ΤΕΥΧΟΣ #1 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2016

O. J. Simpson. If it doesn't fit, you must acquit!

Επιμέλεια: Δρ. Γιώργος Χλούπης

Έρευνα: Νάντια Μορφωνιού, Αδάμ Παναγιωτόπουλος, Όλγα Παναγιωτοπούλου*

Μέρος 1ο: Το Έγκλημα και η Δίκη

Στις 13 Ιουνίου 1994, στις 12:10, η Nicole Brown, πρώην σύζυγος του O. J. Simpson και ο Ronald Goldman, σερβιτόρος και φίλος της πρώτης, βρίσκονται νεκροί έξω από το σπίτι της, στη συνοικία Μπρέντγουντ, στο δυτικό Λος Άντζελες, μην αφήνοντας αμφιβολίες ότι ήταν θύματα μιας άγριας δολοφονίας από τα εμφανή σημάδια πάλης.
Το κεφάλι της Nicole έχει σχεδόν αποκοπεί από το υπόλοιπο σώμα και ο  εικοσιπεντάχρονος νεαρός έχει δεχτεί τριάντα μαχαιριές.O Ronald Goldman είχε βρεθεί σπίτι της, προκειμένου να της επιστρέψει ένα ζευγάρι γυαλιών.

Στις 13 Ιουνίου 1994, στις 12:10, η Nicole Brown, πρώην σύζυγος του O. J. Simpson και ο Ronald Goldman, σερβιτόρος και φίλος της πρώτης, βρίσκονται νεκροί έξω από το σπίτι της, στη συνοικία Μπρέντγουντ, στο δυτικό Λος Άντζελες, μην αφήνοντας αμφιβολίες ότι ήταν θύματα μιας άγριας δολοφονίας από τα εμφανή σημάδια πάλης. Το κεφάλι της Nicole έχει σχεδόν αποκοπεί από το υπόλοιπο σώμα και ο  εικοσιπεντάχρονος νεαρός έχει δεχτεί τριάντα μαχαιριές.O Ronald Goldman είχε βρεθεί σπίτι της, προκειμένου να της επιστρέψει ένα ζευγάρι γυαλιών.

Οι αστυνομικές αρχές στις 14:00, έχοντας προσέλθει στην οικία του Simpson, για να τον ενημερώσουν σχετικά, πληροφορούνται ότι βρίσκεται στο Σικάγο για επαγγελματικούς λόγους, όπου είχε φτάσει λίγες ώρες πριν. Ο Simpson,o οποίος μετά την πληροφόρησή του,  εμφανίζεται ψύχραιμος και ατάραχος, μη ρωτώντας για συνθήκες τέλεσης των ανθρωποκτονιών, επιστρέφει  και συνεργάζεται με τις αρχές, δίνοντας αίμα για ταυτοποίηση γεννητικού υλικού. Οι αρχές παρατηρούν επίσης μια πληγή στο αριστερό του χέρι, για την οποία δίνει όμως τρεις διαφορετικές εκδοχές κατά την ανάκρισή του. Μεταξύ άλλων ανέφερε ότι τραυματίστηκε στο αμάξι, ότι κόπηκε από γυαλί κατά τη διαμονή του στο Σικάγο. Σε κάθε περίπτωση αξιοπρόσεκτη είναι  η εξ’αρχής στάση των ανακριτικών αρχών, οι οποίες δεν τον πίεσαν καθόλου, αλλά περισσότερο αδιαφόρησαν.

Στις 17 Ιουνίου 1994 του αποδίδονται κατηγορίες για την δολοφονία της Nicole Brown και του Ronald Goldman και του ζητείται να εμφανιστεί στο αστυνομικό τμήμα. Η ποινική του δίωξη μόλις ξεκίνησε. Ο ίδιος δεν τηρεί τον συμφωνημένο όρο να παρουσιαστεί στο  αστυνομικό τμήμα μέχρι τις 10:00, όρο τον οποίο είχε επιτύχει με διαπραγμάτευση  ο δικηγόρος του Shapiro και οι αρχές αρχίζουν να τον αναζητούν.

Στις  17:00 ο Robert Kardashian, δικηγόρος και φίλος του, διάβασε ένα γράμμα του  Simpson  με το οποίο αποχαιρετούσε  και ευχαριστούσε τον κόσμο, θέτοντας ως προσφώνηση «σε όποιον τυχόν απευθύνεται» . Στις 18:20 μετά από συνεργασία με έναν πολίτη που παρείχε  πληροφορίες, ο Simpson εντοπίστηκε στο Λος Άντζελες. Δεδομένων όμως των απειλών του να προχωρήσει σε αυτοκτονία, ακολούθησε μια χαμηλής ταχύτητας καταδίωξη την οποία κάλυπταν όλα τα εθνικά μέσα με ρεπόρτερ και ελικόπτερα από τον αέρα. Στις 21:00 επέστρεψε σπίτι του με συνοδεία των Αρχών και κατόπιν συνεννοήσεως μαζί τους, παραδόθηκε 45 λεπτά αργότερα.

Στο αμάξι εντοπίστηκαν ανάμεσα στο ποσό των  9.000 δολαρίων  το πιστόλι και τα σύνεργα μεταμφίεσης, όπως το ψεύτικο μουστάκι και το διαβατήριό του. Αντίστοιχα οι κατ’οίκον έρευνες οδήγησαν στον εντοπισμό ενός αριστερού γαντιού  και δύο καλτσών με ίχνη αίματος και κηλίδων αίματος  σε πολλά σημεία του σπιτιού και του αμαξιού μάρκας Ford Bronco που ανήκε στον Simpson.

Η δίκη

Δεν είναι τυχαίο ότι η δίκη του Simpson έχει χαρακτηριστεί ως η δίκη του αιώνα, καθηλώνοντας  όχι μόνο το ακροατήριο και τους ενόρκους, αλλά και το αμερικάνικο τηλεοπτικό κοινό. Πάνω από 95 εκ. παρακολούθησαν τηλεοπτικά τη δίκη! Ο Simpson επιστράτευσε την Dream Team των δικηγόρων και των ειδικών σε θέματα ποινικού δικαίου και ταυτοποίησης γεννητικού υλικού (Robert Shapiro, Johnnie Cochran, F. Lee Bailey, Alan Dershowitz, Robert Kardashian, Shawn Holley, Carl E. Douglas, Gerald Uelmen, Barry Scheck , Peter Neufeld). Υποστηρίζεται μάλιστα ότι η υπεράσπισή του κόστισε ανάμεσα σε 3 και 6 εκατομμύρια δολάρια.

Πέντε μέρες μετά τις δολοφονίες ο δικαστής Lance Ito καλεί τον Simpson για να του αποδώσει κατηγορίες και εκείνος  αρνείται κατηγορηματικά οποιαδήποτε ανάμειξη, δηλώνοντας  «Απολύτως, εκατό τοις εκατό, αθώος». Στις 20 Ιουνίου 1995 απαγγέλθηκαν κατηγορίες στον Simpson, ο οποίος δήλωσε «όχι ένοχος» και για τις δύο δολοφονίες. Όπως αναμενόταν, ο προεδρεύων δικαστής διέταξε να κρατηθεί χωρίς εγγύηση. Ακολούθησε μια χρονοβόρα διαδικασία ακρόασης μαρτύρων και συνηγόρων υπεράσπισης του Simpson και κατέστη από όλη τη διαδικασία φανερή η βούληση της εισαγγελέας να κρίνει το δικαστήριο ένοχο τον Simpson για τις ανθρωποκτονίες. Ακριβώς σε αυτό το σημείο εμφανίζεται και η διαφορά με το δικό μας σύστημα ποινικής δικονομίας, καθώς στον αγγλοσαξωνικό χώρο επικρατεί η αντίληψη ότι και στην ποινική δίκη υπάρχει το στοιχείο της αντιδικίας, με δημόσιο κατήγορο τον εισαγγελέα. Αυτό ακριβώς διαφαίνεται και από τις εντατικές προσπάθειες της εισαγγελέως Marcia Clark να πείσει για την ενοχή του.

Κριτική ασκείται και στην απόφαση των διωκτικών αρχών να μην κινήσουν δίκη με δυνατότητα επιβολής της θανατικής ποινής. Μια τέτοια εκδοχή θα διασφάλιζε μεγαλύτερη πιθανότητα καταδίκης, καθώς από το σώμα των ενόρκων θα αποκλείονταν άτομα τασσόμενα κατά της θανατικής ποινής, ώστε να υπήρχε ένα πιο συντηρητικό σώμα ενόρκων.

Σημεία ορόσημα στην ποινική διαδικασία :

8 Ιουλίου 1994 - Το δικαστήριο σε προκαταρκτική ακρόαση αποφασίζει ότι συντρέχουν επαρκείς υποψίες και στοιχεία και κατ’επέκταση διαπιστώνει την ανάγκη ακρόασης του κατηγορουμένου στο πλαίσιο δίκης.
26 Σεπτεμβρίου 1994 - Αρχίζει η διαδικασία του “Voir dire-speaking the truth” , δηλαδή από τους αρχικώς επιλεγέντες υποψήφιους ενόρκους  (συνήθως κληρωτούς  με ορισμένες ελάχιστες προϋποθέσεις λχ. ιθαγένεια, κατοχή της γλώσσας) γίνεται μια πρώτη διαλογή από το δικαστήριο και τον συνήγορο υπεράσπισης, για να αποφευχθούν ένορκοι μεροληπτικοί και προκατειλημμένοι. Στην ουσία όλη η διαδικασία επιλογής ενόρκων αποτελεί κομβικό σημείο, καθώς μπορεί να προδικάσει έκβαση δίκης.
3 Νοεμβρίου 1994 - Μετά από περίπου έξι εβδομάδες ολοκληρώνεται η επιλογή των ενόρκων και ορκίζονται.
11 Ιανουαρίου 1995 - Λόγω της μεγάλης δημοσιότητας της υπόθεσης, οι ένορκοι  παραμένουν απομονωμένοι για να μην επηρεαστούν.
23 Ιανουαρίου 1995 - Ξεκινάει η διαδικασία στο ακροατήριο.
12 Φεβρουαρίου 1995 - Οι ένορκοι οδηγούνται συνοδεία των Αρχών στον τόπο του εγκλήματος. Αυτό συνιστά μία καθοριστικής σημασίας κίνηση, καθώς στο σπίτι είχαν τοποθετηθεί μεταξύ άλλων φωτογραφίες μαύρων ανθρώπων και η Αγία Γραφή, για να φορτιστεί συγκινησιακά το σώμα των ενόρκων.
29 Σεπτεμβρίου 1995 - Τελειώνει η ακροαματική διαδικασία και τρεις μέρες αργότερα το σώμα των ενόρκων ξεκινάει να συνεδριάζει.
3 Οκτωβρίου του 1995 - Η ομόφωνη απόφαση των ενόρκων υπέρ της αθώωσης του Simpson.

Αποδεικτικά στοιχεία

Ανάμεσα στα σπουδαιότερα  αποδεικτικά στοιχεία, τα οποία όμως δεν επιτρεπόταν να λάβει υπόψη του δικαστήριο, καθώς είχαν παραχωρηθεί έναντι οικονομικού ανταλλάγματος στα ΜΜΕ, ήταν δύο μαρτυρίες. Αρχικά, ο  Jose Camacho  δήλωσε ότι είχε πουλήσει ένα μαχαίρι στον Simpson,  τρεις  βδομάδες περίπου πριν τη διάπραξη των φόνων και η Jill Shively κατέθεσε ότι το Ford Bronco, το αυτοκίνητο που οδηγούσε την ώρα της δολοφονίας,  βγήκε από το σπίτι της Nicole παραλίγο να πέσει πάνω σε ένα Nissan, και έφυγε γρήγορα.

Σημαντική όμως ήταν η μαρτυρία του φιλοξενούμενου του Simpson εκείνο το βράδυ, Kato Kaelin, ο οποίος ανέφερε ότι δεν γνωρίζει τι έκανε ο Simpson μετά τις 9:36, καθώς δεν ήταν σπίτι. Επίσης, οι αρχές ενημέρωσαν το δικαστήριο για μια κλήση του Simpson στη φίλη του, Paula Barbieri, στις 10:03, ώρα κατά την οποία όμως ο ίδιος υποστήριζε ότι έπαιζε γκολφ.Το δικαστήριο εκτίμησε αυτή τη μαρτυρία σε συνδυασμό με εκείνη του Park (στη συνέχεια).

Το δικαστήριο επέτρεψε την αναπαραγωγή μιας ηχητικής εγγραφής από το 1989, στην οποία η τότε σύζυγος Nicole έχει καλέσει την αστυνομία, ζητώντας να έρθει και να διώξει τον Simpson από το σπίτι, φοβούμενη για την ίδια της τη ζωή. Η αδερφή της Νicole περιέγραψε επίσης περιστατικά ενδοοικογενειακής βίας, απειλών εκ μέρους του Simpson και μια κτητικότητα του πάνω στην Nicole.

Μάρτυρας κλειδί ήταν ο οδηγός της λιμουζίνας που μετέφερε τον Simpson στο αεροδρόμιο το βράδυ των δολοφονιών για να ταξιδέψει στο Σικάγο. Ο Allan Park κατέθεσε ότι έφτασε στο σπίτι του κατηγορούμενου στις 10:25 για να τον πάει στο αεροδρόμιο. Χτύπησε το κουδούνι τρεις φορές και κανένας δεν του απάντησε. Λίγο πριν τις 11:00 είδε μια σκιά να μπαίνει μέσα στο σπίτι και λίγα λεπτά μετά εμφανίστηκε ο Simpson, λέγοντάς του ότι τον πήρε ο ύπνος. Ο κατηγορούμενος μπήκε στην λιμουζίνα κρατώντας μια μαύρη βαλίτσα, ενώ εμπόδισε τον οδηγό να τον βοηθήσει να την πετάξει.

Κρίσιμα προφανώς ήταν και τα ευρήματα της ανάλυσης DNA. Οι αστυνομικές αρχές εντόπισαν επίσης στο δεξί γάντι που βρέθηκε στο σπίτι του Simpson αίματα με την ίδια ταυτοποίηση με το γενετικό  υλικό των θυμάτων όπως και στις κάλτσες που συλλέχθηκαν από την κρεβατοκάμαρά του. Μέσα στο αμάξι του βρέθηκαν επίσης  ίχνη αίματος που ταυτοποιήθηκαν σε τρία άτομα. Τον O. J. Simpson, την Nicole Brown και τον Ronald Goldman. Στον τόπο του εγκλήματος είχαν βρεθεί ματωμένα ίχνη παπουτσιών, που ταίριαζαν με τα παπούτσια του Simpson, κομμάτια από ρούχα (βαμβακερές ίνες) που αργότερα βρέθηκαν στο σπίτι του, ενώ και πάνω στα πτώματα είχαν βρεθεί δείγματα μαλλιών του πρώην αθλητή.

Η ανάλυση DNA που έγινε η οποία έδειχνε ως μόνο ένοχο τον Simpson (το αίμα στο σπίτι ταίριαζε με εκείνο του Simpson σε αναλογία πληθυσμού 1/170 εκ. και στις κάλτσες του δωματίου του Simpson βρέθηκε αίμα με γενετική ταυτότητα της Nicole, με αναλογία 1/6,8 δις.)

Το σώμα ενόρκων

Ο θεσμός των ενόρκων στην ποινική δίκη, αλλά και στην αστική, δεν είναι η εξαίρεση στο αγγλοσαξωνικό δίκαιο. Αντίθετα, αποτελεί θεσμό που έλκει την προέλευση του ιστορικά από τον 19ο αι., λόγω της δυσπιστίας της κοινωνίας προς τις αποικιοκρατικές δυνάμεις. Η σημασία του αναδεικνύεται κορυφαία κατά τη διεξαγωγή της δίκης ,αλλά και καθοριστική στην έκβασή της. Οι ένορκοι καλούνται να κρίνουν  μόνο για πραγματικά περιστατικά, υπό την καθοδήγηση και ενημέρωση για τα νομικά ζητήματα από τον δικαστή. Οι ένορκοι λοιπόν αποφασίζουν για δύο πράγματα, την ενοχή και το ύψος της αποζημίωσης (στην αστική δίκη). Ακριβώς αυτή τη  θέση και λειτουργία εκμεταλλεύτηκε επικοινωνιακά η υπεράσπιση του Simpson  τόσο ως προς τη βέλτιστη επιλογή των κατάλληλων ενόρκων όσο και ως προς τα επικοινωνιακά τεχνάσματα στη δίκη.

Η δίκη έλαβε χώρα στο Λος Άντζελες και όχι στην Σάντα Μόνικα όπου διέμενε ο  Simpson και ήταν η περιοχή του εγκλήματος. Η αιτιολογία από την μεριά του εισαγγελέα ήταν ότι με την δίκη να γίνεται στο πιο κεντρικό LA θα αποφεύγονταν οι μετακινήσεις και η μεγάλη διασημότητα στο θέμα. Κάτι τέτοιο όχι μόνο δεν συνέβη αλλά οδήγησε σε ένα σώμα ενόρκων που αποτελούνταν  στην πλειονότητά του από έγχρωμους κατοίκους της περιοχής. Η επιλογή αυτή κρίθηκε ασφαλής πολιτικά, καθώς δεν ήθελε η εισαγγελία να προκαλέσει επεισόδια και διαδηλώσεις μετά από μια καταδίκη του Simpson από λευκούς ενόρκους. Είχαν προηγηθεί εξάλλου εντάσεις μετά την κακοποίηση του αφροαμερικάνου Rodney King από τέσσερις αστυνομικούς.

Στις 23 Ιουνίου, το σώμα ενόρκων απορρίφθηκε λόγω εκτεταμένης κάλυψης των ΜΜΕ. Θεωρήθηκε ότι μπορούσε να επηρεαστεί η ουδετερότητά τους. Τον Οκτώβριο 1994 ο δικαστής Ito ξεκίνησε την ακρόαση 304 υποψήφιων ενόρκων. Καθένας έπρεπε να συμπληρώσει ερωτηματολόγιο 75 σελίδων με ερωτήσεις σχετικές με την προσωπική τους ζωή, τις πεποιθήσεις και τις δραστηριότητές τους. Μάλιστα, συμπεριλαμβάνονταν  ερωτήσεις για θέματα ενδοοικογενειακής βίας και  θέματα φυλετικά. Κάποιοι διέκριναν μια προσπάθεια της εισαγγελίας να αποκλείσει αφροαμερικάνους. Σύμφωνα με έρευνες, οι γυναίκες φαίνονταν πιο θετικές απέναντι στον Simpson, λόγω της αντιπάθειάς τους προς την πρώην του σύζυγο, Nicole, αλλά και προς την εισαγγελέα Marcia Clark.

Από τους δώδεκα επιλεγέντες  ενόρκους οι εννέα ήταν αφροαμερικανοί, όπως και ο κατηγορούμενος, ο ένας ήταν ισπανόφωνος και οι δύο λευκοί. Οι δέκα εξ αυτών ήταν γυναίκες και οι δύο άντρες. Σε μια προσπάθεια αμφισβήτησης της αξιοπιστίας τους, προβλήθηκαν και άλλα στοιχεία, όπως ότι κανείς από τους δώδεκα δεν διάβαζε εφημερίδα, αλλά οι οκτώ παρακολουθούσαν ‘κουτσομπολίστικες’ εκπομπές στην τηλεόραση, οι πέντε είχαν απαντήσει πως ορισμένες φορές επιτρέπεται η χρήση ενδοοικογενειακής βίας.

Από την 31η Ιανουαρίου 1995, οπότε ξεκίνησε η κατάθεση του πρώτου μάρτυρα μέχρι την 6η Σεπτεμβρίου, όταν κατέθεσαν και οι δύο τελευταίοι, συνολικά έδωσαν κατάθεση ενώπιον του δικαστηρίου εικοσιτέσσερις άνθρωποι, εκ των οποίων οι δεκαπέντε ήταν μάρτυρες κατηγορίας και μόνο οι εννέα υπεράσπισης.

Στις 3 Νοεμβρίου, δώδεκα ένορκοι πήραν θέση με αντίστοιχους αναπληρωτές.

Το ανώτατο δικαστήριο της πολιτείας του Λος Άντζελες έκρινε αθώο τον Simpson στις 3 Οκτωβρίου 1995. Οι δώδεκα ένορκοι κατέληξαν ομόφωνα στην απόφασή τους μέσα σε μόλις τέσσερις ώρες σύσκεψης, παρόλο που επρόκειτο για μια δίκη, που διήρκεσε συνολικά περισσότερους από οκτώ μήνες…

Ενδεικτική της τάσης που υπήρχε στην κοινωνία και της δημοτικότητας του Simpson είναι η πληθώρα ερευνών και δημοσκοπήσεων, οι οποίες ενδεικνύουν τον συλλογισμό και την απόφαση  των ενόρκων. Σε έρευνα που έγινε ένα χρόνο μετά την πολύκροτη δίκη, η κοινή γνώμη ήταν χωρισμένη στα δύο. Το 62% των λευκών αμερικάνων πίστευε ότι ο Simpson είναι ένοχος ενώ το 68 % των αφροαμερικάνων πίστευε ότι είναι αθώος. Δέκα χρόνια μετά η κατάσταση παρέμεινε ίδια με τα ποσοστά και στις δύο ομάδες να αυξάνονται με το ποσοστό των λευκών να φτάνει στο 80% και εκείνο των έγχρωμων στο 70%. Μετά την ετυμηγορία, δημοψήφισμα των “L.A Times” αποκάλυψε την αντίδραση των κατοίκων του Λος Άντζελες και τη φυλετική πόλωση που υπήρξε. Το 77% των μαύρων συμφώνησαν με την απόφαση, ενώ το 65% των λευκών διαφώνησε.

Η δίκη αυτή και η λειτουργία του σώματος των ενόρκων, σε συσχετισμό με την ακραία αντίδραση της κοινωνίας και την εμπορευματοποίηση του δικαστικού βιώματος, επηρέασε τον τομέα οπτικοακουστικής κάλυψης δικών. Την ίδια περίοδο αποφασίστηκε σε ομοσπονδιακό επίπεδο η μη επέκταση της οπτικουαστικής κάλυψης και μετάδοσης των δικών.

Η υπεράσπιση

Η υπεράσπιση υιοθέτησε μια επικοινωνιακή γραμμή βασισμένη σε δύο κυρίως άξονες. Πρώτον, τόνισαν τη δημοφιλία του Simpson, σε συνδυασμό με ένα σώμα ενόρκων, το οποίο θα μπορούσε να ταυτιστεί με αυτήν και, δεύτερον, αμφισβήτησαν την αξιοπιστία των αποδεικτικών στοιχείων. Συγκεκριμένα, οι συνήγοροι υπεράσπισης  διατείνονταν ότι τα κρίσιμα αποδεικτικά στοιχεία δεν είναι παρά  προσπάθεια παρέμβασης των Αρχών στον τόπο του εγκλήματος και έμμεση διαστρέβλωση της πραγματικότητας. Κατασκευασμένα στοιχεία και εκ των υστέρων τοποθετημένα κρίσιμα αντικείμενα ήταν τα βασικά τους επιχειρήματα. Στο εγχείρημά τους αυτό συνέβαλε θετικά η σκιαγράφηση της προσωπικότητας του αστυνομικού Mark Fuhrman, ενός από τους πρώτους αστυνομικούς που έφτασε στον τόπο του εγκλήματος και συνέλεξε αποδεικτικό υλικό, ως  ρατσιστή και ξενοφοβικό. Μάλιστα,  σε μαγνητοσκόπηση ο εν λόγω αστυνομικός εμφανίζεται να αναφέρεται απαξιωτικά 41 φορές στη λέξη «νέγρος».

Αντίθετα, το επιχείρημα ότι ο Simpson έπασχε από αρθρίτιδα, αδυνατώντας σωματικά να έχει τελέσει τα ειδεχθή εγκλήματα καταρρίφθηκε, όταν αποδείχτηκε ότι λίγες μέρες νωρίτερα ασκούταν κανονικά. Προβλήθηκε μάλιστα ένα βίντεο όπου εξασκούταν με κινήσεις που παρέπεμπαν σε γροθιές και ο ίδιος προέτρεψε να εξασκηθούν οι άντρες στις γυναίκες τους.

Ενδιαφέρουσα είναι και η σκηνή όταν ο  Simpson κλήθηκε να δοκιμάσει ένα από τα γάντια που βρέθηκαν στο σπίτι του, για να διαπιστωθεί ότι το μέγεθος δεν ταίριαζε. Ιστορική έμεινε η φράση ενός από τους συνηγόρους του Simpson, «Αν το γάντι δεν ταιριάζει, πρέπει να αθωωθείς» ( “If it doesn't fit, you must acquit”). Παρ' όλη την ευκολία της διαπίστωσης αυτής έχουν διατυπωθεί αρκετές επιφυλάξεις ως προς το αποδεικτικό αυτό «τέχνασμα». Συγκεκριμένα, υποστηρίζεται ότι το μέγεθος του γαντιού είχε αλλοιωθεί και το σχήμα του παραμορφωθεί, καθώς είχε απορροφήσει μεγάλες ποσότητες αίματος και κατά τη διάρκεια της δίκης μεταβαλλόταν η θερμοκρασία. Εξάλλου, ο Simpson το δοκίμασε, φορώντας ήδη λευκά γάντια. Το εν λόγω αποδεικτικό στοιχείο εντάσσεται στην κατηγορία των έμμεσων αποδείξεων (circumstantial evidence), καθώς η αποδεικτική ισχύς και πειθώ ενός επιχειρήματος βασίζεται στην εξαγωγή συμπερασμάτων βάσει της κοινής πείρας και λογικής.

Η αστική δίκη

Το 1997 οι γονείς του θανόντος κατέθεσαν στα πολιτικά δικαστήρια αγωγή εναντίον του Simpson, διεκδικώντας αποζημίωση για ψυχική οδύνη με βάση το αδικοπρακτικό δίκαιο. Η δίκη διήρκεσε τέσσερις μήνες. Αντίθετα με την ποινική δίκη, η αστική έλαβε χώρα  στη Σάντα Μόνικα, με εντελώς διαφορετική σύνθεση ως προς το σώμα ενόρκων. Αυτή όμως δεν ήταν η μόνη διαφορά. Ο δικαστής Hiroshi Fujisaki, αρνήθηκε να επιτρέψει τη δημοσιότητα της δίκης μέσω της τηλεοπτικής της προβολής, αποτρέποντας πιθανές παρεμβάσεις και επιρροές στο σώμα των ενόρκων και στη διαμόρφωση της κρίσης τους. Οι ένορκοι έκριναν ότι ο Simpson ήταν υπόχρεος σε αποζημίωση 8,5 εκ. δολαρίων για ψυχική οδύνη και σε 22 εκ. ως “punitive damages”.  Η αποζημίωση με κυρωτικό χαρακτήρα με στόχο τη γενική και ειδική πρόληψη δεν είναι αρκετά συνήθης στο  αδικοπρακτικό δίκαιο (tort law), σε αντίθεση με την παράβαση ενδοσυμβατικών υποχρεώσεων, γεγονός που αποδεικνύει τη διαφορετική ψυχοσύνθεση και σύνθεση του σώματος των ενόρκων.

Νέα στοιχεία

Το 1998, τέσσερα χρόνια μετά τις δολοφονίες, ένας εργαζόμενος σε οικοδομική εταιρεία είχε βρει θαμμένο ένα μαχαίρι, στον κήπο του σπιτιού του  Simspon. Η απόφασή του να το παραδώσει σε αστυνομικό που βρισκόταν εκτός υπηρεσίας αποδείχθηκε καθοριστική. Ο αστυνομικός δεν αποκάλυψε την ύπαρξή του μέχρι και τον Ιανουάριο 2016, όταν πια έφτασε η στιγμή της συνταξιοδότησής του. Όταν οι υπεύθυνοι της αστυνομίας της πόλης ενημερώθηκαν για το μαχαίρι που είχε στην κατοχή του, απαίτησαν να τους το παραδώσει προκειμένου να εξετάσουν αν αποτελεί το όπλο που χρησιμοποιήθηκε στη διπλή δολοφονία και στις 4 Μαρτίου ενημέρωσαν σχετικά το κοινό. Σύμφωνα με πηγές της εφημερίδας Daily News το γενετικό υλικό στο εντοπισθέν μαχαίρι δεν ταυτίζεται με εκείνο του O.J.Simpson.

Νέες κατηγορίες

Στις 13 Σεπτεμβρίου 2007 μια ομάδα ενόπλων εισέβαλε στο δωμάτιο ενός εμπόρου αθλητικών αναμνηστικών, ο οποίος διέμενε σε ξενοδοχείο του Λας Βέγκας, ληστεύοντάς τον. Τρεις μέρες μετά, απαγγέλθηκαν κατηγορίες και εναντίον του Simpson, ο οποίος υποστηρίχθηκε ότι ήταν μεταξύ των ενόπλων. Η δίκη ξεκίνησε στις 8 Σεπτεμβρίου 2008 στη Νεβάδα και αυτή τη φορά οι ένορκοι ήταν όλοι λευκοί. Η διάρκειά της ήταν σχετικά σύντομη και στις 3 Οκτωβρίου 2008, τη μέρα που συμπληρώνονταν ακριβώς 13 χρόνια από την αθώωσή του για τη δολοφονία της πρώην συζύγου του και του Γκόλντμαν, ο  O.J.Simpson κρίθηκε ένοχος για συμμετοχή σε ένοπλη ληστεία και απαγωγή και καταδικάστηκε σε 33 χρόνια .

Πηγές 1oυ Μέρους

  • http://simpson.walraven.org/ (για πρακτικά δίκής –μάρτυρες, αποδεικτικά στοιχεία, σκέψεις δικαστηρίου)
  • http://edition.cnn.com/US/OJ/index.html
  • http://law2.umkc.edu/faculty/projects/ftrials/Simpson/simpson.htm
  • http://www.nydailynews.com/news/national/dna-tests-match-buried-knife-o-simpson-case-article-1.2564840
  • Άρθρα στον ελληνικό τύπο
Μέρος 2ο: Η Βιογραφία του O.J. Simpson

Γεννημένος σε μια φτωχή γειτονιά έξω από το San Fransisco της Καλιφόρνια, ο Οrenthal James Simpson (1947), γνωστός παγκοσμίως με το όνομα O. J. Simpson, αποτέλεσε ένα από τα λαμπρότερα αστέρια στην Αμερικανική ποδοσφαιρική ιστορία. Η πορεία του από τη φτώχεια στην παγκόσμια καταξίωσή του ως ποδοσφαιριστή του άνοιξε το δρόμο για χρυσές ευκαιρίες και μια λαμπρή καριέρα στην τηλεόραση ως ηθοποιός, αθλητικός ανταποκριτής και τηλεπαρουσιαστής.

Ενώ ήταν ακόμη βρέφος, ο πατέρας του εγκατέλειψε την οικογένεια και η μητέρα του ανέλαβε εξολοκλήρου τη επιμέλεια των τεσσάρων παιδιών της δουλεύοντας σε μια ψυχιατρική κλινική. Εκμεταλλευόμενος το γεγονός ότι η μητέρα του εργαζόταν πολλές ώρες και δε διέθετε πολύ χρόνο για να προσέχει τα παιδιά, ο O. J. υιοθέτησε κακές παρέες και προσχώρησε στην τοπική συμμορία (που ονομαζόταν) The Persian Warriors (οι Πέρσες Πολεμιστές) όταν ήταν ακόμα 13 ετών. Ως αποτέλεσμα, ακολούθησε σκοτεινά μονοπάτια και αναμειγνυόταν πολύ συχνά σε αψιμαχίες και φασαρίες κάθε είδους. Σε μία από αυτές συνελήφθη και παραπέμφθηκε στο Κέντρο Καθοδήγησης της Νεολαίας του San Fransisco για σχεδόν μια εβδομάδα.

Παρόλα τα κακώς κείμενα, ο O. J. έδειξε από νωρίς μια ιδιαίτερη κλίση προς τα αθλήματα, και με την πλήρη υποστήριξη της μητέρας του και την απρόσκοπτη αποφασιστικότητά του, κατάφερε να κατακτήσει τα αριστεία και την αποδοχή που τόσο επιθυμούσε στα νιάτα του.

Ο Simpson άρχισε να ανεβαίνει τη σκάλα της επιτυχίας παίζοντας ποδόσφαιρο στο Λύκειο Gallileo High School του San Fransisco, και στη συνέχεια γράφτηκε στο San Fransisco City College όπου πέτυχε ένα αξιοπρόσεκτο ρεκόρ, το οποίο του επέτρεψε να μεταγραφεί στο University of Southern California. Εκεί συνέχισε τις απανωτές διακρίσεις οι οποίες του απέφεραν το πολυπόθητο Heisman Trophy, το Maxwell Award, αλλά και το Walter Camp Award.

Οι εξαιρετικές του επιδόσεις τον έφεραν στο επίκεντρο της προσοχής και οδήγησαν στην προτίμησή του ως τη νούμερο ένα επιλογή, το 1969, στο Προσχέδιο AFL-NFL των Buffalo Bills. Εκεί συνέχισε την ανοδική του πορεία ως επαγγελματίας, πλέον, ποδοσφαιριστής αποσπώντας ακόμα περισσότερες τιμητικές διακρίσεις. Μετά από αλλεπάλληλους τραυματισμούς στα γόνατα, οι Bills αποφάσισαν να τον μεταθέσουν το 1978 στους 49ers του San Fransisco, όπου παρέμεινε μέχρι το 1979. Σε όλη του την σταδιοδρομία κέρδισε τη δεύτερη βαθμολογία όλων των εποχών σε σύνολο γιαρδών (11.236) κατά τη στιγμή της αποχώρησής του.

Μετά την απόσυρσή του από το ποδόσφαιρο, ο James έκανε στροφή στην καριέρα του ακολουθώντας το δρόμο της υποκριτικής και του αθλητικού σχολιασμού. Πρωταγωνίστησε σε επιτυχημένες ταινίες όπως το The Towering Inferno και συνεργάστηκε με μεγάλες εταιρίες ως εμπορικός εκπρόσωπος.

Όσον αφορά την προσωπική του ζωή, ο πρώτος γάμος του O. J. με τον παιδικό του έρωτα, τη Maguerite Whitely, κατέληξε σε διαζύγιο μετά από την απόκτηση τριών παιδιών. Κατά τη διάρκεια του πρώτου του γάμου, ο O. J. γνώρισε μια δεκαεφτάχρονη σερβιτόρα ονόματι Nicole Brown, την οποία και παντρεύτηκε το 1985 και απέκτησαν το πρώτο τους παιδί μετά από 7 μήνες. Η Nicole συχνά παραπονιόταν στους φίλους και την οικογένεια της ότι ο σύζυγός της τη χτυπούσε, αποδοκιμάζοντας τις συναναστροφές της και το φλέρτ με άλλους άνδρες. Ο ίδιος όμως δεν παραδέχτηκε ποτέ αυτούς τους ισχυρισμούς, δικαιολογώντας τις σωματικές της βλάβες ως αποτελέσματα “φιλικής/ παιχνιδιάρικης πάλης” . Το 1992 η Nicole υπέβαλε αίτηση διαζυγίου.

Ο Simpson αντιπροσώπευε ένα αμερικάνικο ιδανικό στον απόηχο του κινήματος για τα πολιτικά δικαιώματα. Έγινε αποδεκτός από την επικρατούσα “άσπρη τάση” στην Αμερική όσο κανένας άλλος αθλητής πριν από αυτόν, και απολάμβανε το δικαίωμα της καθολικής αγάπης από τον κόσμο.

Όμως η απότομη πτώση δεν άργησε να κάνει την εμφάνιση της το 1992, όταν η τότε σύζυγός του Nicole Brown Simpson και ο Ronald Goldman βρέθηκαν μαχαιρωμένοι έξω από το σπίτι της Nicole στο Los Angeles. Οι υπόνοιες για το δράστη των φόνων επικεντρώθηκαν αμέσως στον Simpson. Ο τελευταίος, αφού διατάχθηκε να παραδοθεί, αρχικά προσπάθησε να διαφύγει οδικώς μεταμφιεσμένος και με πλαστό διαβατήριο, αλλά στη συνέχεια, έπειτα από αστυνομική καταδίωξη με δημοσιότητα εθνικής εμβέλειας, παραδόθηκε οικειοθελώς στην έπαυλή του στο Rockingham. Τότε ξεκίνησε η πιο πολυσυζητημένη και διάσημη ποινική δίκη στα αμερικανικά χρονικά. Μια δίκη, που σηματοδότησε την πτώση του ένδοξου ποδοσφαιριστή από την κορυφή της διασημότητας και μετατράπηκε σταδιακά σε μια κοινωνιολογική μελέτη όσον αφορά τις φυλετικές σχέσεις στο αμερικανικό γίγνεσθαι.

Επιπρόσθετα:

Όταν ήταν μικρός ανέπτυξε ραχίτιδα, ασθένεια η οποία προκάλεσε παραμόρφωση στα πόδια του και είχε ως αποτέλεσμα οι συμμαθητές του να τον αποκαλούν περιπαικτικά Pencil Pins, πρόβλημα που εντεινόταν από την οικονομική αδυναμία της οικογένειας να ανταπεξέλθει στα έξοδα της εγχείρησης προκειμένου να αποκατασταθεί η υγεία του.
To ψευδώνυμο του “Τhe Juice” οφείλεται στο ενεργητικό του τρέξιμο και στο ότι τα αρχικά του ονόματός του ταυτίζονται με τα αρχικά του “Orange Juice”.
O Simpson εξακολουθεί να κατέχει το ρεκόρ του Heisman για τη μεγαλύτερη νίκη με διαφορά.
Ένας από τους πιο γνωστούς του ρόλους στην τηλεόραση είναι ως εκπρόσωπος της εταιρίας ενοικίασης αυτοκινήτων Hertz.
Ενδιαφέρον προκαλεί ακόμα και ο ρόλος του Simpson στην ταινία “The Klansman”, όπου υποδύθηκε έναν άντρα που κατηγορείται για φόνο από την αστυνομία.
Το 1979, ένα χρόνο μετά το χωρισμό του, η πρωτότοκη κόρη του από τον πρώτο του γάμο πνίγηκε στην πισίνα του αρχοντικού του στο Rockingham.
Σε έναν από τους δυνατούς τσακωμούς με τη Nicole την Πρωτοχρονιά του 1989, o James φέρεται να απείλησε να τη σκοτώσει, ενώ σε ύστερη δήλωσή του ισχυρίστηκε πως ο τσακωμός τους δεν ήταν κάτι τόσο σοβαρό, και το προσπέρασαν και οι δύο.

Πηγές 2ου Μέρους:

  • http://law2.umkc.edu/faculty/projects/ftrials/Simpson/Oj.htm
  • http://www.britannica.com/biography/O-J-Simpson
  • http://www.historyguy.com/worldbiography/simpson_oj.htm
  • http://sports.jrank.org/pages/4455/Simpson-O-J.htm
  • http://sports.jrank.org/pages/4446/Simpson-O-J-Early-Years.html
  • http://www.biography.com/people/oj-simpson-9484729#nicole-brown-simpson-ronald-goldman-murders
3ο Μέρος: Όλα ξεκίνησαν με τον O.J. Simpson

Μ’ αυτόν τον περιεκτικό τίτλο συνοδεύει το περιοδικό Vanity Fair[1] άρθρο του σχετικό με την υπόθεση του διάσημου αθλητή O. J. Simpson, συμπυκνώνοντας σε μια φράση τον αντίκτυπο που είχε η δικαστική του περιπέτεια στην αμερικανική κοινωνία, πρωτίστως, αλλά και στην παγκόσμια κουλτούρα, μετέπειτα. Η υπόθεση «O. J. Simpson» καταγράφηκε στα δικαστικά και τηλεοπτικά χρονικά, με διαφορετικές, φυσικά, αναλογίες.[2] Οι ανατροπές της δίκης σχολιάζονται μέχρι και σήμερα, με πιο πρόσφατη εξέλιξη την εύρεση του φονικού όπλου[3], ενώ οι δικαστικοί ελιγμοί μελετώνται σε πανεπιστημιακό επίπεδο.[4] Δεν είναι, άλλωστε, τυχαίο ότι χαρακτηρίστηκε τότε από τα μέσα ως η «δίκη του αιώνα».[5]

Τόσο το γεγονός μιας διπλής δολοφονίας όσο και το ότι φέρεται να διαπράχθηκε από μιαν αγαπητή, για τα αμερικανικά δεδομένα, προσωπικότητα, αποτελούν από μόνα τους στοιχεία άξιας προσοχής από μέρους των Μ.Μ.Ε και της κοινής γνώμης. Μια σειρά από συγκυρίες, όμως, ήταν εκείνες που κατέστησαν την υπόθεση «O. J. Simpson» ορόσημο μιας ολόκληρης εποχής και πρόδρομο αλλαγών –ή/και προβληματισμών- στο δικονομικό σύστημα και στην παραγωγή μαζικής κουλτούρας.

Η υπόθεση έλαβε χώρα στο Brentwood, μιαν ακριβή «λευκή»[6] συνοικία της Santa Monica, η οποία δεν διακρινόταν για τη νυχτερινή και κοσμική ζωή, παρά ήταν περισσότερο προσανατολισμένη στην οικογένεια («family-oriented»).[7] Με άλλα λόγια, δεν θύμιζε σε τίποτα την καθιερωμένη λάμψη του Hollywood. Η δολοφονία της Nicole B. Simpson και του Ronald Goldman ήρθε να ταράξει την καθημερινότητα των κατοίκων∙ την ημέρα της καταδίωξης του O.J., ο κόσμος σταματούσε και έβγαινε από τα οχήματα για να δει το λευκό Ford Bronco να περνάει. Η καταδίωξη μεταδιδόταν ζωντανά από τα εθνικά μέσα. Άλλοτε έμοιαζε σαν να υποδέχονταν έναν εθνικό ήρωα και άλλοτε σαν να ικανοποιούνταν από την αποκαθήλωση ενός ινδάλματος. Το 1995, η δίκη μεταδόθηκε τηλεοπτικά για περισσότερες από 130 ημέρες. Υπολογίζεται πως 150.000.000 τηλεθεατές (σε ένα σύνολο πληθυσμού 263 εκατομμυρίων) παρακολούθησαν τη διαδικασία ενώ περίπου 2.000 τηλεοπτικές εκπομπές κάλυψαν το θέμα.[8]

Πέραν της φήμης αυτής καθαυτής του φερόμενου ως δράστη, στην έκταση της δημοσιότητας συνέβαλε η υπερασπιστική γραμμή με την ιδιοφυή «εκμετάλλευση» της πρόσφατης Ιστορίας. Μόλις δύο χρόνια πριν, είχε σημειωθεί μεγάλη εξέγερση στο Los Angeles, με αφορμή την αθωωτική απόφαση υπέρ αστυνομικών που είχαν ξυλοκοπήσει βάναυσα τον Αφρο-αμερικανό Rodney King. Από τις ταραχές που ακολούθησαν, 53 άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους.[9] Ένας από τους δικηγόρους του Simpson, ο F. Lee Bailey, ακτιβιστής δικαιωμάτων των έγχρωμων, κατηγορεί τον αστυνομικό Fuhrman (ο οποίος συνέλεξε τα στοιχεία στον τόπο του εγκλήματος) για ρατσιστική συμπεριφορά παρουσιάζοντας ηχητικά ντοκουμέντα που φαινόταν να χρησιμοποιεί πολλάκις τη λέξη «νέγρος» και, άλλα, που αποδείκνυαν ότι συνήθιζε να «φυτεύει» αποδεικτικά στοιχεία στους τόπους εγκλημάτων για σίγουρη καταδίκη εναντίον έγχρωμων κατηγορουμένων. Πρόκειται για ένα σημείο που, αφενός, καθόρισε την μετέπειτα πορεία της δίκης, αφετέρου οδήγησε σε πόλωση μέσα και έξω από το δικαστήριο, όσο το θέμα του ρατσισμού ερχόταν στο προσκήνιο.[10]

Καθεμία από αυτές τις δίκες σκιαγραφεί το υπόβαθρο του Αμερικανικού «μελοδράματος του άσπρου/μαύρου» («American melodrama of black and white»). Στην Αμερικανική λαϊκή κουλτούρα («popular culture»), οι δύο αντιθετικές εικόνες- στη μία περίπτωση, μιας λευκής γυναίκας που υποφέρει στα χέρια ενός έγχρωμου άνδρα, ενώ στην άλλη, ενός έγχρωμου άνδρα που υποφέρει στα χέρια λευκών αστυνομικών- εκφράζουν τα φυλετικά και έμφυλα κινήματα όπου, μέσα από το δίπολο συμπάθειας/αντιπάθειας, αντιπαλεύονται σε μια μακρά και πολύπλοκη διαλεκτική του συναισθήματος («dialectic of feeling»).[11] Κάθε πλευρά παίρνει το ζήτημα προσωπικά. Η κατήγορος Marcia Clark προσπάθησε να υπερκεράσει το σεξισμό σε μια ανδροκρατούμενη δικαστική αίθουσα αλλά και στη δημόσια ζωή (ο Τύπος ασχολήθηκε με το ντύσιμο και τα μαλλιά της, ενώ διέρρευσαν προσωπικές της φωτογραφίες), δηλώνοντας για την αθώωση του O.J πως «ένοιωσα σαν να απογοήτευσα τους πάντες. Την οικογένεια Goldman. Τους Brown. Την ομάδα μου. Τη χώρα»[12].

Σε ευρύτερο επίπεδο, ο Simpson, αθώος ή ένοχος, «έπρεπε» να αθωωθεί καθώς «το αίμα στους δρόμους του Los Angeles ακόμη έβραζε»[13]. Στις 3 Οκτωβρίου 1995, την ημέρα της απόφασης, ο κόσμος είχε καθηλωθεί στους δέκτες του. Με την ανακοίνωση της αθώωσης του O.J., η αντίδραση των έγχρωμων ήταν έντονη, με πολλούς εξ αυτών να πανηγυρίζουν, ενώ η πλειονότητα των λευκών έμοιαζε παγωμένη. Σε δημοψήφισμα των Los Angeles Times, μετά την ετυμηγορία, αποκαλύφθηκε η φυλετική πόλωση: 77% των έγχρωμων ήταν σύμφωνο με τη δικαστική απόφαση, ενώ το 65% των λευκών συμμετεχόντων ήταν αντίθετο.[14] Ακόμη και 10 χρόνια μετά, σε αντίστοιχη έρευνα, η πόλωση παρέμενε, αν και φαίνεται πως περισσότεροι –και στις δύο ομάδες, 70% και 80% αντίστοιχα - πίστευαν πως ο Simpson τελικά ήταν ένοχος.[15]

Η «υπόθεση Simpson» προκάλεσε διχασμό και ανάμεσα στους δικαστικούς λειτουργούς, καθώς αποκάλυψε μια αναπτυσσόμενη βιομηχανία πίσω από την οπτικοακουστική κάλυψη των δικών. Στον απόηχο της δίκης του O.J., τα κρατικά δικαστήρια κλήθηκαν να αντιμετωπίσουν τα προβλήματα που συνεπάγεται η ύπαρξη τηλεοπτικών καμερών μέσα και έξω από το δικαστήριο, ιδιαίτερα στις υποθέσεις «υψηλού προφίλ». Το 1994, στο Δικαστικό Συνέδριο των Η.Π.Α, απαγορεύθηκε η τηλεοπτική κάλυψη των δικών σε μόνιμη βάση στα ομοσπονδιακά δικαστήρια, καθώς αρκετοί του δικαστικού χώρου δήλωσαν πως «δεν θέλουμε πάλι κάτι σαν την υπόθεση O. J.»[16]. Το βασικό ζήτημα που ανακύπτει εδώ, είναι η συγχώνευση πολιτικής και δικαιοσύνης. Παρόλο που δεν αμφισβητείται η αξία της ενημέρωσης και συμμετοχής του κοινού, είναι γεγονός ότι αυτό [το κοινό] δεν είναι υποχρεωμένο να ακολουθεί τους κανόνες του δικαστηρίου και να βασίζεται στους «νόμους των αποδείξεων» («laws of evidence»). Η τηλεόραση δηλαδή, καθιστά τις δίκες περισσότερο πολιτικές παρά δικαστικές και, κατ’ επέκταση, αμερόληπτες. Το 1996, αναθεωρήθηκε η αυστηρή νομοθεσία, με την πλειονότητα των Πολιτειών να αφήνει στην κρίση του εκάστου δικαστή να επιτρέψει ή όχι κάμερες στις δίκες του.[17]

Στην δικαστική και πολιτική διάσταση έρχεται να προστεθεί μια τρίτη: η κοσμική («gossip») διάσταση. Τα μεγαλύτερα εθνικά δίκτυα τηλεόρασης της χώρας ασχολήθηκαν σε καθημερινή βάση με την υπόθεση Simpson, διακόπτοντας το πρόγραμμά τους και παραμερίζοντας ουσιαστικά ζητήματα όπως τη βομβιστική επίθεση στην Oklahoma[18] και τον πόλεμο στη Βοσνία. Την ημέρα ανακοίνωσης της ετυμηγορίας είχαν στηθεί οθόνες σε καφετέριες και μπαρ. Με άλλα λόγια, υπήρξε το πρώτο τηλεοπτικό reality με ρεκόρ τηλεθέασης.[19] Όπως εύστοχα παρατηρεί ο αρθρογράφος της Washington Post, Kent Babb: «Στα χρόνια που ακολούθησαν, πολλά από τα φαινόμενα που κατέκλυσαν τη ζωή μας – η 24ωρη ενημέρωση, τα 24ωρα τηλεοπτικά ριάλιτι και η αστείρευτη δίψα του κόσμου για κουτσομπολιό σχετικά με τη ζωή των διασήμων- μπορούν να εντοπιστούν σε αυτή την 16μηνη παρωδία»[20].

Δείτε το trailer της πρόσφατης τηλεοπτικής σειράς: "People vs O.J. Simpson"

Η «υπόθεση Simpson» είναι πάντα επίκαιρη. Έχει εμπνεύσει βιβλία, μουσικούς στίχους και τηλεοπτικές σειρές. Επίσης, επιδέχεται πολλαπλές αναγνώσεις. Δεν είναι τυχαίο ότι σημάδεψε τα Μ.Μ.Ε και δίχασε την κοινή γνώμη. Θίγει «καυτά» ζητήματα που εξακολουθούν να ταλανίζουν την αμερικανική κοινωνία: τον ρατσισμό, την αστυνομική βία, την πάλη για δικαιοσύνη, τη θέση της γυναίκας σε έναν «ανδροκρατούμενο κόσμο». Ήταν η «δίκη του αιώνα» διότι οι πρωταγωνιστές ήταν όλοι συμμέτοχοι, αθώοι και ένοχοι εξίσου, λευκοί και έγχρωμοι, δράστες και θύματα.[21] Ο O.J. Simpson ήταν η προσωποποίηση της διπλής όψης της Αμερικής∙ «μεγάλος αθλητής» και «δολοφόνος», όπως τόνισε ο δικηγόρος του, Christopher Darden. Ήταν η ίδια η Αμερική στο εδώλιο.

Αρθρογραφία 3ου Μέρους:

Ελληνική:

  • Παραπολιτικά (2016, 4 Μαρτίου). «Υπόθεση O.J Simpson. Βρήκαν μαχαίρι που ίσως είναι το φονικό όπλο 21 χρόνια μετά», χ.ό. (http://www.parapolitika.gr/article/348545/ypothesi-oj-simpson-vrikan-mahairi-poy-isos-einai-foniko-oplo-21-hronia-meta ανακτήθηκε στις 15/6/2016).
  • Το Βήμα. (2016, 15 Μαϊου). «Greek Crime Story. Από την υπόθεση O.J. Simpson μέχρι την Ελλάδα, οι κανόνες του ψεύδους είναι διαχρονικοί. Και αμείλικτοι», Θεοδωρόπουλος Δ.                             (http://www.tovima.gr/opinions/article/?aid=799724 ανακτήθηκε στις 15/6/2016).
  • Το Περιοδικό. (2015, 16 Οκτωβρίου). «Δίκη O J Simpson. Μια υπόθεση που άλλαξε το δικονομικό σύστημα των Η.Π.Α», Στεργιόπουλος Α. (http://www.toperiodiko.gr/%CE%B4%CE%AF%CE%BA%CE%B7-o-j-simpson-%CE%BC%CE%B9%CE%B1-%CF%85%CF%80%CF%8C%CE%B8%CE%B5%CF%83%CE%B7-%CF%80%CE%BF%CF%85-%CE%BE%CE%B5%CF%80%CE%B5%CF%81%CE%BD%CE%AC-%CF%84%CE%BF-%CF%87%CF%8C%CE%BB%CF%85/ ανακτήθηκε στις 15/6/2016).

Ξενόγλωσση:

  • ABC News. (2014, 12 Ιουνίου). «O.J. Simpson trial: Where are they now?», χ.ό. (http://abcnews.go.com/US/oj-simpson-trial-now/story?id=17377772 ανακτήθηκε στις 15/6/2016).
  • CBS News. (2016, 3 Μαρτίου). «March 3, 1991: Rodney King beating caught on video», Adams C.                                                         (http://www.cbsnews.com/news/march-3rd-1991-rodney-king-lapd-beating-caught-on-video/ ανακτήθηκε στις 15/6/2016).
  • CNN Greece. (2016, 11 Φεβρουαρίου). «Πέντε λόγοι που το American Crime Story: The People v. O.J. Simpson είναι ό,τι καλύτερο στην TV», χ.ό (http://www.cnn.gr/style/psyxagogia/story/20979/pente-logoi-poy-to-american-crime-story-the-people-v-o-j-simpson-einai-o-ti-kalytero-stin-tv ανακτήθηκε στις 15/6/2016).
  • Lassiter, C. (1996). «TV or not TV. That is the question», στο: The Journal of Criminal Law and Criminology (1973-), σελ. 928-1001.
  • Oneman.gr. (2014). «Η υπόθεση OJ Simpson θα στοιχειώνει για πάντα τη συνείδηση του πλανήτη», Κουπριτζιώτης Δ.                                         (http://longreads.oneman.gr/oj-simpson ανακτήθηκε στις 15/6/2016).
  • The Washington Post. (2014, 9 Ιουνίου). «How the O.J. Simpson murder trial 20 years ago changed the media landscape», Babb K. (https://www.washingtonpost.com/sports/redskins/how-the-oj-simpson-murder-trial-20-years-ago-changed-the-media-landscape/2014/06/09/a6e21df8-eccf-11e3-93d2-edd4be1f5d9e_story.html ανακτήθηκε στις 19/6/2016).
  • Vanity Fair (2014, Ιούνιος). «How O.J. Simpson killed popular culture», Anolik L. (http://www.vanityfair.com/style/society/2014/06/oj-simpson-trial-reality-tv-pop-culture ανακτήθηκε στις 15/6/2016).
  • Wikipedia. O.J. Simpson murder case. (https://en.wikipedia.org/wiki/O._J._Simpson_murder_case#In_popular_culture ανακτήθηκε στις 15/6/2016).
  • Williams, L. (2001). «Melodrama in black and white: Uncle Tom and The Green Mile», στο: Film Quarterly, 55(2), σελ. 14-21.

Υποσημειώσεις 3ου Μέρους:

[1] Vanity Fair, Ιούνιος 2014.

[2] Βλ. Το Περιοδικό, 16 Οκτωβρίου 2015.

[3] Βλ. Παραπολιτικά, 4 Μαρτίου 2016.

[4] Oneman.gr, 2014.

[5] Βλ. New York Times, 20 Ιουνίου 1994 & New York Times, 15 Ιουλίου 1994 όπως αναφέρεται στο Lassiter, 1996: 930.

[6] Το Βήμα, 15 Μαϊου 2016.

[7] Vanity Fair, ό.π.

[8] Το Περιοδικό, 2015 και Oneman.gr, ό.π.

[9] Βλ. CBS News, 3 Μαρτίου 2016.

[10] Oneman.gr, ό.π.

[11] Williams, 2001: 14.

[12] ABC News, 12 Ιουνίου 2014.

[13] CNN Greece, 11 Φεβρουαρίου 2016.

[14] Το Περιοδικό, 2015.

[15] Oneman.gr, ό.π.

[16] Το Περιοδικό, 2015.

[17] Βλ. Lassiter, 1996: 929-934.

[18] Υπήρξε η πιο καταστροφική τρομοκρατική ενέργεια σε αμερικανικό έδαφος μέχρι την 11η Σεπτεμβρίου 2001. Διεξήχθη στις 19 Απριλίου 1995 και κόστισε τη ζωή σε 168 άτομα, ανάμεσά τους πολλά παιδιά. Προκάλεσε εκτεταμένες ζημιές σε ακτίνα 16 οικοδομικών τετραγώνων, εκτιμώμενου ύψους 652 εκατομμυρίων δολαρίων.

[19] CNN Greece, 2016, ό.π.

[20] The Washington Post, 9 Ιουνίου 2014.

[21] CNN Greece, 2016, ό.π.

* Ο Γιώργος Χλούπης είναι Δικηγόρος, Δρ. Εγκληματολογίας

Η Νάντια Μορφωνιού είναι τελειόφοιτος Νομικής, ο Αδάμ Παναγιωτόπουλος είναι μεταπτυχιακός φοιτητής Νομικής & ασκ. Δικηγόρος και η Όλγα Παναγιωτοπούλου είναι Εγκληματολόγος.