ΤΕΥΧΟΣ #14 ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ 2020

Η έννοια της κοινωνικής τάξης εντός της φυλακής: Εξετάζοντας τα υπάρχοντα πρότυπα φόβου και θυματοποίησης  

Εμμανουήλ Σ. Καρούσος

Σύμφωνα με τους R. Sparks, A. Bottoms, W. Hay η έννοια της κοινωνικής τάξης[1], με την προϋπόθεση της μη ύπαρξης βίας, μπορεί να οριστεί ως “ένα μακροχρόνιο μοτίβο κοινωνικών σχέσεων (που χαρακτηρίζεται από ένα ελάχιστο επίπεδο σεβασμού για τα άτομα) στο οποίο οι προσδοκίες των συμμετεχόντων μεταξύ τους ικανοποιούνται συνήθως, αν όχι απαραιτήτως, χωρίς αμφισβήτηση”. Από την άλλη μεριά ο ορισμός αυτής μπορεί να φέρει και μια αρνητική χροιά, δηλαδή: “ως την απουσία βίας, εμφανούς σύγκρουσης ή απειλής διάσπασης της  κοινωνικής ρουτίνας“.[2]

Η βία, σχετίζεται  με την έννοια της κοινωνικής τάξης, επιτελώντας τρεις ρόλους: α) την πρόκληση χάους και αποδιοργάνωσης, β) την επαναφορά της πρότερης ρουτίνας γ) και την φυσικοποίηση της ως μέρους της καθημερινότητας (η βία ως νόρμα).[3] Από τα ανωτέρω λοιπόν δημιουργείται η πεποίθηση πως βία και ευταξία/τάξη (εντός του καταναγκαστικού πλαισίου της φυλακής) είναι έννοιες ταυτόσημες και άμεσα αλληλοσυνδεόμενες. Ο χαρακτήρας του καταναγκασμού που ενέχει η βία καθιστά αναπόσπαστη την παρουσία της από τις ζυμώσεις και τις σχέσεις που διαμορφώνονται για να επέλθει η τάξη εντός των «τειχών» στον εγκάθειρκτο πληθυσμό. O Joe Sim[4]μάλιστα θέτει και τον παράγοντα της “αρρενωπότητας”[5], ο οποίος ενισχύει την εγκαθίδρυση της βίας ως ενοποιητικό στοιχείο της τάξης και της κουλτούρας της φυλακής.

Οι Mc Evoy[6] & Bosworth[7] διείδαν μέσα από τα έργα τους και έναν τέταρτο ρόλο της βίας ως “μια εξέγερση ενάντια σε μια καταπιεστική κατάσταση. Μια πηγή που μπορεί να αναπτυχθεί για τον επαναπροσδιορισμό ή την επαναδιαπραγμάτευση σχέσεων”. [8] 

Άρα το πρώτο σχόλιο που μπορούμε να κάνουμε εδώ σχετικά με την φυλακή και τον τέταρτο κατά σειρά ρόλο της βίας είναι πως οι κρατούμενοι εξεγείρονται ενάντια στο προσωπικό και την Διεύθυνση γιατί αυτούς βλέπουν ως καταπιεστές (κατά κύριο λόγο) και εμπνευστές των δεινών τους.[9]

Όσον αφορά αυτό το τελευταίο σημείο περί καταπίεσης των κρατουμένων από τις φυλακτικές αρχές θα μπορούσαν να ληφθούν υπόψη και δυο αποσπάσματα από το έργο του Erving Goffman, Stigma: Notes on the spoiled Identity(Στίγμα-Σημειώσεις για την διαχείριση της φθαρμένης ταυτότητας), που καταδεικνύουν και την ενότητα μεταξύ των κρατουμένων αλλά και την διασπάθιση αρνητικών στερεοτύπων από την πλευρά των φυλάκων (τα οποία μπορούν να ειδωθούν διαφορετικά από τις δύο αυτές ομάδες) προς αυτούς. Πιο συγκεκριμένα: “Υπάρχουν δίκτυα κοινών διεκδικήσεων που συγκροτούν πρώην κατάδικοι από την ίδια φυλακή ή το ίδιο αναμορφωτήριο[10]...Ενδέχεται σημάδια που σημαίνουν ένα πράγμα σε μια ομάδα να σημαίνουν κάτι διαφορετικό σε άλλη, υποδεικνύοντας μεν την ίδια κατηγορία, αλλά χαρακτηρίζοντάς τη διαφορετικά. Για παράδειγμα, τα μπαλώματα στον ώμο που κάποιοι υπεύθυνοι φυλακών επιβάλλουν στη στολή κρατουμένων με ροπή προς τις αποδράσεις καταλήγουν να σημαίνουν ένα πράγμα για τους φύλακες, σε γενικές γραμμές αρνητικό, ενώ να είναι ένα έμβλημα τιμής για τον φέροντα σε σχέση με τους συγκρατούμενούς τους.”[11]

Ακόμη ο Erving Goffman στο έργο του Asylums: Essays on the Condition of the Social Situation of Mental Patients and Other Inmates (Άσυλα: Δοκίμια για την κοινωνική κατάσταση των ασθενών του ψυχιατρείου και άλλων τροφίμων), μεταξύ άλλων περιγράφει τις προσαρμογές εκείνες τις οποίες υιοθετούν οι έγκλειστοι ως απάντηση στις αποστερήσεις που βιώνουν εντός των ιδρυμάτων (πρωτογενείς προσαρμογές), αλλά και εκείνες τις οποίες τους βοηθούν να χτίσουν την ταυτότητα τους (δευτερογενείς προσαρμογές).[12] Η αντίσταση λοιπόν κατά των φυλακτικών αρχών από τους κρατουμένους θα μπορούσε να ειδωθεί ως μια μορφή δευτερογενούς προσαρμογής. Κατά αυτό τον τρόπο προβάλλουν την δική τους σκοπιά γύρω από το ζήτημα της κοινωνικής ευταξίας/τάξης εντός της φυλακής μέσα από την χρήση βίας.

Τέλος, ο Sparks  πρότεινε και έναν ορισμό για την κοινωνική ευταξία/τάξη εντός της φυλακής κατά τον οποίο, κοινωνική ευταξία/τάξη είναι: “ο στόχος διαχείρισης των φυλακών (δηλ. των καταστημάτων κράτησης), ο οποίος έρχεται σε αντίθεση με -περιπτωσιολογικές- και -κοινωνικές- μεθόδους διατήρησης της τάξης. Οι περιπτωσιολογικοί έλεγχοι αναφέρονταν σε προσπάθειες μείωσης ή εξάλειψης των ευκαιριών των κρατουμένων για διατάραξη του καθεστώτος. Αυτοί περιελάμβαναν μέτρα πρόληψης για τον έλεγχο κινήσεων των κρατουμένων όπως σύγχρονες πύλες κλεισίματος με χρονοδιαγράμματα, βελτιωμένη επιτήρηση και αυστηρή εφαρμογή των κανόνων (λειτουργίας της φυλακής)”. [13]

Εκφοβισμός εντός των τειχών   

“I’d already offered him a way out, but he kept on and on. If you back down it’s taken as a sign of weakness. That’s why everyone has a fight now and again - either that or they’re a bully victim.”[14] (Crosby, inmate)

Ως εκφοβισμός (bullying)[15] λογίζεται οποιαδήποτε πρακτική δημιουργεί αίσθημα ανασφάλειας, απειλής, διαρκούς νευρικότητας και φοβία σε ένα (υποψήφιο ή ήδη γενόμενο) θύμα. Ο εκφοβισμός πηγάζει από την ανάγκη εξουσίας και επικυριαρχίας των κρατουμένων μεταξύ τους. Δημιουργούνται κατά αυτό τον τρόπο δίπολα (θύτης-θύμα) τα οποία βρίσκονται σε συνεχή συνδιαλλαγή.[16]

Για να καταστεί κάποιος θύμα όντας έγκλειστος, έχει προηγηθεί η συγκέντρωση μιας σειράς χαρακτηριστικών από αυτό στο πρόσωπο του. Αυτά αφορούν κυρίαρχα την τρωτότητα αυτού, την έλξη του ως κατάλληλου υποψήφιου στόχου ακριβώς επειδή είναι αδύναμο ή δεν θα ανταποδώσει το χτύπημα ή ακόμη χειρότερα δεν θα αναφέρει το περιστατικό θυματοποίησης του στις αρχές του καταστήματος κράτησης.

Το πιο συχνό φαινόμενο είναι αυτό του λεγόμενου Victim – Offender Overlap[17], δηλαδή να είναι κάποιος ταυτόχρονα θύμα και θύτης.[18] Από την στιγμή που κάποιος μπει σε αυτό τον φαύλο κύκλο οφείλει να θέσει υπό εξέταση τρία στοιχεία: α) εάν το θύμα έχει ισχυρό δίκτυο υποστήριξης γύρω του οπότε και θα ακολουθήσουν αντίποινα, β) εάν ο θύτης είναι πολύ πιθανό να γίνει στόχος επίθεσης από τρίτους ώστε να καταστεί σαφές ότι με εκείνους δεν τα βάζει κανείς αλλά και γ) να εδραιώσουν την φήμη τους ως των «σκληρών» της φυλακής.[19]

Οι θύτες δρουν βίαια και επιθετικά διότι αποσκοπούν όχι μόνο στην αποκόμιση υλικών αγαθών, χρημάτων και ναρκωτικών αλλά και επειδή το βρίσκουν ως μια μορφή διασκέδασης και κομφορμισμού μεταξύ τους.[20]Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν οι καταδικασμένοι για σεξουαλικά αδικήματα, οι οποίοι αυτόματα γίνονται στόχος από τους άλλους κρατούμενους με τα ποσοστά θυματοποίησης τους να είναι υψηλά και οι πιθανότητες ατυχούς κατάληξης τους να είναι ακόμη μεγαλύτερες. Οι τελευταίοι μάλιστα είτε οδηγούνται στην απομόνωση είτε σε ειδική πτέρυγα υπό τον φόβο πρόκλησης επεισοδίων από τους υπόλοιπους.[21]

Ο βαθμός ιδρυματοποίησης[22] και “εξοικείωσης” ενός κρατουμένου με το περιβάλλον της φυλακής, του δημιουργεί αντιστοίχως και ανησυχίες (concerns)[23] διαφορετικής βαρύτητας ώστε να φτάσει στο σημείο να χρησιμοποιήσει βία. Κυρίαρχη αντίληψη μεταξύ των κρατουμένων είναι η υπεράσπιση της ιδέας πως πολύ σωστά έπραξαν, διότι φοβόντουσαν μήπως θυματοποιηθούν πρώτοι αλλά και πως η στάση του “αντιπάλου” τους, τους αδικούσε. Δευτερευόντως συναντούμε όσους το έκαναν για λόγους κύρους. [24]

Τέλος, ενδιαφέρον προκαλεί και η άποψη των σωφρονιστικών υπαλλήλων[25] για την έννοια του εκφοβισμού και πως συνταυτίζεται με εκείνη των κρατουμένων. Πιο συγκεκριμένα θεωρούν πως  εκφοβισμός έχει να κάνει με τον έλεγχο των υλικών αγαθών, των περιορισμένων διαθέσιμων πόρων, το status αλλά και την αλληλεγγύη της ομάδας.[26]

Δημιουργώντας ασφαλείς φυλακές 

Η ισχύς και η επιρροή είναι τα σημαντικότερα στοιχεία τα οποία μπορεί να κατέχει ένας κρατούμενος μέσα στην φυλακή. Αυτά μπορεί να πηγάζουν από την θέληση του, την άγνοια κινδύνου, την τακτική  την οποία ακολουθεί, την οικονομική επιφάνεια του και τις σχέσεις με τις Αρχές[27]. Παρόλα αυτά από την άλλη πλευρά και όλοι όσοι εργάζονται εντός της φυλακής μπορούν να διαθέτουν ισχύ έναντι των κρατουμένων, αρχής γενομένης της Διεύθυνσης.

Για να θεωρηθεί μια φυλακή πιο ασφαλής εν συγκρίσει με κάποια άλλη, θα πρέπει να συνηγορούν πολλοί παράγοντες και να συμφωνούν πολλά κριτήρια μεταξύ τους. Εάν δεχτούμε πως το φοβικό στοιχείο θα ενυπάρχει πάντα, μένει να δούμε την στάση των υπαλλήλων και να εξετάσουμε τα μέτρα πρόληψης που λαμβάνονται (ή μπορούν να ληφθούν) από την διοίκηση της φυλακής.

Τα συνηθέστερα μέτρα είναι οι πειθαρχικές κυρώσεις και η εισαγωγή στην απομόνωση όσων παραβαίνουν τους κανόνες λειτουργίας του καταστήματος κράτησης. Σε προηγούμενη δημοσίευση αναφέρθηκε η έννοια της ειρήνευσης/συμφιλίωσης (peacemaking)[28]. Μια προσεκτικότερη ερμηνεία αυτής μας οδηγεί στα εξής συμπεράσματα: α) μια υποστελεχωμένη αριθμητικά φυλακή δεν μπορεί να δράσει πυροσβεστικά σε όλα τα περιστατικά βίας που λαμβάνουν χώρα, ειδικά εάν λάβουμε υπόψη πως μερικά σημεία εντός αυτής δεν εποπτεύονται πλήρως, είτε από κάμερες ή από φύλακες, (βλ. ντουζιέρες, κελιά), β) οι σωφρονιστικοί υπάλληλοι δεν δύνανται να γνωρίζουν τα κίνητρα του κάθε κρατουμένου έναντι κάποιου άλλου ώστε να επέμβουν έγκαιρα και γ) πολλές φορές λόγω έλλειψης εμπειρίας και κανονιστικού πλαισίου δεν γνωρίζουν επ’ ακριβώς πως θα πρέπει να αντιδράσουν. Άρα οδηγούμαστε εύλογα στην εξήγηση του γιατί πολλά περιστατικά βίας δεν αναφέρονται στις αρχές και η καταγραφή αυτών, στατιστικά τουλάχιστον, αποτελεί σκιώδη διαδικασία.[29]

Ωστόσο, ορισμένα μέτρα προς τη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης και λειτουργίας των φυλακών μπορούν να προταθούν. Πιο συγκεκριμένα η διοίκηση της φυλακής, το επιστημονικό  και το φυλακτικό προσωπικό θα πρέπει να:

  • Εισάγουν μεθόδους πρόληψης της βίας πιο εξελιγμένες και σύγχρονες.
  • Συστηματική παρακολούθηση.
  • Προμήθεια υλικού ηλεκτρονικής παρακολούθησης σε όσα σημεία δεν καλύπτονται από αυτή.
  • Θέσπιση συστήματος επιβράβευσης για όσους δεν δημιουργούν προβλήματα.
  • Έγκαιρη αναγνώριση των κινήτρων και τακτικών των αντιπάλων μερών και αποσόβηση πιθανών εμπλοκών μεταξύ τους.
  • Αλλαγή της στάσης τους από αντιδραστική σε προληπτική.
  • Συνεχής επικοινωνία με τους κρατουμένους και εκπλήρωση των βασικών ανθρώπινων αναγκών τους.
  • Αναζήτηση τρόπων και μεθόδων βελτίωσης των σχέσεων των δύο μερών.
  • Δημιουργία συνθηκών ώστε και οι δύο πλευρές να είναι ωφελούμενες (win-win situation).

Δεν θα πρέπει να ξεχνάμε πως η φυλακή αντιπροσωπεύει έναν μικρόκοσμο αποτελούμενο από πολλά και διαφορετικά μεταξύ τους συστατικά στοιχεία. Για να λειτουργήσει εύρυθμα ένα κατάστημα κράτησης θα πρέπει να διέπεται από κανόνες οι οποίοι θα ακολουθούνται από όλους και δεν θα ζημιώνουν καμία πλευρά. Η φυλακή παραμένει ένας ζωντανός οργανισμός αποτελούμενος από συστατικά στοιχεία προερχόμενα από διαφορετικά υπόβαθρα. Θα πρέπει να ληφθούν υπόψη παράγοντες όπως ο ανθρώπινος, π.χ. η ψυχοσύνθεση των κρατουμένων, η καθημερινή εμπειρία τους εντός φυλακής, το ψυχολογικό και δημογραφικό προφίλ τους, αλλά και ο γραφειοκρατικός ο οποίος ορίζει την εύρυθμη λειτουργία αυτής. Μια επιστημονική προσέγγιση η οποία είναι αποτέλεσμα βιβλιογραφικής μελέτης και επιτόπιας έρευνας σε συνδυασμό με την γνώση και τον σεβασμό του άτυπου κώδικα διαβίωσης των κρατουμένων θα μπορούσε να δράσει πυροσβεστικά στα περισσότερα, αν όχι όλα, τα προβλήματα που προκύπτουν κατά καιρούς “εντός των τειχών”. Εάν τα αιτήματα των κρατουμένων εισακουστούν όπως για παράδειγμα: καλύτερες συνθήκες διαβίωσης, καλύτερη ιατροφαρμακευτική περίθαλψη και σίτιση, εκπαίδευση και θέσπιση προγραμμάτων επαγγελματικής κατάρτισης, οι υφιστάμενες νόρμες δύνανται να αλλάξουν ώστε να βελτιωθούν οι συνθήκες κράτησης τους. Σε κάθε περίπτωση ο αγώνας για την αλλαγή είναι μακρύς, δύσκολος, τραχύς αλλά σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να θεωρηθεί ουτοπία.

Εμμανουήλ Σ. Καρούσος, Κοινωνιολόγος - Κοινωνικός Ανθρωπολόγος, Μέλος του Συμβουλίου GIRES, Global Institute for Research, Education & Scholarship Amsterdam,NL

* Εικόνα άρθρου: Photo by Damir Spanic on Unsplash

[1] Χρησιμοποιείται για να μεταφραστεί ο όρος social order. Λεπτομερέστερα στον παρακάτω σύνδεσμο: https://www.thoughtco.com/social-order-definition-4138213

[2] Sparks R., Bottoms A., Hay W., (1996:119). (Σημ.: Μετάφραση του πρωτοτύπου από τον υπογράφοντα).

[3] Edgar K.,O’Donnell I.,Martin C., (2003:6).

[4] Sim J., (1994:104).

[5] Πιο συγκεκριμένα: “η βία και η κυριαρχία αποτελεί μέρος της ρουτίνας η οποία διατηρείται και νομιμοποιείται από την ευρεία κουλτούρα της αρρενωπότητας. Αυτή η κουλτούρα καταδικάζει κάποιες πράξεις βίας αλλά αποδέχεται την πλειονότητα ορισμένων άλλων (πράξεων βίας)”. O’ Donnell I. ,Martin C., (2003:6). (Σημ.: Μετάφραση του πρωτοτύπου από τον υπογράφοντα).

[6] McEvoy K. (2001) , Paramilitary Imprisonment in Northern Ireland, Oxford: Clarendon Press.

[7] Bosworth M.(1999), Engendering Resistance: Agency and Power in Women’s Prisons, Aldershot: Ashgate.

[8] Edgar K.,O’Donnell I.,Martin C., (2003:8).

[9] Αλοσκόφης Ο., (2010:40).

[10] Goffman E., (1963: {2001}88).

[11]  Goffman E., (1963: {2001}116). Περισσότερες πληροφορίες μπορούν να αντληθούν στα κάτωθι: Dedrickson G. & Thomas F.,(1954:55), Norman F., (1958:125).

[12] Goffman E., (1961).

[13] Edgar K.,O’Donnell I.,Martin C., (2003:205).

[14]  Edgar K.,O’Donnell I.,Martin C., (2003:183).

[15]  Σε αυτό το σημείο θα πρέπει να διαχωρίσουμε τον ανωτέρω ορισμό από εκείνον του intimidation. Με τον όρο intimidation εννοούμε το εργαλείο εκείνο το οποίο βοηθά την πραγμάτωση του bullying. Συνήθως έγκειται σε παρατήρηση συμπεριφορών και όχι πράξεων. Το ερώτημα το οποίο πρέπει να απαντηθεί ώστε να κατανοήσουμε πλήρως έναν κρατούμενο και την συμπεριφορά αυτού, είναι ο βαθμός επιρροής του intimidation στον ίδιο. Ο εκφοβισμός με την έννοια του intimidation μπορεί να εμφανιστεί μέσα από τρεις πρακτικές: α) του εξαναγκασμού (υπακοή της μιας από τις δύο πλευρές), β) της υπαναχώρησης (συγκρούονται και οι δύο πλευρές, ωστόσο μια από τις δυο θα υποχωρήσει), γ) για λόγους αυτοάμυνας και αυτοπροστασίας. Edgar K.,O’Donnell I.,Martin C., (2003:58).

[16] Κάποιος μπορεί να νιώσει ότι απειλείται ακόμη και εάν δεν έχει θυματοποιηθεί προηγουμένως, αλλά παρόλα αυτά έχει αυτό το προαίσθημα. Edgar K.,O’Donnell I.,Martin C., (2003:135-138).

[17] Για να τοποθετήσουμε ένα θεωρητικό πλαίσιο όσον αφορά την εξήγηση του συγκεκριμένου φαινομένου τότε δεν θα πρέπει να παραλείψουμε: α) την θεωρία της διαγενεακής μεταφοράς της βίας (the intergenerational transmission of violence theory), β) την θεωρία του τρόπου ζωής (routine activities/lifestyle perspective theory), γ) την θεωρία της κοινωνικής αποδιοργάνωσης (the social disorganisation theory), δ) την θεωρία της πίεσης/έντασης (strain theory), ε) την θεωρία του κοινωνικού ελέγχου(the social control theory), και στ) την θεωρία της αυτοσυγκράτησης (self-control theory). Οι λόγοι που οδηγούν ένα άτομο στην υιοθέτηση πρακτικών οι οποίες μπορούν να τον εντάξουν ταυτόχρονα στις κατηγορίες του θύτη - θύματος ποικίλλουν και δύναται να αφορούν: α) ατομικούς παράγοντες όπως το τραυματικό και μετα-τραυματικό στρες, β) χειριστικές σχέσεις με τους γονείς τους κατά την διάρκεια της παιδικής και εφηβικής ηλικίας, (άλλωστε οι περισσότεροι ανήλικοι παραβάτες έχουν ιστορικό κακοποιητικής συμπεριφοράς από την πλευρά των γονέων τους), γ) τον κοινωνικό περίγυρο (π.χ. κάποιος μεγαλώνει σε ένα προάστιο το οποίο πλήττεται από την ανεργία) δ) το αίσθημα της ανασφάλειας το οποίο δημιουργείται από την ύπαρξη υψηλού ποσοστού εγκληματικότητας στην περιοχή στην οποία ζει άρα κατ’ επέκταση αναγκάζεται να δράσει για να μην θυματοποιηθεί. https://icjia.illinois.gov/researchhub/articles/the-victim-offender-overlap-examining-the-relationship-between-victimization-and-offending

[18] Edgar K.,O’Donnell I.,Martin C., (2003:64-69).

[19] Edgar K.,O’Donnell I.,Martin C., (2003:70).

[20] Μια πρόχειρη κατηγοριοποίηση των θυτών με βάση τον σκοπό άσκησης βίας εντός της φυλακής και η οποία θα μπορούσε να αναφερθεί είναι η εξής: α) θηρευτής (predator), β) βαρόνος/έμπορος (baron/trader), γ) μαχητής (fighter), δ) εκδικητής (avenger). Edgar K.,O’Donnell I.,Martin C., (2003:73-76)

[21]  Edgar K.,O’Donnell I.,Martin C., (2003:198-199).

[22] Χρησιμοποιείται  εδώ με την έννοια του όρου institutionalization. Πιο συγκεκριμένα αναφέρεται στην αποδοχή της κουλτούρας της φυλακής από την πλευρά του κρατουμένου και μεταμόρφωση αυτού βάσει του ηθικού αξιακού κώδικα που επικρατεί μεταξύ των εγκλείστων. Συνήθως ο όρος institutionalization, φέρει μαζί του και εκφράζει όλα τα αρνητικά εκείνα στοιχεία τα οποία προκύπτουν από έναν μακροχρόνιο εγκλεισμό. https://aspe.hhs.gov/basic-report/psychological-impact-incarceration-implications-post-prison-adjustment#N_8_

[23] Οι συγκεκριμένες ανησυχίες χωρίζονται σε πρωτεύουσες (primary), δευτερεύουσες (secondary), μηδενικής άγνοιας (not at all concerned).Edgar K.,O’Donnell I.,Martin C., (2003:132).

[24]  Edgar K.,O’Donnell I.,Martin C., (2003:133-135).

[25] Τα γραφόμενα του συγκεκριμένου άρθρου βασίζονται στα αποτελέσματα δύο διαφορετικών μελετών οι οποίες έλαβαν χώρα από το 1994 εως το 1999 από τους Kimmett  Edgar, Ian O’Donnell  και Carol Martin. Οι έρευνες διεξήχθησαν σε φυλακές στην Μ.Βρετανία και την Ουαλία και αποκλειστικά σε άρρενες κρατουμένους. Πιο συγκεκριμένα για την μελέτη της θυματοποίησης των κρατουμένων οι ερευνητές χρειάστηκε να επισκεφτούν τις φυλακές Wellingborough (μια φυλακή υψίστης ασφαλείας η οποία αριθμούσε 302 κρατουμένους), Bullingdon, (ένα τοπικό κατάστημα κράτησης με 625 τροφίμους) και δύο αναμορφωτήρια το Huntercombe και το Feltham τα οποία είχαν στις τάξεις τους 224 και 825 κρατουμένους αντίστοιχα, την συγκεκριμένη περίοδο. Μάλιστα χρησιμοποιήθηκε πληθώρα μεθοδολογικών εργαλείων ποιοτικής και ποσοτικής έρευνας όπως οι συνεντεύξεις και τα ερωτηματολόγια, μερικά από τα οποία ωστόσο δεν συμπληρώθηκαν καθόλου. Οι μελετητές στην προσπάθεια τους να εμβαθύνουν όσο το δυνατόν περισσότερο στην κουλτούρα της φυλακής αλλά και το προφίλ των συνεντευξιαζόμενων κρατουμένων χρησιμοποίησαν την τεχνική της ερμηνευτικής αλληλεπίδρασης (interpretive interactionism). Σύμφωνα με αυτή λοιπόν δεν αρκέστηκαν μόνο στην στείρα καταγραφή πληροφοριών για την ζωή των κρατουμένων εντός της φυλακής αλλά μελέτησαν το ιστορικό των υποθέσεων τους, όπως και την ζωή τους πριν τον εγκλεισμό. Ακόμη, οι ερευνητές, ασχολήθηκαν με την μελέτη και εξέταση αρχειακού υλικού το οποίο είχαν στα χέρια τους, την προσωπική τους εμπειρία βασιζόμενοι στην συμμετοχική παρατήρηση, χρησιμοποιώντας παράλληλα μερικές τεχνικές για τις προσωπικές συνεντεύξεις. Επιχείρησαν μάλιστα να καταστήσουν μια συνέντευξη πιο ενδιαφέρουσα, κατασκευάζοντας μια προσωπική τους ιστορία (ακόμη και εάν εκείνη δεν ήταν αληθινή) στην προσπάθεια τους να κατανοήσουν βαθύτερα τον ψυχικο κόσμο, τα κίνητρα άσκησης βία και πρόκλησης βλάβης, αλλά και την ψυχολογική κατάσταση των κρατουμένων. Edgar K.,O’Donnell I.,Martin C., (2003:14-17).

[26]  Edgar K.,O’Donnell I.,Martin C., (2003:57-58).

[27] Δώδεκα μεγάλες κατηγορίες συνθέτουν τις πηγές και τον βαθμό της δύναμης των κρατουμένων. Ξεκινούμε με το αδίκημα το οποίο έχει τελέσει κάποιος (στην κορυφή βρίσκονται όσοι έχουν διαπράξει ανθρωποκτονία ενώ στον πάτο οι παιδόφιλοι), την ποινή (η διάρκεια αυτής ορίζει και την ισχύ του κρατούμενου), την απασχόληση του εντός της φυλακής, τον τρόπο με τον οποίο χρησιμοποιεί την δύναμη του αλλά και την οικονομική επιφάνεια του, το δίκτυο συνεργατών (πόσο μεγάλος είναι ο κύκλος του) του, τις συμμαχίες (με εξίσου ισχυρούς κρατούμενους), την εμπειρία στην φυλακή (πρότερη ποινή ή πρώτη καταδικαστική απόφαση), την πρόσβαση στα ναρκωτικά( εάν τα εμπορεύεται και τα πουλάει δηλαδή ή είναι ναρκομανής και εξαρτώμενος από τον dealer), τις εγκληματικές του ικανότητες κι εντός φυλακής (κατά πόσο μπορεί να θυματοποιεί άλλους κρατουμένους), την προσωπικότητα του (κατά πόσο είναι άτομο εμπιστοσύνης και ακολουθεί τον κώδικα της φυλακής) και τέλος το δημογραφικό προφίλ (νέος και ρωμαλέος έναντι γηραιού και αδύναμου). Edgar K.,O’Donnell I.,Martin C., (2003:163).

[28]Καρούσος Ε., Οι Σχέσεις Εξουσίας στο Περιβάλλον της Φυλακής, Απρίλιος 2020 Τεύχος 12 CrimeTimes.gr  http://www.crimetimes.gr/%ce%bf%ce%b9-%cf%83%cf%87%ce%ad%cf%83%ce%b5%ce%b9%cf%82-%ce%b5%ce%be%ce%bf%cf%85%cf%83%ce%af%ce%b1%cf%82-%cf%83%cf%84%ce%bf-%cf%80%ce%b5%cf%81%ce%b9%ce%b2%ce%ac%ce%bb%ce%bb%ce%bf%ce%bd-%cf%84%ce%b7/?fbclid=IwAR1TessLc1A2RLSAxWXL5I2EZ-nn9P7HQ1zrNMTYCqBNtm7w73wxz-yfEU0

[29] Edgar K.,O’Donnell I.,Martin C., (2003:196-197)

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Αλοσκόφης Ο., Ο ΑΤΥΠΟΣ ΚΩΔΙΚΑΣ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑΣ ΤΩΝ ΚΡΑΤΟΥΜΕΝΩΝ: Στρατηγικές Επιβίωσης στην Σύγχρονη Φυλακή., (2010) Αθήνα-Κομοτηνή Εκδόσεις: ΑΝΤ. Ν. ΣΑΚΚΟΥΛΑ.

Bosworth M.(1999), Engendering Resistance: Agency and Power in Women’s Prisons, Aldershot: Ashgate.

Bottoms A.E. (1999), Interpersonal violence and social order in prisons., (M.Tonry & J.Petersilia edition), Crime and Justice: A Review of Research vol.26 Chicago IL: University of Chicago Press.

Dedrickson G. & Thomas F. (1954), The Truth about Dartmoor, London, Victor Gollancz Publishing.

Delong C. & Reichert J., The Victim - Offender Overlap: Examining the Relationship Between Victimisation and Offending, ICJIA Research Hub (9/1/2019). https://icjia.illinois.gov/researchhub/articles/the-victim-offender-overlap-examining-the-relationship-between-victimization-and-offending

Edgar K., O’Donnell., Martin C.(2003) , Prison Violence: The dynamics of conflict, fear and power., Willan Publishing.

Goffman E. (1961), Asylums: Essays on the Social Situation of Mental Patients and other Inmates., New York: Anchor Books.

Goffman E. (1963), Στίγμα-Σημειώσεις για την διαχείριση της φθαρμένης ταυτότητας, (Ελληνική Έκδοση, 2001) Εκδόσεις: Αλεξάνδρεια.

Καρούσος Ε., Οι Σχέσεις Εξουσίας στο Περιβάλλον της Φυλακής, Απρίλιος 2020 Τεύχος 12 CrimeTimes.gr http://www.crimetimes.gr/%ce%bf%ce%b9-%cf%83%cf%87%ce%ad%cf%83%ce%b5%ce%b9%cf%82-%ce%b5%ce%be%ce%bf%cf%85%cf%83%ce%af%ce%b1%cf%82-%cf%83%cf%84%ce%bf-%cf%80%ce%b5%cf%81%ce%b9%ce%b2%ce%ac%ce%bb%ce%bb%ce%bf%ce%bd-%cf%84%ce%b7/

McEvoy K.(2001) , Paramilitary Imprisonment in Northern Ireland, Oxford: Clarendon Press.

Norman F. (1958), Bang to Rights: An Account of Prison Life, London, Secker and Warburg Publishing.

Sim J. (1994), Tougher than the rest? Men in prison, In T. Newburnand E. Stanko (eds) Just Boys Doing Business? Men, Masculinities and Crime. London: Routledge.

Sparks R., Bottoms A.E., Hay W. (1996), Prisons and the Problem of Order, Oxford: Clarendon Press.

Sparks R.F. (1982), Research on Victims of Crime: Accomplishments, Issues and New Directions., Rockville, MD: US Department of Health and Human Services.

U.S. Department of Health & Human Resources,Office Of The Assistant Secretary For Planning And Evaluation, From Prison To Home: The Effect Of Incarceration And Re-entry On Children, Families, And Communities, The Psychological Impact of Incarceration: Implications for Post-Prison Adjustment, Craig Haney University of California, Santa Cruz,December 2001. https://aspe.hhs.gov/basic-report/psychological-impact-incarceration-implications-post-prison-adjustment#N_8_