ΤΕΥΧΟΣ #3 ΙΟΥΛΙΟΣ 2017

Δικαστική νοοτροπία: Πώς λαμβάνουν αποφάσεις οι δικαστές;

Αναστασία Κονιδάρη

«Κάποιος μπορεί να εξηγήσει περισσότερα για την επιβολή κάποιας ποινής εάν γνωρίζει μερικά πράγματα για τον δικαστή, παρά εάν γνωρίζει πολλά για τα γεγονότα της υπόθεσης»[1]

Είναι δεδομένο ότι δεν ασπάζονται όλα τα νομικά συστήματα τις ίδιες σωφρονιστικές αρχές, ωστόσο σχεδόν σε ολόκληρο τον κόσμο, η δικαιοσύνη θεωρείται ότι είναι τυφλή, γεγονός που σημαίνει ότι οι δικαστές δεν θα έπρεπε να επηρεάζονται κατά την λήψη των αποφάσεων από άλλους παράγοντες εκτός των νομικά σχετικών.[2]

Πάντως, είναι ενδιαφέρουσα η αναφορά μερικών από τις εξηγήσεις που έχουν κατά καιρούς επιχειρηθεί για τις διαφορές που παρατηρούνται στην απόδοση μιας ποινής, εάν συνυπολογιστεί και το γεγονός, όπως χαρακτηριστικά αναφέρουν και οι Goodman -Delahunty και Sporer (2010:21),  «ότι  οι ίδιοι οι δικαστές παίρνουν πολύ σοβαρά το ρόλο τους να μένουν ανεπηρέαστοι από έξω-νομικούς παράγοντες, συμπεριλαμβανομένης και της δικής τους προσωπικής εμπειρίας».

Έτσι, μεταξύ άλλων, οι πρώιμες θεωρίες έδιναν έμφαση σε μοντέλα λήψης αποφάσεων στα οποία συμπεριλαμβάνονταν οι κοινωνικές στάσεις και οι γνώσεις του δικαστή,[3] καθώς η αληθοφανής υπόθεση ότι ο προσανατολισμός του εκάστοτε επαγγελματία είναι σημαντικός στη διαμόρφωση της αλληλεπίδρασης ανάμεσα στο προσωπικό της ποινικής δικαιοσύνης και τους πελάτες της, αποτέλεσε τη βάση για μια μακρά παράδοση έρευνας των στάσεων στην ποινική δικαιοσύνη.[4]

Αργότερα, στο πρόσφατο παρελθόν, οι ερευνητές στράφηκαν στην ερμηνευτική δύναμη των δικαστικών αξιών και της ποινικής φιλοσοφίας ως καθοριστικών παραγόντων για την επιλογή της εκάστοτε ποινής.[5]Στο ίδιο πνεύμα, ο Bazemore (1997:92) παρουσιάζει ένα σύνολο παραγόντων που μπορούν να εξηγήσουν τις διαφοροποιήσεις που παρατηρούνται ανάμεσα στους δικαστές όταν καλούνται να αποφασίσουν για την επιβολή μιας κύρωσης.

Με βάση την πρώτη του προσέγγιση, οι δικαστές επηρεάζονται από αυτά που ο ίδιος ονομάζει οργανωτικά σημεία του εργασιακού περιβάλλοντος, αναφερόμενος στο μέγεθος και την περιοχή του δικαστηρίου, το χρόνο που αφιερώνει ο δικαστής στις υποθέσεις, την επιρροή άλλων δικαστικών λειτουργών,[6] αλλά και τον ιδιαίτερο τρόπο με τον οποίο κάθε δικαστής αντιλαμβάνεται, προσαρμόζεται και φέρνει σε πέρας τις  προσδοκίες που πηγάζουν από τον επαγγελματικό του ρόλο.[7]

Η δεύτερη προσέγγιση, που μπορεί να ονομαστεί ως ιδεολογική επίδραση, αναφέρεται σε άλλα σημεία που σχετίζονται με την επαγγελματική ιδεολογία, όπως είναι η δέσμευση στην τυπική νομική διαδικασία (due process), η πίστη στην εκάστοτε ποινική μεταχείριση και η υποστήριξη άλλων στόχων, όπως είναι η κάλυψη των αναγκών των θυμάτων, που ενδέχεται να ευνοήσουν ή όχι τις περισσότερο τιμωρητικές, για παράδειγμα, απόψεις. Η τελευταία προσέγγιση, η εισαγωγή ατομικών εμπειριών,[8] επιχειρεί να εξηγήσει τη διαφοροποίηση στις απόψεις των δικαστών για τις ποινές  με χαρακτηριστικά που οι τελευταίοι μεταφέρουν στην εργασία τους, όπως είναι οι επαγγελματικές τους εμπειρίες και ο τρόπος κοινωνικοποίησής τους.[9]

Γράφημα 1: Απεικόνιση του τρόπου συμπεριφοράς των δικαστών με βάση τις στάσεις τους.[10]
Το παραπάνω γράφημα απεικονίζει ένα υποθετικό μοντέλο το οποίο θεωρεί ότι οι ενέργειες των δικαστών απορρέουν από τις στάσεις τους και από δύο ομάδες παρεμβαλλόμενων μεταβλητών: αυτές που σχετίζονται με το νομικό σύστημα και αυτές που είναι ιδιαίτερες για κάθε μεμονωμένη υπόθεση. Οι στάσεις των δικαστών με τη σειρά τους, θεωρείται ότι μπορούν να ανιχνευθούν στη τοπική πολιτική κουλτούρα, στην υψηλή τάξη της περιοχής, στο γενικότερο πολιτικό κλίμα και στις προσωπικές εμπειρίες κοινωνικοποίησης. Το συγκεκριμένο μοντέλο δε διεκδικεί να αιτιολογήσει το σύνολο της συμπεριφοράς των δικαστών. Πρόκειται ουσιαστικά για ένα μέσο επαλήθευσης ή όχι υποθέσεων που εξετάστηκαν στο πλαίσιο έρευνας, στόχος της οποίας ήταν να εξακριβώσει εάν η συμπεριφορά των δικαστών είναι δυνατόν να συνδεθεί με μεταβλητές πολιτικού χαρακτήρα, εκτός του νομικού συστήματος.[11]

Ο Ronald Dworkin, σύγχρονος Αμερικανός στοχαστής της φιλοσοφίας του νόμου και της πολιτικής φιλοσοφίας, πρέσβευε ότι οι δικαστές καταλήγουν σε μία απόφαση σχεδόν μηχανικά, μέσω της απλής εφαρμογής κανόνων, ενώ στην περίπτωση δύσκολων υποθέσεων, δεν λαμβάνουν αυθαίρετες αποφάσεις, και, ελλείψει σαφών κανόνων, είναι υποχρεωμένοι να καταφύγουν στις αρχές οι οποίες τους βοηθούν στη λήψη της σωστής απόφασης. Σύμφωνα με τη θεώρησή του, οι δικαστές δεν είναι ελεύθεροι να ενεργούν ανάλογα με τις προσωπικές τους προτιμήσεις, αντιθέτως, είναι υποχρεωμένοι να ενεργούν με βάση δημόσια κριτήρια, ανεπηρέαστοι από πολιτικές τάσεις και πεποιθήσεις και να στηρίζονται στους ηθικούς κανόνες της κοινωνίας. Υπό αυτή την έννοια, οι δικαστές δεν μπορούν να χρησιμοποιούν την κρίση τους, καθώς δεσμεύονται από τις αρχές του δικαστικού συστήματος και της κοινωνίας.

Ακόμη, σύμφωνα με τον Dworkin, οι δικαστές δεν είναι υποχρεωμένοι μόνο να εφαρμόζουν κανόνες, αλλά και να εξασφαλίζουν ότι το νομικό σύστημα βρίσκεται σε συμφωνία με τις αρχές της κοινωνίας. Είναι επίσης υποχρεωμένοι να προστατεύουν, μέσω των αποφάσεων που λαμβάνουν, τα δικαιώματα των πολιτών. Σε αυτό το πλαίσιο, ο Dworkin πιστεύει ότι η δουλειά του δικαστή είναι πολύ δύσκολη ενώ δεν πιστεύει ότι ο κάθε δικαστής λαμβάνει πάντοτε τη σωστή απόφαση, παρότι δέχεται ότι υπάρχει η σωστή απόφαση, η οποία ζυγίζει με ακρίβεια τις αρχές, προστατεύει τα φυσικά δικαιώματα και είναι συνεπής με τις ηθικές επιταγές της κοινωνίας.[12]

Και ενώ ο Dworkin επικεντρώνεται στα κριτήρια που οδηγούν στη  λήψη σωστών αποφάσεων και στη συνέχεια περιγράφει τον ιδανικό δικαστή που λαμβάνει αυτές τις αποφάσεις, [13]ο Laurence Solum (2003) εστιάζει με τη θεωρία του (virtue-centered theory of judging) σε συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, ή αρετές όπως τις αποκαλεί ο ίδιος, τις οποίες πρέπει να συγκεντρώνει ο χαρισματικός δικαστής, προκειμένου να λαμβάνει ενάρετες αποφάσεις. Οι αρετές αυτές συμπεριλαμβάνουν μεταξύ άλλων, την εγκράτεια, το θάρρος τη μετριοπάθεια, την ευφυΐα, τη σοφία και τη δικαιοσύνη. Θεωρεί ότι οι δικαστές οι οποίοι δεν διαθέτουν τις συγκεκριμένες αρετές, πρέπει να έχουν ως στόχο τους να λαμβάνουν νόμιμες ή νομικώς ορθές αποφάσεις, χωρίς να είναι βέβαιο ότι θα το πράξουν με επιτυχία, και οφείλουν, σταδιακά, να τις αναπτύξουν. Πιστεύει ακόμη ότι η επιλογή των δικαστών θα έπρεπε να λαμβάνει χώρα με γνώμονα αυτές ακριβώς τις αρετές, να εξετάζεται δηλαδή εάν τις διαθέτουν ή εάν είναι ικανοί να τις αποκτήσουν.[14]

Σύμφωνα με τη θεωρία του Solum, οι αρετές που συγκεντρώνει ένας δικαστής είναι αυτές που τον βοηθούν να εφαρμόσει τους κανόνες σωστά, δεδομένου όπως ισχυρίζεται ο ίδιος ότι «οι κανόνες δεν εφαρμόζονται από μόνοι τους», αντιθέτως η σοφία και η σωστή κρίση του δικαστή είναι αυτά που απαιτούνται ώστε να εξασφαλιστεί ότι οι κανόνες εφαρμόζονται σωστά. Αλλά και στις περιπτώσεις τις οποίες η δικαστική απόφαση δεν συνάδει με τη γενική αντίληψη περί δικαίου (fair), η εν λόγω θεωρία πρεσβεύει ότι η σωστή απόφαση προσεγγίζεται με βάση την αρετή της αμεροληψίας, όπως συναντάται στα κείμενα του Αριστοτέλη για τη δικαιοσύνη, με τη μορφή της τιμιότητας.[15]

Στο επίπεδο των ερευνών, έχει επιστρατευτεί μια ποικιλία προσεγγίσεων για τη μελέτη της λήψης αποφάσεων από τους δικαστές που παράγουν τόσο ποιοτικά όσο και ποσοτικά δεδομένα. Σε αυτές συγκαταλέγονται οι μελέτες ανά περίπτωση, οι συνεντεύξεις, οι μελέτες αρχείων, οι έρευνες και τα πειράματα. Κάποιοι ερευνητές έχουν διεξάγει έρευνες πεδίου ή άλλες που βασίζονται στην παρατήρηση σε δικαστικές αίθουσες, μια μέθοδος χρονοβόρα και δαπανηρή, που δυσχεραίνεται περαιτέρω  λόγω της συχνής και απρόσμενης αλλαγής των προγραμματισμένων ακροάσεων.[16]

Στο επίπεδο της διερεύνησης των στάσεων των δικαστών και της επίδρασής τους στην επιβολή της ποινής, σχετικές έρευνες (βλέπε Hogarth, 1971; Orland and Tyler, 1974; Wheeler et al., 1968; επίσης McFatter, 1978)[17] έχουν δείξει ότι οι δικαστές που τείνουν να είναι πιο φιλελεύθεροι, μη τιμωρητικοί και που διαθέτουν ενσυναίσθηση, δίνουν συχνά πιο αυστηρές ποινές, τουλάχιστον όσον αφορά τα εγκλήματα ανηλίκων. Η τάση των φιλελεύθερων δικαστών να έχουν την πεποίθηση πως «η ποινή σωφρονίζει» φαίνεται να εξηγεί το συγκεκριμένο παράδοξο.[18]

Ο Hogarth (1971) διεξήγαγε μια έρευνα σε δικαστές από τον Καναδά. Βρήκε ότι οι δικαστές που ήταν υπέρ της τιμωρίας και των σκοπών που εξυπηρετεί, επέβαλαν πρόστιμα και ποινές φυλάκισης συχνότερα, αναστολή σπανιότερα, έδιναν σκληρότερες ποινές και επεδίωκαν τον εγκλεισμό των δραστών σε πιο αυστηρά σωφρονιστικά καταστήματα. Επιπλέον κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι ατομικές απόψεις των δικαστών για τις ποινές είχαν άμεση σχέση με τις πεποιθήσεις τους για τα αίτια του εγκλήματος. Όσοι ενστερνίζονταν την αναμόρφωση, απέδιδαν το έγκλημα περισσότερο σε κοινωνικοοικονομικούς παράγοντες και θεωρούσαν ότι η πλειοψηφία των δραστών ήταν ψυχικά ασθενείς.

Αντιθέτως, αυτοί που απέρριπταν την αναμόρφωση και ήταν υπέρ της τιμωρίας, είχαν την τάση να αποδίδουν το έγκλημα στην έλλειψη ευφυΐας και στον αλκοολισμό, υποβάθμιζαν τις κοινωνικοοικονομικές αιτιάσεις και θεωρούσαν ότι ελάχιστοι δράστες έπασχαν από κάποια ψυχική ασθένεια. Όσοι δικαστές ήταν υπέρμαχοι της αναμόρφωσης, βασίζονταν περισσότερο στις συστάσεις των υπευθύνων επιτήρησης, λάμβαναν υπόψη τους περισσότερους παράγοντες για το δράστη και εστίαζαν στη στάση του τελευταίου, στην ανάγκη για θεραπεία και την απουσία προμελέτης. Οι υπέρμαχοι της ποινής επικεντρώνονταν στο έγκλημα και τις συνθήκες τέλεσης και την ενοχή του δράστη.

Ενδιαφέρον είναι και το γεγονός ότι οι δικαστές είχαν την τάση να θεωρούν ότι η πλειοψηφία των υπόλοιπων δικαστών είχαν τις ίδιες απόψεις αναφορικά με την επιβολή ποινών: έτσι, οι δικαστές που ήταν υπέρ της ποινής, πίστευαν ότι όλοι οι δικαστές είναι τιμωρητικοί, ενώ όσοι υποστήριζαν την αναμόρφωση, θεωρούσαν ότι την ίδια τάση είχαν και οι υπόλοιποι συνάδελφοι τους.[19]

Η Beverly Cook (1977) διεξήγαγε μια έρευνα για να μελετήσει τη σχέση ανάμεσα στην κοινή γνώμη για τον πόλεμο στο Βιετνάμ και τις ποινές που επέβαλαν οι ομοσπονδιακοί δικαστές από το 1967 έως το 1975.[20] Με βάση τα δεδομένα που συνέλλεξε:

  1. Οι δικαστές βασίζουν τις αποφάσεις τους σχετικά με την επιβολή των ποινών στις προσωπικές τους στάσεις και αξίες, αγνοώντας την κοινή γνώμη.
  2. Οι στάσεις και οι αξίες τους δεν είναι στατικές, αντιθέτως επηρεάζονται από δυναμικούς περιβαλλοντικούς παράγοντες, όπως ακριβώς συμβαίνει με τις στάσεις και τις αξίες του κοινού.
  3. Οι αλλαγές στη συμπεριφορά των δικαστών αντικατοπτρίζουν αλλαγές στις προσωπικές τους στάσεις, ανεξάρτητα από την κοινή γνώμη.[21]

Ο J. Gibson (1978:912) υποστηρίζει: «δεν υπάρχει μεγάλη αμφιβολία ότι το κυρίαρχο παράδειγμα της λήψης αποφάσεων εκ μέρους των δικαστών τοποθετεί τις στάσεις τους στο κέντρο της διαδικασίας».[22] Ο σχεδιασμός της έρευνας του είχε στόχο την ανάπτυξη ενός μοντέλου για τη  σχέση που υπάρχει ανάμεσα στον προσανατολισμό των δικαστών εξαιτίας του ρόλου τους (καθώς, εξαιτίας αυτού του ρόλου κάποιοι δικαστές πιστεύουν πως δεν είναι σωστό για τους ίδιους, λόγω ιδιότητας, να επιτρέψουν στις δικές τους αξίες να επηρεάσουν τις αποφάσεις τους), των στάσεων τους και της συμπεριφοράς τους απέναντι στις ποινές.

Στο πλαίσιο αυτό, εξέτασε τη διαδικασία λήψης αποφάσεων στα περιφερειακά δικαστήρια της περιοχής της Αϊόβα, τα οποία ασχολούνται με κακουργήματα ή με πταίσματα για τα οποία επιβάλλεται δίωξη. Αναλύθηκαν οι ποινές που επιβλήθηκαν σε συνολικά 5350 υποθέσεις, ενώ προσωπικές συνεντεύξεις πραγματοποιήθηκαν σε 26 δικαστές, οι οποίοι κατέληξαν σε καταδικαστικές αποφάσεις.

Τα δεδομένα κατέδειξαν ότι αυτός ακριβώς ο προσανατολισμός των δικαστών που πηγάζει από το ρόλο τους, θέτει τελικά ένα φραγμό στη σχέση ανάμεσα στις στάσεις και τη συμπεριφορά. Με βάση τα δεδομένα, υπάρχουν περιπτώσεις δικαστών των οποίων οι στάσεις ασκούν τεράστια επίδραση  στην απόφαση της ποινής, και άλλων, οι στάσεις των οποίων αποδείχθηκαν ασήμαντες. Ο προσανατολισμός τους λόγω ιδιότητας αποτελεί ένα δείκτη πρόβλεψης αναφορικά με τα κριτήρια της λήψης των αποφάσεων. Τελικά, η έρευνα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι στα μοντέλα λήψης αποφάσεων, είναι αναγκαίος ο συνδυασμός αρκετών μεταβλητών, καθώς όταν εξετάζονται χωριστά, ούτε οι στάσεις ούτε ο προσανατολισμός εξαιτίας του θεσμικού ρόλου τους, είναι ικανοί να εξηγήσουν τη συμπεριφορά των δικαστών απέναντι στην επιβολή ποινών.[23]

Ο Bazemore (1997) διεξήγαγε μια έρευνα προκειμένου να αποσαφηνίσει τον προσανατολισμό των δικαστικών λειτουργών, εξετάζοντας την ιδεολογία σχετικά με τις κυρώσεις μιας ομάδας δικαστών ανηλίκων. Ουσιαστικά, στόχος της μελέτης ήταν να διερευνήσει συνδυαστικά τις επιδράσεις της κοινωνικοποίησης, του περιβάλλοντος εργασίας και της επαγγελματικής ιδεολογικής επιρροής.[24] Ο πληθυσμός της έρευνας ανερχόταν σε 75 συνολικά δικαστές της περιφέρειας της Φλόριντας, από τους οποίους τελικά οι 53 (ποσοστό 70%) επέστρεψαν συμπληρωμένο το σχετικό ερωτηματολόγιο.

Αναφορικά με το ερώτημα εάν οι απόψεις των δικαστών για τις ποινές αντανακλά ή όχι την τιμωρητική τάση που επικρατούσε εκείνη την περίοδο στο πεδίο της παραβατικότητας ανηλίκων, η έρευνα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι γενικά η πλειοψηφία των δικαστών της περιοχής, ήταν υπέρμαχοι τριών απόψεων που μπορούν να εκληφθούν ως τρεις διαφορετικές διαστάσεις μιας τιμωρητικής τάσης: εμφανίζονται υποστηρικτές του σωφρονισμού και της ανταπόδοσης, ενώ μια μεγάλη πλειοψηφία είναι υπέρ της αναμόρφωσης και της επιδίωξης στόχων, όπως η αποζημίωση του θύματος. Ωστόσο, όπως σημειώνεται, δεδομένης της έλλειψης στοιχείων για τις στάσεις των δικαστών ανηλίκων τις προηγούμενες δεκαετίες, δεν είναι δυνατόν να εξακριβωθεί εάν οι θέσεις υπέρ της τιμωρίας είναι καινούριες, ή αποτελούσαν πάντοτε ένα χαρακτηριστικό του προσανατολισμού των δικαστών σε ένα δικαστήριο που από τη στιγμή που ιδρύθηκε κυριαρχούσε η αναποφασιστικότητα σχετικά με τους στόχους του.[25]


* Διδάκτωρ Κοινωνιολογίας Παντείου Πανεπιστημίου, Ψυχολόγος, ΜΔΕ Εγκληματολογίας

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

[1] J.Hogarth and University of Toronto, Centre of Criminology, Sentencing as a human process, Toronto: University of Toronto Press, 1971, σ.350 στο S.J. Carroll, T.W. Perkowitz, J.A. Lurigio and M.F. Weaver, Goals, Causal Attributions, Ideology, and Personality, Working Paper, MIT, 1984, σ. 1.
[2] J. Goodman -Delahunty and L.S. Sporer “Unconscious influences in sentencing decisions: a research review of psychological sources of disparity”, Australian Journal of Forensic Sciences, Vol.42, No.1, 2010, pp.19-36:20.
[3]  J. Goodman -Delahunty and L.S. Sporer.,ό.π., 2010: 21.
[4] F.T. Cullen, E.J .Latessa, V.S. Burton Jr., and L.X. Lombardo, “The Correctional Orientation of Prison Wardens: Is The Rehabilitative Ideal Supported?”, Criminology, Vol. 31, No.1, 1993, pp. 69-92, J.T. Whitehead and C.A. Lindquist, “Determinants of Probation and Parole Officer Professional Orientation”, Journal of Criminal Justice, Vol. 20, No.1,1992, pp.13-24. στο Bazemore G. and Lynette Feder. "Judges in the Punitive Juvenile Court: Organizational, Career and Ideological Influences on Sanctioning Orientation", Justice Quarterly, Vol. 4, No.1, 1997, pp. 87-114:89.
[5]  J. Goodman -Delahunty and L.S. Sporer.,ό.π., 2010: 21.
[6]  J.T. Whitehead and  C.A. Lindquist, ό.π.,1992 στο G. Bazemore and  L. Feder, ό.π., 1997: 87-114:92.
[7]  G. Bazemore and T.J. Dicker , “Explaining Detention Worker Orientation: Indivindual Characteristics, Occupational Conditions and Organizational Environment”, Journal of Criminal Justice, Vol.22, 1994, pp. 297-312 στο G. Bazemore and L. Feder, ό.π., 1997: 87-114:89.
[8]  Cullen et al, ό.π., 1993 στο G. Bazemore and L. Feder, ό.π., 1997: 87-114:92.
[9]  στο G. Bazemore and L. Feder, ό.π., 1997: 87-114:92.
[10]  Για το Σχήμα βλ. M.H. Kritzer, “Political Correlates of the Behavior of Federal District Judges: A “Best Case” Analysis”, The Journal of Politics, Vol.40, No.1, 1978, pp.25-58:28.
[11] Αναλυτικότερα βλ. M.H. Kritzer, ό.π., 1978, pp.25-58:28.
[12] Βλ. R. Dworkin, “Judicial Discretion''. The Journal of Philosophy. Vol. 60, No. 21, American Philosophical Association, Eastern Division, Sixtieth Annual Meeting. (Oct. 10, 1963), pp. 624-638, R. Dworkin, Taking Rights Seriously, Cambridge, Harvard University Press, 1978 και R.Dworkin, Law's Empire, CambridgenMA,Belknap Press, 1986.   
[13] L.Solum, Virtue Jurisprudence: A Virtue-Centered Theory of Judging, Metaphilosophy, Vol.34, No1/2, January 2003, pp.178-213  σ.184.
[14] L.Solum, 2003, ό.π. σ.198-199.
[15] L.Solum, 2003, ό.π. σ.204-205.
[16]  J.  Goodman -Delahunty and L.S Sporer, ό.π., 2010: 22.
[17] J.Hogarth and University of Toronto, ό.π., 1971, L. Orland, and H. Jr. Taylor, Justice in Sentencing. Mineola, N.Y.: Foundation Press, 1974, Wheeler, Stanton, Edna Bonacich, M. Richard Cramer and Irving Zola "Agents of Delinquency Control: A Comparative Analysis" in: Wheeler S. (ed.), Controlling Delinquents, New York: John Wiley, 1968, R. McFatter, “Sentencing strategies and justice: Effects of punishment philosophy on sentencing decisions”, Journal of Personality and Social Psychology, Vol.36, No.12, 1978:1490 στο Vidmar N. and Miller T. D., (1980), “Social Psychological Processes Underlying Attitudes Toward Legal Punishment”, Law & Society Review, Vol.14, No.3,1980,pp.:565-602:573.
[18] N. Vidmar and T. D. Miller, ό.π., 1980:565-602:573.
[19] J.  Hogarth and University of Toronto,ό.π., 1971 στο S.J. Carroll et al., 1984, σ. 1-9.
[20] B.B.  Cook , “Opinion and Federal Judicial Policy”, American Journal of Political Science, Vol. 21, No.3, 1977, pp.567-600:567.
[21] L. J.  Gibson, “Environmental Constraints on the Behavior of Judges: A Representational Model of Judicial Decision Making”, Law & Society Review, Vol.14, No.2, 1978, pp.343-370:345.
[22] L. J.Gibson “Judges' Role Orientations, Attitudes, and Decisions: An Interactive Model”, The American Political Science Review, Vol. 72, No. 3, 1978, pp. 911-924:912.
[23] L. J. Gibson, ό.π., 1978:912, 913, 921-922.
[24] G. Bazemore and L. Feder, ό.π.,  1997: 87-114:96-97.
[25] G. Bazemore and L. Feder. ό.π., 1997: 87-114:108.