ΤΕΥΧΟΣ #15 ΜΑΡΤΙΟΣ 2021

Ομοφοβική σχολική βία στην Ελλάδα και την Αλβανία

Δρ. Ανδρομάχη Μπούνα

Εισαγωγή

Όλοι οι άνθρωποι από την πρώιμη παιδική ηλικία αναγνωρίζουν το βιολογικό φύλο (sex) στο οποίο ανήκουν. Ο όρος του κοινωνικού φύλου χρησιμοποιείται για να περιγράψει τις κοινωνικές κατηγορίες της «αρρενωπότητας» και της «θηλυκότητας», δηλαδή τα χαρακτηριστικά και τη συμπεριφορά που αποδίδονται στο καθένα από τα δύο φύλα (Turner, 1998). Σε κάποια άτομα ταυτίζεται το βιολογικό τους φύλο (sex) με το κοινωνικό τους φύλο (gender), τα άτομα αυτά είναι τα cis gender άτομα, τα άτομα τα οποία το βιολογικό τους φύλο δεν ταυτίζεται με το κοινωνικό τους φύλο αυτοπροσδιορίζονται ως transgender άτομα (Παγάνης, 2019). Η ταυτότητα φύλου εμφανίζεται ήδη στις αρχές της παιδικής ηλικίας (Κογκίδου, 2015), όμως η ταυτότητα φύλου δεν καθορίζει τη σεξουαλική έλξη ούτε η σεξουαλική έλξη την ταυτότητα φύλου (Balthazart, 2016).

Το φύλο αποτελεί μια σημαντική κοινωνική κατηγορία στην έρευνα και τη μελέτη των κοινωνικών φαινομένων. Ωστόσο, μέχρι πριν μερικές δεκαετίες (δεκαετία του 70) το φύλο δεν λαμβάνονταν υπόψιν στη μελέτη και την έρευνα του κοινωνικού φαινομένου της βίας, και γενικότερα της παραβατικότητας και της εγκληματικότητας (Γεωργούλας, 2009). Τα τελευταία χρόνια, όμως, το φύλο ως κοινωνικό χαρακτηριστικό/κοινωνική κατηγορία άρχισε να λαμβάνεται υπόψιν στη μελέτη της βίας και της παραβατικότητας, τάση που επηρέασε και την έρευνα για τη σχολική βία. Πράγματι, στην έρευνα για τη σχολική βία άρχισαν να διερευνώνται ερωτήματα αναφορικά με τη συμμετοχή των αγοριών και των κοριτσιών σε περιστατικά σχολικής βίας ως προς τη συχνότητα, τις μορφές και τους παράγοντες εκδήλωσης (Σπινέλλη, 2005) στο πλαίσιο όχι μόνο της αιτιοκρατικής προσέγγισης αλλά και της αναπαραγωγικής προσέγγισης.

Η ομοφοβία, η τρανσφοβία και ο εκφοβισμός που βασίζεται στο σεξουαλικό προσανατολισμό και την ταυτότητα φύλου, υπονομεύουν την αίσθηση ασφάλειας των μαθητριών/ών και επηρεάζουν όλα τα εμπλεκόμενα μέρη, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που βιώνουν εκφοβισμό     , των φίλων τους, των θεατών, αλλά και των ατόμων που εκφοβίζουν. Η ομοφοβία και η τρανσφοβία στο σχολείο έχουν ξεκάθαρες συνέπειες στην αντίληψη της/του μαθήτριας/ή για την ασφάλεια στο μαθησιακό περιβάλλον (WHO). Τα σχολεία συχνά υιοθετούν πρακτικές ετεροκανονικότητας ή βασισμένες στο φύλο, οι οποίες εκούσια ή ακούσια αποθαρρύνουν τα ΛΟΑΤ+[1] παιδιά ή παιδιά που θεωρούνται ΛΟΑΤ+, να έχουν την αίσθηση ότι ανήκουν στο σχολείο και στην ομάδα των συνομηλίκων τους. Πολλές φορές ο όρος ομοφοβία χρησιμοποιείται ως όρος ομπρέλα για όλες τις αρνητικές συμπεριφορές που έχουν να κάνουν με το σεξουαλικό προσανατολισμό και την ταυτότητα φύλου- συμπεριλαμβάνοντας επίσης και τη αμφιφυλοφοβία και την τρανσφοβία. Πολύ συχνά, συμπεριφορές ομοφοβίας και τρανσφοβίας συνυπάρχουν και τα άτομα πλήττονται ταυτόχρονα τόσο για την έκφραση του φύλου τους όσο και για τον (υποτιθέμενο) σεξουαλικό τους προσανατολισμό (Garnets et al, 1993).

Τα αγόρια και τα κορίτσια, επιτελούν και, κατ' επέκταση αναπαράγουν, την έμφυλη ταυτότητα και τις διακρίσεις που συνδέονται με αυτή, με την εκδήλωση διάφορων συμπεριφορών/πρακτικών στην καθημερινή ζωή μεταξύ των οποίων και μορφών βίας. Η ποικιλία των συμπεριφορών βίας που εκδηλώνουν τα αγόρια είναι διαφορετικές από την ποικιλία των συμπεριφορών που εκδηλώνουν τα κορίτσια. Το φύλο των μαθητών κατασκευάζεται κοινωνικά και εδραιώνεται παραστασιακά (Butler, 1990 & 1993) κάθε μέρα μέσω διαφόρων πρακτικών, μεταξύ των οποίων και η εκδήλωση βίας, π.χ το αγόρι μπορεί να ασκήσει σωματική βία για να επιτελέσει το φύλο του. Η επιτέλεση του φύλου «προϋποθέτει» αλλά ταυτόχρονα και «εμπεριέχει» την παράσταση του κατά την Butler (1990) ή την έμφυλη έξη κατά τον Bourdieu (2007), ανάλογα με το κοινωνικό πλαίσιο (οικογένεια, σχολείο, κ.λπ) στο οποίο το παιδί διαμορφώνει την ταυτότητα του. Η ανδρική ταυτότητα χαρακτηρίζεται από τις έννοιες της κατάκτησης, της κυριαρχίας και της επιβολής που πολλές φορές φτάνει και στην βία, σε αντίθεση, η γυναικεία ταυτότητα χαρακτηρίζεται από υπακοή, υποχωρητικότητα και υποταγή στο αντίθετο φύλο (Badinter, 1994).

Σκοπός της παρούσας εργασίας είναι η μελέτη της συμβολής μορφών ομοφοβικής σχολικής βίας στην αναπαραγωγή των έμφυλων διακρίσεων στην Ελλάδα και την Αλβανία. Ο λόγος που επιλέχτηκαν αυτές οι δύο χώρες είναι αρχικά πως στην Ελλάδα οι ποινικοί περιορισμοί που επιβάλλονταν στην ιδιωτική ομοφυλοφιλική συνεύρεση καταργήθηκαν το 1951 (Wikipedia, 2013) και πως η αλβανική νομοθεσία αντίθετα έχει προβλέψει την αντιμετώπιση των προβλημάτων που οφείλονται σε ζητήματα σεξουαλικού προσανατολισμού και εγγυάται την προστασία αυτών των ατόμων στον χώρο της εκπαίδευσης και έτσι έχει εγκρίνει τον Νόμο «προστασία από τις διακρίσεις» (Teliti & Teliti, 2015).

Ομοφοβική έμφυλη σχολική βία (SRGBV: School-Related Gender-Based Violence)

Η ομοφοβία και τρανσφοβία αποτελούν συνήθως «αόρατες» μορφές ρατσισμού ή εκφοβισμού, λόγω της δυσκολίας αναγνώρισης τέτοιων περιστατικών. Σύμφωνα με τους ορισμούς της Unesco (2016), η βία με βάση το φύλο/έμφυλη βία (Gender Based Violence – GBV) είναι «η διάπραξη σωματικής, ψυχολογικής ή σεξουαλικής βίας κατά ενός ατόμου ή μιας ομάδας ατόμων, η οποία βασίζεται στο κοινωνικό φύλο ή στους κανόνες που καθορίζουν το κοινωνικό φύλο», μια μορφή έμφυλης βίας αποτελεί η ομοφοβική βία, η βία που βασίζεται στον σεξουαλικό προσανατολισμό και βάλλει λεσβίες, γκέι και αμφιφυλόφιλα άτομα και άλλα των οποίων η έκφραση φύλου τους δεν ταιριάζει στις νόρμες του δυαδικού κοινωνικού φύλου, όπως για παράδειγμα αγόρια που θεωρούνται θηλυπρεπή και κορίτσια που θεωρούνται αρρενωπά και περιλαμβάνει συνήθως λεκτική, σωματική, σεξουαλική και ψυχολογική βία και εκφοβισμό.

Στην ελληνική εκπαίδευση τα ζητήματα σεξουαλικότητας και ταυτότητας φύλου αποτελούν ταμπού και σπάνια συζητιούνται ανοιχτά. Άλλωστε, η σεξουαλική διαπαιδαγώγηση απουσιάζει από τα σχολεία. Ταυτόχρονα, σε όλες τις βαθμίδες εκπαίδευσης, αγνοείται η ύπαρξη διάφορων σεξουαλικών προσανατολισμών και ταυτοτήτων φύλου, ενώ και η γλώσσα που χρησιμοποιείται στα σχολικά βιβλία αναπαράγει συστηματικά τα ετεροκανονικά και πατριαρχικά πρότυπα, αντίστοιχα ούτε στην Αλβανία έχει ενταχθεί η θεματική της έμφυλης και σεξουαλικής ταυτότητας στην εκπαίδευση.

Ομοφοβική έμφυλη σχολική βία είναι εάν το κίνητρο του δράστη για την επίθεση ήταν ο πραγματικός ή αντιληπτός σεξουαλικός προσανατολισμός, η ταυτότητα του φύλου και/ή η έκφραση του φύλου κάποιου (Κογκίδου, 2016). Το φαινόμενο του «ομοφοβικού εκφοβισμού» (homophobic bullying) είναι ένα παραμελημένο ζήτημα στην ελληνική εκπαιδευτική αφού δράσεις κατά αυτού του φαινομένου ξεκίνησαν τα τελευταία χρόνια σε τοπικό και σχολικό επίπεδο αυτοδιοίκησης (Κογκίδου, 2015). Ο ομοφοβικός εκφοβισμός δεν αφορά μόνο ΛΟΑΤ+ μαθητές. Αποδέκτες ομοφοβικού εκφοβισμού μπορεί να είναι, για παράδειγμα, όσα αγόρια δεν πληρούν τα κριτήρια του ηγεμονικού ανδρισμού, δηλαδή μπορεί να έχουν «κοριτσίστικες/θηλυκές» ασχολίες και ενδιαφέροντα, να επιλέγουν διαφορετικά χρώματα για τα ρούχα, να παίζουν με παιχνίδια «για κορίτσια» ή με κορίτσια. Όσον αφορά τη φύση και την έκταση του ομοφοβικού εκφοβισμού στα εκπαιδευτικά ιδρύματα, αυτή μπορεί να πάρει πολλές μορφές, όπως πειράγματα, δημόσια γελοιοποίηση, διάδοση φημών, ταπείνωση, σπρωξίματα και χτυπήματα, κλοπές ή καταστροφές αντικειμένων, κοινωνική απομόνωση, ηλεκτρονικό εκφοβισμό κ.ά. Ομοφοβικός εκφοβισμός συνήθως γίνεται από συμμαθητές αλλά σε ορισμένες περιπτώσεις και από καθηγητές και το λοιπό προσωπικό (Γαλανού, 2015).

Η έντονη κοινωνική πίεση που επικρατεί να προσαρμοστούν τα άτομα στο κυρίαρχο ετεροφυλοφιλικό μοντέλο, κάνει τους νέους ομοφυλόφιλους πιο ευπαθείς στο στιγματισμό και αποτελούν υποψήφια θύματα ομοφοβικής βίας (Remafedi, 1985). Τα ομοφυλόφιλα άτομα που έχουν «βγει από την ντουλάπα τους» (coming out) και δεν ανταποκρίνονται στα στερεότυπα του κοινωνικού φύλου εκτίθενται στην απόρριψη του κοινωνικού τους περίγυρου, του σχολικού πλαισίου, στιγματίζονται, περιθωριοποιούνται και αποτελούν θύματα λεκτικής ή/και σωματικής βίας (Rofes, 1983). Άτομα όμως που δεν έχουν κάνει «coming out» και η έκφραση φύλου τους δεν ανταποκρίνεται στην «αναμενόμενη» έκφραση και πάλι δέχονται βία με στόχο την ευθυγράμμιση τους στην ετεροκανονικότητα (Παπαθανασίου, 2005).

Στο σχολείο οι νέοι μαθαίνουν να συνάπτουν και να αναπτύσσουν κοινωνικές σχέσεις και αντικατοπτρίζει την κοινωνική πραγματικότητα, αποτελώντας μικρογραφία της κοινωνίας στην οποία εντάσσεται. Οι μαθητές που έχουν διαφορετική έκφραση του σεξουαλικότητά τους και μπορούν να πέσουν θύματα ακόμα και σωματικής βίας από φύλου τους από την αναμενόμενη δέχονται άμεσα ή υπαινικτικά σχόλια για τη συμμαθητές τους ή ακόμη και από καθηγητές (Παπαθανασίου, 2005). Εάν μέσα στα εκπαιδευτικά ιδρύματα υπάρχουν άνθρωποι με γενετήσιο σεξουαλικό προσανατολισμό (ΛΟΑΤ+), είτε εκφράζονται με διαφορετικό από τον αναμενόμενο τρόπο είναι πιθανόν να αποτελέσουν θύματα βίας, να τιμωρηθούν συμβολικά (Fontaine, 1991). Η έννοια της ετεροκανονικότητας  περιγράφει τους κυρίαρχους ηθικούς κανόνες σε σχέση με τα φύλα και το σεξουαλικό προσανατολισμό των ατόμων. Συνεπώς όσοι και όσες αποκλίνουν από τα ετεροκανονιστικά πρότυπα δέχονται διάφορες μορφές βίας ή κοινωνικό αποκλεισμό, αφού η ετεροφυλοφιλία παρουσιάζεται ως μια υποχρεωτική κανονικότητα (Butler, 2001).

Η σχολική βία αφορά κατηγορία εγκλημάτων που διαπράττονται στο σχολικό χώρο και δεν πρέπει να συγχέεται με αντικοινωνικές/ εγκληματικές ενέργειες των μαθητών που τελούνται εκτός σχολείου. Αυτό το κοινωνικό κλίμα αντικατοπτρίζεται στο σχολείο,  όπου το φαινόμενο των  διακρίσεων λόγω φύλου αποτελεί ένα μέρος της καθημερινής ρουτίνας στην σχολική τάξη (Jiménez-Sedano, 2012).

Στην Ελλάδα τα περισσότερα περιστατικά στην εκπαίδευση συχνά δεν γίνονται αντιληπτά ως τέτοια και έτσι δεν δίνεται η δυνατότητα για σχεδιασμό συστηματικής δράσης τόσο στο επίπεδο της πρόληψης, όσο και της αντιμετώπισης της ομοφοβικής σχολικής βίας (Κογκίδου, 2015). Πρόκειται για ένα μεγάλο μυστικό των ελληνικών σχολείων, που ξεκινά ή βρίσκει αφορμές σε προκαταλήψεις και στερεότυπα γύρω από τη διαφορετικότητα και χρόνια τώρα αποσιωπάται (Γαλανού, 2015).

ΛΟΑΤ+ άτομα στην Ελλάδα και την Αλβανία

Στην πραγματικότητα, οι νέοι ΛΟΑΤ+ αναφέρουν τακτική εμπειρία με τη σχολική βία (Kosciw, Greytak, Diaz & Bartkiewicz, 2010). Είναι πολύ πιο πιθανό να είναι στόχοι εκφοβισμού και τα αποτελέσματα αυτών των αρνητικών εμπειριών μπορούν να οδηγήσουν σε αρνητικά αποτελέσματα, όπως χαμηλότερη ακαδημαϊκή επιτυχία (Murdock & Bolch, 2005) και κακή έκβαση ψυχικής υγείας (Hershberger & D'Augelli, 1995).

Ο «άτυπος» νόμος της Βόρειας Αλβανίας το «Κανούν» υπήρξε εμφανές θέμα στην επιστημονική εργασία για την Αλβανία από τα μέσα του 19ου αιώνα (Eberhart 1998). Κατά τη διάρκεια της έρευνάς, σε συνεντεύξεις και συνομιλίες στην Αλβανία, οι νέοι ΛΟΑΤ+ έχουν αντιμετωπίσει όλες οι συγκρούσεις σχετικές με την τιμή, τον ανδρισμό και τις βεντέτες των οικογενειών «σύμφωνα με τον Κανούν». Το «Κανούν» είναι ένας νομικός κώδικας που μεταδίδεται προφορικά από γενιά σε γενιά που είναι δύσκολο να οριοθετηθεί ή να οριστεί. To «Κανούν» αποτελείται από ένα προφορικά μεταδιδόμενο σύνολο κανόνων που παραδόθηκε από τη μια γενιά στην άλλη και υπήρχε σε χρήση μέχρι το 1944, οι κανόνες του «Κανούν» καλύπτουν την οικογένεια, την οικονομία, τον ρόλο της εκκλησίας και θέματα τιμής, γενικά επηρεάζει όλες τις πτυχές της ζωής (Eberhart 1998).

Η κατάκτηση και αναγνώριση των πολιτισμικών δικαιωμάτων μέσα από το εργατικό κίνημα του 20ού αιώνα κατά κύριο λόγο, ανέδειξε ίσως το πιο ουσιώδες «δικαίωμα στη διαφορά» (Ψημίτης, 2011), δηλαδή το δικαίωμα στην ετερότητα, με το οποίο κατοχυρώνεται η δυνατότητα αναγνώρισης του εκάστοτε ατόμου μέσα από επιμέρους και διαφορετικές πολιτισμικές ταυτότητες, όπως είναι η θρησκευτική, η φυλετική, η ταξική κ.ο.κ. Η πρώτη ΛΟΑΤ οργάνωση ιδρύθηκε στη Γερμανία το 1897 (Wolf, 2004), όμως το σύγχρονο κίνημα ΛΟΑΤ γεννήθηκε με την εξέγερση του Stonewall. Ο όρος ΛΟΑΤ εμφανίστηκε τη δεκαετία του 1990. Είναι ένα αρκτικόλεξο που προέρχεται από τις λέξεις Λεσβία, Ομοφυλόφιλος, Αμφιφυλόφιλος και Τρανς. Το διεθνές αρκτικόλεξο είναι LGBT (Lesbian, Gay, Bisexual και Τransgender). Παρά το σχετικά πρόσφατο όρο ΛΟΑΤ παρατηρούμε ότι η ομοφυλοφιλία υπήρχε από τη  αρχαιότητα, αυτό που έχει αλλάξει κατά το πέρασμα των χρόνων είναι οι αντιλήψεις της κοινωνίας ως προς αυτή (Wolf, 2004).

Θεωρίες φύλου-σεξουαλικότητας

Στις κοινωνικές επιστήμες, οι πρώτες θεωρήσεις για το φύλο αναπτύχθηκαν στο πλαίσιο της επιστήμης της ψυχολογίας. Οι θεωρίες αυτές επηρέασαν και τις άλλες κοινωνικές επιστήμες, μεταξύ των οποίων και την κοινωνιολογία. Οι σημαντικότερες είναι η ψυχαναλυτική θεωρία, η κοινωνιοβιολογία και η θεωρία της κοινωνικής μάθησης (Δεληγιάννη & Ζιώγου, 1993). Ήδη από τη δεκαετία του 1980, ο μεταδομιστικός φεμινισμός αναπλαισιώνει την έννοια της έμφυλης ταυτότητας και αναδεικνύει ότι φύλο και «σώμα δεν συνδέονται κατ’ ανάγκη μεταξύ τους με σχέση φυσικής και σταθερής συνέχειας αιτίου (βιολογική προδιαγραφή) – αιτιατού (κοινωνικός επικαθορισμός), αλλά αντίθετα εκλαμβάνονται με όρους ατελούς και ασταθούς επιτέλεσης σε συγκεκριμένες συνθήκες λόγου και εξουσίας» (Αθανασίου, 2006). Λίγα χρόνια αργότερα, στην αρχή της δεκαετίας του ‘90, η φεμινιστική θεωρία της επιτελεστικότητας ή παραστασιακής επιτέλεσης του φύλου, οδηγεί σε μια νέα προσέγγιση και νοηματοδότηση των ζητημάτων του φύλου και δίνει μια άλλη διάσταση στις πολιτικές ταυτότητας. Ειδικότερα, η θεωρία αυτή, που εισάγεται από την Judith Butler (1990), αναδεικνύει ότι βιολογικό φύλο, κοινωνικό φύλο και σεξουαλικότητα δεν είναι αναγκαίο να προσαρμόζονται στο δίπολο της ετεροφυλοφιλίας και ότι αιτία της μεταξύ τους συνοχής αποτελεί η επαναλαμβανόμενη επιτέλεση πράξεων (κινήσεις, χειρονομίες, συμπεριφορές) σε ένα κανονιστικό πλαίσιο ετεροκανονικότητας.

Μεθοδολογία έρευνας

Τα ΛΟΑΤ+ άτομα στην Ελλάδα και στην Αλβανία δεν κατέχουν ισότιμη θέση στην κοινωνία, γεγονός που επισύρει μια πληθώρα επιπτώσεων στη ζωή και την ψυχοσύνθεση αυτών των ατόμων. Το φύλο και η σεξουαλικότητα αποτελούν μια κοινωνική κατηγορία τα κοινωνικά της οποίας χαρακτηριστικά ορίζονται αυθαίρετα (Θάνος & Μπούνα, 2016). Για την ακρίβεια, τα κοινωνικά χαρακτηριστικά εμφανίζονται ως βιολογικά με σκοπό τη νομιμοποίηση και αναπαραγωγή της ιεράρχησης των δύο φύλων. Η παρούσα μελέτη θεωρεί πως κατά τη διαμόρφωση της έμφυλης ταυτότητας του παιδιού επιδρούν παράγοντες όπως η οικογένεια και το σχολείο, καθώς και πρακτικές, στερεότυπα, αντιλήψεις κοινωνικά κατασκευασμένες, που συμβάλλουν στη διατήρηση των έμφυλων διακρίσεων. Ο θεσμός της εκπαίδευσης αποτελεί πολιτισμικό πλαίσιο, μέσα στο οποίο συγκροτούνται, ανα- συγκροτούνται, παράγονται και ανα- παράγονται οι έμφυλες υποκειμενικότητες των μαθητών, των μαθητριών, ελέγχοντας και αστυνομεύοντας τα όρια του «κανονικού» και επιτρεπτού τρόπου έμφυλης συμπεριφοράς. Η έρευνα αποσκοπεί να καταγράψει περιστατικά σχολικής βίας των ενηλίκων ΛΟΑΤ+ ατόμων που διαμένουν στην Ελλάδα και την Αλβανία, πως βίωσαν τις όποιες διακρίσεις στο χώρο της εκπαίδευσης λόγω της έμφυλης και σεξουαλικής τους ταυτότητας.

Το δείγμα της έρευνας αποτελούν 53 ΛΟΑΤ+ ενήλικοι από την Ελλάδα και την Αλβανία. Πιο αναλυτικά 26 ΛΟΑΤ+ ενήλικες από την Αττική (11 άνδρες και 15 γυναίκες) από τους οποίους οι έντεκα άνδρες του δείγματος αυτοπροσδιορίζονται ως cisgender ομοφυλόφιλοι και από τις δεκαπέντε γυναίκες του δείγματος οι δώδεκα αυτοπροσδιορίζονται ως cisgender λεσβίες/ πανσέξουαλ και οι τρείς ως transgender αμφιφυλόφιλες. Οφείλει να αναφερθεί πως σεβαστήκαμε τον αυτοπροσδιορισμό των trans ενηλίκων του δείγματος με βάση το κοινωνικό τους φύλο και όχι με το βιολογικό τους φύλο. Το δείγμα επίσης αποτελούν και 27 ΛΟΑΤ+ ενήλικες από τα Τίρανα Αλβανίας (13 άνδρες και 14 γυναίκες) από τους οποίους οι δώδεκα άνδρες του δείγματος αυτοπροσδιορίστηκαν ως cisgender ομοφυλόφιλοι/ αμιφυλόφιλοι και ένας ως transgender αμφιφυλόφιλος και από τις δεκατέσσερις γυναίκες του δείγματος, όλες αυτοπροσδιορίστηκαν ως cisgender λεσβίες/ αμφιφυλόφιλες/ πανσέξουαλ.

Επιλέχθηκε να πραγματοποιηθεί η έρευνά σε απόφοιτους μαθητές, ΛΟΑΤ+ ενήλικες 23 ετών, γιατί σ’ αυτή την ηλικία έχει ολοκληρωθεί σε μεγάλο βαθμό η σεξουαλική ταυτότητα και των αγοριών και των κοριτσιών. Επιπρόσθετα η ηλικία αυτή καλύπτει μια περίοδο κατά την οποία έχει προχωρήσει η διαδικασία κοινωνικοποίησής τους και έχουν κατανοήσει τις διαφορετικές συμπεριφορές που αναμένουν οι ενήλικες να επιδείξουν ανάλογα με το φύλο τους (Cohen, Manion & Morrison, 2008). Για τη συλλογή των ερωτηματολόγιων χρησιμοποιήθηκε η δειγματοληψία χιονοστιβάδας (Cohen, Manion & Morrison, 2008). Για τη συλλογή των δεδομένων της έρευνας χρησιμοποιήθηκε η μη δομημένη συνέντευξη/βιογραφική συνέντευξη. O όρος «βιογραφική συνέντευξη» προτάθηκε στο πλαίσιο της γερμανικής βιογραφικής έρευνας από τον κοινωνιολόγο Fritz Schutze το 1977 (Riemann, 2003).

Συμπεράσματα

Η σχολική βία αποτελεί ένα σύνθετο φαινόμενο γιατί εμφανίζεται με πολλές μορφές (Θάνος, 2012). Η απόκτηση της ομοφυλοφιλικής ταυτότητας ξεκινάει κατά τη διάρκεια της παιδικής ηλικίας. Τα περισσότερα αγόρια αυτής της ομάδας αναφέρουν ότι είχαν «συνείδηση» αυτής τους της σεξουαλικής τους επιλογής μέχρι το 16ο έτος της ηλικίας τους, αν και κάποια δηλώνουν ότι αυτό συνέβη α̟πό το δέκατο έτος της ηλικίας τους (D’Augelli & Hershberger, 1993). Αντίθετα τα κορίτσια αναγνωρίζουν τη σεξουαλική τους ταυτότητα περισσότερο στην ενήλικη ζωή. Οι μορφές έμφυλης σχολικής βίας στην Ελλάδα και στην Αλβανία ταυτίζονται ως προς τη διαφοροποίηση που επικρατεί με βάση το φύλο των μαθητών.

Στην εκδήλωση της σχολικής βίας, συμβάλλουν πολλοί παράγοντες, όπως οικογένεια, σχολείο, Μ.Μ.Ε, το φύλο κ.λπ, όπου ο κάθε παράγοντας έχει τη δική του βαρύτητα. Ο ορισμός της σχολικής βίας, αποτελεί μία κοινωνική κατασκευή, γιατί ο ορισμός της εξαρτάται από το κοινωνικοπολιτισμικό πλαίσιο και τις «ιεραρχικές» σχέσεις μεταξύ των κοινωνικών υποκειμένων/μαθητών (Δασκαλάκης, 1985 ̇ Γεωργούλας, 2016 ̇ Θάνος, 2012).

Τα τελευταία χρόνια η σχολική βία εξετάζεται σε σχέση και με τα κοινωνικοπολιτισμικά χαρακτηριστικά. Ιδιαίτερη έμφαση τα τελευταία χρόνια δίνεται στο φύλο του μαθητή και στην έμφυλη διάσταση της σχολικής βίας αλλά και της παραβατικότητας γενικότερα (Κουράκης 2006) όχι όμως στη σεξουαλική ταυτότητα του παιδιού. Στην πλειονότητα των μελετών για τη σχολική βία επισημαίνεται ότι τα αγόρια εμπλέκονται πιο συχνά σε σχέση με τα κορίτσια σε περιστατικά βίας όπως επίσης ότι τα αγόρια διαφοροποιούνται σε σχέση με τα κορίτσια ως προς τη μορφής της βίας που εκδηλώνουν. Τα αγόρια εμφανίζουν συνήθως σωματική βία και υψηλότερη σε έκταση ενώ τα κορίτσια κοινωνική και λεκτική βία (Γιωτοπούλου - Μαραγκοπούλου, 1991 ̇ Θανοπούλου, Φρονίμου & Τσιλιμιγκάκη, 1997).

Οι προσεγγίσεις για την έμφυλη βία, υιοθετούν συνήθως την αιτιοκρατική προσέγγιση χωρίς ωστόσο να το επισημαίνουν (Θάνος, 2017). Το φύλο εκλαμβάνεται ως αιτιοκρατικός παράγοντας εκδήλωσης ή μη εκδήλωσης βίας από τους μαθητές. Η προσέγγιση αυτή δε, λαμβάνει υπόψιν τις ιεραρχικές σχέσεις που υπάρχουν μεταξύ των δύο φύλων όπου οι άνδρες/αγόρια είναι κυρίαρχοι και οι γυναίκες/κορίτσια οι κυριαρχούμενες (Θάνος & Μπούνα, 2015). Η προσέγγιση αυτή δεν αναδεικνύει και δε λαμβάνει υπόψιν της, «τη συμβολή της έκφρασης και της επιτέλεσης της βίαιης συμπεριφοράς στη διαμόρφωση την ενδυνάμωση και την αναπαραγωγή των έμφυλων διακρίσεων» (Θάνος & Μπούνα, 2016).

Στην παρούσα μελέτη, τα ίδια τα κοινωνικά υποκείμενα/ ΛΟΑΤ+ ενήλικες παρέθεσαν αναλυτικά τις μορφές βίας που έχουν συναντήσει στο σχολικό τους περιβάλλον. Οι ΛΟΑΤ+ ενήλικοι αναφέρουν συχνά ότι ως παιδιά, ένιωθαν «διαφορετικά» από τους συνομηλίκους τους. Ως αγόρια ήταν ̟πιο ήσυχα, λιγότερο ενεργητικά, πιο ευαίσθητα σε σχέση με τα υπόλοιπα αγόρια, ενώ τα κορίτσια είχαν ̟πιο έντονη φυσική δραστηριότητα και ήταν ̟πιο διεκδικητικά. Πολλοί συνομήλικοί τους τούς κοροϊδεύουν, χρησιμοποιώντας ̟παρωνύμια, τους απομονώνουν και δεν τους δέχονται στις ̟παρέες τους, τους γελοιοποιούν και ασκούν σωματική βία σε βάρος τους.

Σύμφωνα με τις απόψεις των ΛΟΑΤ+ ενηλίκων και της Ελλάδας και της Αλβανίας αναδείχθηκε η επιτακτική ανάγκη ευθυγράμμισης τους εκφραστικά σε ένα ετεροφυλοφιλικό σχολικό σύστημα. Η ανάγκη περιορισμού του κυρίαρχου ετεροφυλοφιλικού Λόγου κρίνεται επιτακτική, ώστε οι μη συμβατοί μαθητές με τα κυρίαρχα κοινωνικά και σεξουαλικά πρότυπα να ενσωματωθούν στη σχολική κοινότητα. Οι μαθητές αντιλαμβάνονται τη ρευστότητα του κοινωνικού φύλου και τη διαφορετικότητα μέσα από τις εκφράσεις φύλου τους. Ο κάθε μαθητής εγχαράσσει την έμφυλη υποκειμενικότητά του διαμορφώνοντας το δικό του προσωπικό στυλ έκφρασης και ένδυσης μέσα σε μία σχολική ετεροφυλοφιλική κοινότητα ελέγχου και επιτήρησης. Οι ενδυματολογικές για παράδειγμα επιλογές εγχαράσσουν ένα ευδιάκριτο όριο ανάμεσα στα δύο φύλα (αρρενωπότητα- θηλυκότητα). Όταν κάποιος ταράξει αυτά τα όρια γίνεται ανεπιθύμητος και απορρίπτεται από το ευρύτερο κοινωνικό σύνολο του σχολείου αφού δεν εντάσσεται στον κυρίαρχο ετεροφυλοφιλικό Λόγο (Ingrey, 2013).

Οι αντιλήψεις των παιδιών, είναι οι ήδη διαμορφωμένες υπό ένα καθεστώς ανδρικής κυριαρχίας αντικειμενικές συνθήκες- δομές, μέσα στις οποίες μεγαλώνουν και αποκτούν εμπειρία, δηλαδή κοινωνικοποιούνται, τόσο οι γυναίκες όσο και οι άντρες (Butler, 2006). Οι αντιλήψεις τους αυτές, είναι αποτέλεσμα των εμπειριών/ βιωμάτων που έχουν από την κοινωνία (Bourdieu & Passeron, 2014).

Όπως ανέφεραν τα κορίτσια είναι πιο εύκολο να υιοθετήσουν «αντρικές» πρακτικές, συμπεριφορές από ότι τα αγόρια «κοριτσίστικες» λόγω του ότι η κοπέλα ταυτίζεται με το «κυρίαρχο», το αντρικό φύλο (Bourdieu, 2007) χωρίς να θεωρείται ταυτόχρονη και διαφορετική σεξουαλική ταυτότητα, σε αντίθεση με τα αγόρια που ταυτίζεται αμέσα. Κατά τους Connell & Messerschmidt (2005), ο ανδρισμός συνιστά έναν «τόπο» στις έμφυλες σχέσεις και τις κοινωνικές πρακτικές όπου άνδρες και γυναίκες εμπλέκονται και αλληλεπιδρούν. Ο ανδρισμός περιλαμβάνει τα αποτελέσματα αυτών των πρακτικών πάνω στις σωματικές εμπειρίες και όχι μόνο των εμπλεκόμενων υποκειμένων (Πεχτελίδης, 2012).

Οι «Λόγοι» γύρω από τη σεξουαλικότητα των αγοριών είτε των κοριτσιών ενισχύουν τα προνόμια και την κυριαρχία των αγοριών έναντι των ομόφυλων τους αλλά και των κοριτσιών με στόχο να περιχαράξουν την ανδρική τους ταυτότητα. Οι μάγκες επιτελούν ένα τονισμένο ετεροσεξουαλικό ανδρισμό ενάντια στις σχολικές νόρμες, αλλά και τους παθητικούς, πειθήνιους και συμμορφωμένους συμμαθητές τους (Πεχτελίδης, 2012). Τα αγόρια βλέπουν τη σεξουαλική κυριαρχία ως μέσο επιβολής στις γυναίκες που πρέπει να υποταχθούν και να εξουσιαστούν από τον άνδρα (Πολίτης, 2006), προσπαθούν με διάφορους τρόπους να εκφράσουν την ετεροσεξουαλικότητα τους (π.χ «σαλαμάκια στα οπίσθια και στο στήθος» (Μπούνα, 2018), προκειμένου να προστατεύσουν τον εαυτό τους από έναν εν δυνάμει «ευνουχισμό» (Bourdieu, 2007), η γυναίκα ακόμη και στην ίδια τη σεξουαλικότητά της υιοθετεί το ανδρικό βλέμμα (Αθανασιάδης, 2007). Έτσι ο ανδρισμός αποτελεί μια μορφή επιτελεστικότητας η οποία πραγματώνεται μέσω των καθημερινών πρακτικών και στο σχολικό περιβάλλον.

Τέλος παρατηρήθηκε στην Αλβανία ως παράγοντας κυρίαρχων ετεροσεξουαλικών αντιλήψεων, η τιμή της οικογένειας τους. Η τιμή της γυναίκα, είναι συνδεδεμένη με τη φήμη, το κύρος και τη θέση του αντρικού μέλους της οικογένειας που υποτίθεται οφείλει να την υπερασπιστεί.

Η έρευνα εστίασε στο τοπικό σχολικό και κοινωνικοπολιτισμικό περιβάλλον των περιοχών της Αττικής και των Τυράννων και τα ευρήματά της δεν θα μπορούσαν να είναι γενικευμένα, ούτε καθολικά αλλά ούτε και οριστικά, καθώς η αναπαραγωγή των έμφυλων διακρίσεων είναι έννοια ρευστή και εξαρτάται από τα ίδια τα υποκείμενα (Θάνος & Μπούνα, 2016). Όπως υποστηρίζει η Butler (2008), το «φύλο» δεν είναι μια στατική κατάσταση του σώματος και ένα απλό γεγονός, αλλά ένα «ρυθμιστικό πολιτισμικό ιδανικό», η υλοποίηση του οποίου πραγματοποιείται ή αποτυγχάνει να πραγματοποιηθεί μέσα από επιτελεστικές πρακτικές, πρακτικές μέσω των οποίων τα έμφυλα σωματικά πρότυπα υλοποιούνται (Αθανασίου, 2002).

Ανδρομάχη Μπούνα, Μεταδιδακτορική ερευνήτρια Τμήματος Κοινωνιολογίας Παν/μίου Αιγαίου

* Εικόνα άρθρου: Photo by Morgan Basham on Unsplash

[1] Σε αυτό το σημείο να αναφέρουμε το λόγο χρησιμοποίησης του συγκεκριμένου Αρτικόλεξου ΛΟΑΤ+ στη συγκεκριμένη έρευνα. Τα τελευταία χρόνια καθιερώθηκε το αρτικόλεξο ΛΟΑΤ (Λεσβίες, Ομοφυλόφιλοι, Αμφιφυλόφιλοι, Τρανς), στο οποίο πολύ πρόσφατα προστέθηκαν τα γράμματα Κ (κουίρ), Ι (ίντερσεξ), Α (ασέξουαλ) καθώς και το + (plus) για όποια επιλογή ακόμα δεν έχει ονομαστεί. Ωστόσο στην Αλβανία ο όρος που χρησιμοποιεί η τοπική κοινότητα είναι ΛΟΑΤ. Γι’ αυτό το λόγο επιλέχθηκε στην παρούσα έρευνα ο όρος ΛΟΑΤ+ για να συμπεριλαμβάνει όλες τις μορφές με τις οποίες μπορεί να εκφραστεί η σεξουαλικότητα και η ταυτότητα φύλου στην Ελλάδα και στην Αλβανία, στις περιοχές δηλαδή που διεξάγεται η έρευνα.

Βιβλιογραφία

Ελληνόγλωσση

Αθανασιάδης, X. (2007). Οι δύο στιγμές του ελληνικού φεμινιστικού κινήματος, στο Ε. Μαραγκουδάκη (επιμ.). Εισαγωγή θεμάτων σχετικά με τα φύλα στην εκπαιδευτική διαδικασία. Ιωάννινα: Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων ,13-23.

Αθανασίου, Α. (επιμ.). (2006). Φύλο, εξουσία και υποκειμενικότητα μετά το δεύτερο κύμα. Αθήνα: Νήσος.

Badinter, E. (1994). ΧΥ. Η ανδρική ταυτότητα (μτφ. Λίνα Σταματιάδη). Αθήνα: Κάτοπτρο.

Balthazart, J. (2016). Η βιολογία της Ομοφυλοφιλίας. Μετάφραση: Λύο Καλοβυρνάς. Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης.

Bourdieu, P. (2007). Η ανδρική κυριαρχία. Αθήνα: Πατάκης

Bourdieu, P. & Passeron, J.-Cl. (2014). Η αναπαραγωγή. Στοιχεία για μια θεωρία του εκπαιδευτικού συστήματος (Πρόλογος. Ν. Παναγιωτόπουλος). Αθήνα: Αλεξάνδρεια.

Cohen, L., Manion, L., Morrison, K. (2008). Μεθοδολογία εκπαιδευτικής έρευνας, (μτφ. Κυρανάκης, Σ., Μητσοπούλου, Χ., Μπιθαρά, Π., Ματίνα Μαυράκη, Μ., Φιλοπούλου, Μ., επιμ. Βασιλού, Παπαγεωργίου Β.). Αθήνα: Μεταίχμιο.

Γαλανού, Μ. (2014). Ταυτότητα και έκφραση φύλου. Ορολογία, διακρίσεις, στερεότυπα και μύθοι. Αθήνα: Σωματείο Υποστήριξης Διεμφυλικών.

Γεωργούλας, Σ. (2009). Παρέκκλιση ανηλίκων. Θεωρητική, ερευνητική προσέγγιση και πολιτικές. Αθήνα: ΚΨΜ.

Γιωτοπούλου-Μαραγκοπούλου, Α. (1991). Οι ιδιαιτερότητες της γυναικείας εγκληματικότητας. Μια απόπειρα εξήγησής της, στο Αφιέρωμα στη Μνήμη Ηλία Δασκαλάκη. Αθήνα: Πάντειο Πανεπιστήμιο.

Δασκαλάκης, Η. (1985). Η εγκληματολογία της κοινωνικής αντίδρασης. Αθήνα- Κομοτηνή: Αντ. Σάκκουλας.

Δεληγιάννη Β. και Ζιώγου Σ. (1993). Εκπαίδευση και Φύλο– Ιστορική διάσταση και σύγχρονος προβληματισμός. Θεσσαλονίκη: Βάνιας.

Θανοπούλου, Μ. (2007). Φύλο και μετανάστευση. Τόμος ΙΙΙ. Αθήνα: Gutenberg

Θάνος, Θ & Μπούνα, Α. (2016). (Ανα)παραγωγή και (εν)δυνάμωση των έμφυλων διακρίσεων στο σχολείο μέσα από άτυπες διαδικασίες. Κοινωνιολογική επιθεώρηση. Τεύχος 4.

Θάνος, Θ. (2012). Αποκλίνουσα και παραβατική συμπεριφορά των μαθητών στο σχολείο (Γ. Πανούσης, Προλογικά-Επίμετρο). Θεσσαλονίκη: Αφοί Κυριακίδη.

Θάνος, Θ. (2017). Σχολική βία, εκφοβισμός και παραβατικότητα των μαθητών. Στο Θ. Θάνος, Γ. Καμαριανός, Α. Κυρίδης, Ν. Φωτόπουλος (επιμ.), Κοινωνιολογία της εκπαίδευση. Εισαγωγή σε βασικές έννοιες και θεματικές (σσ. 531-631). Αθήνα: Gutenberg.

Θάνος, Θ. & Μπούνα, Α. (2015). Έμφυλες διαστάσεις της βίας στο σχολείο, στο επιμ. Θάνος, Θ. Κοινωνιολογία της Εκπαίδευσης στην Ελλάδα, Ερευνών απάνθισμα. Gutenberg. σς. 377-386

Κογκίδου, Δ (2015). Πέρα από το ροζ και το γαλάζιο, όλα τα παιχνίδια για όλα τα παιδιά, Αθήνα, Επίκεντρο.

Παγάνης, Φ., (2019). Οδηγός για νέα τρανς άτομα - Βασικές πληροφορίες για ζητήματα ταυτότητας φύλου. Αθήνα: Colour Youth - Κοινότητα LGBTQ Νέων Αθήνας.

Παναγιωτόπουλος, Ν. (2007). Προλογικό σημείωμα στο Bourdieu, P. Η ανδρική κυριαρχία (μτφ. Ε. Γιαννοπούλου). Αθήνα: Πατάκης.

Παπαθανασίου, Χ. (2005). Αυτοκτονία και σεξουαλικός προσανατολισμός. Ημερίδα της Ο.Ν.ΝΕ.∆. με θέμα «Αυτοκτονία στην Εφηβική Ηλικία» Αθήνα, 17 Μαρτίου 2005.

Πεχτελίδης, Γ. (2012). Κοινωνιολογία του Ανδρισμού στο Σχολείο, στο Να κοιτάς με άλλα μάτια να βλέπεις διαφορετικά – έμφυλες προσεγγίσεις στην εκπαίδευση. Αθήνα: Εταιρεία Σπουδών - Σχολή Μωραϊτη.

Πολίτης, Φ. (2005). Μορφές «ανδρισμού» και η συγκρότησή τους στο σχολείο: Η περίπτωση μελέτης των μαθητών/τριών της ΣΤ' τάξης του δημοτικού. Θεσσαλονίκη: ΑΠΘ.

Σπινέλλη, Κ. (2005). Εγκληματολογία. Σύγχρονες και παλαιότερες κατευθύνσεις (2η έκδ.). Αθήνα: Αντ. Σάκκουλας.

Turner, P. (1998). Βιολογικό φύλο, Κοινωνικό φύλο και Ταυτότητα του Εγώ (μτφ. Ε. Γαλανάκη). Aθήνα: Ελληνικά Γράμματα.

Ψημίτης Μ. (2011). Εισαγωγή στα σύγχρονα κοινωνικά κινήματα, Διάδραση, Αθήνα.

Ξενόγλωσση

Βiernacki, P, Waldorf, D.(1981). Snowball sampling: Problems and techniques of chain referral sampling. Soc Methods Res, 10:141−163.

Butler, J. (1990). Gender Trouble. Feminism and the Subversion of Identity. London: Routledge.

Butler, J. (1993). Bodies that Matter: On the Discursive Limits of «Sex». New York: Routledge.

Butler, J. (2004). Undoing Gender. New York: Routledge.

Remafedi, G. (1987). Male homosexuality: The adolescent’s perspective. Pediatrics, 79, 326- 330.

UNESCO (2016). Global Guidance on addressing school-related gender-based violence. Accessed online 09.11.2019 https://unesdoc.unesco.org/ark:/48223/pf0000246651

Wolf, S. 2004 The Roots of Gay Oppression. International Socialist Review. 37: September – October.