Από έρημος σε «Αμαρτωλή Πόλη»: Πώς το οργανωμένο έγκλημα καθόρισε το Λας Βέγκας
Ένα καλοκαιρινό μεσημέρι του 1947, ο Bugsy Siegel βρίσκεται στην έπαυλή του στο Μπέβερλι Χιλς. Κάθεται αμέριμνος στον καναπέ του σαλονιού του, όταν έξω απ’ το παράθυρο ξεσπούν πυροβολισμοί και τον αφήνουν νεκρό. Φυσικά, δεν πρόκειται ούτε για τυχαίο άνθρωπο, ούτε για τυχαία δολοφονία. Ο Benjamin “Bugsy” Siegel, ένας «θρυλικός γκάνγκστερ», θεωρείται από πολλούς ο πατέρας των καζίνων-θερέτρων στο Λας Βέγκας, όπως τα γνωρίζουμε σήμερα (Spapens, 2008: 35). Πολυτελή ξενοδοχεία, ρουλέτες, κουλοχέρηδες, φανταχτερές βραδιές με διάσημους τραγουδιστές και μπουφέδες με απεριόριστο φαγητό. Όλα σε δελεαστικές τιμές, ώστε οι επιχειρήσεις αυτές να προσελκύουν πελάτες για τη βασική τους δραστηριότητα: τα τυχερά παιχνίδια.
Λίγους μήνες πριν τη δολοφονία του Siegel, τον Δεκέμβρη του 1946, το ιστορικό καζίνο-ξενοδοχείο Flamingo άνοιξε τις πόρτες του, σηματοδοτώντας μια νέα εποχή για τον τρόπο που θα αναπτυσσόταν ο επίγειος τζόγος σε μια από τις διασημότερες πόλεις-καζίνο παγκοσμίως: το Λας Βέγκας (McCallister, 2012: 9). Ο Billy Wilkerson, στον οποίο ανήκε η συγκεκριμένη έκταση, έψαχνε πρόθυμους επενδυτές κι έτσι συνεργάστηκε με τρία μέλη της μαφίας για να ολοκληρώσει το έργο. Αυτοί ήταν οι Meyer Lansky, Charles “Lucky” Luciano και Siegel, που ήταν ο απεσταλμένος για την επίβλεψη της οικοδόμησης. Ωστόσο, ενώ ο αρχικός προϋπολογισμός ήταν ένα εκατομμύριο δολάρια, με την ολοκλήρωσή του έφτασε τα έξι εκατομμύρια. Η τεράστια αυτή απόκλιση αποδόθηκε σε κακοδιαχείριση του Siegel και παραμένει ένα πιθανό κίνητρο πίσω από τη δολοφονία του (McCallister, 2012: 10). Άραγε, θύμωσε άλλα μέλη της μαφίας που είχαν συμβάλει στη χρηματοδότηση του έργου, ώστε να τον θέλουν νεκρό; Μέχρι σήμερα, δεν έχει δοθεί απάντηση και η δολοφονία του παραμένει μυστήριο. Κάτι που δεν αποτελεί μυστήριο όμως είναι το γεγονός πως το Flamingo ταυτίστηκε με την άφιξη του οργανωμένου εγκλήματος στο Λας Βέγκας και την εμπλοκή του στα καζίνα της περιοχής μέχρι και τη δεκαετία του ‘60.
Οργανωμένο έγκλημα και τυχερά παιχνίδια: δίδυμες επιχειρήσεις
Ας πάμε όμως λίγο πιο πίσω στο χρόνο. Η κυριαρχία του οργανωμένου εγκλήματος στο Λας Βέγκας με την ιδιοκτησία και διαχείριση της πλειονότητας των καζίνων από τα τέλη της δεκαετίας του ‘40 μέχρι και τα τέλη του ‘60 δεν ήταν κάτι ξαφνικό ή απροσδόκητο. Το παράνομο εμπόριο αλκοόλ αποτελούσε τη βασική τους δραστηριότητα τα χρόνια της ποτοαπαγόρευσης (1920-1933), όμως με τη λήξη της η ζήτηση καλύφθηκε από νόμιμα δίκτυα. Έτσι, πολλές εγκληματικές ομάδες έψαξαν νέα πεδία δράσης προκειμένου να επιβιώσουν και τα βρήκαν στα τυχερά παιχνίδια και τους εκβιασμούς (Cressey, 1969: 38). O παράνομος τζόγος έχει αποδειχθεί ιστορικά μια δημοφιλής επιχείρηση για ομάδες οργανωμένου εγκλήματος που χρησιμοποίησαν έναν συνδυασμό απειλών, βίας και δωροδοκίας για να διατηρήσουν ένα μερίδιο της αγοράς, να περιορίσουν τον ανταγωνισμό και να διασφαλίσουν ότι οι αρχές επιβολής του νόμου θα έκαναν τα στραβά μάτια στις δραστηριότητές τους (Albini and McIllwain, 2012: 130). Παράλληλα, οι επιχειρήσεις τέτοιας φύσης, όταν μεταφέρονται σε νόμιμο περιβάλλον δημιουργούν γόνιμο έδαφος και για άλλες οργανωμένες εγκληματικές ενέργειες, όπως δίκτυα τοκογλυφίας, ξέπλυμα χρήματος κ.α. (Spapens, 2008: 43).
Η διείσδυση του οργανωμένου εγκλήματος γίνεται μ’ έναν ακόμη τρόπο: τη διατήρηση μονοπωλίου σε διάφορες νόμιμες μορφές τυχερών παιχνιδιών (Banks, 2018: 117). Αυτό συνέβαινε σίγουρα στο Λας Βέγκας ιδιαίτερα τη δεκαετία του ‘50, όπου η μαφία, έχοντας ήδη την εμπειρία του παράνομου τζόγου, κατάφερε να διατηρήσει την πλειονότητα των καζίνων στην περιοχή (Banks, 2018: 117). Το ευνοϊκό νομικό πλαίσιο της Νεβάδας, καθώς ήταν η πρώτη πολιτεία που νομιμοποίησε όλες τις μορφές τυχερών παιχνιδιών το 1931, αποτέλεσε μια δελεαστική ευκαιρία για τεράστια κέρδη.
Παίρνοντας για λίγο τα φώτα από το Λας Βέγκας και εξετάζοντας τη μεγάλη εικόνα, τα τυχερά παιχνίδια και το οργανωμένο έγκλημα θεωρούνται από τους εγκληματολόγους δίδυμες επιχειρήσεις (Wang and Antonopoulos, 2015: 1). Οι Donald Cressey και William Chambliss, εγκληματολόγοι-φάροι στη μελέτη του οργανωμένου εγκλήματος, ανέδειξαν τη σχέση του με τον τζόγο όταν αποτελούσε κατά κύριο λόγο παράνομη δραστηριότητα τις δεκαετίες του ‘60 και του ’70 στις ΗΠΑ.
Ο Donald Cressey (1969) μελέτησε την εμπλοκή του οργανωμένου εγκλήματος σε παράνομες δραστηριότητες, όπως η πώληση λαχείων και ο στοιχηματισμός, παράλληλα με τη διακίνηση ναρκωτικών και αφορολόγητων ποτών. Παρόλο που τη δεκαετία του ‘60 τα τυχερά παιχνίδια απαγορεύονταν στο μεγαλύτερο μέρος των ΗΠΑ, μια σημαντική μερίδα Αμερικανών πολιτών έψαχναν τρόπο να τζογάρουν. Σύμφωνα με τον Cressey (1969: 74-75), η ευκαιρία για τζόγο προσφερόταν από οργανωμένες εγκληματικές ομάδες στις μεγαλύτερες αμερικανικές πόλεις. Ακόμα κι αν δεν ήταν οι ίδιες ιδιοκτήτριες παράνομων επιχειρήσεων στοιχηματισμού και πώλησης λαχείων, φρόντιζαν να έχουν τον έλεγχό τους.
Παρομοίως, ο William Chambliss (1978), που ερεύνησε συστηματικά λίγα χρόνια αργότερα τις συνθήκες που γεννούν το οργανωμένο έγκλημα, αλλά και τον τρόπο δράσης του, διαπίστωσε πως τα τυχερά παιχνίδια ήταν δημοφιλής και επικερδής δραστηριότητα για πολλές εγκληματικές ομάδες, ταυτόχρονα με άλλες παράνομες δραστηριότητες, όπως το εμπόριο ναρκωτικών και η πορνεία. Μέσα από την πολυετή έρευνά του υποστήριξε πως το οργανωμένο έγκλημα δεν είναι υπόθεση ιδιωτών, αλλά μάλλον μια συμμαχία μεταξύ πολιτικών, επιχειρηματιών, αστυνομικών αρχών και διάφορων απατεώνων, ενώ αποτελεί προϊόν του καπιταλισμού και διέπεται από τους κανόνες της αγοράς (Chambliss, 1978: 8). Επομένως, αφενός εκμεταλλεύεται παράνομες ευκαιρίες για να καλύψει τη ζήτηση για προϊόντα και υπηρεσίες που δεν παρέχονται νόμιμα (όπως το αλκοόλ κατά την ποτοαπαγόρευση), αφετέρου επωφελείται από νόμιμες ευκαιρίες για κέρδος, καταφέρνοντας να διεισδύσει σε επιχειρήσεις που προσφέρουν ένα κατά τα άλλα νόμιμο προϊόν (όπως οι διάφορες μορφές τζόγου στο Λας Βέγκας).
Λας Βέγκας: Μια μικρή, ήσυχη πόλη
Πίσω στο Λας Βέγκας, τη μόνη μεγάλη πόλη στην αμερικανική Δύση που ιδρύθηκε τον 20ό αιώνα και εξελίχθηκε από ένα μικροσκοπικό, σιδηροδρομικό κέντρο εξυπηρέτησης στην έρημο, στην ταχύτερα αναπτυσσόμενη μητρόπολη της χώρας στο τέλος του αιώνα (Britannica, 2024). Ιδρύθηκε ως πόλη το 1905, το όνομά της σημαίνει «τα λιβάδια», και ξεκίνησε ως μια απλή πηγή νερού μέσα στην έρημο και μια ιδανική στάση για τους περαστικούς που πήγαιναν δυτικά για μια ζωή με περισσότερες ευκαιρίες (Richard, 2018: 183). Όταν ιδρύθηκε ο σιδηροδρομικός σταθμός που ένωνε το Λος Άντζελες με το Σαλτ Λέικ Σίτι, η πόλη ξεκίνησε να ζωντανεύει με μόνιμους κατοίκους. Εκείνα τα πρώιμα χρόνια υπάρχουν αναφορές για όχι και τόσο ευυπόληπτες δραστηριότητες, όπως τυχερά παιχνίδια, ποτό και πορνεία, παρόλο που απαγορεύονταν από την πολιτειακή νομοθεσία και τον νόμο περί ποτοαπαγόρευσης τη δεκαετία του 1920 (Richard, 2018: 183). Ωστόσο, εκείνη την εποχή το Λας Βέγκας θεωρούνταν μια μικρή, ήσυχη πόλη στη μέση της ερήμου με ελάχιστες πιθανότητες για περαιτέρω ανάπτυξη.
Η κατασκευή του φράγματος Χούβερ Νταμ το 1931, νοτιοδυτικά του Λας Βέγκας, άλλαξε τα πράγματα, καθώς χιλιάδες εργάτες επισκέπτονταν καθημερινά την πόλη αναζητώντας ψυχαγωγία. Την ίδια χρονιά, η πολιτεία της Νεβάδας νομιμοποίησε όλες τις μορφές τζόγου, ενώ η ίδρυση και λειτουργία καζίνων στην περιοχή παρουσιάστηκε ως μια μορφή επένδυσης με σκοπό την οικονομική ανάκαμψη της περιοχής μετά τη Μεγάλη Ύφεση το 1929 (McCallister, 2012: 9).
Πέντε χρόνια μετά τη νομιμοποίηση των τυχερών παιχνιδιών, δηλαδή το 1936, ιδρύθηκαν τα δύο πρώτα καζίνα στην πόλη Ρένο, οι ιδιοκτήτες των οποίων ήταν νόμιμοι επιχειρηματίες (Spapens, 2008: 35). Αυτό αποτέλεσε ένα κρίσιμο σημείο καμπής, καθώς άνοιξε τον δρόμο, ώστε το Λας Βέγκας να εξελιχθεί σταδιακά, από έναν ενδιάμεσο σταθμό, σε έναν δημοφιλή τουριστικό προορισμό για τις ΗΠΑ.
Η Νεβάδα, πριν την άφιξη του οργανωμένου εγκλήματος, είχε ήδη τη μαγιά για να γίνει η «Αμαρτωλή Πόλη» στην οποία όλα επιτρέπονται. Τη στιγμή που το υπόλοιπο έθνος είχε εμμονή με τη διατήρηση και ενίσχυση θρησκευτικών πεποιθήσεων και του αισθήματος της νομιμότητας, προκειμένου ν’ αποτρέψει άτομα απ’ το να εμπλακούν σε ανήθικες ή/και παράνομες δραστηριότητες, εκείνη αποδεχόταν την «ανθρώπινη φύση» με τα πάθη της και πρόσφερε νόμιμες ευκαιρίες για την εκτόνωσή τους (Albini and McIllwain, 2012: 129). Οι ελαστικοί νόμοι άνοιξαν στον τουρισμό την πόρτα για τον τζόγο, το ποτό και άλλες «κακές συνήθειες», κι αυτό με τη σειρά του προσέλκυσε το οργανωμένο έγκλημα (Richard, 2018: 184).
Μπορεί ο στοιχηματισμός και άλλες μορφές τζόγου να ήταν νόμιμες στη Νεβάδα, όμως τα τυχερά παιχνίδια δεν είχαν απαλλαχτεί ακόμη από το στίγμα του ανήθικου. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα τη δεκαετία του ‘30 και στις αρχές του ‘40 να μην ενδιαφέρονται «καλόπιστοι» επιχειρηματίες να επενδύσουν σε τέτοιες δραστηριότητες (Spapens, 2008: 36). Έτσι, κατέφτασαν στην περιοχή λιγότερο «καλόπιστοι» επιχειρηματίες, που είχαν χρήματα, εμπειρία και τεχνογνωσία στον τομέα των τυχερών παιχνιδιών.
«Η Αμαρτωλή Πόλη»
Η άφιξη του Bugsy Siegel το 1945 και η έναρξη λειτουργίας του Flamingo αποτέλεσε ένα σημείο αναφοράς γι’ αυτό που θα γινόταν κανόνας τις επόμενες δεκαετίες στο Λας Βέγκας. Οργανωμένες εγκληματικές ομάδες απ’ όλη τη χώρα είδαν μια ανοιχτή και δεκτική πόλη, στην οποία είχαν την ευκαιρία να δραστηριοποιηθούν επιχειρηματικά αν το ήθελαν - και πολλές το έκαναν (Griffin, 2006: 32). H απόκτηση αδειών δεν ήταν δύσκολη υπόθεση κι έτσι τις δεκαετίες του ‘40 και του ’50 χτίζονταν συνεχώς μεγαλύτερα και πιο εντυπωσιακά καζίνα-θέρετρα κυρίως μέσω αχυρανθρώπων, διατηρώντας τον έλεγχο της αγοράς στην περιοχή και εξασφαλίζοντας μια σταθερή ροή εσόδων (McCallister, 2012: 10).
Η βιομηχανία των τυχερών παιχνιδιών και του τουρισμού ανθιζε, τα ταμεία γέμιζαν, ενώ διάσημοι τραγουδιστές και περφόρμερ, όπως οι Frank Sinatra, Dean Martin, Bing Crosby, Elvis Presley, κοσμούσαν τα σαλόνια και τις αίθουσες καζίνων (Griffin, 2006: 31). Δεν είναι σαφές ποιος ήταν ο τζίρος των καζίνων στη Νεβάδα, ωστόσο τα κέρδη ήταν τέτοια, ώστε τα μέλη της μαφίας που έλεγχαν τις επιχειρήσεις αυτές να θεωρούνται εκατομμυριούχοι (Cressey, 1969: 75). Tα χρήματα που συγκεντρώνονταν στις αίθουσες τυχερών παιχνιδιών αφαιρούνταν με τέτοια ταχύτητα, με αποτέλεσμα να μην υπάρχει πραγματική καταμέτρηση των εσόδων τους, ενώ πήγαιναν κατευθείαν στα μέλη του οργανωμένου εγκλήματος που ασκούσαν έλεγχο στις επιχειρήσεις (McCallister, 2012: 11). Τεράστια χρηματικά ποσά από αμφίβολες πηγές άρχισαν να εισρέουν στο κράτος κι έτσι η ομοσπονδοιακή κυβέρνηση αναγκάστηκε να ασχοληθεί με το αμαρτωλό Λας Βέγκας, ιδρύοντας το 1955 το Συμβούλιο Ελέγχου Τυχερών Παιχνιδιών (Gaming Control Board), με σκοπό να ρυθμίσει την αγορά και να ασκεί έλεγχο στην αδειοδότηση καζίνων. Ωστόσο, ήταν τη δεκαετία του ‘60, όταν οι αρχές επικεντρώθηκαν και στα υπάρχοντα καζίνα, θεωρώντας πως ήταν υπεύθυνα για φοροδιαφυγή μεγάλης κλίμακας. Η πρώτη υπόθεση έφτασε στα δικαστήρια το 1973 και διαπιστώθηκε πως από έναν ετήσιο τζίρο 36 εκατ. δολαρίων ενός καζίνου, κατά μέσο όρο 4,5 εκατ. δολάρια διέφευγαν από τα ταμεία (Spapens, 2008: 36).
O μυστηριώδης Howard Hughes και οι μεγάλες εταιρείες
Καθώς τα τυχερά παιχνίδια εξαπλώνονταν στις ΗΠΑ με τη μορφή κρατικών λαχείων και η πόλη του Ατλάντικ Σίτι ακολούθησε το δρόμο του Λας Βέγκας στη νομιμοποίηση των τυχερών παιχνιδιών, η βιομηχανία του τζόγου δεν έφερε πλέον τόσο έντονα το στίγμα της ανηθικότητας (McCallister, 2012: 13). Ίσως, ο σημαντικότερος παράγοντας για την απομάκρυνση των μορφών του οργανωμένου εγκλήματος από την ιδιοκτησία, κεκαλυμμένη ή μη, των καζίνων στο Λας Βέγκας να ήταν η άφιξη των εταιρικών επενδύσεων (Albanese, 1995).
Το 1966 ένας πολυπράγμων επιχειρηματίας, ο Howard Hughes, πούλησε το μερίδιό που είχε σε μια αεροπορική εταιρεία και έθεσε στη διάθεσή του πάνω από πεντακόσια εκατομμύρια δολάρια προς επένδυση. Στην αναζήτηση μιας πολιτείας με πιο φιλικό φορολογικό πλαίσιο σε σχέση με την Καλιφόρνια, όπου διέμενε, κατέφτασε στο Λας Βέγκας και έμεινε στο ξενοδοχείο-καζίνο Desert Inn. Κάποια στιγμή η κράτησή του στο ξενοδοχείο έληξε, όμως αντί να αναχωρήσει από το δωμάτιο, αποφάσισε να αγοράσει το ξενοδοχείο, κάτι που διαπραγματευόταν καιρό (Richard, 2018: 184). Αυτή ήταν μόνο η αρχή, καθώς τους επόμενους μήνες αγόρασε διάφορα ξενοδοχεία και καζίνα από μέλη του οργανωμένου εγκλήματος, τα οποία με προθυμία παρέδωσαν τις επιχειρήσεις τους, καθώς ήταν πλέον μεγάλοι ηλικιακά ή γιατί ο φόβος μιας ενδεχόμενης σύλληψης ήταν παραπάνω από υπαρκτός (Richard, 2018:184). Μπορεί να μην ήταν αυτός ο αρχικός σκοπός του επιχειρηματία, αλλά οι επενδύσεις του συνέβαλαν στην αύξηση του τουρισμού και την προσέλκυση νέων επενδυτών, περιορίζοντας το παραδοσιακό οργανωμένο εγκλήμα της Νεβάδας του ‘50 (Spapens, 2008: 37).
Αυτή η αλλαγή στο ιδιοκτησιακό καθεστώς των καζίνων ήταν επίσης απόρροια της προώθησης των τυχερών παιχνιδιών ως δραστηριότητα αναψυχής. Το Λας Βέγκας καθιερώθηκε ως δημοφιλής τουριστικός προορισμός τις δεκαετίες του ‘80 και του ’90. Χρειάστηκαν επενδύσεις μεγάλης κλίμακας προκειμένου να κατασκευαστούν πολυτελείς εγκαταστάσεις με εκατοντάδες δωμάτια, εστιατόρια και αίθουσες ψυχαγωγίας, με συνέπεια μόνο εταιρείες όπως το Χίλτον και η MGM να είναι ικανές να ανταποκριθούν σε πρότζεκτ τόσο μεγάλου βεληνεκούς (Albanese, 1995: 1).
Η νέα εποχή και η πολυπόθητη εξυγίανση
Οι καιροί άλλαξαν και το Λας Βέγκας δεν είναι πια ένα νησί νόμιμου τζόγου σε μια θάλασσα κυβερνητικών περιορισμών και απαγορεύσεων. Όλες οι πολιτείες διαθέτουν τουλάχιστον μία μορφή τζόγου με εξαίρεση την Γιούτα και την Χαβάη (Banks, 2017: 15), ενώ το 2018 νομιμοποιήθηκε σε ομοσπονδιακό επίπεδο ο στοιχηματισμός σε αθλητικούς αγώνες (Barnes, 2018).
Το κάποτε αμαρτωλό Λας Βέγκας πέρασε θεωρητικά σε μια εποχή τάξης και νομιμότητας. Η είσοδος των μεγάλων εταιρειών στην αγορά των καζίνων της Νεβάδας πράγματι συνέβαλε στον εξοστρακισμό του οργανωμένου εγκλήματος, όπως το γνώρισαν οι ΗΠΑ τις δεκαετίες του ‘50 και του ’60. Μια πόλη-καζίνο όμως, με τεράστια ροή χρημάτων και απαλλαγμένη από το έγκλημα, θα ήταν ουτοπία. Μέσα στα χρόνια έχουν έρθει στη δημοσιότητα μεγάλα σκάνδαλα ξεπλύματος βρόμικου χρήματος, απάτης και δωροδοκιών πολιτικών προσώπων και δημόσιων αρχών με κοινό παρονομαστή τα καζίνα του Λας Βέγκας.
Το 2006, δύο πολιτικοί καταδικάστηκαν σε φυλάκιση για δωροδοκία από ιδιοκτήτη κλαμπ, με σκοπό την προώθηση των συμφερόντων του (US Department of Justice, 2006). To 2022, μια μεγάλη έρευνα του FBI για έναν δημοτικό σύμβουλο του Λος Άντζελες ξεκίνησε όταν εκείνος εμφανίστηκε να παίζει σε καζίνο του Λας Βέγκας μαζί μ’ έναν δισεκατομμυριούχο εργολάβο (Finegar & Zahniser, 2022). Τον Ιανουάριο του 2024, καταδικάστηκε σε 13 χρόνια φυλάκιση για απάτες, φοροδιαφυγή και διαφθορά, καθώς αποδείχτηκε ότι δεχόταν πολυτελή δώρα και παροχές από πλούσιους εργολάβους με σκοπό να εξυπηρετεί τα συμφέροντά τους (US Department of Justice, 2024). Οι διανυκτερεύσεις στα ακριβότερα ξενοδοχεία της πόλης και οι μάρκες καζίνου ήταν μέρος των δωροδοκιών που δεχόταν. Τον Μάιο του 2024, ένα πρώην υψηλό στέλεχος μεγάλων καζίνων στο Λας Βέγκας καταδικάστηκε σ’ ένα χρόνο φυλάκιση, καθώς επέτρεψε σ’ έναν παράνομο πράκτορα στοιχημάτων να τζογάρει εκατομμύρια δολάρια σε καζίνο της εταιρείας MGM, η οποία ένα χρόνο πριν είχε πληρώσει 7,45 εκατομμύρια δολάρια για παράβαση κανόνων ξεπλύματος χρήματος (Weber & Ritter, 2024). To Συμβούλιο Ελέγχου Τυχερών Παιχνιδιών (GCB) επέκτεινε την έρευνα για ενδεχόμενη εμπλοκή κι άλλων καζίνων σε παρόμοιες υποθέσεις (Gentry, 2024). Tον περασμένο Μάρτιο επέβαλε πρόστιμο ύψους 10,5 εκατομμυρίων δολαρίων στην Resorts World για μη συμμόρφωση με τους νόμους για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, επιτρέποντας σε γνωστούς παράνομους αθλητικούς πράκτορες στοιχημάτων να παίξουν στο καζίνο της (Gentry, 2025).
Αυτά αποτελούν μερικά μόνο από τα σκάνδαλα της «αμαρτωλής πόλης», δείχνοντας πως η είσοδος των μεγάλων επιχειρήσεων στη διατήρηση και λειτουργία των καζίνων της περιοχής δεν ήταν πανάκεια. Η απόπειρα εξυγίανσης του Λας Βέγκας μπορεί να πέτυχε όσον αφορά την απαλλαγή της πόλης από τις οργανωμένες εγκληματικές ομάδες της δεκαετίας του ‘50. Το οργανωμένο έγκλημα, ωστόσο, δεν εξαλείφεται με περιοδικές «εκκαθαρίσεις», αλλά προσαρμόζεται, δραστηριοποιείται με άλλους τρόπους και χρησιμοποιεί ποικίλα μέσα, αξιοποιώντας κάθε φόρα όχι μόνο παράνομες, αλλά και νόμιμες ευκαιρίες. Τα τυχερά παιχνίδια είναι σίγουρα μία από αυτές.
- Η Δέσποινα Τζάνη είναι Yπ. Διδάκτωρ Κοινωνικής Πολιτικής ΔΠΘ
Βιβλιογραφία:
-Albanese, J. (1995). "Casino Gambling and Organized Crime: More than Reshuffling the Deck". In Contemporary Issues in Organized Crime (1-15). New York: Criminal Justice Press.
-Albini, J. & McIllwain. J. (2012). Deconstructing Organized Crime: A historical and theoretical study. North Carolina: McFarland and Company, Inc, Publishers.
-Chambliss, W. (1978). On the Take From Petty Crooks to Presidents. Indiana University Press.
-Cressey, D. (1969). Theft of the Nation: The Structure and Operations of Organized Crime in America. New York: Harper and Row.
-Griffin, D. N. (2006). The battle for Las Vegas: The law vs. the mob. Las Vegas, NV: Huntington Press.
-Banks, J. (2017). Gambling, crime, and society. UK: Palgrave Macmillan.
-Spapens, T. (2008). “Crime problems related to gambling: An overview”. In T. Spapens, A. Littler and C. Fijnaut, Crime, addiction and the regulation of gambling (19-54). Leiden: Martinus Nijhoff Publishers.
-McCallister, E. (2012). “The Shifting of the Las Vegas Tourism Industry: A Historical perspective on Management and Resort Revenues”. University of Nevada Las Vegas Theses, Dissertations, Professional Papers, and Capstones. http://dx.doi.org/10.34917/3553717
-Richard, B., (2018). Las Vegas: Past, present and future. Journal of Tourism Futures, 4(3): 182-192.
-Wang, P. and Antonopoulos, G. A. (2016). “Organized crime and illegal gambling: How do illegal gambling enterprises respond to the challenges posed by their illegality in China?”. Australian & New Zealand Journal of Criminology, 49(2): 258-280.
Διαδικτυακές πηγές:
-Barnes, R. (2018). “States are free to authorize sports betting. Supreme Court rules”, May, 14, The Washington Post. https://rb.gy/l243yy
-Christopher, W., & Ritter, K. (2024). “Former Las Vegas casino executive sentenced to year of probation in bookmaking money laundering case”, May, 9, Associated Press. https://rb.gy/ya55z7
-Finnegan, M. & Zahniser D. (2022). “How Jose Huizar’s lavish Las Vegas jaunts tripped alarms for FBI in L.A. bribe case”, February, 8, Los Angeles Times. https://rb.gy/hdsgza
-Gentry, D., (2024). “Gaming Control Board joins probe of money laundering in Nevada casinos”, April, 22, Nevada Current. https://rb.gy/crx32e
-Gentry, D., (2025). “Resorts World fields ‘dream team’ as Gaming Commission signs off on $10.5 million fine”, March, 27, Nevada Current. https://rb.gy/x3euh5
-US Department of Justice (2024). “Former Los Angeles Politician José Huizar Sentenced to 13 Years in Federal Prison for Racketeering Conspiracy and Tax Evasion”, January, 26. https://rb.gy/lbirx3
-Weber, C., & Ritter, K. (2024). “Former Las Vegas casino executive sentenced to year of probation in bookmaking money laundering case”, May, 8, Associated Press. https://rb.gy/ipj5z0