ΤΕΥΧΟΣ #3 ΙΟΥΛΙΟΣ 2017

Ο θεσμός της υποτροπής στον ελληνικό Ποινικό Κώδικα

Ζαχαρούλα (Χαρά) Κ. Βλαμάκη
  1.  Εισαγωγή

Το «πρόβλημα» του θεσμού της υποτροπής κατά τον ελληνικό ποινικό κώδικα αποτελεί ένα ενδιαφέρον ζήτημα γύρω από το οποίο έχει αναπτυχθεί ιδιαίτερη προβληματική τόσο στη νομολογιακή του αντιμετώπιση από τα δικαστήρια της χώρας όσο και στη θεωρητική του προσέγγιση από την πλευρά της επιστήμης, ώστε να μην αποτελεί υπερβολή το συμπέρασμα του Reinhard Harte ότι: “η ορθή αντιμετώπιση του υπότροπου ανήκει στα άλυτα προβλήματα της επιστήμης”[1]. Ως υποτροπή νοείται γενικά στην ποινική επιστήμη η μετά από προηγούμενη καταδίκη για ένα ή περισσότερα εγκλήματα εκ νέου διάπραξη αξιόποινης πράξης από το ίδιο πρόσωπο. Η υποτροπή ως γενικός λόγος επιτάσεως της ποινής προβλέπεται κατ’ αρχάς στις διατάξεις του Γενικού Μέρους του Ποινικού Κώδικα (άρθρα 88-93 ΠΚ), ενώ προβλέπεται και σε ειδικούς ποινικούς νόμους, όπως στη νομοθεσία για τα ναρκωτικά όπου μάλιστα εισάγεται η ειδική υποτροπή και δίνεται ο ορισμός του υπότροπου όπως θα αναλυθεί στη συνέχεια. Αξίζει να επισημανθεί ότι η υποτροπή δεν κάνει βαρύτερο το έγκλημα, δεν το μεταβάλλει δηλαδή σε διακεκριμένο, απλώς αποτελεί προϋπόθεση της δυσμενέστερης ποινικής μεταχείρισης του δράστη.

Ο θεσμός της υποτροπής διήλθε από διάφορα ιστορικά και θεωρητικά στάδια εξέλιξης τα οποία βαθμιαία οδήγησαν στη σημερινή του διαμόρφωση. Απαντάται ήδη στα αρχαία χρόνια και δη στην Αρχαία Ελλάδα[2], στο Εβραϊκό και Ρωμαϊκό δίκαιο, στην εποχή του Μεσαίωνα η υποτροπή αντιμετωπίζεται ως λόγος επίτασης του αξιοποίνου του δράστη[3], στην Ινδία πραγματοποιούσαν ακρωτηριασμούς σε υπότροπους δράστες[4], ενώ τέλος στη Γαλλία ο νόμος της 23ης Floreal του 10ου έτους (13 Μαϊου 1802) καθιέρωσε τον στιγματισμό, δηλαδή την αποτύπωση του γράμματος R στον ώμο του καταδικασθέντος υπότροπου (Repris de Justice – Recidiviste[5]). Σταθμό στην ιστορική ανάπλαση του εξεταζόμενου θεσμού αποτέλεσε η διδασκαλία της Ιταλικής Θετικής Σχολής[6] τον 19ο αιώνα, με κύριους εκπροσώπους τους Lombroso,  Garofalo και Ferri, η οποία πρεσβεύει την ανάγκη προσαρμογής της ποινικής μεταχείρισης στην προσωπικότητα του δράστη. Οι εκπρόσωποι και πρωτοπόροι της ορθολογικής αυτής κατεύθυνσης δέχονται ότι οι εγκληματίες διακρίνονται σε ειδικότερες κατηγορίες (όπως στους εκ περιστάσεως , εκ γενετής και καθ’ έξη εγκληματίες) και καθίσταται συνακόλουθα αναγκαία η εξατομίκευση των κυρώσεων.

Στο ελληνικό δίκαιο ο θεσμός της υποτροπής εισήχθη για πρώτη φορά με τον Ποινικό Νόμο του 1834[7], ο οποίος με το άρθρο 111 καθιέρωσε τη σωφρονιστική και στενή ειδική υποτροπή, δηλαδή προέβλεπε μεγαλύτερη ποινή για εγκληματίες που διέπρατταν εκ νέου το ίδιο έγκλημα, χωρίς την ανάγκη συνδρομής πρόσθετων  προϋποθέσεων  εκτός από εκείνη της εκτίσεως εν όλω ή εν μέρει της καταγνωσθείσης ποινής. Καινοτομία για τα μέχρι τότε δεδομένα στο θεσμό της υποτροπής εισήγαγε ο Ποινικός Κώδικας του 1951, σύμφωνα με το άρθρο 88 του οποίου υποτροπή υπήρχε όταν μέσα σε 5 χρόνια από τη μερική ή ολική απότιση της στερητικής της ελευθερίας ποινής, η οποία είχε επιβληθεί για κακούργημα ή εκ δόλου πλημμέλημα και ήταν άνω των τριών μηνών, τελούνταν από τον ίδιο δράστη νέο κακούργημα ή εκ δόλου πλημμέλημα που επέσυρε στερητική της ελευθερίας ποινή. Ο ΠΚ του 1951 εισήγαγε τη γενική υποτροπή, με την έννοια ότι για το χαρακτηρισμό κάποιου εγκληματία ως υπότροπου αρκούσε η εκ νέου διάπραξη από μέρους του οποιουδήποτε εγκλήματος, διατηρώντας, όμως, τη σωφρονιστική της μορφή, δηλαδή την ανάγκη εκτίσεως από μέρους του δράστη της προηγούμενης καταδίκης του, επιπλέον δε καθιέρωσε τον 5ετή «χρόνο παραγραφής» της υποτροπής εντός της οποίας και με αφετηρία την πρώτη καταδίκη έπρεπε να τελεσθεί η νέα αξιόποινη πράξη[8]. Ωστόσο η ρύθμιση αυτή ενείχε μια αδυναμία, αφού με τον τρόπο αυτό (διατήρηση της σωφρονιστικής μορφής και προσαπαιτώντας την από μέρους του δράστη έκτιση της καταγνωσθείσας σε αυτόν ποινής για το χαρακτηρισμό αυτού ως υποτρόπου) οδηγούσε στην επιεικέστερη μεταχείριση των φυγόποινων, δεδομένου ότι οι τελευταίοι ως μη έχοντες υποβληθεί στην εκτέλεση της πρώτης καταδίκης τους δεν κινδυνεύουν να καταδικασθούν για νέο αδίκημα υπό το καθεστώς της υποτροπής, κάτι που συνέβαλε στην αδράνεια του θεσμού και στην έλλειψη απήχησης αυτού σε εμπειρικό επίπεδο. Με το νέο νόμο 1419/1984 επιχειρήθηκε η αναμόρφωση του θεσμού και το βασικότερο: μεταβλήθηκε η υποτροπή από σωφρονιστική σε δικαστική και τέθηκε ως προϋπόθεση εφαρμογής των σχετικών διατάξεων η προηγούμενη κατάγνωση ποινής και όχι απαραίτητα η έκτισή της.

  1. Η Ισχύουσα Νομοθεσία και η ειδική υποτροπή του νόμου περί Ναρκωτικών (Ν.4129/2013)

Σύμφωνα με τις νέες ρυθμίσεις που εισήγαγε ο νόμος 1419/1984, οι προϋποθέσεις για την κατάφαση της υποτροπής κατά τη διατύπωση του άρθρου 88 Π.Κ είναι πλέον οι εξής[9]:

  • Η ύπαρξη αμετάκλητης καταδικαστικής απόφασης για κακούργημα ή πλημμέλημα από δόλο σε ποινή στερητική τις ελευθερίας που ξεπερνά τους 6 μήνες,
  • Η τέλεση νέου κακουργήματος ή πλημμελήματος από δόλο για το οποίο ο νόμος προβλέπει ποινή φυλάκισης τουλάχιστον 3 μηνών (στο περιεχόμενο της έννοιας του νέου κακουργήματος ή πλημμελήματος υπάγεται τόσο η απόπειρα όσο και η συμμετοχή σε αυτό με οποιαδήποτε μορφή. Σημειώνεται ότι υποτροπή δεν μπορεί να καταγνωσθεί εάν ο δράστης έχει προηγουμένως καταδικασθεί σε χρηματική ποινή, αναφορικά, όμως, με την ποινή της κράτησης αποκτά σημασία στην περίπτωση τις υποτροπής στα πταίσματα αρθ. 412 ΠΚ),
  • Τέλεση της νέας αξιόποινης πράξης μέσα σε 5 χρόνια από τη δημοσίευση της αμετάκλητης καταδικαστικής απόφασης, αν αυτή αφορούσε πλημμέλημα, και σε 10 χρόνια αν αυτή αφορούσε κακούργημα.

Υπό το ισχύον νομικό καθεστώς εφαρμόζεται το σύστημα της γενικής υποτροπής, δηλαδή υπότροπος θεωρείται ο δράστης ο οποίος τελεί οποιαδήποτε νέα αξιόποινη πράξη, χωρίς να προσαπαιτείται η διάπραξη του ιδίου ή συγγενούς με το προηγούμενο έγκλημα. Ο τελευταίος όρος προβλέπεται για τους διαπράττοντες καθ’ υποτροπή έγκλημα εξ αμελείας κατ’ άρθρο 93 ΠΚ, εισάγοντας για την περίπτωση αυτή τη λεγόμενη διηυρυμένη ειδική υποτροπή, ρύθμιση η οποία μάλιστα επαναλαμβάνεται και στο άρθρο 412 ΠΚ για τα πταίσματα. Ως προϋπόθεση τάσσεται ακόμα το κατώτερο όριο των τριών μηνών για τη δεύτερη πράξη, ενώ αλλάζει και ο «χρόνος της παραγραφής της υποτροπής» για τα κακουργήματα με αύξηση στα 10 χρόνια.

Επισημαίνεται ότι το περιορισμένο εύρος της εφαρμογής των σχετικών με την υποτροπή διατάξεων, όπως αυτό αποτυπώνεται στο μικρό αριθμό των αποφάσεων που έχουν εκδοθεί από τα ελληνικά δικαστήρια από το χρόνο θεσπίσεως του προϊσχύσαντος ποινικού κώδικα (1951) έως και σήμερα, καθιστά πρόδηλη τη συρρίκνωση του θεσμού.

Σε ό,τι αφορά την ειδική υποτροπή, αυτή εμφανίζεται σε διάφορους ειδικούς ποινικούς νόμους, όπως ο Ν.3424/05 (άρθρο 3), ο Ν.3386/05 (άρθρο 83), ο Ν.2121/93 (άρθρο 66) και ο Ν.4139/13 (άρθρο 22). Στο παρόν άρθρο θα επικεντρωθούμε μόνο στην τελευταία περίπτωση του Νόμου περί ναρκωτικών (Ν.4139/13 – «Νόμος περί εξαρτησιογόνων ουσιών και άλλες διατάξεις») λόγω της σπουδαίας σημασίας της. Πρέπει να παρατηρηθεί ότι η υποτροπή του νόμου περί ναρκωτικών διαφοροποιείται από τη γενική υποτροπή των άρθρων 88 επ. ΠΚ, αφού δεν τίθεται ελάχιστο όριο ύψους της πρώτης ποινής, προβλέπει την μετατροπή της πρόσκαιρης κάθειρξης σε ισόβια, στο πεδίο καταφάσεως της ειδικής αυτής υποτροπής εμπίπτουν μόνο αδικήματα κατά παράβαση του νόμου περί ναρκωτικών και τέλος ο «χρόνος παραγραφής της υποτροπής» αρχίζει από τη δημοσίευση της προηγούμενης απόφασης και όχι από το χρόνο που αυτή κατέστη αμετάκλητη. Στη νομοθεσία για τα ναρκωτικά, η υποτροπή, λοιπόν, ορίζεται ως ειδικότερη επιβαρυντική περίσταση που επαυξάνει -σημαντικά- το προβλεπόμενο πλαίσιο ποινής. Με το νέο νόμο 4139/2013 στο άρθρο 22 παρ. 2γ’ ορίζεται η έννοια του υποτρόπου : «υπότροπος θεωρείται όποιος, χωρίς να έχει κριθεί ως εξαρτημένος, έχει ήδη καταδικασθεί αμετάκλητα για κακούργημα διακίνησης ναρκωτικών μέσα στην προηγούμενη δεκαετία».

Οι βασικές αλλαγές (σε σχέση με το Ν.2161/1993) που παρατηρούνται είναι οι εξής :

  • Η προηγούμενη καταδίκη πρέπει να αφορά σε κακούργημα και όχι σε πλημμέλημα.
  • Υπότροπος θεωρείται εκείνος ο δράστης που δεν έχει κριθεί ως εξαρτημένος. Υπάρχει προβληματισμός σχετικά με το εάν κρίσιμος είναι ο χρόνος τέλεσης της πράξης ή ο χρόνος εκδίκασής της. Η νομολογία δέχεται ότι η ιδιότητα της εξάρτησης πρέπει να υφίσταται κατά το χρόνο τέλεσης της πράξης. Σύμφωνα με την παραγρ. 2 του άρθρου 30 η συνδρομή των προϋποθέσεων γίνεται βάσει της αρχής της ηθικής απόδειξης (177ΚΠΔ), στην πράξη, όμως, το δικαστήριο κατά κανόνα αποφασίζει στηριζόμενο στην ιατροδικαστική εξέταση, εάν ο ιατροδικαστής κατέληγε στο συμπέρασμα ότι «δεν δύναται εκ των ανωτέρω να χαρακτηρισθεί ως τοξικομανής», σπάνια γινόταν δεκτός ο σχετικός ισχυρισμός του κατηγορουμένου.

Ένας δεύτερος προβληματισμός αφορά στο εάν η ιδιότητα του εξαρτημένου αφορά την προηγούμενη καταδίκη για κακούργημα ή την υπό κρίση περίπτωση που παραπέμπεται στο ακροατήριο. Καθόσον ο ν.4139/2013 θεωρεί υπότροπο εκείνον ο οποίος «χωρίς να έχει κριθεί ως εξαρτημένος έχει καταδικασθεί αμετάκλητα σε κακούργημα» ορθότερο είναι ότι ακόμα και σε κακούργημα να αφορά η προηγούμενη (αμετάκλητη) καταδίκη, η αναγνωρισμένη ιδιότητα του εξαρτημένου αποκλείει την ποινική του αντιμετώπιση ως υπότροπου.

  • Προβληματισμός έχει δημιουργηθεί επίσης, μετά τις εν λόγω αλλαγές, και σχετικά με το εάν δράστης που έχει καταδικασθεί στο παρελθόν για κακούργημα, χωρίς να φέρει την ιδιότητα του εξαρτημένου και παραπέμπεται τώρα για πλημμεληματική παράβαση του ν. 4139/2013 εμπίπτει στην έννοια του υπότροπου. Ορθότερο είναι να γίνει δεκτό ότι δεν εμπίπτει στην έννοια της υποτροπής διαφορετικά τίθεται θέμα συνταγματικότητας αφού μια αντίθετη λύση προσκρούει στην αρχή της αναλογίας πράξης και ενοχής.
  • Με το άρθ. 22 παρ.1 και 2 περ. γ’ Ν.4139/2013 όποιος είναι υπότροπος τιμωρείται με κάθειρξη τουλάχιστον 10 ετών (και χρηματική ποινή). Ο υπότροπος δράστης με το νέο καθεστώς υπάγεται πλέον στην αρμοδιότητα του Μονομελούς Εφετείου ως μη αντιμετωπίζων επαπειλούμενη ποινή ισόβιας κάθειρξης[10].
  1.       Εγκληματολογική προσέγγιση

3.1 Το πρόβλημα των καταδικασθέντων με βάση το νόμο περί Ναρκωτικών-η αναποτελεσματικότητα του θεσμού της φυλάκισης.

Το πρόβλημα των καταδικασθέντων με βάση το νόμο περί ναρκωτικών έχει λάβει εκρηκτικές διαστάσεις δεδομένου ότι περίπου 3.500 κρατούμενοι στις ελληνικές φυλακές σε σύνολο 8.500 έχουν καταδικασθεί με βάση αυτή τη νομοθεσία. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι σε εξαιρετικά υψηλά για τα ευρωπαϊκά δεδομένα επίπεδα κυμάνθηκε από το 2003 έως τουλάχιστον το 2014 το ποσοστό των παραβατών του συγκεκριμένου νόμου: 38,1% το 2003, 63% το 2006, 33% το 2014[11]. Οι συχνές αλλαγές της νομοθεσίας προς την κατεύθυνση της ηπιότερης ή και διαφορετικής μεταχείρισης δείχνουν καθαρά τη δυσκολία που αντιμετωπίζει ο ;Eλληνας νομοθέτης να χειρισθεί το πρόβλημα των ναρκωτικών. Ένα σημαντικό ποσοστό κρατουμένων είναι υπότροποι γεγονός που φανερώνει πως η προηγούμενη ποινή δεν έχει λειτουργήσει γι’ αυτούς όχι μόνο επανακοινωνικοποιητικά αλλά ούτε καν εκφοβιστικά. Επιπρόσθετα, ενδείξεις για την πιθανολογούμενη «αδυναμία» του θεσμού της φυλακής να λειτουργήσει αποτελεσματικά αποτελούν το μικρό ποσοστό όσων καταδικάζονται σε στερητική της ελευθερίας ποινή η οποία δεν είναι μετατρέψιμη σε χρηματική ή σε κάποια άλλη εναλλακτική ποινή ή δεν αναστέλλεται και το ότι ένα μεγάλο ποσοστό ατόμων που καταδικάζονται σε μακροχρόνιες ποινές, έχουν τελέσει έγκλημα σε κατάσταση μειωμένου καταλογισμού. Σε αυτές τις περιπτώσεις δεν τίθεται θέμα εκφοβισμού αφού ο εκφοβισμός προϋποθέτει «έλλογη απόφαση» για την πράξη[12].

Αξίζει να αναφερθεί σε αυτό το σημείο και το θέμα του ρόλου που διαδραματίζει η φυλακή στην υποτροπή. Έρευνες όπως εκείνη που πραγματοποιήθηκε στο μονομελές πλημμελειοδικείο του Poitiers, στη Γαλλία το 1982, έχουν συσχετίσει τη φυλάκιση με την υποτροπή. Οι έρευνες συσχετίζουν τα υψηλά ποσοστά υποτροπής με τη φυλάκιση η οποία αποτελεί τη συχνότερα επιβαλλόμενη ποινή σε περιπτώσεις υπότροπων που είχαν εκτίσει παρόμοια ποινή στο παρελθόν. Φυλάκιση και σταθερή υποτροπή αλληλοσυνδέονται και άρα μια πρώιμη καταδίκη σε στερητική της ελευθερίας ποινή προδιαθέτει για υποτροπή[13]. Χαρακτηριστική είναι και η στατιστική έρευνα που έγινε στη Γερμανία και αφορά αντιπροσωπευτικό δείγμα από το σύνολο των απολυθέντων κατά το έτος 1974 από τις φυλακές της Κάτω Σαξωνίας : Το 68% των απολυθέντων κατεδικάσθη μέσα στα επόμενα 5 χρόνια από την αποφυλάκισή τους για τέλεση νέων αξιόποινων πράξεων. Ποσοστό 41% των απολυθέντων οδηγήθηκε πάλι στη φυλακή[14].

Τέλος, παρόμοια ήταν και τα αποτελέσματα της έρευνας του εργαστηρίου Ποινικών και Εγκληματολογικών ερευνών του Πανεπιστημίου Αθηνών, που διενεργήθηκε στη χώρα μας από το Μάιο 1999 έως τον Ιούνιο 2000, για την υποτροπή των ανήλικων παραβατών[15]. Πιο συγκεκριμένα επρόκειτο για μια επαναληπτική (follow up) έρευνα στα πλαίσια της οποίας από τους 156 ανηλίκους κρατουμένους που είχαν εξετασθεί στις φυλακές ανηλίκων το 1993 (κατά την πρώτη φάση, δηλαδή, της έρευνας όπου έγινε η λήψη συνεντεύξεων), εντοπίσθηκαν τελικά μετά από επίπονες προσπάθειες οι 113 εκ των οποίων οι 50 βρέθηκαν και πάλι στις φυλακές, οι άλλοι 53 εκτός φυλακής ενώ από τους υπόλοιπους 10, οι 5 διαπιστώθηκε ότι δεν βρίσκονταν εν ζωή, ένας ήταν έγκλειστος σε ψυχιατρείο, άλλος ένας ήταν πλέον κάτοικος εξωτερικού ενώ 3 αρνήθηκαν να συμμετάσχουν στην έρευνα[16]. Βασικότερο ερευνητικό πόρισμα υπήρξε το ότι μόνον ο ένας στους πέντε πρώην κρατούμενους ανηλίκους που εντοπίσθηκαν εκ νέου (ποσοστό 19,8%) δεν οδηγήθηκε κάποια στιγμή και πάλι στις φυλακές, ούτε και του επιβλήθηκε κάποια ποινή. Μάλιστα, χαρακτηριστικό ήταν ότι όσοι βρέθηκαν να κρατούνται και πάλι στις φυλακές (σύνολο 53) είχαν ΟΛΟΙ εγκλεισθεί κατά μέσο όρο τουλάχιστον δύο φορές[17], ενώ ένα επιπλέον στοιχείο που ανέδειξε η εν λόγω έρευνα ήταν η σύνδεση της φυλάκισης με την εξάρτηση από ναρκωτικές ουσίες. Όσοι ήταν εθισμένοι ήδη πριν τον εγκλεισμό τους, παρέμειναν εξαρτημένοι, ενώ υπήρξε και ένα ποσοστό 19% των ερωτηθέντων που δήλωσαν πως ξεκίνησαν τη χρήση ουσιών ακριβώς λόγω του εγκλεισμού τους στη φυλακή. Την ίδια στιγμή, τα ποσοστά εκείνων που απευθύνθηκαν σε κάποια θεραπευτική κοινότητα προκειμένου να απεξαρτηθούν παρέμεναν αρκετά χαμηλά[18]. Η πραγματικότητα που ανέδειξε η εν λόγω έρευνα ήταν πως ένα ποσοστό άνω του 80% των νεαρών αποφυλακιζομένων δεν καταφέρνει, δυστυχώς, να αποφύγει την υποτροπή μέσα στα επόμενα 6-7 χρόνια μετά την αποφυλάκισή τους.

Δεν πρέπει να λησμονούμε ότι το βασικό πρόβλημα που πρέπει να απασχολεί τη Σωφρονιστική είναι η επανένταξη του εγκληματία και κυρίως η ομαλή του διασύνδεση με το περιβάλλον του (οικογενειακό, επαγγελματικό, φιλικό), από το οποίο συνήθως πηγάζουν τα περισσότερα προβλήματα. Ο κίνδυνος της υποτροπής μετά την απόλυση από το οποιοδήποτε σωφρονιστικό κατάστημα επιδεινώνεται από το γεγονός ότι, παρόλο που η κοινωνία αξιώνει την εκ μέρους των αποφυλακισμένων υπακοή στους νόμους, εντούτοις αποστρέφεται αυτούς με συνέπεια να αντιμετωπίζουν δυσκολίες στην ανεύρεση εργασίας, να μην έχουν καμία ηθική συμπαράσταση ή ψυχολογική υποστήριξη, με αποτέλεσμα στις περισσότερες περιπτώσεις να εγκληματούν ξανά και να θεωρούνται υπότροποι. Ας μην ξεχνάμε άλλωστε, την περίφημη φράση του Lemert: «Δεν είναι η παρέκκλιση που οδηγεί στον κοινωνικό έλεγχο, αλλά ο κοινωνικός έλεγχος ο ίδιος που οδηγεί στην παρέκκλιση»[19]. Ο H. Ostermeyer (1971) θεμελιώνει μάλιστα τη θεωρία του στο «ποινικό άδικο»: «Η ανικανότητα της κοινωνίας κρύβεται πίσω από την ενοχή του δράστη και έτσι η ίδια έχει καθαρή συνείδηση επιβάλλοντας την τιμωρία. Κεντρικό σημείο της προσέγγισης αυτής είναι η θεωρία του “αποδιοπομπαίου τράγου”. Ο εγκληματίας αποτελεί θύμα της κοινωνίας και στο πρόσωπό του κατασκευάζεται ένας αποδιοπομπαίος τράγος που περιβάλλεται από μίσος. Για λογαριασμό της κοινωνίας γίνεται αυτός εγκληματίας και για λογαριασμό της πάλι πρέπει εκείνος να αποτίσει το κακό που έκανε» [20].

Ιδιαίτερης μνείας χρήζουν οι ανήλικοι παραβάτες αφού από έρευνες, όπως εκείνη του Εργαστηρίου Ποινικών και Εγκληματολογικών Ερευνών, στα πορίσματα της οποίας έγινε αναφορά παραπάνω[21], προκύπτει ότι όσο πιο βαθιά διεισδύσει κανείς στο ποινικό σύστημα κατά την ανηλικότητα τόσο μεγαλύτερη υποτροπή θα παρουσιάσει κατά την ενηλικότητα. Η πρώιμη ποινική εμπλοκή φαίνεται να συνδέεται με μεγαλύτερη υποτροπή κατά την ενηλικότητα ενώ ανήλικοι παραβάτες με ποινική εμπλοκή εμφάνιζαν περισσότερες πιθανότητες να αισθανθούν στιγματισμένοι ως παρεκκλίνοντες σε σχέση με ανήλικους παραβάτες οι οποίοι δεν είχαν εμπλακεί ποτέ στο σύστημα απονομής ποινικής δικαιοσύνης. Αυτό που πρέπει να καταστεί σαφές, ιδίως στους φορείς χάραξης αντεγκληματικής πολιτικής, είναι ότι πρέπει να υπάρχει ιδιαίτερα προσεκτικός χειρισμός όσον αφορά στους ανήλικους παραβάτες καθώς είναι «εν τω γίγνεσθαι» και έχουν κατ’ επέκταση αρκετά περιθώρια επαναφοράς και ενσωμάτωσης στην κοινωνία. Μπροστά σε μια τέτοια προσπάθεια δεν έχουν θέση στιγματιστικές και αχρηστευτικές πολιτικές. Οφείλουμε να αποσκοπούμε στην αποδοκιμασία της εγκληματικής συμπεριφοράς αλλά όχι και του ίδιου του ανήλικου δράστη.

Έχει υποστηριχθεί για τη σημασία της καθ’ υποτροπήν εγκληματικότητας ότι η εγκληματολογία θα είχε επιτύχει πρακτικώς το σκοπό της εάν είχε κατορθώσει, αν όχι την ολοσχερή εξάλειψη, τουλάχιστον την περιστολή (πρόληψη και καταστολή) της συνεχώς αυξανόμενης καθ’ υποτροπήν εγκληματικότητας. Εξαιρετική σημασία, επίσης,  έχει για την έρευνα της καθ’ υποτροπήν εγκληματικότητας η διαπίστωση σχετικά με το ποιες ιδιότητες εμφανίζονται συχνότερα στην προσωπικότητα του υπότροπου εγκληματία, ποιος ο ρόλος τους εν γένει, ποια η σημασία της ηλικίας, του φύλου, της ευφυΐας αλλά και των συγκεκριμένων κοινωνικών και δημογραφικών παραγόντων[22]. Τέλος, υπογραμμίζεται ότι τα «εναλλακτικά» μέτρα (μέτρα για μετριασμό ή υποκατάσταση βραχυχρόνιων ποινών όπως η αναβολή της κατάγνωσης ποινής για μια χρονική περίοδο δοκιμασίας 6-12 μηνών, η κατάγνωση ποινής με αναστολή της εκτέλεσης και παράλληλη επιβολή όρων διαγωγής του καταδικαζομένου, ο θεσμός της αποχής από την επιβολή ποινής, ο θεσμός της δοκιμασίας (probation), η ημιελεύθερη έκτιση ποινών, ο κατ’ οίκον περιορισμός και τα μέτρα κοινωφελούς εργασίας),  βρίσκουν ολοένα και μεγαλύτερη απήχηση στις σύγχρονες νομοθεσίες και αυτό ανάγεται κυρίως σε δυο βασικά τους πλεονεκτήματα: στην αποτελεσματικότητά τους για τη μείωση της υποτροπής και στο μικρό τους κόστος. Πράγματι, από έρευνες προκύπτει ότι τα περισσότερα από τα μέτρα αυτά συντελούν αποφασιστικά στη μείωση της υποτροπής διότι δεν αποκόπτουν το δράστη από τον κοινωνικό του περίγυρο και δεν τον στιγματίζουν ανεπανόρθωτα[23].

3.2 Διάκριση υποτροπής σε νομική και κοινωνική –κατηγορίες εγκληματιών που έχουν διαμορφωθεί με βάση το στοιχείο της υποτροπής.

Υφίσταται μια ευρεία κατηγορία υπότροπων εγκληματιών, την οποία αναγνωρίζει το ελληνικό Ποινικό Δίκαιο. Κοινή συνιστώσα τους αποτελεί το φαινόμενο της «υποτροπής στο έγκλημα». Αυτή η λεγόμενη «υποτροπή στο έγκλημα» διακρίνεται αφενός μεν σε νομική υποτροπή, όπως προσδιορίζεται στο νόμο, στα άρθρα 88επ. ΠΚ και αναλύθηκε παραπάνω, αφετέρου δε σε κοινωνική υποτροπή η οποία διαθέτει καθαρά εγκληματολογικό χαρακτήρα, προϋποθέσεις της οποίας είναι οι εξής: καταδίκη για οποιοδήποτε σοβαρό έγκλημα στο παρελθόν και διάπραξη νέου σοβαρού εγκλήματος στο μέλλον, χωρίς χρονικό περιορισμό και χωρίς όρια βαρύτητας των διαπραχθέντων εγκλημάτων. Με βάση το στοιχείο της υποτροπής έχουν διαμορφωθεί οι ακόλουθες κατηγορίες εγκληματιών[24]:

Α) οι απλά υπότροποι εγκληματίες που χαρακτηρίζονται ως «βελτιώσιμοι υπότροποι εγκληματίες» και στην περίπτωση των οποίων συντρέχει το στοιχείο της νομικής υποτροπής.

Β) Οι καθ’ έξη ή κατ’ επάγγελμα υπότροποι εγκληματίες: (αρθ. 90 ΠΚ). Σε μια προσπάθειά του να αποσαφηνίσει την έννοια της εν λόγω κατηγορίας εγκληματιών ο Έλληνας νομοθέτης προσέθεσε στο άρθρο 13 ΠΚ νέο εδάφ. στ’ κατά το οποίο κατ’ επάγγελμα τέλεση του εγκλήματος συντρέχει όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης ή από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της πράξης προκύπτει σκοπός του δράστη για πορισμό εισοδήματος. Κατά συνήθεια τέλεση του εγκλήματος συντρέχει όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης προκύπτει σταθερή ροπή του δράστη προς διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος ως στοιχείο της προσωπικότητας του δράστη. Η μεταχείριση αυτών των εγκληματιών κρίνεται πολύ αυστηρή διότι όταν η ποινή που πρέπει να υποβληθεί λόγω της υποτροπής τους είναι πρόσκαιρη κάθειρξη, το δικαστήριο επιβάλλει κάθειρξη αόριστης διάρκειας. Η μέχρι σήμερα πρακτική στη χώρα μας έδειξε ότι οι διακρίσεις των ειδικότερων κατηγοριών των επικίνδυνων υπότροπων  εγκληματιών και η αντιμετώπισή τους με ειδικά αυστηρότερα μέτρα υπήρξαν ανεπιτυχείς. Ορισμένοι τάσσονται μάλιστα υπέρ της κατάργησης των σχετικών διατάξεων και των επί μέρους διακρίσεων κατηγοριών εγκληματιών αφού όπως υποστηρίζουν πρόκειται για θεωρητικούς σχηματισμούς που ελάχιστα ανταποκρίνονται στην κοινωνική πραγματικότητα.

  1. Η μεγάλη σημασία και αξία των περί υποτροπής διατάξεων και οι λόγοι που έχουν περιπέσει σε αχρησία

Αποτελεί συνήθη πρακτική των δικαστηρίων στη θέση των διατάξεων περί υποτροπής να εφαρμόζουν τις διατάξεις για τους καθ’ έξη και κατ’ επάγγελμα εγκληματίες οι οποίες, όμως, κρίνονται ανεπαρκείς τόσο από δικαιοκρατική άποψη όσο και από άποψη καταπολέμησης του εγκλήματος συγκριτικά με τις διατάξεις για τους υπότροπους[25]. Η έννοια, για παράδειγμα, του καθ’ έξη ή κατ’ επάγγελμα εγκληματία έστω και αν βασίζεται στο νομοθετικό ορισμό του άρθρου 13περ.στ’ Π.Κ, εμφανίζει προφανή αοριστία επικίνδυνη για την ασφάλεια δικαίου, κατ’ αντίθεση προς την έννοια της υποτροπής, που έχει καθαρώς αντικειμενικό χαρακτήρα, καθώς στηρίζεται αποκλειστικά στις προηγούμενες καταδίκες του δράστη. Επιπλέον, οι διατάξεις για τους καθ’ έξη και κατ’ επάγγελμα εγκληματίες δεν απαιτούν προηγούμενες καταδίκες του δράστη για την κατάφαση της επανειλημμένης τέλεσης τους εγκλήματος και τη συνακόλουθη στοιχειοθέτηση της έννοιας «καθ’ έξη ή κατ’ επάγγελμα εγκληματίας», αρκεί η κατ’ επανάληψη τέλεση, πράγμα, όμως, που δημιουργεί σύγχυση με τα εγκλήματα κατ’ εξακολούθηση ή και κατά συρροή, ενώ αντιθέτως στην περίπτωση της υποτροπής απαιτείται, όπως και πρέπει σε ένα Κράτος Δικαίου, να έχουν προηγηθεί καταδικαστικές αποφάσεις δικαστηρίου. Θα μπορούσε να προσθέσει κανείς πως οι διατάξεις για τους καθ’ έξη και κατ’ επάγγελμα εγκληματίες προϋποθέτουν το αυτό είδος αξιόποινης πράξης ενώ στην υποτροπή λαμβάνεται υπόψη όπως είναι και το ορθότερο, οποιοδήποτε προγενέστερο κακούργημα ή πλημμέλημα εκ δόλου, ώστε να κρίνεται το ποινικό παρελθόν του καταδικαζόμενου με τρόπο σφαιρικό, ενώ τέλος επισημαίνεται το γεγονός ότι οι διατάξεις για τους καθ’ έξη και κατ’ επάγγελμα εγκληματίες αφορούν, όχι το σύνολο των εγκλημάτων, αλλά ορισμένα μόνο εγκλήματα οικονομικού χαρακτήρα και μάλιστα χωρίς λογική εξήγηση για ποιο λόγο μόνο αυτά τα εγκλήματα έχουν επιλεγεί από το νομοθέτη και όχι άλλα.

  1.       Επίλογος – Κριτική Αποτίμηση

Από όλα τα παραπάνω συνάγεται ότι ο θεσμός της υποτροπής στην πράξη και παρά τη σημαντική λειτουργία που έχει εξαρχής κληθεί να επιτελέσει, έχει περιέλθει σε κατάσταση σχεδόν ολικής αδράνειας. Η συρρίκνωση του θεσμού θα μπορούσε να πει κανείς ότι οφείλεται κατά κύριο λόγο στην ολιγωρία κατά τη διαδικασία της ποινικής δίωξης και της εν γένει προδικασίας, αφού οι εισαγγελείς ποινικής διώξεως δεν λαμβάνουν συχνά υπόψιν έγγραφα πιστοποιητικά του ποινικού παρελθόντος του δράστη (όπως τα διαβιβαστικά σημειώματα της αστυνομίας) αλλά και οι ανακριτές δεν προβαίνουν στην προσεκτική διερεύνηση του ποινικού παρελθόντος του δράστη, ώστε στη συνέχεια και στην περίπτωση της κατάφασης υποτροπής να διαβιβάσουν την υπόθεση στον Εισαγγελέα για άσκηση συμπληρωματικής ποινικής διώξεως, με αποτέλεσμα ο υπότροπος δράστης να εισάγεται στη διαδικασία του Δικαστικού Συμβουλίου και ακολούθως στην επ’ ακροατηρίω διαδικασία χωρίς την προσθήκη των διατάξεων περί υποτροπής. Τα δικαστήρια συνακόλουθα διστάζουν, δοθείσης της ως άνω ελλείψεως, να προβούν στην τιμώρηση του δράστη ως υποτρόπου, φοβούμενα τον ενδεχόμενο αναιρετικό έλεγχο για ανεπίτρεπτη μεταβολή της κατηγορίας. Υπό την ως άνω πρακτική τα δικαστήρια συνηθίζουν στην περίπτωση της ύπαρξης προηγούμενων αμετάκλητων καταδικών του δράστη να εξαντλούν την αυστηρότητά τους στο πλαίσιο της γενικής επιμέτρησης της ποινής κατά το άρθ.79 ΠΚ. Επιπρόσθετα, η σχεδόν ολική αδράνεια του θεσμού οφείλεται στη συνήθη πρακτική των δικαστηρίων να προβαίνουν στην εφαρμογή των διατάξεων για τους καθ’ έξη και κατ’ επάγγελμα δράστες για τα αδικήματα οικονομικού κυρίως χαρακτήρα αντί των περί υποτροπής διατάξεων, παρά την ανεπάρκεια αυτών σε σχέση με το θεσμό της υποτροπής, όπως έχει ήδη επισημανθεί.

Προκειμένου να ενεργοποιηθούν οι διατάξεις για την υποτροπή, ίσως θα ήταν σκόπιμη η παρέμβαση του Ανωτάτου Ακυρωτικού Δικαστηρίου, το οποίο μπορεί να απευθύνει συστάσεις τόσο προς τους εισαγγελικούς λειτουργούς όσο και προς τους εκτελούντες ανακριτικό έργο δικαστές σχετικά με την υποχρέωσή τους να διερευνούν προσεκτικά το ποινικό παρελθόν του δράστη και στην περίπτωση συνδρομής των προϋποθέσεων της υποτροπής να κινείται εξαρχής ή συμπληρωματικά ποινική δίωξη που να διαλαμβάνει τις οικείες διατάξεις. Με αυτό τον τρόπο θα μπορούσε να παύσει η διστακτική στάση των δικαστηρίων απέναντι στο θεσμό της υποτροπής, δοθέντος του σημαντικού ρόλου που διαδραματίζει κατά τη δικαστική πορεία μιας υπόθεσης ο νομικός χαρακτηρισμός της πράξης από τον εισαγγελικό λειτουργό.

Τέλος, θα ήταν ίσως δόκιμο, προκειμένου να καμφθεί περαιτέρω ο δισταγμός των δικαστηρίων αναφορικά με την εφαρμογή των περί υποτροπής διατάξεων, να θεμελιωθεί ειδική υποτροπή, όπως προβλέπεται ήδη για τις παραβάσεις του νόμου περί ναρκωτικών, σε αδικήματα μεγάλης απαξίας όπως είναι τα εγκλήματα κατά της ζωής, στις σοβαρές περιπτώσεις αδικημάτων κατά της γενετήσιας ελευθερίας, στις κακουργηματικές περιπτώσεις απάτης και αδικημάτων κατά της ιδιοκτησίας για τα οποία θα πρέπει να συμπεριληφθούν σχετικές ρυθμίσεις στις διατάξεις που τα προβλέπουν. Με τον τρόπο αυτό τα δικαστήρια καλούμενα να εφαρμόσουν σε ορισμένες περιπτώσεις ειδικές διατάξεις θα έχουν έναν επιπλέον λόγο εφαρμογής του θεσμού της υποτροπής.

*Η Ζαχαρούλα (Χαρά) Βλαμάκη είναι δικηγόρος Αθηνών, υπ. ΜΔΕ Εγκληματολογίας & Αντεγκληματικής πολιτικής Νομικής Σχολής Αθηνών.

[1] Σιδέρης, Χ., «Η υποτροπή κατά τον ισχύοντα Ποινικόν Κώδικα», εκδ.Αφών Κυριακίδη, Κων.Μελενίκου 11- Θεσσαλονίκη:1979, σ.13

[2] Πλάτωνος Νόμοι Χ909α και ΧΙ 920α , επίσης Αριστοτέλους Ρητορική Α’1375α

[3]Ανδρουλάκης Ν. , Γ.-Α. Μαγκάκης, Ι. Μανωλεδάκης, Δ. Σπινέλλη, Κ. Σταμάτης, Α. Ψαρούδα-Μπενάκη, «Συστηματική Ερμηνεία του Ποινικού Κώδικα», σχολ. Ν.Δημητράτος, εκδ. Δίκαιο&Οικονομία Π.Ν Σάκκουλας, Αθήνα:2005, σ.1142

[4] Σιδέρης, Χ., «Η υποτροπή κατά τον ισχύοντα ποινικόν κώδικα», (διατριβή επι διδακτορια), εκδ. αφών Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη: 1979, σ.20

[5] Repris de Justice: Υπότροπος εγκληματίας (μτφ από Γαλλικά), Recidiviste: Υπότροπος, καθ’έξιν παραβάτης. Τσιέπας, Σ., «Τρίγλωσσο Λεξικό Ευρωπαϊκής Νομικής και Διπλωματικής Ορολογίας», εκδ.Νομική Βιβλιοθήκη, 2007, σ.390

[6]Δημητράτος Ν.,«Ζητήματα ερμηνείας και εφαρμογής στις περί υποτρόπων , καθ’έξη και κατ’επάγγελμα εγκληματιών διατάξεις του Ποινικού Κώδικα»,  Ποιν.Χρον. ΜΓ’1993,σ. 248-249

[7]Κορδογιαννόπουλος, Β. «Η υποτροπή και η μεταχείριση των υποτρόπων , μελέτη συγκριτικού ποινικού δικαίου» , ΕΕΝ 1977,σ.654

[8] Κονταξής, Αθ.,  «Ποινικός Κώδικας», συνδυασμός θεωρίας και πράξης, Τόμος Α’, εκδ.Π.Ν.Σάκκουλας/Δίκαιο&Οικονομία,2000,σελ:1147-1148

[9] Μαργαρίτης Λ. – Παρασκευόπουλος Ν., επιμ.Μανωλεδάκης Ι., «Ποινολογία», εκδ.Σάκκουλα Α.Ε,2005 και Ανδρουλάκης Ν., Γ.-Α. Μαγκάκης, Ι. Μανωλεδάκης, Δ. Σπινέλλη, Κ. Σταμάτης, Α. Ψαρούδα-Μπενάκη, «Συστηματική Ερμηνεία του Ποινικού Κώδικα», εκδ.Δίκαιο&Οικονομία Π.Ν Σάκκουλας, Αθήνα:2005,σ.1146-1170

[10] Ποιν.Δικ 8-9/2013 ( έτος16ο),  Σωκράτη-Λουκα Δημητριάδη, δικηγόρου, υπ.ΜΔΕ Ποινικών Επιστημών ΔΠΘ, σ.827-830

[11]Τζαννετάκη, Τ., «Η στρατηγική Έμμεσης Μείωσης των ποινών: Η εξάντληση των ορίων της και η ανάγκη αλλαγής παραδείγματος», The Art of Crime, τεύχος Νοεμβρίου 2016

[12] Λαμπροπούλου, Ε.,  «Κοινωνικός έλεγχος του εγκλήματος» , εκδ.Παπαζήση, Αθήνα: 1994 σ.262-263

[13] Ζαραφωνίτου, Χρ., «Εμπειρική Εγκληματολογία», εκδ.Νομ.Βιβλιοθ. 2004, σ.229-231

[14] Δημητράτος Ν., «Ζητήματα ερμηνείας και εφαρμογής στις περι υποτρόπων , καθ’έξη και κατ’επάγγελμα εγκληματιών διατάξεις του ΠΚ», Ποινικά Χρονικά ΜΓ’ σελ.17

[19] Φαρσεδάκης, Ι., «Στοιχεία Εγκληματολογίας», εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη:2005, σ.114

[20] Χάϊδου, Α., «Θετικιστική Εγκληματολογία: Αιτιολογικές προσεγγίσεις του εγκληματικού φαινομένου», εκδ.Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα: 1996, σ.107

[22] Σιδέρης, Χ., «Η υποτροπή κατά τον ισχύοντα Ποινικόν Κώδικα» , εκδοτ. οίκος αφων Κυριακίδη 1979, σ.134-138

[23] Κουράκης, Ν., «Θεωρία της ποινής, μια εισαγωγή»,εκδ. Σάκκουλα 2008, σ.127-137

[24] Αλεξιάδης, Στ., «Εγκληματολογία», έκδ. Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη:2004, (Δ’ έκδοση),σ.200-202

[25] Κουράκης, Ν., «Ποινικές διατάξεις που μένουν ανεφάρμοστες, Ένα κρίσιμο πρόβλημα της αντεγκληματικής πολιτικής» , Πρώτη δημοσίευση περ. Ποινικός λόγος,(2001), 2175-2179/ εκδ.2006: σ.6-7 .