ΤΕΥΧΟΣ #23 ΑΠΡΙΛΙΟΣ 2025

Η πραγματική αξιοπιστία της ομολογίας

Αικατερίνη Βασιλεία Πολίτη, MSc

Αντί Εισαγωγής - Ψευδείς Ομολογίες

Η διαδικασία της συνέντευξης ενός κατηγορούμενου οφείλει να γίνεται με προσοχή. Σκοπός του συνεντευξιαστή οφείλει να είναι η προσέγγιση της αλήθειας, και όχι η εξαγωγή ομολογίας από τον συνεντευξιαζόμενο. Διαφορετικά υπάρχει κίνδυνος να καταγραφεί ψευδής ομολογία.  Οι ψευδείς ομολογίες που έχουν μελετηθεί διακρίνονται σε εθελοντικές και εξαναγκασμένες, με τις τελευταίες να διακρίνονται επιπλέον σε υποχωρητικές και εσωτερικοποιημένες (Kassin & Wrightsman, 1985).

Εθελοντικές Ψευδείς Ομολογίες

Οι εθελοντικές ψευδείς ομολογίες είναι ενδεχομένως αυτές που ο μέσος αναγνώστης δυσκολεύεται να καταλάβει περισσότερο. Ωστόσο, υπάρχουν πολλοί παράγοντες που μπορούν να οδηγήσουν έναν ύποπτο στο να αναλάβει την ευθύνη για ένα έγκλημα που δεν έχει στην πραγματικότητα διαπράξει, χωρίς να εμπλακεί το στοιχείο του εξαναγκασμού.

Υπάρχουν για παράδειγμα άνθρωποι που επιθυμούν να επωμιστούν τη δόξα και την κακή φήμη που προκύπτει από τη διάπραξη ενός εγκλήματος, η οποία σε κάποιους κύκλους είναι θεμιτή. Επεξηγηματικά, παρατηρούνται κοινωνικές ομάδες, στις οποίες μία τέτοια φήμη προστατεύει τον φερόμενο ως δράστη, ή του προσδίδει περίοπτη κοινωνική θέση. Άλλοι, απλούστατα αρέσκονται στο να τραβούν προσοχή στον εαυτό τους. Σε άλλες περιπτώσεις, ένας ύποπτος αναζητά να τιμωρηθεί για οποιοδήποτε έγκλημα, λόγω αισθημάτων ενοχής που τρέφει από άλλες παράνομες ή ανήθικες πράξεις του. Σε αντίθετες περιπτώσεις ύποπτοι έχουν ομολογήσει σε κάποιο έγκλημα προκειμένου να αποκρύψουν κάποια άλλη, ανήθικη αλλά συχνά όχι παράνομη πράξη τους, όπως η μοιχεία. Από την άλλη, υπάρχουν κάποιες ψυχικές παθήσεις που πιθανόν να οδηγήσουν τον πάσχοντα σε αδυναμία διαχωρισμού μεταξύ φαντασίας και πραγματικότητας. Και τέλος, υπάρχουν περιπτώσεις όπου ο ύποπτος ψεύδεται προκειμένου να προστατεύσει τον πραγματικό ένοχο (Kassin & Gudjonsson, 2005). 

Εξαναγκασμένες Ψευδείς Ομολογίες

Οι περιπτώσεις όπου ο ύποπτος εξαναγκάζεται σε ομολογία γίνονται πιο εύκολα κατανοητές, είναι όμως πολύ πιο ανησυχητικές. Υπάρχουν αρκετοί παράγοντες που καθιστούν τις εξαναγκασμένες ομολογίες ιδιαίτερα προβληματικές.

Πρώτον, παραβιάζονται τα δικαιώματα του υπόπτου. Μια τέτοια περίπτωση όχι μόνο προκαλεί προβλήματα ηθικής απόψεως, αλλά πλήττει και την ισχύ του φακέλου ενώπιον της δικαιοσύνης. Δεύτερον, είναι προφανές πως η φυλάκιση ενός αθώου ανθρώπου σε τέτοιες περιπτώσεις συνεπάγεται την παραμονή στην ελευθερία του πραγματικού ενόχου, ο οποίο ενδέχεται να είναι επικίνδυνος για το κοινωνικό σύνολο (Yaksic, et al., 2021).

Οι εξαναγκασμένες ψευδείς ομολογίες διακρίνονται σε δύο κατηγορίες. Τις υποχωρητικές, όπου ο ύποπτος υποκύπτει στην πίεση της ανάκρισης παρότι γνωρίζει την αθωότητά του, και τις εσωτερικοποιημένες, όπου ο ύποπτος φτάνει στο σημείο να πιστέψει πως είναι ένοχος ενώ δεν είναι (Kassin & Gudjonsson, 2005).

Υπάρχουν τρεις κατηγορίες παραγόντων που οδηγούν σε εξαναγκασμένες ψευδείς ομολογίες. Η πρώτη είναι οι εξωγενείς παράγοντες, και σχετίζεται με την αστυνομία. Έχει δηλαδή να κάνει με την κοινωνική ισχύ που κατέχει ο θεσμός, τις τεχνικές που χρησιμοποιούνται, και το περιβάλλον στο οποίο πραγματοποιείται η συνέντευξη. Η δεύτερη κατηγορία, έχει να κάνει με το άτομο, και άρα αφορά ενδογενείς/ προσωπικούς παράγοντες. Αυτοί περιλαμβάνουν το πόσο ευάλωτος είναι ο ύποπτος, ανάλογα με την ηλικία, την ψυχική υγεία του, την διανοητική του ικανότητα αλλά και κοινωνικούς και οικονομικούς παράγοντες. Τέλος, τεράστιο ρόλο παίζει και η επαγγελματική βοήθεια που λαμβάνει ο ύποπτος (Gubi-Kelm, Grolig, Strobel, & Schmidt, 2020). Αυτό το τελευταίο θα μπορούσε να συγκαταλεγεί στη δεύτερη κατηγορία. Αφενός όμως είναι αρκετά σημαντικός παράγοντας ώστε να επισημανθεί ξεχωριστά, και αφετέρου, τα περισσότερα συστήματα κάνουν προσπάθεια κάθε ύποπτος να έχει πρόσβαση σε νομική υποστήριξη παρά την προσωπική του οικονομική και κοινωνική κατάσταση. Το γεγονός όμως είναι ότι η ποιότητα της νομικής υποστήριξης δεν μπορεί να μετρηθεί παρά μόνο κατά προσέγγιση.

Υποχωρητικές Ψευδείς Ομολογίες

Ειδικότερα, οι υποχωρητικές ομολογίες προκύπτουν όταν ο ύποπτος διατηρεί τη γνώση της αθωότητάς του, αλλά υποχωρεί στις πιέσεις της αστυνομίας και προχωρά σε δήλωση της ενοχής του.

Οι πιέσεις αυτές μπορούν να λάβουν πολλές μορφές. Αρκετές φορές ασκείται άμεση, και παράνομη πίεση στον ύποπτο από την αστυνομία με απειλές ή και ανοικτή επιθετικότητα. Άλλες φορές, η διαδικασία, η οποία για πολλούς ανθρώπους είναι εξαιρετικά στρεσογόνα, γίνεται τόσο ανυπόφορη, ώστε ο ύποπτος να ομολογεί προκειμένου να την τερματίσει, θεωρώντας πως θα αθωωθεί εύκολα σε μεταγενέστερο στάδιο. Ο ύποπτος δηλαδή, ειδικά σε περιπτώσεις που δεν έχει ιδιαίτερη επαφή με το ποινικό σύστημα, έχει αρκετή πίστη σε αυτό ώστε να μην αντιλαμβάνεται τον κίνδυνο απουσίας στοιχείων που θα τον αθωώσουν. Καταγράφονται επίσης και περιπτώσεις, όπου η αστυνομία, με ψευδή στοιχεία, πείθει τον ύποπτο να ομολογήσει, προκειμένου να δεχτεί ηπιότερης μεταχείρισης από τη δικαιοσύνη. Ο ύποπτος δηλαδή οδηγείται σε ένα σενάριο απελπισίας, όπου πείθεται πως τα στοιχεία εναντίον του είναι τόσο πολλά, ώστε να μην υπάρχει περίπτωση να αθωωθεί. Έτσι, η μόνη του επιλογή είναι να συνεργαστεί με τη δικαιοσύνη, ώστε να μετρήσει η συμμόρφωση υπέρ του στη διαδικασία επιβολής της ποινής (Gudjonsson, 2018).

Εσωτερικοποιημένες Ψευδείς Ομολογίες

Αντίθετα, οι εσωτερικοποιημένες ψευδείς ομολογίες προκύπτουν όταν λόγω των πιέσεων της ανακριτικής διαδικασίας, ο ύποπτος πείθεται ότι έχει διαπράξει το έγκλημα, είτε το θυμάται είτε όχι. Σε αυτή την περίπτωση, το άτομο είτε δημιουργεί ψευδείς μνήμες διάπραξης του εγκλήματος, είτε καταλήγει να πάσχει από σύνδρομο δυσπιστίας της μνήμης. Συνεχίζει δηλαδή να μη θυμάται να διαπράττει το έγκλημα, αλλά πείθεται πως με κάποιο τρόπο οδηγήθηκε στο να το ξεχάσει. 

Έρευνες δείχνουν ότι επανειλημμένοι υπαινιγμοί ότι ο ύποπτος αντιμετωπίζει προβλήματα μνήμης είναι εξαιρετικά αποτελεσματικοί στο να οδηγούν τον τελευταίο να προβεί σε ψευδή ομολογία. Συχνά χρησιμοποιείται η ψυχική ασθένεια ή κατάσταση μέθης ή επήρειας στην οποία βρισκόταν ο ύποπτος προκειμένου να πειστεί για την ενοχή του (Bergen, Jelicic, & Merckelbach, 2008).

Το Πρόβλημα με την Ανθρώπινη Μνήμη

Όσον αφορά τις ψευδείς μνήμες, αποτελούν αντικείμενο εκτεταμένων μελετών από την απαρχή της επιστήμης της εγκληματολογίας. Ο Hugo Münsterberg, πατέρας της δικανικής ψυχολογίας, στο βιβλίο του «On the Witness Stand» αναδεικνύει το πόσο ανακριβής και αναξιόπιστη είναι η ανθρώπινη μνήμη καθώς και πόσο εύκολα μπορεί κάποιος να βρεθεί πεπεισμένος πως θυμάται κάτι, το οποίο δε συνέβη ποτέ (Münsterberg, 1908). Το γεγονός αυτό μπορεί να επηρεάσει τόσο τις μαρτυρίες, όσο και τις ομολογίες. Παρότι τα ποσοστά τέτοιων περιπτώσεων δεν έχουν μελετηθεί επαρκώς, είναι σαφές ότι αποτελεί ένα σημαντικό φαινόμενο το οποίο οφείλει να μελετηθεί και να παρθεί υπόψη (Porter & Baker, 2015). 

Πιο συγκεκριμένα, έρευνες έχουν δείξει ότι λανθασμένες αναμνήσεις μπορούν να δημιουργηθούν ξαφνικά, ως αντίδραση σε βίαιη αμφισβήτηση μίας προηγούμενης δήλωσης. Είναι πιο συχνό φαινόμενο κατά την ανάκληση προσωπικών αναμνήσεων, αλλά εμφανίζεται και σε άλλες περιπτώσεις. Πιο ευαίσθητοι σε αυτή τη διαδικασία φαίνεται να είναι άνθρωποι που παρουσιάζουν εγκεφαλικές βλάβες, μπορεί όμως να προκύψει και σε περιπτώσεις μεγάλης ταραχής. Φαίνεται πιθανό, από έναν συνδυασμό σφαλμάτων στην πηγή της ανάμνησης, εξωτερικής πίεσης αλλά και εσωτερικής αμφιβολίας, να δημιουργηθούν ψευδείς αναμνήσεις τέλεσης ενός εγκλήματος, για τις οποίες ο ύποπτος να αισθάνεται απολύτως σίγουρος. Έχει τονιστεί επανειλημμένως ότι η σιγουριά του ατόμου που εξετάζεται δεν πρέπει να θεωρείται ένδειξη της ορθότητάς της (Kopelman, 1999).

Ανίχνευση Ψεύδους

Παρότι έχουν υπάρξει αρκετές απόπειρες ανά τα χρόνια να αναπτυχθεί κάποια έγκυρη μέθοδος ανίχνευσης του ψεύδους, είτε από μηχανές είτε από εκπαιδευμένους επαγγελματίες, το γεγονός είναι ότι κάτι τέτοιο δεν έχει καταστεί ακόμη εφικτό. Ο Hugo Münsterberg ήταν υποστηρικτής της ύπνωσης (Münsterberg, 1908). Άλλοι προσπάθησαν παρατηρώντας τη γλώσσα του σώματος να καταλήξουν σε ορισμένα συμπεράσματα σχετικά με την εγκυρότητα μίας δήλωσης, και άλλοι θεωρούν ότι παρουσιάζονται γλωσσικές ενδείξεις. Παρότι κάποιες από αυτές τις θεωρίες παρουσιάζουν μέτρια επιτυχία, η ικανότητα των ανθρώπων να ανιχνεύσουν το ψέμα είναι εξαιρετικά κοντά στο στατιστικά τυχαίο. Ο πολύγραφος και άλλα μηχανήματα που έχουν αναπτυχθεί είχαν εξίσου ασήμαντα, αν όχι χειρότερα αποτελέσματα (Καπαρδής, 2004). 

Έτσι, πλέον έχουν αναπτυχθεί κάποιες διαδικασίες ανάλυσης των λεγομένων του εξεταζόμενου, που μπορούν να προσεγγίσουν την εξακρίβωση της εγκυρότητάς τους. Μια μέθοδος που χρησιμοποιείτο στο Ηνωμένο Βασίλειο είναι η S.C.AN, δηλαδή Scientific Content Analysis ή Επιστημονική Ανάλυση Περιεχομένου στα ελληνικά. Ακολουθώντας αυτή τη μέθοδο, και παρατηρώντας ορισμένα χαρακτηριστικά μίας μαρτυρίας, όπως η ασυνέπεια στη χρήση συγκεκριμένων φράσεων για την περιγραφή του ίδιου αντικειμένου, ο χρόνος που περνάει μέχρι ο ύποπτος να φτάσει στο ζητούμενο, οι αποκλίσεις στη χρήση αντωνυμιών ή παρελθοντικών χρόνων και άλλα, κάποιοι θεσμοί ισχυρίζονται ότι μπορεί κανείς να αντιληφθεί το ψέμα. Δε φαίνεται όμως, ούτε αυτή, να είναι ιδιαίτερα αποτελεσματική, και έτσι ο κλάδος προχωρά σταδιακά σε άλλες μεθόδους (Smith, 2001).

Μια εκ των δημοφιλέστερων μεθόδων είναι η Statement Validity Assessment (SVA) ή Εκτίμηση Εγκυρότητας Μαρτυρίας. Η συγκεκριμένη μέθοδος συνδυάζει την ενδελεχή μελέτη του φακέλου της υπόθεσης με μία δομημένη συνέντευξη στην οποία μετά εφαρμόζονται τα 19 κριτήρια της Criteria Based Content Analysis (CBCA) ή Ανάλυσης Περιεχομένου Βάση Κριτηρίων. Τα κριτήρια αυτά είναι τα εξής:

  1. Λογική συνοχή 
  2. Μη δομημένη παραγωγή, δηλαδή αν η περιγραφή μπορεί να γίνει με διαφορετικούς τρόπους, ξεκινώντας από διαφορετικά σημεία.
  3. Ποσότητα πληροφοριών 
  4. Ενσωμάτωση συμφραζομένων δηλαδή κατά πόσο τοποθετούνται τα γεγονότα στο σωστό χώρο και χρονικό πλαίσιο
  5. Περιγραφή αλληλοεπιδράσεων, κυρίως μεταξύ του δράστη και του θύματος 
  6. Αναπαραγωγή διαλόγων 
  7. Μη-αναμενόμενες επιπλοκές κατά τη διάρκεια του συμβάντος 
  8. Ασυνήθιστες λεπτομέρειες 
  9. Περιττές λεπτομέρειες 
  10. Παρανόηση καλά κατατιθέμενων πληροφοριών, δηλαδή σωστή αφήγηση των συμβάντων, αλλά λανθασμένη ερμηνεία τους (κυρίως από παιδιά)
  11. Εξωτερικές συσχετίσεις που συνδέονται με το συμβάν 
  12. Υποκειμενικές ερμηνείες νοητικής / συναισθηματικής κατάστασης
  13. Απόδοση της νοητικής / συναισθηματικής κατάστασης του δράστη 
  14. Αυθόρμητες διορθώσεις 
  15. Παραδοχή έλλειψης μνήμης 
  16. Αμφιβολία σχετικά με κάποια στοιχεία της μαρτυρίας 
  17. Αυτοκριτική 
  18. Συγχώρεση του κατηγορουμένου 
  19. Λεπτομέρειες / χαρακτηριστικά του αδικήματος

Από αυτά, τα πρώτα 5 θεωρούνται απαραίτητα, ενώ τυπικά αναζητούνται δύο ακόμα από τα υπόλοιπα κριτήρια προκειμένου μία δήλωση ή αφήγηση να θεωρηθεί αληθής (Amado, Arce, & Fariña, 2015). Η συγκεκριμένη μέθοδος έχει κριθεί αρκετά αποτελεσματική, παρότι υπάρχουν παράγοντες που μπορεί να την επηρεάζουν. Και σε αυτή δηλαδή την περίπτωση θεωρείται ότι υπάρχει περιθώριο σφάλματος, και δεν αντιμετωπίζεται η μέθοδος αυτή ως αλάθητη (McDougall & Bull, 2015).

Το γεγονός πως θεωρείται αδύνατον για οποιονδήποτε άνθρωπο ή οποιαδήποτε μηχανή να ανιχνεύσει με αξιοπιστία το ψέμα οφείλει να επηρεάζει τον τρόπο που αντιμετωπίζονται οι ομολογίες (DePaulo et al., 2003). Η επιμονή από μέρους του συνεντευκτή μπορεί να οδηγήσει φυσικά σε ομολογία. Δεδομένου όμως του γεγονότος ότι είναι δύσκολο ο τελευταίος να είναι σίγουρος αν η επιμονή αυτή έχει τα επιθυμητά αποτελέσματα ή θα βλάψει την υπόθεση, θα πρέπει να ασκείται με ιδιαίτερη προσοχή. Όπως αναλύθηκε παραπάνω, η επιμονή θα πρέπει να έχει ορισμένα όρια και να έχει σκοπό την άντληση πληροφοριών και όχι μιας πιθανώς ψευδούς ομολογίας.  

Τα Παιδιά ως Ύποπτοι

Τα παιδιά καθώς και κάθε ενήλικας με μειωμένη αντίληψη, παρουσιάζουν επιπλέον ενδιαφέρον όσον αφορά τις ομολογίες. Κάθε εξωγενής παράγοντας που συζητήθηκε παραπάνω, και μπορεί να οδηγήσει έναν ενήλικο σε ψευδή ομολογία έχει ακόμα μεγαλύτερη επιρροή σε ένα παιδί. Για τα παιδιά θύματα υπάρχουν κατευθυντήριες γραμμές οι οποίες προστατεύουν τον μάρτυρα και επιτρέπουν την κατά το δυνατόν ορθότερη συλλογή στοιχείων (Θέμελη, 2014). Σε περιπτώσεις που ένα παιδί ή οποιοσδήποτε άνθρωπος με μη τυπική αντίληψη βρίσκεται στη θέση του υπόπτου, θα πρέπει να τηρούνται οι ίδιοι κανόνες. 

Παρόλα αυτά πρόσφατες μελέτες έχουν δείξει ότι τα παιδιά όχι μόνο δεν είναι περισσότερο επιρρεπή σε ψευδείς αναμνήσεις από τους ενήλικες, αλλά ενδεχομένως να είναι και λιγότερο (Otgaar, Howe, Muris, & Merckelbach, 2019). Έτσι, ενδεχομένως, να μειώνεται στην περίπτωσή τους ο κίνδυνος για εσωτερικοποιημένες ψευδείς ομολογίες. Σίγουρα επίσης κάποια κίνητρα για εθελοντική ψευδή ομολογία θα εμφανίζονται λιγότερο. Ωστόσο, η υποχωρητική ομολογία εμφανίζεται αρκετά συχνά. Επομένως πρέπει να αναπτυχθούν τεχνικές που να ταιριάζουν μεν στην συνέντευξη του υπόπτου, αλλά να είναι κατάλληλες για την ηλικία του ανηλίκου ή γενικότερα τις νοητικές του δεξιότητες (Arndorfer & Malloy, 2015).

Ορθές Μέθοδοι Ανάκρισης

Για να αποφευχθούν οι ψευδείς ομολογίες, λοιπόν, σε πολλά μέρη του κόσμου έχουν υιοθετηθεί μέθοδοι ανάκρισης που λαμβάνοντας υπόψη τους τα παραπάνω προβλήματα, εξομαλύνουν όσο είναι δυνατόν τη διαδικασία.

Αρχικά, πρέπει να επισημανθεί ότι ο ρόλος της ανάκρισης δεν πρέπει να είναι η ομολογία. Αντίθετα, ο ανακριτής οφείλει να επικεντρώσει τις προσπάθειές του στην άντληση έγκυρων πληροφοριών αυτή καθαυτή (Σουκαρά, 2018). Επί παραδείγματι, πολλές χώρες, προκειμένου να εξασφαλίσουν τη διεξαγωγή μίας έγκυρης αλλά και αποτελεσματικής ανάκρισης, χρησιμοποιούν το μοντέλο P.E.A.C.E. Το μοντέλο αυτό τονίζει την προετοιμασία του ανακριτή πριν την συνέντευξη, και την ανακεφαλαιωτική και αυτοκριτική διαδικασία αμέσως μετά, έναντι της χρήσης κόλπων εναντίων του υπόπτου. Αναπτύχθηκε στην Αγγλία τη δεκαετία του 90, και χρησιμοποιείται και για την εξέταση μαρτύρων. Άλλα μοντέλα επικεντρώνονται περισσότερο ή λιγότερο στην χειραγώγηση του πλαισίου και την κάμψη των αντιστάσεων του υπόπτου με ήπιο τρόπο και φυσικά την αξιολόγηση της εγκυρότητας μίας μαρτυρίας. Το κοινό όμως στοιχείο μεταξύ τους είναι η συνεργασία με τον ύποπτο και η προσεκτική και ήπια εξαγωγή των πληροφοριών με τρόπο που δεν περιλαμβάνει ανέντιμες τακτικές και αποφεύγει την επιθετικότητα (Σουκαρά, 2019).

Αντί επιλόγου

Είναι λοιπόν σαφές το ότι κάθε περίπτωση υπόπτου είναι διαφορετική. Δεν είναι φυσικά τυχαίο το ότι κοινό χαρακτηριστικό των επιτυχών μεθόδων συνέντευξης ξεκινά με μελέτη από μέρος του ανακριτή και τελειώνει με μια διαδικασία αυτοκριτικής. Η επιτυχής συλλογή πληροφοριών δεν σχετίζεται με τον ύποπτο και τον χειρισμό του, αλλά με την ικανότητα του ανακριτή να διεξάγει μία εποικοδομητική συζήτηση με τον ύποπτο ώστε να συμπληρώσει τις πληροφορίες που ήδη κατέχει.

Εξάλλου, η ομολογία του υπόπτου δεν αρκεί ώστε να επιτευχθεί η καταδίκη του. Τα περισσότερα συστήματα δικαίου θεωρούν την ομολογία υποβοηθητικό στοιχείο, και εν τη απουσία άλλων επιπρόσθετων συνδετικών κρίκων μεταξύ του υπόπτου και του εγκλήματος, δεν τον καταδικάζουν.

Παρόλα αυτά, είναι εξίσου σαφής η σύνδεση των ψευδών ομολογιών με τη δικαστική πλάνη. Παρουσιάζεται δηλαδή μεγάλος αριθμός υποθέσεων όπου το δικαστικό σύστημα στηρίζεται σε μια αναληθή ομολογία του υπόπτου και τον καταδικάζει. Θεωρείται επομένως απαραίτητο να μειωθούν αυτές οι περιπτώσεις, ώστε να περιοριστεί ο αριθμός αθώων ανθρώπων που καταλήγουν σε σωφρονιστικά καταστήματα. Με αυτό τον τρόπο δεν προστατεύεται μόνο ο ύποπτος, του οποίου τα δικαιώματα γίνονται σεβαστά, αλλά και το δικαστικό σύστημα διατηρεί την ακεραιότητά του, ενώ η κοινωνία δεν κινδυνεύει από την ατιμωρησία του αληθινού ενόχου.

  • H Αικατερίνη Βασιλεία Πολίτη είναι Διεθνολόγος, MSc Εγκληματολογίας

Πηγές

Amado, B. G., Arce, R., & Fariña, F. (2015). Undeutsch hypothesis and Criteria Based Content Analysis: A meta-analytic review. The European Journal of Psychology, 3-12.

Arndorfer, A., & Malloy, L. (2015, Οκτώβριος 16). Ανάκτηση από behavioural scientist: https://behavioralscientist.org/teens-false-confessions-and-perceptions-of-the-police/

Bergen, S. v., Jelicic, M., & Merckelbach, H. (2008). Interrogation techniques and memory distrust. Psychology, Crime & Law, 425-434.

DePaulo, B. D., Lindsay, J. J., Malone, B. E., Muhlenbruck, L., Charlton, K., & Cooper, H. (2003). Cues to Deception. Psychological Bulletin, 129, No. 1, 74–118. doi:10.1037/0033-2909.129.1.74

Gubi-Kelm, S., Grolig, T., Strobel, B., & Schmidt, S. O. (2020). When Do False Accusations Lead to False Confessions? Preliminary Evidence for a Potentially Overlooked Alternative Explanation. Journal of Forensic Psychology Research and Practice, 114-13.

Gudjonsson, G. H. (2018). The Psychology of False Confessions. New Jersey: John Wiley & Sons, Ltd.

Kassin, S. M., & Gudjonsson, G. H. (2005). True Crimes, False Confessions: Why do innocent people confess to crimes they did not commit? Scientific American Mind, 24-31.

Kassin, S. M., & Wrightsman, L. S. (1985). Confession Evidence. Psychology of Evidence and Trial Procedure, 67-94.

Kopelman, M. D. (1999). Varieties of False Memory. Cognitive Neuropsychology, 197-214.

McDougall, A., & Bull, R. ( 2015). Detecting truth in suspect interviews: the effect of use of evidence (early and gradual) and time delay on Criteria-Based Content Analysis, Reality Monitoring and inconsistency within suspect statements. Psychology, Crime & Law , 514-530.

Münsterberg, H. (1908). On the Witness Stand. Νέα Υόρκη: The McClure company.

Otgaar, H., Howe, M. L., Muris, P., & Merckelbach, H. (2019). Dealing With False Memories in Children and Adults: Recommendations for the Legal Arena. Policy Insights from the Behavioral and Brain Sciences, 87–93.

Porter, S. B., & Baker, A. T. (2015). CSI (Crime Scene Induction): Creating False Memories of Committing Crime. Trends in Cognitive Sciences, 716-718.

Smith, N. (2001). Reading between the Lines: An evaluation of the Scientific Content Analysis technique (SCAN). Police Research Series, Paper 135.

Yaksic, E., Bulut Allre, T., Drakulic, C., Mooney, R., De Silva, R., Geyer, P., . . . Ranger, R. (2021). How much damage do serial homicide offender sught while the innocent rot in prison? A tabulation of preventable deaths as outcomes of sentinel events. Psychology, Crime & Law, 76-88.

Θέμελη, Ό. (2014). Τα παιδία Καταθέτει. Αθήνα: Μοτίβο.

Καπαρδής, Α. (2004). Ψυχολογία και Δίκαιο. Αθήνα: Μεσόγειος.

Σουκαρά, Σ. (2018). Το φαινόμενο των ψευδών ομολογιών. Έγκλημα και Τιμωρία, 34-40.

Σουκαρά, Σ. (2019). Η εξιχνίαση του εγκλήματος μέσω των μεθόδων της ανακριτικής ως βασική προϋπόθεση για την αποτροπή του. Εγκληματολογία , 160-167.