ΤΕΥΧΟΣ #14 ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ 2020

Η αξιολόγηση της ποινικής ευθύνης των νόμιμων εκπροσώπων της ανώνυμης εταιρείας

Βασιλική Σγάντζου, υπ. Διδάκτωρ

Η αξιολόγηση της ποινικής ευθύνης των νόμιμων εκπροσώπων της ανώνυμης εταιρείας για τις ποινικά αξιόλογες προσβολές εννόμων αγαθών κατά την ενάσκηση καθηκόντων τους.

 

Περίληψη

Οι ραγδαίες εξελίξεις της σύγχρονης εποχής αναδεικνύουν το ζήτημα της ποινικής ευθύνης των νομικών προσώπων. Η παρούσα μελέτη [1]πραγματεύεται το πάντα επίκαιρο θέμα της  αξιολόγησης της ευθύνης της Ανώνυμης Εταιρείας για ποινικά αξιόλογες πράξεις της στην ελληνική έννομη τάξη.  Αναγνωρίζεται στο σημείο αυτό πως η εταιρική παραβατικότητα δε συνιστά κάποιο ειδικό προνόμιο του δικαίου των ανωνύμων εταιρειών, αλλά απαντάται σε όλο το φάσμα του εταιρικού δικαίου, ανεξάρτητα από τη μορφή του «επιχειρηματικού οχήματος». («business vehicle»). Απλώς, αξίζει να αναλογισθεί κανείς πόσο αναγκαία καθίσταται σήμερα η διερεύνηση της ποινικής ευθύνης μεμονωμένα της Α.Ε, σε μία εποχή, όπου τόσο ο νόμος περί Ανωνύμων Εταιρειών όσο και ο Ποινικός Κώδικας έχουν τροποποιηθεί άρδην. Οι δε τροποποιήσεις αυτές έχουν επιρροή στο ζήτημα που θα μας απασχολήσει εν προκειμένω. Έτσι, η παρούσα αρθρογραφία επικεντρώνεται στις σύγχρονες εξελίξεις αναφορικά με την ποινική ευθύνη της ΑΕ.

Εισαγωγή

Οι παραβιάσεις εταιρικών υποχρεώσεων επισύρουν αρχικά αστικές[2] και διοικητικές έννομες συνέπειες. Όταν, όμως, οι διατάξεις του εταιρικού δικαίου εξαντλούν την κυρωτική τους εμβέλεια, έσχατο μέσο παραμένει το ποινικό δίκαιο.[3] Με την επιβολή ποινικών κυρώσεων τα προστατευόμενα εταιρικοδικαϊκά αγαθά ανάγονται σε ποινικά έννομα αγαθά.[4] Η ίδια η δραστηριότητα των ανωνύμων εταιρειών έχει ως απότοκο να ελλοχεύει κινδύνους προσβολής πλειόνων εννόμων αγαθών.[5] Βέβαια, παρά το ετερόκλητο των διατάξεων του ποινικού δικαίου των ΑΕ, καταφάσκεται πως μεταξύ άλλων κοινό προστατευόμενο (ατομικό) έννομο αγαθό των περισσοτέρων εξ αυτών είναι αυτό της περιουσίας.

Η απόδοση ποινικής ευθύνης στα νομικά πρόσωπα

Οι πιο ενδιαφέρουσες νομοθετικές εξελίξεις στην προσπάθεια καθιέρωσης εταιρικής ποινικής ευθύνης απαντάται στο χώρο του «ευρωπαϊκού ποινικού δικαίου».  Σε ενωσιακό επίπεδο έχουν παρατηρηθεί σπουδαίες νομοθετικές πρωτοβουλίες για την ευθύνη των νομικών προσώπων. Υπό το ισχύον μετά τη θέση σε ισχύ της Συνθήκης της Λισαβόνας καθεστώς[6], η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει τη δυνατότητα να προβλέψει ευθέως την εισαγωγή της ποινικής ευθύνης νομικών προσώπων  σε τομείς ιδιαίτερα σοβαρής διασυνοριακής εγκληματικότητας βάσει του άρθρου 83 ΣΛΕΕ και του άρθρου 325 ΣΛΕΕ, ώστε να προστατευθούν τα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης, η καθιέρωση αυτή μπορεί να παρεισφρήσει και στην ελληνική έννομη τάξη.

Προς την κατεύθυνση της αναγνώρισης της ευθύνης των νομικών προσώπων, σημαντικός εμφανίσθηκε και ο ρόλος της διεθνούς κοινότητας, με την κατάρτιση διεθνών συμβατικών κειμένων[7]. Αξίζει να εστιάσουμε στην Σύμβαση για την Προστασία των Οικονομικών Συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (γνωστή ως PIF 1995) και ειδικότερα στο άρθρο 3 παρ. 1 του 2ου πρόσθετου πρωτοκόλλου της το 1997, όπου προβλέφθηκε ρητά η εισαγωγή ευθύνης για τα νομικά πρόσωπα για τα αδικήματα εις βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ε.Ε. Καταλείπεται δε ευχέρεια στα κράτη-μέλη ως προς το είδος των κυρώσεων που τελικά θα προβλέψουν[8]. Πάντως, ο Έλληνας νομοθέτης με την ενσωμάτωση της Σύμβασης στην ελληνική έννομη τάξη το 2000[9] περιορίσθηκε στην πρόβλεψη διοικητικών κυρώσεων.

Η ποινική ευθύνη των νομικών προσώπων έχει εισαχθεί σε πολλές έννομες τάξεις[10]. Ο θεσμός της ποινικής ευθύνης των νομικών προσώπων καθιερώθηκε στην Αγγλία, στις ΗΠΑ, στην Αυστραλία και στον Καναδά από τον 19ο αιώνα. Ακολούθησε η Ολλανδία το 1976, η Ιαπωνία το 1970, η Νορβηγία και η Σουηδία το 1980, η Γαλλία το 1994[11]. Ρύθμιση για ποινική ευθύνη των νομικών προσώπων προβλέπεται να έχει και ο νέος Ποινικός Κώδικας της Γερμανίας[12].


Η Ελληνική νομοθετική επιλογή

Η προσέγγιση του σύγχρονου ποινικού δικαίου των ανωνύμων εταιρειών απαιτεί προγενέστερα, σαφώς, την κατανόηση της ένταξης του ποινικού δικαίου των ΑΕ στο πλαίσιο της ελληνικής έννομης τάξης.[13] Η εταιρική συμπεριφορά διέπεται όχι μόνο από τον ποινικό κώδικα, αλλά και από διατάξεις ειδικών νόμων, κι έτσι η ανώνυμη εταιρεία δύναται να είναι υπαίτια για μη συμμόρφωση με  τις διατάξεις της φορολογικής νομοθεσίας[14], της ασφαλιστικής νομοθεσίας[15], της εργατικής νομοθεσίας[16] και του δικαίου του ανταγωνισμού , ενώ συνάμα μπορεί  να επέχει ευθύνη για χρέη προς το Δημόσιο[17] και το ΙΚΑ[18] .

Στην πραγματικότητα φαίνεται πως έχει προκριθεί αφ’ενός η επιβολή διοικητικών κυρώσεων στο μεν νομικό πρόσωπο και αφ’ετέρου η επιβολή ποινικής κύρωσης στα φυσικά πρόσωπα[19]. Μερίδα της θεωρίας έχει υποστηρίξει πως για την πάταξη της εταιρικής εγκληματικότητας επαρκούν και οι διοικητικές κυρώσεις.[20] Όμως, η ευρεία αξιοποίηση των διοικητικών κυρώσεων έχει δημιουργήσει το μόρφωμα των «κατασταλτικών» διοικητικών κυρώσεων, μεταξύ προβλημάτων που δεν πρέπει να μας αφήνουν αδιάφορους.[21] Μάλιστα, σε ορισμένες περιπτώσεις, αν και οι διοικητικές κυρώσεις θεωρούνται λόγω της βαρύτητάς τους «κρυπτοποινές»[22], η διαδικασία επιβολής τους δε συνάδει με τις εγγυήσεις του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ.[23]

Ο Έλληνας νομοθέτης όταν καλείται να αποφανθεί περί της ποινικής ευθύνης μίας ΑΕ και καλείται να θεσπίσει ποινικές διατάξεις για την καταπολέμηση της εταιρικής παραβατικότητας, είθισται να επιλέγει να ποινικοποίησει τις αξιόποινες πράξεις ή παραλείψεις των εκπροσώπων τους. H συμπεριφορά των νομικών προσώπων δεν εντάσσεται στην ποινικά ενδιαφέρουσα ανθρώπινη συμπεριφορά. Με τον τρόπο αυτό τυποποιούνται ειδικές υποστάσεις αδικημάτων, η στοιχειοθέτηση των οποίων καθιστά απαραίτητη την ύπαρξη στο πρόσωπο του δράστη της ιδιότητας του εκπροσώπου ή του διευθύνοντoς/διοικούντος το νομικό πρόσωπο.[24] Kι αυτό, επειδή,  τα νομικά πρόσωπα, όπως και η ΑΕ εν προκειμένω,  είναι πλάσματα δικαίου[25]. Οι πράξεις, οι οποίες αποδίδονται σε μία ΑΕ ανήκουν, σύμφωνα με την παραδοσιακή αυτή άποψη στους εκπροσώπους τους, δηλ. σε δρώντες ανθρώπους, αφού το νομικό πρόσωπο δεν αισθάνεται την ποινή ως κακό γιατί είναι καθεαυτό «κουφό» και «βουβό».[26] Έχουν, άλλωστε, διαμορφωθεί αντιρρήσεις ως προς τη συμβατότητα εισαγωγής ενός  είδους ευθύνης του νομικού προσώπου, όπως εν προκειμένω της ΑΕ,  με τις βασικές αρχές που διέπουν το Ποινικό Δίκαιο. Πάντως, σύμφωνα με την κρατούσα στην ελληνική έννομη τάξη θεωρία , μία τέτοια θεσμοθέτηση θα προσέκρουσε στην «αρχή της ενοχής», σύμφωνα με την οποία για τη θεμελίωση ποινικής ευθύνης είναι απαραίτητη η σύνδεση της άδικης πράξης με την ενοχή του δράστη, όπως αυτή περιγράφεται από την «υποκειμενική υπόσταση» της εκάστοτε τυποποιημένης στον κώδικα συμπεριφοράς.[27]

Εξαιτίας,  της δομής των ανωνύμων εταιρειών, καθίσταται πολλάκις δυσχερής ο εντοπισμός του υπαιτίου για την εκάστοτε προσβολή, κάτι που δε μπορεί να μην απασχολεί τους κατασταλτικούς μηχανισμούς του ποινικού δικαίου.[28] Έτσι, μολονότι η απόδοση της ποινικής ευθύνης της ΑΕ στους νόμιμους εκπροσώπους της φαίνεται εκ πρώτης όψεως να υπακούει στα κελεύσματα της αρχής της ενοχής, που διέπει το ελληνικό Ποινικό δίκαιο, όπως απαντάται στο άρθρο 14 ΠΚ, δεν παύει, να εγείρει προβλήματα.  Διότι,  στην εταιρική δράση της ΑΕ συχνά υπάρχει συμβολή περισσότερων στελεχών με αποτέλεσμα η ευθύνη να καταλογίζεται  στα διευθύνοντα στελέχη εκ μόνης της ιδιότητάς του, ενώ παρατηρείται πως υφίσταται μια εν τοις πράγμασι ανάμειξη στις διαχειριστικές πράξεις  της ΑΕ μη εκτελεστικών μελών του ΔΣ[29], που μολονότι δεν μετέχουν στη διοίκηση και τη διαχείριση της ανώνυμης εταιρείας κατ’ουσίαν, στην πράξη συμβαίνει το αντίθετο[30].

Αυτό, άλλωστε πιστοποιείται και από τα προβλεπόμενα ποινικά αδικήματα των άρθρων 176-181 του νέου Ν. 4548/2018 για τις ανώνυμες εταιρείες.[31] Ο νέος νόμος αφιερώνει μία ξεχωριστή ενότητα για τις ποινικές ευθύνες (και) των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου.[32] Η επαπειλούμενη ,ωστόσο, ποινή φυλάκισης για τους παραβάτες δε δημιουργεί κάποια ανησυχία, αλλά ενδιαφέρον αποτελούν οι επαπειλούμενες χρηματικές ποινές.[33]

Ακόμη, ιδιαίτερα δυσχερής θα καθίστατο η θεμελίωση της ποινικής ευθύνης για τα μέλη του διοικητικού οργάνου που μειοψήφησαν στην απόφαση που συγκροτεί μία παράνομη πράξη,[34] ενώ έκδηλο ενδιαφέρον αναπτύσσεται γύρω από το αδίκημα της απιστίας σε περίπτωση που διαχειριστική πράξη αποβαίνει επιζήμια για τα έννομα αγαθά της ΑΕ, η οποία δε πράξη εκτελείται στα πλαίσια συμμόρφωσης προς απόφαση της Γενικής Συνέλευσης μετόχων[35], είτε  αυτή είναι ομόφωνη είτε όχι.[36] Πάντως, νομολογιακά έχει παρατηρηθεί πως σε περιπτώσεις αδικημάτων  που τελούνται κατά τη δραστηριότητα μίας Ανώνυμης Εταιρείας, αν ο νόμος δεν ορίζει τα ανήκοντα στα εταιρικά όργανα ποινικώς ευθυνόμενα φυσικά πρόσωπα, αυτά προσδιορίζονται από τις γενικές διατάξεις του ΠΚ περί συμμετοχής και η ενασχόληση με νομολογιακά παραδείγματα πάνω στο ζήτημα που μας απασχολεί εν προκειμένω έχει δείξει διαφορετικές προσεγγίσεις καθώς σε ορισμένες περιπτώσεις καταλογίσθηκε ποινική ευθύνη αποκλειστικά στο Πρόσωπο του Προέδρου ή/και του Διευθύνοντος Συμβούλου ως προσώπων εχόντων την εξουσία εκπροσώπησης, σε άλλες περιπτώσεις όχι μόνο στους νομίμους εκπροσώπους, αλλά και στους ασκούντες εν τοις πράγμασι τη διοίκηση της εταιρείας, υπήρξαν δε  και περιπτώσεις που ποινική ευθύνη έφεραν όλα τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου, ενώ σε ορισμένες περιπτώσεις δεν επιρρίφθηκε ευθύνη σε μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου, διότι κρίθηκε ότι η θέση τους ήταν απλώς τυπική[37].

Παρέκβαση: Η Ευθύνη του συμβούλου - διαχειριστή της μονοπρόσωπης ΑΕ και η υποβολή έγκλησης.

Το άρθρο 115 αποτελεί σημαντική καινοτομία του ν. 4548/2018, εισάγοντας για πρώτη φορά τη δυνατότητα διοίκησης ΑΕ από μονομελές διοικητικό όργανο, αντίθετα με ό,τι ίσχυε στο υπό καθεστώς του κ.ν 2190/1920, όπου προβλεπόταν ως μοναδικό όργανο διοίκησης το Δ.Σ με ελάχιστο αριθμό μελών τα τρία (3) μέλη.[38] Η ποινική του ευθύνη διέπεται από τους κανόνες που ισχύουν για το Διοικητικό Συμβούλιο, στο βαθμό δε που είναι συμβατές με τον χαρακτήρα του σύμβουλου –διαχειριστή, ως μονομελούς οργάνου.[39]

Η ύπαρξη μονομελούς διοικητικού οργάνου θα πρέπει να προβλέπεται ρητά στο καταστατικό της εταιρείας, όπως ακριβώς γινόταν και στην περίπτωση του ΔΣ. Αν και δεν ορίζεται ρητώς, έχει υποστηριχθεί πως θα πρέπει να γίνεται ερμηνευτικά δεκτό πως το μονομελές όργανο μπορεί να προβλέπεται είτε ως υποχρεωτικός τρόπος διοίκησης μίας ΑΕ είτε ως εναλλακτικός μαζί με το ΔΣ.[40]  Ο σύμβουλος-διαχειριστής είναι πάντοτε φυσικό πρόσωπο κι ο διορισμός του μπορεί να γίνει είτε με τους προβλεπόμενους δυνατούς τρόπους διορισμού ΔΣ, ήτοι κατά την ίδρυση της εταιρείας με διορισμό απευθείας από το καταστατικό (άρθρο 78παρ.2) είτε μεταγενέστερα με εκλογή από τη ΓΣ (άρθρο 78παρ.1).[41]Σε περίπτωση δε τροποποίησης καταστατικού Ανώνυμης Εταιρείας, υπάρχει δυνατότητα στο ίδιο πρακτικό της ΓΣ να υπάρχει ως πρώτο θέμα η τροποποίηση του Καταστατικού και ως δεύτερο η δυνατότητα διορισμού του μονομελούς διοικητικού οργάνου (συμβούλου - διαχειριστή). Στην περίπτωση αυτή η καταχώριση της αίτησης στην Υπηρεσία Γ.Ε.ΜΗ έπεται της ολοκλήρωσης της καταχώρισης της απόφασης Γ.Σ. για την τροποποίηση του καταστατικού και ολοκληρώνεται με την καταχώριση πρακτικού αποδοχής διορισμού σύμβουλου-διαχειριστή.

Σε μία ανώνυμη εταιρεία που λειτουργεί με μονομελές διοικητικό όργανο, ιδιαιτερότητα υπάρχει ως προς τον τρόπο αναπλήρωσης του σύμβουλου-διαχειριστή. Αρχικά, πρέπει να καταστεί σαφές πως δε μπορεί να τύχει εφαρμογής το άρθρο 82, όπως συμβαίνει για την αναπλήρωση μελών του ΔΣ.  Εν προκειμένω, η αντικατάσταση του σύμβουλου-διαχειριστή σε περίπτωση απώλειας της ιδιότητάς του μπορεί να γίνει μόνο σύμφωνα με το άρθρο 81 από τυχόν αναπληρωματικό όργανο που έχει εκλέξει η ΓΣ. Αντιθέτως, αν υπάρχει άρνηση του αναπληρωματικού μέλους ή σε περίπτωση που τέτοια αναπλήρωση δεν είχε προβλεφθεί, συντρέχει έλλειψη διοίκησης, η οποία δικαιολογεί το διορισμό προσωρινής διοίκησης (κι εν προκειμένω προσωρινού διαχειριστή) από το δικαστήριο κατ’εφαρμογή του άρθρου 69 ΑΚ.[42]

Ας αναλογισθούμε πόσο αναγκαία καθίστανται τα άνωθι σε περιπτώσεις διάπραξης αξιόποινων πράξεων από τον σύμβουλο- διαχειριστή της ΑΕ. Θα οδηγούμασταν, ειδάλλως, στο άτοπο να εισέρχεται στην ποινική δίκη ο σύμβουλος διαχειριστής τόσο ως εγκαλών όσο και ως εγκαλούμενος. Ας αναλογισθούμε τώρα τα δυσχερή δογματικά ζητήματα που αναφύονται, όταν ο σύμβουλος-διαχειριστής μονοπρόσωπης ΑΕ διαπράξει ένα κατ’έγκληση διωκόμενο έγκλημα, τη στιγμή που σήμερα με τις νέες διατάξεις του ΠΚ, η ποινική δίωξη σε επιμέρους περιουσιακά αδικήματα, ασκείται μόνο κατόπιν έγκλησης.[43] Και αυτό καθίσταται άξιο μνείας και καθιστά ανάγκη νομοθετικής παρέμβασης, διότι σε περίπτωση που δεν υποβληθεί  εμπρόθεσμη έγκληση αυτό δεν θα επιφέρει μόνο  απώλεια του δικαιώματος της εταιρείας να παρασταθεί προς υποστήριξη της κατηγορίας[44], αλλά και σε εξάλειψη του αξιοποίνου χαρακτήρα των πράξεων των μελών του διοικητικού συμβουλίου (άρθρο 114 παρ. 1 ΠΚ)[45].

Γενικά στο δίκαιο της ΑΕ, προβλέπεται υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις δυνατότητα διορισμού ειδικού εκπροσώπου από το δικαστήριο, που δύναται να ασκήσει τις εταιρικές αξιώσεις κατά τα άρθρα 103-105 του Ν. 4548/2018.[46] Μολονότι οι διατάξεις των άρθρων 103-105 αναφέρονται αποκλειστικά στις  αστικές αξιώσεις της εταιρείας, λόγω ύπαρξης νομοθετικού κενού θα πρέπει να γίνει ερμηνευτικά δεκτό πως τα άνωθι θα πρέπει  να τύχουν αναλογικής εφαρμογής και σε περίπτωση  υποβολής έγκλησης.[47]

Μεταξύ δε του άρθρου 69 ΑΚ και των άρθρων 103-105 Ν 4548/2018 επισημαίνεται πως προτιμητέα είναι τα δεύτερα, λόγω του εξαιρετικού και επικουρικού χαρακτήρα του πρώτου. Άλλωστε, με τα άρθρα 103-105 του Ν. 4548/2018 δεν επέρχεται διορισμός προσωρινής διοίκησης, όπως προβλέπεται στο άρθρο 69 ΑΚ, αλλά διορίζεται ειδικός εκπρόσωπος με μία συγκεκριμένη αποστολή[48], την άσκηση των εταιρικών αξιώσεων της ΑΕ και εν προκειμένω την υποβολή έγκλησης, που de lege ferenda θεωρούμε πως εντάσσεται σε αυτές.  Πάντως, και στην περίπτωση εφαρμογής της ΑΚ 69 τα πρόσωπα που θα διορίζονταν θα είχαν ως αποκλειστική αρμοδιότητα την υποβολή έγκλησης και την εκπροσώπηση της εταιρείας στο ποινικό δικαστήριο[49] προς υποστήριξη της κατηγορίας[50]. Εξυπακούεται ότι και σε περίπτωση μονοπρόσωπης Ανώνυμης Εταιρείας, όταν το μονοπρόσωπο όργανο (σύμβουλος-διαχειριστής) διαπράττει μία αξιόποινη πράξη, τυγχάνουν εφαρμογής τα άρθρα 103-105 Ν. 4548/2018 και θα πρέπει να δρομολογηθεί ο διορισμός ειδικός εκπροσώπου, βάσει των ανωτέρω αναλυτικά περιγραφέντων,[51]για την υποβολή έγκλησης.[52]

Το βασικό πρόβλημα που ανακύπτει εν προκειμένω είναι αυτό του χρονικού περιορισμού[53] για τη νομότυπη υποβολή της έγκλησης στα αδικήματα που με τον νέο ποινικό κώδικα διώκονται κατ’έγκληση, εκτός εάν μέσω της δικαστικής οδού επιτευχθεί η χορήγηση προσωρινής διαταγής του άρθρου 781 ΚΠολΔ. Σε κάθε περίπτωση, επειδή η δικαστηριακή πρακτική διαφέρει αισθητά από τις χάρτινες διακηρύξεις, πρέπει να αναγνωρισθούν οι μεγάλες χρονικές καθυστερήσεις των διαδικαστικών ενεργειών, όπως εν προκείμενω, αφού έχοντας ως αφετηρία τον χρόνο γνώσης της άδικης πράξης, θα πρέπει στο πολύ σύντομο διάστημα των τριών (3) μηνών αφ’ενός να έχει ολοκληρωθεί είτε ο διορισμός του ειδικού εκπροσώπου κατά τα άρθρα 104-105 του Ν. 4548/2018 για την υποβολή έγκλησης είτε ο ορισμός προσωρινής διοίκησης κατά το άρθρο 69 ΑΚ με αποκλειστική αρμοδιότητα  την υποβολή της έγκλησης και αφ’ετέρου η σύνταξη και η κατάθεση της έγκλησης. Παρά το γεγονός ότι ο νόμος δεν προβλέπει περιπτώσεις αναστολής της προθεσμίας υποβολής έγκλησης, γίνεται δεκτό πως λόγοι ανωτέρας βίας αναστέλλουν κα’ανάλογη εφαρμογή του κανόνα του αστικού δικαίου «impossibilium nulla est oblicatio» την προθεσμία του άρθρου 114ΠΚ.[54]  Σε κάθε περίπτωση, η ανωτέρω κατάσταση, εφόσον άλλωστε δεν έχει και διευθετηθεί νομοθετικά, θα πρέπει να αποτελεί λόγο «ανωτέρας βίας»[55] και να οδηγεί σε αναστολή της τρίμηνης προθεσμίας της υποβολής της έγκλησης. Ειδάλλως, θα επέλθει εξάλειψη του αξιοποίνου. Έτσι, γίνεται δεκτό ότι αν η έγκληση δε μπορεί να υποβληθεί εμπρόθεσμα από φυσική ή νομική αδυναμία του δικαιουμένου, η προθεσμία πρέπει να αρχίζει με την πάροδο του κωλύματος[56]. Εν προκειμένω, η προθεσμία πρέπει να αρχίσει να τρέχει από την πάροδο του κωλύματος, ήτοι τον διορισμό εκπροσώπου[57], αν βεβαίως δεν έχει παραγραφεί μέχρι την υποβολή της έγκλησης η πράξη.[58]  Τα παραπάνω πρέπει να αποτελέσουν έναυσμα για έκδοση ορθών δικαστικών αποφάσεων και εμπλουτισμό της ήδη πενιχρής νομολογίας  πάνω στο υπό κρίση ζήτημα.

Συμπερασματικά

Η προταθείσα στη θεωρία άποψη περί επιβολής διοικητικών κυρώσεων σε περιπτώσεις που η  δραστηριότητα της ΑΕ οδηγεί σε ποινικά κολάσιμες συμπεριφορές με απότοκο την προσβολή εννόμων αγαθών, δεν αναιρεί την ανάγκη νομοθετικής παρέμβασης και επίρριψης ποινικής ευθύνης στα δρώντα εκείνα φυσικά πρόσωπα που ενέχονται λόγω της συμπεριφοράς τους στο αξιόποινο αποτέλεσμα. Από τη στιγμή που στο ελληνικό ποινικό δίκαιο ισχύει η αρχή της ενοχής και κατ’επέκταση αποκλείεται σήμερα η ποινική ευθύνη των νομικών προσώπων.  Οι διατάξεις που θεσμοθετούν ευθύνη των νομίμων εκπροσώπων μίας ΑΕ μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι τα δογματικά ζητήματα που αναφύονται στο εταιρικό ποινικό δίκαιο επικεντρώνονται αφ’ενός στο θέμα της ποινικά ενδιαφέρουσας πράξης του εκπροσώπου της και κατ’επέκταση στη σύνδεση αυτής με το αξιόποινο  αποτέλεσμα και εφ’ετέρου στην υπαιτιότητα αυτού. Συμπεριλαμβανομένων των δυσχερειών  της ευρύτητας και της πολυπλοκότητας των ζητημάτων που αναφύονται από τη δράση της ΑΕ, της περίπλοκης δομής της, της συναντόμενης δράσης περισσοτέρων προσώπων στην εταιρική δράση, ο εφαρμοστής του νόμου καλείται να είναι ιδιαίτερα προσεκτικός κατά την απόδοση ευθυνών για ποινικά κολάσιμες εταιρικές πράξεις.

Βασιλική Σγάντζου, υπ. Διδακτωρ ποινικού δικαίου νομικής σχολής ΕΚΠΑ, ΜΔΕ στο ποινικό δίκαιο & ποινική δικονομία, μετ. φοιτ. ΠΜΣ «Ψυχιατροδικαστική» της Ιατρικής Σχολής Αθηνών.

 

* Εικόνα Άρθρου: Image by www_slon_pics from Pixabay

[1] Στο σημείο αυτό η γράφουσα νιώθει την ανάγκη να ευχαριστήσει τους δικηγόρους Γεώργιο Ι. Τσώνη και Γεώργιο Χ. Πανίτσα για την κατατόπιση που δέχθηκε κατά την εκπόνηση της παρούσης μελέτης σε εξειδικευμένα θέματα εταιρικού δικαίου.

[2] Για την αστική ευθύνη μέλους έναντι της εταιρείας βλ άρθρο 102 του Ν 4548/2018

[3] Για τον προσδιορισμό της ποινής βλ. Ν.Κ. Androulakis ZStW 108, σελ. 363. Για την αναγκαιότητα επιβολής αυτής ως αναγκαιότητα εξυπηρέτησης αντεγκληματικού στόχου και αναγκαιότητα του μέσου, με την έννοια της επικουρικότητας (Subsidiarität )του βαρύτερου μέσου έναντι του λιγότερου επαχθούς βλ αναλυτικά σε Ανδρουλάκη Ν.,Ποινικό Δίκαιο, Γενικό Μέρος, Ι: Θεωρία για το έγκλημα, Αθήνα, Π.Ν Σάκκουλας, 2006, σελ 47 επ., Joel Feinberg, The Expressive Function of Punishment, σε: Antony Duff/David Garland, Α Reader on Punishment, 1994, σελ. 79

[4] Για την προαγωγή των αγαθών σε έννομα βλ διεξοδικά σε Μανωλεδάκη Ι., Ποινικό Δίκαιο, Γενική Θεωρία, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, εκδ. Σάκκουλας 2004, 968 επ.

[5] Βλ Παπανεοφύτου Α., Ποινική Ευθύνη Νομικών Προσώπων ή των Υπολόγων για τη δράση τους φυσικών προσώπων; Σε Τιμ.Τομ. Γ.Α. Μαγκάκη, Αθήνα 1999,σελ 195 επ.

[6] Για την επίδραση της Συνθήκης της Λισαβόνας στο ημεδαπό ποινικό δίκαιο βλ αναλυτικότερα μεταξύ άλλων σε Μυλωνόπουλο Χ. Το Ευρωπαϊκό Ποινικό Δίκαιο μετά τη Συνθήκη της Λισαβόνας, ΠοινΧρ. 2011, σελ.81

[7] Όπως ενδεικτικά της Σύστασης του Συμβουλίου της Ευρώπης για την επανεξέταση των αρχών της ποινικής ευθύνης των νομικών προσώπων ενόψει της προστασίας του περιβάλλοντος (1977), της Σύμβαση του ΟΟΣΑ της 17ης Δεκεμβρίου του 1997 για την καταπολέμηση της δωροδοκίας αλλοδαπών δημοσίων υπαλλήλων σε διεθνείς επιχειρηματικές συναλλαγές και τηςδιεθνούς σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για την καταστολή της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας(1999).

[8] Βλ. Καϊάφα – Γκμπάντι Μ., Στοιχεία Ενωσιακού Ποινικού Δικαίου, Εκδ. Σάκκουλα, 2016, σελ. 47 επ., Συκιώτη Α., Η ποινική ευθύνη των νομικών προσώπων, ΠοινΔικ 2010, σελ. 95 – 97

[9] Ν. 2803/2000 (κυρωτικός της Σύμβασης νόμος)

[10] Η συγκριτική επισκόπηση των συστημάτων που ακολουθούν λοιπές έννομες τάξεις σχετικά με τη μορφή ευθύνης που έχουν θεσπίσει για τα νομικά πρόσωπα δεν κρίνεται σκόπιμο να αναλυθεί στην παρούσα μελέτη, διότι έχει ήδη αναπτυχθεί εκτενώς σε προγενέστερο τεύχος. Βλ πιο αναλυτικά σε Πλιάτσικας Ε., Ξέρατε ότι και οι εταιρίες ενέχουν ποινική ευθύνη; Με ενδιαφέρουσες παραπομπές,  Διαδικτυακά προσπελάσιμο σε URL: http://www.crimetimes.gr/%CE%BA%CE%B1%CE%B9-%CE%BF%CE%B9-%CE%B5%CF%84%CE%B1%CE%B9%CF%81%CE%AF%CE%B5%CF%82-%CE%B5%CE%BD%CE%AD%CF%87%CE%BF%CF%85%CE%BD-%CF%80%CE%BF%CE%B9%CE%BD%CE%B9%CE%BA%CE%AE-%CE%B5%CF%85%CE%B8%CF%8D%CE%BD/

[11] Για τα ισχύοντα στο γαλλικό ποινικό δίκαιο βλ. Παπαθεοδώρου, Η ποινική ευθύνη των νομικών προσώπων στο γαλλικό ποινικό δίκαιο, ΠοινΧρ 1998, 945 επ.

[12] Η Γερμανία είχε καθιερώσει διοικητικές κυρώσεις (παραβάσεις τάξεως (Ordnungswidrigkeiten)) 

[13] Κουράκης Ν., Ζιούβας Ν., Το Ποινικό δίκαιο της ανώνυμης εταιρείας υπό το πρίσμα του νέου εταιρικού δικαίου και χρηματιστηριακού δικαίου (ν. 3016/2002, 3340/2005 και 3604/2007),  Ποινικός Λόγος, 1/ 2007, 5 - 29 και στο συλλογικό έργο του ιδίου σε συνεργ. με Δημ. Ζιούβα "Τα Οικονομικά Εγκλήματα, ΙΙ" Αθήνα/ Κομοτηνή: Α.Ν. Σάκκουλας 2007, 117 - 170

[14] ΑΠ 1388/2013 - Αποδοχή εικονικών φορολογικών στοιχείων κατ' εξακολούθηση από Πρόεδρο του Δ.Σ. και Διευθύνοντα Σύμβουλο Α.Ε.

[15] Θ.Κονταξή/Β. Σταϊκούρα, Η ποινική ευθύνη των μελών δς ανώνυμης εταιρείας (γνμδ), ΝοΒ 2005,653 επ. και ΑΠ 2294/2004 ΠοινΛογ 2004, 2774, αναφορικά με την ποινική ευθύνη των νόμιμων εκπροσώπων εργοδότριας ΑΕ, ΑΠ 453/2010

[16] ΑΠ 1283/2017, ΑΠ 1211/2010, ΑΠ 1717/2009

[17]ΑΠ 1266/2015, ΑΠ 1389/2013, ΑΠ 1461/2013, ΑΠ 356/2009

[18] ΑΠ 525/2010

[19] Για την έννοια της «κύρωσης» βλ διεξοδικά σε Παπαγεωργίου- Γονατά Στ., Είναι χρήσιμη η ποινική ευθύνη νομικών προσώπων; Υπέρ του θεσμού, ΠοινΛογ 2002,σελ 1625-1626

[20] Σπυράκου Δ., Η ποινική ευθύνη των επιχειρήσεων: Εξέλιξη ή παραμόρφωση του ποινικού δικαίου; ΠοινΧρον ΜΔ’/1994, σελ 1201

[21] Προβληματική λόγω αντίθεσης  στους συνταγματικούς κανόνες αναφέρει τη λύση των διοικητικών κυρώσεων ο καθηγητής Λίβος Ν., βλ αναλυτικότερα σε Λίβος Ν. ό.π. σελ 117.

[22] Λ.-Α. Σισιλιάνος,Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, Ερμηνεία κατ’άρθρον, εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη, 2017,σελ 243επ.

[23]   Μυλωνόπουλος Χ., Ποινικό Δίκαιο-Γενικό Μέρος Ι, Αθήνα 2007, σελ. 55-56

[24] Δημάκης Α. Η ποινική ευθύνη της εταιρίας, Σύγχρονα Ζητήματα Εταιρικής Ευθύνης, Σύνδεσμος Ελλήνων Εμπορικολόγων, Νομική Βιβλιοθήκη, 2003,  σελ. 247-249

[25] Κορφιάτης, Η ποινική ευθύνη των νομικών προσώπων, ΕΕΝ ΙΖ΄, σελ. 309 επ

[26] Ανδρουλάκης Ν., Γεν.Μ.Ι, 2008, σελ. 48.

[27] Μανωλεδάκης Ι.  Ποινικό Δίκαιο-Γενική Θεωρία, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2004, σελ 234

[28] Νταφόπουλος Ν., Σάικας Π., Σαϊτη Μ, Ποινική Ευθύνη νομικών προσώπων και επιχειρήσεων- σύγχρονες εξελίξεις, σε Pro Justitia, τ.1 (2018) σελ 345

[29] Να σημειωθεί πως η διάκριση σε εκτελεστικά και μη μέλη του ΔΣ υπάρχει μόνο για τις εισηγμένες στο χρηματιστήριο Ανώνυμες Εταιρείες.

[30] Βλ σε Δεριζιώτης Π., Γνωμοδότηση περί την ποινική ευθύνη μη εκτελεστικών μελών ΔΣ, σε  www.academia.edu

[31] Έμφαση και διεξοδική ανάλυση για τις εν λόγω διατάξεις δόθηκε στην από 19.02.2020 εκδήλωση  του Συνδέσμου Ελλήνων Εμπορικολόγων και της Ελληνικής Εταιρίας Ποινικού Δικαίου,  «Το νέο εταιρικό ποινικό δίκαιο», της Νομικής Βιβλιοθήκης από τους ομιλητές δικηγόρους Αλεξανδρή Σπύρο Γ. και Γεροντίδη Ισαάκ.

[32] Ν. Ρόκας, Εμπορικές εταιρίες, 9η έκδ., Εκδόσεις Σάκκουλα, 2019, σελ 355

[33]« χρηματική ποινή από 10.000 μέχρι 100.000 ευρώ»

[34] Αγ. Παπανεοφύτου, Ποινική ευθύνη νομικών προσώπων ή των υπόλογων για τη δράση τους φυσικών προσώπων;, σε Ποινικό Δίκαιο, Ελευθερία και κράτος-Τιμητικός Τόμος για τον Γ.Α. Μαγκάκη, 1999, σελ. 204

[35] Βλ αναλυτικά σε Τζαννετή Α., Θεμελίωση και αποκλεισμός του αξιοποίνου με αποφάσεις των γενικών συνελέυσεων ανωνύμων εταιριών, Ποινική Δικαιοσύνη 8-9/2016, σελ. 647

[36] Βλ διεξοδικά σε Αναγνωστόπουλος Η., Ζητήματα απιστίας, εκδ. Π.Ν. Σάκκουλα, 2003 , Μ. Καϊάφα-Γκμπάντι, Απιστία και ευθύνη διοικητών και διευθυντικών στελεχών νομικών προσώπων, ΠοινΔικ 10/2016, σελ. 848-852

[37] Περί ελλείψεως  διαχειριστικής εν τοις πράγμασι εξουσίας βλ τις αποφάσεις Υπ’αριθμ. 2644/2018 Ι΄ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών και την ΑΠ 1202/2018, όπου αναίρεσε την  υπ’ αρ. 27.469/2017 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών

[38] Ήδη η δυνατότητα αυτή αναγνωριζόταν στην ΕΠΕ και την ΙΚΕ. Έχει δε υποστηριχθεί πως ηύπαρξη διαχειριστή αρμόζει καλύτερα στην εσωτερική οργάνωση της ΙΚΕ και της ΕΠΕ, βλ Περάκη, Το νέο δίκαιο της ΑΕ, Nομική Βιβλιοθήκη, σελ 66

[39] Άρθρο 115παρ.2

[40] Βλ Καραμανάκου Ε. ερμηνεία του άρθρου 115 του ν. 4548/2018 σε Δίκαιο Ανώνυμης Εταιρείας, Ερμηνεία κατ΄άρθρο του Ν. 4548/2018, τόμος 2, άρθρα 86-190, επιμ. Σωτηρόπουλος Γ., εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη 2020, σελ.1685

[41] Βλ Καραμανάκου ό.π σελ. 1686

[42] Βλ Καραμανάκου ό.π σελ. 1686

[43] Άρθρα 381παρ.1εδα’, 405παρ.1ΠΚ.

[44] Είναι αυτονόητο πως και τα νομικά πρόσωπα έχουν τη δυνατότητα να παρίσταται προς υποστήριξη της κατηγορίας, εφόσον βέβαια είναι παθόντα και άμεσα ζημιωθέντα από την αξιόποινη πράξη, οπότε παρίστανται στο δικαστήριο με όποιον τα εκπροσωπεί. Στην περίπτωση που ανατίθεται σε τρίτο πρόσωπο με περιορισμένη εντολή που του παρέχεται ειδικώς προκειμένω αυτό να υποβάλει μήνυση και να δηλώσει παράσταση πολιτικής αγωγής προς υποστήριξη κατηγορίας, απαιτείται πρακτικό για τη λήψη της απόφασης και αφετέρου βεβαίωση της γνησιότητας υπογραφής του εντολέα για τη διασφάλιση της πιστότητας της υπογραφής και προς αποφυγή μελλοντικής αμφισβήτησης βλ αναλυτικότερα σε Παπαδαμάκη ό.π σελ 414

[45] Βλ Μαργαρίτης Μ., Μαργαρίτη Α., Ποινικός Κώδικας, Ερμηνεία-Εφαρμογή, εκδ. Π.Ν Σάκκουλας, 2020, σελ 334-339

[46] Από την επισκόπηση των εν λόγω διατάξεων προκύπτει πως αρμόδιο για την άσκηση των εταιρικών αξιώσεων είναι το ΔΣ είτε αυτεπαγγέλτως, είτε κατόπιν αιτήματος των μετόχων που εκπροσωπούν τουλάχιστον το 1/20 του καταβεβλημένου μετοχικού κεφαλαίου, ενώ υπό ορισμένες περιστάσεις, η πλειοψηφία των μετόχων που υπέβαλε στο σχετικό αίτημα δύναται να προσφύγει στο δικαστήριο ζητώντας τον ορισμό ειδικού εκπροσώπου για την ενάσκηση των εταιρικών αξιώσεων.

[47] Βλ την ΜΠρΑθ 2606/2019 με εκτενή σχολιασμό Πανίτσα Γ. σε Νομολογία Εμπορικού-Οικονομικού Δικαίου (ΔΕΕ) 1/2020 σελ 76 επ.

[48] Δηλαδή, ο διορισμένος ειδικός εκπρόσωπος δεν ασκεί την διοίκηση της εταιρείας, αλλά απλώς κατά παραγκωνισμό του διοικητικού συμβουλίου αυτής, την εκπροσωπεί στη συγκεκριμένη πράξη της εγέρσεως αγωγής κατά τη διεξαγωγή δικαστικού αγώνα. Βλ και ΜΠρΑθ 2606/2020

[49] Πανίτσας Γ. ό.π σελ 81, υποσημείωση 28

[50] Με τον νέο Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, ο δικαιούμενος σε αποζημίωση ή χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης από το αδίκημα μπορεί να παρασταθεί στο ποινικό δικαστήριο μόνο προς υποστήριξη της κατηγορίας κατά το άρθρο 63 ΚΠοινΔ, βλ Παπαδαμάκη Α., Ποινική Δικονομία, 9η έκδ., 2019, σελ 134επ.

[51] Για τους περιορισμούς που θέτουν οι εν λόγω διατάξεις βλ αναλυτικά σε Πανίτσας Γ., ό.π. σελ 81

[52] Εδώ αξίζει να επισημανθεί το εξής. Λόγω του προσωποπαγούς χαρακτήρα της εγκλήσεως,  Όταν το έγκλημα τελείται κατά του ν.π, τότε ως πολιτικώς ενάγων νομιμοποιείται μόνον τούτο. Εντούτοις, η ανωτέρω θέση έχει εγείρει έντονο προβληματισμό. Αξίζει να αναλογισθούμε πως ναι μεν η περιουσία της εταιρείας ανήκει στο ξεχωριστό νομικό πρόσωπο της εταιρείας, όμως κατ’ουσία ανήκει στους μετόχους κι επομένως όταν βλάπτεται με την παράνομη πράξη η περιουσία της εταιρείας με αναπότρεπτη συνέπεια και την απομείωση των μετοχών, τότε προφανώς και βλάπτεται αμέσως και όχι μόνο εμμέσως η ατομική περιουσία τους, αφού η αξία των μετοχών αποτελεί την περιουσία τους. Λαμβανομένης υπόψη αυτής της πραγματικότητας, η νομολογία του ΑΠ διαφοροποιείται πολύ διστακτικά και αναγνωρίζει ότι οι μέτοχοι έχουν αυτοτελή αξίωση αποζημίωσης, όταν με εγκληματικές πράξεις και παραλείψεις βλάπτονται τόσο το ίδιο το ν.π. όσο και το ίδιο το μετοχικό δικαίωμα των μετόχων, ώστε οι τελευταίοι να καθίστανται άμεσα ζημιωθέντες. Βλ σε Παπαδαμάκη Α. ό.π σελ 417 σε αντιδιαστολή με παλαιότερη νομολογία (Α.Π. 911/1975, Α.Π. 1248/1977, Α.Π. 1793/1986, Α.Π. 801/1988, Α.Π. 456/1993). Μία τέτοια πρόβλεψη, πάντως, θα επέλυε το ζήτημα των χρονικών καθυστερήσεων του διορισμού ειδικού εκπροσώπου για την υποβολή της έγκλησης.

 

[54] Βλ σε Φράγκος Κ. Ποινικός Κώδικας  (Ν. 4619/2019  και Ν 4637/2019)- Κατ’ άρθρο ερμηνεία  & Νομολογία Αρείου Πάγου, Εκδ. Σάκκουλα, 2020,σελ 662

[55] Όπως έχει ήδη επισημάνει Πανίτσας Γ. ό.π σελ 82.

[56] Σχετ. Μπουρόπουλος ΕρμΠΚ άρθρο 117,σελ 308, ΑΠ1852/88 ΝοΒ 1989.652 1233/86 ΠΧ ΛΖ 62, 654/86 λστ 715, ΕφΚερκ 59/06 ΠΧ ΝΖ 534

[57] Μαργαρίτης Μ., Μαργαρίτη Α. ό.π σελ 337

[58] Η παραγραφή δεν κωλύεται από την έλλειψη της έγκλησης.