ΤΕΥΧΟΣ #2 ΑΠΡΙΛΙΟΣ 2017

"Η ώθηση στην θεραπεία απέναντι στην καταστολή αποτελεί ένα στοίχημα που πρέπει να κερδηθεί"

Επίκ. Καθηγ. Κωνσταντίνος Κοσμάτος

Ο συνεργάτης του "CrimeTimes" Μάνος Τεχνίτης συνομιλεί με τον Επίκουρο Καθηγητή της Νομικής Σχολής του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης, κύριο Κωνσταντίνο Κοσμάτο και η συζήτησή τους φανερώνει πολλά και άκρως ενδιαφέροντα.

Ποια ήταν η πορεία που σας οδήγησε να είστε σήμερα Επίκουρος Καθηγητής Εγκληματολογίας και τι ήταν αυτό που σας γοήτευσε περισσότερο στη συγκεκριμένη επιστήμη;

Γεννήθηκα στην Αθήνα, μεγάλωσα στην Πάτρα και από το 1986 ζω στην Θεσσαλονίκη. Σπούδασα στη Νομική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, από όπου έλαβα Μεταπτυχιακό Δίπλωμα Ειδίκευσης στον Τομέα Ποινικών και Εγκληματολογικών Επιστημών και Διδακτορικό Δίπλωμα με θέμα διατριβής: «Η διάρκεια του εγκλεισμού σε ψυχιατρικό κατάστημα κατά το άρθρο 70 του Ποινικού Κώδικα». Από το 2002 διδάσκω στη Νομική Σχολή του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης, αρχικά ως Ειδικός Επιστήμονας, από το 2010 ως Λέκτορας και από το 2016 ως Επίκουρος Καθηγητής του Τομέα Ποινικών και Εγκληματολογικών Επιστημών, στο γνωστικό αντικείμενο της Εγκληματολογίας. Η έρευνα και η ανάλυση του ποινικού και εν γένει εγκληματικού φαινομένου, η αντιμετώπισή του, αλλά και η αυτονόητη ανάγκη -σε ένα Κράτος Δικαίου- για την διασφάλιση των ατομικών δικαιωμάτων που συνεπάγεται η εμπλοκή με την ποινική διαδικασία είναι οι βασικοί λόγοι για την ενασχόλησή μου με το γνωστικό πεδίο των ποινικών και εγκληματολογικών επιστημών.

Αν δεν ήσασταν δικηγόρος-εγκληματολόγος, τι θα θέλατε να ήσασταν;

Αν και οι νομικές σπουδές δεν βρίσκονταν στον κύκλο των ενδιαφερόντων μου όταν συμπλήρωνα το μηχανογραφικό έντυπο κατά τις πανελλαδικές εξετάσεις και η εισαγωγή μου στη Νομική Σχολή ήταν απολύτως τυχαία, η επαφή μου με τις ποινικές και εγκληματολογικές επιστήμες ήταν καθοριστική. Αυτό τελικά ήθελα πάντα να κάνω!

Η ακαδημαϊκή σας παρουσία είναι εξίσου έντονη με την παρουσία σας στα ποινικά ακροατήρια. Πώς η επισταμένη γνώση της εγκληματολογίας εισφέρει στην άσκηση της ποινικής δικηγορίας (και το ανάποδο);

Η θεωρία και η εφαρμογή της μέσω της δικαστηριακής πρακτικής είναι αναγκαία συμπληρώματα. Η θεωρία αποτελεί την βάση, εμπλουτίζει την ποινική δικηγορία και παράλληλα η ποινική πράξη ανατροφοδοτεί την θεωρία. Η άσκηση ποινικής δικηγορίας αποτελεί επίσης έναν τρόπο να διατυπωθούν και να δοκιμαστούν θέσεις, ερμηνείες και επιστημονικές απόψεις στην δύσκολη πραγματικότητα των ποινικών ακροατηρίων.

 

Όντας και μέλος της αντίστοιχης νομοπαρασκευαστικής επιτροπής, δώσατε έναν σημαντικό ακαδημαϊκό και επιστημονικό αγώνα, με σκοπό την αναμόρφωση του νόμου περί ναρκωτικών και τον τρόπο μεταχείρισης των τοξικοεξαρτημένων. Ποια ήταν η εμπειρία σας από τη συγκεκριμένη διαδικασία και ποιες είναι οι προσδοκίες σας στη εφαρμογή του συγκεκριμένου νόμου;

Η νομοπαρασκευαστική διαδικασία είναι ιδιαίτερη, καθώς αποτελεί ύψιστη στιγμή συμβολής ενός νομικού στο γνωστικό του αντικείμενο με τρόπο όπου επηρεάζει κυριαρχικά την έννομη τάξη. Η συγκεκριμένη νομοπαρασκευαστική επιτροπή συγκροτήθηκε από επιστήμονες υψηλού κύρους και επιπέδου με εξαιρετική γνώση σε όλα τα συναφή πεδία, με πρόεδρο τον καθηγητή και σημερινό Υπουργό Δικαιοσύνης Νίκο Παρασκευόπουλο και παρέδωσε το Σχέδιο Νόμου στο οποίο στηρίχθηκε στο μεγαλύτερο μέρος του ο ν. 4139/2013. Με το νόμο αυτό καταβλήθηκε προσπάθεια να εξορθολογιστεί η ποινική νομοθεσία για τα ναρκωτικά και περαιτέρω να εισαχθεί και να ενισχυθεί η θεραπευτική προσέγγιση των εξαρτημένων. Είναι γεγονός ότι πάνω από το μισό πληθυσμό των ελληνικών σωφρονιστικών καταστημάτων αποτελούν οι παραβάτες του νόμου για τα ναρκωτικά, οι περισσότεροι από τους οποίους είναι εξαρτημένοι και ο συχνά «ανακυκλούμενος» παραβατικός πληθυσμός. Το βασικό στοιχείο σε μια συζήτηση σε σχέση με την εγκληματικότητα και τα ναρκωτικά είναι η αποφυγή της υποτροπής. Κι αυτό μπορεί να υλοποιηθεί μόνο μέσω της θεραπείας. Με το νέο νόμο λοιπόν δίνεται η δυνατότητα για ευνοϊκή μεταχείριση των εξαρτημένων που επιλέγουν και εντάσσονται σε θεραπευτικές διαδικασίες απεξάρτησης εντός και εκτός των σωφρονιστικών καταστημάτων. Η ώθηση στην θεραπεία απέναντι στην καταστολή αποτελεί ένα στοίχημα που πρέπει να κερδηθεί.

 

Τα τελευταία χρόνια η χώρα δέχεται ισχυρές εξωτερικές επεμβάσεις ως προς την ποινική της νομοθεσία και την αντεγκληματική της πολιτικής, από την επιτάχυνση της ποινικής δίκης έως και την πάταξη της διαφθοράς και της φοροδιαφυγής. Πώς αξιολογείτε τις επεμβάσεις αυτές και ποια είναι τα περιθώρια αντίδρασης της χώρας;

Το φαινόμενο αυτό παρατηρείται σε όλο το φάσμα του δικαίου, καθώς η ευρωπαϊκή νομοθεσία παίρνει χαρακτήρα εσωτερικού δικαίου. Ωστόσο η τάση αυτή χρειάζεται προσοχή. Αφενός, η ρύθμιση κάθε έννομης τάξης από εθνικό Σύνταγμα έχει ουσιαστική αναφορά στις ιδιαιτερότητες κάθε κοινωνίας που φτάνουν να αγγίζουν τα πεδία της νομικής θεωρίας, των πολιτικών ιδεολογιών ή εν γένει των αντιλήψεων για το δίκαιο έως τις δυνατότητες (υλικοτεχνικές και άλλες) εφαρμογής του.  Αφετέρου, το ίδιο αυτό δίκαιο που προέρχεται από το εξωτερικό δεν είναι δεδομένο ότι αποβάλει πάντα τα ελάχιστα αναγκαία εγγυητικά χαρακτηριστικά. Οι εσωτερικές αντιφάσεις και διαρθρώσεις της διεθνούς έννομης τάξης, ανάλογες με αυτές του κοινού νόμου προς τις συνταγματικές ή άλλες υπερνομοθετικές αρχές και ρυθμίσεις, καλούν σε σύνεση κατά την ενσωμάτωση και εφαρμογή του διεθνούς νομοθετικού κειμένου και στην ανάδειξη των επιεικέστερων εκδοχών με επιχειρήματα είτε από το ίδιο είτε από το εθνικό δίκαιο.

Με αφορμή το προσφυγικό ζήτημα και τις διάφορες τρομοκρατικές ενέργειες ανά την Ευρώπη, ήδη βλέπουμε να έρχεται στο προσκήνιο το θέμα του περιορισμού των ελευθεριών έναντι της ασφάλειας. Πώς θεωρείτε ότι η Ευρώπη πρέπει να αντιμετωπίσει το ζήτημα και πόσες είναι οι πιθανότητες αντίστοιχα μέτρα να ληφθούν σταδιακά και στη χώρα μας;

Η ασφάλεια και η ελευθερία αποτελούν τα τελευταία χρόνια κυρίαρχο δίπολο, ιδίως με την είσοδο στην μετανεωτερική εποχή της αβεβαιότητας και της διακινδύνευσης. Περαιτέρω μέσω των μέσων μαζικής ενημέρωσης καλλιεργείται και αναπαράγεται ο φόβος του εγκλήματος και υποδεικνύονται τρόποι αντιμετώπισής του, καθιερώνονται «τύποι» επικινδύνων συμπεριφορών και ιδεών, νομιμοποιούνται  ανελαστικές αντιλήψεις για την ποινή, με συνέπειες την αυστηροποίηση της νομοθεσίας και την κάμψη των ατομικών δικαιωμάτων. Η ενίσχυση λοιπόν και η διασφάλιση των ατομικών δικαιωμάτων αποτελεί το αναγκαίο αντίβαρο για   τον αποκλεισμό της μετάβασης από το Κράτος Δικαίου στο «κράτος του ποινικού ελέγχου και του κοινωνικού αποκλεισμού». Το κυκλικό επιχείρημα ότι τα κοινωνικά κεκτημένα που συνιστούν τα θετικά χαρακτηριστικά των σύγχρονων δικαιοκρατικών εννόμων τάξεων θα πρέπει, «για να προστατευθούν, να απεμποληθούν», δεν πρέπει να εγκλωβίσει τους ευρωπαϊκούς λαούς.

Με όρους αντεγκληματικής πολιτικής, ποια θεωρείτε ως άλλα σοβαρά ζητήματα για τα οποία πρέπει σήμερα να μεριμνήσει το Ελληνικό Κράτος και η Ευρώπη εν γένει, πέραν των προαναφερθέντων;

Βασικό ζήτημα είναι η αντιμετώπιση του εγκλήματος που προέρχεται από όσους έχουν στα χέρια τους την τύχη μεγάλων μερίδων του πληθυσμού, στο βαθμό που μπορεί να αφορά ευθύνες που θεσμικά τους ανατίθενται, όπως λ.χ. είναι τα εγκλήματα που εντάσσονται στην έννοια της «διαφθοράς». Ιδίως, εάν εξ αυτών παράγονται κοινωνικοί αποκλεισμοί και στερήσεις. Άλλο κρίσιμο ζήτημα είναι η αντιμετώπιση των ισχυρών δομών του οργανωμένου εγκλήματος που αναπτύσσονται ιδίως στο πεδίο της διακίνησης ναρκωτικών, του trafficking κλπ. Εξάλλου, η πολιτική γύρω από τη διεθνή συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις πρέπει να εξορθολογιστεί και να συμπεριλάβει τα αναγκαία δικαιοκρατικά αυτονόητα. Ενώ, δεν θα πρέπει να αγνοηθεί η ανάγκη η ποινική εξουσία να πάψει να ασκείται ως τρόπος θεραπείας όλων των κοινωνικών προβλημάτων, αλλά με άλλο τρόπο, λ.χ. μέσω του διοικητικού δικαίου να διευθετούνται αυτά, και μόνο ως έσχατη λύση να αξιοποιούνται τα ποινικά μέσα στην περίπτωση που υφίστανται προσβολές εννόμων αγαθών. Γενικά, λογικές «μηδενικής ανοχής» δεν πρέπει να επικρατήσουν, αλλά να κατοχυρωθεί και να βαθύνει η ποιότητα των εγγυήσεων που αναπτύχθηκαν στην ευρωπαϊκή δικαιοταξία.