ΤΕΥΧΟΣ #15 ΜΑΡΤΙΟΣ 2021

Εγκλήματα μίσους κατά ΛΟΑΤΚΙ και θρησκευτικών ομάδων στον 21ο αιώνα

Σοφία Ακρίβου, ΜΔΕ

Αναφερόμενοι στα εγκλήματα μίσους τα άρθρα 1, 10, 21 και 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης διασφαλίζουν, αντιστοίχως: το δικαίωμα στην ανθρώπινη αξιοπρέπεια, το δικαίωμα στην ελευθερία σκέψης, συνείδησης και θρησκείας, την απαγόρευση των διακρίσεων και το δικαίωμα στην πραγματική προσφυγή και στο αμερόληπτο δικαστήριο.[1]

Ως εκ τούτου, τα εγκλήματα μίσους, είναι ποινικά αδικήματα που διαπράττονται µε κίνητρο την προκατάληψη.[2] Αποκαλούνται κοινώς εγκλήματα «λόγω προκαταλήψεων», και ο χαρακτηρισμός αυτός φέρνει στην προσκήνιο τα δύο καθοριστικά τους χαρακτηριστικά. Το πρώτο είναι ότι η διαπραχθείσα πράξη πρέπει να αναγνωρίζεται ως αξιόποινη πράξη σύμφωνα µε το εθνικό ή το διεθνές ποινικό δίκαιο. Σε αυτό το πλαίσιο, και παρά τις μικρές αποκλίσεις μεταξύ των κρατών ως προς την ακριβή σειρά των συμπεριφορών που μπορούν να θεωρηθούν ως συνιστώσες ποινικού αδικήματος (σε αντίθεση µε το παράπτωμα, για παράδειγμα), η πρώτη προϋπόθεση ενός εγκλήματος µίσους είναι ένα βαθιά εδραιωμένο και βασικό χαρακτηριστικό κάθε νομικού συστήματος σε κάθε κοινωνία του κόσμου. Παραδείγματα εγκλημάτων µίσους μπορεί να περιλαμβάνουν - ενδεικτικά και όχι περιοριστικά- πράξεις απειλής ή/και άλλες προσπάθειες εκφοβισμού, βλάβη της περιουσίας, επίθεση και ανθρωποκτονία.[3] Το δεύτερο διακριτικό χαρακτηριστικό, ωστόσο, το οποίο χρησιμεύει επίσης για να διαφοροποιήσει τα εγκλήματα µίσους από άλλα εγκλήματα, είναι λιγότερο απτό και εύκολο να προσδιοριστεί, καθώς αφορά το βαθύτερο κίνητρο , που προκάλεσε την πράξη. Δηλαδή, προκειμένου ένα αδίκημα να συνιστά έγκλημα µίσους, σε αντίθεση µε ένα συνηθισμένο αδίκημα του ποινικού νόμου, ο δράστης ή οι δράστες κινούμενοι από μια προκατειλημμένη άποψη, εγγενώς συνδεδεμένη µε τα πραγματικά ή υποτιθέμενα ένα ή περισσότερα χαρακτηριστικά, προστατευόμενα από το δίκαιο- ενός προσώπου - και καθιστώντας έτσι στόχο στα µάτια του δράστη.

«Ένα πρόσωπο που διαπράττει ένα «έγκλημα µίσους» δεν χρειάζεται στην πραγματικότητα να υποκινείται από το µίσος για το θύμα του, αλλά το έγκλημα είναι περισσότερο η έκφραση της προκατάληψης ή της μεροληψίας του ενάντια στην (υποτιθέμενη) ιδιότητα µέλους ομάδας του θύματος που χαρακτηρίζει ακριβέστερα αυτά τα εγκλήματα»[4]

Όταν εξετάζουμε την προκατάληψη, το πρώτο πράγμα που πρέπει να σημειωθεί είναι ότι η «προκατάληψη» δεν ταυτίζεται απαραιτήτως µε την ψυχολογική κατάσταση του «µίσους». Έτσι, η χρήση της λέξης «µίσος» όσον αφορά την ορολογία για τον ορισμό των εγκλημάτων µίσους είναι σε κάποιο βαθμό παραπλανητική. Στην πράξη, το «µίσος» είναι µόνο µία πιθανή εκδήλωση της προκατάληψης, η οποία, όταν λαμβάνεται υπόψη στο πλαίσιο της νομοθεσίας, της ποινικής δίωξης και της έρευνας για τα εγκλήματα µίσους, πρέπει να αντιμετωπίζεται ως µία ακραία εκδήλωση προκατάληψης προς το τι αντιπροσωπεύει το θύμα, και όχι προς το ποιο είναι στην πραγματικότητα.[5]

Οι εναλλακτικές για το «µίσος» θα μπορούσαν να είναι ότι ο δράστης έδρασε λόγω της επιθυµίας του να έχει την έγκριση των οµοτίµων του - το οποίο θα µπορούσε πιθανότατα  να είναι αποτέλεσµα αισθήµατος αναξιότητας - λόγω της εχθρότητας του προς οποιοδήποτε άτοµο ή/και οµάδα ατόµων που δεν ανήκουν στην ίδια οµάδα µε το δράστη - η οποία, ειδικά στην περίπτωση που η οµάδα του δράστη είναι η κυρίαρχη οµάδα, µπορεί να προέρχεται από το φόβο απώλειας της «κυρίαρχης» θέσης (π.χ. από µια µειοψηφία που γίνεται πλειοψηφία) - ή λόγω του ότι ο στόχος αντιπροσωπεύει µια αξία ή ιδέα προς την οποία ο δράστης είναι εχθρικός.[6]

Χαρακτηριστικό παράδειγµα που εστιάζει σε εγκλήμα μίσους με βάση την θρησκεία και την εθνοτική καταγωγή, είναι το Ισλάµ. Με τον πόλεµο κατά της τροµοκρατίας µετά την 9/11 και την άνοδο εξτρεµιστικών οµάδων, όπως το ISIS, το Ισλάµ τείνει να γίνεται αντιληπτό (από µερικούς ανθρώπους) ως εγγενώς συνδεδεµένο - ή ακόµη και ως η ίδια η ρίζα – με τις σύγχρονες τρομοκρατικές ενέργειες. Αυτό είναι ένα παράδειγμα όπου, μεταξύ άλλων, αναδεικνύεται η δαιµονοποίηση (και πάλι, από µερικούς ανθρώπους) µιας θρησκευτικής ιδέας-πεποίθησης, στο σύνολό της, η οποία υπερβαίνει κατά πολύ την ορθολογική επιλογή της καταδίκης των βίαιων πράξεων ως διαπραχθέντων από εξτρεµιστές ριζοσπάστες. Με τη σειρά της, αυτή η αδικαιολόγητη υπεργενίκευση (δηλαδή η πεποίθηση ότι το να είσαι µουσουλµάνος σηµαίνει ότι είσαι δυνητικός τροµοκράτης), που οδήγησε στη διάδοση της εχθρότητας και των προκαταλήψεων απέναντι σε άτοµα της ισλαµικής πίστης από τµήµατα των πληθυσµών του δυτικού κόσµου, οδήγησε στη δηµιουργία ενός µοτίβου, σύµφωνα µε το οποίο µετά από κάθε πράξη τροµοκρατίας στον δυτικό κόσµο, παρατηρείται µια επιγενόµενη «αντίδραση», µε τη µορφή αύξησης των εγκληµάτων µίσους εναντίον µουσουλµάνων.[7] Με ένα διαστρεβλωµένο τρόπο το γεγονός αυτό υπογραµµίζει την ύπαρξη σχέσης µεταξύ της συναισθηµατικής κατάστασης του µίσους ή της εχθρότητας απέναντι σε µια ιδέα (σε αυτήν την περίπτωση θρησκευτική) και µιας παρεννοηµένης αίσθησης αντιποίνων (π.χ. στο όνοµα εκείνων που σκοτώθηκαν κατά τη διάρκεια τροµοκρατικών επιθέσεων), όπου ο δράστης µπορεί κάλλιστα να κινητοποιείται κυρίως από την πεποίθηση ότι αναλαµβάνει το ρόλο του προστάτη-εκδικητή για την κοινωνία του.

Έτσι, για να εκτιμηθεί εάν μια εγκληματική πράξη υποκινήθηκε από προκατάληψη, ο ΟΑΣΕ (Οργανισμός για την ασφάλεια και την συνεργασία στην Ευρώπη)[8] χρησιμοποιεί ορισμένους «δείκτες προκαταλήψεων»[9] που παρέχουν κριτήρια αξιολόγησης του πιθανού κινήτρου, αν και δεν αποδεικνύουν απαραιτήτως ότι η προκατάληψη ήταν το κίνητρο της πράξης. Οι εν λόγω δείκτες περιλαμβάνουν την πρόσληψη του θύματος σχετικά με το αν η πράξη υποκινήθηκε ή όχι από προκατάληψη, την προφορική ή τη γραπτή αναφορά του δράστη στα χαρακτηριστικά της ταυτότητας του θύματος, τη διαφοροποίηση μεταξύ δράστη και θύματος αναφορικά με τη φυλή, τη γλώσσα κ.λπ., τη συμμετοχή του δράστη σε οργανωμένες ομάδες μίσους (π.χ. παραστρατιωτικές ή εθνικιστικές οργανώσεις), τη σημασία που έχει για μια ομάδα, στην περίπτωση των επιθέσεων κατά της περιουσίας (κινητής ή ακίνητης), μια συγκεκριμένη δομή ενωσιακού χαρακτήρα ή μία τοποθεσία, λόγω π.χ. θρησκευτικών ή άλλων συμβολικών διαστάσεων που φέρει.[10] Σε ένα έγκλημα μίσους, επίσης, μπορεί να συντρέχουν πολλαπλές προκαταλήψεις (π.χ. θρησκευτικές και εθνικές) αλλά και η πράξη καθ’ εαυτή ενδέχεται να σχετίζεται με το υλικό όφελος που προκύπτει από την κλοπή χρημάτων, κινητού τηλεφώνου κ.λπ.[11]. Συνεπώς τα κίνητρα των δραστών στα εγκλήματα αυτά είναι πολλές φορές είναι μικτά. Ως εκ τούτου, η απόδειξη του κινήτρου καθίσταται εξ αντικειμένου δύσκολη, με αποτέλεσμα να ελλοχεύει, μεταξύ άλλων, ο κίνδυνος υποαναφοράς ή υπερναφοράς του εν λόγω εγκλήματος είτε από τις αστυνομικές στατιστικές είτε από τις έρευνες θυματοποίησης.

Επιρροές δραστών

Στην σημερινή εποχή ένας από τους βασικούς παράγοντες που προκαλούν τέτοιους είδους εγκληματικές ενέργειες είναι το επονομαζόμενο “Online Extremism” ή “Online Radicalization”. Συγκεκριμένα, μέσω της χρήσης ηλεκτρονικών μέσων ενημέρωσης (Facebook, Twitter) ή και το forum, 8chan,[12] οι χρήστες εισάγονται σε ένα ιδεολογικό σύστημα πεποιθήσεων το οποίο ενθαρρύνει την κυκλοφορία ακραίων απόψεων, και τελικά καταλήγει να αποτελεί όχημα έκφρασης εξτρεμιστικών μανιφέστων. Πολλές φορές δεν φτάνει μόνο ένα βίντεο ή μια φωτογραφία για να πυροδοτήσει ακραία εγκλήματα μίσους, καθώς η σύνδεση των δραστών με τα εγκλήματά τους φαίνεται να συμβαίνει σταδιακά και να οδηγεί σε εθισμό.[13]

Σύμβαση για την εξάλειψη κάθε μορφής φυλετικών διακρίσεων

Η Διεθνής Σύµβαση για την εξάλειψη κάθε µορφής φυλετικών διακρίσεων υιοθετήθηκε το 1965 από τη Γενική Συνέλευση των Ηνωµένων Εθνών, ως η κατ’ εξοχήν διεθνής συνθήκη που αποσκοπεί στην καταπολέµηση των διακρίσεων κατά των ανθρωπίνων δικαιωµάτων και των θεµελιωδών ελευθεριών. Ως «φυλετική διάκριση» νοείται «κάθε διάκριση, αποκλεισµός, περιορισµός ή προτίµηση που βασίζεται στη φυλή, το χρώµα, ή την εθνική ή εθνοτική καταγωγή που έχει ως σκοπό ή ως αποτέλεσµα την εξουδετέρωση ή τη βλάβη της αναγνώρισης, απόλαυσης ή άσκησης σε ισότιµη βάση των ανθρωπίνων δικαιωµάτων και των θεµελιωδών ελευθεριών στον πολιτικό, οικονοµικό, κοινωνικό, πολιτιστικό ή οποιοδήποτε άλλο τοµέα της δηµόσιας ζωής» (Άρθρο 1). Ωστόσο, πρέπει να σηµειωθεί ότι η συνθήκη δεν περιλαµβάνει διατάξεις σχετικά µε το ζήτηµα των κρατικών διακρίσεων που γίνονται µεταξύ του προσδιορισµού των πολιτών και των µη πολιτών, εφόσον δεν δηµιουργούν διακρίσεις στον πυρήνα τους. Έτσι, σύµφωνα µε το άρθρο 5 της Σύµβασης, δεν πρέπει να εφαρµόζεται καµία διάκριση όσον αφορά την πρόσβαση των ατόµων: α) Του δικαιώµατος ίσης µεταχειρίσεως ενώπιον των Δικαστηρίων και παντός άλλου οργάνου διοικήσεως της Δικαιοσύνης. β) Του δικαιώµατος προσωπικής ασφαλείας και προστασίας υπό του Κράτους κατά της βιοπραγίας και σωµατικής βλάβης εκ µέρους είτε κρατικών αξιωµατούχων ή εκ µέρους παντός ατόµου, οµάδος ή ιδρύµατος. γ) Των πολιτικών δικαιωµάτων, ιδία του δικαιώµατος συµµετοχής εις εκλογάς - του ψηφίζειν και ψηφίζεσθαι - κατά το παγκοσµίως ισχύον εν ισότητι εκλογικόν σύστηµα, του δικαιώµατος συµµετοχής εις την κυβέρνησιν ως και της διαχειρίσεως των δηµοσίων υποθέσεων επί παντός επιπέδου και του δικαιώµατος της, επί ίσοις όροις, ευπροσίτου ανόδου εις τα δηµόσια λειτουργήµατα. δ) Ετέρων πολιτικών δικαιωµάτων, ιδίως : ι) του δικαιώµατος ελευθερίας κινήσεως και διαµονής εντός των ορίων του Κράτους. ιι) του δικαιώµατος αναχωρήσεως εξ οιασδήποτε χώρας, περιλαµβανοµένης και της ιδίας εκάστου χώρας και της επιστροφής εις αυτήν. ιιι) του δικαιώµατος εθνικότητος. ιν) του δικαιώµατος συνάψεως γάµου και εκλογής του ή της συµβίας.[14]

ν) του δικαιώµατος διακατοχής περιουσίας τόσον ατοµικώς όσον και συνεταιρικώς µετ' άλλων. νι) του δικαιώµατος του κληρονοµείν. νιι) του δικαιώµατος ελευθερίας της σκέψεως, συνειδήσεως και θρησκείας. νιιι) του δικαιώµατος ελευθερίας γνώµης και εκφράσεως. ιx) του δικαιώµατος ελευθερίας του συνέρχεσθαι και συνεταιρίζεσθαι ειρηνικώς. ε) Των οικονοµικών, κοινωνικών και µορφωτικών δικαιωµάτων και ιδίως : ι) του δικαιώµατος εργασίας, ελευθέρας εκλογής του επαγγέλµατος, του δικαιώµατος δικαίων και ικανοποιητικών όρων εργασίας, του δικαιώµατος προστασίας κατά της ανεργίας, του δικαιώµατος ίσης πληρωµής δι' ίσην εργασίαν, του δικαιώµατος δικαίας και ικανοποιητικής αµοιβής. ιι) του δικαιώµατος ιδρύσεως και συµµετοχής εις συνδικαλιστικάς οργανώσεις. ιιι) του δικαιώµατος κατοικίας. ιν) του δικαιώµατος υγείας, ιατρικής περιθάλψεως, κοινωνικής ασφαλίσεως και κοινωνικών υπηρεσιών. ν) του δικαιώµατος εκπαιδεύσεως και επαγγελµατικής καταρτίσεως. νι) του δικαιώµατος συµµετοχής επ' ίσοις όροις εις τας µορφωτικάς δραστηριότητας. στ) Του δικαιώµατος προσελεύσεως εις οιονδήποτε τόπον ή υπηρεσίαν προοριζοµένην δια δηµοσίαν χρήσιν, ως µεταφορικών µέσων, ξενοδοχείων, εστιατορίων, καφεζαχαροπλαστείων, θεάτρων και πάρκων.

Η στρατηγική της Ε.Ε. για την υπεράσπιση και την προστασία των ΛΟΑΤΚΙ+ δικαιωμάτων

Τον περασμένο Νοέμβριο η Ε.Ε. δημοσίευσε μια πενταετή στρατηγική για την ΛΟΑΤΚΙ κοινότητα, θέλοντας να δώσει πνοή σε μια ποιοτική αλλαγή και να δείξει τον ρόλο της στην προάσπιση των ΛΟΑΤΚΙ δικαιωμάτων.[15] Το ποσοστό των διακρίσεων σε βάρος ΛΟΑΤΚΙ ατόμων έχει αυξηθεί με την κρίση της πανδημίας να επιδεινώνει την κατάσταση.[16]

Η στρατηγική προτείνει την επέκταση του καταλόγου εγκλημάτων της ΕΕ, ώστε να καλύπτει τα εγκλήματα μίσους, περιλαμβανομένης της ομοφοβικής ρητορικής μίσους, και την προώθηση της νομοθεσίας για την αμοιβαία αναγνώριση της ιδιότητας του γονέα σε καταστάσεις με διασυνοριακή διάσταση. Διασφαλίζει επίσης ότι οι προβληματισμοί για θέματα που αφορούν τα ΛΟΑΤΚΙ άτομα αντικατοπτρίζονται δεόντως στη χάραξη πολιτικής της ΕΕ, έτσι ώστε τα ΛΟΑΤΚΙ άτομα, σε όλη τους την πολυμορφία, να είναι ασφαλή και να έχουν ίσες ευκαιρίες να ευημερήσουν και να συμμετάσχουν πλήρως στην κοινωνία.

Ορισμένες από τις βασικές δράσεις της στρατηγικής της Ευρωπαϊκής Επιτροπής υπέρ των ΛΟΑΤΚΙ περιλαμβάνουν:

  • Αντιμετώπιση των διακρίσεων: Η νομική προστασία κατά των διακρίσεων είναι καίριας σημασίας για την προαγωγή της ισότητας των ΛΟΑΤΚΙ. Η Επιτροπή θα προβεί σε απολογισμό, ιδίως στον τομέα της απασχόλησης. Η έκθεση σχετικά με την εφαρμογή της οδηγίας για την ισότητα στην απασχόληση θα δημοσιευθεί έως το 2022. Σε συνέχεια της έκθεσης, η Επιτροπή θα υποβάλει προτάσεις για νομοθετικές πράξεις, ιδίως όσον αφορά την ενίσχυση του ρόλου των φορέων ισότητας. Η Επιτροπή θα προτείνει επίσης ένα κανονιστικό πλαίσιο που θα αντιμετωπίζει ειδικά τον κίνδυνο μεροληψίας και διακρίσεων.
  • Διασφάλιση της ασφάλειας: Τα ΛΟΑΤΚΙ άτομα πλήττονται δυσανάλογα από εγκλήματα μίσους, ρητορική μίσους και βία, ενώ η ανεπαρκής καταγγελία εγκλημάτων μίσους εξακολουθεί να αποτελεί σοβαρό πρόβλημα. Για την εναρμόνιση της προστασίας από τα εγκλήματα μίσους και τη ρητορική μίσους κατά των ΛΟΑΤΚΙ, η Επιτροπή θα παρουσιάσει το 2021 πρωτοβουλία για την επέκταση του καταλόγου των «εγκλημάτων της ΕΕ», ώστε να συμπεριλάβει τα εγκλήματα μίσους και τη ρητορική μίσους, μεταξύ άλλων όταν στοχοποιούν ΛΟΑΤΚΙ άτομα. Επιπλέον, η Επιτροπή θα παράσχει ευκαιρίες χρηματοδότησης για πρωτοβουλίες που αποσκοπούν στην καταπολέμηση εγκλημάτων μίσους, της ρητορικής μίσους και της βίας κατά ΛΟΑΤΚΙ ατόμων.
  • Προστασία των δικαιωμάτων των οικογενειών «ουράνιο τόξο»: Λόγω των διαφορών στις εθνικές νομοθεσίες μεταξύ των κρατών μελών, οι οικογενειακοί δεσμοί μπορεί να μην αναγνωρίζονται πάντοτε όταν οι οικογένειες «ουράνιο τόξο» διασχίζουν τα εσωτερικά σύνορα της ΕΕ. Η Επιτροπή θα υποβάλει νομοθετική πρωτοβουλία για την αμοιβαία αναγνώριση της ιδιότητας του γονέα και θα διερευνήσει πιθανά μέτρα για τη στήριξη της αμοιβαίας αναγνώρισης ομόφυλων σχέσεων μεταξύ των κρατών μελών.
  • Ισότητα των ΛΟΑΤΚΙ σε παγκόσμιο επίπεδο: Σε διάφορα μέρη του κόσμου, τα ΛΟΑΤΚΙ άτομα βιώνουν σοβαρές παραβιάσεις και καταπατήσεις δικαιωμάτων. Η Επιτροπή θα στηρίξει δράσεις για την ισότητα των ΛΟΑΤΚΙ στο πλαίσιο του Μηχανισμού Γειτονίας, Ανάπτυξης και Διεθνούς Συνεργασίας (ΜΓΑΔΣ), του Μηχανισμού Προενταξιακής Βοήθειας (ΜΠΒ) και του Ταμείου Ασύλου και Μετανάστευσης.

Υπό την ηγεσία της επιτρόπου για την Ισότητα Χέλενα Ντάλι και με την υποστήριξη της ειδικής ομάδας για την ισότητα, η Επιτροπή θα ενσωματώσει επίσης την καταπολέμηση των διακρίσεων που πλήττουν ΛΟΑΤΚΙ άτομα σε όλες τις πολιτικές και τις σημαντικές πρωτοβουλίες της ΕΕ.

Η απουσία αναφορών καθιστά το πρόβλημα των εγκλημάτων μίσους κατά ΛΟΑΤΚΙ+ ανθρώπων αόρατο στην κοινωνία και μπορεί να εμποδίσει τις Αρχές να αναγνωρίσουν και να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα. Ως αποτέλεσμα, τα θύματα συχνά υποφέρουν σιωπηλά και τα δικαιώματά τους δεν γίνονται πλήρως σεβαστά. Μετά από ανασκόπηση του νομικού πλαισίου και των εφαρμοζόμενων πολιτικών και ανάλυση των θεσμικών ελλείψεων όσον αφορά την αναφορά και καταγραφή των εγκλημάτων μίσους κατά των ΛΟΑΤΚΙ+ ανθρώπων και την πρόσβαση των θυμάτων σε υποστηρικτικές υπηρεσίες σε 10 ευρωπαϊκές χώρες, η έκδοση αυτή αναδεικνύει τα εμπόδια στην πρόσβαση στη δικαιοσύνη που αντιμετωπίζουν τα θύματα ομοφοβικών, τρανσφοβικών και αμφιφοβικών εγκλημάτων μίσους.[17]

Επιπτώσεις των εγκλημάτων μίσους

Τα θύµατα εγκληµάτων µίσους συχνά συνεχίζουν να αισθάνονται ότι απειλούνται για πολύ καιρό µετά από µια επίθεση που οφείλεται στη στόχευσή τους εξαιτίας απλώς του ποιοι είναι.[18] Oι συνέπειες των εγκληµάτων µίσους είναι πολύ πιο εκτεταµένες και σοβαρές σε σχέση µε εκείνες ενός συνήθους εγκλήµατος και για αυτό το λόγο έχει δηµιουργηθεί µια σειρά διεθνών και ευρωπαϊκών µέσων για την αντιµετώπισή τους. Τα εγκλήµατα µίσους δεν αποσκοπούν µόνο στο να βλάψουν άµεσα το θύµα. Έχουν ταυτόχρονα ως στόχο να βλάψουν την ευρύτερη κοινότητα στην οποία ανήκει το θύµα, προκαλώντας φόβο ή τροµοκρατώντας το σύνολο των µελών της. Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο πρέπει να υπάρχει µια διαφορετική νοµική προσέγγιση κατά την αντιµετώπιση εγκληµάτων µίσους, καθώς ο εκτεταµένος αντίκτυπός τους απαιτεί πρόσθετα µέσα τόσο για την κατάλληλη αντιµετώπιση τους στις ρίζες τους, όσο και για την απόδοση της δικαιοσύνης. Τα εγκλήµατα µίσους, τελικά, αφορούν όχι µόνο τη σωµατική, υλική ή/και ψυχολογική ευηµερία των ίδιων των θυµάτων, αλλά έρχονται επίσης σε άµεση αντίφαση µε τους καθιερωµένους νόµους και κανόνες που σχετίζονται µε τον σεβασµό των δηµοκρατικών δικαιωµάτων και αξιών στις σύγχρονες κοινωνίες.

Αντιμετώπιση εγκλημάτων μίσους

Για την αντιμετώπιση των εγκλημάτων μίσους και των σχετιζόμενων παραβιάσεων των θεμελιωδών δικαιωμάτων, η ΕΕ και τα κράτη μέλη της πρέπει να καταστήσουν τα εγκλήματα αυτά πιο ορατά και τους δράστες υπόλογους. Μεταξύ των 27 κρατών μελών της ΕΕ διαπιστώνονται σημαντικές διαφορές στα στοιχεία που καταγράφονται και δημοσιεύονται για τα εγκλήματα μίσους υποκινούμενα από προκαταλήψεις. Αυτή η διαφοροποίηση σημαίνει ότι σε πολλές περιπτώσεις οι επίσημοι μηχανισμοί συλλογής στοιχείων για τα εγκλήματα μίσους στην ΕΕ δεν αποδίδουν πλήρως την πραγματική κατάσταση.[19]

Σύμφωνα με την έκθεση «Making hate crime visible in the European Union: acknowledging victims’ rights»[20], μόνο οκτώ κράτη μέλη της ΕΕ καταγράφουν εγκλήματα με κίνητρο τον (εικαζόμενο) γενετήσιο προσανατολισμό του θύματος, ενώ μόνο τέσσερα κράτη μέλη συλλέγουν ή δημοσιεύουν στοιχεία για εγκλήματα εναντίον Ρομά.

Η ΕΕ και τα κράτη μέλη της θα πρέπει να θεσπίσουν νομοθεσία η οποία να υποχρεώνει τα κράτη μέλη να συλλέγουν και να δημοσιεύουν στατιστικά στοιχεία για τα εγκλήματα μίσους. Κατά το ελάχιστο δυνατό, θα πρέπει να περιλαμβάνουν τον αριθμό των περιστατικών που καταγγέλλονται από πολίτες και των περιστατικών που καταγράφουν οι αρχές, καθώς επίσης και τον αριθμό των περιπτώσεων καταδίκης των δραστών, τους λόγους για τους οποίους θεωρήθηκε ότι τα εν λόγω αδικήματα αφορούσαν διακρίσεις καθώς και τις ποινές που επιβλήθηκαν.

Οι αρχές επιβολής του νόμου και τα συστήματα ποινικής δικαιοσύνης θα πρέπει να βρίσκονται σε εγρήγορση για κάθε ένδειξη εγκλήματος το οποίο υποκινείται από προκαταλήψεις. Οι νομοθετικές αρχές θα πρέπει να εξετάσουν το ενδεχόμενο επιβολής αυστηρότερων ποινών για τα εγκλήματα μίσους ώστε να τονίσουν τη σοβαρότητα των αδικημάτων αυτών.

Τα δικαστήρια θα πρέπει να εκδικάζουν δημοσίως τις υποθέσεις εγκλημάτων υποκινούμενων από προκαταλήψεις, ώστε να προάγουν την ευαισθητοποίηση σχετικά με τα εγκλήματα μίσους και να καταστήσουν σαφές ότι η τέλεση τέτοιων αδικημάτων επιφέρει την επιβολή αυστηρότερων ποινών.

Όπου είναι εφικτό βάσει της εθνικής νομοθεσίας, τα κράτη μέλη της ΕΕ θα πρέπει να εξετάζουν τα στοιχεία που συλλέγονται για τα εγκλήματα μίσους ανά φύλο, ηλικία και άλλες μεταβλητές, ώστε να καταστεί εφικτή η καλύτερη κατανόηση των διαφόρων μορφών θυματοποίησης και παραβατικής συμπεριφοράς. Οι επίσημοι μηχανισμοί συλλογής στοιχείων για τα εγκλήματα μίσους πρέπει να συνοδεύονται από έρευνες για τη θυματοποίηση προκειμένου να διαφωτιστούν πτυχές όπως η φύση και η έκταση των μη καταγγελλόμενων εγκλημάτων, οι εμπειρίες των θυμάτων εγκληματικών ενεργειών με τις αρχές επιβολής του νόμου, οι λόγοι για τους οποίους τα εγκλήματα αυτά δεν καταγγέλλονται και η επίγνωση των θυμάτων εγκλημάτων μίσους σε ό,τι αφορά τα δικαιώματά τους.

Σε γενικές γραμμές, τα περισσότερα κράτη μέλη της ΕΕ πρέπει να διευρύνουν το πεδίο της επίσημης συλλογής στοιχείων για τα εγκλήματα μίσους προκειμένου: να καταστήσουν τα εγκλήματα μίσους ορατά στην ΕΕ, να δώσουν στα θύματα εγκλημάτων μίσους τη δυνατότητα προσφυγής εναντίον των δραστών, να διασφαλίσουν ότι τα κράτη μέλη της ΕΕ αντιμετωπίζουν αποτελεσματικά τα εγκλήματα μίσους ως παραβίαση των θεμελιωδών δικαιωμάτων.[21]

Συμπερασματικά

Τα εγκλήματα μίσους και η τυποποίησή τους στα ποινικά συστήματα των δυτικών κρατών κατέστησαν μια αναγκαιότητα, όπως εξηγείται παραπάνω. Πέρα όμως από το συμπέρασμα αυτό, θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε ότι αποτελούν ένα γέννημα - θρέμμα των σύγχρονων, πολυπολιτισμικών, φιλελεύθερων, καπιταλιστικών κοινωνιών. Η συγκεκριμένη ορολογία, η έννοια του Άλλου ως ξένου σώματος, η μονοδιάστατη ανάλυση των ταυτοτήτων ενός υποκειμένου, μέσω της νομικής του ένταξης στη μία ή την άλλη κατηγορία - και η μέσω αυτής κραυγαλέα παράβλεψη ότι σε ένα άτομο συντρέχουν πάντοτε και αλληλεπιδρούν μεταξύ τους πολλές και διαφορετικές ταυτότητες (intersectionality of identities)-, η αξία που δίνεται σε ορισμένες μόνο ταυτότητες, καθώς και οι επιφανειακές απαντήσεις στη ρατσιστική, πατριαρχική, σεξιστική, ομοφοβική και τρανσφοβική βία, είναι χαρακτηριστικά της σημερινής εποχής. Άλλωστε, - κι αυτό ισχύει για τη γενικότερη πολιτική που ασκεί η Ευρωπαϊκή Ένωση και οι Η.Π.Α. στα ζητήματα αυτά - η λογική ότι όλες οι μορφές διακρίσεων επιδέχονται μια κοινή λύση φανερώνει έλλειψη σπουδής, αν όχι πλήρη αδιαφορία, πάνω στα ουσιαστικά προβλήματα που αναδύονται μέσα από τις εκάστοτε κοινωνικές συγκρούσεις.

Κι αυτό γιατί βασικό μέλημα των φορέων της πολιτικής εξουσίας είναι, στην πραγματικότητα, η καταστολή, εν τη γενέσει τους, αυτών των συγκρούσεων, ώστε να διατηρηθεί το status quo, και όχι η έμπρακτη σύνταξή τους με τις καταπιεζόμενες κοινωνικές ομάδες. Η «εποπτεία» των εγκλημάτων μίσους λοιπόν είναι μια ακόμη αναδυόμενη μορφή κυριαρχίας.

Εν κατακλείδι, ‘‘το να καταφεύγουμε στη βία του νόμου, ως μια μορφή αντίστασης, αποτελεί την ίδια στιγμή υποταγή μας σε αυτόν, στους συμβιβασμούς, τα όρια, τους διαχωρισμούς, και κυρίως, τα νοήματα που επιβάλλει. Υπάρχει μια μεγάλη αντίφαση στο να ζητούν μετανάστες, λεσβίες, ομοφυλόφιλοι, τρανς και γυναίκες την ποινικοποίηση του μίσους. Κι αυτό γιατί υπήρξαν – και εξακολουθούν να είναι σε πολλές περιπτώσεις – τα κατεξοχήν αντικείμενα της βίας του νόμου, ώστε να μπορούν να υποστηρίξουν, με γνώση λόγου, πως το διακύβευμα δεν είναι η ποινικοποίηση, μα μια πορεία προς την απελευθέρωσή μας από τον νόμο και τις καταπιέσεις που γεννά’’.[22]

Ακρίβου Σοφία, Κοινωνιολόγος, Εργασιακή Σύμβουλος - ΜΔΕ Διοίκηση ανθρωπίνων πόρων

* Εικόνα άρθρου: Photo by Gayatri Malhotra on Unsplash

[1] https://fra.europa.eu/sites/default/files/fra-factsheet_hatecrime_el_final.pdf

[2] 2 ODIHR, (2009), Hate Crime Laws: A Practical Guide, διατίθεται στην ηλεκτρονική διεύθυνση: http://www.osce.org/odihr/36426, σελ. 16

[3] Κωνσταντίνου, K. (2016). «Η ερμηνεία της θεωρίας της πολιτισμικής σύγκρουσης για τα εγκλήματα μίσους και η σύγχρονη ελληνική νομοθεσία», Διπλωματική εργασία, Πάντειο Πανεπιστήμιο, Αθήνα

[4] Επιτροπή Ισότητας και Ανθρωπίνων Δικαιωµάτων, (2016), Αιτίες και κίνητρα των εγκληµάτων µίσους (Causes and motivations of hate crime), διατίθεται στην ηλεκτρονική διεύθυνση: https://www.equalityhumanrights.com/sites/default/files/research-report-102-causes-and-motivations-of-hatecrime.pdf, σελ.11

[5] ODIHR, (2009), ο.α, σελ 16

[6] Οµοίως, σελίδες 17-19

[7] Για παράδειγµα, δείτε τα άρθρα στην εφηµερίδα The Guardian, (2017), Κύµα εγκληµάτων µίσους κατά µουσουλµάνων µετά τις επιθέσεις στο Μάντσεστερ και στη Γέφυρα του Λονδίνου (Anti-Muslim hate crime surges after Manchester and London Bridge attacks), στη διεύθυνση: https://www.theguardian.com/society/2017/jun/20/anti-muslim-hate-surges-after-manchester-and-londonbridge-attacks και AA (2021) Germany sees rise in Islamophobic crimes, More than 900 anti-Muslim hate crimes recorded in 2020, according to official figures, https://www.aa.com.tr/en/europe/germany-sees-rise-in-islamophobic-crimes/2138073

[8] https://www.mfa.gr/exoteriki-politiki/i-ellada-stous-diethneis-organismous/oase.html

[9] Ανάπτυξη διυπηρεσιακής συνεργασίας και δραστηριοτήτων ενίσχυσης δεξιοτήτων για την αντιμετώπιση εγκλημάτων μίσους στην Ελλάδα,

https://www.osce.org/files/2019-02-05%20NCP%20Greece-%20Greek%20lang.pdf, ΟΑΣΕ

[10] OSCE-ODIHR, Annual Report for 2012, σ. 149

[11] OSCE-ODIHR, Annual Report for 2012, σ. 150

[12] https://www.wired.com/story/the-weird-dark-history-8chan/

[13] The New York Times (2018), The New Radicalization of the Internet, By the editorial board, https://www.nytimes.com/2018/11/24/opinion/sunday/facebook-twitter-terrorism-extremism.html

[14] Διαδραστικός χάρτης στη http://indicators.ohchr.org/. Επίσης, και Παράρτηµα, που διατίθεται στην ηλεκτρονική διεύθυνση http://www.ohchr.org/EN/HRBodies/CCPR/Pages/CCPRIndex.aspx

[15] European Comission (2020), LGBTIQ Equality Strategy 2020-2025, Communication from the commission to the European parliament, the council, the European economic and social committee and the committee of the regions, https://ec.europa.eu/info/sites/info/files/lgbtiq_strategy_2020-2025_en.pdf

[16] Guyon Arnaud, Analysis | All the World's Stages: Discrimination and Oppression in the COVID-19 Era, The International Scholar, 13.10.2020

[17] Ελληνικό Συμβούλιο για τους πρόσφυγες, Εγκλήματα μίσους – European Judicial  Training Project, https://www.gcr.gr/media/k2/attachments/GR-Hate-Crimes.pdf 

[18] Κέντρα για την Εκπαιδευτική Δικαιοσύνη και την Κοινωνική Ένταξη, What is a hate crime, http://ejce.berkeley.edu/report-incident/what-hate-crime

[19] FRA, Violence and harassment across Europe much higher than official records, https://fra.europa.eu/en/news/2021/violence-and-harassment-across-europe-much-higher-official-records , 19.02.2021

[20] Making hate crime visible in the European Union: acknowledging victims’ rights και EU-MIDIS Data in Focus 6: Minorities as victims of crime, http://fra.europa.eu/en/publications-and-resources

[21] FRA, European Union Agency for fundamental rights, EU LGBTI II A long way to go for LGBTI equality, https://fra.europa.eu/sites/default/files/fra_uploads/fra-2020-lgbti-equality-1_en.pdf

[22] Leslie J.Moran, Affairs of the Heart: Hate Crime and the Politice of Crime Control, Law and Critique, τεύχος 12, 2001, σελ.331-344