ΤΕΥΧΟΣ #3 ΙΟΥΛΙΟΣ 2017

Υπόθεση Δουρή: Βιασμός και ανθρωποκτονία ανηλίκου

Βαρβάρα Βαγιανού, Διονυσία Μποζίκη, Δέσποινα Τζάνη, Μαίρη Φωσκόλου
30 Δεκεμβρίου 1993 και η μικρή κοινωνία της Ερμιόνης βρίσκεται αντιμέτωπη με ένα πρωτόγνωρο -για την εποχή- έγκλημα. «Ήταν παραμονή Πρωτοχρονιάς, όταν το εορταστικό κλίμα καταστράφηκε στο άκουσμα της είδησης. Ο ελαιοχρωματιστής από την Αργολίδα Μανώλης Δουρής, είχε βιάσει τον 6χρονο γιο του, στη συνέχεια τον έπνιξε και τον έκρυψε», μας διηγείται ο Πάνος Σόμπολος, ο οποίος βρέθηκε από την πρώτη στιγμή στον τόπο του εγκλήματος. Κάποιες ώρες μετά τη διπλή εγκληματική πράξη, οι γονείς του μικρού Νικόλα δήλωσαν την εξαφάνιση του, ενώ ο πατέρας του προσποιούμενος τον ανήσυχο, έψαχνε να βρει το γιο του μαζί με κατοίκους του χωριού και την αστυνομία. Τελικά ο ίδιος, μαζί με τον μεγαλύτερο γιο του, εντόπισαν το 6χρονο αγόρι νεκρό σε ένα δύσβατο σημείο, από το οποίο αν και περνούσε πολύς κόσμος ήταν δύσκολο να εντοπιστεί το άψυχο σώμα. Μόνο ο Δουρής μπόρεσε να υποδείξει με σχετική ευκολία πού βρισκόταν το νεκρό παιδί του. Αυτός ήταν και ο λόγος που από την αρχή θεωρήθηκε ο βασικός ύποπτος για την ανθρωποκτονία και τον βιασμό του ανήλικου παιδιού του με αποτέλεσμα την μετέπειτα ομολογία του.

Δίκη και Ετυμηγορία

Μετά την αποκάλυψη του εγκλήματος, ο Μανώλης Δουρής οδηγήθηκε στη δικαιοσύνη. Έχοντας αλλάξει πολλές φορές την κατάθεσή του και έχοντας αναιρέσει την αρχική ομολογία του, τελικά κρίνεται ένοχος και καταδικάζεται για το διπλό έγκλημα τον Νοέμβριο του 1994 από το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο Κορίνθου. Η ποινή που του επιβλήθηκε ήταν: Ισόβια κάθειρξη για ανθρωποκτονία από πρόθεση με ενδεχόμενο δόλο σε ήρεμη ψυχική κατάσταση, κάθειρξη 20 ετών για τον βιασμό του γιου του, φυλάκιση ενός έτους για ασέλγεια και στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων για 10 χρόνια. Δυο χρόνια αργότερα, ο Μανώλης Δουρής βρέθηκε απαγχονισμένος με καλώδιο τηλεόρασης στην τουαλέτα των φυλακών Τρίπολης.

Η (πρόωρη) καταδίκη των ΜΜΕ και της κοινής γνώμης

«Η τηλεόραση που – ως μέσο – είχε κατακερματίσει το τεκμήριο αθωότητας στην περίπτωση Δουρή, φάνηκε – ως υλικό αντικείμενο – και σε κάτι χρήσιμη στον ίδιο: με το καλώδιό της, το οποίο είχε κρύψει στα ρούχα του, απαγχονίστηκε στις εξωτερικές τουαλέτες των φυλακών Τρίπολης κι έδωσε τέρμα συγχρόνως στην υπόθεση και στη ζωή του», αναφέρει σε άρθρο του, το οποίο δημοσιεύθηκε το 2009 στο περιοδικό «The Art of Crime», ο δικηγόρος-εγκληματολόγος κ. Διονύσης Χιόνης. Πράγματι, ύστερα από την ομολογία του Δουρή και πριν ακόμα γίνει δίκη, τα δημοσιεύματα με τίτλους όπως: «παΤΕΡΑΣ», «Ψεύτης, απατεώνας και παιδεραστής», είχαν περίοπτη θέση σε κάθε λογής μέσο.

Τα ΜΜΕ θεώρησαν πιθανότατα, πως έτσι θα ικανοποιούσαν -πολύ πριν την απόφαση του αρμόδιου δικαστηρίου- το κοινό περί δικαίου αίσθημα. Όμως, η ηδονοβλεπτική και σκανδαλοθηρική κάλυψη των εγκλημάτων, όπως αυτό, εκπαιδεύουν το κοινό και με ανάλογο τρόπο. Τροφοδοτούν την έννοια της αντεκδίκησης ως της μόνης ορθής αντίδρασης σε τέτοια γεγονότα. Γράφει στο ίδιο άρθρο ο κ. Χιόνης: «Όσο περνούν οι ημέρες, οι γνωστές ατέρμονες συζητήσεις περί θανατικής ποινής αντικαθιστούν τις κραυγές περί δράκου και ανθρωπόμορφου τέρατος και εμφανίζονται ξανά στην πρώτη γραμμή οι δήμιοι, χωρίς κουκούλες στο κεφάλι» και μοναδικός τρόπο απαλλαγής από το «κακό» που κυκλοφορεί ανάμεσα μας και απειλεί τη δημόσια τάξη είναι η κρεμάλα. Όμως, ο Δουρής φρόντισε από μόνος του γι’ αυτό, καθώς ήταν δύο χρόνια μετά την καταδίκη του, που αυτοκτόνησε στο κελί του στις φυλακές Τρίπολης.

Τα σκοτεινά σημεία και η σύγκρουση απόψεων των ειδικών

Πολλά είναι, όμως, τα ερωτήματα που παραμένουν αναπάντητα εικοσιτέσσερα χρόνια μετά την αποκάλυψη του εγκλήματος. Σε αυτά έχουν προσπαθήσει  να απαντήσουν ανά διαστήματα εγκληματολόγοι, δημοσιογράφοι και ειδικοί.

Για πολλά χρόνια παρέμενε ανοιχτή η υπόθεση, η οποία, αν και φαινομενικά είχε κλείσει, για κάποιους υπάρχουν ακόμα σημεία που χρειάζονται περαιτέρω διευκρινίσεις. Ήρθαμε σε επαφή με τον καθηγητή εγκληματολογίας κ. Πανούση, ο οποίος είχε εκφράσει την υπόνοια του διπλού δράστη: «Εγώ παραμένω στην άποψή μου αυτήν. Στο δικαστήριο μπορεί να μην εμφανίστηκε όλη αλήθεια, είναι πιθανόν να μην πιέστηκαν αρκετά οι μάρτυρες ή οι εμπλεκόμενοι στην υπόθεση και να μην αποδείχθηκε κάτι. Εκεί φαινόταν πως παίζει όλη η οικογένεια κάποιο ρόλο. Μπορεί να μην ήταν ένας ο δράστης όλης της κατάστασης και της τελικής έκβασης. Είχα την αίσθηση ότι όλη η οικογένεια είχε επιμεριστεί ρόλους».

Και ο συνήγορος υπεράσπισης του Δουρή, κ. Βασίλης Καρύδης, είχε υποστηρίξει ότι ήταν αθώος. Μιλώντας μαζί του μας εξήγησε γιατί είχε αυτή την πεποίθηση: «Τον θεωρούσα αθώο μέσα από την ίδια τη διαδικασία. Εκτός από την ύπαρξη της ομολογίας, όλη η υπόλοιπη τεκμηρίωση της δίκης ήταν εντελώς αντιφατική. Δηλαδή οι χρόνοι, οι τρόποι του εγκλήματος, όσα κατέθεσαν οι μάρτυρες και όσα παρουσίαζαν οι εμπειρογνώμονες δεν συγχρονίζονταν με όσα έλεγε ο Δουρής». Ταυτόχρονα ο κ. Καρύδης επισημαίνει ότι έπαιξαν ρόλο πολλοί παράγοντες, οι οποίοι συνέβαλαν στη δημιουργία κενών στην υπόθεση. «Αρχικά δεν υπήρξε μακροσκοπική εξέταση του γεννητικού οργάνου, διαδικασία που διεξάγεται κλασσικά σε σεξουαλικά εγκλήματα. Υπήρχαν πληροφορίες ότι στο σώμα του παιδιού βρέθηκαν εκδορές, ερεθισμοί, αλλά η συγκεκριμένη εξέταση δεν συμπεριλήφθηκε στη δικογραφία. Η αιτιολογία του ιατροδικαστή ήταν ότι η εξέταση δεν έγινε «από αμέλεια», δικαιολογία που δεν με έπεισε». Όπως είπε, ζήτησε να διενεργηθεί εξέταση DNA, εφόσον η τριχολογική εξέταση, ήταν αρκετά αμφιλεγόμενη. Η αίτησή του παρ΄ όλα αυτά απορρίφθηκε, γιατί υπήρχε μια έντονη επιφυλακτικότητα του δικαστηρίου, ενόψει της ομολογίας και της διάστασης που είχε πάρει το γεγονός.

«Την ομολογία του την αναίρεσε στην ουσία στο δικαστήριο», αναφέρει ο κ. Καρύδης. «Ο Δουρής προφανώς είχε λόγο να αναλάβει την ευθύνη και στην συνέχεια προσπαθεί να διαφύγει από τις συνέπειες μιας τέτοιας ομολογίας. Πιθανότατα υπήρξε μια μορφή κάλυψης, είτε μιας περίπτωσης ενδοοικογενειακής βίας από ένα άλλο μέλος της οικογένειας, είτε από κάποιον τρίτο».

Προς αυτό το ενδεχόμενο συνηγορούν και τα ευρήματα από την ιατροδικαστική εξέταση.O ιατροδικαστής κ. Φίλιππος Κουτσάφτης μας επιβεβαίωσε ότι υπήρξε γενετικό υλικό του πατέρα στο σώμα του 7χρονου αγοριού: «Το παιδί είχε ασφυκτικό θάνατο, με απόφραξη των έξω αναπνευστικών στομίων μετά εκτεταμένων κακώσεων του πρωκτού. Εντύπωση μου έκανε ακόμα, ότι το είχε τρυπήσει στην οπίσθια επιφάνεια του σώματος, προς τη νεφρική χώρα με ένα πιρούνι. Ο ίδιος υποστήριξε ότι το έκανε για να δει αν ζούσε, όμως ήταν ήδη νεκρό. Εγώ πιστεύω ότι έπιασε το παιδί από το στόμα, για να μην φωνάζει και κατά λάθος του έκλεισε και τη μύτη και έτσι πέθανε». Πέρα από το DNA όμως, που πράγματι ανήκε στον Δουρή, βρέθηκε και ξένο γενετικό υλικό, το οποίο δεν επιβεβαιώθηκε ποτέ σε ποιον ανήκε.

Παρά τα ευρήματα, λοιπόν, οι δικαστές αρκέστηκαν στην ομολογία του Δουρή και έκλεισαν γρήγορα την υπόθεση. Θα μπορούσε να είχε πάρει διαφορετική τροπή αν ο Δουρής ζούσε; Ο κ. Πανούσης απαντά: «Δεν θα ήταν δικονομική η λύση. Η λύση θα ήταν να μιλήσει κάποιος. Πρόκειται, όμως, για την ηθική πλευρά μιας ιστορίας τραγικής».

Η στήριξη της οικογένειας- Μια ιδιομορφία στην υπόθεση Δουρή

Ενδιαφέρον έχει, όμως, και το γεγονός ότι η οικογένεια του Δουρή στάθηκε από την αρχή στο πλευρό του, υποστηρίζοντας πως είναι αθώος. «Αυτό που έχει εγκληματολογική αξία και νομίζω ότι στην Ελλάδα συνέβη για πρώτη φορά είναι το γεγονός ότι τον πατέρα, τον στήριξε όλη η οικογένεια. Συνήθως σε περιπτώσεις ενδοοικογενειακής βίας και μάλιστα με μια τόσο ακραία κατάληξη, όπως η συγκεκριμένη, όταν πια ο δράστης αποκαλύπτεται, η οικογένειά του στρέφεται κλασσικά εναντίον του. Εδώ συνέβη το αντίθετο», εξηγεί ο κ. Καρύδης.

Η εξομολόγηση του Δουρή ως πειστήριο για την ενοχή του;

Σε μια κλειστή κοινωνία, όπως ήταν και η Ερμιόνη, είχε ακουστεί ότι ο Δουρής είχε εξομολογηθεί την εγκληματική του πράξη σε κάποιον ιερέα του χωριού. Αν κάτι τέτοιο πράγματι συνέβη, θα μπορούσε ο ίδιος να αποκαλύψει όσα θα του είχε εξομολογηθεί ο Δουρής; Ο θεολόγος και εγκληματολόγος κ. Γεώργιος Καζάζης εξηγεί: «Δεν μπορεί να το αποκαλύψει, απαγορεύεται ρητώς, είναι γενικά πολιτική της εκκλησίας. Είναι αυτό που λέμε το απόρρητο της ιεράς εξομολογήσεως. Σύμφωνα με αυτό, οτιδήποτε ακούσει ο ιερέας κατά τη διάρκεια του μυστηρίου είναι υποχρεωμένος να το ξεχάσει. Δεν μπορούν να το καλέσουν ποτέ σε δικαστήριο να καταθέσει για κάποιο γεγονός, το οποίο έμαθε μέσα από την ιερά εξομολόγηση». Το είδος του εγκλήματος δεν αναιρεί αυτό το απόρρητο, υπάρχουν όμως και εξαιρέσεις: «Άμα είναι ευσυνείδητος ο ιερέας μπορεί να μιλήσει αν πρόκειται για κάποια σοβαρή πράξη, η οποία είναι ικανή να βλάψει την κοινωνία. Δηλαδή, για κάποιο τρομοκρατικό χτύπημα, πολλαπλούς φόνους κ.α.». Ο κ. Καζάζης καταλήγει ότι η ιερά εξομολόγηση μπορεί να λειτουργήσει εγκληματοπροληπτικά ως μια μορφή επανόρθωσης και εναλλακτικής δικαιοσύνης.

Το έγκλημα αυτό είχε συζητηθεί αρκετά και ήταν πολλές οι απόψεις που είχαν ακουστεί. Τελικά ο Δουρής ήταν αθώος ή ένοχος; Είχε διαπράξει εν μέρει ή εξ ολοκλήρου το έγκλημα; Τα ερωτήματα θα παραμείνουν αναπάντητα. Γιατί, όμως, αυτή η ακραία υπόθεση να έχει σημασία ακόμα και τόσα χρόνια μετά;

Το θύμα.

Το στίγμα και το ψυχικό τίμημα αυτών που μένουν πίσω

Οκτώβριος του 2016 κι ένας από τους γιους του Δουρή επιλέγει να μιλήσει σε μία εκπομπή για την οικογενειακή αυτή υπόθεση, κρύβοντας όμως την ταυτότητά του. Πέρα από το τραγικό της ιστορίας και τη σκληρότητα της πράξης, μας υπενθύμισε κάτι που ξεχάστηκε, μόλις η υπόθεση έκλεισε απότομα, μετά την αυτοκτονία του έγκλειστου πατέρα: θύματα αποτέλεσαν και τα υπόλοιπα παιδιά της οικογένειας, τα οποία μαζί με την μητέρα τους έπρεπε να συνεχίσουν την ζωή τους.

«Έχω χρόνια συστηματική και πάγια θέση ότι τα παιδιά θύματα οποιουδήποτε είδους βίας, δεν πρέπει να βγαίνουν σε μίντια να κάνουν δηλώσεις» ξεκαθαρίζει ο κ. Γιώργος Νικολαΐδης, ψυχίατρος και πρόεδρος του Ινστιτούτου Υγείας του Παιδιού. Η δημοσιοποίηση της ιστορίας του, λοιπόν, έχει αρνητικές επιπτώσεις στον ίδιο, εκθέτοντας τον εκ νέου στην κοινή γνώμη, η οποία γεμάτη από προκαταλήψεις, οδηγεί στον στιγματισμό.

Πέρα όμως από το στίγμα, υπάρχει κι ένα ψυχικό τίμημα που πληρώνουν τα μέλη μιας οικογένειας, που βίωσαν κάτι τόσο τραυματικό. «Όταν η σεξουαλική βία στρέφεται προς ένα από τα πολλά παιδιά, είναι πιθανό να αρχίσει η ψυχική κατάρρευση και των υπολοίπων» επισημαίνει ο κ. Νικολαΐδης. Η κατάρρευση μπορεί να εκδηλωθεί με διάφορους τρόπους, όπως απόπειρες αυτοκτονίας, παραβατικότητα, κοινωνική απόσυρση κ.α. Παράλληλα, υπάρχουν πολλές φορές επιπτώσεις, που μπορεί να εκδηλωθούν σε απομακρυσμένο από το συμβάν χρόνο και οι οποίες μπορεί να είναι φαινομενικά ασύνδετες. Αυτό είναι είτε αποτέλεσμα  περιπτώσεων που δεν αντιμετωπίστηκαν με την παροχή των κατάλληλων βοηθειών (ψυχολογικών και κοινωνικών), είτε αντιμετωπίστηκαν μόνο ποινικά και ύστερα έκλεισαν. Επιπλέον, παρατηρείται συχνά μία παθολογική προσκόλληση στο «τότε», εφόσον οι εμπλεκόμενοι σε τέτοιες υποθέσεις, δεν έχουν βρει άλλους τρόπους να διαχειριστούν αυτού του είδους την επιβάρυνση. Αυτό πιθανότατα ισχύει και στη συγκεκριμένη περίπτωση, καθώς ο γιος του Δουρή, όχι μόνο διηγείται την ιστορία του δημόσια, αλλά θεωρεί τον πατέρα του αθώο.

Οι υποθέσεις μπορεί να κλείνουν, όμως απ’ ότι φαίνεται, οι επιπτώσεις συνεχίζουν να υφίστανται και να δρουν. Για το λόγο αυτό, οι οικογένειες-θύματα τέτοιων υποθέσεων χρειάζονται ολόπλευρη στήριξη. Ειδικότερα, τα παιδιά που αποτελούν θύματα, είτε άμεσα με την κακοποίηση τους, είτε έμμεσα ως μάρτυρες, χρειάζονται βοήθεια προκείμενου να συνεχίσουν τη ζωή τους. Μέσα από συζητήσεις πρέπει να τεθούν εκ νέου βάσεις για τη σεξουαλικότητα μέσα στην οικογένεια, τα όρια και τα δικαιώματα στο σώμα. Τα παιδιά χρειάζεται να ζήσουν πάλι ως παιδιά και όχι ως κακοποιημένα παιδιά, καθηλωμένα στο τραυματικό συμβάν. Το ίδιο ισχύει και με τη δημοσιοποίηση της ιστορίας του γιου του Δουρή. Η στάση του, αν και κατανοητή, αποτελεί μια ισχυρή ένδειξη πως χρειάζεται βοήθεια, ώστε παράλληλα με οποιαδήποτε ενέργεια διοχετεύει στο παρελθόν, να ξεκινήσει να διοχετεύει και στο μέλλον.

Όπως είναι φυσικό, το ενδιαφέρον για αυτά τα εγκλήματα διογκώνεται ταχύτατα, με την αποκάλυψη των ανατριχιαστικών λεπτομερειών της υπόθεσης. Τελικά όμως, αποσύρεται όσο γρήγορα δημιουργήθηκε. Οι ευθύνες, ωστόσο, μοιράζονται και στους τρίτους... «Οι έντονες και αφοριστικές αντιδράσεις της κοινής γνώμης με την αποκάλυψη των γεγονότων είναι το κατοπτρικό ανάλογο της αδιαφορίας» μας εξηγεί ο κ. Νικολαΐδης. Η προτροπή δηλαδή για «κρέμασμα» του δράστη δεν είναι χαρακτηριστικό ενός ενεργοποιημένου πολίτη, ο οποίος έχει στόχο να προλάβει την θυματοποίηση ενός παιδιού.

Εικοσιτέσσερα χρόνια μετά και η υπόθεση παραμένει το ίδιο ιδιαίτερη και ιδιότυπη, τόσο λόγω της φύσης του εγκλήματος όσο και των πολλών αινιγμάτων που δεν δύναται να λυθούν. Η πρόβλεψη τέτοιων περιστατικών βίας φαίνεται να είναι αδύνατη, η πρόληψη όμως όχι. Πώς θα γίνει εφικτή; Οι εκρήξεις οργής κατόπιν εορτής και η επιθυμία για θανάτωση του «μικροβίου» που μολύνει την κοινωνία, σίγουρα δεν έχουν κανένα προσδοκώμενο όφελος. Ο κόσμος χρειάζεται να καταλάβει πως φέρει ευθύνες και ειδικά όταν πρόκειται για υποθέσεις στις οποίες εμπλέκονται παιδιά, χρειάζεται να παρατηρεί, να μιλάει και να καταγγέλλει, αν πέφτει το οτιδήποτε στην αντίληψη του. Η απενοχοποίηση θεμάτων σχετικών με τη σεξουαλικότητα και η συζήτηση γύρω από το θέμα, αποτελούν επίσης καλά εφόδια. Ταυτόχρονα, η ορθή ενημέρωση και η ουσιαστική ενεργοποίηση μας θα μπορέσουν να προλάβουν και –γιατί όχι- να σώσουν.


*Η Βαρβάρα Βαγιανού  είναι τελειόφοιτη στο Τμήμα Επικοινωνίας & ΜΜΕ, (ΕΚΠΑ)

Η Διονυσία Μποζίκη είναι φοιτήτρια στο Τμήμα Επικοινωνίας, Μέσων και Πολιτισμού (Πάντειο Πανεπιστήμιο)

Η Δέσποινα Τζάνη είναι Πτυχιούχος του Τμήματος Επικοινωνίας & ΜΜΕ, (ΕΚΠΑ)

H Μαίρη Φωσκόλου είναι Εγκληματολόγος (Πάντειο Πανεπιστήμιο)