ΤΕΥΧΟΣ #1 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2016

Ξέρατε ότι η ανθρωποκτονία στην Ελλάδα καταγράφει πτωτική πορεία;

Μάρθα Λεμπέση*

Η ανθρωποκτονία αποτελεί ένα μοναδικό έγκλημα καθώς όποιος στερεί τη ζωή κάποιου διαταράσσει τη φυσική τάξη[1] και αποδεικνύει ακραία αδιαφορία για τη αξία της ανθρώπινης ζωής.[2] Φόβος, άγνοια, προκαταλήψεις, στερεότυπα και μύθοι περιβάλλουν το έγκλημα αυτό -είτε με πέπλα μυστηρίου -είτε με απόλυτες απόψεις που παγιδεύουν τις πραγματικές του διαστάσεις. Ποια είναι όμως η πραγματικότητα των αριθμών και για πόσα μπορούν να μας πληροφορήσουν οι επίσημες στατιστικές αναφορικά μ’ ένα έγκλημα  που τοποθετείται στο επίκεντρο της μελέτης περί εγκληματικότητας που καταγράφεται σε αυτές. Το να σκοτώσει κανείς έναν άνθρωπο μπορεί να φαίνεται το πλέον συγκλονιστικό γεγονός, αλλά η κυρίαρχη θέση του είδους αυτού της εγκληματικής συμπεριφοράς στηρίζεται πλέον περισσότερο σε ποιοτικά και όχι σε ποσοτικά κριτήρια.[3]

Η αφαίρεση μιας ανθρώπινης ζωής στατιστικά φαίνεται να διακρίνεται από μικρή και μάλλον εξαιρετική παρουσία.[4]Παρόλα αυτά, αυτή καθεαυτή ως πράξη, αποτελούσε και αποτελεί την ύψιστη εκδήλωση αντικοινωνικής συμπεριφοράς και βασικό δείκτη μέτρησης της βιαιότητας μιας κοινωνίας.  Τα μίντια και η αστυνομική λογοτεχνία εκμεταλλευόμενα την ιδιαίτερη απαξία της ανθρωποκτονίας με πρόθεση[5] στην κοινωνική συνείδηση έχουν συμβάλει σημαντικά στη δημιουργία και διάδοση μιας ιδιαίτερης μυθολογίας που συχνά δίνει σε αυτή την εγκληματική πράξη και στα άτομα που πρωταγωνιστούν διαστάσεις που απέχουν από μία κατ’ αυτούς συχνά πεζή πραγματικότητα, η οποία τις περισσότερες φορές δεν εξυπηρετεί τον εντυπωσιασμό του θεατή. Μάλιστα, με την υπερπροβολή του φόνου τα μίντια δημιουργούν την εντύπωση ότι υπάρχει πραγματικά πολύ μεγάλη πιθανότητα κάποιος, ανεξαρτήτως ηλικίας (νέος, μεσήλικας, ηλικιωμένος) και τόπου διαμονής (είτε είναι κάτοικος ενός αστικού κέντρου, είτε είναι κάτοικος της περιφέρειας), να πέσει θύμα μιας τέτοιας βίαιης εγκληματικής πράξης.[6]

Όμως η θεωρία και η έρευνα έχουν καταδείξει ότι ένας πολίτης έχει πολύ μεγαλύτερες πιθανότητες να πέσει θύμα ενός εγκλήματος κατά της ιδιοκτησίας (property crime) παρά ενός βίαιου εγκλήματος κατά της ζωής. Εκκινώντας επηρεασμένοι από τη μαγεία των αριθμών (εν γνώσει και εν συνειδήσει βέβαια της «κατασκευής» στην οποία όλες οι στατιστικές καταλήγουν),[7] παρατηρούμε ότι ιστορικά, τα ποσοστά των ανθρωποκτονιών διαφοροποιούνται σημαντικά με την πάροδο των ετών. Έτσι, εμφανίζονται περίοδοι όπου καταγράφονται αυξητικές τάσεις, οι οποίες ακολουθούνται από περιόδους όπου εμφανίζονται φθίνουσες τάσεις. Οι διαφοροποιήσεις αυτές μερικές φορές εμφανίζονται και σε σχέση με ορισμένες βασικές κοινωνικές μεταβλητές, όπως είναι η ηλικία, η φυλή, η εθνική/εθνοτική καταγωγή, το φύλο, η εποχή τους έτους, και κάποιες σημαντικές κοινωνικές αλλαγές. Αυτή η διαφορετική ποσόστωση μέσα στα έτη έχει σημαντικές συνέπειες τόσο για τους ακαδημαϊκούς όσο και για τους επαγγελματίες επιβολής του νόμου. Οι ακαδημαϊκοί ερευνητές και οι θεωρητικοί της Εγκληματολογίας έχουν προσπαθήσει να κατανοήσουν σε βάθος και να αποκωδικοποιήσουν αυτές τις χρονικές διαφοροποιήσεις και τις διαχρονικές τάσεις του φαινομένου, αν και κάποιες φορές τα επίσημα στατιστικά στοιχεία μπορεί να αποδειχθούν παραπλανητικά, με τα δεδομένα συχνά να φαίνεται ότι έχουν μολυνθεί από εξωγενείς παράγοντες που παρεμβαίνουν στη συλλογή και την ανάλυση στοχευμένων δεδομένων.[8]

Εγκληματο-λογικά ζητούμενα

Το έγκλημα, αν και πολύπλοκο κοινωνικό φαινόμενο, υπόκειται σε στατιστική περιγραφή,[9] εφόσον προσδιορίσουμε με ακρίβεια το μικροεπίπεδο της ατομικής εγκληματικής συμπεριφοράς και το μακροεπίπεδο της εγκληματικότητας. Κατά συνέπεια, η «μέτρηση της εγκληματικότητας»[10] ή με άλλα λόγια «η ποσοτική καταγραφή της εγκληματικότητας»,[11] αφορά πάντα μια συγκεκριμένη χρονική περίοδο (π.χ. σε μηνιαία ή ετήσια βάση) και ένα συγκεκριμένο τόπο (σε τοπικό, εθνικό ή διεθνές επίπεδο).

Επίσης, η μέτρηση, η περιγραφή και οι διακυμάνσεις που παρατηρούνται σ’ ένα συνολικό κοινωνικό φαινόμενο με έντονο τον ατομικό χαρακτήρα, όπως το έγκλημα, βοηθά τον ερευνητή να διερευνήσει τους παράγοντες εγκληματογένεσης και να διατυπώσει προτάσεις αντεγκληματικής πολιτικής μέσω της πρόβλεψης της εξέλιξής του.[12] Οι στατιστικές του εγκλήματος (επίπεδα, μορφές, τάσεις) αποτελούν σημαντικό ερευνητικό και θεωρητικό εργαλείο[13] των εγκληματολόγων και χρησιμοποιούνται από αυτούς για την προσέγγιση του εγκληματικού φαινομένου, κύρια, σε μακρο-επίπεδο ανάλυσης, εφόσον αναφέρονται σε μεγάλα πληθυσμιακά μεγέθη κι έτσι μπορούν να συναχθούν συμπεράσματα σχετικά με τις γενικές τάσεις της εγκληματικότητας, τις διακυμάνσεις της, όπως και σχετικά με τα κοινωνικο-δημογραφικά χαρακτηριστικά των φερόμενων ως δραστών, των καταδικασθέντων ή των κρατουμένων.[14]Συνηθέστατα, μάλιστα, οι ερευνητές χρησιμοποιούν στις μελέτες τους, αποκλειστικά ή βοηθητικά, τις επίσημες εγκληματολογικές στατιστικές, οι οποίες συνθέτουν αυτό που ονομάζεται εμφανής εγκληματικότητα, δηλαδή το σύνολο των εγκλημάτων που αποκαλύπτονται, καταγγέλλονται και συνεπώς εμφανίζονται σε επίσημα αρχεία των μηχανισμών επιβολής του νόμου.

Προαπαιτούμενα & περιορισμοί

Θα πρέπει όμως να μην λησμονούμε ότι oι επίσημες στατιστικές κινούνται ανάμεσα στη θεατότητα και την καταγγελία (reporting) των εγκλημάτων[15] αναζητώντας τη συγκεκριμένη σχέση τύπου κοινωνίας και μορφών εγκληματικότητας ή σε κάθε περίπτωση το πλαίσιο της αντικοινωνικής συμπεριφοράς.[16] Επίσης, η στατιστική απαριθμεί, περιγράφει, αναλύει αλλά δεν ερμηνεύει[17] και βασική προϋπόθεση για τη δημιουργία συγκρίσιμων στοιχείων είναι ο κοινός ορισμός του εγκλήματος στην προκειμένη περίπτωση της ανθρωποκτονίας και η κοινή μέθοδος συλλογής των δεδομένων. Η σαφήνεια των νομικών ορισμών,[18] η αξιόπιστη αριθμοποίηση των αποτελεσμάτων (π.χ. ποσοστά αύξησης, τάσεις κ.ά.)[19] τα εύληπτα γραφήματα, το αντιπροσωπευτικό δείγμα,[20] θα διευκολύνουν την ορθή περιγραφή του φαινομένου, στη συγκεκριμένη περίπτωση του εγκλήματος της ανθρωποκτονίας σε συγκεκριμένο τόπο (στο παράδειγμα μας στην Ελλάδα), χωρίς όμως να εντοπίζουν γενεσιουργούς παράγοντες.[21]Και η προσοχή μας ίσως πρέπει να εστιαστεί όχι τόσο στον όγκο (έτσι κι αλλιώς το συγκεκριμένο έγκλημα είναι στατιστικά σπάνιο γεγονός),[22] αλλά στη δομή και τις τάσεις της συγκεκριμένης εγκληματικής συμπεριφοράς[23] ή και στη σταθερότητα,[24] εάν και εφόσον διαπιστώνεται.[25] Εν  συνεχεία θα οδηγηθούμε στη διατύπωση κάποιων διαπιστώσεων, όμως τα μεταδεδομένα που θα χειριστούμε μας δίνουν στοιχεία για μια στατική και όχι δυναμική ανάλυση και δεν μπορούν να παράγουν κοινωνική πολιτική για ανθρώπινες συμπεριφορές, αν δεν συνοδευτούν από διαμήκεις/διαχρονικές έρευνες και συγκρίσεις με άλλες πηγές δεδομένων για το εγκληματικό φαινόμενο και με έρευνες στο χώρο του δικαίου.[26]

Το έγκλημα της ανθρωποκτονίας στην Ελλάδα

Στην Ελλάδα η κύρια, αν όχι η μοναδική, πηγή για τη μελέτη της εγκληματικότητας αποτελούν οι επίσημες στατιστικές που συλλέγονται από τους φορείς άσκησης του επίσημου κοινωνικού ελέγχου σε αντίθεση μάλιστα με τις υπόλοιπες χώρες του δυτικού κόσμου, όπου η συλλογή στοιχείων που αφορούν την εγκληματικότητα πραγματοποιείται από έρευνες ή βάσεις δεδομένων ερευνητικών φορέων.[27] Ουσιαστικά, οι φορείς που συλλέγουν στατιστικά δεδομένα για την Ελλάδα  είναι η Ελληνική Στατική Αρχή[28] (ΕΛΣΤΑΤ, πρώην ΕΣΥΕ) σε συνεργασία με το Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη και το Υπουργείο Δικαιοσύνης. Κατά συνέπεια, κύριες πηγές άντλησης στατιστικών δεδομένων για το έγκλημα της ανθρωποκτονίας στην Ελλάδα αποτελούν τα ετήσια ενιαία τεύχη της «Στατιστικής της Δικαιοσύνης: Πολιτική, Εγκληματολογική, Σωφρονιστική» της ΕΛΣΤΑΤ όπου και περιλαμβάνονται από το 1971 και τα στοιχεία της αστυνομικής στατιστικής με στοιχεία που συλλέγει από το Αρχηγείο της Ελληνικής Αστυνομίας (ΑΕΑ)[29] και οι ετήσιες δημοσιεύσεις της Στατιστικής Επετηρίδας στην οποία περιέχονται αναλυτικοί πίνακες της αστυνομικής στατιστικής με βάση τα στοιχεία της Ελληνικής Αστυνομίας που συλλέγονται για τις ανθρωποκτονίες (ανεξάρτητα δηλαδή από τo εάν οι πράξεις, που καταγγέλθηκαν ή κατά άλλο τρόπο διαπιστώθηκαν, διώχθηκαν ύστερα ποινικά ή ο κατηγορούμενος αθωώθηκε).

Για τις ανάγκες της παρούσας παρουσίασης  θα καταφύγουμε στη μέτρηση που γίνεται σε ένα προ-δικαστικό στάδιο, χωρίς να ενδιαφέρει η παραπέρα τύχη της υπόθεσης και πιο συγκεκριμένα στα στατιστικά στοιχεία που δημοσιεύονται από τις Στατιστικές Επετηρίδες της Ελληνικής Αστυνομίας[30] με στόχο να εκτιμήσουμε την έκταση της δήλης εγκληματικότητας για μία γενική κατηγορία αδικήματος: τα εγκλήματα κατά της ζωής και την ειδική κατηγορία εξ αυτής το έγκλημα της ανθρωποκτονίας με πρόθεση. Μέρος των στοιχείων που περιλαμβάνονται στην ετήσια «Στατιστική Επετηρίδα της Ελληνικής Αστυνομίας» αποτελούν τα στοιχεία που αποστέλλονται προς δημοσίευση στην ΕΛΣΤΑΤ, ως «Στατιστική Αδικημάτων – διαπραχθέντων αδικημάτων», με βασική διαφοροποίηση την ενοποίηση κάποιων κατηγοριών.[31]

Κανόνες καταγραφής και μέτρησης

Ο πληθυσμός στον οποίο αναφέρεται η Στατιστική της Αστυνομίας είναι ο γενικός πληθυσμός όπως αυτός προσδιορίζεται  με βάση τα επίσημα απογραφικά στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ και μονάδα υπολογισμού για τη σύνταξη των στατιστικών πινάκων αποτελούν οι παραβάσεις των νόμων/τα εγκλήματα. Αναλυτικότερα και μέχρι το 2012 λαμβανόταν «ένα έγκλημα ανά υπόθεση-προανάκριση», ενώ από 2013 και έπειτα γίνεται καταγραφή όλων των εγκλημάτων ανά υπόθεση-προανάκριση. Κατά συνέπεια, μέχρι το έτος 2012 στις περιπτώσεις συρροής αδικημάτων ίσχυε ο κανόνας της κατάταξης ενός πολλαπλού εγκληματικού περιστατικού στην κατηγορία όπου ανήκει το βαρύτερο αδίκημα,[32] δηλαδή αναφερόταν μόνο το αδίκημα που επέσυρε τη βαρύτερη ποινή. Ήτοι, όταν σε μια υπόθεση διαπιστωνόταν η διάπραξη πλέον του ενός εγκλημάτων με τους ίδιους δράστες και τα ίδια θύματα, τότε υπολογιζόταν ως ένα έγκλημα και μετριόταν εκείνο που επέσυρε τη βαρύτερη ποινή. Για την αντιμετώπιση των παραπάνω προβλημάτων η Ελληνική Αστυνομία το 2013 προέβη σε ανασχεδιασμό της «Στατιστικής Επετηρίδας» και πλέον αναφέρονται όλα τα αδικήματα ανά υπόθεση και σε περιπτώσεις συναυτουργών, συνεργών κ.λπ. αναφέρονται όλοι οι συμμέτοχοι. Ο παραπάνω κανόνας δύναται να επηρεάζει τόσο τις μετρήσεις και την εικόνα του εγκλήματος της ανθρωποκτονίας στην Ελλάδα όσο και τις διακυμάνσεις της. Έτσι, για παράδειγμα, καθίστανται αδύνατες οι συγκρίσεις με σύγχρονους δείκτες άλλων κρατών, όπως του δείκτη του συστήματος NIBRS στις ΗΠΑ, που μετά από χρόνια επιστημονικής έρευνας, οι επιστήμονες έχουν καταλήξει ότι η προσφορότερη μονάδα μέτρησης της συγκεκριμένης εγκληματικής πράξης αποτελεί το πρόσωπο-θύμα και όχι η πράξη (και βέβαια αυτό ισχύει για όλες τις εγκληματικές πράξεις στις οποίες το θύμα είναι ανθρώπινο ον-πρόσωπο).[33]

Η εγκληματικότητα στην Ελλάδα σε αριθμούς

Ενδεικτικά στα γραφήματα που ακολουθούν γίνεται μία προσπάθεια να αποτυπωθεί η εικόνα των εγκλημάτων κατά της ζωής και της ανθρωποκτονίας με πρόθεση στην Ελλάδα και η εξέλιξή τους μέσα στις δύο τελευταίες δεκαετίες (17 χρόνια), επιλέγοντας και παρουσιάζοντας αριθμητικά μεγέθη για τα έτη από το 1987 έως και το 2015 που είναι και το πιο πρόσφατο έτος με επίσημα δημοσιευμένα στοιχεία. Μάλιστα για τα επιλεγμένα έτη 1996, 2001, 2006, 2011, 2013, 2014 και 2015 γίνεται απόπειρα σκιαγράφησης και του προφίλ των φερόμενων ως δραστών που πρέπει βέβαια να επισημανθούν εδώ, χάριν πληρότητας του κειμένου, ότι η αξιολόγησή τους απαιτεί ιδιαίτερη περίσκεψη, διότι πρόκειται απλώς για υπόπτους ή κατηγορούμενους, οι οποίοι έως ότου καταδικασθούν από δικαστήριο απολαμβάνουν κατά τη δικονομία το «τεκμήριο της αθωότητας».

Στο χρονικό ανάπτυγμα της περιόδου που εξετάζουμε διαπιστώνεται πτωτική πορεία στην μορφή αυτή της ακραίας βίας κατά του προσώπου με τάση σταθεροποίησης, αλλά και μικρή διαφοροποίηση (υποψία ανόδου) κατά την τελευταία διετία. Είναι σαν το έγκλημα αυτό κατά τη διάρκεια  της κρίσης να τείνει να αλλάξει πορεία, σε ιστορικά χαμηλά πάντως επίπεδα, ανεξάρτητα από την εξέλιξη των οικονομικών μεταβλητών. Οι αριθμοί που εμφανίζονται στην στατιστική της αστυνομίας καταγράφουν 1.663 αδικήματα το 1987 και μόλις 544 το 2015. Σημειώνεται ότι η μεγαλύτερη καταγραφή εμφανίζεται κατά το έτος 1998 με 2.059 αδικήματα μετά από προηγηθείσες σταθερά υψηλές καταγραφές από τις αρχές του 1990 και μέχρι το 1998.

Αξίζει να επισημανθεί ότι διαφαίνεται διόγκωση της πτωτικής τάσης αυτής κατά τα χρόνια της εκσυγχρονιστικής ευφορίας, η οποία ενδεχομένως να επέφερε αύξηση στη σχετική αποτελεσματικότητα διαλεύκανσης των εγκλημάτων αυτών από τις Αρχές, και αντίστοιχο περιορισμό του «σκοτεινού αριθμού» κατά τα έτη αυτά. Ίσως, όμως, η τάση αυτή να αντανακλά μια πραγματική μείωση στη διάπραξη εγκλημάτων κατά της ζωής. Άλλωστε, η συγκριτική στατιστική αποτύπωση του αδικήματος αυτού υποδηλώνει ότι η ελληνική περίπτωση της πορείας των ανθρωποκτονιών μέσα στο χρόνο προσιδιάζει με τα χαρακτηριστικά συναφών τάσεων χωρών της Δυτικής Ευρώπης αλλά και των Ηνωμένων Πολιτειών, καθώς και των δυτικού τύπου «πλουσίων χωρών» γενικότερα.[34]Ενδιαφέρουσα και πρωτότυπη για την παγκόσμια βιβλιογραφική παραγωγή είναι η συνέχιση της πτωτικής πορείας της ανθρωποκτονίας στη χώρα μας κατά τα χρόνια της κοινωνικοοικονομικής κρίσης και τουλάχιστον μέχρι το 2014, μία παράμετρος που πρέπει να εξεταστεί περαιτέρω.[35]

Ως προς το φύλο του δράστη, η ανάλυση της φαινομενολογίας των εγκλημάτων κατά της ζωής όπως αυτή αποτυπώνεται στην αστυνομική στατιστική την υπό εξέταση χρονική περίοδο, υποδεικνύει ότι πρόκειται για «ανδροκρατούμενο» τοπίο, αν και η συμμετοχή των γυναικών αυξάνει με το χρόνο. Η συμμετοχή δε των αλλοδαπών δραστών εκτινάσσεται, αν και με χαμηλή αφετηρία και ποσοστιαία συμμετοχή επί του συνόλου, ιδιαίτερα κατά τα χρόνια της κρίσης. Τα ποσοστά των ηλικιών των δραστών υπερσυγκεντρώνονται στις ώριμες ηλικιακές κατηγορίες άνω των 30 ετών και μέχρι 59 ετών.

Ως προς την ειδική κατηγορία της ανθρωποκτονίας με πρόθεση φαίνεται να διαγράφει τη δική της ξεχωριστή και ιδιάζουσα πορεία. Συγκεκριμένα,  εάν την απομονώσουμε από τα άλλα εγκλήματα κατά της ζωής και τη μελετήσουμε χωριστά για τα ίδια έτη, διαπιστώνεται ότι παρουσιάζει αυξητική τάση. Με την παρατήρηση, βέβαια, της ύπαρξης αυξητικής τάσης στις απόπειρες, ενώ στις τετελεσμένες ανθρωποκτονίες με πρόθεση από το 1996 και έπειτα καταγράφεται πολύ μικρή πτωτική πορεία. Οι αριθμοί που εμφανίζονται στην στατιστική της αστυνομίας καταγράφουν μόλις 156 αδικήματα το 1987 και σχεδόν τα διπλάσια 280 το 2015. Σημειώνεται ότι η μεγαλύτερη καταγραφή εμφανίζεται κατά το έτος 2013 με 364 αδικήματα (συνολικά απόπειρες και τετελεσμένα), ενώ οι προηγηθείσες σταθερά υψηλές καταγραφές σημειώνονται μέσα στη δεκαετία του ’90 και πιο συγκεκριμένα τα έτη 1997 με 350 αδικήματα και 1998 με 344 αδικήματα.

Χαρακτηριστική είναι η σύνθεση του πληθυσμού των φερόμενων ως δραστών με την ποσοστιαία αυξημένη συμμετοχή των αλλοδαπών δραστών, όσο και των γυναικών στο γενικά ανδροκρατούμενο τοπίο της ντόπιας βίαιης εγκληματικότητας. Όλες οι μετρήσεις εγκληματικότητας σε παγκόσμιο επίπεδο συμφωνούν για τη συντριπτικά μεγαλύτερη συμμετοχή των ανδρών στην εγκληματικότητα έναντι των γυναικών, την ποιοτική διαφοροποίηση και δη σε βίαια εγκλήματα κατά προσώπων, όπως αναδεικνύεται από τα γραφήματα που ακολουθούν. Παρ’ όλα αυτά αξίζει να επισημανθεί η διαφαινόμενη αυξητική τάση της συμμετοχής των γυναικών σε περιπτώσεις ανθρωποκτονιών με πρόθεση, ιδιαίτερα από το 2012 και εντεύθεν. Και σε αυτή την περίπτωση τα ποσοστά των ηλικιών των δραστών υπερσυγκεντρώνονται στις ώριμες ηλικιακές κατηγορίες άνω των 30 ετών και μέχρι 59 ετών.

Ίσως η ανοδική πορεία των ανθρωποκτονιών με πρόθεση να ακολουθεί την άνοδο της βαριάς εγκληματικότητας που παρατηρείται στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια[36] και συνεπώς να καθίσταται ερμηνεύσιμη υπό το πρίσμα των κλασικών θεωρήσεων των επιπτώσεων που επιφέρει η οξεία δομικού τύπου κοινωνική αποδιοργάνωση δομών, θεσμών και πρακτικών, που επέφεραν τόσο η ευμάρεια όσο και η οικονομική κρίση. Επιπλέον, η εικόνα της ανθρωποκτονίας με πρόθεση, μπορεί να διαφοροποιείται σήμερα επηρεαζόμενη κυρίως από τα οξύτερα ποιοτικά χαρακτηριστικά που η εμφανίζει συνολικά η βαριά εγκληματικότητα στην Ελλάδα της κρίσης.[37] Ίσως πάλι να συμμετέχει στη διαμόρφωση της ανησυχητικής αυτής εικόνας η εισαγωγή εγκληματικών πρακτικών, ξένων προς την ελληνική εγκληματική παράδοση, η ποσοστιαία αυξητική εισροή των αδικημάτων της ένοπλης ληστείας, της κατοχής και εμπορίας όπλων, της εμπορίας και εκμετάλλευσης ανθρώπων,[38] υπό τη δράση και την επίδραση του διεθνούς οργανωμένου εγκλήματος.[39]

Από την άλλη η ευρύτερη κατηγορία των αδικημάτων κατά της ζωής φαίνεται πως αντανακλούν, όπως αναφέρει και η  Διευθύντρια Ερευνών ΕΚΚΕ Δρ Ιωάννα Τσίγκανου, μια ελληνική διχοστασία,[40]καθώς, εν μέρει μοιάζουν να απορροφούν τους κραδασμούς της άρσης των βεβαιοτήτων που η κρίση επέφερε, και εν μέρει μοιάζουν να εκφράζουν μια καθησυχαστικού τύπου αναδίπλωση στο εθνικό κανονιστικό αξιακό και ψυχολογικό πλαίσιο.[41]Από την άλλη πλευρά, η πτωτική τάση που διαπιστώνεται στα εγκλήματα κατά της ζωής ακόμη και μέσα στην κρίση  μπορεί να ερμηνεύεται στη βάση της έστω και γενικευτικής εκσυγχρονιστικής ματιάς,[42]που για την ελληνική περίπτωση υποδεικνύει την ερμηνευτική προσφυγή στις έννοιες της προόδου και του ορθολογισμού, οι οποίες καθοδηγούν τις αναλογούσες κοινωνικές πρακτικές, σε βάρος των επιταγών της παράδοσης και του εθίμου.[43]

Προσοχή στην ερμηνεία των στατιστικών

Τα στατιστικά δεδομένα δεν αποτελούν απόλυτα στοιχεία & παρά την έκρηξη δεδομένων[44] και την πρόοδο των νέων τεχνολογιών (χρήση νέων στατιστικών προγραμμάτων, πλήρη μηχανοργάνωση των υπηρεσιών, ηλεκτρονική διασύνδεση μεταξύ υπηρεσιών) εξακολουθούν να μην υπάρχουν επαρκή στοιχεία τόσο για όλα τα εγκλήματα όσο και για όλους τους δράστες (ελλείψει και ερευνών αυτομολογούμενης ενοχής). Οι τάσεις της εγκληματικότητας εξαρτώνται από τις συγκαλύψεις και αποκαλύψεις υπηρεσιών, τους κανόνες μέτρησης, τις επαναδιατυπώσεις των ποινικών διατάξεων και τις ποινικοποιήσεις και αποποινικοποιήσεις συμπεριφορών.[45]

Συνοψίζοντας, πρέπει να τονισθεί ότι η συνολικά πτωτική τάση που καταγράφεται στα εγκλήματα κατά της ζωής κατά τα έτη 1987 – 2015, στην Ελλάδα, είναι μόνο η μία όψη του φαινομένου, καθώς, εάν εστιάσουμε στην ειδική κατηγορία της ανθρωποκτονίας με πρόθεση προκύπτει ότι κατά την ίδια περίοδο η γενική τάση είναι ανοδική. Επομένως, χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή από πλευράς της επιστημονικής κοινότητας, όσον αφορά στην ερμηνεία των στατιστικών, πολύ περισσότερο δε στις απόπειρες γενίκευσης.

Περαιτέρω, η αυξητική τάση που παρατηρείται για την ανθρωποκτονία με πρόθεση ιδιαίτερα κατά τα έτη 2011-2015, με τις ανθρωποκτονίες με πρόθεση να φτάνουν το 2015 τις 280, ήτοι 61 περισσότερες σε σύγκριση με το 2011 που είχαμε 219 (αύξηση της τάξεως του 27,8%) και βέβαια την κορύφωση του φαινομένου το 2013 με τον αριθμός τους να ανέρχεται στις  364,[46] χρήζει περαιτέρω εξέτασης με ειδικές αναφορές για τα συρρέοντα με την ανθρωποκτονία αδικήματα. Μη λησμονούμε και την άποψη του Καθηγητή Γ. Πανούση για τις προοπτικές που διανοίγονται για την ανθρωποκτονία στον 21ο αιώνα, με έξαρση, προπάντων, της διασυνοριακής εγκληματικότητας, του οργανωμένου εγκλήματος σε συνδυασμό με την πολιτική διαφθορά, των εγκλημάτων μίσους, των εγκλημάτων κατά συρροή ή κατ’ εξακολούθηση (mass and serial murders) και των τελετουργικών εγκλημάτων.[47]

Από τα ανωτέρω προκύπτουν: α) η αναγκαιότητα της αναλυτικής παράθεσης μεθοδολογικών κριτηρίων, β) η συγκρισιμότητα με άλλα είδη στατιστικών (π.χ. δημογραφικές, οικονομικές), γ) η ταύτιση κατηγοριών αδικημάτων με βάση θεσμοποιημένες κατατάξεις, και δ) η συσχέτιση μεταξύ των τριών ειδών στατιστικών (αστυνομικές στατιστικές, στατιστικές των δικαστηρίων και σωφρονιστικές στατιστικές). Επιπλέον χρήσιμη θα ήταν η διενέργεια ερευνών στο μίκρο και μάκρο επίπεδο σχετικά με τα εγκλήματα κατά της ζωής και ερευνών στον χώρο του δικαίου προκειμένου να αντληθούν εκείνες οι πληροφορίες που κατά τη γνώμη μας θα ήταν πολύτιμες σε κάθε επιστημονική απόπειρα αποτύπωσης μιας πιο ολοκληρωμένης εικόνας του εγκλήματος της ανθρωποκτονίας και θα αποτελούσαν πολύτιμη αρωγή στην προσπάθεια ανίχνευσης των ιδιαίτερων εκείνων κάθε φορά περιστάσεων που επηρεάζουν την αύξηση ή τη μείωση των στατιστικών μεγεθών. Εξάλλου, όπως επισημαίνουν και οι Bucholtz et al. χρειάζονται πληροφορίες για τις κοινωνικές συνθήκες του τόπου και του χρόνου τέλεσης των εγκλημάτων,[48] καθώς οι επίσημες στατιστικές από μόνες τους δεν μπορούν να αποτυπώσουν τη δυναμική του φαινομένου και να οδηγήσουν σε ασφαλή συμπεράσματα.


* Η Μάρθα Λεμπέση είναι Κοινωνιολόγος, Εγκληματολόγος.

[1]Βλ. Fletcher G., (2000). Rethinking Criminal Law, Oxford-New York: Oxford University Press, σ. 236.

[2]Βλ. Fletcher G., ό. π., σ. 236.

[3]Βλ. Τσουραμάνης Χ., (1998). Ο Φόνος στην Ελλάδα: Εγκληματολογική Θεώρηση, Αθήνα-Κομοτηνή: εκδ. Σάκκουλας Αντ. Ν., σ. 11. και Thio A., (2003). Παρεκκλίνουσα Συμπεριφορά, 4η έκδ., μτφ. Μπαρπάτση Μ., επιμέλεια Τσουραμάνης Χ., Αθήνα: εκδ.Έλλην, σ. 152.

[4] Homicide is a statistically rare event. Βλ. Smith, M.D. & Zahn, M.A., (ed.) (1999). Homicide. .A sourcebook of  Social Research, Thousand Oaks-London-New Delhi: Sage. σ. 75.

[5]Εύλογη κατά πολλούς η υπεροχή της απαξίας του φόνου στην κοινωνική συνείδηση με δεδομένη την ίδια την αποτρόπαιη και βίαιη φύση του που αποσκοπεί στην εκ προθέσεως αφαίρεση μιας ανθρώπινης ζωής. Βλ. Τσουραμάνης Χ., ό. π., σ. 17.

[6]Βλ. Holmes R. M. & De Burger J., (1988). Serial Murder, 2nd ed., London: Sage, σ. 1.

[7]Βλ. Πανούσης Γ., (2004). Περί εγκληματ(ι)ών λόγος και αντίλογος,  Αθήνα - Κομοτηνή: εκδ.  Αντ. Ν. Σάκκουλα, σ. 120.

[8]Βλ. Holmes R. M. & Holmes S. T., (1994). Murder in America, Thousand Oaks – London: Sage, σ. 6.

[9]Πρβλ. Κάλλας Γ., (χ. χρ.). Ηπληροφορική τεχνολογία στην κοινωνική έρευνα – Το πρόβλημα των δεδομένων, Αθήνα: ΕΚΚΕ-εκδ. Νεφέλη, σσ. 19, 89, 91.

[10]Βλ. Αλεξιάδης Σ., (2004). Εγκληματολογία, 4η εκδ., Αθήνα-Θεσσαλονίκη: εκδ. Σάκκουλα Α.Ε., σ. 107.

[11]Βλ. Σπινέλλη Κ. Δ., (2014). Εγκληματολογία. Σύγχρονες και παλαιότερες κατευθύνσεις, 3ηεκδ., Αθήνα: εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη, σ. 179.

[12]Βλ. Φαρσεδάκης Ι., (1996). Στοιχεία Εγκληματολογίας, Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη, σσ. 148-149.

[13]Βλ. Ζαραφωνίτου X., (2004). Εμπειρική Εγκληματολογία, Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη, σ. 35∙ Treadwell J., (2006).Criminology, London: Sage. σ. 68.

[14]Βλ. Ζαραφωνίτου X., ό. π., σ. 36.

[15]Βλ. Maguire Μ., (2002). “Crime Statistics – The ‘data explosion’ and its implications”, σε The Oxford Handbook of Criminology, 3rd ed. (ed. M. Maguire, R. Morgan, R. Reiner).Oxford University Press.σ. 325 ∙ Bottomley Κ., & Coleman Cl., (1981). Understanding Crime Rates, England: Gower, σ. 78.

[16]Βλ. Pinatel J., (1960). Le Criminologie, Paris: ed. Quvriѐres,σ. 115.

[17]Βλ. Παπαζαχαρίου I. K., (1968). Παραδόσεις Εγκληματολογίας, τ. Α΄, Αθήνα: εκδ. Ι. Σάκκουλας, σ. 58.

[18]Βλ. Πανούσης Γ., (2008). Καθ’ Υπερβολήν, Χρήσεις & Καταχρήσεις, Αθήνα: εκδ. ΝομικήΒιβλιοθήκη, σ. 53.

[19]Βλ .Slattery Μ., (1986). Official Statistics, London-NY, σ. 6.

[20]Στο ίδιο, σ.7.

[21]Συχνά γίνεται χρήση αντί του όρου «παράγοντες» του όρου «αίτιο» ή «αιτία». Είναι, ασφαλώς, κάτι που πρέπει να αποφεύγεται, γενικά στις κοινωνικές επιστήμες και ιδιαίτερα στην Εγκληματολογία. Ακόμη και στις θετικές επιστήμες, μετά την διατύπωση της κβαντικής θεωρίας, στη συνέχεια της αρχής της απροσδιοριστίας και στις μέρες μας της θεωρίας του χάους, θα πρέπει να είμαστε επιφυλακτικοί σε αυτή τη χρήση. Η χρήση του όρου «αίτιο» σημαίνει πως κάθε φορά αυτό είναι παρόν, επέρχεται αναπόδραστα συγκεκριμένο αποτέλεσμα. Στην Εγκληματολογία μπορεί εξετάζοντας εκ των υστέρων την εγκληματογενετική διαδικασία να θεωρούμε λανθασμένα ότι υπάρχει απόλυτος ντετερμινισμός, όμως στην πραγματικότητα οι πιθανές εκδοχές ήταν αρχικά περισσότερες, λαμβάνοντας υπόψη και τους παρεμβαίνοντες απροσδιόριστους και μη προβλέψιμους εκ των προτέρων παράγοντες. Δεν είναι μοιραία κατάληξη το πέρασμα στην εγκληματική πράξη. Δεν υπάρχει βεβαιότητα, αλλά μικρότερη ή μεγαλύτερη πιθανότητα, κατά περίπτωση. Πρβλ. Φαρσεδάκης, Ιάκ. (2010)  «Το αλφάβητο της Εγκληματολογίας», Τιμητικός Τόμος Καλλιόπης Δ. Σπινέλλη, Essays in honour of Professor C.D. Spinellis, Αθήνα-Κομοτηνή: εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, σσ.402-413∙ Φαρσεδάκης Ι., (1990). Η εγκληματολογική σκέψη. Από την αρχαιότητα ως τις μέρες μας, Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη, σ. 411∙ Φαρσεδάκης Ι., (1996). ό. π.,σσ. 161-162∙ Σπινέλλη Κ. Δ., ό. π., σσ. 201-202.

[22]Βλ.Smith, M.D. & Zahn, M.A. (ed.), ό. π.,σ. 75.

[23]Βλ. Gassin R., (1988).Criminologie, Paris: Dalloz, σ. 270 επ.

[24]Βλ. απόψεις Quetelet, Query σε TaylorΙ., Walton P., & Young J., (1988). The New Criminology- for a social theory of deviance, International Library of Sociology ed. by J.  Rex. NY: Routledge. σ. 37.

[25]Βλ. SlatteryΜ.,ό. π.,σ. 9∙

[26]Πανούσης Γ., (2008). ό. π.,σ. 53∙ BuchholzΕ., Hartmann R., LekschasJ.,& Stiller G., (1986).Socialist Criminology –Theory and Methodology, England: Gower, σ. 249 ∙ Slattery M.,ό. π.,σ. 6-9 ∙ Gassin R., ό. π.,σ. 270 επ.

[27]Βλ. Antonopoulos G., (2005).“The limitations of official statistics in relation to the criminality of migrants in Greece”, Police Practice and Research.Vol.6, no 3,  σσ. 251-260.

[28]Η οποία διαδέχθηκε την Εθνική Στατιστική Υπηρεσία της Ελλάδος (ΕΣΥΕ). Το 2010 αναδιοργανώθηκε όλη η Στατιστική Υπηρεσία με τη θεσμοθέτηση της Ανεξάρτητης Αρχής ΕΛΣΤΑΤ (ν. 3832/2010 Ελληνικό Στατιστικό Σύστημα) με βασικό σκοπό τη διασφάλιση και τη διαρκή βελτίωση της ποιότητας των στατιστικών της χώρας, βλ. www.statistics.gr.

[29]Μέρος των στοιχείων που περιλαμβάνονται στην ετήσια «Στατιστική Επετηρίδα της Ελληνικής Αστυνομίας» αποτελούν τα στοιχεία που αποστέλλονται προς δημοσίευση στην ΕΛΣΤΑΤ, ως «Στατιστική Αδικημάτων – διαπραχθέντων αδικημάτων», με βασική διαφοροποίηση την ενοποίηση κάποιων κατηγοριών. Βλ. Καλλίτσης Θ., (2009). «Αστυνομική Στατιστική», Επιθεώρηση Κοινωνικών Ερευνών, Β’/ 2009, 129. Αθήνα: ΕΚΚΕ, σσ. 103-104.

[30]Τα τελευταία χρόνια εκδίδεται από τη Διεύθυνση Πληροφορικής του Αρχηγείου της Ελληνικής Αστυνομίας, σε ετήσια βάση, η «Στατιστική Επετηρίδα της Ελληνικής Αστυνομίας» που περιλαμβάνει από το 2013 και μετά τέσσερα τμήματα: ΤΜΗΜΑ Ι Εγκληματολογική Στατιστική, ΤΜΗΜΑ ΙΙ Αστυνομική Στατιστική, ΤΜΗΜΑ ΙΙΙ Στατιστική Τροχαίας και ΤΜΗΜΑ ΙV Στατιστική Αστυϊατρικών κλπ επιθεωρήσεων και Αγορανομικών ελέγχων. Η έκδοση της Στατιστικής Επετηρίδας περιέχει στατιστικά στοιχεία των εγκλημάτων που βεβαιώθηκαν, των ατυχημάτων και της δραστηριότητας γενικά των Υπηρεσιών της Ελληνικής Αστυνομίας σε επεξεργασμένους στατιστικούς πίνακες.  Σημειώνεται, ότι αρχής γενομένης από το έτος 2010, η Ελληνική Αστυνομία αποτυπώνει ηλεκτρονικά και σε πραγματικό χρόνο με ειδικό λογισμικό όλα τα αδικήματα και τα συμβάντα αστυνομικού ενδιαφέροντος. Με το νέο αυτό τρόπο καταγράφονται καθημερινά, μέσω του συστήματος Police On Line, αναλυτικά και με πληρότητα όλα τα περιστατικά, σε κάθε αστυνομική Υπηρεσία της χώρας. Η Εγκληματολογική Στατιστική αναφέρεται στα αδικήματα που διαπράχθηκαν κατά τη διάρκεια του έτους, σε βαθμό Κακουργήματος ή Πλημμελήματος (αυτεπάγγελτα ή κατ’ έγκληση διωκόμενα), για τα οποία οι περιφερειακές Υπηρεσίες της Ελληνικής Αστυνομίας είτε επιλήφθηκαν προανάκρισης είτε υπέβαλαν τις σχετικές μηνύσεις ή εγκλήσεις, στους δράστες (αυτουργούς ή συμμέτοχους) αυτών και στα εξιχνιαζόμενα αδικήματα περασμένων ετών. Επιπροσθέτως, υπάρχουν δώδεκα πίνακες με αρίθμηση για τα αδικήματα και για τους δράστες, από τα συνολικά στοιχεία των οποίων έχουν εξαιρεθεί οι σε βαθμό Πλημμελήματος παραβάσεις και οι παραβάτες της οδικής κυκλοφορίας και της Νομοθεσίας για αυτοκίνητα κλπ οχήματα και εμφανίζονται τα υπόλοιπα αδικήματα ή δράστες για πληρέστερη αξιολόγηση των στοιχείων. Πιο συγκεκριμένα, για το έγκλημα της ανθρωποκτονίας οι ετήσιες εκδόσεις των Στατιστικών Επετηρίδων ακολουθούν τη διάκριση των αδικημάτων του Ελληνικού Ποινικού Κώδικα έτσι έχουμε πίνακες με συνολικά στοιχεία για τα εγκλήματα κατά της ζωής και πίνακες με αδικήματα του Π.Κ. που ειδικά κατονομάζονται  στα οποία περιλαμβάνονται η ανθρωποκτονία με πρόθεση, η ανθρωποκτονία από αμέλεια και η ανθρωποκτονία από αμέλεια με αυτοκίνητο (η οποία γίνεται με αυτοκίνητο όχημα, όταν δηλαδή συντρέχουν αντίστοιχα οι περιπτώσεις των άρθρων 302,314 και 315 Π.Κ.). Από το 2013,  όμως, και μετά στους πίνακες με τα δεδομένα για αδικήματα που ειδικά κατονομάζονται δεν περιλαμβάνεται η ανθρωποκτονία από αμέλεια με αυτοκίνητο. Βλ. Στατιστική Επετηρίδα της Ελληνικής Αστυνομίας για το έτος 2013.

[31]Βλ. Καλλίτσης Θ., ό. π., σσ.103-104.

[32]Ο Κανόνας της Ιεραρχίας (Hierarchy Rule) ορίζει ότι στην περίπτωση στην οποία ο δράστης ή οι δράστες διαπράττουν ταυτόχρονα πολλαπλά αδικήματα καταμετρούμε μόνο το σοβαρότερο (βαρύτερο) αδίκημα ανά μοναδικό εγκληματικό συμβάν (single incident) και ως μοναδικό εγκληματικό συμβάν ορίζεται το συμβάν στο οποίο έχουμε τη διάπραξη στον ίδιο τόπο και στον ίδιο χρόνο παραπάνω του ενός αδικήματα. Βλ. Uniform Crime Reporting (UCR) Program, National Incident-Based Reporting System (NIBRS) (2012) σε https://www.fbi.gov/about-us/cjis/ucr/nibrs/2012/resources/effects-of-nibrs-on-crime-statistics &

Crime Statistics: Classifying and Counting Clery Act Crimes σε http://www2.ed.gov/campus-crime/HTML/pdf/cs_hierarchy.pdf

[33]Βλ. UCR Uniform Crime Reporting Handbook (2004), σ. 7-15 σε https://www2.fbi.gov/ucr/handbook/ucrhandbook04.pdf

[34]Βλ. La Free G., Curtis K., & McDowell D., (2015). “How effective are our ‘better angels’? Assessing country-level declines in homicide since 1950”, στο European Journal of Criminology, Vol. 12(4), σσ. 482-504.

[35]Βλ. Τσίγκανου I., Κουτσούκου Η., Λαμπράκη Ι., & Λεμπέση Μ., (2016). Το εγκληματικό φαινόμενο στην Ελλάδα σήμερα. Δεδομένα και Αναγνώσεις, Αθήνα: εκδ. Παπαζήση, σ. 183-184.

[36]Βλ. Τσίγκανου I., ό. π., σ. 381.

[37]Στο ίδιο, σ. 381.

[38]Από τα επίσημα δημοσιευμένα στατιστικά στοιχεία της Ελληνικής Αστυνομίας απουσιάζουν αναφορές και δεδομένα για τα θύματα των ανθρωποκτονιών. Επίσης, δεν εμφανίζονται στοιχεία για τον τόπο διάπραξης των ανθρωποκτονιών όπως (π.χ. οικία, δρόμο, κέντρο διασκέδασης κ.α.), τη σχέση δράστη – θύματος, τον αριθμό δραστών και θυμάτων για κάθε ένα περιστατικό ανθρωποκτονίας, το όπλο που χρησιμοποιήθηκε, το κίνητρο (π.χ. ερωτικό τρίγωνο, ξεκαθάρισμα λογαριασμών ατόμων του οργανωμένου εγκλήματος κ.ά.) και την ενδεχόμενη συρροή με άλλα αδικήματα (π.χ. ληστεία),πληροφορίες που κατά τη γνώμη μας θα ήταν πολύτιμες σε κάθε επιστημονική προσπάθεια αποτύπωσης μιας πιο ολοκληρωμένης εικόνας του εγκλήματος της ανθρωποκτονίας με πρόθεση και θα αποτελούσαν πολύτιμη αρωγή στην προσπάθεια ανίχνευσης των ιδιαίτερων εκείνων κάθε φορά περιστάσεων που επηρεάζουν την αύξηση ή την μείωση των στατιστικών μεγεθών. Εξάλλου, όπως επισημαίνουν και οι Bucholtz et al. χρειάζονται πληροφορίες για τις κοινωνικές συνθήκες του τόπου και του χρόνου τέλεσης των εγκλημάτων. Βλ. Bucholtz Ε., et al., ό. π., σσ. 309-310.

[39]Βλ. Τσίγκανου Ι., ό. π., σ. 381.

[40]Στο ίδιο, σ. 382.

[41]Στο ίδιο, σ. 382.

[42]La Free et al., ό. π., σ. 495.

[43]Ενδεικτική είναι η περίπτωση της εγκατάλειψης των εδραιωμένων στο στερεότυπο του ανδρισμού εγκλημάτων κατά της τιμής. Βλ. σχετικά Παπαϊωάννου Π., (2001). Εγκλήματα Ζηλοτυπίας. Εγκληματολογική θεώρηση και νομολογία, Αθήνα: εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη.

[44]Βλ. Maguire Μ., ό. π., σ. 324.

[45]Βλ. Πανούσης Γ., (2008). ό. π., σ. 63.

[46]Η «Στατιστική Επετηρίδα» ανασχεδιάστηκε το 2013 και τροφοδοτείται με δεδομένα από την μηχανογραφική εφαρμογή «Σημαντικές αναφορές». Πλέον αναφέρονται όλα τα αδικήματα ανά υπόθεση και όχι μόνο εκείνο που επέσυρε τη βαρύτερη ποινή. Εν μέρει, μπορεί η αύξηση στις ανθρωποκτονίες με πρόθεση το 2013 να έχει επηρεαστεί και από τις εσωτερικές αλλαγές στο σύστημα μηχανογράφησης  και καταγραφής των στοιχείων.

[47] Βλ. Πανούσης Γ., στον Κουράκη Ν., (1999) «Η Ανθρωποκτονία Χθες, Σήμερα, Αύριο: Βασικά Πορίσματα ενός Διεπιστημονικού Συμποσίου Ανθρωποκτονίας (18-19.5.1998)», Ποινική Δικαιοσύνη, σσ. 1151-1154.

[48]Βλ. Bucholtz Ε., et al.,ό. π., σσ. 309-310.