ΤΕΥΧΟΣ #23 ΑΠΡΙΛΙΟΣ 2025

"Η συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα μπορεί να συμβάλει στην αναβάθμιση του σωφρονιστικού συστήματος"

Καθηγήτρια Έφη Λαμπροπούλου

Το Crime Times έχει την τιμή να παρουσιάζει τη συνέντευξη της Έφης Λαμπροπούλου, Καθηγήτριας Εγκληματολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου, η οποία παραχωρήθηκε στην Αναστασία Χαλκιά και στη Μάρθα Λεμπέση. Στο πλαίσιο αυτής της εκτενούς συνομιλίας, η Έφη Λαμπροπούλου ανατρέχει στη διαδρομή της στην επιστήμη της Εγκληματολογίας και αναλύει κρίσιμα ζητήματα της σύγχρονης ελληνικής κοινωνίας, όπως η παραβατικότητα των ανηλίκων και οι προκλήσεις του σωφρονιστικού συστήματος. Παράλληλα, μεταφέρει την εμπειρία της από τη συμμετοχή της στα όργανα διοίκησης της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Εγκληματολογίας, καθώς και από την προετοιμασία του επερχόμενου ετήσιου συνεδρίου της Εταιρείας, που θα διεξαχθεί από τις 3 έως και τις 6 Σεπτεμβρίου στην Αθήνα.

(Περισσότερες πληροφορίες για το συνέδριο μπορείτε να βρείτε [εδώ] : HOME - EUROCRIM 2025)

  • Θα θέλαμε να ξεκινήσουμε τη συνέντευξη με μια αναδρομή στις βασικές σπουδές σας, καθώς αυτές διαμορφώνουν την επιστημονική ταυτότητα του ατόμου. Τι σας οδήγησε στην επιλογή των Νομικών σπουδών και κατόπιν στη στροφή προς την Εγκληματολογία;

Οι νομικές σπουδές προσφέρουν πολλές δυνατότητες επαγγελματικής αποκατάστασης. Αυτός ήταν βασικός λόγος που επέλεξα την Νομική, και επειδή με ενδιέφερε η δημοσιογραφία. Όταν πέρασα στο πανεπιστήμιο δεν υπήρχαν τμήματα ΜΜΕ στην Ελλάδα και η νομική έδινε μία ικανοποιητική διέξοδο. Θεωρώ ότι  η επιλογή μου ήταν τελικά επιτυχής γιατί απέκτησα έναν δομημένο  τρόπο σκέψης. Κατά τη διάρκεια των σπουδών εγκατέλειψα την ιδέα της δημοσιογραφίας και στράφηκα στην Εγκληματολογία. Με είλκυε η εμπειρική οπτική της, όπως νομίζω και πολλούς φοιτητές/τριες, αγνοώντας τις μεγάλες δυσκολίες διεξαγωγής ερευνών, αφού δεν υπήρχε επαγγελματικός προσανατολισμός ούτε στο σχολείο ούτε στο Πανεπιστήμιο. Επιπλέον, οι διδακτορικές σπουδές δεν ήταν οργανωμένες στην Ελλάδα την δεκαετία του ’80. Έτσι, έφυγα στο εξωτερικό έναν χρόνο μετά την αποφοίτησή μου και πήγα στην Γερμανία. Εκεί υπήρχαν δυσκολίες, αλλά ήταν τόσο ενθαρρυντικό το περιβάλλον, ο πανεπιστημιακός χώρος, οι βιβλιοθήκες, τα ωράρια λειτουργίας τους και τα εμπόδια ξεπεράστηκαν. Επίσης, τον πρώτο χρόνο των μεταπτυχιακών σπουδών είχα έναν νέο σε ηλικία επιβλέποντα καθηγητή, Αυστριακό, του οποίου τα σεμινάρια κέντρισαν το ενδιαφέρον μου για θέματα που ούτε τα είχα φανταστεί. Ο καθηγητής ήταν πολύ βοηθητικός. Κάθε φορά έφευγα από το γραφείο του με μια τσάντα βιβλία που μου έδινε. Στη συνέχεια, στο διδακτορικό το οργανωμένο περιβάλλον του ερευνητικού ινστιτούτου που βρέθηκα και ο έμπειρος καθηγητής, ο οποίος επέβλεπε την εργασία μου μαζί με τους συνεργάτες του, καθόρισαν τον τρόπο σκέψης μου. Κι αυτό δεν το αντιλήφθηκα αμέσως, αλλά πολύ αργότερα. Βέβαια όλα τα παραπάνω δεν ήταν αρκετά για να παραμείνω στον χώρο της Εγκληματολογίας. Απαιτήθηκαν κι άλλες συνεχείς προσπάθειες.

 

  • Πώς αξιολογείτε τη σημερινή κατάσταση της παραβατικότητας ανηλίκων; Υπάρχουν ποιοτικά ή / και ποσοτικά χαρακτηριστικά που θα έπρεπε να μας προβληματίζουν ως προς αυτήν τη μορφή πρώιμης παραβίασης των κοινωνικών κανόνων;

Αυξημένη νεανική παραβατικότητα υπάρχει απ’ όσο ξέρω σε όλες τις χώρες της Ευρώπης, με διαφοροποιήσεις ως προς τα είδη και την ένταση των παράνομων πράξεων, καθώς επίσης και ως προς τον βαθμό οργάνωσης της τέλεσής τους.

Όσον αφορά εμάς, την Ελλάδα, τις δεκαετίες ’80 και ’90 αλλά και παλαιότερα, οι παραβατικές συμπεριφορές συνδέονταν με παραμελημένους ανηλίκους, τώρα οι μορφές παραβατικότητας χαρακτηρίζουν νέους που ψάχνουν για συγκινήσεις και περιπέτειες. Αυτή είναι μια βασική διαφορά από το παρελθόν.

Το δεύτερο χαρακτηριστικό είναι ότι την τελευταία δεκαετία παρατηρείται αύξηση των ομαδοποιήσεων στην τέλεση παράνομων πράξεων από τους ανηλίκους και ανάπτυξη μιας ενεργά επιθετικής κουλτούρας προς τους θεσμούς, εκτεταμένη χρήση ναρκωτικών και αλκοόλ, και αύξηση της βίαιης συμπεριφοράς μεταξύ τους, εντός και εκτός σχολείου.

Η νεανική παραβατικότητα έχει σχέση με την υπερπροβολή από τα ΜΜΕ αφενός της βίας και αφετέρου της απρεπούς και αγοραίας συμπεριφοράς, την έλλειψη της πρέπουσας μέριμνας από τους γονείς προς το παιδί και επικοινωνίας μαζί του και την έλλειψη υποστήριξης των καθηγητών από τους γονείς, με αποτέλεσμα την παραίτηση ή την αδιαφορία των εκπαιδευτικών, οι οποίοι είναι και πολύ επιβαρυμένοι με υποχρεώσεις. Έχει όμως σχέση και με την ηθική της σύγχρονης ελληνικής οικογένειας ότι οι κανόνες πρέπει να ισχύουν για τους άλλους κι όχι για εμάς. Όλα τα παραπάνω συνδέονται με μια διάχυτη χρονίζουσα κρίση αξιών στην ελληνική κοινωνία, την απαξίωση του πολιτικού συστήματος, με το ότι προβάλλονται με ένταση καταναλωτικά πρότυπα στη δημόσια ζωή και με την οικονομική κρίση. Αυτοί είναι μερικοί από τους παράγοντες της νεανικής παραβατικότητας.

Όσον αφορά την απαξίωση του πολιτικού συστήματος αυτή έχει σχέση με την οικονομική κρίση, την ύφεση, τα μνημόνια, και τη συνεπαγομένη απογοήτευση και δυσπιστία των πολιτών. Όταν τα συναισθήματα δυσπιστίας εξαπλωθούν στην κοινωνία, οι νέοι είναι ιδιαίτερα ευάλωτοι. Απογοητεύονται και θυμώνουν και εάν δεν υπάρχει διέξοδος του θυμού η βία αυξάνει. Αυτό ισχύει για όλους τους ανθρώπους. Μερικοί κατευθύνουν τον θυμό τους εναντίον των άλλων  σε πράξεις βίας, κι άλλοι τον κατευθύνουν εναντίον του εαυτού τους. Οι άνθρωποι πρέπει να πιστεύουν ότι η κυβέρνηση και το πολιτικό σύστημα λειτουργούν προς το συμφέρον της κοινωνίας. Εάν αισθάνονται ότι το κράτος είναι άδικο και οι θεσμοί του ανίκανοι ή διεφθαρμένοι, έχουν την τάση να αμφισβητούν και να παραβαίνουν τους κανόνες και να αντιδρούν συχνά βίαια. Γι' αυτό, το πρώτο βήμα για τη μείωση της βίας είναι η αποκατάσταση της εμπιστοσύνης των πολιτών στους θεσμούς, στην κυβέρνηση, στο κοινοβούλιο, στην αστυνομία και στη δικαιοσύνη.

Στην περίπτωσή μας πάντως, δεν είναι νέοι από χαμηλά στρώματα οι οποίοι αντιδρούν με βία, το αντίθετο. Τα παιδιά των χαμηλών στρωμάτων, τα παιδιά όπως θα λέγαμε σε άλλους καιρούς της «εργατικής τάξης», αγωνίζονται καθημερινά, οπότε για την ερμηνεία της παραβατικής συμπεριφοράς οι αιτίες δεν φαίνεται να είναι οικονομικές, αλλά είναι το οικογενειακό περιβάλλον, η σταθερότητα των κοινωνικών κανόνων και τα  πρότυπα της Πολιτείας.

Βεβαίως, σημαντικό ρόλο παίζουν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και οι ιστοσελίδες που διαδίδουν ψεύτικες ή παραποιημένες ειδήσεις. Πλατφόρμες κοινωνικών μέσων μαστίζονται από ακρότητες, διασυρμό των κατά καιρούς «εχθρών» και παραπληροφόρηση, δημιουργώντας και διαδίδοντας οργή είτε βασιζόμενες σε πραγματικά γεγονότα είτε όχι.

Οι νέες τεχνολογίες επομένως είναι ένας ιδιαιτέρως κρίσιμος και ιδιάζουσας σημασίας παράγοντας για την (ανα)παραγωγή της νεανικής παραβατικότητας και επιθετικότητας. Αυτές παρέχουν απεριόριστες δυνατότητες επικοινωνίας στους νέους, αμεσότητα πρόσβασης και διάχυση της πληροφορίας, πράγμα που καθιστά την ένταξή τους σε συμμορίες και σε πάσης φύσεως ομάδες, και γενικά την τέλεση παράνομων πράξεων, ευκολότερη απ’ ό,τι στο παρελθόν. Επιπλέον, με την ταχεία και ανεμπόδιστη κυκλοφορία των εικόνων, αληθινών ή ψευδών, παίρνουν και νέες ιδέες για την τρόπο εκτέλεσης παράνομων πράξεων. Εξάλλου, πολλοί γονείς δεν μπορούν ή δεν ξέρουν πώς να παρακολουθήσουν τις διαδικτυακές επικοινωνίες των παιδιών τους ώστε να προλάβουν παραβατικές συμπεριφορές.

Δεν μπορώ να σας πω τι θα έπρεπε να προβληματίσει τους άλλους, μπορώ να σας πω τι προβληματίζει εμένα προσωπικά. Με προβληματίζει ιδιαίτερα ο υπερπροστατευτισμός της ελληνικής κοινωνίας στους νέους και ο ρόλος των ΜΜΕ σ’ αυτό, οι χαλαροί σχεδόν ανύπαρκτοι κανόνες καθημερινής συμπεριφοράς της νέας γενιάς και ο στρουθοκαμηλισμός της ελληνικής Πολιτείας στα σχετικά προβλήματα. Ειδικά ως προς το τελευταίο, η έλλειψη σταθερότητας και διάρκειας στον τρόπο και τα μέσα αντιμετώπισης της νεανικής παραβατικότητας και η συνολική αδιαφορία, η ανοχή πολιτείας και οικογένειας, εάν όχι και επιδοκιμασία, στη δημιουργία πολιτών μόνο με δικαιώματα, χωρίς καθόλου υποχρεώσεις.

Με ανησυχούν ακόμη, οι βίαιες συμπεριφορές ανήλικων κοριτσιών, οι βιαιοπραγίες κατά προσώπων και οι καταστροφές δημόσιας ή ιδιωτικής περιουσίας, η δικαιολόγηση ή η έμμεση νομιμοποίησή τους από τα ΜΜΕ, τους γονείς, μέρος του πολιτικού κόσμου. Είναι ακόμη ανησυχητικό φαινόμενο η ύπαρξη όπως φαίνεται δεξαμενών της νέας τρομοκρατίας. Με ανησυχεί, επίσης, μία από τις συνέπειες της μαζικής εισροής μεταναστών, πολλών παραπάνω από όσους μπορεί να ενσωματώσει η ελληνική κοινωνία, μια κοινωνία κουρασμένη και απογοητευμένη. Οι μετανάστες προέρχονται από περιοχές του πλανήτη με πολύ διαφορετικές κοινωνικές και πολιτισμικές αντιλήψεις από εμάς και, επιπλέον, αδιαφορούν για την ένταξή τους στην ελληνική κοινωνία, ίσως και γιατί θεωρούν ότι είναι περαστικοί. Υπάρχει κίνδυνος ένα ποσοστό των παιδιών τους, δηλ. της δεύτερης γενιάς του συγκεκριμένου κύματος μεταναστών που τελικά παραμείνει στην Ελλάδα ή κάποιοι από τους ανήλικους και νέους που έφτασαν στην χώρα και μείνουν, να εξελιχθούν σε τοπικές συμμορίες εύκολα χειραγωγούμενες. Αυτό θα συμβεί εάν η μέριμνα τόσο της ελληνικής  Πολιτείας όσο και των ΜΚΟ και πολιτικών ομάδων οι οποίες έχουν αναλάβει κατά κύριο λόγο την υποστήριξή των μεταναστών, περιορίζεται σε μια τεχνική προσέγγιση της διαδικασίας ένταξης και συμπερίληψής τους χωρίς υποχρεώσεις και καλλιέργεια θετικών αισθημάτων για τη χώρα που τους φιλοξενεί. Και δεν εννοώ την οικονομική ή όποια άλλη υποστήριξή τους, η οποία ουδόλως αμφισβητείται. Ομολογώ δεν ξέρω πόσο αποτελεσματικά είναι τα Συμβούλια Ένταξης Μεταναστών σε όποιους δήμους λειτουργούν. Η προωθούμενη αμφισβήτηση της ένταξης στην κυρίαρχη κουλτούρα με τη δημιουργία παράλληλων κοινωνιών θα έχει σοβαρές αρνητικές συνέπειες για το κράτος και την ελληνική κοινωνία, όπως έχει συμβεί και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Κι αυτή είναι μια ουσιώδης διαφορά από τους μετανάστες της δεκαετίας του ’90 και τα παιδιά τους, που εντάχθηκαν, μορφώθηκαν και απέκτησαν εφόδια για την ζωή τους. Εύχομαι να διαψευστώ.

  • Στο βιβλίο σας «Κοινοπρακτικά σχήματα και μορφές εκχώρησης λειτουργιών των καταστημάτων κράτησης σε ιδιώτες» (Εκδόσεις Παπαζήση, 2022) αναδεικνύετε τόσο τα οφέλη και τα πλεονεκτήματα της εμπλοκής του ιδιωτικού τομέα στο σωφρονιστικό σύστημα, όσο και τους σοβαρούς κινδύνους που μπορούν να προκύψουν, ιδιαίτερα όταν το κίνητρο της μείωσης του κόστους αποκτά πρωταρχική σημασία. Πώς θεωρείτε ότι μπορεί να συμβάλει η συμμετοχή ιδιωτών στην αναβάθμιση του σωφρονιστικού συστήματος; Ποιες στρατηγικές ή προσεγγίσεις θα μπορούσαν να εξισορροπήσουν τα εμφανή οφέλη με τους ενδεχόμενους κινδύνους στην τρέχουσα κοινωνική και πολιτική πραγματικότητα;

Η συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα  στην κατασκευή, διαχείριση ή λειτουργία του σωφρονιστικού συστήματος μπορεί να συμβάλει στην αναβάθμιση του συστήματος με διάφορους τρόπους.

Μπορεί να συμβάλει στην ανάπτυξη και εκσυγχρονισμό των υποδομών. Οι ιδιωτικές εταιρείες συχνά χρησιμοποιούν πιο μοντέρνες, εξυπνότερες κατασκευαστικές τεχνικές, είναι πιο ευέλικτες στο να χρησιμοποιήσουν καινοτόμα υλικά και να δημιουργήσουν σύγχρονες εγκαταστάσεις που είναι ασφαλείς, ανθρώπινες και λειτουργικές χωρίς υπερβολικές δαπάνες. Τέτοια παραδείγματα είναι η φυλακή Berwyn στην Βρετανία, η Leoben στην Αυστρία κ.ά.

Οι συμπράξεις δημόσιου και ιδιωτικού τομέα (ΣΔΙΤ) μπορούν να μειώσουν την επιβάρυνση του κρατικού προϋπολογισμού, αξιοποιώντας τις ιδιωτικές επενδύσεις, διατηρώντας παράλληλα τη δημόσια εποπτεία. Η τεχνογνωσία του ιδιωτικού τομέα στην κατανομή των πόρων μπορεί να μειώσει το λειτουργικό κόστος.

Ο ιδιωτικός τομέας είναι ταχύτερος στην ενσωμάτωση της τεχνολογίας, επί παραδείγματι ηλεκτρονικών συστημάτων παρακολούθησης και ψηφιακής διαχείρισης υποθέσεων, κι έτσι να βελτιώσει την ασφάλεια και την αποτελεσματικότητα των καταστημάτων κράτησης, βοηθώντας ταυτόχρονα το προσωπικό και να διευκολύνει προγράμματα εκπαίδευσης και υγειονομικής περίθαλψης των κρατουμένων.

Ωστόσο, η είσοδος του ιδιωτικού τομέα στην λειτουργία του σωφρονιστικού συστήματος παρουσιάζει σοβαρούς κινδύνους που μπορούν να περιορισθούν μόνο μέσω κατάλληλων στρατηγικών και ελέγχου.

Οι ιδιωτικές εταιρείες προσπαθούν συχνά να περικόψουν το κόστος λειτουργίας των καταστημάτων κράτησης δίνοντας προτεραιότητα στο κέρδος έναντι της ευημερίας των κρατουμένων, οδηγώντας σε χειροτέρευση των συνθηκών διαβίωσης, υποστελέχωση και μείωση των προγραμμάτων κοινωνικής επανένταξης, ψυχολογικής υποστήριξης και εκπαίδευσης των κρατουμένων κλπ. Συν τοις άλλοις, υπάρχει κίνδυνος να ενθαρρύνει η ιδιωτικοποίηση την συχνότερη χρήση της στερητικής της ελευθερίας ποινής, επειδή οι ιδιωτικές εταιρείες επωφελούνται από τον υψηλότερο πληθυσμό κρατουμένων.

Εάν οι ιδιωτικοί φορείς εκμετάλλευσης δεν  λειτουργούν με διαφάνεια, καθίσταται δυσκολότερη η απόδοση ευθυνών για καταχρήσεις ή κακοδιαχείριση. Επιπλέον οι κίνδυνοι διαφθοράς μπορεί να αυξηθούν, ιδίως εάν οι συμβάσεις δεν είναι ρυθμισμένες με σαφήνεια και πληρότητα.

Από πολιτική άποψη, η συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα μπορεί να επηρεάσει αρνητικά την αξιοπιστία της κυβέρνησης και την κοινωνική εμπιστοσύνη.

Για την μεγιστοποίηση των πλεονεκτημάτων με ταυτόχρονο περιορισμό των μειονεκτημάτων, οι κυβερνήσεις θα πρέπει να θέσουν σε εφαρμογή αυστηρό ρυθμιστικό πλαίσιο και να συνάψουν συμβάσεις με βάση την απόδοση, δηλ. σαφείς κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με την ποιότητα των υπηρεσιών, τα δικαιώματα των κρατουμένων, τη μείωση της υποτροπής κλπ.

Να εξασφαλίσουν δημόσια εποπτεία, ελέγχους και ανεξάρτητες αξιολογήσεις για την πρόληψη της διαφθοράς και της παραβίασης των δικαιωμάτων των κρατουμένων και του προσωπικού.

Να ενθαρρύνουν τη συμμετοχή της κοινότητας στην παρακολούθηση των συνθηκών που επικρατούν στις φυλακές και των προσπαθειών επανένταξης των κρατουμένων. Να προσφέρουν προστασία στους καταγγέλλοντες πάσης φύσεως παραβιάσεις των νόμων και μηχανισμούς παραπόνων για τους κρατουμένους.

Σε καμιά περίπτωση δεν είναι σκόπιμη η πλήρης ιδιωτικοποίηση, αλλά ο ιδιωτικός τομέας  να εμπλακεί μόνο σε  μη βασικές υπηρεσίες, όπως οι κατασκευές, η υγειονομική περίθαλψη, η εκπαίδευση και η επαγγελματική κατάρτιση.

Η κυβέρνηση πρέπει οπωσδήποτε να διατηρεί τον έλεγχο σε θέματα ασφάλειας και νομικά θέματα για την αποφυγή συγκρούσεων συμφερόντων.

Στις συμβάσεις πρέπει να προσδιορίζονται ελάχιστα επίπεδα στελέχωσης των φυλακών, συνθηκών διαβίωσης και προγραμμάτων επανένταξης των κρατουμένων.

Να σημειωθεί ότι η οποιαδήποτε μορφή ιδιωτικοποίησης πρέπει να γίνει σταδιακά και πειραματικά πριν από την εφαρμογή σε μεγάλη κλίμακα.

Και τέλος, να διεξάγονται ανεξάρτητες αξιολογήσεις επιπτώσεων της εξοικονόμησης χρημάτων στην επανένταξη των κρατουμένων στην κοινωνία, στον σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και στο προσωπικό.

Όσον αφορά το προσωπικό των φυλακών -ιδιαίτερα το φυλακτικό- η συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα στις φυλακές δεν πρέπει να υπονομεύει τα δικαιώματα των εργαζομένων. Εφαρμόζοντας αυστηρούς κανονισμούς, παρέχοντας ικανοποιητικούς μισθούς, πρωτόκολλα ασφαλείας και μηχανισμούς εποπτείας, οι κυβερνήσεις μπορούν να διασφαλίσουν ότι το προσωπικό των φυλακών θα έχει την πρέπουσα αντιμετώπιση, θα εργάζεται σε ασφαλείς συνθήκες και θα λαμβάνει επαρκή υποστήριξη. Κατά τη γνώμη μου οι σωφρονιστικοί υπάλληλοι πρέπει να παραμένουν δημόσιοι υπάλληλοι, όπως συμβαίνει στη Γερμανία στις λίγες φυλακές που λειτουργούν ως ΣΔΙΤ. Με αυτό τον τρόπο αποφεύγονται προβλήματα τα οποία παρατηρούνται σε πλήρως ιδιωτικοποιημένα συστήματα (π.χ. ΗΠΑ), όπως περικοπές μισθών, μη ασφαλείς συνθήκες εργασίας και διαχείριση με γνώμονα το κέρδος.

Εν κατακλείδι, η συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα στην κατασκευή, διαχείριση και λειτουργία των φυλακών μπορεί να ενισχύσει την αποτελεσματικότητα του σωφρονιστικού συστήματος, τον εκσυγχρονισμό και τις προσπάθειες κοινωνικής επανένταξης των κρατουμένων. Εντούτοις, εγκυμονεί σημαντικούς κινδύνους που πρέπει να αντιμετωπιστούν μέσω αυστηρών ρυθμίσεων, διαφάνειας και κανόνων δεοντολογίας. Ένα υβριδικό μοντέλο, όπου οι ιδιωτικές εταιρείες προσφέρουν επικουρικές υπηρεσίες, ενώ η κυβέρνηση διατηρεί την εποπτεία της ασφάλειας των καταστημάτων κράτησης και της εφαρμογής του νόμου, μπορεί να αποτελέσει μια ισορροπημένη προσέγγιση για την αναβάθμιση του σωφρονιστικού συστήματος.

  • Από το 2018 είστε Μέλος του Εκτελεστικού Συμβουλίου (Executive Board) της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Εγκληματολογίας - και εδώ πρέπει να τονίσουμε ότι είστε η μόνη ακαδημαϊκός από την Ελλάδα που έχει αναλάβει αυτή τη θέση μέχρι σήμερα. Μια από τις κορυφαίες στιγμές της θητείας σας είναι η ανάληψη της διοργάνωσης του Ετήσιου Συνεδρίου της Εταιρείας το 2025, στην Αθήνα (3-6 Σεπτεμβρίου). Θα θέλατε να μοιραστείτε μαζί μας την εμπειρία σας από αυτή τη διαδρομή και να μας μιλήσετε για το επικείμενο συνέδριο;

Εξελέγην μέλος του Εκτελεστικού Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Εγκληματολογίας από τη γενική συνέλευση των μελών της για το διάστημα 2018-2021, δηλ. για τρία χρόνια. Στην συνέχεια, από το 2022 συμμετέχω ex officio στο Συμβούλιο ως επικεφαλής της οργάνωσης του συνεδρίου του 2025 στην Αθήνα. Κατά τη διάρκεια της θητείας μου έμαθα αρκετά πράγματα, κυρίως το πως οργανώνεται και διοικείται μια μεγάλη επιστημονική εταιρεία με ό,τι αυτό σημαίνει, από την έκδοση περιοδικού, την επιβράβευση συναδέλφων, τις υποτροφίες, μέχρι τη διατήρηση της μνήμης και της ιστορίας της Εταιρείας και την οργάνωση συνεδρίων, καθώς επίσης και τρόπους αντιμετώπισης ευαίσθητων ζητημάτων που ανακύπτουν.

Μέσα σε αυτά τα έξι χρόνια διαπίστωσα πόσο λίγο εμείς οι Έλληνες συντονιζόμαστε για να υποστηρίξουμε τη συμμετοχή της χώρας στα όργανα της Εταιρείας και να διεκδικήσουμε την εκπροσώπησή της. Η εκλογή κάποιου/ας στα όργανα της Εταιρείας δεν πρέπει να αποτελεί ούτε να θεωρείται προσωπική κατάκτηση, αλλά μέσον για να δηλώσει στον διεθνή χώρο την παρουσία των Ελλήνων εγκληματολόγων, να έρθει σε στενότερη επαφή με άλλους εγκληματολόγους από τις λοιπές χώρες -η Εταιρεία έχει μέλη από περισσότερα των 50 κρατών, και να δημιουργήσει δεσμούς συνέχειας της επικοινωνίας και για άλλους συμπατριώτες μας.

Αυτός ήταν και ο βασικός λόγος, δηλ. να ενισχυθούν οι δεσμοί των νεότερων εγκληματολόγων της Ελλάδας με τους συναδέλφους άλλων χωρών, που αποφάσισα να προτείνω τη διεξαγωγή του συνεδρίου στην Αθήνα και τη διοργάνωσή του από το Πάντειο. Εγινε μετά από πολύ σκέψη και επιστάμενη έρευνα και υπό την συνεχή παρότρυνση του Board. Όμως το Πανεπιστήμιο δεν έχει τους χώρους και τον εξοπλισμό για ένα τόσο μεγάλο συνέδριο των 2.000-2.500 ατόμων. Η εναλλακτική ήταν να πραγματοποιηθεί σε μεγάλο ξενοδοχείο, π.χ. Intercontinental, όπως συμβαίνει με τα συνέδρια της Αμερικανικής Εταιρείας Eγκληματολογίας, αλλά το ύψος των χρημάτων που απαιτείτο ήταν δυσθεώρητο. Σημειωτέον ότι τα συνέδρια της ESC είναι αυτοχρηματοδοτούμενα. Έτσι, βρέθηκε η οικονομικότερη λύση, η πιο φιλική για φοιτητές/τριες και για όλα τα μέλη και φίλους της Εταιρείας να πραγματοποιηθεί σ’ ένα εκπαιδευτήριο το οποίο διαθέτει χώρους και εξοπλισμό, όπως είναι το Αμερικανικό Κολλέγιο Ελλάδας, σ’ ένα ωραίο campus στους πρόποδες του Υμηττού. Με βάση τα μέχρι τώρα δεδομένα, η συμμετοχή προβλέπεται μεγάλη και οι απαιτήσεις, όπως καταλαβαίνετε, είναι υψηλές. Ελπίζω ότι με την υποστήριξη της οργανωτικής επιτροπής και τους εθελοντές/τριες φοιτητές/τριες, καθώς και με την εμπειρία της εταιρείας Επαγγελματικής Διοργάνωσης Συνεδρίων (PCO) “Erasmus”, να ανταπεξέλθουμε όσο το δυνατόν καλύτερα. Δεδομένου ότι φέτος η ESC έχει την 25η επέτειο από την ίδρυσή της, υπάρχουν και αυξημένες εορταστικές απαιτήσεις. Έχουμε την χαρά να μας συνδράμουν και τα μουσικά σύνολα του Παντείου στην τελετή έναρξης και στον εορτασμό των γενεθλίων με τον μαέστρο μας κ. Βρυζάκη.

Να αναφέρω επίσης ότι για πρώτη φορά διοργανώνεται σε συνέδριο της ESC κεντρικό στρογγυλό τραπέζι αντί plenary και μάλιστα δύο τέτοια, με συνομιλητές και συντονιστή της συζήτησης μεταξύ τους και με το κοινό. Τα θέματα των στρογγυλών τραπεζιών είναι ενδιαφέροντα και επίκαιρα: παράνομο εμπόριο αρχαιοτήτων το ένα και τεχνητή νοημοσύνη– έγκλημα, αστυνομία, δικαιοσύνη το άλλο, και οι κεντρικοί ομιλητές είναι πολύ αξιόλογοι. Ελπίζω το πείραμα να αποδειχθεί ενδιαφέρον. Θα έχουμε και δύο ομιλίες σε κλασικό plenary με θέμα ασφάλεια, τρομοκρατία, σύνορα. Σας περιμένουμε λοιπόν 3-6 Σεπτεμβρίου στο Συνέδριο.

  • Το Crime Times απευθύνει την ίδια ερώτηση σχεδόν σε όλα τα «πρόσωπα» που φιλοξενεί στις συνεντεύξεις του, καθώς πιστεύουμε ότι κάθε νέα γενιά επιστημόνων χρειάζεται ενθάρρυνση για να προχωρήσει. Ποιο μήνυμα θα θέλατε να στείλετε στους/στις νέους/ες που μόλις ολοκλήρωσαν τις σπουδές τους στην Εγκληματολογία;

Να μην παραμελούν την διαρκή επικαιροποίηση των γνώσεών τους. Να φροντίσουν να αποκτήσουν όλα τα εφόδια που απαιτεί μια κοινωνική επιστήμη για να την υπηρετήσουν σωστά και με αξιοπρέπεια. Να θυμούνται ότι δεν είναι κοινωνικοί λειτουργοί και ότι δεν υπάρχει καλός κοινωνικός επιστήμονας που κοιτά από απόσταση την κοινωνία.

Να μην περιορίζονται στην κριτική, αλλά να προχωρούν και σε εποικοδομητικές ρεαλιστικές προτάσεις σε θέματα που απασχολούν την κοινωνία και την επιστήμη τους και Keep walking.