ΤΕΥΧΟΣ #23 ΑΠΡΙΛΙΟΣ 2025

Μία επισκόπηση του Geographical Profiling στην Εγκληματολογία

Βασιλεία Γεωργαλή Κόλλια

ΜΕΡΟΣ Β’

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Το παρόν άρθρο αποσκοπεί σε μία πρώτη ‘’γνωριμία’’ του αναγνώστη με το Geographical Profiling, ένα ερευνητικό εργαλείο αλλά και μία ερευνητική μέθοδο, η οποία συλλέγει πληροφορίες από περιοχές όπου έχουν διαπραχθεί εγκλήματα, στοχεύοντας στην ανάδειξη της πιο πιθανής περιοχής όπου εδρεύει ο δράστης. Το Geographical Profiling στην Ελλάδα δεν έχει ακόμα ενταχθεί στις αστυνομικές έρευνες, ενώ μάλιστα δεν του έχει δοθεί μέχρι στιγμής και η απαραίτητη –κατά την άποψή μας- προσοχή σε ακαδημαϊκό και ερευνητικό επίπεδο.

Στο Α’ Μέρος του άρθρου αναλύθηκαν κάποιες από τις κυριότερες θεωρητικές βάσεις του geographical profiling, όπως επίσης ο ορισμός και ο στόχος του ως ερευνητικό εργαλείο. Στο Β’ Μέρος, συνεχίζουμε την ανάλυση των βασικών αρχών του geographical profiling, μελετώντας αυτήν τη φορά τη δεύτερη βασικότερη Αρχή, αυτής της Μορφολογίας. Έπειτα, θα αναφερθούμε επιγραμματικά στις υπό μέρους αρχές και έννοιές της, που λαμβάνονται υπ’ όψιν στη διαδικασία δημιουργίας και σκιαγράφησης του geographical profiling του εκάστοτε δράστη. Τέλος, ολοκληρώνουμε το άρθρο παραθέτοντας τις πρακτικές δυσκολίες, καθώς και τις βασικές προϋποθέσεις που χρειάζονται για τη δημιουργία του geographical profiling ενός δράστη.

Βασικές Αρχές στο Geographical Profiling

Β) Η Μορφολογία και οι Αρχές της

Κατά τον Wikstrom (όπως αναφέρεται στους Bottoms & Wiles, 1992), οι διαφορετικές χρήσεις του αστικού χώρου δημιουργούν μια ποικιλία δραστηριοτήτων εντός της ίδιας πόλης, οι οποίες συχνά διαφοροποιούνται ανάλογα με την ώρα και την ημέρα της εβδομάδας εντός των διαφόρων περιοχών της. 

Το κέντρο της κάθε πόλης, ενώ δεν είναι γενικά κατοικήσιμη περιοχή, τις περισσότερες μέρες και ώρες συγκεντρώνει μεγάλο αριθμό ανθρώπων και παρουσιάζει υψηλό ποσοστό εγκληματικότητας, το οποίο μεταβάλλεται ανάλογα με την ώρα και την ημέρα (Bottoms & Wiles, 1992). Έτσι, λοιπόν, κατά τις πρωινές ώρες που το κέντρο συνιστά περισσότερο μια περιοχή για καθημερινές εμπορικές και άλλες δραστηριότητες των ατόμων, η εγκληματικότητα αφορά κυρίως μικροκλοπές, ενώ το βράδυ που οι δραστηριότητες των ατόμων  στο κέντρο έχουν περισσότερο τον χαρακτήρα της διασκέδασης και της ψυχαγωγίας υπό την μορφή νυχτερινών κέντρων, όπως μπαρ, κλαμπ, εστιατόρια, κ.ά., η εγκληματικότητα αλλάζει και αυτή χαρακτήρα προς πιο βίαιες και σοβαρές μορφές και συγκεντρώνεται κυρίως γύρω από αυτά τα μέρη μεγάλης πληθυσμιακής συγκέντρωσης, ιδίως τα βράδια της Παρασκευής και του Σαββατοκύριακου (Hope, όπως αναφέρεται στους Bottoms & Wiles, 1992; Ramsay, όπως αναφέρεται στους Bottoms & Wiles, 1992; Wikstrom, όπως αναφέρεται στους Bottoms & Wiles, 1992).

Πρόκειται για ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα του τρόπου με τον οποίο μεταβάλλεται μέσα στον χρόνο και τον χώρο ο χαρακτήρας και η χρήση του περιβάλλοντος του αστικού κέντρου μέσω της αλλαγής των δραστηριοτήτων και των σκοπών των κοινωνικών υποκειμένων στο κέντρο της πόλης. Έτσι, λοιπόν, όπως έχουμε ήδη αναφέρει, οι αρχές του geographical profiling βασίζονται στην κατανόηση των αποφάσεων του δράστη σχετικά με την επιλογή περιοχής για την τέλεση των αξιόποινων του πράξεων (Canter & Youngs, όπως αναφέρονται στους Hunt et al., 2021).

Στην έννοια της μορφολογίας εντάσσεται η λεγόμενη Θεωρία της Κυκλικής Υπόθεσης (Circle Hypothesis) των Canter και Larkin, η οποία υποστηρίζει πως εάν σχεδιάσουμε έναν κύκλο γύρω από την απόσταση των δύο πιο απομακρυσμένων τοποθεσιών όπου έλαβαν χώρα τα εγκλήματα, σχηματίζοντας την διάμετρο, τότε η σκιαγραφημένη περιοχή που προκύπτει εντός του κύκλου συγκεντρώνει τις περισσότερες πιθανότητες να περιλαμβάνει τη βάση του δράστη είτε αυτή π.χ. είναι η κατοικία του είτε η δουλειά του, κ.ά. (Laukkanen et al., 2003; Carter et al., όπως αναφέρονται στη Nichols, 2019; van der Kemp & van Koppen, 2008). Αυτή η περιοχή αποτελεί είτε το «hotspot» είτε το «anchor point» του δράστη (Hunt et al., 2021).

Ως «hotspots of crime» περιοχές ονομάζονται οι περιοχές εκείνες που χαρακτηρίζονται από υψηλή συγκέντρωση εγκλημάτων ή, διαφορετικά, που εμφανίζουν ασυνήθιστα μεγάλο δείκτη εγκληματικότητας (Andresen, 2006; Johnson, 2017; Κομπογιάννη, 2012). Βέβαια, ενδέχεται μία περιοχή να παρουσιάζει υψηλά ποσοστά εγκληματικότητας λόγω της πληθυσμιακής πυκνότητας αυτής της περιοχής, «γιατί ένα έγκλημα προκύπτει, όταν ο δράστης, το θύμα και ο νόμος διασταυρώνονται στον χρόνο και τον χώρο, ένας μεγάλος αριθμός ανθρώπων συνεπάγεται μεγάλο αριθμό εν δυνάμει δραστών και εν δυνάμει θυμάτων» (Andresen, 2006, p. 258). 

Οι «hotspots» περιοχές εντοπίζονται μέσω του geographical profiling και χρήζουν προτεραιότητας έναντι κάποιων άλλων περιοχών σε μία δεδομένη χρονική περίοδο και όπου η Αστυνομία πρέπει να διαθέσει τους πόρους και το ανθρώπινο δυναμικό της (Johnson, 2017; Κομπογιάννη, 2012). Επίσης, συνδράμουν και στο να περιορίσουν τις αστυνομικές έρευνες από μία ολόκληρη περιοχή ή/και πόλη σε πολύ πιο συγκεκριμένα μέρη, δρόμους, κ.λπ. (Hunt, et al., 2021; Κομπογιάννη, 2012).

Σύμφωνα με την Κομπογιάννη (2012, σ. 22), η Θεωρία της Κυκλικής Υπόθεσης αποτελεί ένα από τα δύο «μοντέλα κίνησης των δραστών» σύμφωνα με το οποίο «ο δράστης βγαίνει έξω από την περιοχή όπου κέντρο της είναι ο τόπος της κατοικίας του. Αυτή η περιοχή μπορεί να καθορίζεται από την γεωμετρία της πόλης, ή μπορεί να καθορίζεται από τις συνήθεις διαδρομές που ακολουθεί ο δράστης. Παρ’ όλα αυτά, η περιοχή όπου δρα θα έχει διακριτή απόσταση από τον τόπο διαμονής του (Canter & Larkin, 1993)» . Το δεύτερο μοντέλο είναι ο «Λαφυραγωγός», κατά το οποίο ο δράστης κινείται εντός της περιοχής όπου βρίσκεται ο τόπος κατοικίας του και ως εκ τούτου είναι και πολύ καλός γνώστης της εν λόγω περιοχής, ακριβώς γιατί είναι κάτοικός της (Κομπογιάννη, 2012). Για να εφαρμοστεί η Κυκλική Υπόθεση στην δημιουργία του geographical profiling χρειάζεται να υπάρχουν ορισμένα στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι ο δράστης έχει μία σταθερή βάση και λειτουργεί από εκεί και κατά συνέπεια δεν μετακινείται, παραδείγματος χάριν, σε άλλες πόλεις (van der Kemp & van Koppen, 2008). Ο αναλυτής, κατόπιν του υπολογισμού αυτού του σημείου, χρειάζεται να προσδιορίσει πόσο μεγάλη πρέπει να είναι αυτή η περιοχή γύρω από το εν λόγω σημείο, προκειμένου να προκύψει μια ρεαλιστική πιθανότητα ο δράστης να κατοικεί και να μετακινείται γύρω από εκείνη την περιοχή (van der Kemp & van Koppen, 2008).

Αρκετές έρευνες έχουν επιβεβαιώσει την εν λόγω θεωρία (Goodwin & Canter, όπως αναφέρονται στους Hunt et al., 2021). Κατά την Nichols (2019), έρευνα του 1998 έδειξε πως το 86% των 126 κατά συρροή δολοφόνων παρέμεναν εντός του κύκλου, δηλαδή εντός μίας συγκεκριμένης περιοχής. Επίσης, αρκετά λογισμικά προγράμματα έχουν βασιστεί πάνω σε αυτήν (Nichols, 2019). Ωστόσο, άλλες έρευνες έχουν ασκήσει κριτική στην εν λόγω θεωρία χαρακτηρίζοντάς την ως υπερβολικά απλουστευτική (Kocsis, Cooksey, Irwin & Allen, όπως αναφέρονται στους Hunt et al., 2021). 

Μία άλλη αρχή στην μορφολογία, η οποία συνδέεται άρρηκτα με τις προαναφερθείσες θεωρίες τής Κυκλικής Υπόθεσης και του Λαφυραγωγού, ως μοντέλα κίνησης των δραστών, είναι αυτή της ταξινόμησης των δραστών ως δράστες «επιδρομής» (Marauding Offenders) και ως δράστες «μετακίνησης» (Commuting Offenders) (Hunt et al., 2021; Canter & Larkin, όπως αναφέρονται στους van der Kemp & van Koppen, 2008). Η διαφοροποίησή τους έγκειται στο γεγονός πως οι «marauders» ζουν εντός του «criminal range» τους, δηλαδή της εγκληματικής τους εμβέλειας και συνήθως διανύουν μικρές αποστάσεις από την βάση τους για να μεταβούν στην τοποθεσία όπου θα τελέσουν το έγκλημά τους, εν αντιθέσει με τους «commuters» οι οποίοι φεύγουν από την περιοχή όπου βρίσκεται η κατοικία τους και ταξιδεύουν προκειμένου να μεταβούν στην περιοχή όπου θα διαπράξουν τις αξιόποινες πράξεις τους (van der Kemp & van Koppen, 2008). Σε όρους geographical profiling, υπάρχουν περισσότερες πιθανότητες γεωγραφικού εντοπισμού της κατοικίας των «marauders» απ’ ό,τι των «commuters» και αυτό διότι στην δεύτερη περίπτωση δραστών δεν υπάρχει κάποια σχέση μεταξύ του τόπου κατοικίας τους και του τόπου της εγκληματικής τους εμβέλειας και διανύουν μεγαλύτερες αποστάσεις από την βάση τους (van der Kemp & van Koppen, 2008; Canter & Youngs, όπως αναφέρονται στους Hunt et al., 2021; Lino et al., όπως αναφέρονται στους Hunt et al., 2021). Με άλλα λόγια, η ταξινόμηση των δραστών στις εν λόγω κατηγορίες, ως δεύτερη θεμελιώδη αρχή της Μορφολογίας αφορά τη «[…] σύγκριση της χωρικής σχέσης μεταξύ της επιλογής της τοποθεσίας του εγκλήματος των δραστών και της βάσης τους –οδηγώντας σε μια προτεινόμενη διχοτόμηση των γεωχωρικών εγκληματικών μοτίβων […]» (Hunt et al., 2021, p. 5).

Τα όρια και οι πρακτικές δυσκολίες στο Geographical Profiling

Αρκετοί εγκληματολόγοι έχουν διατυπώσει τις επιφυλάξεις τους αναφορικά με την αποδοτικότητα του geographical profiling, οι οποίες κατά κύριο λόγο οφείλονται στα περιορισμένα όρια που το χαρακτηρίζουν ως εγκληματολογικό μεθοδολογικό εργαλείο. Ορισμένες πρακτικές δυσκολίες αναφορικά με την εφαρμογή του geographical profiling εντοπίζονται στο γεγονός πως πρέπει να υπάρχουν τουλάχιστον τέσσερις παραδοχές προτού ξεκινήσει η δημιουργία του (van der Kemp & van Koppen, 2008). 

Παράλληλα, εξ ίσου σημαντικό για την δημιουργία του geographic profiling είναι ότι λαμβάνονται υπ’ όψιν οι εξής ενδεικτικές παράμετροι-δεδομένα (Rombouts & Rossmo, 2017):

  • Η/οι τοποθεσία/-ίες όπου διαπράχθηκε/-αν το/τα έγκλημα/-ματα.
  • Η καταγραφή της ημερομηνίας και του τόπου όπου διαπράχθηκε το έγκλημα. 
  • Ο τύπος δράστη (π.χ. stalker, poacher, κ.ά.).
  • Ο εγκληματικός στόχος/θύμα.
  • Οι καθημερινές δραστηριότητες των θυμάτων.
  • Ο τρόπος προσέγγισης των θυμάτων του (hunting style).
  • Τα φυσικά και ψυχικά όρια του δράστη.
  • Η χωροταξικότητα και η χρήση γης της περιοχής.
  • Τα δημογραφικά δεδομένα της περιοχής και των γύρω γειτονιών της.
  • Οι κυριότεροι συνοικιακοί και κεντρικοί δρόμοι.
  • Τα Μέσα Μαζικής Μεταφοράς, κ.λπ. 

Συγκεκριμένα, ο Rossmo (όπως αναφέρεται στους van der Kemp & van Koppen, 2008), απαριθμεί τις εξής τέσσερις απαραίτητες παραδοχές:

  • Τα εγκλήματα θα πρέπει να συνδέονται μεταξύ τους.

Ένα φαινόμενο το οποίο ενδέχεται να προκύψει κατά την έρευνα και την ανάλυση μίας σειράς εγκλημάτων είναι «η αδυναμία σύνδεσης μίας σειράς εγκλημάτων με έναν δράστη», γνωστό κι ως «linkage blindness» (Nichols, 2019). Ο τρόπος και τα στοιχεία εκείνα που καθιστούν την σύνδεση μιας σειράς εγκλημάτων με έναν δράστη εφικτή δεν είναι σε κάθε περίπτωση διακριτά στους ερευνητές, γεγονός που δύναται να τους οδηγήσει στο να παραλείψουν να συμπεριλάβουν ένα έγκλημα στην εν λόγω υπό εξέταση σειρά εγκλημάτων, σφάλμα το οποίο μπορεί με την σειρά του να καταλήξει σε ανακριβείς και αποπροσανατολιστικές πληροφορίες σχετικά με το geographical profiling της υπό έρευνας τοποθεσίας και δράστη (Turvey, όπως αναφέρεται στη Nichols, 2019).

Παράλληλα, υπάρχουν αρκετοί ερευνητές που δεν αποδέχονται τη σύνδεση και τη σημασία των τοποθεσιών που επιλέγει ο δράστης για τα εν δυνάμει θύματά του (Rossmo, όπως αναφέρεται στη Nichols, 2019).

  • Ο δράστης δεν θα πρέπει να έχει μετακινηθεί σε άλλη περιοχή κατά την διάπραξη των εγκλημάτων του.

Έχει υποστηριχθεί πως οι κατά συρροήν δράστες μετακινούνται από τον τόπο κατοικίας τους στον τόπο όπου θα διαπράξουν τα εγκλήματά τους (Cornish & Clarke, όπως αναφέρονται στους Laukkanen et al., 2003; Rengert, 1992; van der Kemp & van Koppen, 2008; Tita & Radil, όπως αναφέρονται στη Nichols, 2019; Townsley, 2017). Ωστόσο, δεν συμβαίνει πάντα αυτό. Κατά τους van der Kemp & van Koppen (2008), οι λόγοι για τους οποίους αυτό δεν συμβαίνει πάντα και οι οποίοι λειτουργούν ως τροχοπέδη στην σκιαγράφηση ενός έγκυρου και αξιόπιστου geographical profiling είναι οι εξής:

  • Ορισμένοι δράστες δεν έχουν μόνο μία μόνιμη κατοικία. Επομένως, μέχρι να συλλεχθούν περισσότερα στοιχεία για τον εν λόγω δράστη, το geographical profiling δεν δύναται να δώσει αξιόπιστες κατευθυντήριες γραμμές για τον εντοπισμό του. 
  • Μία αρχή στο geographical profiling είναι πως τις περισσότερες φορές το πρώτο έγκλημα του δράστη τοποθετείται πολύ κοντά στην περιοχή όπου ζει (Nichols, 2019; Rengert, 1992). Ωστόσο, υπάρχουν και δράστες οι οποίοι έχουν περισσότερες από μία περιοχές όπου διαπράττουν τα πρώτα τους εγκλήματα. 
  • Δεν υπάρχει κάποια εμπειρική βάση πάνω στην οποία να μπορεί να δημιουργηθεί ένα geographical profiling για περιπτώσεις με πολλούς δράστες. Το συγκεκριμένο πρόβλημα εντείνεται, ιδίως, όταν προκύπτουν περιπτώσεις στις οποίες οι δράστες είναι μέλη ομάδων. Σε αυτές τις περιπτώσεις είναι εξαιρετικά δύσκολο να γνωρίζουμε εκ των προτέρων σημαντικά στοιχεία για τη σύσταση και τον τρόπο λειτουργίας τής ομάδας. 
  • Ορισμένοι δράστες δεν έχουν κάποιο σταθερό μοτίβο στην καθημερινότητά τους ή αποκλίνουν από αυτό ξαφνικά. 
  •  Άλλη μία αρχή στο geographical profiling είναι πως για να δημιουργηθεί, χρειάζεται, όπως έχει προαναφερθεί, να επιβεβαιωθεί πως τα υπό έρευνα εγκλήματα έχουν διαπραχθεί από τον ίδιο δράστη, διαδικασία που εμπίπτει στις αρμοδιότητες των Αστυνομικών Αρχών, οι οποίες με την σειρά τους για να το πετύχουν αυτό βασίζονται στο λεγόμενο modus operandi του δράστη, στις μαρτυρικές καταθέσεις που ενδεχομένως προκύπτουν κατά τις έρευνές τους, κ.ά. Ωστόσο και πάλι, ο τρόπος επιβεβαίωσης μέσω αυτών των οδών δεν είναι σε όλες τις περιπτώσεις τόσο προφανής, αξιόπιστος και ευδιάκριτος. 

Βέβαια, ορισμένες έρευνες έχουν καταλήξει στο συμπέρασμα πως ορισμένες φορές η βάση των δραστών είτε βρίσκονται εντός της περιοχής όπου είχε προβλέψει το geographical profiling είτε είναι ανακατεμένες στον χάρτη (Canter, Coffey, Huntley & Missen, όπως αναφέρονται στη Nichols, 2019).

  • Ο δράστης πρέπει να είναι marauder κι όχι commuter.

Ακόμα, και το είδος του εγκλήματος και ο τύπος δράστη διαδραματίζουν σημαντικότατο ρόλο όσον αφορά την αποτελεσματικότητα και την εγκυρότητα των πορισμάτων του geographical profiling (van der Kemp & van Koppen, 2008). Παραδείγματος χάριν, οι δράστες εγκλημάτων κατά της ιδιοκτησίας υποστηρίζεται πως διανύουν μεγαλύτερες αποστάσεις απ’ ό,τι οι δράστες εγκλημάτων κατά της ζωής (LeBeau, όπως αναφέρεται στους Laukkanen et al., 2003; White, όπως αναφέρεται στους Laukkanen et al., 2003; van der Kemp & van Koppen, 2008). Πρόκειται για γεγονός που υποδηλώνει άλλωστε και τα όρια του geographical profiling, καθώς μπορεί να χρησιμοποιηθεί για έναν marauder δράστη, αλλά όχι για έναν commuter (van der Kemp & van Koppen, 2008).

Ο Rossmo (όπως αναφέρεται στους van der Kemp & van Koppen, 2008), επισημαίνει πως δεν έχει δοθεί κάποια μεθοδολογική επισήμανση, η οποία να καθοδηγεί τον εκάστοτε αναλυτή geographical profiling για το πώς να διακρίνει έναν marauder από έναν commuter, παρόλο που ο ίδιος ο Rossmo στο έργο του επισημαίνει πως ο αναλυτής από την πρώτη κιόλας στιγμή θα πρέπει να αναγνωρίσει τον τύπο δράστη που πρόκειται να αναλύσει. Άλλωστε ούτε και ο ίδιος έδωσε κάποια μεθοδολογική λύση για την διάκριση αυτή (Rossmo, όπως αναφέρεται στους van der Kemp & van Koppen, 2008).

Η Meaney (όπως αναφέρεται στους van der Kemp & van Koppen, 2008), αποπειράθηκε να δώσει μία λύση σε αυτό το αδιέξοδο: Αποφάνθηκε πως οι δράστες στις μητροπολιτικές περιοχές τείνουν να είναι πλειοψηφικά marauders, ενώ στην ύπαιθρο περισσότερο commuters. Ωστόσο, είτε ελλείψεις είτε λάθη στα δεδομένα μπορούν να οδηγήσουν σε εσφαλμένα πορίσματα (Nichols, 2019).  

  • Τα θύματα πρέπει να κατανέμονται ομοιόμορφα μέσα στον γεωγραφικό τόπο όπου τελούνται τα εγκλήματα.

Ένας περιορισμός στην αποδοτικότητα του geographical profiling οφείλεται εν μέρει και στο γεγονός πως οι αναλυτές του στην πράξη τείνουν να εστιάζουν κυρίως στις τοποθεσίες όπου συνέβησαν τα εγκλήματα καθ’ αυτές, αγνοώντας και μη λαμβάνοντας υπ’ όψιν αρκετά σημαντικά στοιχεία και δεδομένα για το geographical profiling, όπως το είδος του εγκλήματος, τον τύπο δράστη, τους στόχους-θύματά του, κ.ά. (Stangeland, όπως αναφέρεται στους van der Kemp & van Koppen, 2008).

Επιπλέον, το geographical profiling βασίζεται στην συνάρτηση αποσύνθεσης της απόστασης (distance-decay function), την οποία και πάλι δεν μπορούμε να λαμβάνουμε υπ’ όψιν άκριτα και ως αλάνθαστη πάντα και αυτό διότι η καθημερινότητα και οι δραστηριότητες των δραστών δεν είναι διόλου απίθανο να διαφέρουν ορισμένες φορές (van der Kemp & van Koppen, 2008).

Εν συνεχεία, ένα από τα συνηθέστερα προβλήματα που συναντάμε στο geographical profiling είναι πως δεν γνωρίζουμε πότε θα πρέπει να αρχίσει η σκιαγράφηση του geographical profiling του δράστη (Nichols, 2019; van der Kemp & van Koppen, 2008). Ο Rossmo (όπως αναφέρεται στους van der Kemp & van Koppen, 2008), υποστηρίζει πως πρέπει να έχουν διαπραχθεί τουλάχιστον πέντε εγκληματικές πράξεις, καθώς όσο μεγαλύτερος είναι ο αριθμός των τελεσθέντων εγκλημάτων τόσο μεγαλύτερη ακρίβεια θα επιτευχθεί για τον εντοπισμό τής τοποθεσίας του δράστη, παραδοχή με την οποία η Nichols (2019) συμφωνεί προσθέτοντας πως αυτό σημαίνει ότι αναγκαστικά οι ερευνητές πρέπει να περιμένουν να προκύψουν τουλάχιστον πέντε εγκλήματα εν συνόλω. Ωστόσο, αυτό σχετίζεται περισσότερο με τις ανάγκες των αστυνομικών ερευνών παρά με θεωρητικές ή/και πρακτικές προϋποθέσεις (Snook et al., όπως αναφέρονται στους van der Kemp & van Koppen, 2008). Μάλιστα, έχει υποστηριχθεί πως και με λιγότερα διαπραχθέντα εγκλήματα είναι δυνατόν να σκιαγραφηθεί το geographical profiling ενός δράστη (Canter, όπως αναφέρεται στους van der Kemp & van Koppen, 2008; Snook et al., όπως αναφέρονται στους van der Kemp & van Koppen, 2008).

Ο Canter (όπως αναφέρεται στους van der Kemp & van Koppen, 2008), έχει επισημάνει πως το geographical profiling έχει αποδειχθεί χρήσιμο μόνο σε περιορισμένο αριθμό περιπτώσεων και αυτό οφείλεται κυρίως στην Αστυνομία και στα ανεπαρκή ή και εσφαλμένα συλλεχθέντα στοιχεία. Ωστόσο, υπογραμμίζει πως αυτό μπορεί να οφείλεται και στο γεγονός ότι το geographical profiling δεν έχει αναπτυχθεί ακόμα επαρκώς. 

Συνοψίζοντας, παραθέσαμε τους λόγους για τους οποίους αρκετοί ειδικοί διατηρούν τις επιφυλάξεις τους σχετικά με το geographical profiling και το κατά πόσο δύναται να βοηθήσει τις Αστυνομικές Αρχές στις έρευνές τους. Παρ’ όλα αυτά, εξακολουθούμε να θεωρούμε πως το geographical profiling πρέπει να συμπεριλαμβάνεται και να χρησιμοποιείται ως ερευνητικό εργαλείο στις αστυνομικές έρευνες, μαζί, βεβαίως, και με τις υπόλοιπες μεθόδους και εργαλεία που είθισται να χρησιμοποιούν στις έρευνές τους. Τα όρια και οι περιορισμοί που χαρακτηρίζουν του geographical profiling πρέπει να αποτελέσουν τόσο την αφορμή όσο και το εναρκτήριο βήμα για περαιτέρω βελτιστοποίησή του.

ΕΠΙΛΟΓΟΣ 

Με περαιτέρω βελτιώσεις και με τη βοήθεια εξελιγμένων τεχνολογικών μέσων θεωρούμε πως το geographical profiling μπορεί να διαδραματίσει έναν πολύ καταλυτικό ρόλο στο έργο των Αστυνομικών Αρχών παρέχοντας βαρυσήμαντες πληροφορίες για τη γεω-χωρική συμπεριφορά του εκάστοτε δράστη, για τη μείωση εγκληματικών ευκαιριών στις hotspots περιοχές, αλλά και την επισήμανση επικίνδυνων –από άποψη εγκληματικότητας- περιοχών που χρήζουν άμεσης πολιτειακής παρέμβασης. Θεωρούμε πως το geographical profiling σε συνδυασμό με το criminal profiling και με τις υπόλοιπες εγκληματολογικές μεθόδους και επιστημονικές θεωρητικές βάσεις, μπορούν να αποτελέσουν ένα από τα πιο δυνατά ‘’χαρτιά’’ των αστυνομικών ερευνών στην αποκωδικοποίηση του τρόπου δράσης των κατά συρροή δραστών και κατ’ επέκταση στην γρηγορότερη –ευελπιστούμε- σύλληψή τους. 

  • Η Βασιλεία Γεωργαλή Κόλλια είναι Κοινωνιολόγος

Ξένη Βιβλιογραφία

Andresen, M., A. (2006, March). Crime Measures and the Spatial Analysis of Criminal Activity, The British Journal of Criminology, 46 (2), 258-285. https://www.jstor.org/stable/pdf/23639377.pdf?refreqid=excelsior%3A1eaf17691e8de60f27c635318632c16c&ab_segments=&origin

Andersen, M. A. (2010). The place of environmental criminology within criminological thought. CrimRxiv. http://dx.doi.org/10.21428/cb6ab371.f40341d1

Bottoms A., E., & Wiles P. (1992). Explanations of crime and place. In D. J. Evans, N. R. Fyfe & D. T. Herbert (Eds.), Crime, Policing and Place. Essays in environmental criminology (pp. 11-35). London: Routledge.

Evans, D., J., Fyfe, N., R., & Herbert, D., T. (Eds.). (1992). Crime, Policing and Place. Essays in environmental (1st ed.). London: Routledge.

Hunt D., Mojtahedi D., & Willmott D. (2021). Criminal Geography and Geographical Profiling within Police Investigations – A Brief Introduction. Internet Journal of Criminology. https://www.internetjournalofcriminology.com/_files/ugd/9280ee_ba2436e454a24befa584f18c1b571986.pdf

Laukkanen, M., Picozzi, M., Santtila, P., & Zappalà, A. (2003, January 9). Testing the utility of a geographical profiling approach in three rape series of a single offender: a case study, Forensic Science International, 131 (1), 42-52. https://doi.org/10.1016/S0379-0738(02)00385-7

Nichols, B. (2019). Geographic Profiling: Contributions to the Investigation of Serial Killers [PhD Thesis, Wright State University- Dayton]. https://etd.ohiolink.edu/apexprod/rws_etd/send_file/send?accession=wright1559164233007786&disposition=inline

Rengert G., F. (1992). The journey to crime: Conceptual foundations and policy implications. In D. J. Evans, N. R. Fyfe & D. T. Herbert (Eds.), Crime, Policing and Place. Essays in environmental criminology (pp. 109-117). London: Routledge.

Rombouts, S., & Rossmo, D., K. (2017). Geographical profiling. In M. Townsley, & R. Wortley (Eds.), Environmental Criminology And Crime Analysis (pp. 162-179). London: Routledge.

Townsley, M. (2017). Offender mobility. In M. Townsley & R. Wortley (Eds.), Environmental Criminology And Crime Analysis (pp. 142-161). London: Routledge.

Townsley, M., & Wortley, R. (Eds.). (2017). Environmental Criminology And Crime Analysis (2nd ed.). London: Routledge.

Townsley, M., & Wortley, R. (2017). Situating the theory, analytic approach and application. In M. Townsley & R. Wortley (Eds.), Environmental Criminology And Crime Analysis (pp. 1-25). London: Routledge.

van der Kemp, J., J. & van Koppen P., J. (2008). Criminal Profiling (R. N. Kocsis, Eds.). Humana Press. https://link.springer.com/chapter/10.1007/978-1-60327-146-2_17

Ελληνική Βιβλιογραφία

Κομπογιάννη, Σ. (2012). Η γεωγραφία της αστικής εγκληματικότητας: Χαρτογραφώντας δράστες και αδικήματα στην πόλη του Βόλου [Διπλωματική Εργασία, Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας – Βόλος] https://ir.lib.uth.gr/xmlui/bitstream/handle/11615/41293/10247.pdf?sequence=1