ΤΕΥΧΟΣ #4 ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ 2017

Η διαχείριση της επικινδυνότητας των ψυχικά ασθενών

Χριστιάνα Στυλιανίδου

Ο ΣΤ. είχε χρόνιες επιθετικές και βίαιες τάσεις. Στο παρελθόν είχε χτυπήσει τη γυναίκα του και είχε στείλει τη μητέρα του στο νοσοκομείο. Ο Α., μία μέρα, χρησιμοποιώντας μαχαίρι και με αλλεπάλληλα χτυπήματα, σκοτώνει τον αδερφό του. Στη συνέχεια αποπειράται να σκοτώσει και τη γυναίκα του αδερφού του. Τα γεγονότα λαμβάνουν χώρα μπροστά στα παιδιά του ζεύγους και η κατάσταση φτάνει εκτός ελέγχου. Ο δράστης σταματά μόνο μετά την παρέμβαση των γειτόνων, οι οποίοι τον αναχαιτίζουν σπάζοντάς του ένα βάζο στο κεφάλι. Φαντάζομαι πως όσο συνεχίζετε να διαβάζετε, αναπτύσσετε ένα είδος απέχθειας προς τον Α. Σκέφτεστε ότι πρέπει οπωσδήποτε να καταδικασθεί και να παραμείνει για όλη του τη ζωή στη φυλακή. Περνάει σίγουρα από το μυαλό σας όμως και μία απορία. Μα για ποιο λόγο να τα κάνει όλα αυτά ένας άνθρωπος; Τι έχει συμβεί και φέρεται με αυτόν τον τρόπο; Σίγουρα κάτι δεν πάει καλά με αυτόν.

Ο ΣΤ. είναι λοιπόν ψυχικά ασθενής. Ανά καιρούς έχει διαγνωσθεί ως πάσχων από σχιζοφρένεια, έχων παραλήρημα ζηλοτυπικού τύπου, έχει χαρακτηρισθεί παρανοϊκός, έχει νοσηλευθεί ως καταθλιπτικός και έχει διαγνωσθεί με διπολική διαταραχή[1]. Η ιδιάζουσα αυτή ψυχοσύνθεσή του τον κάνει να πιστεύει ότι η γυναίκα του περιμένει το παιδί του αδερφού του, γεγονός που τον βγάζει εκτός ελέγχου και αποφασίζει να σκοτώσει τον αδερφό του. Διαβάζοντας τις παραπάνω προτάσεις καταλαβαίνουμε τι ακριβώς έχει γίνει. Τότε κουνάμε το κεφάλι μας συγκαταβατικά και λέμε ότι έπρεπε να το περιμένουμε. Μα καλά δεν μπορούσαν να καταλάβουν αυτοί οι άνθρωποι ότι κάτι τέτοιο αργά ή γρήγορα θα συνέβαινε; Αυτός ο άνθρωπος πρέπει άμεσα να απομακρυνθεί από την κοινωνία, γιατί είναι ένας κινητός κίνδυνος και να τοποθετηθεί σε μία φυλακή, όπου δε θα μπορεί να βλάψει πλέον κανέναν.

Ο ΣΤ. βρίσκεται έγκλειστος στις φυλακές από τις 29 Σεπτεμβρίου του 2001[2]. Καταδικάστηκε από το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Αθηνών σε μία ποινή περιορισμού τουλάχιστον 15 ετών. Και πριν προλάβετε να πείτε ότι 15 χρόνια είναι πολύ λίγα, σας καλώ να ξαναδιαβάσετε την προηγούμενη πρόταση. Τι σημαίνει λοιπόν ότι μία ποινή διαρκεί τουλάχιστον κάποια χρόνια; Μα δεν πρέπει όλες οι ποινές να είναι συγκεκριμένες και να αναγράφεται στη δικαστική απόφαση η συγκεκριμένη τους διάρκεια; Γίνεται αποδεκτό γενικά στο πλαίσιο του Ποινικού Δικαίου, ότι υπάρχουν κάποιες κατηγορίες δραστών, οι οποίες θεωρούνται ως επικίνδυνες, οδηγώντας στον χαρακτηρισμό των δραστών αυτών είτε ως ιδιαίτερα επικίνδυνων είτε ως επικίνδυνων για τη δημόσια ασφάλεια[3]. Οι δράστες αυτοί υπόκεινται σε μία διαφορετική από όλους τους υπόλοιπους μεταχείριση μιας και η ανάγκη για δίκαιη και ανάλογη κύρωση έρχεται σε σύγκρουση με την ανάγκη προστασίας της κοινωνίας από τον κίνδυνο που πηγάζει για τα έννομα αγαθά από τους συγκεκριμένους δράστες[4].

Οι ιδιαίτερες ανάγκες της ειδικής πρόληψης[5] επιτάσσουν τότε την επιβολή σχετικά αόριστης διάρκειας ποινής, καθώς θεωρείται ότι οι ορισμένης διάρκειας δεν επαρκούν για να βελτιώσουν όσους χρήζουν βελτίωσης ή να προστατεύσουν επαρκώς της κοινωνία[6]. Ο καθορισμός της ποινής τότε γίνεται με βάση όχι μόνο το τελεσθέν έγκλημα, όπως απαιτεί το Σύνταγμα (άρθρο 7), αλλά λαμβάνεται κυρίως υπόψη η συμπεριφορά του δράστη, καθιστώντας πρόδηλη την επιλογή του νομοθέτη, η ποινή να παίρνει τον χαρακτήρα της αντίδρασης προς την προσωπικότητα και τον τρόπο ζωής του δράστη[7]. Τα προβλήματα που ανακύπτουν από την πρόβλεψη τέτοιων αορίστων ποινών και ο κίνδυνος αυθαιρεσίας που κρύβεται πίσω από αυτά είναι τόσο έκδηλος που δε χρειάζεται καν να τον εξηγήσουμε σε αυτό το σημείο[8].

Σύμφωνα με τα άρθρα 38 επ. του ΠΚ, οι ψυχικά ασθενείς, εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου και κριθούν ως επικίνδυνοι για τη δημόσια ασφάλεια καταδικάζονται σε περιορισμό σε ψυχιατρικό κατάστημα[9]. Ο περιορισμός αποτελεί μία ιδιάζουσα ποινή, η οποία κινείται μεταξύ των κλασικών ποινών ορισμένης διάρκειας, που όλοι γνωρίζουμε  και των μέτρων ασφαλείας[10]. Σε αυτές τις περιπτώσεις λοιπόν, η απόφαση του δικαστηρίου περιλαμβάνει μόνο το κατώτατο όριο της ποινής που επιβάλλεται να εκτιθεί και η συνολική της διάρκεια εξετάζεται εκ των υστέρων. Ο δράστης αποφυλακίζεται μόνο στην περίπτωση που το δικαστήριο κρίνει, μετά την παρέλευση του χρονικού διαστήματος που έχει θέσει ως κατώτατο όριο, ότι ο δράστης δεν αποτελεί πλέον κίνδυνο για την κοινωνία[11].

Οι απορίες περί του περιεχομένου της έννοιας του επικινδύνου ψυχασθενή και του πως αυτή εκλαμβάνεται από το Σύστημα Ποινικής Δικαιοσύνης σήμερα οδήγησαν στην διεξαγωγή μίας έρευνας στο πλαίσιο του Ψυχιατρικού Καταστήματος Κορυδαλλού, κατάστημα κράτησης στο οποίο φιλοξενούνται οι ιδιάζουσες αυτές περιπτώσεις. Η φιλοδοξία και ελπίδα του να μην εφαρμόζονται οι αναχρονιστικές και άκρως αντισυνταγματικές αυτές ποινές από το σύγχρονο σύστημα ποινικής δικαιοσύνης διαψεύστηκε σύντομα μιας και 14 άτομα ανευρέθησαν να εκτίουν τον Σεπτέμβριο του 2017, ποινή περιορισμού[12].

Ξεκινώντας από ορισμένα δημογραφικά στοιχεία αναφέρεται ότι όλοι οι κρατούμενοι είναι άνδρες, γεγονός που ωστόσο συνδέεται περισσότερο με τη φύση του καταστήματος κράτησης και όχι με το γεγονός ότι η ποινή του περιορισμού διακατέχεται από διακρίσεις σχετικά με το φύλο. Η αναφορά αυτών των στοιχείων γίνεται με σκοπό να αναδειχθεί η εισχώρηση κοινωνικών στερεοτύπων με βάση το ‘’πρότυπο του επικίνδυνου εγκληματία’’ ήδη με βάση αυτές τις ιδιότητες. Η ηλικία τους κινείται σε ένα πλαίσιο 27-64 χρονών με τους περισσότερους να είναι γύρω στα 50[13], είναι άγαμοι[14], με χαμηλού επιπέδου εκπαίδευση[15], άνεργοι ή να εξασκούν χειρωνακτικά επαγγέλματα[16] και διαμένουν ως επί το πλείστον σε μη αστικά κέντρα. Τα εγκλήματα τα οποία έχουν τελέσει τα συγκεκριμένα άτομα καταδεικνύουν επίσης την προτίμηση ενός συγκεκριμένου ‘’τύπου εγκληματία’’.

Η χρήση βίας και η προσβολή συγκεκριμένων εννόμων αγαθών, όπως αυτά της ζωής ή της γενετήσιας ελευθερίας είναι το πρώτο στοιχείο που προϊδεάζει για την επικινδυνότητα του δράστη. Στην πλειοψηφία των περιπτώσεων, παρατηρείται, λοιπόν, η τέλεση του εγκλήματος της ανθρωποκτονίας, εφόσον συνυπάρχουν και ορισμένα χαρακτηριστικά ως προς την ταυτότητα του θύματος ή τον συγκεκριμένο τρόπο τέλεσης, να είναι και ο λόγος για τον οποίο επιβάλλεται η συγκεκριμένη ποινική μεταχείριση[17].

Η τέλεση μίας και μόνο εγκληματικής πράξης είναι συνήθως αρκετή για την απόδοση του χαρακτηρισμού της επικινδυνότητας στον εν λόγω δράστη[18], καθώς η πλειονότητα των κρατουμένων είχε έως τότε λευκό ποινικό μητρώο[19]. Οι ομοιότητες μεταξύ των κρατουμένων συνεχίζουν και στο είδος της ψυχικής ασθένειας που αυτοί παρουσιάζουν, μιας και η πλειονότητα έχει διαγνωσθεί να πάσχει από ψυχωσική συνδρομή και σχιζοφρένεια[20].

Ως στοιχεία που λήφθησαν υπόψη για την κατάφαση της επικινδυνότητας και την εξαγωγή του συμπεράσματος ότι, αν ο δράστης αφεθεί ελεύθερος, θα τελέσει ‘’με βεβαιότητα’’ και άλλα αδικήματα είναι μεταξύ άλλων: η χρήση βίας, το αιφνίδιο, απρόβλεπτο και αναιτιολόγητο των πράξεων του δράστη, η ασήμαντη αφορμή που οδήγησε στο έγκλημα, η χρήση επικίνδυνων μέσων για την τέλεση του εγκλήματος (μαχαίρι και φωτιά), η πολλαπλότητα και σφοδρότητα των χτυπημάτων, το απεχθές και ειδεχθές των εγκλημάτων, το πρόσωπο προς το οποίο στρέφεται το έγκλημα, το γεγονός ότι το θύμα ανήκει στον στενό οικογενειακό κύκλο του δράστη (στενός οικογενειακός δεσμός) και ότι βρισκόταν εκείνη τη στιγμή σε ευάλωτη θέση (π.χ. κοιμόταν, ήταν ηλικιωμένο κοκ). Επίσης επιπρόσθετα με τα παραπάνω στοιχεία είναι: η εν γένει συμπεριφορά του και στο παρελθόν και η παρουσία επιθετικών συμπτωμάτων, η επανειλημμένη επίδειξη αντικοινωνικών συμπεριφορών, ο τόπος (ο οποίος είναι είτε δημόσιος χώρος είτε το σπίτι των θυμάτων) και ο χρόνος (συνήθως βράδυ) της τέλεσης, η ψυχρότητα και η ηρεμία της συμπεριφοράς του δράστη κατά την τέλεση του εγκλήματος, η νοσηλεία του κατά το παρελθόν σε ψυχιατρικές κλινικές, το είδος και η ένταση των ψυχικών ασθενειών, η ύπαρξη ροπής και (αυτό)καταστροφικών τάσεων.

Ο ΣΤ, μετά από 16 χρόνια, 4 αιτήσεις μετατροπής της ποινής του περιορισμού στην αντίστοιχη ποινή κάθειρξης που του επιβλήθηκε (24 έτη) και μία αίτηση υφ’ όρον απόλυσης, που όλες απορρίφθηκαν παρά τη γνωμοδότηση των αρμόδιων ψυχιάτρων περί της λήψης της φαρμακευτικής του αγωγής, τη σημαντικότατη βελτίωση της υγείας του, την έλλειψη διαταραχών για μεγάλο χρονικό διάστημα, την άριστη συνεργασία με τους υπαλλήλους του καταστήματος κράτησης, την μετάνοιά του για όσα έγιναν κατά το παρελθόν και την εξάλειψη των λόγων που τον καθιστούν επικίνδυνο (όπως άλλωστε παραδέχονται και οι ειδικοί ψυχίατροι αλλά και σύσσωμο το προσωπικό του ΨΚΚ), παραμένει ακόμα έγκλειστος. Το σύστημα δεν μπορεί να το διακινδυνεύσει και να τον αφήσει ελεύθερο εφόσον προβλέπει ακόμα την πιθανότητα, παρά τις αντίθετες γνώμες των γιατρών, να υποπέσει εκ νέου σε αδικήματα. Πού, όμως, στηρίζει την απόφασή του αφ’ ης στιγμής όλα τα παθολογικά στοιχεία που τον οδήγησαν σε αυτήν την πράξη εξαφανίστηκαν;

Οι κοινωνικές προκαταλήψεις και τα στερεότυπα που έχουν εδραιωθεί στο σύγχρονο κόσμο, φαίνεται να είναι αυτά που οδηγούν στην ευδοκίμηση της γνώμης ότι η ασφάλεια της κοινωνίας πρέπει πάση θυσία να εδραιωθεί ακόμα και αν αυτό σημαίνει ότι τα δικαιώματα ενός ανθρώπου θυσιάζονται στο βωμό για την επίτευξη του στόχου αυτού. Η ευημερία της ολότητας υπερτερεί των ατομικών συμφερόντων και ο κατασταλτικός μηχανισμός φαίνεται να είναι ο μόνος που μπορεί να το επιτύχει. Το Ποινικό Δίκαιο προσπαθεί τότε ουσιαστικά να υποκαταστήσει την κοινωνική και ιατρική φροντίδα που δεν έλαβαν ποτέ αυτή οι άνθρωποι, δρώντας πλέον ως μέσο πρόληψης εκ νέου εγκλημάτων. Αυτή φαίνεται να είναι η εξέλιξη του σήμερα και όλοι φαίνεται να τη δέχονται. Ο ΣΤ. ωστόσο έχει μετανιώσει αδρά, προσπαθεί να επανακοινωνικοποιηθεί αλλά το σύστημα δε φαίνεται να τον αφήνει μιας και θεωρεί ότι το λάθος το οποίο έκανε είναι αδιόρθωτο. Ο ΣΤ έχει 15 χρόνια να δει όμως την κόρη του. Παίρνει πλέον τακτικά τα φάρμακά του και είναι, θα μπορούσαμε να πούμε, ένας άλλος άνθρωπος. Αξίζει, λοιπόν, αυτού του είδους τη μεταχείριση; Δεν είμαι εγώ αρμόδια να το απαντήσω αυτό αλλά θέλω να σας αφήσω με ένα ερώτημα. Εσείς αν ήσασταν στη θέση του πως θα θέλετε να σας φερόταν η κοινωνία; Υπάρχει μία ιστορία πίσω από τη ζωή του ΣΤ, η οποία μπορεί να εξηγήσει επακριβώς τις ενέργειες στις οποίες προέβη και τα λάθη στα οποία υπέπεσε. Πρέπει άραγε να τιμωρείται για πάντα για αυτά;

Με σκοπό την περισσότερο εύληπτη απεικόνιση των αποτελεσμάτων της έρευνας, ακολουθούν δύο πίνακες, όπου αναγράφονται τα κυρίαρχα χαρακτηριστικά που οδηγούν στην κατάφαση της επικινδυνότητας αλλά και τις συνέπειες που την ακολουθούν ως προς την επιβαλλόμενη ποινή.

  Έγκλημα Ποινή περιορισμού

 

Ποινή κάθειρξης Ψυχιατρική πάθηση
Α ανθρωποκτονία και οπλοχρησία 14 έτη και 6 μήνες 21 έτη παρανοειδής σχιζοφρένεια
Β ανθρωποκτονία 11 έτη 20 έτη -
Γ πρόκληση πυρκαγιάς από πρόθεση κατ' εξακολούθηση 4 έτη 10 έτη νοητική καθυστέρηση, συναισθηματική διαταραχή καταθλιπτικού τύπου με ψυχοσιόμορφες εκτροπές
Δ απόπειρα ανθρωποκτονίας, παράνομη οπλοφορία και οπλοχρησία 7 έτη 11 έτη ψυχωσικού τύπου συνδρομή/ χρονήσασα ψύχωση
Ε εμπρησμός 8 έτη 8 έτη ψυχωσική συνδρομή σε άτομο με νοητική στέρηση και διαταραχή προσωπικότητας/ επιπωματική ψύχωση
ΣΤ ανθρωποκτονία τετελεσμένη και σε απόπειρα, οπλοφορία και οπλοχρησία 15 έτη 24 Σχιζοφρένεια/παραλήρημα ζηλοτυπικού τύπου/ παρανοϊκός/κατάθλιψη/διπολική διαταραχή
Ζ ανθρωποκτονία τετελεσμένη και σε απόπειρα, οπλοφορία και οπλοχρησία 15 έτη 25 έτη και 2 μήνες, εκτιτέα τα 25 παρανοειδής σχιζοφρένεια
Η απόπειρα ανθρωποκτονίας 12 έτη 13 έτη χρόνια ψυχωσικός/ σχιζοφρενική ψύχωση
Θ ανθρωποκτονία και οπλοφορία 12 έτη 21 έτη σχιζοφρενής και τουλαχιστον μετρίου βαθμού νοητική έκπτωση/ σχιζοφρένεια αδιαφοροποιητικού ή ηβηφρενικού τύπου
Ι θανατηφόρος σκοπούμενη σωματική βλάβη 10 έτη 10 έτη διαταραχή συμπεριφοράς/διαταραχή προσωπικότητας/ψυχωσικά στοιχεία επί εδάφους κατάχρηση οινοπνεύματος/ψυχωσική συνδρομή παρανοϊκού τύπου
Κ προσβολή γενετήσιας αξιοπρέπειας προσώπου νεότερου των 12 4 μήνες 12 μήνες βαρεία νοητική στέρηση με συμπεριφορικές διαταραχές
Λ ανθρωποκτονία  κατά συρροή, απόπειρα ανθρωποκτονίας και οπλοχρησία 29 έτη, εκτιτέα τα 25 36 έτη, εκτιτέα τα 25 ψυχωσική συνδρομή
Μ ανθρωποκτονία εκ προθέσεως και απόπειρα ληστείας 10 έτη 22 έτη διαταραχή συμπεριφοράς/  δυσκοινωνική διαταραχή προσωπικότητας/ ψυχωσική συνδρομή
Ν ληστεία με καλυμμένα χαρακτηριστικά και διακεκριμένη κλοπή κατ' εξακολούθηση και κατ' επάγγελμα 7 έτη 12 έτη -

 

  Στοιχεία που καθιστούν το δράστη επικίνδυνο
Α Σκότωσε τη μητέρα, με χρήση μαχαιριού και ιδιαίτερη σκληρότητα. Πρόθεση να κάψει το σώμα της. Η ψυχική κατάσταση, το είδος και ο βαθμός επικινδυνότητας του μέσου τελέσεως, η πολλαπλότητα και η σφοδρότητα των χτυπημάτων. Το γεγονός ότι προχώρησε στην τέλεση της πράξης για ασήμαντη αφορμή (τον εκνεύρισε η επιμονή που επέδειξε να εισέλθει στο σπίτι)
Β Προσπάθησε να σκοτώσει τη μητέρα του, η οποία πέθανε λίγο αργότερα λόγω ανακοπής εξαιτίας των κακώσεων που της είχε προκαλέσει. Η χρήση μαχαιριού και η ύπαρξη πολλαπλών θλαστικών τραυμάτων
Γ Χρήση αυτοσχέδιων εμπρηστικών μηχανισμών. Επανειλημμένη πράξη (34 φορές), η οποία λάμβανε χώρα κατά τις νυχτερινές ώρες. Η ιδιαίτερη ψυχοσύνθεση του δράστη, η σταθερά επαναλαμβανόμενη καταστροφική τάση και ροπή.  Η ψυχοσύνθεση του εν λόγω ατόμου καθιστά σφοδρά πιθανό να βάλει φωτιά ακόμη και στο ίδιο του το σπίτι.
Δ Το αναίτιο της συμπεριφοράς, η χρήση μαχαιριού, η κατοχή και μεταφορά 2 μαχαιριών ένα εκ των οποίων ήταν στιλέτο, η προσπάθεια να σκοτώσει κάποιον άγνωστο στο δρόμο, η τέλεση της πράξης μέρα μεσημέρι σε δημόσιο χώρο, το γεγονός ότι έχει απασχολήσει και κατά το παρελθόν τις διωκτικές αρχές.
Ε Χαρακτηρίζεται ως πυρομανής, έχει προηγούμενες καταδίκες για το ίδιο έγκλημα, η βαρύτητα του εγκλήματος.
ΣΤ Σκότωσε τον αδερφό του με αλλεπάλληλα χτυπήματα τα οποία σταμάτησαν μόνο όταν τον τράβηξαν οι γείτονες και του έσπασαν ένα βάζο στο κεφάλι, αποπειράθηκε εν συνεχεία να σκοτώσει και τη γυναίκα του αδερφού του, οι πράξεις αυτές έλαβαν χώρα μπροστά στα παιδιά του ζεύγους και μέσα στο σπίτι τους, είχε επιθετικές τάσεις και παλαιότερα, χτυπούσε τη γυναίκα του και είχε στείλει τη μητέρα του στο νοσοκομείο
Ζ Συνεχείς και χρόνιες συγκρούσεις και βίαια επεισόδια και πριν το συμβάν. Σκότωσε τη γυναίκα του, μάλλον με μαχαίρι, της επέφερε 10 πλήγματα. Όταν πήγε ο γιος του να τον εμποδίσει, άρχισε να τον μαχαιρώνει και αυτόν πολλαπλώς και σταμάτησε μόνο όταν νόμιζε ότι ήταν πλέον νεκρός. Παντελής έλλειψη σεβασμού προς την ανθρώπινη ζωή, αναίτια τέλεση, ιδιαίτερη βαναυσότητα, υπέρβαση των ενδοιασμών και των φραγμών της ηθικής, συνεχείς αδιαφορία για επιταγές έννομης τάξης.
Η Χρήση μαχαιριού 26 εκ. Τρόπος ενέργειας σε συνδυασμό με την έλλειψη ηθικού φραγμού και την ιδιαίτερη σκληρότητα και ψυχραιμία. Αναιτιολόγητη επίθεση. Τέλεση βίαιων πράξεων και στο παρελθόν.
Θ Σκότωσε τη μητέρα του, ενώ αυτή κοιμόταν, με άγνωστο αριθμό μαχαιριών εκ των οποίων προκλήθηκε σχεδόν ολική αποκοπή της κεφαλής της. Χρήση δύο διαφορετικών μαχαιριών. Ιδιαίτερα βάναυσος και αποτρόπαιος τρόπος τέλεσης. Λήψη υπόψη και της εν γένει προσωπικότητάς του και του γεγονότος ότι ήταν άνεργος, έμενε με τη μητέρα του, η οποία και ον φρόντιζε. Είχε προσπαθήσει να καθαρίσει με χλωρίνη. Το εξομολογήθηκε σε συγγενείς μετά από 3 μέρες και τους ζήτησε να τον βοηθήσουν να τη θάψει. Είχε επανειλημμένα κλειστεί σε ψυχιατρικές κλινικές. Βίαιη συμπεριφορά και κατά το παρελθόν. Δεν υπάρχει υποστηρικτικό περιβάλλον.
Ι Χτύπησε μανιωδώς τη μητέρα του επιφέροντας της ισχυρά χτυπήματα με τα πόδια του στο κεφάλι και σε όλο της σώμα. Αναίτιο συμπεριφοράς ( τη χτύπησε γιατί ήταν προκλητική και του πέταξε αποφάγια). Την ποδοπάτησε με αγριότητα και ύστερα την εγκατέλειψε σε κωματώδη κατάσταση. Γενικότερος επιθετικός χαρακτήρας. Η σκληρότητα και η αναλγησία με την οποία ενήργησε.
Κ Εκτεταμένο ποινικό μητρώο, του είχε επιβληθεί περιορισμός και κατά το παρελθόν για την τέλεση ομοειδούς πράξης.
Λ Μεθοδευμένος, ψύχραιμος και οργανωμένος τρόπος τέλεσης. Εντός ελάχιστου χρόνου αφαίρεσε τη ζωή δύο ατόμων και αποπειράθηκε να σκοτώσει και 3ο. Τους πυροβόλησε από πολύ κοντινή απόσταση, ενώ τον είχαν επισκεφθεί στο σπίτι του.
Μ Σκότωσε άγνωστο άτομο, το οποίο βρήκε να κοιμάται σε μία παραλία, ξημερώματα. Επανειλημμένα χτυπήματα με πέτρα σε διάφορα σημεία του κεφαλιού. Ύστερα χρησιμοποιώντας μαχαίρι τον χτύπησε στο λαιμό και στα γεννητικά του όργανα. Προχώρησε δε σε αυτή την πράξη με σκοπό να του αφαιρέσει τα περιουσιακά του στοιχεία. Βιαιότητα και πολλαπλότητα χτυπημάτων. Χρόνια επιθετική συμπεριφορά. Χρειαζόταν φαρμακευτική περίθαλψη από όταν ήταν 10 ετών. Ιστορικό διαταραχών συμπεριφοράς (παραβατικότητα, κλοπές, ομοφυλοφιλία). Αναίτια πράξη. Επανειλημμένες απόπειρες αυτοκαταστροφής.
Ν Πληθώρα προηγούμενων καταδικών.

 


Η Χριστιάνα Στυλιανίδου είναι Δικηγόρος, μεταπτυχιακή φοιτήτρια ΠΜΣ Ποινικών και Εγκληματολογικών Επιστημών στη Νομική Αθηνών.

[1] Οι χαρακτηρισμοί αυτοί αναφέρονται όπως ανευρέθησαν στις πραγματογνωμοσύνες που διατάχθηκαν από το δικαστήριο καθώς και στις καταθέσεις της μητέρας του περί της προηγούμενης νοσηλείας του. 
[2] Η ημερομηνία αυτή αντιστοιχεί στην ημερομηνία έναρξης της προσωρινής του κράτησης.
[3] Λόγω της ενασχόλησης διάφορων επιστημών με την εξήγησή της έννοιας της επικινδυνότητας, τα διάφορα στάδια από τα οποία έχει περάσει ανά καιρούς και τις διαφορετικές ερμηνείες που της έχει δώσει τόσο η νομολογία όσο και η θεωρία, θα πρέπει να αρκεστούμε στο να πούμε ότι επικίνδυνος είναι ο δράστης όταν  από τα διαπραχθέντα έως τώρα εγκλήματα, δίδει την εντύπωση περί της βάσιμης πιθανότητας τέλεσης και άλλων σοβαρών εγκλημάτων στο μέλλον (Κοσμάτος Κ., Η διάρκεια του εγκλεισμού σε ψυχιατρικό ίδρυμα κατά το άρθρο 70 του Ποινικού Κώδικα, εκδόσεις Α. Ν. Σάκκουλα, 1998, σ. 90). Η επικινδυνότητα εκφράζει λοιπόν τον κίνδυνο υποτροπής του εν λόγω δράστη στο μέλλον (Τζαννετής Α., Συστηματική Ερμηνεία του Ποινικού Κώδικα, άρθρα 1-133, επιμέλεια Σπινέλλης Δ., Δίκαιο και Οικονομία, Π.Ν. Σάκκουλας, 2005, σ.965). Και η έννοια του επικίνδυνου για τη δημόσια ασφάλεια δράστη ερμηνεύεται τοιουτοτρόπως, ήτοι επικίνδυνος για τη δημόσια ασφάλεια είναι όποιος πιθανολογείται ότι θα διαπράξει και άλλα εγκλήματα στο μέλλον, τέτοιας σοβαρότητας θα διαταράξουν σημαντικά την έννομη τάξη Χωραφάς Ν., Ποινικόν Δίκαιον και Δικονομία, Α’, εκδόσεις το Νομικόν,1955, σ.161. Βλ. και άρθρο 13 ΠΚ, όπου εμπεριέχεται ο αυθεντικός ορισμός του ιδιαίτερα επικίνδυνου δράστη.
[4] Κατσαντώνης Α., Ποινικόν Δίκαιον, Γενικόν Μέρος, τόμος δεύτερος, Η διδασκαλία περί ποινής και μέτρων ασφαλείας, Αθήναι 1978, σ.93 και Κουράκης Ν., Συστηματική Ερμηνεία, ο.π., σ.840.
[5]Λιούρδη Α., Η ποινική αντιμετώπιση δραστών ελαττωμένης ικανότητας προς καταλογισμό κατά τα άρθρα 37 και 38 ΠΚ – Οι διαστάσεις ενός προβλήματος-, σε Μνήμη Νίκου Σ. Φωτάκη, εκδόσεις Α.Ν Σάκκουλας, 1997, σ.111 και  Τζαννετής Α., Συστηματική Ερμηνεία, ο.π., σ.954.
[6] Γαρδίκας Κ., Αι ειδικαί των εγκληματιών κατηγορίαι και η μεταχείρισις αυτών, εκδόσεις Ν. Α. Σάκκουλα, 1951, σ.48 και Κοκολάκης Ε. Αόριστος καταδίκη (άρθρα 90-92 Ποιν. Κώδικος), Θεσσαλονίκη, 1991, σ.1. Ωστόσο, όπως ορθά επισημαίνει ο Λίβος Ν., Πότε η χορήγηση της υφ’ όρον απολύσεως είναι υποχρεωτική;, ΠοινΧρ 1993, σ.927) είναι καταστροφικό για τη σωφρονιστική πολιτική και για την επίτευξη του σκοπού της ειδικής πρόληψης το να μη γνωρίζει ο κρατούμενος αν, υπό ποιους όρους και πότε περίπου θα μπορέσει να απολυθεί.
[7]  Περί της απόκλισης που παρατηρείται σε αυτές τις περιπτώσεις από το καθιερωμένο Ποινικό Δίκαιο της Πράξης και την ένταξή τους σε αυτό του Δράστη βλ. Δημόπουλος Χ., Η προεγκληματική επικινδυνότητα και τα μέτρα για την αντιμετώπισή της, εκδόσεις Α. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα- Θεσσαλονίκη, 1988, σ. 255, Παρασκευόπουλος Ν., Φρόνημα και καταλογισμός στο Ποινικό Δίκαιο, εκδόσεις Σάκκουλα/Θεσσαλονίκη, 1987, σ.173, Σύλικος Γ., «Ιδιαίτερη επικινδυνότητα» Η ιδιαίτερη επικινδυνότητα μίας ιδιαιτέρως επικίνδυνης νομικής κατασκευής, Πράξη και Λόγος του Ποινικού Δικαίου, 2005, σελ. 134.
[8]Για την αντίθεση των ποινών αυτών κυρίως με την αρχή της αναλογικότητας και την αρχή της ενοχής βλ. μεταξύ άλλων και Καϊάφα- Γκμπάντι Μ., Μπιτζελάκης Ν., Συμεωνίδου- Καστανίδου Ε., Δίκαιο των Ποινικών Κυρώσεων, εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη, 2016, σ. 59 και 183 και Μαργαρίτης Λ.- Παρασκευόπουλος Ν.- Νούσκαλης Γ., Ποινολογία, Άρθρα 50-133, 8η έκδοση, εκδόσεις Σάκκουλα Αθήνα- Θεσσαλονίκη, 2016, σ.150.
[9] Οι λοιπές προϋποθέσεις έγκεινται στο ότι πρέπει να έχουν ελαττωμένη ικανότητα προς καταλογισμό λόγω νοσηρής διατάραξης των πνευματικών λειτουργιών και να έχουν τελέσει εγκλήματα, για τα οποία επιφυλάσσεται ποινή ανώτερη των 6 μηνών. Η κατάφαση της επικινδυνότητας σε αυτές τις περιπτώσεις δεν φαίνεται να είναι και πολύ δύσκολη μιας και η ιδιαίτερη κατηγορία των ψυχικά ασθενών δραστών, ακολουθώντας το κοινωνικό στερεότυπο του ψυχασθενή- επικίνδυνου δράστη φαίνεται διαχρονικά να συμπεριλαμβάνεται στις κατηγορίες των δραστών που απολαμβάνουν του τεκμηρίου της επικινδυνότητας. Τα αρνητικά κοινωνικά στερεότυπα που έχουν παγιωθεί σχετικά με τη φύση του εγκλήματος και του εγκληματία που πρέπει να φοβόμαστε φαίνεται να παίζουν μεγάλο ρόλο σε αυτή την κατηγοριοποίηση (Φυτράκης Φ., Από τον επικίνδυνο στο μέσο συνετό άνθρωπο: Μυθολογία και εμπειρισμός στο (ποινικό) δίκαιο, σε Τιμητικό τόμο για τον Ιωάννη Μανωλεδάκη ΙΙ, Μελέτες ποινικού δικαίου – Εγκληματολογίας – Ιστορίας του εγκλήματος, εκδόσεις Σάκκουλας α.ε , 2007, σ. 690 και 694-5). Για το τεκμήριο της επικινδυνότητας των ψυχικά ασθενών και την καθιέρωσή του, η οποία έχει ξεκινήσει ήδη από τα υποστηριζόμενα εκ των θεωρητικών της ιταλικής θετικής σχολής βλ. μεταξύ άλλων Αλεξιάδης Σ., Η επικινδυνότητα του εγκληματία: Ένα στοιχείο πλαστό, Μνήμη Ν. Χωραφά, Η. Γάφου, Κ. Γαρδίκα, τόμος Β, 1986, σ. 138, Δημόπουλος Χ., ο.π., σ.60 και 275, ο οποίος αναφέρει την καθιέρωση του τεκμηρίου ήδη από 1905, Ζαγκαρόλας Ι., Η εν τη παρ’ ημίν δικαστική και σωφρονιστική πρακτική αντιμετώπισις των ψυχοπαθών εγκληματιών, ΠοινΧρ 1973, σ.427, Κοσμάτος Κ., Η διάρκεια του εγκλεισμού σε ψυχιατρικό ίδρυμα κατά το άρθρο 70 του Ποινικού Κώδικα, εκδόσεις Α. Ν. Σάκκουλα, 1998, σ. 79 και 99 επ. και Τσαλίκογλου Φ., Ο μύθος του επικίνδυνου ψυχασθενή, εκδόσεις Παπαζήση, 1987, σελ. 19-20, 42, 47-8, 68, 113 και 153-4,  η οποία θεωρεί ότι η ταύτιση της ψυχικής ασθένειας με την έννοιας της επικινδυνότητας- κακού προέρχεται από την θεωρούμενη ως απειλή προς το κοινωνικό σύνολο μη προβλεψιμότητα και το ανεξέλεγκτο της συμπεριφοράς των συγκεκριμένων ατόμων. Το γεγονός λοιπόν ότι η επικινδυνότητα και η ψυχική ασθένεια μοιράζονται τα ίδια χαρακτηριστικά (αιφνίδιο, βίαιο και απρόβλεπτο) σημαίνει αναγκαστικά ότι συμπίπτουν κιόλας σε κάποια σημεία.
[10] Η ύπαρξη καταλογισμού στους εν λόγω δράστες οδηγεί στην επιβολή ποινής ενώ η ύπαρξη της επικινδυνότητάς του χρήζει αντιμετώπισης μέσω της επιβολής μέτρων ασφαλείας Βλ. επ’ αυτού Δασκαλάκης Η., Δασκαλάκης Η., Η Μεταχείριση του εγκληματία, εκδόσεις Α. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα- Κομοτηνή, 1985, σ.118 και 120, Μαργαρίτης Λ., Ποινολογία, ο.π., σ.150 υποσημ. 39 καθώς και Μαγκάκης Γ. Α., Ποινικό Δίκαιο, Διάγραμμα γενικού μέρους, εκδόσεις Παπαζήση, 1984, σ.68, ο οποίος αναφέρει ότι οι ιδιάζουσες ποινές διατηρούν χαρακτηριστικά και των δύο ειδών κυρώσεων, το τιμωρητικό της ποινής αλλά και την ανάγκη ειδικής πρόληψης του μέτρου ασφαλείας. Για την έκδηλη ομοιότητα των κυρώσεων αυτών με τα μέτρα ασφαλείας βλ. μεταξύ άλλων Δημητράτος Ν., Συστηματική Ερμηνεία, ο.π., σ.1162. Περί απάτης της ετικέτας και ενδεχόμενη ταύτιση των δύο αυτών μορφών μιλά η Λιούρδη Α., Συστηματική Ερμηνεία, ο.π., σ.629 και ο Στριγγάρης Μ. Γ., Η επικινδυνότητα των ψυχικών διαταραχών (στον ΠΚ και στην εφαρμογή του), ΠοινΧρ 1983, σ. 9, ο οποίος αναπαριστώντας πολύ γραφικά τη σχέση μεταξύ τους υποστηρίζει ότι τα μέτρα ασφαλείας που επιβάλλονται στους ακαταλόγιστους αποτελούν μία «σχεδόν πιστή αντιστοιχίας στην κάθειρξη αόριστης διάρκειας».
[11] Σημειώνεται δε ότι με την απόφαση που επιβάλλει την ιδιάζουσα αυτή ποινή, το δικαστήριο ταυτόχρονα αποφασίζει και στην ποινή κάθειρξης, ορισμένου χρόνου, η οποία θα εκτιθεί στην περίπτωση που εκλείψει κάποια από τις προϋποθέσεις που οδήγησε στην ιδιαίτερη μεταχείριση, ήτοι αν σταματήσει να είναι επικίνδυνος ή αν παύσει η ψυχική ασθένεια. Μετά από αίτηση αντικατάστασης του περιορισμού και μετατροπής του σε φυλάκιση ή κάθειρξη (βλ. άρθρο 40 ΠΚ), η ποινή τρέπεται σε ορισμένης διάρκειας και εκτίεται σε ‘’κανονικές φυλακές’’.
[12] Οι περισσότερες εξ αυτών μάλιστα έχουν επιβληθεί λίαν προσφάτως με τις αποφάσεις κατά αντιστοιχία προς τα άτομα που βρίσκονται έγκλειστα είναι για τον Α: ΜΟΔ Ναυπλίου 31-36/2017, Β: ΜΟΔ Αθηνών 426/2017, Γ:ΜΟΕ Λάρισας 229-236/2011, Δ: ΜΟΕ Αθηνών 536/2009, Ε:ΜΟΕ Αθηνών 44,45/2002, ΣΤ:ΜΟΕ Αθηνών 606/2008, Ζ:ΜΟΔ Αιγίου 63-71/2016, Η: ΜΟΕ Ανατολικής Κρήτης 31/2016, Θ: ΜΟΔ Καρδίτσας 162-169/2015, Ι: ΜΟΕ Θεσσαλονίκης 68-70/2015, Κ: ΜονομΠλημΒέροιας 1035/2014, Λ: ΜΟΕ Εύβοιας 66-68/2014, Μ: ΜΟΕ Ανατολικής Κρήτης 12/2014, Ν: ΠεντΕφΠατρών 22,23/2014.
[13] Χρονολογία γέννησης: Α: 1987, Β:1974, Γ: 1971, Δ:1976, Ε:1963, ΣΤ: 1959, Ζ:1953, Η: 1966, Θ: 1977, Ι: 1970, Κ: 1972, Λ: 1957, Μ: 1990, Ν: 1963.
[14] Εξαίρεση αποτελούν οι ΣΤ, ο οποίος είναι διαζευγμένος με ένα παιδί, ο Ζ, ο οποίος είναι έγγαμος και ο Ν, ο οποίος είναι χήρος. Σημειώνεται ωστόσο ότι στην τελευταία περίπτωση, η γυναίκα του Ν, ήταν ταυτόχρονα και συναυτουργός του στο σύνολο σχεδόν των εγκλημάτων που τέλεσε.
[15] Οι περισσότεροι δηλώνουν δε ότι είναι αγράμματοι ή έχουν τελειώσει το δημοτικό. Εξαίρεση αποτελούν ο Μ, ο οποίος έχει τελειώσει τεχνικό λύκειο, οι Α και Η, οι οποίοι είναι απόφοιτοι λυκείου ο Λ, ο οποίος έχει αποφοιτήσει από ΤΕΙ, καθώς και ο Στ, ο οποίος είναι απόφοιτος ΙΕΚ. 
[16] Οι Β, Λ και Ν είναι οικοδόμοι ενώ ο Ζ όντας παλαιότερα οικοδόμος έχει πλέον συνταξιοδοτηθεί, ο Δ δηλώνει μικροπωλητής, οι Ε και Ι είναι αγρότες, ο ΣΤ είναι αγιογράφος, ο Μ εισήλθε στο κατάστημα κράτησης όσο ήταν ακόμη μαθητής ενώ όλοι οι υπόλοιποι είναι άνεργοι. Ενδιαφέρον παρουσιάζει η περίπτωση του Ζ, ο οποίος πριν μείνει άνεργος ήταν καθαριστής του Δήμου.
[17] Η χρήση του στοιχείου της φωτιάς και η τέλεση είτε εμπρησμού είτε η πρόκληση πυρκαγιάς συμπληρώνουν ακολούθως ένα μοτίβο συμπεριφοράς αποδοκιμαστέο και άκρως επικίνδυνο. Τέλος ενυπάρχουν και δύο μεμονωμένες περιπτώσεις, όπου η επιβολή του μέτρου επέρχεται για την καταδίκη σε εγκλήματα στην μεν πρώτη περίπτωση για προσβολή της γενετήσιας αξιοπρέπειας, στη δε δεύτερη για τέλεση εγκλημάτων κατά τις ιδιοκτησίας. Οι δύο αυτές περιπτώσεις αποτελούν μεν την εξαίρεση στο μοτίβο που φαίνεται να αναπτύσσεται και τον κυρίαρχο ρόλο της φύσης του εγκλήματος και του στοιχείου της βίας, ωστόσο ανευρίσκονται ορισμένα κοινά χαρακτηριστικά μεταξύ αυτών, γεγονός το οποίο μας βοηθά να εντάξουμε τους εν λόγω εγκληματίες στο ευρύτερο πλαίσιο των επικίνδυνων δραστών, όπως άλλωστε αναπτύχθηκε και ανωτέρω. Η ύπαρξη ποινικού μητρώου, η επανειλημμένη τέλεση εγκλημάτων και δη ομοειδών πράξεων αποτελεί και το συνεκτικό στοιχείο των δύο αυτών περιπτώσεων.
[18] Η μη απαίτηση της επανειλημμένης πράξης καθιστά ένα από τα μεγάλα μειονεκτήματα της έννοιας της επικινδυνότητας, γεγονός που την καθιστά άκρως υποκειμενική και επιρρεπή στην αυθαίρετη χρήση, καθώς ανάλογα με το δοκούν και τις κοινωνικό-πολιτικές αντιλήψεις των εκάστοτε αρμοδίων οργάνων μπορούν να οδηγήσουν στην επικόλληση της ετικέτας του επικινδύνου, σε άτομα τα οποία εμφανίζουν αντιθέσεις με την κυρίαρχη ιδεολογία.
[19] Εξαιρέσεις σε αυτόν τον κανόνα παρουσιάζουν οι Ε, Κ και Ν, οι οποίοι έχουν εκτεταμένο ποινικό μητρώο και ιστορικό επανειλημμένης διάπραξης παρόμοιων εγκλημάτων.
[20] Φαίνεται λοιπόν η έννοια της επικινδυνότητας να εκλαμβάνεται κατά τρόπο αντίστοιχο με αυτόν που ακολουθεί η ψυχιατρική επιστήμη και προτείνει το Συμβούλιο της Ευρώπης, όπου η τέλεση εγκλημάτων βίας και το απρόβλεπτο της συμπεριφοράς λόγω της βαριάς ψυχικής ασθένειας εκ της οποίας έχει προσβληθεί ο δράστης αποτελούν τα κύρια στοιχεία για την απόδοση του χαρακτηρισμού. Βλ. μεταξύ άλλων Πανούσης Γ., Η επικινδυνότητα, ΝοΒ 1978, σ. 777, Στριγγάρη Μ. Γ., ο.π., σ. 10 και στα πλαίσια του Συμβουλίου της Ευρώπης τη CM/REC(2014)3.