ΤΕΥΧΟΣ #10 ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ 2019

Παρουσίαση Βιβλίου Π. Σόμπολου: "Εγκλήματα γένους θηλυκού στην Ελλάδα"

Αγγελική Φ. Καρδαρά

Στις 4 Ιουνίου του 2019 ο «δάσκαλος» του αστυνομικού και δικαστικού ρεπορτάζ, κ. Πάνος Σόμπολος, παρουσίασεμε πολύ μεγάλη επιτυχία, στην κατάμεστη αίθουσα του Πολυχώρου της Μουσικής Βιβλιοθήκης του Συλλόγου «Οι Φίλοι της Μουσικής» στο Μέγαρο Μουσικής, το πέμπτο βιβλίο του με τίτλο Εγκλήματα Γένους Θηλυκού στην Ελλάδα (εκδόσεις Πατάκη).Η γυναικεία παρουσία ήταν πολύ έντονη. Η Μάρα Ζαχαρέα (Star) συντόνισε τη συζήτηση, ενώ για το βιβλίο μίλησαν η Σία Κοσιώνη (ΣΚΑΙ), η Ρίτσα Μπιζόγλη(ΑΝΤ1), η Φαίη Μαυραγάνη (OPEN), η Δώρα Αναγνωστοπούλου (ΕΡΤ) και η Άρτεμις Δήμου (Alpha), η οποία έκανε τη δική της τοποθέτηση για το βιβλίο μέσω βίντεο. Οι σημαντικές αυτές γυναίκες της δημοσιογραφίας έδωσαν έμφαση σε υποθέσεις που τους κέντρισαν το ενδιαφέρον σε ερευνητικό, εγκληματολογικό και κοινωνιολογικό επίπεδο και η κάθε ομιλήτρια ανέδειξε καίριες πτυχές των υποθέσεων και των ευρύτερων κοινωνικών ζητημάτων που πραγματεύεται το βιβλίο. Αξίζει να τονιστεί ότι όλες έκαναν ειδική μνεία στο ήθος, στον επαγγελματισμό και τις υψηλές αξίες που δίδαξε στους νεότερους δημοσιογράφους ο Πάνος Σόμπολος καιεξακολουθεί να διδάσκει.

Αναμφίβολα, και το νέο βιβλίο του Πάνου Σόμπολου αποτελεί σημείο αναφοράς για τη δημοσιογραφική αλλά και την επιστημονική έρευνα. Πρόκειται για ένα πολύτιμο ντοκουμέντο για τους ερευνητές της σύγχρονης εποχής και βέβαια για τον ιστορικό του μέλλοντος, καθώς το φαινόμενο της γυναικείας εγκληματικότητας παρουσιάζεται σε βάθος μέσα από την ακριβή περιγραφή και καταγραφή 40 υποθέσεων που απασχόλησαν εκτενώς τα ΜΜΕ για χρόνια -ή ακόμα και χρόνια μετά- και προβλημάτισαν εντόνως την ελληνική κοινωνία. Όπως ο ίδιος τόνισε στην ομιλία του, το βιβλίο αυτό τον «κούρασε» γιατί δεν κατέγραψε τα γεγονότα όπως τα βίωσε, αλλά έκανε βαθιά έρευνα αναζητώντας για την κάθε υπόθεση αδιάσειστα στοιχεία που δεν επιδέχονται αμφισβήτηση.

Όπως μάλιστα υπογραμμίζει ο Πάνος Σόμπολος στον πρόλογο του βιβλίου του, «Έγραψα κι αυτό το βιβλίο για να αφήσω μία παρακαταθήκη στις επόμενες γενιές, για το πώς διακυμάνθηκε το έγκλημα που διαπράχθηκε, με οποιονδήποτε τρόπο από γυναίκες από τις αρχές της δεκαετίας του 1930 μέχρι τις μέρες μας. Οι περισσότερες από τις ανθρωποκτονίες στις οποίες αναφέρομαι έχουν απασχολήσει για πολύ καιρό ή για χρόνια ακόμα την κοινή γνώμη. Ήταν εγκλήματα που πραγματικά συγκλόνισαν την Ελλάδα, που έμειναν στην ιστορία και θα αναφέρονται στα εγκληματολογικά χρονικά της χώρας μας με ιδιαίτερη έμφαση λόγω του μεγάλου ενδιαφέροντος που παρουσιάζουν».

Το πρώτο έγκλημα με το οποίο ασχολείται στο εν λόγω βιβλίο διαπράχθηκε το 1931 με θύμα τον εργολάβο Δημήτρη Αθανασόπουλο. Μία υπόθεση που έγινε μάλιστα και τραγούδι «Καημένε Αθανασόπουλε τι σου ‘ μέλλε να πάθεις από κακούργα πεθερά τα νιάτα σου να χάσεις».

Σε όλες τις ανθρωποκτονίες που περιλαμβάνονται στο βιβλίο,«πρωταγωνίστρια είναι η γυναίκα, ως φυσική ή ηθική αυτουργός ή συναυτουργός, αρκετές φορές βάζοντας τον εραστή της, που έχει καταστήσει άβουλο όργανο να ξεκάνει, για παράδειγμα, τον άντρα της». Επίσης όπως επισημαίνει ο συγγραφέας,«πολλές από αυτές τις ανθρωποκτονίες φέρουν τον χαρακτήρα της εκδίκησης, του φοβερού πάθους, του αβυσσαλέου μίσους και σχετίζονται με το χρήμα, τη ζηλοτυπία, τα περιουσιακά και άλλα ζητήματα. Σε αρκετές από τις υποθέσεις οι γυναίκες εγκληματίες υπέφεραν από την κακή και βάναυση συμπεριφορά του θύματος όχι μόνο τη μέρα της διάπραξης του εγκλήματος, αλλά συχνά και για μεγάλη περίοδο μετά τον γάμο τους. Έτσι πήραν την απόφαση να θανατώσουν τον σύζυγό τους».

Πολύ ενδιαφέρουσα και άξια σχολιασμού, η επισήμανσή του ότι οι περισσότερες από τις γυναίκες που περιγράφονται στο βιβλίο είχαν λευκό ποινικό μητρώο και δεν είχαν απασχολήσει την αστυνομία για το παραμικρό. Ήτανδηλαδή «γυναίκες της διπλανής πόρτας», όπως τις χαρακτηρίζει ο συγγραφέας, στοιχείο που καθιστά εμφανή την πολυπλοκότητα της γυναικείας ψυχής που, ενώ μπορεί να μην έχει στο παρελθόν εμπλοκή με την παραβατικότητα, φτάνει στο οριακό και ακραίο σημείο να αφαιρέσει την ανθρώπινη ζωή. Πρέπει βέβαια να τονίσουμε ότι το πέρασμα στην πράξη, όπως διαπιστώνουμε από τη μελέτη των υποθέσεων,δεν λαμβάνει χώρα ξαφνικά αλλά μετά από μία περίοδο έντονης ψυχικής διεργασίας και σκέψης, κατά τη διάρκεια της οποίας η γυναίκα προετοιμάζει τόσο την πράξη όσο και τον ίδιο της τον εαυτό για όσα θα επακολουθήσουν, γιατί η γυναίκα που εγκληματεί συνήθως δεν δρα εν βρασμώ, στις περισσότερες τουλάχιστον υποθέσεις.

Εκτενής αναφορά γίνεται και στο διαφορετικό modus operandiτης γυναίκας που εγκληματεί σε σχέση με τον άντρα. Ο διαφορετικός τρόπος εγκληματικής δράσης αποδεικνύεται άλλωστε και επιστημονικά μέσω της ιατροδικαστικής. Σύμφωνα με τα ιατροδικαστικά πορίσματα, η γυναίκα που φτάνει στο σημείο να διαπράξει ανθρωποκτονίαλειτουργεί με μεγάλη βιαιότητα κατά κανόνα.Λόγω έλλειψης σωματικής δύναμης προσπαθεί να εξασφαλίσει την επιτυχία της πράξης της και αυτός είναι ένας από τους σημαντικούς λόγους για τους οποίους λειτουργεί με τρόπο πιο μεθοδικό και σχεδιάζει πιο προσεκτικά το έγκλημά της, σε σχέση με τον άντρα που εγκληματεί.

Ο συγγραφέας-ερευνητής, Πάνος Σόμπολος, επιτυγχάνει επομένως να αναδείξει τόσο τις καίριες πτυχές που συνθέτουν την πολύπλοκη και πολυδιάστατη ψυχοσύνθεση της γυναίκας δράστιδος -της γυναίκας που φτάνει στο ακραίο σημείο να εγκληματήσει- όσο και τις ειδικές εκείνες συνθήκες που διαμορφώνουν αυτή την ιδιάζουσα ψυχοσύνθεση της γυναίκας σε κάθε υπόθεση που αναλύεται, αλλά και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά κάθε περίπτωσης που οδηγούν στην εγκληματική πράξη.

Μία από τις υποθέσεις που προβλημάτισε πάρα πολύ και τον ίδιο τον συγγραφέα, στην οποία αναφέρθηκε στην ομιλία του, αφορά μία 19χρονη η οποία θανάτωσε με δηλητήριο πατέρα και αδελφό και αποπειράθηκε να σκοτώσει και τη μητέρα της, για να μπορέσει να ζήσει ελεύθερη με τον 75χρονο παππού της, με τον οποίο διατηρούσε ερωτική σχέση. Ιδιαίτερη αναφορά έκανε επίσης στις 4 γυναίκες στην Ελλάδα, στις οποίες επιβλήθηκε η ποινή του θανάτου.

Τα φλέγοντα ερωτήματα που βασανίζουν τον δημοσιογράφο αλλά και άνθρωπο Πάνο Σόμπολο, ο οποίος στην καριέρα του έχει ζήσει από κοντά πολλά από αυτά τα εγκλήματα, καθώς υπήρξε ο πρώτος που έφτασε στον τόπο του εγκλήματος και προχώρησε σε δημοσιογραφική κάλυψή τους, παρατίθενται στο βιβλίο ενώ αναφέρθηκε σε αυτά στην ομιλία του: «αφού της έκανε τη ζωή κόλαση, γιατί δεν τον χώριζε; Ήταν ανάγκη να αφαιρέσει μία ανθρώπινη ζωή, να γίνει δολοφόνος, να μείνει κλεισμένη στο κελί της φυλακής και η οικογένειά της να τιναχτεί στον αέρα;». Εξίσου και για τη γυναίκα-παιδοκτόνο, αναρωτιέται «γιατί δεν άφησε το μωρό στα σκαλιά μιας εκκλησίας, ενός ορφανοτροφείου, ενός σπιτιού, αλλά το σκότωσε;».Ερωτήματα που πιστεύω ότι μας απασχολούν όλους και τίθενται στη βάσανο της έρευνας, αλλά δυστυχώς η πολυπλοκότητα της ανθρώπινης ψυχήςδεν μπορεί να δώσει μίαν απάντηση, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι η έρευνα δεν πρέπει να επιχειρήσει να καταγράψει τις απαντήσεις σε κάθε υπόθεση, όσο σύνθετες κι αν είναι, προσπαθώντας να ενισχύσει την πρόληψη μορφών εγκληματικότητας.

Διαβάζοντας με πολύ μεγάλο ενδιαφέρον το βιβλίο, αντλούμε πολύτιμα στοιχεία για την έρευνα που μας δίνουν το έναυσμα για περαιτέρω διερεύνηση αλλά και για έναν ευρύτερο κοινωνικό προβληματισμό, γιατί το έγκλημα είναι άρρηκτα συνυφασμένο με τις ανθρώπινες κοινωνίες.

Ενδεικτικά, αναφέρω τους τίτλους ορισμένων υποθέσεων για τις οποίες θα διαβάσετε στο βιβλίο:«Η ΦΟΒΕΡΗ ΕΚΔΙΚΗΣΗ», «ΤΟ ΖΕΥΓΑΡΙ ΗΘΕΛΕ ΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΤΟΥ», «Η ΠΕΘΕΡΑ ΜΕ ΤΟ ΠΡΙΟΝΟΜΑΧΑΙΡΟ», «ΟΙ ΚΟΥΡΑΜΠΙΕΔΕΣ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ», «ΒΡΙΣΚΟΤΑΝ ΣΕ ΝΟΜΙΜΗ ΑΜΥΝΑ», «Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΜΠΑΛΤΑ», «ΤΗΝ ΣΤΡΑΓΓΑΛΙΣΕ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑ», «Η ΕΞΑΦΑΝΙΣΗ ΤΟΥ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΑ», «Η ΦΟΙΤΗΤΡΙΑ ΚΑΙ Ο ΠΟΔΟΣΦΑΙΡΙΣΤΗΣ», «ΤΟΥ ΠΟΛΤΟΠΟΙΗΣΕ ΤΟ ΚΕΦΑΛΙ ΜΕ ΑΞΙΝΑ», «Ο ΦΡΙΚΤΟΣ ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΗΣ ΙΕΡΟΔΟΥΛΟΥ», «Η ΔΟΛΟΦΟΝΙΑ ΤΗΣ ΔΕΚΑΠΕΝΤΑΧΡΟΝΗΣ ΑΠΟ ΤΗ ΜΑΝΑ ΤΗΣ» και πολλές ακόμα συγκλονιστικές υποθέσεις που αποτυπώνουν την ιδιαίτερη ψυχοσύνθεση της δράστιδος και τις συνθήκες που οδήγησαν στο ειδεχθές έγκλημα.

Πολύ μεγάλη τιμή για εμένα και μία πολύ συγκινητική στιγμή στην πορεία μου, η πρόταση του κ. Σόμπολου να γράψω ένα κείμενο με την επιστημονική μου τοποθέτηση για μία από τις πολύ σοβαρές υποθέσεις εγκληματολογικού ενδιαφέροντος που μας παρουσιάζει στο πόνημά του. Τον ευχαριστώ από καρδιάς για την εμπιστοσύνη και την πολύτιμη ευκαιρία να έχω αυτήν τη «συμμετοχή» στο σπουδαίο βιβλίο του.

Η υπόθεση που επεξεργάστηκα αφορά τη δηλητηρίαση της εγκύου κόρης από τη μητέρα της. Όπως αναφέρεται στα περιεχόμενα για την εν λόγω υπόθεση:

ΔΗΛΗΤΗΡΙΑΣΕ ΤΗΝ ΕΓΚΥΟ ΚΟΡΗ ΤΗΣ: Ήταν ανύπαντρη και τη θανάτωσε γιατί δε θα άντεχε μετά τη γέννα, την ντροπή και το ρεζίλι της οικογένειάς της!

Θα ήθελα, ολοκληρώνοντας, να τονίσω τα εξής καίρια σημεία:

  • Μελετώντας διαχρονικά το φαινόμενο της γυναικείας εγκληματικότητας παρατηρούμε ότι στοχεύει κατά κύριο λόγο σε μέλη της οικογένειας της ίδιας της δράστιδος.Το γεγονός αυτό έρχεται σε αντίθεση με τη φύση της ανδρικής εγκληματικότητας, η οποία κατά κανόνα τελείται έξω από την οικογενειακή σφαίρα και κατευθύνεται σε άτομα που δεν ανήκουν στο στενό οικογενειακό περιβάλλον.
  • Αρκετοί μελετητές, προκειμένου να ερμηνεύσουν αυτήν τη διαφοροποίηση μεταξύ ανδρικής-γυναικείας εγκληματικότητας, στήριξαν τα επιχειρήματά τους στον περιορισμό-εγκλεισμό της γυναίκας στον οίκο της σε παρελθούσες εποχές, όπως επίσης στη διαφορετική θέση που εξακολουθεί να έχει το κάθε φύλο και στις διαφορετικές απαιτήσεις των ρόλων που καλούνται να αναλάβουν στο πλαίσιο της σύγχρονης κοινωνίας.
  • Για τον εντοπισμό και τη μελέτη των κινήτρων εγκληματικής δράσης των γυναικών αναπτύχθηκαν στην πορεία των ετών θεωρίες, οι κυριότερες εκ των οποίων χωρίζονται σε τρεις μεγάλες ομάδες.Η πρώτη ομάδα περιλαμβάνει τις βιολογικές θεωρίες, οι οποίες αποδίδουν την γυναικεία εγκληματικότητα σε βιολογικά κατά κύριο λόγο αίτια. Η δεύτερη περιλαμβάνει τις κοινωνιολογικές θεωρίες, οι οποίες ασχολούνται με τις κοινωνικές αιτίες που οδηγούν στην εμφάνιση της εγκληματικότητας των γυναικών. Τέλος, στην τρίτη κατηγορία περιλαμβάνονται οι σύγχρονες προσεγγίσεις σχετικά με την γυναικεία εγκληματικότητα.

Αναλυτικά οι τρεις ομάδες θεωριών:

  • Ξεκινώντας με τις βιολογικές θεωρίες, θα αναφερθούμε ασφαλώς στον Ιταλό ψυχίατροCesareLombroso, ο οποίος έχει χαρακτηριστεί ως ο πατέρας της βιολογικής-θετικιστικής σχολής της εγκληματολογίας και ήταν μεταξύ των πρώτων που μελέτησαν επιστημονικά τη γυναικεία εγκληματικότητα. Το 1894 έγραψε, με τη βοήθεια του γαμπρού του,William Ferrero, το σημαντικό έργο Female Offender. Οι δύο άντρες συνδυάζοντας ποιοτικά και ποσοτικά δεδομένα κατέληξαν στην υπόθεση ότι υπάρχει βιολογική προδιάθεση όσον αφορά τη διάπραξη εγκληματικών ενεργειών. Ωστόσο πρέπει να τονίσουμε ότι η θεωρία του «γεννημένου εγκληματία»/ «της γεννημένης εγκληματία», έχει σήμερα καταρριφθεί και μόνο σε συνδυασμό με άλλους παράγοντες μπορούμε να θεωρήσουμε την κληρονομικότητα παράγοντα εγκληματικής δράσης.
  • Πολύ σημαντικέςείναι οι κοινωνιολογικές θεωρίεςσχετικά με τη γένεση της γυναικείας εγκληματικότητας. Πιο συγκεκριμένα, ο κοινωνιολόγος WilliamIsaacThomasπροσέφερε πολλά στη μελέτη της γυναικείας εγκληματικότητας. Υποστήριξε ότι οι διαφορές στη διανοητική λειτουργία μεταξύ των δύο φύλων δεν είναι αποτέλεσμα βιολογικών διαφοροποιήσεων (όπως π.χ. του διαφορετικού μεγέθους του εγκεφάλου τους), όπως είχε συμπεράνει ο Lombroso, αλλά ότι είναι κοινωνικά προσδιορισμένες. Με τη μελέτη του TheUnadjustedGirl(1923), ο Thomasδιαχωρίζει εντελώς τη θέση του από αυτήν του Lombroso. Ο Thomas, δηλαδή, μελέτησε τις επιδράσεις του κοινωνικού περιβάλλοντος στην αποκλίνουσα συμπεριφορά των γυναικών, σε συνδυασμό με τα έμφυτα ένστικτά τους. Επίσης, άσκησε δριμεία κριτική στην κοινότητα, της οποίας το ρόλο ως προς τη διαδικασία κοινωνικοποίησης των ατόμων θεώρησε ανεπαρκή. Ωστόσο, παρά τις σημαντικές παρατηρήσεις του αναφορικά με την γυναικεία εγκληματικότητα, η θεωρία του χαρακτηρίστηκε ως μία «ψευδο-ψυχολογική δικαίωση για να συνεχίσουν να εφαρμόζονται οι υπάρχουσες μέθοδοι».

Οι Sheldon & Eleanor Glueck προσέφεραν, επιπροσθέτως, πολλά στην έρευνα. Η πιο σημαντική προσφορά του ζεύγους Glueckαναφορικά με την γυναικεία εγκληματικότητα συνίσταται στη λεπτομερή έρευνα που δημοσιεύτηκε στο έργο τους Five Hundred Delinquent Women (1923). Η έρευνα ασχολήθηκε με 500 κορίτσια από τη Μασαχουσέτη (ξεκινώντας από την παιδική τους ηλικία), τα οποία είχαν προβεί σε παραβάσεις του νόμου. Οι Glueck, όχι μόνο εντόπισαν τις επιδράσεις που άσκησε σε αυτά τα κορίτσια το κοινωνικό τους περιβάλλον, αλλά συνδύασαν τα φυσικά και τα ψυχολογικά χαρακτηριστικά τους. Κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι η γυναικεία εγκληματικότητα σε πολύ μεγάλο βαθμό εξαρτάται από βιολογικούς και οικονομικούς παράγοντες. Επίσης διαπίστωσαν ότι ένα εξαιρετικά υψηλό ποσοστό κοριτσιών που είχαν συγκρουστεί με τον νόμο προέρχονταν από δυσλειτουργικές πολυμελείς οικογένειες, έπασχαν από νοητική υστέρηση, είχαν συλληφθεί για παράνομη σεξουαλική συμπεριφορά και τέλος ότι ήταν πολύ πιθανό η τάση προς την εγκληματικότητα να ήταν κληρονομική. Η έρευνά τους, αν και σημαντική, ήταν σαφώς επηρεασμένη από προκαταλήψεις και σεξιστικές τοποθετήσεις, γι’ αυτό δέχτηκε αρκετές κριτικές. Από την άλλη μεριά, το πιο σημαντικό συμπέρασμα στο οποίο κατέληξαν, δηλαδή η σύνδεση μεταξύ ανέχειας και εγκληματικότητας, είχε ήδη επισημανθεί από άλλους μελετητές πολύ πριν από την δική τους έρευνα.

Τέλος, αξίζει να αναφερθούμε στο βιβλίο του Otto Pollak The Criminality of Women (1950), καθώς θεωρείται η πιο σημαντική μελέτη αναφορικά με την γυναικεία εγκληματικότητα, η οποία πραγματοποιήθηκε κατά τη διάρκεια των μεταπολεμικών χρόνων. Ο Καθηγητής κοινωνιολογίας, αν και επηρεάστηκε από τους Lombrosoκαι Freud, διατύπωσε νέες θεωρίες σχετικά με τηγυναικεία εγκληματικότητα. Ισχυρίστηκε ότι οι γυναίκες οδηγούνται στο έγκλημα κατά κύριο λόγο από σεξουαλικά κίνητρα, ενώ οι άντρες από οικονομικά, με εξαίρεση τις περιπτώσεις των χαρακτηριζόμενων «εγκλημάτων πάθους». Αυτή η άποψη στηρίχτηκε στη φροϋδική θέση ότι το βασικό πρόβλημα μίας νευρωτικής και αποκλίνουσας γυναίκας είναι η επιθυμία της να αποκτήσει ανδρική υπόσταση. Επίσης, σύμφωνα με τον Pollak, τα ποσοστά στα οποία ανέρχεται η γυναικεία εγκληματικότητα είναι πιθανώς ίδια με την εγκληματικότητα των ανδρών, με τη μόνη διαφορά ότι η εγκληματικότητα των γυναικών είναι «καλυμμένη» ή βρίσκεται σε λανθάνουσα μορφή. Μάλιστα, συμμερίστηκε την άποψη του Lombroso, βάσει της οποίας οι γυναίκες διαπράττουν εγκλήματα τα οποία εύκολα αποκρύπτονται και σπανίως καταγγέλλονται. Πρέπει να σημειωθεί, πάντως, ότι όπως οι παραπάνω θεωρίες, έτσι και η θεωρία του Pollak έγινε αντικείμενο πολλών κριτικών. Η πιο σημαντική από αυτές αφορά την ελλιπή τεκμηρίωση των επιχειρημάτων του.

  • Όσον αφορά τις σύγχρονες θεωρίες, πρέπει να τονίσουμε ότι κατά τη διάρκεια της δεκαετίας 1970-80 οι μελέτες αναφορικά με τη γυναικεία εγκληματικότητα παρουσίασαν ορισμένες σημαντικές διαφοροποιήσεις σε σχέση με παλαιότερες, καθώς έδωσαν μεγαλύτερη βαρύτητα σε οικονομικούς παράγοντες και στις οικονομικές πιέσεις που υφίστανται οι γυναίκες. Επίσης, ασχολήθηκαν συστηματικά με τον ρόλο της κοινωνικοποίησης, δηλαδή τις ευκαιρίες και την έλλειψη ευκαιριών που παρέχονται στις γυναίκες, υπογραμμίζοντας ότι η γυναικεία εγκληματικότητα απορρέει από τις διαφοροποιήσεις των ρόλων των δύο φύλων στο πλαίσιο της σύγχρονης κοινωνίας. Τέλος, εξέτασαν την εγκληματικότητα των γυναικών σε συνδυασμό με το γυναικείο κίνημα. Η FredaAdlerήταν μία από τις πρώτες συγγραφείς που υποστήριξε ότι, όσο η κοινωνική θέση των γυναικών πλησιάζει την αντίστοιχη των ανδρών, τόσο η φύση και η συχνότητα των εγκλημάτων των γυναικών ομοιάζουν με των ανδρών. Επιπροσθέτως, αναφέρθηκε στην ενδεχόμενη σύνδεση μεταξύ της γυναικείας εγκληματικότητας και του κινήματος των γυναικών. Η Rita Simon προέβη σε συστηματική ανάλυση των πολιτικών και κοινωνικών επιπτώσεων του γυναικείου κινήματος, ενώ τόνισε ότι μεταξύ ανδρών και γυναικών δεν υπάρχουν διαφορές ως προς την έμφυτη ροπή στο έγκλημα, αλλά ότι τα διαφορετικά ποσοστά εγκληματικότητας των δύο φύλων οφείλονται στην έλλειψη «ευκαιριών» που παρέχονταν σε παρελθόντα έτη στις γυναίκες.Στο σημείο αυτό είναι απαραίτητο να υπογραμμίσουμε ότι η απόδοση της εγκληματικότητας σε οικονομικά αίτια έχει αναμφίβολα τις ρίζες της στο μακρινό παρελθόν.

Συνοψίζοντας,πρέπει να επισημανθεί ότι η γυναικεία εγκληματικότητα αποτελεί μικρό ποσοστό της συνολικής εγκληματικότητας. Εν τούτοις, παρουσιάζει συνεχή αυξητική τάση. Έχει σχεδόν διπλασιασθεί τα τελευταία 30 χρόνια η δε τάση αυτή είναι μεγαλύτερη από εκείνη που διαγράφει η εγκληματικότητα των ανδρών. Τα παραπάνω δεδομένα αφορούν ασφαλώς όχι μόνον την ελληνική αλλά και τη διεθνή πραγματικότητα. Η διαφοροποίηση της γυναικείας εγκληματικότητας δεν είναι μόνον ποσοτική αλλά και ποιοτική. Στην ποιοτική εκτίμηση της γυναικείας εγκληματικότητας ιδιαίτερα σημαντικές είναι οι παρακάτω συνιστώσες: Πρώτον,οι γυναίκες διαπράττουν λιγότερες ανθρωποκτονίες αλλά διαπράττουν κυρίως ληστείες, κλοπές, διαρρήξεις, παραβάσεις του νόμου για τα ναρκωτικά ενώ τελευταία εμπλέκονται συχνότερα σε υποθέσεις οργανωμένου εγκλήματος δηλαδή σε υποθέσεις κυκλωμάτων κλεπταποδοχής και αρχαιοκαπηλίας. Από τα διεθνή στατιστικά δεδομένα προκύπτει ότι οι γυναίκες διαπράττουν το 15% των εγκλημάτων βίας και το 28% των εγκλημάτων κατά της περιουσίας. Δεύτερον,όσον αφορά τις ανθρωποκτονίες, τα θύματα των γυναικών δράστιδων είναι διαφορετικά από των ανδρών δραστών αφού είναι κυρίως γνωστά και άτομα του ευρύτερου συγγενικού τους περιβάλλοντος (σύζυγοι, παιδιά, εραστές). Τρίτον,οι μελέτες δείχνουν ότι, ενώ οι περισσότεροι γνωστοί δράστες είναι άνδρες, λιγότερες γυναίκες σε σχέση με τους άνδρες παραδέχονται πώς διέπραξαν οι ίδιες κάποιο αδίκημα. Τέλος,το στοιχείο που πρέπει να υπογραμμισθεί είναι ότιη γυναικεία εγκληματικότητα αποτελεί ένα πολυπαραγοντικό φαινόμενο και σε κάθε υπόθεση πρέπει να εξετάζονται όλοι οι παράγοντες και όλες οι παράμετροι που διαμορφώνουν το ψυχο-εγκληματικό προφίλ της δράστιδος.

Αγγελική Φ. Καρδαρά

Δρ Τμήματος ΕΜΜΕ Παν/μίου Αθηνών-Φιλόλογος-Τακτική Επιστημονική Συνεργάτιδα Κέντρου Μελέτης του Εγκλήματος (ΚΕ.Μ.Ε.)

ΕνδεικτικήΒιβλιογραφία

Davis, C.A. (2002). Women who kill:profiles of female serial killers. London:Allison & Busby Limited.

Flowers,R.B.  (1987). WomenandCriminality: thewoman as victim, offender and practitioner. USA: Greenwood Press.

Flowers, R.B. (1995).Female Crime, Criminals and Cellmates: an exploration of female criminality and delinquency. USA: McFarland & Company.

Motz,A.(2001). The psychology of Female Violence: crimes against the body. Hove and New York: Brunner-Routledge.

Spinelli,M.G. (2003). Infanticide: psychosocial and legal perspectives on mothers who kill.London and Washington DC: Amer Psychiatric Pub.

Rafter, N.H., editor. (2003). Encyclopedia of Women and Crime. N. York: CheckmarkBooks.

Καρδαρά, Α. (2017-πρόλογος Καθηγητή Γιάννη Πανούση). Εγχειρίδιο Εγκληματολογίας για τον Αστυνομικό και Δικαστικό Συντάκτη. Αθήνα: Παπαζήσης.