ΤΕΥΧΟΣ #9 ΜΑΙΟΣ 2019

Η Γυναίκα ως Θύμα Ενδοοικογενειακής Βίας

Δρ. Φώτιος Σπυρόπουλος Η Νομική Προσέγγιση

1. Η ανάγκη προστασίας της γυναίκας

1.1 To φαινόμενο της κακοποίησης της γυναίκας, η οποία συντελείται μέσα στους κόλπους της οικογένειας (ενδοοικογενειακή βία) είναι παγκόσμιο, διαπολιτισμικό και διαχρονικό και, κατά την Μηλιώνη, αποδίδεται πρωτίστως στην άνιση κατανομή της εξουσίας ανδρών και γυναικών στις σύγχρονες κοινωνίες.[1]

Οι έρευνες, οι οποίες έχουν διεξαχθεί σχετικά με την βία κατά των γυναικών και, ειδικότερα, την οικογενειακή βία, καταδεικνύουν το μέγεθος της θυματοποίησης των γυναικών έναντι των ανδρών σε περιστατικά οικογενειακής βίας.

Συγκεκριμένα, σύμφωνα με στοιχεία της Γενικής Γραμματείας Ισότητας των Φύλων[2], κατά το χρονικό διάστημα από την 11.03.2011 μέχρι την 27.03.2013, η Τηλεφωνική Γραμμής SOS 15900, που παρέχει ψυχολογική στήριξη και συμβουλευτική σε γυναίκες θύματα βίας, δέχθηκε 10.176 κλήσεις και 74 ηλεκτρονικά μηνύματα εκ των οποίων ποσοστό 79% αφορούσαν σε καταγγελίες περιπτώσεων έμφυλης βίας. Περαιτέρω, ποσοστό 78% των καταγγελιών που έγιναν από τις ίδιες τις γυναίκες, οι οποίες είχαν κακοποιηθεί, αφορούσε σε περιπτώσεις ενδοοικογενειακής βίας.

Στο ίδιο πλαίσιο, σύμφωνα με έρευνα την οποία διεξήγαγε ο Οργανισμός Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (FRA), ποσοστό 22 % από τις γυναίκες που συμμετείχαν στην έρευνα και έχουν ή είχαν σχέση με άνδρα έχει υποστεί σωματική και/ή σεξουαλική βία, ενώ μία στις τρεις γυναίκες (32 %) έχει πέσει θύμα ψυχολογικής κακοποίησης[3]από στενό σύντροφο, νυν ή τέως.

1.2 Από τα ανωτέρω καθίσταται προφανές ότι το φαινόμενο της ενδοοικογενειακής βίας κοινωνικά εκδηλώνεται κυρίως εις βάρος των γυναικών, γεγονός το οποίο ο νομοθέτης έλαβε υπ’ όψιν του κατά τη θέσπιση του ν. 3500/2006 «Για την αντιμετώπιση της ενδοοικογενειακής βίας και άλλες διατάξεις», σύμφωνα με την Αιτιολογική Έκθεση του οποίου «το φαινόμενο αυτό, κοινωνικά, εκδηλώνεται πρωτίστως σε βάρος των γυναικών, παραβιάζοντας ευθέως την αναγνωρισμένη από το Σύνταγμα αρχή της ισότητας των φύλων (άρθρο 4 § 1 Σ.) με αποτέλεσμα να παρεμποδίζεται καθοριστικά και, σε κάθε περίπτωση, αρνητικά η ελεύθερη ανάπτυξη της γυναικείας προσωπικότητας».[4]

Ούτως, ο ανωτέρω νόμος θεσπίστηκε για να αποτρέψει φαινόμενα μετατροπής της οικογένειας σε «τόπο ατιμώρητης καταπάτησης των ανθρώπινων δικαιωμάτων» και να αντιμετωπίσει το φαινόμενο της οικογενειακής βίας στη βάση των αρχών της ελευθερίας, της αυτοδιαθέσεως και της αξιοπρέπειας του ατόμου. Εκ των ανωτέρω συνάγεται ότι το προστατευόμενο έννομο αγαθό είναι η αρμονική συμβίωση στο πλαίσιο της οικογένειας, η οποία μπορεί να απειληθεί από προσβολές των επί μέρους εννόμων αγαθών της σωματικής ακεραιότητας, της ελευθερίας, της γενετήσιας ελευθερίας, της ενδοοικογενειακής γενετήσιας αξιοπρέπειας πρωτίστως των γυναικών, των ανηλίκων, των υπερηλίκων και γενικώς των ευάλωτων ατόμων.[5]Μάλιστα, κατά μία άποψη οι σχετικές διατάξεις θα έπρεπε να είναι αφιερωμένες μόνο στις γυναίκες με το σκεπτικό ότι αυτές αποτελούν κατά τη συντριπτική πλειοψηφία θύματα ενδοοικογενειακής βίας.[6]

1.3 Εν αντιθέσει με τα ανωτέρω, από την επισκόπηση του συγκεκριμένου νομοθετήματος προκύπτει ότι ο νόμος δεν διακρίνει ως προς το θύμα της ενδοοικογενειακής βίας. Ειδικότερα, σε κανένα σημείο του νόμου δεν γίνεται οιαδήποτε διάκριση με βάση το φύλο του θύματος - η μόνη δε μνεία αφορά στην τυποποίηση αδικήματος για την σωματική βλάβη εναντίον εγκύου (ά. 6 παρ. 3).

Ανεξαρτήτως του σκοπού του νόμου να προστατεύσει τα άτομα εις βάρος των οποίων εκδηλώνονται συνήθως περιστατικά ενδοοικογενειακής βίας, τυχόν διάκριση ως προς το φύλο του θύματος του εκάστοτε αδικήματος θα συνιστούσε παραβίαση της αρχής της ισότητας των δύο φύλων, όπως αυτή προστατεύεται δυνάμει του άρθρου 4 Σ. Τούτο θα ερχόταν σε πλήρη αντίθεση με το πνεύμα του νόμου να παύσει τις όποιες παραβάσεις της αρχής αυτής που συντελούνται μέσω της άσκησης ενδοοικογενειακής βίας.

2. Παρουσίαση αδικημάτων που τυποποιούνται στο ν. 3500/2006

 

2.1      Οι βασικές αλλαγές που εισήχθησαν με το ν. 3500/2006 είναι οι εξής:

            - ποινικοποίηση του βιασμού στο γάμο,

            - αναγωγή της άσκησης ενδοοικογενειακής βίας ως τεκμηρίου ισχυρού κλονισμού του γάμου,

            - παροχή προστασίας για τις πράξεις οικογενειακής βίας και στη μόνιμη σύντροφο του συζύγου,

            - εισαγωγή και καθιέρωση του θεσμού της ποινικής διαμεσολάβησης,

            - προστασία της εγκύου γυναίκας και των λοιπών ευάλωτων μελών της οικογένειας από την ενδοοικογενειακή βλάβη που τελείται εις βάρος τους.

2.2 Όμως, η συμβολή του ν. 3500/2006 στην αντιμετώπιση της ενδοοικογενειακής βίας δεν εξαντλείται στην τυποποίηση των ανωτέρω αδικημάτων, αλλά επεκτείνεται και στον προσδιορισμό των εννοιών της ενδοοικογενειακής βίας, της οικογένειας και του θύματος της ενδοοικογενειακής βίας.

Περαιτέρω, η θέσπιση ειδικών δικονομικών διατάξεων, όπως επί παραδείγματι του θεσμού της ποινικής διαμεσολάβησης, διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στο χαρακτήρα του συστήματος ποινικής δικαιοσύνης. Ειδικότερα, δια του άνω θεσμού κάμφθηκε η ισχύς της αρχής της νομιμότητας[7]ως προς την άσκηση της ποινικής δίωξης και προκρίθηκε η αρχή της σκοπιμότητας, δια της οποίας επιταχύνθηκε η απονομή της ποινικής δικαιοσύνης. Επιπλέον, το ίδιο το σύστημα ποινικής δικαιοσύνης έγινε πιο φιλικό προς τα θύματα, αφού αυτά αφ’ ενός μεν έχουν περισσότερα κίνητρα να καταγγείλουν την πράξη αφ’ ετέρου δε τους παρέχεται η δυνατότητα να μετάσχουν σε μία διαδικασία που σκοπό θα έχει να τα βοηθήσει να συζητήσουν και να θέσουν τέρμα στις σχετικές συμπεριφορές με τη βοήθεια ενός αμερόληπτου τρίτου.[8]

Τέλος, ο νομοθέτης, στο ΣΤ΄ Κεφάλαιο του ν. 3500/2006 με τίτλο «Αρωγή των θυμάτων» μερίμνησε ειδικά για την παροχή ηθικής συμπαράστασης σε θύματα ενδοοικογενειακής βίας, επέκτεινε την εφαρμογή του ευεργετήματος της πενίας και σε θύματα ενδοοικογενειακής βίας, και θέσπισε συγκεκριμένες υποχρεώσεις των εκπαιδευτικών όταν αυτοί αντιληφθούν ότι έχει λάβει χώρα περιστατικό ενδοοικογενειακής βίας εις βάρος μαθητή.

2.2.1    Αναλυτικά, σύμφωνα με το άρθρο 1 § 1 ν. 3500/2006, ως ενδοοικογενειακή βία ορίζεται «κάθε σωματική, σεξουαλική η ψυχολογική βία που ασκείται σε βάρος  του θύματος από τον νυν η πρώην σύζυγο η από σύντροφο  η άλλα μέλη της οικογένειας».

Δυνάμει της διατάξεως του άρθρου 2 εδ. α ν. 3500/2006 διευρύνθηκε η έννοια της οικογένειας, συμπεριληφθέντων και των συγγενών τετάρτου βαθμού εξ αίματος ή εξ αγχιστείας εφόσον αυτά συνοικούν, ενώ σύμφωνα με τα οριζόμενα στη διάταξη του άρθρου 1 § 2 εδ. γ ν. 3500/2006, η σφαίρα προστασίας του συγκεκριμένου νόμου επεκτείνεται και στη μόνιμη σύντροφο του άνδρα ή στον μόνιμο σύντροφο της γυναίκας και στα τέκνα, κοινά ή ενός εξ αυτών, εφόσον τα πρόσωπα αυτά συνοικούν, ως και στους τέως συζύγους,

Στο άρθρο 2 του συγκεκριμένου νόμου διατυπώνεται με απόλυτο και ρητό τρόπο η απαγόρευση άσκησης βίας κάθε μορφής μεταξύ των μελών της οικογένειας.

2.2.2    Στο Κεφάλαιο Γ του νόμου με τίτλο «Ποινικές Διατάξεις» θεσπίστηκαν νέες διατάξεις, στις οποίες τυποποιήθηκαν τα ειδικότερα εγκλήματα. Οι νέες διατάξεις συνιστούν παραλλαγές των τεθειμένων στον Π.Κ., οι οποίες τροποποιήθηκαν προκειμένου να απηχούν τις νέες αντιλήψεις και να συνάδουν προς τις ανάγκες της κοινωνίας μας σήμερα, και κατέστησαν, τοιουτοτρόπως νοηματικά αυτοτελείς σε σχέση με τις παλαιές. Σε άλλες, βέβαια, περιπτώσεις οι νέες διατάξεις εμφανίστηκαν ως νομικά αυτόνομες, αναδεικνύοντας νέα ιδιαίτερα και ιδιώνυμα εγκλήματα[9].

Ούτως, στο άρθρο 6 §§ 1,2 ν. 3500/2006 τυποποιείται το έγκλημα της ενδοοικογενειακής σωματικής βλάβης απλής και επικίνδυνης, αντίστοιχα. Στην παράγραφο 2 εδάφιο β΄ του ίδιου άρθρου η άνω συμπεριφορά τυποποιήθηκε ως κακούργημα, εάν προκλήθηκε βαριά σωματική βλάβη εκ της παράνομης πράξεως, ομοίως δε και στη παράγραφο 2 εδάφιο γ΄, εάν ο υπαίτιος ενήργησε με δόλο, ήτοι εάν επεδίωκε ή γνώριζε και αποδέχθηκε το αποτέλεσμα της πράξης του. Στην παράγραφο 3 του άρθρου 6 του ίδιου νόμου προβλέπεται το ιδιώνυμο έγκλημα της ενδοοικογενειακής σωματικής βλάβης – όπως αυτό περιγράφεται στο άρθρο 6 § 1 – εις βάρος εγκύου ή ανίκανου μέλους της οικογένειας ή ενώπιον ανηλίκου μέλους της οικογένειας. Η θέσπιση της διατάξεως αυτής ήταν αναγκαία, προκειμένου να αντιμετωπιστεί το φαινόμενο της ενδοοικογενειακής βίας εις βάρος, κυρίως, των εγκύων, ειδικότερα λαμβανομένου υπ’ όψιν ότι σύμφωνα με την ανωτέρω έρευνα του Οργανισμού Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (FRA), ποσοστό 42% εκ των γυναικών, οι οποίες υπέστησαν βία από τέως σύντροφο και βρέθηκαν σε κατάσταση εγκυμοσύνης στη διάρκεια της εν λόγω σχέσης, έπεσε θύμα βίας από τον σύντροφο αυτό ενώ ήταν έγκυοι, ενώ συγκριτικά, από τις γυναίκες που έχουν πέσει θύματα βίας από τον νυν σύντροφό τους, 20 % έπεσαν θύματα βίας από τον νυν σύντροφό τους ενώ ήταν έγκυοι.

Περαιτέρω, στο άρθρο 6 § 4 ν. 3500/2006 θεσπίζεται μία ειδικότερη μορφή της σωματικής βλάβης που κινείται, έτσι όπως έχει διατυπωθεί νομοτεχνικά, στα όρια της διακεκριμένης παραλλαγής και του ιδιώνυμου εγκλήματος.[10]Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην ανωτέρω διάταξη, αν η ενδοοικογενειακή σωματική βλάβη συνιστά μεθοδευμένη πρόκληση έντονου σωματικού πόνου ή σωματικής εξάντλησης, επικίνδυνης για την υγεία, ή ψυχικού πόνου, ικανού να επιφέρει σοβαρή ψυχική βλάβη, ιδίως με την παρατεταμένη απομόνωση του θύματος, επιβάλλεται κάθειρξη και εάν το θύμα είναι ανήλικος, επιβάλλεται κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών.

Δυνάμει του άρθρου 7 ν. 3500/2006 τυποποιήθηκε το έγκλημα της παράνομης βίας και απειλής, ενώ διατου άρθρου 8 ν. 3500/2006 τροποποιήθηκε το άρθρο 336 Π.Κ., διευρυνθέντος του αξιοποίνου, καλύπτοντας τον βιασμό και μεταξύ των συζύγων.[11]Η προστασία του συζύγου απέναντι στην σεξουαλική κακοποίηση του άλλου συζύγου καταδεικνύει ότι ο νομοθέτης έλαβε σοβαρά υπ’ όψιν του την έκταση, την οποία έχει λάβει ο βιασμός μεταξύ των συζύγων ή των συντρόφων στην Ε.Ε. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τα αποτελέσματα της έρευνας, την οποία διεξήγαγε ο Οργανισμός Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (FRA)[12]περίπου ένα τρίτο (31 %) από τις συμμετέχουσες στην έρευνα οι οποίες ανέφεραν ότι έχουν πέσει θύμα βιασμού από τον νυν σύντροφό τους δηλώνουν ότι έχουν υποστεί έξι ή περισσότερα περιστατικά βιασμού από τον σύντροφό τους.

Στο άρθρο 9 § 1 ν. 3500/2006 τυποποιείται το έγκλημα της προσβολής της γενετήσιας αξιοπρέπειας μέλους της οικογένειας με ιδιαίτερα ταπεινωτικά λόγια.

Σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 10 ν. 3500/2006 προβλέπεται ιδιαίτερο αξιόποινο, το οποίο τιμωρεί με φυλάκιση τριών μηνών έως τριών ετών όποιον σε υπόθεση ενδοοικογενειακής βίας απειλεί μάρτυρα ή μέλος της οικογένειας του ή ασκεί βία εναντίον του, με σκοπό την παρακώλυση απονομής της δικαιοσύνης. Η συγκεκριμένη διάταξη εδέχθη κριτική για το λόγο ότι ετέθη για να ποινικοποιήσει ένα συνονθύλευμα συμπεριφορών, οι οποίες ούτως ή άλλως ετιμωρούντο με τις κοινές ποινικές διατάξεις, δημιουργώντας τοιουτοτρόπως ένα «delictum sui generis» έναντι αυτών.[13]Πράγματι, δια της άνω διατάξεως επιχειρείται να τυποποιηθεί ένα έγκλημα, του οποίου η αντικειμενική υπόσταση συμπεριλαμβάνει συμπεριφορές, οι οποίες θεωρούνται ήδη αξιόποινες, είναι δε όλως γενική και αόριστη και, συνακόλουθα, δικαιοπολιτικά αμφίβολη.

Η διάταξη του άρθρου 18 του ν. 3500/2006 προβλέπει την επιβολή των  περιοριστικών όρων της απομάκρυνσης από την οικογενειακή οικία, της μετοίκησης ή της απαγόρευσης προσέγγισης των χώρων κατοικίας ή εργασίας του θύματος, κατοικίες στενών συγγενών του, τα εκπαιδευτήρια των παιδιών και ξενώνες φιλοξενίας στον κατηγορούμενο για την τέλεση εγκλημάτων ενδοοικογενειακής βίας, εάν αυτό κρίνεται απαραίτητο για την προστασία της σωματικής και ψυχικής υγείας του θύματος.[14]Η επιβολή του συγκεκριμένου περιοριστικού όρου μπορεί να διαταχθεί οποτεδήποτε μέχρι την έκδοση οριστικής απόφασης.

2.2.3    Η εισαγωγή του θεσμού της ποινικής διαμεσολάβησης, ως ελέχθη, διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στο σύστημα ποινικής δικαιοσύνης της χώρας μας καθώς προέταξε την εξωδικαστική συμφιλίωση των μερών. Δέον να σημειωθεί ότι, ενώ δεν προβλέπονται διαφορετικές παραγραφές για τα αδικήματα του ν. 3500/2006  ο νομοθέτης, παρά τις τυχόν ελλείψεις και τα κενά του νόμου, εισήγαγε ειδική ρύθμιση, σύμφωνα με την οποία η παραγραφή των εγκλημάτων του ν. 3500/2006 αναστέλλεται όσο καιρό διαρκεί η ποινική διαμεσολάβηση, αποκλειόμενων τοιουτοτρόπως τυχόν καταχρηστικών συμπεριφορών, από δράστες, οι οποίοι, με την πρόφαση επίτευξης εξωδικαστικής επίλυσης των ζητημάτων τους, επεδίωκαν την παραγραφή των εγκλημάτων τους.

2.2.4    Τα τυποποιηθέντα στο ν. 3500/2006 αδικήματα των άρθρων 6, 7, 9, 10 διώκονται αυτεπαγγέλτως, γεγονός, το οποίο σημαίνει ότι μόλις περιέλθει εις γνώση των αστυνομικών οργάνων ή της εισαγγελίας περιστατικό άσκησης ενδοοικογενειακής βίας, οι αρμόδιες αρχές υποχρεούνται να κινήσουν την ποινική διαδικασία παραχρήμα. Οι αρμόδιες αστυνομικές αρχές, οι οποίες διενεργούν προανάκριση έχουν, κατά ρητή εντολή του νομοθέτη, υποχρέωση τήρησης εχεμύθειας, η οποία συνίσταται στην απαγόρευση ανακοίνωσης καθ’ οιοδήποτε τρόπο του ονόματος του θύματος και του κατηγορουμένου, της διεύθυνσης κατοικίας τους καθώς και οποιοδήποτε στοιχείο από το οποίο θα μπορούσε να προκύψει η ταυτότητά τους.

Η αυτεπάγγελτη δίωξη των άνω αδικημάτων προκρίθηκε της κατόπιν εγκλήσεως δίωξης, λόγω της τάσης των θυμάτων να αποκρύπτουν την εις βάρος τους τέλεση των συγκεκριμένων παρανόμων πράξεων, να προσφύγουν στο μηχανισμό του νόμου και, πάντως, να επιμείνουν στην εφαρμογή και την αξιοποίηση που αυτός δίδει.

Αυτό συμβαίνει, κυρίως, λόγω του ότι τα εγκλήματα αυτά εκδηλώνονται στο ιδιωτικό πλαίσιο της οικογένειας, το οποίο προστατεύεται από παρεμβάσεις και διερευνήσεις με ποικίλους τρόπους[15]. Περαιτέρω, τα θύματα των πράξεων αυτών συνήθως βιώνουν συναισθήματα ντροπής και φόβου και επιλέγουν να αποσιωπήσουν την εκδήλωση ανάλογων συμπεριφορών. Συνεπεία των ανωτέρω, η τέλεση των εγκλημάτων αυτών παραμένει στον σκοτεινό αριθμό της εγκληματικότητας και, συνακόλουθα η τυχόν αύξηση ή μείωση καταγγελίας των περιστατικών ή εκδήλωσης ανάλογων συμπεριφορών αντιπροσωπεύει μόνο την κορυφή του παγόβουνου (tip of the iceberg) και όχι την πραγματική έκταση του προβλήματος.

2.2.5    Όσον αφορά στο αστικό δίκαιο, δυνάμει του άρθρου 2 του ν. 3500/2006 καθιερώνεται αυτοτελώς αστικό αδίκημα με τις εντεύθεν συνέπειες, πρωτίστως αποκαταστατικές δια της αξίωσης αποζημίωσης), ήτοι καθιερώνεται νόμιμος λόγος οφειλής αποζημίωσης.[16]Τυχόν δε συμφωνία των διαδίκων για την έναρξη της διαδικασίας της ποινικής διαμεσολάβησης ισχύει, σύμφωνα με το άρθρο 14 ν. 3500/2006, ως συμβιβασμός ως προς τις χρηματικές αξιώσεις από το έγκλημα της ενδοοικογενειακής βίας.

Περαιτέρω, η άσκηση ενδοοικογενειακής βίας  συνιστά τεκμήριο ισχυρού κλονισμού του γάμου κατ’ άρθρο 1439 § 2 Α.Κ.

Σύμφωνα δε με το άρθρο 15 ν. 3500/2006, το Δικαστήριο, το οποίο δικάζει με τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων μπορεί να διατάξει ελευθέρως και κατά την κρίση του την απομάκρυνση του καθ’ ου από την οικογενειακή οικία, τη μετοίκηση ή την απαγόρευση προσέγγισης των χώρων κατοικίας ή εργασίας του αιτούντος, κατοικίες στενών συγγενών του, τα εκπαιδευτήρια των παιδιών και ξενώνες φιλοξενίας.

3. Νομική Συμβουλευτική

3.1 Ο ιδιάζων χαρακτήρας των εγκλημάτων βίας κατά των γυναικών και, ειδικότερα, της βίας κατά των γυναικών εντοπίζεται όχι μόνο στην βαναυσότητα της ίδιας της πράξης αλλά και στις συνέπειες που αυτή επιφέρει στην ψυχοσύνθεση των γυναικών. Συγκεκριμένα, η έντονη σωματική βία έχει συνδεθεί γενικότερα με συμπτώματα κατάθλιψης, σεξουαλικές δυσλειτουργίες, διατροφικά προβλήματα, κατάχρηση αλκοόλ, ναρκωτικών ή φαρμάκων, αυτοκτονικό ιδεασμό, ψυχική κατάπτωση[17]και διαταραχές άγχους, οι οποίες εκδηλώνονται κυρίως ως έλλειψη εμπιστοσύνης και ως διεισδυτικές σκέψεις, δηλαδή επίμονες ακούσιες αναβιώσεις του ίδιου του τραύματος.[18]

Ο νομοθέτης λαμβάνοντας σοβαρά υπ’ όψιν του τα ανωτέρω, προέβλεψε στο Κεφάλαιο ΣΤ του ν. 3500/2006 με τίτλο «Αρωγή των θυμάτων» την παροχή ηθικής συμπαράστασης και την παροχή της αναγκαίας υλικής συνδρομής στα θύματα ενδοοικογενειακής βίας από νομικά πρόσωπα δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου, τα οποία λειτουργούν ειδικά για τον άνω σκοπό υπό την Εποπτεία του Υπουργείου Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης και από κοινωνικές υπηρεσίες των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης. Επιπλέον, μερίμνησε ειδικώς για την καθιέρωση του ευεργετήματος της πενίας στα ανωτέρω πρόσωπα, όταν αυτά ζητούν τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων για προσωρινή ρύθμιση κατάστασης, εξαιτίας του συγκεκριμένου περιστατικού, με μόνη την απόδειξη του περιστατικού της βίας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 194 ΚΠολΔ, επ. σύμφωνα με τις οποίες όποιος έλαβε το ευεργέτημα της πενίας απαλλάσσεται προσωρινά από την υποχρέωση να καταβάλει τα έξοδα της δίκης και, γενικά, της διαδικασίας.[19]

Η γυναίκα, η οποία έχει υποστεί οικογενειακή βία μπορεί να υποβάλει αναφορά στην Αστυνομία, στην Δικαιοσύνη, σε Νοσοκομεία, και σε Συμβουλευτικά Κέντρα Γυναικών, ενώ μπορεί να καλέσει στην Τηλεφωνική Γραμμής SOS15900 ή να απευθυνθεί στο Εθνικό Κέντρο Κοινωνικής Αλληλεγγύης (ΕΚΚΑ).

4. Συμπερασματικώς

Ανεξαρτήτως του γεγονότος ότι με τη εισαγωγή του άνω νόμου στην ελληνική έννομη τάξη, σύμφωνα με στοιχεία της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Αθηνών,[20]όντως παρατηρήθηκε αύξηση των καταγγελλομένων περιστατικών, η πραγματική αλλαγή θα επέλθει μόνο με την ενημέρωση των γυναικών και την πραγματική ευαισθητοποίηση της κοινωνίας, η οποία θα πρέπει να κατατείνει στην προτροπή των θυμάτων ενδοοικογενειακής βίας να καταγγείλουν τα περιστατικά και να αποδεσμευτούν από καταστάσεις αέναης βαναυσότητας και σκληρότητας, ψυχολογικής και σωματικής.

* Ο Δρ. Φώτιος Σπυρόπουλος είναι Δικηγόρος, Δ.Ν., μεταδιδακτορικός ερευνητής Πανεπιστημίου Δυτικής Αττικής

 

 

 

Παραπομπές

[1] Φ. Μηλιώνη, Εγκληματολογία και Φύλο, Ειδικά Θέματα – Ενδοοικογενειακή βία - Η γυναίκα θύμα, Έμφυλη Εγκληματικότητα – Ποινική και εγκληματολογική προσέγγιση του φύλου, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή 2009, σελ. 460

[2] http://www.isotita.gr/index.php/docs/c181/

[3] Ως ψυχολογική βία νοούνται συμπεριφορές όπως η μείωση της προσωπικότητας και ο εξευτελισμός της συμμετέχουσας κατ’ ιδίαν ή δημοσίως, η απαγόρευση της εξόδου από το σπίτι ή το κλείδωμα στο σπίτι, ο εξαναγκασμός σε παρακολούθηση πορνογραφικού υλικού, η τρομοκράτηση ή ο εκφοβισμός, καθώς και η απειλή χρήσης βίας εναντίον της ίδιας ή αγαπημένου προσώπου της (πηγή:http://fra.europa.eu/sites/default/files/fra-2014-vaw-survey-at-a-glance-oct14_el.pdf)

[4] Αιτιολογική Έκθεση ν. 3500/2006 ΠοινΧρ ΝΖ σελ. 89/90

[5] Π. Μπρακουμάτσου, Ο ν. 3500/2006 για την αντιμετώπιση της ενδοοικογενειακής βίας, ΠοινΔικ 12/2007 σελ. 1455

[6] Δ. Παπαδοπούλου-Κλαμαρή, Σκέψεις για τον ν. 3500/2006 (ενδοοικογενειακή βία). Τα προστατευόμενα πρόσωπα και ο σκοπός του νόμου, ΝοΒ 60/2012, σελ. 243

[7] Στην ελληνική έννομη τάξη όταν υπάρχουν βάσιμες υπόνοιες για την τέλεση ενός εγκλήματος, με βάση την «αρχή της νομιμότητας», ο Εισαγγελέας υποχρεούται να κινήσει την ποινική δίωξη, αφού ερευνήσει το κατ’ ουσίαν και νόμω βάσιμο της κατηγορίας (α. 43 § 1, 47 §§ 1,2, 50 § 2 Κ.Π.Δ.) βλ. Φ. Σπυρόπουλος, Ποινική διαμεσολάβηση: Σημεία τριβής με την ελληνική έννομη τάξη (ιδιαίτερη αναφορά στον δικαιοδοτικό ρόλο του Εισαγγελέα) και άλλα προβλήματα του θεσμού, Η σύγχρονη εγκληματικότητα, η αντιμετώπιση της και η επιστήμη της Εγκληματολογίας, Τιμητικός Τόμος για τον καθηγητή Ιάκωβο Φαρσεδάκη, Τόμος ΙΙ, Εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα 2011

[8] Α. Καραμοσχολιού, Ν. 3500/2006 – Οι ποινικές ρυθμίσεις Ο ρόλος των εκπαιδευτικών, ΠοινΔικ 10/2010, σελ. 1176

[9] Δ. Ζημιανίτη, Ζητήματα από τη νομοθεσία για την ενδοοικογενειακή βία, ΠοινΔικ 11/2011 σελ/ 1206

[10] Α. Χαραλαμπάκη,Οι νομοτεχνικές και νομολογιακές εξελίξεις στο χώρο του ποινικού δικαίου που αφορούν οικογενειακές ή συγγενικές σχέσεις, ΠοινΧρ ΞΑ, σελ. 563

[11] Η θεωρία ερείδεται σχετικά με το εάν δια της συγκεκριμένης διάταξης τυποποιείται διακεκριμένη παραλλαγή του βασικού εγκλήματος του άρθρου 336 Π.Κ. ή ιδιώνυμο έγκλημα. Εν όψει του γεγονότος ότι στα ιδιώνυμα εγκλήματα, οι ιδιάζουσες περιστάσεις υπό τις οποίες προβλέπεται η βασική συμπεριφορά επηρεάζουν τόσο βαθειά την ηθικοκοινωνική της απαξία, ώστε να αλλοιώνεται ο χαρακτήρας του προκείμενου εγκλήματος, οπότε δεν έχουμε πια στην πραγματικότητα απλή παραλλαγή, κλιμάκωση του βασικού εγκλήματος (διακεκριμένο ή προνομιούχο έγκλημα) αλλά άλλη εγκληματική πράξη που, καίτοι συγγενής, ενέχει αυτοτέλεια έναντι του τελευταίου, βλ. Ν. Κ. Ανδρουλάκης, Ποινικό Δίκαιο Γενικό Μέρος, Εκδ. Δίκαιο & Οικονομία, Π.Ν. Σάκκουλας, Αθήνα 2000, σελ. 191 επ., ορθότερο είναι, εν προκειμένω, να κάνουμε λόγο για ιδιώνυμο έγκλημα και όχι για διακεκριμένη παραλλαγή του βασικού, καθότι ο βιασμός μεταξύ των συζύγων προσβάλει πέραν της γενετήσιας ελευθερίας, την ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας, την ψυχική υγεία και τον θεσμό της οικογένειας, αφού εκδηλώνεται στους κόλπους αυτής.

[12] http://fra.europa.eu/sites/default/files/fra-2014-vaw-survey-at-a-glance-oct14_el.pdf

[13] Α. Χαραλαμπάκη, ο.π., σελ. 564

[14] Ο χαρακτήρας των περιοριστικών όρων, οι οποίοι θεσμοθετήθηκαν δυνάμει του ν. 3500/2006 διαφέρει με τον χαρακτήρα των προβλεπόμενων υπό του άρθρου 282 Κ.Π.Δ., διότι στην πρώτη περίπτωση ο σκοπός επιβολής τους είναι προστατευτικός – προληπτικός, ενώ στη δεύτερη εξασφαλιστικός της ποινικής διαδικασίας, βλ. Α. Στεφανίδου, Α. Μαρά, Σκέψεις για το νόμο περί ενδοοικογενειακής βίας, ΠοινΔικ 12/2009 σελ. 1435

[15] Δ. Ζημιανίτη,ο.π., σελ. 1210

[16] Δ. Παπαδοπούλου – Κλαμαρή, ο.π., σελ. 239

[17] Malinosky-Rummell, R., & Hansen, D. J. (1993).Long-term consequences of childhood physical abuse. Psychological Bulletin, 114(1), 68- 79,Carter-Snell, C., & Jakubec, S. L. (2013). Exploring influences on mental health after interpersonal violence against women. International Journal of Child, Youth and Family Studies, 4(1), 72-99.

[18] Μ. Στρατάκη, Οι επιπτώσεις της κακοποίησης στον ψυχισμό και στην προσωπικότητα των γυναικών, Psychology Division, School of Social Sciences,Nottingham Trent University, Ιούνιος 2014

[19] Η απαλλαγή αφορά ιδίως τα τέλη χαρτοσήμου, το τέλος δικαστικού ενσήμου, το τέλος του απογράφου και τις προσαυξήσεις τους, τα παράβολα, τα δικαιώματα των συμβολαιογράφων και των δικαστικών επιμελητών, των μαρτύρων και άλλων δικαστικών πληρεξουσίων, καθώς και από την υποχρέωση εγγυοδοσίας για τα έξοδα αυτά.

[20]Δ. Ζημιανίτη, ο.π., σελ. 1209