ήτοι στην ανεύρεση της ουσιαστικής αλήθειας σε σχέση με συγκεκριμένο έγκλημα και τη σχέση αυτού με το συγκεκριμένο άνθρωπο που κατηγορείται γι'αυτό. Όχι μόνο αυτό, αλλά πάνω από όλα βοηθάει στην ελευθέρωση αθώων που άδικα καταδικάστηκαν ,ήτοι στην αξιοπρέπεια των αθώων. Ενόψει της σπουδαιότητας αυτού του αποδεικτικού μέσου και του σκοπού που γίνεται, αν και μπορεί να αποτελεί επέμβαση σε συνταγματικά κατοχυρωμένα δικαιώματα του ανθρώπου - βλ.  άρθρο 9Α αλλά και άρθρα 2 παρ. 1, 5 παρ  1, 5, 7 παρ. 2 Συντ - εντούτοις δεν προσκρούει σ' αυτά.»

V) ΚΑΙΝΟΤΟΜΑ ΑΠΟΦΑΣΗ ΠΟΥ ΥΠΟΒΙΒΑΖΕΙ ΤΗΝ ΑΞΙΟΠΙΣΤΙΑ ΤΩΝ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΩΝ ΠΟΥ ΕΞΑΓΟΝΤΑΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΝΑΛΥΣΗ DNA.

Επιβεβλημένη, τέλος, καθίσταται η αναφορά στην υπ’ άριθμ. 1898/2018 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών η οποία συνιστά μία από τις πιο ανατρεπτικές αποφάσεις, που φαίνεται να υποβιβάζει την σημασία του γενετικού υλικού ως του πλέον αξιόπιστου μέσου που μπορεί με ασφάλεια να υποδείξει εάν κάποιος είναι τελικά ένοχος ή όχι.

Στην απόφαση αυτή συγκεκριμένα, αναφέρονται τα ακόλουθα:

«…Η λεγόμενη ταύτιση (matching) του ανακριτικού ευρήματος με το δείγμα του γενετικού υλικού ενός κατηγορουμένου μέσω της σύγκρισης ενός δειγματοληπτικού υλικού δεν δίνει εξατομίκευση καθώς είναι δυνατόν η ταύτιση να είναι προϊόν σύμπτωσης. Το τελικό αποτέλεσμα του τεστ DNA είναι μία εκτίμηση και τίποτα παραπάνω. Δεν είναι στο πεδίο αρμοδιότητας του πραγματογνώμονα  για το εάν ο κατηγορούμενος είναι η πηγή του γενετικού υλικού στο ανακριτικό δείγμα. Για την εξατομίκευση των στατιστικών δεδομένων , όσο συντριπτικά και αν είναι από αριθμητικής άποψης, χρειάζονται περαιτέρω αποδεικτικά στοιχεία τα οποία θα είναι προσωποπαγή.»

VI) ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ

Τα αποτελέσματα της ανάλυσης γενετικού υλικού δεν θα πρέπει  να συνιστούν τον μοναδικό πυρήνα στην αιτιολογία μίας δικαστικής απόφασης. Απαιτείται να περιλαμβάνονται σωρευτικά στην δικαστική απόφαση μαζί με την συνολική εξέταση και εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών, ώστε να υπάρχει μία ασφαλής κρίση περί του ποιος πράγματι τέλεσε την πράξη και υπό ποιες συγκεκριμένες συνθήκες. Σε κάθε άλλη περίπτωση αφήνονται κενά και αμφιβολίες που ευθέως οδηγούν στην εφαρμογή του τεκμηρίου αθωότητος.

Και πράγματι, ακόμα και ταυτοποίηση να έχει προκύψει μεταξύ του ανευρεθέντος γενετικού υλικού και του υλικού που έχει ληφθεί από τον εκάστοτε κατηγορούμενο, ποτέ δεν μπορεί να υπάρξει απόλυτη βεβαιότητα αναφορικά με τον τρόπο που κατέληξε να βρεθεί το εξετασθέν αυτό γενετικό υλικό στο συγκεκριμένο σημείο. Για τον λόγο αυτό, μία σαφής και συγκεκριμένη εκτίμηση ακόμη και του αν όντως υπήρχε κίνητρο τέλεσης του εγκλήματος από την πλευρά του κατηγορουμένου, είναι απαραίτητη προκειμένου, μαζί με την ανάλυση του γενετικού υλικού, να υπάρχει μια ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της απόφασης.

Με την ανάλυση DNA ο ποινικός μηχανισμός και η αναγκαιότητα απονομής της δικαιοσύνης έρχεται να θέσει περιορισμούς στον τρόπο με  τον οποίο  το άτομο αποφασίσει αν, σε ποιον και υπό ποιες συνθήκες θα δώσει πληροφορίες αφορώσες την γενετική του ταυτότητα.

Αν, ωστόσο, στο πλαίσιο ανάλυσης DNA, γίνει εν τοις πράγμασι σεβαστό το θεμελιώδες άρθρο 25 του Συντάγματος, τότε  τα μέλη της κοινωνίας  θα συνειδητοποιήσουν ότι όντως ο σεβασμός προς την ανθρώπινη αξιοπρέπεια συνιστά ύψιστη αρχή του ποινικοδικαιικού μας συστήματος και τότε θα περιοριστούν οι φωνές που αντιμετωπίζουν την ανάλυση DNA ως αναγκαίο περιορισμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων προκειμένου να ανευρεθούν εγκληματίες.

     Στυλιανή Ι. Καπούλα, Δικηγόρος παρά Πρωτοδίκαις

[i]Λάμπρος Χ. Μαργαρίτης Ελισάβετ Συμεωνίδου-Καστανίδου, Ανάλυση DNA στην ποινικη δίκη Εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα 2014, σελ. 80-81

[ii] Λάμπρος Χ. Μαργαρίτης Ελισάβετ Συμεωνίδου-Καστανίδου, Ανάλυση DNA στην ποινικη δίκη Εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα 2014, σελ. 90

[iii] Λάμπρος Χ. Μαργαρίτης Ελισάβετ Συμεωνίδου-Καστανίδου, Ανάλυση DNA στην ποινικη δίκη Εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα 2014, σελ. 91

[iv] Λάμπρος Χ. Μαργαρίτης Ελισάβετ Συμεωνίδου-Καστανίδου, Ανάλυση DNA στην ποινικη δίκη Εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα 2014, σελ. 91

[v] Λάμπρος Χ. Μαργαρίτης Ελισάβετ Συμεωνίδου-Καστανίδου, Ανάλυση DNA στην ποινικη δίκη Εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα 2014, σελ. 92