ΤΕΥΧΟΣ #5 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 2018

...το όπιο χρηματοδοτεί την τρομοκρατία των Ταλιμπάν;

Δημήτρης Τσιατσιάνης
Βρισκόμαστε στο Αφγανιστάν. Η διεθνώς αναγνωρισμένη κυριαρχία της Ισλαμικής Δημοκρατίας του Αφγανιστάν αμφισβητείται διαρκώς λόγω της εκ νέου εξάπλωσης του κινήματος των Ταλιμπάν σε ολοένα και περισσότερες περιφέρειες της χώρας. Βεβαίως, κανένα καθεστώς δεν μπορεί να σταθεί στον χωροχρόνο χωρίς οικονομική ενίσχυση. Και αν η νόμιμη κυβέρνηση του Αφγανιστάν έχει την υλική υποστήριξη των ΗΠΑ, αλλά και διεθνών οργανισμών ήδη από το 2001[1], το όπιο είναι μία από τις βασικές πηγές στήριξης των Ταλιμπάν.

Όταν εν έτει 2017 ο αρχηγός των αμερικανικών ενόπλων δυνάμεων στο Αφγανιστάν John W. Nicholson ανακοινώνει και εκτελεί επιθέσεις στις καλλιέργειες του απαγορευμένου καρπού ως μία δραστική λύση στην επέκταση των Ταλιμπάν[2], γεννώνται ερωτήματα. Πόσο έχει αναλυθεί το σύγχρονο πολιτικό και κοινωνικό τοπίο του Αφγανιστάν από τις ΗΠΑ, την Ισλαμική Δημοκρατία του Αφγανιστάν, αλλά και τους διεθνείς οργανισμούς προκειμένου να εγκριθεί ένα αρκετά σκληρό αντίμετρο σαν αυτό; Μήπως οι συνέπειες μιας τέτοιας ενέργειας περιπλέξουν περισσότερο μια ήδη ζοφερή κατάσταση τόσο για ένα ετοιμόρροπο κράτος όσο και για την διεθνή κοινότητα;

To 2017 tο Αφγανιστάν ήταν η εστία περίπου του 85% του οπίου στον πλανήτη [3]. Σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα του Γραφείου του ΟΗΕ για τα Ναρκωτικά και το Έγκλημα [4], οι εκτάσεις οπίου στη χώρα έχουν ενισχυθεί σημαντικά μέχρι και το 2017, γεγονός που επηρεάζει αντίστοιχα την παραγωγή του και την επεξεργασία του σε εμπορεύσιμο ναρκωτικό.  Με ένα τέτοιο ποσοστό είναι λογικό το όπιο, πέρα από πηγή χρηματοδότησης των Ταλιμπάν, να συνδέεται πλέον με ένα ολόκληρο πλέγμα κοινωνικών και οικονομικών σχέσεων, με κυριότερες κατά την γνώμη του γράφοντος αυτές μεταξύ του παρακρατικού καθεστώτος και του αγροτικού πληθυσμού της χώρας.

Μια παλιά... "τέχνη"

Το όπιο είναι ένας ανθεκτικός καρπός, πολύ περισσότερο κερδοφόρος σε σχέση με άλλες καλλιέργειες, όπως τα σιτηρά, ενώ παράλληλα απαιτείται πολυπρόσωπη και χρονοβόρα επιμέλεια προκειμένου να αποδώσει την απαιτούμενη σοδειά. Η ενίσχυση των καλλιεργειών οπίου έχει ως αποτέλεσμα την μεγαλύτερη απορρόφηση εργατικού δυναμικού, σε μια χώρα, όπου η νόμιμη κυβέρνηση δεν έχει πάρει καμία ουσιαστική πρωτοβουλία για δημιουργία στοιχειωδών κρατικών δομών, πόσο μάλλον υγιούς και ανταγωνιστικής οικονομίας ικανής να απορροφήσει εργασιακά τον πολυάριθμο λαό της.

Οι Ταλιμπάν φορολογούν τις παραχωρούμενες εκτάσεις οπίου, κάτι που συνιστά τον πρώτο βασικό πυλώνα χρηματοδότησης τους στον τομέα δίπλα σε αυτόν της διακίνησης, ωστόσο καθ’ ομολογία του ειδικού David Mansfield[5], τα εισπρακτέα σε φόρους ποσά, αλλά και οι πιθανοί εναλλακτικοί μέθοδοι είσπραξης φόρων καθιστούν πολύ ελκυστικότερο το καθεστώς των Ταλιμπάν στα μάτια των αγροτών σε σχέση με τη νόμιμη κυβέρνηση της Ισλαμικής Δημοκρατίας του Αφγανιστάν.

Αυτό που ίσως λίγοι γνωρίζουν[6] είναι ότι η καλλιέργεια οπίου μάλλον δεν συνιστά ένα ίδιο χαρακτηριστικό των Ταλιμπάν, αλλά φαίνεται ότι προϋπήρχε στην παράδοση της αγροτικής κουλτούρας ορισμένων εθνοτικών ομάδων της χώρας, οι οποίες ήδη από την δεκαετία των ‘90 αν όχι και νωρίτερα, είχαν συνειδητοποιήσει την κερδοφορία του καρπού. Συνεπώς το know- how στην επιμέλεια και επεξεργασία του οπίου ήταν ήδη διαδεδομένο μεταξύ διαφόρων αφγανικών τοπικών φατριών, ενώ η γνώση περνούσε από γενιά σε γενιά.

Όταν οι συρράξεις ή τα ακραία καιρικά φαινόμενα είχαν ως αποτέλεσμα την αναγκαστική μετακίνηση των πληθυσμών εντός της χώρας, οι αγρότες κουβαλούσαν μαζί τους και την ειδική αυτή, πολύτιμη γνώση. Οι γεωγραφικές μετακινήσεις είχαν ως αποτέλεσμα την διάδοση του μυστικού, με αποτέλεσμα να οδηγείται κανείς στο συμπέρασμα ότι οι Ταλιμπάν εκμεταλλεύτηκαν περισσότερο μια υπάρχουσα, αλλά καμουφλαρισμένη αγροτική παράδοση, παρά εισήγαγαν για πρώτη φορά την παραοικονομία του οπίου στην χώρα.

Αναντικατάστατη πηγή εισοδήματος

Το Reuters[7] καταγράφει την άποψη του Mohammad Nabi, ενός Αφγανού αγρότη, σε σχέση με τις προθέσεις της νόμιμης κυβέρνησης του Αφγανιστάν και των ΗΠΑ να εξαλείψουν τις εκτάσεις οπίου. Απαντά ότι σε μια τέτοια περίπτωση οι εναλλακτικές επιβίωσης για μια αγροτική οικογένεια είναι μηδαμινές και ότι ο πρώτος που θα πληγεί θα είναι ο απλός λαός. Προτάσεις από τις ΗΠΑ και τους διεθνείς οργανισμούς σε σχέση με εισαγωγή εναλλακτικών, νόμιμων καλλιεργειών έχουν δοκιμασθεί στο παρελθόν χωρίς αποτέλεσμα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι τα σιτηρά, που συγκριτικά με το όπιο ούτε τόσο ανθεκτικά είναι ούτε παρέχουν την αναγκαία εργασιακή απορρόφηση σε σχέση με τον υψηλό δημογραφικό δείκτη της χώρας.[8] Παράλληλα με το όπιο άλλωστε καλλιεργούνται και βρώσιμα είδη, τα οποία οι αγρότες μπορούν να αγοράζουν ευκολότερα λόγω του μεγαλύτερου κέρδους τους από τον απαγορευμένο καρπό.

Καθοριστικής σημασίας είναι το γεγονός ότι μεγάλο μέρος των αγροτών που καλλιεργούν τις απαγορευμένες εκτάσεις είναι στρατολογημένοι στους Ταλιμπάν, με τις αγροτικές εργασίες να αποτελούν υποχρέωση αλλά και ανταμοιβή δίπλα στις στρατιωτικές τους υποχρεώσεις[9]. Το επίμαχο αντικαθεστώς είναι γνωστό βέβαια ότι ακολουθεί μία από τις πιο στενές και αυστηρές ερμηνείες του Ισλάμ, παρουσιάζοντας έτσι ένα υψηλό δείκτη ριζοσπαστικοποίησης.

Το προαναφερθέν έλλειμμα εργασιακών εναλλακτικών, ανίκανο να ανταποκριθεί σε έναν σταδιακά αυξανόμενο δημογραφικό δείκτη καθιστά την απόφαση της νόμιμης κυβέρνησης και των ΗΠΑ για εξάλειψη του οπίου ακόμη πιο επικίνδυνη για το εσωτερικό του κράτους αλλά και τις χώρες περί το Αφγανιστάν.[10] Στα πλαίσια μιας αναλυτικής παρουσίασης του προβλήματος, έχει διατυπωθεί η άποψη ότι οι Ταλιμπάν επιδιώκουν άμεσες και ριζικές αντιδράσεις από τις ΗΠΑ και τις Αφγανικές ένοπλες δυνάμεις, προκειμένου να στρατολογήσουν πολύ μεγαλύτερα πληθυσμιακά τμήματα.[11] Το όπιο άλλωστε αποτελεί μία μόνο από τις πηγές χρηματοδότησής τους.[12]

Ιδανικές συνθήκες για τρομοκρατία

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η παρατήρηση των Krueger και Maleckova, σύμφωνα με την οποία το Αφγανιστάν είναι ήδη πρότυπο παράδειγμα χώρας, όπου οι εμφύλιοι πόλεμοι παρείχαν ένα φιλόξενο περιβάλλον για την δράση διεθνών τρομοκρατών. [13] Δεν θα έπρεπε, λοιπόν, να αιφνιδιάζει η παρουσία του Ισλαμικού Κράτους σε ανατολικές περιοχές του Αφγανιστάν[14], έτοιμο να ανταγωνιστεί τους Ταλιμπάν σε επίπεδο στρατολόγησης απεγνωσμένων ανθρώπων. Ακόμη όμως και η ιστορία της χώρας αφορά σε μία έντονη πολεμική κουλτούρα των διαφορετικών εθνοτικών ομάδων που συνθέτουν το σημερινό Αφγανιστάν, η οποία δεν έχει προλάβει να «κοιμηθεί».[15]

Χωρίς να ενσαρκώνει ένα σοβαρό θεσμικό και οικονομικό αντίβαρο στην συλλογική συνείδηση των πολιτών, η νόμιμη κυβέρνηση του Αφγανιστάν αφενός λαμβάνει μέρος στην συντονισμένη από τις ΗΠΑ καταστροφή των καλλιεργειών οπίου. Από την άλλη δεν λείπουν οι ομολογίες κρατικών φορέων, αλλά και αγροτών, οι οποίες θέλουν τα μέλη του νόμιμου κρατικού μηχανισμού και των τοπικών αρχόντων που βρίσκονται υπό την εποπτεία του, να συνεργάζονται με τους Ταλιμπάν. Οι τομείς συνεργασίας είναι η διακίνηση ναρκωτικών, η είσπραξη με αδιαφανείς διαδικασίες φόρων παράλληλα με τους Ταλιμπάν για τις καλλιέργειες οπίου και η συντήρηση τοπικών μαφιών στο πλαίσιο ενός ανταγωνισμού κυριαρχίας με τις αντικαθεστωτικές δυνάμεις[16].

Με άλλα λόγια, πρόκειται για έναν κρατικό μηχανισμό με οριακά ανύπαρκτη συνοχή δράσης, η διαφθορά του οποίου καθιστά την δέσμευσή του στο πλάνο καταστροφής του οπίου υποκριτικό. Η νόμιμη κυβέρνηση, είτε επιλέξει τη συνεργασία με τις ΗΠΑ, είτε συνεχίσει την συμμετοχή της στην παραοικονομία έχει χάσει σε μεγάλο βαθμό την εμπιστοσύνη των λαϊκών στρωμάτων.

Εσωτερικές εξεγέρσεις, ηθική και υλική ενίσχυση ενός ριζοσπαστικού ισλαμικού καθεστώτος, οικονομικό και κοινωνικό χάος εύφορο για την εξάπλωση του Ισλαμικού Κράτους, αναπόφευκτες μετακινήσεις πληθυσμών σε γείτονες χώρες με εξίσου σοβαρές κοινωνικές αναταραχές, αλλά και η ίδια η ανακαλλιέργεια του οπίου είναι κάποια μόνο από τα πιθανά σενάρια μιας οριζόντιας καταστροφής της αγροτικής παραοικονομίας του Αφγανιστάν.

Η συνδρομή των Ηνωμένων Εθνών και έτερων διεθνών οργανισμών κρίνεται πολύ περισσότερο ηθικά αναγκαία από την σχεδόν αποκλειστική μέχρι σήμερα συνδρομή των ΗΠΑ στην περιοχή. Δεδομένο ότι τα θεμελιώδη ατομικά δικαιώματα που θίγει το καθεστώς των Ταλιμπάν, η παραοικονομία των ναρκωτικών και οι θύλακες ριζοσπαστικοποίησης που δημιουργούνται στη χώρα ανήκουν στα ζητήματα της διεθνούς κοινότητας, το δίκαιο της οποίας είναι αρμόδιο να επιλύσει. Χωρίς, όμως την παράλληλη δέσμευση του υποστηρικτή και του υποστηριζόμενου σε υλοποίηση συγκεκριμένων στόχων, όπως η δημιουργία στοιχειωδών κρατικών δομών και η ανάπτυξη της οικονομίας εντός ορισμένου κάθε φορά χρονικού πλαισίου, η υλική στήριξη θα είναι πάντα άκαρπη.

_________________________________________________________________________________

Ο Δημήτρης Τσιατσιάνης είναι ασκούμενος δικηγόρος.

[1] Ebrahim Afsah, “Afghanistan Conflict”, March 2008.
[2] General John W. Nicholson Jr., “Department of Defense Press Briefing by General Nicholson via Teleconference from Kabul, Afghanistan”, U.S Department of Defense, 20/11/2017.
[3] Volker Pabst, “Der Luftkrieg gegen die afghanische Opiumwirtschaft hat begonnen”, Neue Zuercher Zeitung, 23.11.2017.
[4] “Afghanistan Opium Survey 2017, Cultivation and Production”, United Nations Office on Drugs and Crime & Islamic Republic of Afghanistan Ministry of Counter-Narcotics, November 2017.
[5] David Mansfield, “Understanding Control and Influence: What Opium Poppy and Tax Reveal about the Writ of the Afghan State”,σελ. 33επ., AREU - Research for a Better Afghanistan, August 2017, Publ: Shahr-i-Naw Kabul Afghanistan.
[6] David Mansfield, σελ. 16επ.
[7] Mohammad Stanekzai / Girish Gupta, “U.S strikes on Taliban opium labs won’t work”, say Afghan farmers”, REUTERS, 23 NOVEMBER 2017
[8] Alfred W. McCoy, “Into the Afghan Abyss again”, Global Research – Centre for Research on Globalization, 12 November 2017
[9] David Mansfield, σελ. 10επ.
[10] William A. Byrd, “DISEASE OR SYMPTOM? AFGHANISTAN’S BURGEONING OPIUM ECONOMY IN 2017”, AREU - Research for a better Afghanistan, November 2017, Publ: Matthew Longmore, 1733Ε.
[11] David Mansfield, σελ. 42επ.
[12] David Mansfield, σελ. 43επ.
[13]Alan Krueger / Jitka Maleckova, “EDUCATION, POVERTY, POLITICAL VIOLENCE AND TERRORISM: IS THERE A CAUSAL CONNECTION?”, p. 31, NATIONAL BUREAU OF ECONOMIC RESEARCH, CAMBRIDGE, MA 02138, JULY 2002
[14] ] David Mansfield, σελ. 10.
[15] Ebrahim Afsah, “Afghanistan Conflict”, March 2008.
[16] David Mansfield, σελ. 13επ.