ΟCD ΤΕΥΧΟΣ #9 ΜΑΙΟΣ 2019

Το έγκλημα ως έμμονη σκέψη στην Ιδεοψυχαναγκαστική Διαταραχή

Αλεξάνδρα Ζαχαροπούλου
Η Ιδεοψυχαναγκαστική Διαταραχή (Obsessive-Compulsive Disorder), εν συντομία ΙΨΔ (OCD), περιλαμβάνεται στις αγχώδεις διαταραχές και ανήκει, σύμφωνα με τα σύγχρονα διαγνωστικά εγχειρίδια DSM–Vκαι ICD–10 στην ευρύτερη ομάδα των νευρώσεων.1,2Χαρακτηρίζεται είτε από ιδεοληψίες, δηλαδή επίμονες σκέψεις, παρορμήσεις ή εικόνες, οι οποίες βιώνονται ως παρείσακτες και ακατάλληλες και προκαλούν έντονο άγχος ή δυσφορία στο άτομο, είτε από ψυχαναγκασμούς, δηλαδή επαναλαμβανόμενες συμπεριφορές ή νοερές πράξεις τις οποίες το άτομο εκτελεί σε αντίδραση προς μια ιδεοληψία.

Για το ευρύ κοινό, η ιδεοψυχαναγκαστική Διαταραχή έχει συνδεθεί κυρίως με ορισμένους καταναγκασμούς, καθώς αυτοί εύκολα γίνονται εξωτερικά αντιληπτοί. Τέτοιοι καταναγκασμοί είναι για παράδειγμα το ψυχαναγκαστικό πλύσιμο των χεριών ως αντίδραση σε ιδεοληψίες μόλυνσης, οι επαναλαμβανόμενες συμπεριφορές, όπως το κλείδωμα και ξεκλείδωμα μιας πόρτας και η εμμονική τακτοποίηση. Ωστόσο, η Ιδεοψυχαναγκαστική Διαταραχή δεν περιορίζεται στις ανωτέρω ιδεοληψίες μόλυνσης, αμφιβολίας και τάξης–συμμετρίας, αλλά εκτείνεται και σε ιδεοληψίες με πολύ «σκοτεινό» περιεχόμενο, το οποίο ο ασθενής είναι πολύ δύσκολο να επεξεργαστεί και ακόμα πιο δύσκολο να ομολογήσει σε τρίτους.

Πρόκειται για επίμονες σκέψεις ή εικόνες με βίαιο ή σεξουαλικό περιεχόμενο, τις οποίες το άτομο φοβάται ότι θα διαπράξει αν αποτύχει να διατηρήσει τον έλεγχο. Οι σκέψεις αυτές μπορεί να αφορούν την πρόκληση κακού προς άλλους (π.χ. η σκέψη ότι θα επιτεθεί βίαια σε κάποιον ή ότι θα σκοτώσει) αλλά και προς τον ίδιο τον εαυτό (π.χ. η παρόρμηση να πηδήξει στις γραμμές του τρένου ή να τρακάρει το αμάξι του καθώς οδηγεί). Επίσης, μπορεί να εκφράζουν φοβίες για εσωτερικές επιθυμίες τις οποίες το άτομο αποδοκιμάζει ηθικά, όπως το να φοβάται ότι έχει ιδιαίτερες σεξουαλικές προτιμήσεις (π.χ. ομοφυλοφιλία*) ή παρεκκλίνουσες σεξουαλικές φαντασιώσεις (παραφιλίες), όπως ζωοφιλία ή παιδοφιλία. Είναι λοιπόν εμφανές ότι σε όλες τις ανωτέρω περιπτώσεις το άτομο κατακλύζεται από έντονο φόβο ότι θα διαβεί το εγκληματικό κατώφλι και θα διαπράξει ηθικά μεμπτές ή και ποινικά κολάσιμες πράξεις.

Ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι η εμφάνιση των ως άνω έμμονων ιδεών (intrusivethoughts) εντοπίζεται και στον υγιή πληθυσμό και μάλιστα σε εξαιρετικά μεγάλα ποσοστά.3-5 Μάλιστα, οι έμμονες ιδέες έχουν το ίδιο ακριβώς αποκρουστικό περιεχόμενο στον γενικό πληθυσμό όπως και στον πληθυσμό των πασχόντων από ΙΨΔ, αναδεικνύοντας έτσι ότι το περιεχόμενο per se δεν καθορίζει το αν οι έμμονες ιδέες παρουσιάζουν ή όχι κλινικό ενδιαφέρον.6Αυτό που διαφέρει είναι το ότι οι σκέψεις είναι συνήθως αυθόρμητες και σημασιοδοτούνται έντονα από τους πάσχοντες από ΙΨΔ, καθώς αντιμετωπίζονται με υψηλό αίσθημα ευθύνης και αποκτούν συχνότητα και διάρκεια7, ενώ για τον υγιή πληθυσμό δεν έχουν ιδιαίτερο νόημα και απορρίπτονται σύντομα, καθώς η εμφάνιση τους ήταν μια απάντηση σε συγκεκριμένο ερέθισμα για πεπερασμένο χρονικό διάστημα.8,9

Οι περισσότεροι πάσχοντες από ΙΨΔ χαρακτηρίζονται από εναισθησία, δηλαδή αναγνωρίζουν ότι οι ιδεοληψίες τους διέπονται από υπερβολή και έλλειψη ρεαλισμού και ότι οι καταναγκασμοί στους οποίους οδηγούνται είναι παράλογοι και ανούσιοι, ωστόσο είναι εξαιρετικά δυσχερές έως αδύνατο να τους αντιμετωπίσουν. Αυτό συμβαίνει γιατί οι «τελετουργικές» πράξεις στις οποίες καταφεύγουν, λειτουργούν ως άμυνα απέναντι στο άγχος και τον φόβο που προκαλούνται από τις ιδεοληψίες. Αν ο ασθενής παρεμποδιστεί ή προσπαθήσει να καταπιέσει τους ψυχαναγκασμούς του, καταβάλλεται από πανικό και έντονα ψυχοσωματικά συμπτώματα και έτσι σύντομα ενδίδει και πάλι σε αυτούς, καταλήγοντας σε έναν φαύλο κύκλο. Η εναισθησία αρκεί να έχει υπάρξει σε κάποιο σημείο και δεν είναι μόνιμη αλλά κυμαίνεται μέσα στο χρόνο, ενώ συνήθως απουσιάζει όταν το ιδεοληπτικό περιεχόμενο αφορά την πρόκληση κακού, ίσως επειδή στην περίπτωση αυτή ο φόβος που κυριεύει το άτομο δεν του αφήνει περιθώρια αμφισβήτησης.10

Σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, εγκληματολογικό ενδιαφέρον παρουσιάζει το εάν οι πάσχοντες από ΙΨΔ και ιδίως όσοι κατακλύζονται από παραβατικές έμμονες ιδέες δύνανται να περάσουν στην εγκληματική διάπραξη. Θα πίστευε κανείς ότι ένα άτομο που διακατέχεται από σκέψεις και εικόνες βίας ή που σκέπτεται διαρκώς να σκοτώσει τους οικείους του έχει πολύ μεγάλες πιθανότητες να πραγματώσει αυτές τις σκέψεις. Ωστόσο, συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο καθώς οι πάσχοντες από ΙΨΔ νιώθουν έντονη αποστροφή για τις εικόνες βίας που τους κατακλύζουν και η διάπραξη αποτελεί τον μεγαλύτερο φόβο τους.Για τον λόγο αυτό μάλιστα, συχνά προβαίνουν σε ενέργειες που δυσκολεύουν τη διάπραξη (π.χ. φροντίζουν να αποκρύπτουν τα αιχμηρά αντικείμενα, τοποθετούν προστατευτικά κιγκλιδώματα, αποφεύγουν να βρίσκονται μόνοι τους κοντά σε παιδιά), ούτως ώστε να περιορισθεί ή εξαλειφθεί η δυνατότητα να περατωθεί η εγκληματική πράξη, σε περίπτωση που χαθεί ο έλεγχος.11Επομένως η επικινδυνότητα των πασχόντων από ΙΨΔ όχι μόνο δεν είναι αυξημένη, αλλά αντιθέτως θα μπορούσε να λεχθεί ότι είναι μικρότερη απ’ ότι στον γενικό πληθυσμό, εξαιτίας της ως άνω προληπτικής στάσης που αυτοί διατηρούν και που καθιστά την πραγματοποίηση μιας εγκληματικής πράξης σημαντικά δυσκολότερη.

Δυστυχώς, η επικινδυνότητα των ασθενών με ΙΨΔ έγκειται στην πιθανότητα εκδήλωσης αυτοκτονικότητας12, ως αποτέλεσμα του αδιαχείριστου άγχους και της δυσφορίας που προκαλούνται από τις ιδεοληψίες, καθώς και λόγω της μειωμένης λειτουργικότητας που οφείλεται στους ψυχαναγκασμούς, οδηγώντας σε αυτοκτονικό ιδεασμό και καταθλιπτικά επεισόδια.13-16 Επομένως, ένα άτομο που πάσχει από ΙΨΔ αποτελεί κίνδυνο μόνο για τον εαυτό του και αυτό θα πρέπει να λαμβάνεται σοβαρά υπόψη τόσο από το οικογενειακό και κοινωνικό του περιβάλλον, όσο και από το θεραπευτικό πλαίσιο που το παρακολουθεί.

* Η πρόσδοση ηθικής απαξίας στην ομοφυλοφιλία δεν ανταποκρίνεται στις απόψεις της γράφουσας ή του περιοδικού, αλλά έχει βιβλιογραφικό έρεισμα και αντικατοπτρίζει υπαρκτές φοβίες ορισμένων ασθενών οι οποίοι διατηρούν ορισμένο (ατομικό και οπωσδήποτε υποκειμενικό) αξιακό σύστημα. Υπενθυμίζεται ότι αντικείμενο των ιδεοληψιών είναι συνήθως κάτι που αποδοκιμάζεται ισχυρά από το άτομο που έχει την ιδεοληψία και όχι πάντοτε συνολικά από την κοινωνία. 

Αλεξάνδρα Ζαχαροπούλου, Δικηγόρος

Βιβλιογραφία - Παραπομπές

  1. American Psychiatric Association, DSM-5 Task Force. Diagnostic and statistical manual of mental disorders: DSM-5™. 5th Arlington, VA, US: American Psychiatric Publishing, Inc.,2013.
  2. World Health Organization‎. The ICD-10 classification of mental and behavioural disorders: clinical descriptions and diagnostic guidelines. Geneva: WorldHealthOrganization, 1992.
  3. Purdon C., Clark D.A. Obsessive intrusive thoughts in nonclinical subjects. Part I. Content and relation with depressive, anxious and obsessional symptoms. Behaviour Research and Therapy, 1993;31:713–720.
  4. Salkovskis P.M., Harrison J. Abnormal and normal obsessions—A replication. Behaviour Research and Therapy, 1984;22:549–552.
  5. Rachman S., de Silva P. Abnormal and normal obsessions. Behaviour Research and Therapy, 1978;16:233–248.
  6. Julien D., O’Connor K. P., Aardema F. Intrusions related to obsessive-compulsive disorder: a question of content or context? Journal of Clinical Psychology, 2009;65(7):709–722.
  7. Berry L.-M., Laskey B. A review of obsessive intrusive thoughts in the general population. Journal of Obsessive-Compulsive and Related Disorders, 2012;1(2):125–132.
  8. Rachman A cognitive theory of obsessions: Elaborations. Behaviour Research and Therapy, 1998;36:385–401.
  9. Salkovskis P.M. Cognitive-behavioural factors and the persistence of intrusive thoughts in obsessional problems. Behaviour Research and Therapy, 1989;27:677–682.
  10. Abramowitz, J. S. Understanding and treating obsessive compulsive disorder: A cognitive-behavioral approach. New York, NY: Erlbaum, 2006.
  11. Abramowitz, J. S., & Jacoby, R. J. Obsessive-Compulsive Disorder in theDSM-5. Clinical Psychology: Science and Practice, 2014;21(3):221–235.
  12. Angelakis I., Gooding P., Tarrier N., Panagioti M. Suicidality in obsessive compulsive disorder (OCD): A systematic review and meta-analysis. Clinical Psychology Review, 2015;39:1–15.
  13. Angst J., Gamma A., Neuenschwander M., Ajdacic-Gross V., Eich D., Rössler W., Merikangas K. R. Prevalence of mental disorders in the Zurich Cohort Study: a twenty year prospective stud. Epidemiologia e Psichiatria Sociale, 2005;14:68–76.
  14. Veale D., Roberts A. Obsessive-compulsive disorder. BMJ, 2014;348:g2183.
  15. Marcks B.A., Weisberg R.B., Dyck I., Keller M.B. Longitudinal course of obsessive-compulsive disorder in patients with anxiety disorders: a 15-year prospective follow-up study. Comprehensive Psychiatry, 2011;52:670–677.
  16. Levy H.C., McLean C.P., Yadin E., Foa E.B. Characteristics of individuals seeking treatment for obsessive-compulsive disorder. Behavior Therapy, 2013;44:408–416.