ΤΕΥΧΟΣ #15 ΜΑΡΤΙΟΣ 2021

Η πρόκληση  ψυχικού πόνου ως τρόπος τέλεσης ενδοοικογενειακής βίας του 312 του νέου Ποινικού Κώδικα.

Βασιλική Σγάντζου, υπ. Δρ.

 

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Στη συγκεκριμένη μελέτη επιχειρείται μια ερμηνευτική ανάλυση του εγκλήματος του άρθρου  312 παρ. 4 νέου ΠΚ στο οποίο εμφιλοχώρησε το άρθρο 6 παρ. 4 του ειδικού ποινικού Ν 3500/2006, αναφορικά με τη μεθοδευμένη πρόκληση ψυχικού πόνου ως τρόπου τέλεσης ενδοοικογενειακής βίας. Επιδιώκεται η εννοιολογική προσέγγιση του όρου «ψυχικού πόνου», για τον σκοπό της οποίας θα γίνει μνεία στην επιστήμη της Ψυχιατρικής, αντιπαραβάλλοντας την παγιωμένη μέχρι τώρα θέση της ελληνικής νομολογίας. Με  βάση τα εξαχθέντα δογματικά συμπεράσματα, λαμβάνουν χώρα χρήσιμες επισημάνσεις σχετικά με την ποινική αξιολόγηση της προαναφερθείσης συμπεριφοράς υπό το πρίσμα και του προγενέστερου άρθρου 6 παρ. 4 Ν 3500/2006.

 

Ι. ΓΕΝΙΚΗ ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Το αίσθημα του πόνου, στη σωματική και ψυχική του διάσταση, υπερβαίνει κατά πολύ κάθε άλλο δυσάρεστο συναίσθημα που κάνει τους ανθρώπους να υποφέρουν. Ο πόνος συνδέθηκε άμεσα με τη νόσο [1] ή τον τραυματισμό και άρχισε να απασχολεί έντονα την ιατρική επιστήμη [2]. Στο σύγχρονο κράτος δικαίου το ζήτημα της ανακούφισης από τον πόνο παίρνει ολοένα και πιο έντονα τη μορφή ενός ανθρώπινου δικαιώματος [3], ενώ είναι χαρακτηριστικό πως ο Κώδικας Ιατρικής Δεοντολογίας στην Ελλάδα έχει εντάξει την ανακούφιση του πόνου στους βασικούς στόχους άσκησης του ιατρικού λειτουργήματος[4]. Η επιστημονική προσέγγιση του πόνου είναι ένα δύσκολο εγχείρημα, όποια κι αν είναι η αφετηρία. Στο άκουσμα του όρου αυτού αλλά και στις βιβλιογραφικές αναζητήσεις, το πεδίο έρευνας προκαλεί στον αναγνώστη μια αμηχανία, διότι τίθεται ενώπιον πληθώρας θεωρητικών και εμπειρικών πληροφοριών τόσο ιατρικού όσο και νομικού περιεχομένου, τα οποία παρέχουν δείγματα μόνο αυτής της δυσκολίας [5].

Μέχρι σήμερα η εκτίμηση του πόνου βασίζεται αποκλειστικά σε κριτήρια που έχουν προκαθοριστεί με επιστημονικές διεργασίες από τη Διεθνή Ένωση για τη Μελέτη του Πόνου [6].Αρχικά, δόθηκε ένας κλινικός ορισμός του πόνου που συνέδεε την αντιστοιχία πόνου (δυσάρεστης αίσθησης) και ιστικής βλάβης. Δηλαδή, ως σωματικός πόνος ορίζεται η πρόκληση αυτού που προϋποθέτει τη διέγερση των αλγοϋποδοχών του ανθρώπινου οργανισμού, οι οποίοι κωδικοποιούν τις διεγέρσεις με τις μορφές νευρικών ώσεων και τις μεταφέρουν διαδοχικά στον εγκέφαλο για αποκωδικοποίηση και επεξεργασία [7]. Η ένταση του πόνου προκύπτει από την ένταση ακριβώς αυτών  των διεργασιών.Eπειδή, όμως, αναγνωρίζεται η ύπαρξη και ψυχογενών περιπτώσεων [8] που δεν υφίσταται αυτή η αντικειμενική αντιστοιχία πόνου και ιστικής βλάβης, έγινε προσπάθεια κάλυψης και αυτών των καταστάσεων με πληρέστερο ορισμό που περιέχει «ως εάν» [9]. Έτσι δόθηκε ο ορισμός σύμφωνα με τον οποίο πόνος είναι μια δυσάρεστη σωματική και συναισθηματική εμπειρία προερχόμενη από πραγματική ή πιθανή ιστική βλάβη ή το ίδιο βίωμα ως εάν ή σαν να υπήρχε η ιστική βλάβη. Η συμπλήρωση του ορισμού αυτού αποτέλεσε την εννοιολογική βάση του τελικού ορισμού που δόθηκε από τη Διεθνή Εταιρεία για τη Μελέτη του Πόνου (IASP) [10], που αποδέχεται την ισοδύναμη ύπαρξη αισθητηριακού και συναισθηματικού στοιχείου αλλά και την ύπαρξη πόνου και όταν ο ασθενής περιγράφει την εμπειρία του σαν να υπήρχε ιστική βλάβη. Δηλαδή ο πόνος μπορεί να οφείλεται μόνο σε ψυχική ή συναισθηματική διαταραχή. Μάλιστα ο ψυχογενής πόνος μπορεί να κάνει το άτομο να υποφέρει το ίδιο, όπως ο οργανικός πόνος [11]. Υπό το πρίσμα αυτό καταδεικνύεται πως η έρευνα και οι κλινικές δραστηριότητες των ψυχολόγων επέδρασαν θετικά στη διαμόρφωση της έννοιας του πόνου, καλύπτοντας δε και εκείνες τις πτυχές όπου δεν στοιχειοθετείται εκδήλωση στο ανθρώπινο σώμα, διαφορετικά  η ιστορία του πόνου θα παρέμενε ανολοκλήρωτη [12].

II. Η ΠΟΙΝΙΚΗ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΟΥ ΨΥΧΙΚΟΥ ΠΟΝΟΥ

Αναμφίβολα πρωτοποριακή ρύθμιση για τα ελληνικά δεδομένα  αποτέλεσε ο Ν 3500/2006 και συγκεκριμένα η παράγραφος 4 του άρθρου 6, όπου για πρώτη φορά φαίνεται να αντιμετωπίζεται και ο ψυχικός βασανισμός του θύματος ως τιμωρούμενο έγκλημα [13]. Πλέον, φαίνεται πως η ανωτέρω διάταξη έχει μεταφερθεί αυτούσια στην παράγραφο 4 του άρθρου 312 του νέου ΠΚ [14], το οποίο με τη σειρά του αποτελεί μία επανάληψη του άρθρου 137Α ΠΚ, που τιμωρεί τα βασανιστήρια ως μία βαρύτατη προσβολή της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Από τη συγκριτική επισκόπηση της νέας διάταξης με τον ειδικό ποινικό νόμο, διαφαίνεται πως το νέο άρθρο 312 ΠΚ φιλοδοξεί να καλύψει και την ενδοοικογενειακή βία υπό τη μορφή που είχε δοθεί στον Ν.3500/2006, χωρίς να είναι πλέον αναγκαία η διαπίστωση συνεχούς σκληρής συμπεριφοράς [15].

Εντούτοις, το τι ορίζεται ως «ψυχικός πόνος» ως έκφανση της έννοιας του πόνου και σε τι αυτός συνίσταται ως τρόπος τέλεσης ενδοοικογενειακής βίας εξακολουθεί να μένει ένα ερώτημα που δεν απαντάται ούτε στον νέο Ποινικό Κώδικα. Αντιθέτως, για την κατανόηση του ορισμού αυτού οφείλουμε να παραπέμψουμε σε εγχειρίδια ιατρικής επιστήμης [16], αλλά και σε διαπιστώσεις της επιστήμης της ψυχοπαθολογίας, της κλινικής ψυχιατρικής [17], της ψυχοτραυματολογίας [18] και  της ψυχολογίας.

Όμως, οφείλουμε να παραδεχθούμε πως δεν είναι μία έννοια ολότελα άγνωστη, αφού δεν είναι πρώτη φορά που ο νομοθέτης χαρακτηρίζει άξια ποινικής προστασίας μεγέθη που δεν εμφανίζουν υλικότητα, ενώ ο Ποινικός Κώδικας βρίθει διατάξεων που έχουν αναφορά σε καταστάσεις του ψυχικού κόσμου. Παρομοίως, σε διεθνή κείμενα γίνεται αναφορά στον ψυχικό πόνο, χωρίς εντούτοις να προσδιορίζεται αυτός εννοιολογικά [19].

Καθίσταται, αναγκαίο να εξετασθεί πώς η ελληνική νομολογία προσδιορίζει ως άξια ποινικής προστασίας μεγέθη που δεν εμφανίζουν υλικότητα και δε, πώς τυποποιεί τον «ψυχικό τραυματισμό του θύματος», αναγνωρίζοντας δε πως συγκεκριμένα η νομική αξιολόγηση του πόνου δυσκολεύει από διαδικαστική άποψη, διότι η υποκειμενική αίσθηση του πόνου και δη του ψυχικού μολονότι βιώνεται δύσκολα αποδεικνύεται. Δεν είναι λοιπόν, περίεργο το ότι σε πολλές χώρες η θεωρία του δικαίου χαρακτηρίζει ανεπαρκή τη δικαική επεξεργασία των θεμάτων εκείνων που προϋποθέτουν τη νομική αξιολόγηση του πόνου.

III. H ΠΑΓΙΑ ΘΕΣΗ ΤΗΣ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΣ

Παρατίθενται αυτούσια διατυπώσεις από το σκεπτικό της απόφασης ΑΠ  402/2001[20], όπου «Η παθούσα καμία σωματική βλάβη δεν έχει υποστεί από τις ενέργειες του κατηγορουμένου. Η παθούσα κατ’ επανάληψη ρωτήθηκε στο κατηγορητήριο να καθορίσει ποια είναι η σωματική βλάβη που υπέστη και αυτή ανέφερε ότι υπέστη αφόρητη ψυχική και σωματική ταλαιπωρία, η οποία όμως ταλαιπωρία δεν είναι ποινικώς κολαστέα, εφόσον δεν προκαλεί ψυχοσωματικές διαταραχές τέτοιες, που να θεωρούνται παθολογικές, πράγμα που δεν έχομε εδώ» [21]. Υπό το πρίσμα αυτό, συμπεραίνουμε πως κατά τον Άρειο Πάγο η πρόκληση αφόρητης ψυχικής και σωματικής ταλαιπωρίας δεν συνιστά σωματική βλάβη αν δεν συνοδεύεται από παθολογικές ψυχοσωματικές διαταραχές [22]. Kατά τους ορισμούς της ιατρικής επιστήμης, ως ψυχοσωματική διαταραχή ορίζεται το ψυχοσωματικό εκείνο σύμπτωμα που τοποθετείται πάνω σε μία υπαρκτή προσβολή, αντικειμενική και εξακριβωμένη σε ορισμένα όργανα του σώματος, στους ιστούς ή στα κύτταρα [23].

Όσον αφορά , πιο συγκεκριμένα, το αδίκημα της ενδοοικογενειακής βίας παραθέτουμε προς κρίση το υπ’ αριθμ. Βούλευμα 806/2011ΤριμΠλημΘες [24], όπου ο κατηγορούμενος εφέρετο να έχει τελέσει το αδίκημα της ενδοοικογενειακής σωματικής βλάβης, διότι με συνεχή καταπιεστική, ταπεινωτική, απειλητική, εξυβριστική και προπαντός επιθετική συμπεριφορά, προκαλούσε συστηματικά στην εγκαλούσα κακώσεις, εκχυμώσεις, διαρκή τρόμο και έντονη ανησυχία. Το δικαστήριο έκρινε ότι η αφόρητη αυτή ψυχική ταλαιπωρία του θύματος δεν έφτασε στο σημείο να προκαλέσει σε αυτήν παθολογικές ψυχοσωματικές διαταραχές, δηλαδή βλάβη της υγείας, αλλά μόνο κίνδυνο της ψυχικής υγείας της.

Από τις παραπάνω αποφάσεις καθίσταται σαφές ότι, αν και κατ’ αρχήν γίνεται δεκτό νομολογιακά ότι η ψυχική βλάβη εντάσσεται στην έννοια της «βλάβης της υγείας» ανεξάρτητα από τις σωματικές συνέπειες, επί της ουσίας απαιτείται και εδώ μια σωματική ή οργανική αποτύπωση της ψυχικής βλάβης, συχνά με κατώτατο όριο την διαπιστώσιμη διαταραχή του νευρικού συστήματος, έτσι ώστε αυτή να μπορεί να θεωρηθεί «παθολογική» [25].

IV. ΚΡΙΤΙΚΗ ΕΠΙ ΤΗΣ ΘΕΣΕΩΣ ΤΗΣ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΣ

Εντύπωση προκαλεί το ότι η ελληνική νομολογία φαίνεται να ποινικοποιεί μόνο τις πράξεις εκείνες που φέρουν αντίκτυπο στο σώμα, εκτοπίζοντας έτσι από το προστατευτικό του πεδίο συμπεριφορές που αν και δεν φέρουν σωματικά συμπτώματα, δε δύναται να παραμένουν ατιμώρητες [26]. Αρκεί να αναφερθεί ότι στο διεθνές διαγνωστικό εγχειρίδιο του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (ICD-10) και στο DSM-V αφιερώνεται ένα ολόκληρο κεφάλαιο στις παθήσεις που σχετίζονται με το άγχος (κωδικοί F40-F48 του εγχειριδίου) [27].

Σήμερα αναγνωρίζεται διεθνώς η επικινδυνότητα της έκθεσης των ενηλίκων καθώς και των παιδιών και εφήβων σε τραυματικές καταστάσεις, όπως είναι αυτή της ενδοοικογενειακής βίας [28].Έτσι, τα τελευταία χρόνια γίνεται μία προσπάθεια εντοπισμού του ψυχικού τραύματος [29] ως άξονας προσέγγισης του ψυχικού πόνου εστιάζοντας, βέβαια, στη συμπτωματολογία έκφανσης αυτού.  Πλέον, ο ψυχικός πόνος, μια έννοια ευρέως χρησιμοποιούμενη στην καθομιλουμένη, έχει περιγραφεί ως πυρηνικό χαρακτηριστικό, «η καρδιά» της ανθρώπινης ψυχοπαθολογίας. Μέχρι στιγμής στην σχετική βιβλιογραφία δεν υπάρχει κλινική μελέτη που να διερευνά τη σχέση ψυχικού και σωματικού πόνου [30], αλλά ούτε και κάποιος σαφής ορισμός της έννοιας του ψυχικού πόνου, παρά τις αρκετές προσπάθειες που έχουν επιχειρηθεί μέχρι σήμερα, έκαστη των οποίων περιγράφει την έννοια του ψυχικού πόνου διαφορετικά [31].Διαπιστώνεται ότι τα άτομα παθόντες ενδοοικογενειακής βίας, πέρα από σωματικές κακώσεις εμφανίζουν κι άλλα συμπτώματα, ήτοι ψυχογενή συμπτώματα. Τα δε ψυχογενή συμπτώματα εκδηλώνονται με συγκεκριμένες διαταραχές, όπως συγκεκριμένα με μετατραυματικές διαταραχές άγχους [32] , συναισθηματικές διαταραχές [33] και  κατάθλιψη [34], διαταραχές ύπνου ακόμη και  διαταραχές προσωπικότητας [35], ενώ δεν εκλείπουν περιπτώσεις αυτοκτονικών διαθέσεων [36].Ειδικά, όσον αφορά τα παιδιά ως παθόντες ενδοοικογενειακής βίας, ο ψυχικός πόνος αποτυπώνεται κυρίως στη συμπεριφορά [37] των παιδιών [38].Οι πολλαπλά διαπιστωμένες [39] πολύπλευρες και μακροχρόνιες επιπτώσεις της κακοποίησης των παιδιών [40] μέσα στην οικογένεια, πολλές από τις οποίες συνδέονται εκτός από τη σωματική και σεξουαλική [41], επίσης και με τη νοητική και συναισθηματική ανάπτυξη, την κοινωνική προσαρμογή τους. Κυρίως, απαντάται το λεγόμενο βίωμα απομάκρυνσης και αποξένωσης από τους άλλους, υποδραστηριότητα και μείωση ενδιαφερόντων, περιορισμένη διακύμανση του συναισθήματος, αίσθηση απουσίας μέλλοντος, ενώ δεν εκλείπει συμπτωματολογία που συνίσταται σε αυξημένη διεγερσιμότητα, δυσκολίες στον ύπνο, ευερεθιστότητα, εκρήξεις θυμού, επιθετικότητα [42], τάσεις σύγκρουσης, δυσχέρεια συγκέντρωσης [43], αντιδράσεις ξαφνιάσματος, καχυποψία [44] στη σωματική επαφή [45], μειωμένη κοινωνικότητα, νευρογνωσιακές δυσλειτουργίες που προκαλούνται από τη μετατραυματική διαταραχή στρες (PTSD). Παρατηρούνται ακόμη και εγκεφαλικές δυσλειτουργίες σε παιδιά-θύματα ενδοοικογενειακής βίας. Ενδεικτικά να αναφερθεί πως ενώ η νευρωνική πλαστικότητα διαμορφώνει τον εγκέφαλο του παιδιού και του εφήβου σε απάντηση των αναγκών προσαρμογής του στο περιβάλλον, με το πέρασμα του χρόνου (γήρανση) η πλαστικότητα του εγκεφάλου μειώνεται αισθητά, δηλαδή ο εγκέφαλος ανταποκρίνεται σε μικρότερο βαθμό με δομικές και λειτουργικές αλλαγές. Η έκθεση σε στρεσογόνους παράγοντες δύναται να προκαλέσει ολοκληρωτική αποτυχία ή παρεμπόδιση ή παρεκκλίνουσα μετανάστευση των νευρώνων. Το σύστημα του στρες, το οποίο συντονίζει την απόκριση προσαρμογής (adaptiveresponse) του οργανισμού σε απειλητικές ή ψυχοπιεστικές καταστάσεις, αποτελεί τον κεντρικό άξονα στη δημιουργία παθολογίας στον αναπτυσσόμενο οργανισμό. Αποτελείται: (α) κεντρικά από το μεταιχμιακό σύστημα, τον υποθάλαμο και τον υπομέλανα τόπο-πυρήνες νορεπινεφρίνης (Locusceruleus-Norepinephrine: LC-NE) του εγκεφαλικού στελέχους, και (β) περιφερειακά από τον άξονα υποθάλαμου-υπόφυσης-επινεφριδίων (ΥΥΕ άξονας) και το αυτόνομο νευρικό σύστημα [46]. Το χρόνιο στρες προκαλεί έντονη υπερδραστηριότητα του μεταιχμιακού συστήματος, το οποίο είναι υπεύθυνο για τις συναισθηματικά φορτισμένες αναμνήσεις και ενσωματώνει τα εξαρτημένα αντανακλαστικά και τη μάθηση από τα προηγούμενα βιώματα (π.χ. συντελεστικός φόβος/conditionedfear) [47]. Τα παιδιά που εκτίθενται συχνά σε απειλητικά ερεθίσματα ή σε χαοτικό περιβάλλον φροντίδας και ανατροφής αναπτύσσουν ευαισθητοποιημένο και δυσλειτουργικό σύστημα απόκρισης στο στρες [48]. Ανωμαλίες δε, της νευροανάπτυξης έχουν συσχετιστεί με τον αυτισμό, τη νοητική υστέρηση, τη δυσλεξία και τη σχιζοφρένεια [49].

Η άνωθι περιγραφείσα κατάσταση κλονισμού των θυμάτων ονομάζεται στην ψυχανάλυση τραύμα και σημαίνει ότι ένα πρόσωπο «βιώνει μια υπέρμετρη διέγερση την οποία δεν καταφέρνει να αφομοιώσει. Όταν ένα άτομο υποφέρει, το Εγώ του βρίσκεται σε μια τραυματική κατάσταση, γιατί δεν καταφέρνει να αφομοιώσει, να συμφιλιωθεί με αυτήν τη μαζική εισβολή ενέργειας(…)Ο εσωτερικός κλονισμός είναι τόσο δυνατός και οδυνηρός που η εικόνα του θα εγγραφεί στη μνήμη. Και όχι μόνο στο συνειδητό (όπως η εικόνα ή το γεγονός του τραυματισμού), αλλά και στο ασυνείδητο που είναι και αυτό μνήμη, αλλά εντελώς διαφορετική και που δεν χάνεται ποτέ.» [50]

V. Η θέση του άρθρου 312 του νέου Ποινικού Κώδικα

Ήδη από 1.7.2019 με την έναρξη ισχύος του νέου ΠΚ (Ν 4619/2019) το έγκλημα του άρθρου 6 παρ. 4 Ν 3500/2006, ουσιαστικά αντικαταστάθηκε από αυτό του άρθρου 312 παρ. 4 νέου ΠΚ. Συνεπώς, εγείρεται το ζήτημα των τροποποιήσεων που έχει επιφέρει ο νέος ΠΚ στην αντικειμενική υπόσταση του συγκεκριμένου εγκλήματος.

Όπως ελέχθη και ανωτέρω, υπήρχε μία έντονη διχογνωμία σχετικά με το εάν η προσβολή της ψυχικής υγείας αποτελεί σωματική βλάβη [51]. Σήμερα, η αμφισβήτηση αίρεται σε κάθε περίπτωση με το άρθρο 312 του νέου ΠΚ υπό τον τίτλο «σωματική βλάβη αδυνάμων ατόμων», συγκεκριμένα στην παρ. 4 του οποίου ορίζεται ότι «με την πρόκληση σωματικής βλάβης κατά την παράγραφο 1 στοιχείο γ’ εξομοιώνεται και η μεθοδευμένη πρόκληση […] ψυχικού πόνου ικανού να επιφέρει σοβαρή ψυχική βλάβη, ιδίως με την παρατεταμένη απομόνωση σε βάρος των προσώπων της πρώτης παραγράφου», κατά ταυτόσημη διατύπωση με το άρθρο 6 παρ. 4 του Ν. 3500/2006 [52]. Εν προκειμένω, εντούτοις, γίνεται λόγος για πρόσωπα που δεν μπορούν να υπερασπίσουν τον εαυτό τους, τα οποία βρίσκονται υπό την επιμέλεια ή συνοικούν με τον δράστη.

Η πρόκληση του ως άνω αποτελέσματος υπάγεται στην υπό μελέτη έννοια, με βάση το γράμμα του νόμου, μόνο όταν είναι «μεθοδευμένη». Αναφορικώς, τώρα, με τον προσδιορισμό της έννοιας «μεθοδευμένη», θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι ο όρος παραπέμπει σε κάποια διάρκεια ή επανειλημμένη τέλεση της συμπεριφοράς, ώστε να εξαιρούνται οι στιγμιαίες συμπεριφορές του δράστη. Κατ’ ορθότερη, όμως, άποψη η έννοια της μεθόδευσης δεν ταυτίζεται με κάποια χρονική διάρκεια ή εξακολούθηση της συμπεριφοράς [53], αλλά αποδίδει στην ελληνική την φράση “with intent”, που χρησιμοποιείται στο άρθρο 1 της Διεθνούς Σύμβασης κατά των Βασανιστηρίων (ν. 1782/1988). Επομένως, η μεθόδευση αναφέρεται σε μίαν εμπρόθετη συμπεριφορά τού δράστη, που κατευθύνεται σε βάρος του θύματος και έχει ως αποτέλεσμα την κάμψη της βούλησής του. Αυτό εναρμονίζεται με τη νομολογία του ΕΔΔΑ, σύμφωνα με την οποία η έννοια της μεθόδευσης προϋποθέτει εσκεμμένη τέλεση χωρίς το  στοιχείο της επανάληψης ή διάρκειας της συμπεριφοράς αυτής [54]. Άλλωστε, κατά την άποψη της γράφουσας θα ήταν παράλογο στο πλαίσιο της οικογένειας να αναμένουμε να επαναλάβει ο δράστης τη συμπεριφορά του για να ποινικοποιηθεί η πράξη του [55].  Πάντως, να σημειωθεί πως δεν αρκεί για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος απλά και μόνον η μεθοδευμένη επέλευση ψυχικού πόνου, αλλά απαιτείται, σύμφωνα πάντα με βάση το «πνεύμα» του νόμου, η επέλευση έντονου και σοβαρού ψυχικού πόνου στον παθόντα. Βέβαια, επειδή ο ψυχικός πόνος είναι μη δι-υποκειμενικά ελέγξιμος ακόμη και για την επιστήμη της ψυχιατρικής, ο ποινικός νομοθέτης φαίνεται να επιλέγει να προσδιορίζει τη σοβαρότητα του εγκληματικού αποτελέσματος, ήτοι την πρόκληση ψυχικού πόνου μέσω της περιγραφής των περαιτέρω επαχθέστερων αποτελεσμάτων με  αναφορά στη σοβαρή ψυχική βλάβη.

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

Κατέστη σαφές ότι η ενδοοικογενειακή βία εκδηλώνεται στην αντικειμενική πραγματικότητα με διαφορετικούς τρόπους, ένας εκ των οποίων είναι και η πρόκληση ψυχικού πόνου, που οφείλουν να ρυθμιστούν ειδικά μέσα από την τυποποίηση ξεχωριστών-αυτοτελών ποινικών υποστάσεων [56]. Η ίδια η πρακτική της αδιάκριτης αντιμετώπισης μπορεί να επιβεί επιζήμια. Η μη τιμώρηση του ψυχικού πόνου αυτοτελώς, αλλά αντιθέτως ο άκρατος συσχετισμός του με την αποτύπωση σωματικών συμπτωμάτων, ως προϋπόθεση για την ποινικοποίησή του από τα ελληνικά δικαστήρια, καθίσταται προβληματική. Απαιτείται, διαφορετική μεταχείριση των διαφορετικών τύπων στοιχειοθέτησης ενδοοικογενειακής βίας αρμόζουσα στα χαρακτηριστικά τους. Υπό το πρίσμα αυτό, η διάκριση  συνιστά προαπαιτούμενο για κάθε μορφής ενασχόληση με την ενδοοικογενειακή βία, ήτοι νομοθετική ή επιστημονική.

Για την αυτοτελή ποινικοποίηση του ψυχικού πόνου, βέβαια, καθίσταται αναγκαία μία εννοιολογική προσέγγιση της έννοιας, που όπως επισημάνθηκε ανωτέρω είναι άγνωστη, η ίδια δε, αποκρυσταλλώνεται μόνο φαινομενολογικά, κατόπιν κατάφασης ορισμένων συμπτωμάτων, όπως ενδεικτικά ψυχικών διαταραχών κλινικά διαγνώσιμων, όπως αναλύθηκε στο αντίστοιχο χωρίο.

Στην κατεύθυνση αυτή, λοιπόν, προτείνεται να τυποποιείται αυτοτελώς ο «ψυχικός τραυματισμός» του θύματος. Ήδη στο ελληνικό ποινικό δίκαιο εμφανίζεται μία  προβληματική για το εύρος της προστασίας της ψυχικής υγείας, όπου σε  θεωρία και  νομολογία δεν υπάρχει ομοφωνία για το προστατευόμενο έννομο αγαθό των διατάξεων περί σωματικών βλαβών [57].

Από τη στιγμή που ο Έλληνας νομοθέτης κάνει λόγο για διάζευξη αποτελεσμάτων της αξιόποινης συμπεριφοράς («ή ψυχικό πόνο»), δεν πρέπει απαραιτήτως να προϋποτίθεται η σωματική κάκωση. Σε περιπτώσεις που έχει προηγηθεί η σωματική αυτή βλάβη, δεν υπάρχει πιθανότητα ατιμωρησίας του δράστη ενδοοικογενειακής βίας, όταν προκαλείται μετέπειτα στο θύμα και ψυχικός πόνος από το έγκλημα, αφού η απαξία αυτού ήδη συντιμωρείται στην απαξία της σωματικής βλάβης. Τι γίνεται, όμως, στις περιπτώσεις που είτε δεν υπήρξε ποτέ αυτός ο αντίκτυπος της πράξης στο σώμα, όπως ενδεικτικά για τον ανήλικο θεατή της ενδοοικογενειακής βίας [58] ή όταν το έγκλημα της σωματικής βλάβης έχει παραδείγματος χάριν παραγραφεί, ενώ ο ψυχικός τραυματισμός του θύματος συνεχίζει να εκδηλώνεται [59];

Αλλά και πέραν αυτών των προβληματισμών, δεν είναι νομολογιακό σφάλμα να μην αναγνωρίζεται αυτοτελώς ο ψυχικός πόνος του παθόντος, να μην τυποποιείται σε αυτοτελές έγκλημα συμπεριφορά που τον επιφέρει ως αποτέλεσμα αλλά αντιθέτως να συρρέει πάντα φαινομενικώς με την προγενέστερη συμπεριφορά του δράστη, αφού το αδίκημα τυποποιείται ως υπαλλακτικώς μικτό; Αντιθέτως, εάν ο ψυχικός τραυματισμός του θύματος τυποποιούταν σε αυτοτελές έγκλημα με ξεχωριστή αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση, ο δράστης της ενδοοικογενειακής βίας θα τιμωρούταν αυτοτελώς για τον ψυχικό πόνο που θα προκαλούσε στο θύμα, ενώ σε περίπτωση που είχε ήδη προκληθεί σωματική βλάβη, δε θα κάναμε λόγο για φαινόμενη συρροή, αλλά για πραγματική.

Βέβαια, δεν πρέπει να παροράται πως η προσθήκη του ψυχικού πόνου ανάμεσα στις επιβαρυντικές περιστάσεις τέλεσης του αδικήματος μετατοπίζει  το επίπεδο προστασίας της ψυχικής υγείας σε στάδιο πολύ πριν από την εμφάνιση σωματικής αντανάκλασης και φαίνεται πως σε βαθμό ο νόμος συμβαδίζει με τα πορίσματα της ιατρικής επιστήμης και συγκεκριμένα της ψυχοπαθολογίας σύμφωνα με την οποία επιστήμη στην έννοια της βλάβης της ψυχικής υγείας συγκαταλέγονται και διαταραχές  που δεν έχουν απαραιτήτως σωματοπαγή χαρακτήρα, όπως  η κατάθλιψη και οι διαταραχές άγχους.

Προς επίλυση της διχογνωμίας θα ήταν απαραίτητο να τυποποιηθεί νομολογιακά η βλάβη της υγείας με τέτοιο τρόπο ώστε ως βλάβη της υγείας να  νοείται και η «σοβαρή βλάβη της ψυχικής υγείας», ανεξαρτήτως οργανικού υποβάθρου.

Η προσθήκη ενός τέτοιου ορισμού θα έδινε το έναυσμα για μία αυτοτελή τυποποίηση του ψυχικού πόνου στο πλαίσιο της ενδοοικογενειακής βίας. Ένας τέτοιος ορισμός καθίσταται και αναγκαίος, ώστε να υπάρξει η κατάλληλη τομή στο χάσμα νομοθετικών ρυθμίσεων και νομολογιακής πρακτικής. Έτσι, η χρήση τού όρου της «σοβαρής βλάβης της ψυχικής υγείας», θα βοηθούσε στην αντιμετώπιση των περιπτώσεων εκείνων που σήμερα κείνται εκτός νομολογιακού ενδιαφέροντος, όπως δηλαδή μίας πράγματι  σημαντικής υποβάθμισης του ψυχικού κόσμου του θύματος, συνεπεία της συμπεριφοράς τού δράστη, ενώ από την άλλη θα απέκλειε τις περιπτώσεις ήπιων ψυχικών διαταραχών, οι οποίες δεν αγγίζουν το όριο της ψυχοπαθολογίας και που η ποινικοποίηση αυτών θα διεύρυνε υπερβολικά το αξιόποινο κατά παράβαση της αρχής nullum crimen nulla poena sine lege.

Έτσι, απλά συναισθήματα ή ψυχικές καταστάσεις  δε θα μπορούσαν να θεωρηθούν σωματική βλάβη, αν δεν αποτελούσαν συνάμα απόδειξη κάποιας κλινικής κατάστασης, αναγνωρισμένης ψυχολογικής βλάβης ή ψυχιατρικής ασθένειας. Συνεπώς, η διακρίβωση της ψυχικής βλάβης και κατ’επέκταση η αυτοτελής τυποποίηση του ψυχικού πόνου στην ενδοοικογενειακή βία θα γίνεται ορθά πλέον με βάση την ιατρική επιστήμη και όχι το σωματοπαγές αυτής ή μη της εκδήλωσής της, όπως σήμερα απαιτεί η νομολογία του Αρείου Πάγου.

Βασιλική Σγάντζου, Υπ. Διδάκτωρ Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ, Μ.Δ.Ε Ποινικού Δικαίου & Ποινικής Δικονομίας Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ, Μεταπτυχιακή Φοιτήτρια ΠΜΣ «Ψυχιατροδικαστική» Ιατρικής Σχολής ΕΚΠΑ.

* Εικόνα άρθρου: Photo by Kat J on Unsplash

[1] Για την ιστορική- εννοιολογική προσέγγιση της έννοιας «νόσου» βλ αναλυτικότερα ενδεικτικά μεταξύ άλλων σε Δουζένης Α, Λύκουρας Λ. Ηθική & Δεοντολογία στην Ψυχική Υγεία. 2η εκδ. Αθήνα: ΒΗΤΑ Ιατρικές Εκδόσεις, 2019, σελ 79-92, KennethS. Kendler andJosef Parnas. Philosophical Issues in Psychiatry IV Classification of Psychiatric Illness. United Kingdom: Oxford University Press;2017, p.105-127, Schwartz P. Reframing the disease debate and defending the biostatistical theory.  Journal of Medicine of Philosophy 2014;39(6)572-589, Jose de Leon. One hundred years of Limited Impact of Jaspers’ General Psychopathology on US Psychiatry. The Journal of Nervous and Mental Disease 2014;202(2):79-87,ΠαπαδημητρίουΓ, ΛιάππαςΙ, ΛύκουραςΕ. Σύγχρονηψυχιατρική. Αθήνα: ΒΗΤΑ, 2013 σελ 2-17.

[2] Βλ. Ελληνική Εταιρεία Αλγολογίας,  Γνωστικό και Εκπαιδευτικό Αντικείμενο Αλγολογίας, Νοέμβριος 2017,επιμέλεια μετάφρασης Ευγενία Βασιλοπούλου, σελ 10-21.

[3] Daher M. Pain relief is a human right. Asian Pac J Cancer Prev 2010;11 Suppl 1:97-101.

[4] Βλ. Κώδικα Ιατρικής Δεοντολογίας, Ν. 3418/2005, άρθρο 2 παρ. 1

[5] Βλ. Ν. Παρασκευόπουλος, Δίκαιο και Πόνος, Ο άνθρωπος που υποφέρει, Ο πόνος στην Ιατρική, το Δίκαιο και τη Λογοτεχνία, Επιμέλεια Μ. Καϊάφα- Γκμπάντι, Ε. Κανουγερη-Μανωλεδάκη, Ε. Συμεωνίδου-Καστανίδου, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη 2007, Δημοσιεύματα Ιατρικού Δικαίου και Βιοηθικής

[6] Βλ. αναλυτικότερα σε Γκπάντι Ρ.Ο: Η αντιμετώπιση του πόνου κι άλλων συνοδών συμπτωμάτων του καρκίνου, UniversityStudioPress, Θεσσαλονίκη, 2006, σελ. 32-41

[7] Βλ. International Association for the Study of Pain (IASP), Subcommitee onTaxonomy Pain 1979/6, page  263, Διαθέσιμο και ηλεκτρονικά στην ηλεκτρονική ιστοσελίδα https://www.iasp-pain.org/

[8] Βλ. Αναλυτικότερα σε Lenore E. Walker, Domestic Violence Institute and Nova Southeastern University,  Psychology and Domestic Violence around the world, American PSYCHOLOGIST [PsycARTICLES], January 1999,page 21, όπου αναγνωρίζεται η συμβολή της Ψυχολογίας με τις κλινικές Μελέτες στην ανάδειξη αυτής της μορφής πόνου, πολλώ δε μάλλον στο πλαίσιο της ενδοοικογενειακής βίας.

[9] Σολδάτος Κ. Πόνος: κλινικές εικόνες και αντιμετώπιση. Κλινικά φροντιστήρια, Ιατρική Εταιρεία Αθηνών. Αθήνα 1991; σελ 7-16.

[10] IASP Subcommitte on taxonomy: Pain terms: A list with definitions and notes on usage. Pain 1979; 6:249-252, όπου «Ο  πόνος είναι μία δυσάρεστη αισθητική και αισθηματική εμπειρία, που συνδέεται με πραγματική ή δυνητική βλάβη των ιστών ή περιγράφεται με ορολογία τέτοιας βλάβης».

[11] Παράδειγμα, ο συσφυκτικός πόνος στο στήθος των γονέων που τους εγκατέλειψε ο γιος τους.

[12] Βλ. Practical Management of Pain, Fifth Edition, Honorio Benzon James Rathmell Christopher L. Wu Dennis Turk Charles Argoff Robert Hurley στο χωρίο «Pain and the Impact of  Psychology», όπου αναφέρεται πως στις αρχές του 20ου αιώνα η σύλληψη μίας ολοκληρωμένης έννοιας για τον πόνο ήταν δυσχερής, διότι ο ρόλος του εγκεφαλικού συστήματος στην αντίληψη του πόνου ήταν αμφιλεγόμενος ακριβώς λόγω της έλλειψης της κατανόησης του νευροανατομικού συστήματος και των νευροψυχολογικών μηχανισμών.

[13] Βλ. άρθρο 6παρ. 4 Ν. 3500/2006

[14] Στη διάταξη αυτή, απειλούνται αυστηρές ποινές για όλες τις μορφές σωματικής βλάβης όταν τελούνται κατά των προσώπων που δε μπορούν να υπερασπιστούν τον εαυτό τους, ενώ φαίνεται πως η εφαρμογή του νόμου διευρύνεται, ώστε να επιβάλλονται ποινές για πράξεις που στρέφονται σε βάρος όλων των ανηλίκων , ανεξαρτήτως της ηλικίας τους.

[15] Βλ. σε Μαργαρίτης Μ., Μαργαρίτη Α., Ποινικός Κώδικας, Ερμηνεία- Εφαρμογή, εκδ. Π.Ν Σάκκουλας, 2020,σελ 902-905.

[16] Βλ. ενδεικτικά Practical Management of Pain, Fifth Edition, HonorioBenzon James Rathmell Christopher L. Wu Dennis Turk Charles ArgoffRobert Hurley

[17] Andreasen, NC (1997). "What is psychiatry?". The American Journal of Psychiatry 154 (5): 591–3.

[18] Η ψυχοτραυματολογία  ασχολείται με την ανάπτυξη, την πορεία και τη θεραπεία του ψυχολογικού τραύματος. Η επιστήμη της ψυχοτραυματολογίας εκκίνησε από το απώτερο παρελθόν. Συγκεκριμένα, αρχικά στην Ψυχιατρική συναντούμε τους όρους νεύρωση πολέμου, σοκ οβίδας (shell-shock) και σύνδρομο του επιζώντος (survivorsyndrome), οι οποίοι  μεταφέρονταν από τους κλινικούς της εποχής ως συμπτώματα των βετεράνων πολέμου. Επιστρέφοντας, δηλαδή, από το  μέτωπο, οι βετεράνοι υπέφεραν χρόνια από τραυματικές αναμνήσεις. Για μεγάλο χρονικό διάστημα η επιστήμη της ψυχοτραυματολογίας συνδέθηκε με τις τραυματικές αναμνήσεις από τους πολέμους και τα ψυχικά συμπτώματα των επιζώντων του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου με απόρροια τη διαμόρφωση ακόμη και σύγχρονου ορισμού του μετατραυματικού συνδρόμου, όπως σήμερα τον αντιλαμβανόμαστε.

[19] Αναφέρονται η υπ’ αριθμόν 48/104 Διακήρυξη για την Εξάλειψη της Βίας κατά των Γυναικών,  Σύμβαση κατά των Βασανιστηρίων και άλλων τρόπων σκληρής, απάνθρωπης ή ταπεινωτικής μεταχείρισης ή τιμωρίας. 

[20] Βλ. ΠοινΧρ 2001, σελ 1099 επ.

[21] Ας σημειωθεί πως και μια συνεχής σκληρή συμπεριφορά, που μπορεί να προκαλέσει σωματοψυχική ταλαιπωρία και οδύνη, μένει κατά το άρθρο 312 Α ΠΚ ατιμώρητη, εφόσον δε συνεπάγεται σωματική βλάβη.

[22] Πλην της ΑΠ 402/2001, σκεπτικό στον ίδιο άξονα υιοθετούν και η χρονικά προγενέστερη ΑΠ 1074/1988,δημοσιευμένη σε ΠοινΧρ ΛΗ΄, σ. 987 και η ΤριμΠλημΘεσ 806/2011, δημοσιευμένη σε ΠοινΧρ 2012, σ. 469.

[23] Για τον  παραπάνω ορισμό βλ. σχετικώς σε Kλινική των Ψυχοσωματικών Διαταραχών, Natalie Dumet επιμέλεια μετάφρασης Γιώργος Χατήρας, Gutenberg - Γιώργος & Κώστας Δαρδανός, 2011, όπου βέβαια αναγνωρίζεται πως το ψυχοσωματικό  σύμπτωμα επισυμβαίνει διότι το άτομο αποτυγχάνει να δέσει ψυχικά τις διεγέρσεις ή να αναπαραστήσει τις τραυματικές καταστάσεις στους κόλπους της συσκευής σκέψης του.

[24] Βλ. ΠοινΧρ 2012, σ. 469., όπου «πάντως η αφόρητη ψυχική και σωματική ταλαιπωρία δεν αποτελεί σωματική βλάβη, εάν δεν προκάλεσε στον παθόντα παθολογικές ψυχοσωματικές διαταραχές», δημοσιευμένη και σε ΠοινΛόγος 2001, σελ. 1320.

[25] Βλ. ενδεικτικά ΑΠ 133/1998 σε ΠοινΔ 1998, σελ 992 επ., ΑΠ 971/1992 σε ΠοινΧρ 1992, σελ 707 επ., ΕφΑιγ. 122/2004 σε ΠοινΧρ 2005, σελ. 337 επ., ΑΠ 621/2014 ΑΠ και την πρόσφατη 2055/2019 όπου αναφέρεται πως η σωματική κάκωση ενδέχεται να αποτελεί ταυτόχρονα και βλάβη της υγείας, χωρίς αυτό να είναι απαραίτητο και πως αντίστοιχα βλάβη της υγείας μπορεί να επέλθει και χωρίς σωματική κάκωση, ενώ μπορεί επίσης είτε να εμφανισθούν αυτές χωριστά είτε να είναι η μία συνέπεια της άλλης

[26] Υπήρξαν, βέβαια, ορισμένες περιπτώσεις που νομολογιακά αναγνωρίσθηκε η ύπαρξη ψυχικού πόνου σε θύματα ενδοοικογενειακής βίας, όπως το υπ' αριθ. 21/2011 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Μυτιλήνης, η υπ' αριθ. 16/2009 Διάταξη της Εισαγγελέως Πρωτοδικών Σύρου και η  υπ’αριθμόν 819/2007 ΑΠ.

[27] Ο ορισμός και η ταξινόμηση των ψυχικών διαταραχών είναι ζήτημα-κλειδί. Υπάρχουν δύο ευρέως εδραιωμένα συστήματα τα οποία ταξινομούν τις ψυχικές διαταραχές ICD-10: Κεφάλαιο 5: Διανοητικές και συμπεριφορικές διαταραχές, από το 1945 τμήμα της Διεθνούς Ταξινόμησης Ασθενειών, που έχει δημιουργηθεί από τον WHOΒλ. σχετικά Constitution of the World Health Organization. In: World Health Organization: Basic documents. 45thed. Geneva: World Health Organization; 2005 και το DSM-V (Diagnostic and Statistical Manual of Mental Disorders-5thEdition), που έχει δημιουργηθεί από την Αμερικανική Ψυχιατρική Εταιρεία από το 1952., βλ. αναλυτικότερα για την κατηγοριοποίηση ψυχικών διαταραχών και διαταραχών συμπεριφοράς σε Practical Management of Pain, Fifth Edition, Honorio Benzon James Rathmell Christopher L. Wu  Dennis Turk Charles Argoff Robert Hurley ό.π σελ. 16.

[28] Βλ.σεHenrichs J, Bogaerts S, Sijtsema J, Klerx-van Mierlo F, Intimate partner violence perpetrators in a forensic psychiatric outpatient setting: criminal history, psychopathology, and victimization, J Interpers Violence. 2015 Jul;30(12):2109-28.

[29] Psycological Trauma, American Psychiatric Press, 1987.

[30] Παρά μόνο σε μελέτη του 2006 όπου φάνηκε ότι ο ψυχικός πόνος ενεργοποιεί πολλές από τις αλγοϋποδεκτικές δομές στον εγκέφαλο που συμμετέχουν και στο σωματικό πόνο, βλ σε Mee, S., Bunney, G., B., Reist, C., Potkin, G., S., Bunney, E., W. (2006).Psychological pain: A review of evidence, Journal of psychiatric research, 40, pp680-690.

[31] Έτσι, παραδείγματος χάρη ο E. Shneidman όρισε τον ψυχικό πόνο (“psychache”) ως «την οδύνη, το μαρτύριο, την αλγεινότητα της ψυχής» που αναφέρεται σε μια έντονη εσωτερική αναστάτωση από αρνητικά συναισθήματα, μια εσωτερική επώδυνη εμπειρία, προσπαθώντας να συνδέσει και τον ψυχικό πόνο με την αυτοκτονία και εν γένει τις αυτοκτονικές διαθέσεις, κατόπιν μιας τραυματικής εμπειρίας., βλ. σε Shneidman, E. S. (1984). Aphorisms of suicide and some implications for psychotherapy. American Journal of Psychotherapy, 38, 319-328, ενώ η  Bolger πχ  περιγράφει τον ψυχικό πόνο περισσότερο ως μια διαδικασία, παρά ως μεμονωμένο γεγονός που «πηγάζει κι εξελίσσεται από ένα τραύμα που απειλεί την ενότητα του εαυτού και την ενότητα του ανθρώπου με την κοινωνία εν ολίγοις την ταυτότητά του» βλ. σε Bolger, E., A. Groundedtheoryanalysis of emotionalpain, Psychotherapy Research, (1999) 9, 342-362.

[32] Η διαταραχή στρες μετά από ψυχοτραυματική εμπειρία  (PosttraumaticStressDisorder, PTSD)   αποτελεί αναγνωρισμένη ψυχιατρική πάθηση. Ορίζεται ως το σύνδρομο εκείνο που αναπτύσσεται όταν το άτομο εμπλέκεται  (ως παθόν) ή είναι απλά παρόν σε ένα εξαιρετικής έντασης στρεσογόνο γεγονός, το οποίο θα προκαλούσε ψυχική αναστάτωση σε όλους τους ανθρώπους. Το άτομο αντιδρά σε αυτή την εμπειρία με φόβο ή ψυχικό τρόμο, παρουσιάζοντας  επανειλημμένα έντονες αναβιώσεις του γεγονότος είτε σε εγρήγορση ( flashbacks) είτε / και σε εφιαλτικά όνειρα. Κατά τη διάρκεια αυτών των αναβιώσεων το άτομο μπορεί να αισθάνεται, να σκέπτεται και να συμπεριφέρεται ακριβώς όπως την ώρα που συνέβη το ψυχοτραυματικό γεγονός.

[33] Βλ αναλυτικότερα Μάνου Ν ό.π σελ 173 και Δ.Δικαίος, Δ. Παππά, Γ.Ν Παπαδημητρίου σε Σύγχρονη Ψυχιατρική, Παπαδημητρίου Γ.Ν., Λιάππας Ι.Α., Λύκουρας Λ, Εκδόσεις ΒΗΤΑ medicalart, 2013 σελ 347 επ.

[34] Το κύριο χαρακτηριστικό του Μείζονος Καταθλιπτικού Επεισοδίου είναι η διαταραχή του συναισθήματος, που χαρακτηρίζεται ως η διάθεση που είναι βαθιά  καταθλιπτική, με τον ασθενή να αισθάνεται συχνά στεναχωρημένος, δυστυχής, απελπισμένος και αβοήθητος, ενώ συχνά τον διακατέχουν αισθήματα ανηδονίας, δηλαδή έλλειψη διάθεσης για ευχαρίστηση και αδυναμία άντλησης ικανοποίησης. 

[35] Ανάμεσα σε αυτές αξίζει να αναφέρουμε την διασχιστική διαταραχή προσωπικότητας, που απαντάται και σε άτομα που κατά την παιδική ηλικία αλλά και ως ενήλικες υπήρξαν θύματα ενδοοικογενειακής βίας και συγκεκριμένα σωματικής ή σεξουαλικής κακοποίησης. Βλ. αναλυτικότερα σε  Θεωρίες Προσωπικότητας, Έρευνα και Εφαρμογές, LawrenceA. Pervin-OliverP. John, επιμέλεια μετάφρασης Αχοντούλα Αλεξανδροπούλου- Ευγενία Δασκαλοπούλου ,Εκδόσεις Τυπωθήτω, 1η έκδοση 1999, σελ.47

[36] Mental pain and suicide risk: Application of the greek version of the Mental Pain and the Tolerance of Mental Pain scale, Research Article, A. Soumani, D. Damigos, P. Oulis,V.Masdrakis, D. Ploumpidis, V. Mavreas, G. Konstantakopoulos, 2011.

[37] Βλ. αναλυτικότερα σε David Canter & Donna Youngs, Investigative Psychology: Offender Profiling and the Analysis of Criminal Action 1st Edition, σελίδα 34.

[38] Εδώ δεν υπάρχουν ορατά σημάδια τραυματισμού, αλλά μία εγκατάλειψη του εσωτερικού κόσμου του παιδιού, η οποία μπορεί να προέρχεται και από παραμέληση, όπως ενδεικτικά αναφέρει η παράγραφος 4 του άρθρου 6 του Ν 3500/2006.

[39] http://theconversation.com/dissociative-identity-disorder-exists-and-is-the-result-of-childhood-trauma-85076

[40] Βλ. αναλυτικά για την παιδική κακοποίηση σε Γιωτάκος Ο., (2009). Κακοποίηση παιδιού και εφήβου. Αθήνα: Εκδόσεις Ιατρικές εκδόσεις Π.Χ Πασχαλίδης.

[41] Βλ. σε Σαλπιστής Ν. Σεξουαλική κακοποίηση παιδιών προσχολικής και πρώιμης σχολικής ηλικίας, 2013. Διαθέσιμο από http://www.i-psyxologos.gr/sexoualiki-kakopoiisi-paidia/

[42] Foy D. W, Ritchie I. K, Conway A. H. Trauma exposure, posttraumatic stress, and comorbidities in female adolescent offenders: Findings and implications from recent studies. EuropeanJournalofPsychotraumatology. 2012;3 17247,doi: http://dx.doi.org/10.3402/ejpt.v3i0.17247, ανασυρθέν την 18η-03-2019, όπου αναγνωρίζεται πως γυναίκες που έχουν υποστεί βία στην οικογένεια κατά την παιδική ηλικία παρουσιάζουν βίαιες συμπεριφορές, ενώ ενδέχεται στο μέλλον κατά την ενήλικη ζωή να εγκληματήσουν και οι ίδιες. Εδώ ο ψυχικός πόνος καταφάσκεται ως μία μεταστροφή χαρακτήρα.

[43] Βλ. σε Κουρκουτάς Η., (2011). Προβλήματα συμπεριφοράς στα παιδιά. (Παρεμβάσεις στο πλαίσιο της οικογένειας και του σχολείου). Βιβλιοθήκη ψυχολογίας. Αθήνα: Τόπος.

[44] Το λεγόμενο «παγωμένο βλέμμα» των κακοποιημένων παιδιών.

[45] Perry BD, Pollard R. Homeostasis, stress, trauma, and adaptation. ChildAdolescPsychiatr Clin N Am 1998, 7:33–51.

[46] Βλ. σε Γιαννοπούλου Ι., Νευροβιολογικές εγγραφές του ψυχικού τραύματος κατά τη διάρκεια της πρώιμης παιδικής ηλικίας. ΨΥΧΙΑΤΡΙΚΗ 23, ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Ι, 2012, 27-38.

[47] Βλ. σε Γιαννοπούλου Ι. ό.π

[48] Perry BD, Pollard R. Homeostasis, stress, trauma, and adaptation. Child Adolesc Psychiatr Clin N Am 1998, 7:33–51.

[49] Μπουρμάς Γ., Ερμηνευτικές προσεγγίσεις στο έγκλημα της κακουργηματικής ενδοοικογενειακής σωματικής βλάβης (άρθρο 312 παρ. 4 νέου ΠΚ, πρώην άρθρο 6 παρ. 4 Ν 3500/2006) (Με αφορμή το ΣυμβΠλημΧαν 136/2018 ) σε ΠοινΔικ, 8-9/2020.

[50] Βλ. σε Πρεκατέ Β. (2006), «Ανίχνευση παιδικής σεξουαλικής κακοποίησης», στο Σεξουαλική κακοποίηση, μυστικό; όχι πια!, Ελληνική Εταιρία Μελέτης & Πρόληψης της Σεξουαλικής Κακοποίησης, επιμ., Ορέστης Γιωτάκος, Βικτωρία Πρεκατέ, εκδ. Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα.

[51] Διχογνωμία υπήρχε και στη Γερμανία, βλ σε Φουσκαρίνης Γ., Συνιστούν οι προσβολές της ψυχικής υγείας σωματική βλάβη;, The Art of Crime, τ. 4, προσπελάσιμο σε  https://theartofcrime.gr/%cf%83%cf%85%ce%bd%ce%b9%cf%83%cf%84%ce%bf%cf%8d%ce%bd-%ce%bf%ce%b9-%cf%80%cf%81%ce%bf%cf%83%ce%b2%ce%bf%ce%bb%ce%ad%cf%82-%cf%84%ce%b7%cf%82-%cf%88%cf%85%cf%87%ce%b9%ce%ba%ce%ae%cf%82-%cf%85%ce%b3/

[52] Η νέα διάταξη φιλοδοξεί να καλύψει το έγκλημα της ενδοοικογενειακής σωματικής βλάβης που μέχρι στιγμής αντιμετωπιζόταν με τον Ν. 3500/2006 (Βλ και Αιτιολογική Έκθεση του Ν. 4619/2019 σελ.1σε https://www.hellenicparliament.gr ) το οποίο με τη μορφή που του είχε δοθεί στον Ν 3500/2006, εγείρει σοβαρά δογματικά προβλήματα,για τα οποία  βλ. πιο αναλυτικά σε Συμεωνίδου-Καστανίδου, Το νομοσχέδιο για την ενδοοικογενειακή βία, Ποινική Δικαιοσύνη 2006,σελ 1051 επ, Χαραλαμπάκη, Ο Ν. 3500/2006για την αντιμετώπιση της ενδοοικογενειακής βίας, ΠΛογ 2008,σελ 720 επ., ενώ δεν είναι πλέον αναγκαία η διαπίστωση συνεχούς σκληρής συμπεριφοράς,  βλ σε Χαραλαμπάκης Ι Αριστοτέλης, Ο νέος Ποινικός Κώδικας, Μία πρώτη ερμηνευτική προσέγγιση του Ν 4619/2019, εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη 2019, σελ. 5 .

[53] Βλ. την υπ’αριθμ. 12/2012 απόφαση του ΝαυτΠειρ σε ΠοινΧρ 2012 σελ. 545, όπου «η ερμηνεία αυτή έχει ιστορική βάση, υπό την έννοια ότι η διάταξη απηχεί αντίδραση στην δράση των βασανιστών κατά τη διάρκεια της χούντας, όταν τα βασανιστήρια είχαν συγκεκριμένη μορφή, όπου η επανάληψη και η διάρκεια ήταν βασικό χαρακτηριστικό τους. Δε φαίνεται όμως δικαιολογημένη μια τέτοια ερμηνεία που περιορίζει σημαντικά την εφαρμογή της διάταξης».

[54] Zontul κατά Ελλάδας -17.01.2012, διαδικτυακά προσπελάσιμη σε σε URL: https://hudoc.echr.coe.int/eng#{%22itemid%22:[%22001-163542%22]}καθώς αντίστοιχα και τις  συναφείς παρατηρήσεις της Συμεωνίδου-Καστανίδου, ΠοινΔικ 2013, σ. 746 επ.

[55] Εδώ βέβαια διαπιστώνεται μία διαφορά με το καθεστώς της Αγγλίας, όπου απαιτεί το στοιχείο της επανάληψης («repeatedly or continuously», «atleasttwooccasions»). Όμως, δεν υπάρχει αντίστοιχη ρητή πρόβλεψη στο ελληνικό άρθρο.

[56] Βλ. σχετικό σχόλιο σε Συμεωνίδου-Καστανίδου Ε, Οι ποινικές ρυθμίσεις του νόμου 3500/2006 «για την αντιμετώπιση της ενδοοικογενειακής βίας», σελ. 2, όπου αναφέρεται πως ο νομοθέτης στον Ν.3500/2006 αντιμετωπίζει την ενδοοικογενειακή βία ως ζήτημα νομικών κανόνων.

[57] Κατά την κρατούσα στην νομολογία μας άποψη, σωματική βλάβη είναι η εμφανής και διακριτή κάκωση του σώματος, με επιβλαβή αποτελέσματα στην ακεραιότητα του σώματος (ΑΠ 133/1998 ΠοινΧρ ΜΗ/772) και δεν αποτελεί σωματική βλάβη η «αφόρητη ψυχική και σωματική ταλαιπωρία», αν δεν προκαλεί παθολογικές ψυχοσωματικές διαταραχές (ΑΠ 402/2001 ΠοινΧρ ΝΑ/1099, με ενημ. σημ. Θ. Σάμιου, ομού με άποψη Μαργαρίτης Λάμπρου, σε Σωματικές βλάβες (Άρθρα 308-315Α ΠΚ), 2000, αλλά βλ. και αντίθετη άποψη Ανδρουλάκη ό.π σελ  126-127  ο οποίος υποστηρίζει ότι βλάβη τής ψυχικής υγείας θα αποτελούν «παθολογικές» καταστάσεις.

[58] Βλ.σε Β.Βala Parameswari M.A, M. Phil, Ph. D, DomesticViolenceandChildAbuse, IOSRJournalofHumanitiesandSocialScience (IOSR-JHSS), volume 20, Issue 2, σελ.56 όπου αναγνωρίζεται πως «τα παιδιά που βλέπουν σκηνικά βίας μέσα στην οικογένεια και εκείνη τη στιγμή νιώθουν αβοήθητα και ότι δε μπορούν να τη σταματήσουν, αντιμετωπίζουν μεγαλύτερο ψυχικό πόνο που εκδηλώνεται σε θλίψη και άγχος συγκριτικά με τα παιδιά που έχουν υποστεί σωματική βία.

[59] Βλ. κλινικό παράδειγμα σε Βεντουράτου Δ. όπ σελ 98, όπου παθούσα ενδοοικογενειακής βίας κατά την παιδική ηλικία της ακόμα και πολλά χρόνια μετά σε ηλικία 38 ετών πάσχει από σποραδικές αϋπνίες, οι οποίες τα τελευταία 10 χρόνια έχουν γίνει μόνιμες.(…) Ενώ δε νιώθει ικανοποιημένη από τη σχέση της δεν παίρνει την απόφαση να χωρίσει.(…) Η αποφυγή είναι ένα μοτίβο που χαρακτηρίζει τη ζωή  της.