ΤΕΥΧΟΣ #5 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 2018

Ο ανήλικος μάρτυρας κατηγορίας

Κωνσταντίνος Πικραμένος
Ας σκεφτούμε ότι η γνωστή ταινία "Home Alone" δεν είχε τελειώσει με τον γνωστό τρόπο, αλλά ότι ο Kevin είχε καλέσει εγκαίρως την αστυνομία και ότι οι δύο διαρρήκτες (Harry και Marv) είχαν συλληφθεί. Έστω, όμως, ότι το μοναδικό ενοχοποιητικό στοιχείο εις βάρος των δύο αυτών προσώπων ήταν η κατάθεση του ανηλίκου Kevin, ο οποίος εξετάστηκε από τις αστυνομικές αρχές και περιέγραψε με κάθε λεπτομέρεια τις εγκληματικές τους πράξεις. Θα δικαιούνταν στην περίπτωση αυτή οι ύποπτοι να ισχυριστούν πως η μαρτυρία ενός νεαρού αγοριού δεν είναι αρκετή για να αποδείξει την ενοχή τους; Θα μπορούσαν να αμφισβητήσουν την αξιοπιστία του ισχυριζόμενοι πως όσα περιγράφει είναι αποκύημα της φαντασίας του και αποτέλεσμα των μη ανεπτυγμένων πλήρως νοητικών ικανοτήτων του;

Δυστυχώς, στην διεθνή νομολογία και βιβλιογραφία το ερώτημα αυτό τίθεται εξ αφορμής υποθέσεων εξαιρετικά σοβαρότερων από εκείνης του παραδείγματός μας και, κυρίως, εγκλημάτων σεξουαλικής κακοποίησης. Εξαιτίας της κοινωνικής απαξίας και των βαρύτατων ποινικών συνεπειών των εν λόγω εγκληματικών πράξεων είναι κομβικής σημασίας η διασφάλιση της αξιοπιστίας του αποδεικτικού υλικού στις σχετικές ποινικές δίκες.

Η σύγχρονη επιστήμη δεν αμφισβητεί την αξιοπιστία των μαρτυρικών καταθέσεων που προέρχονται από ανηλίκους, αλλά στρέφει την προσοχή της στην μέθοδο εκμαίευσης των καταθέσεων αυτών[1], καθώς η προσπάθεια των ανακριτικών αρχών να ανακαλύψουν τις λεπτομέρειες μιας εγκληματικής πράξης μπορεί να οδηγήσει στην χρήση καθοδηγητικών ερωτήσεων[2].

Καθοδηγητική είναι η ερώτηση, η οποία ενδεικνύει εμμέσως την επιθυμητή απάντηση ή λαμβάνει ως δεδομένα τα γεγονότα, για την διαλεύκανση των οποίων εξετάζεται ευθύς εξαρχής ο μάρτυρας[3]. Ο χαρακτηρισμός μιας ερώτησης ως καθοδηγητικής λαμβάνει υπόψη όχι μόνο την φύση των ερωτήσεων, αλλά και τις πληροφορίες, που μέχρι στιγμής έχει προσφέρει ο ίδιος ο μάρτυρας.  Για παράδειγμα ένας μη ουδέτερος εξεταστής ενδέχεται να εκφράζει τις προκαταλήψεις του ενθαρρύνοντας τους ανηλίκους, όταν οι δηλώσεις τους ταυτίζονται με την άποψη που έχει ήδη σχηματίσει, και αποδοκιμάζοντάς τους, όταν διαφωνεί μαζί τους.

Η εξέταση με την χρήση καθοδηγητικών ερωτήσεων μπορεί να οδηγήσει είτε στην δημιουργία ψευδών αναμνήσεων είτε ψευδών λεπτομερειών εντός πραγματικών αναμνήσεων[4]. Έρευνες, μάλιστα, έχουν καταλήξει στο συμπέρασμα πως καταρχήν είναι δυνατή η δημιουργία ψευδών αναμνήσεων σε ανθρώπους οποιασδήποτε ηλικίας[5]. Τα παιδιά, όμως, προσχολικής ηλικίας είναι περισσότερο ευάλωτα από τα μεγαλύτερης ηλικίας παιδιά, ενώ γενικότερα οι ανήλικοι είναι πιο ευάλωτοι από τους ενηλίκους[6].

Μια ιδιαίτερα γνωστή υπόθεση, η οποία έλαβε χώρα στις Η.Π.Α. και αναφέρεται στην διεθνή βιβλιογραφία ως παράδειγμα απόσπασης ψευδών καταθέσεων από ανηλίκους με την χρήση καθοδηγητικών ερωτήσεων, είναι η State v. Michaels γνωστή και ως “The Wee Care Nursery School case”[7]. Στη συγκεκριμένη υπόθεση η κατηγορουμένη καταδικάστηκε για 115 πράξεις σεξουαλικής κακοποίησης με βάση τις καταθέσεις 19 παιδιών προσχολικής ηλικίας. Αφού παρέμεινε για πέντε έτη στην φυλακή εκτίοντας την ποινή της, η καταδίκη της ανατράπηκε, αφού κρίθηκε ότι οι ανήλικοι μάρτυρες είχαν εξεταστεί με έναν άκρως ακατάλληλο τρόπο.

Ευάλωτοι οι ανήλικοι

Αποτέλεσμα της ακατάλληλης αυτής εξετάσεως ήταν να κατατεθούν φρικιαστικά, αλλά συνάμα απίστευτα περιστατικά, όπως ότι η κατηγορουμένη άλειφε τάχα τα παιδιά με φιστικοβούτηρο, τους έπαιζε πιάνο γυμνή και τα βίαζε με μαχαίρια, πιρούνια, κουτάλια και παιχνίδια lego εν ώρα μαθήματος και χωρίς κανένας άλλος εργαζόμενος ή γονιός να αντιληφθεί το παραμικρό.

Σύμφωνα με την διεθνή βιβλιογραφία, οι ανήλικοι είναι περισσότερο ευάλωτοι από τους ενηλίκους στις καθοδηγητικές ερωτήσεις[8], επειδή:

  • έχουν την γενικότερη τάση να ικανοποιούν τις επιθυμίες των ενηλίκων, που τους εξετάζουν,
  • εκλαμβάνουν τους ενήλικες ως μια αξιόπιστη πηγή πληροφοριών και έτσι ενσωματώνουν στην αφήγησή τους γεγονότα ή λεπτομέρειες, τα οποία δεν προέρχονται από την μνήμη τους,
  • προσπαθούν να απαντήσουν στις ερωτήσεις, που τους τίθενται, ακόμα κι αν αυτές είναι ασαφείς ή ακατάλληλα διατυπωμένες.

Επίσης, οι ανήλικοι αισθάνονται μεγάλη πίεση προκειμένου να συμμορφωθούν με τις απαιτήσεις των ενηλίκων εξεταστών, όπως τουλάχιστον τις εκλαμβάνουν, και είναι για τον λόγο αυτό πιθανό να ερμηνεύσουν την επανάληψη μιας ερώτησης ως ένδειξη ότι η πρώτη απάντηση που έδωσαν ήταν εσφαλμένη ή μη αρεστή[9]. Τα παιδιά, ειδικά προσχολικής ηλικίας επηρεάζονται ιδιαίτερα από την εξουσία, που αποπνέουν οι ενήλικες, που τα εξετάζουν[10] και επηρεάζονται από τις ηθικές κρίσεις, που ενδέχεται να εκφράσει ένας προκατειλημμένος εξεταστής.

Προϋποθέσεις ψευδών δηλώσεων

Σύμφωνα με μια πρόσφατη έρευνα[11] το ποσοστό των ανηλίκων που αναφερόταν σε γεγονότα, τα οποία ουδέποτε έλαβαν χώρα, όταν εξετάστηκαν από πρόσωπα, που προσπαθούσαν να τους επιβάλλουν την άποψή τους, ήταν σημαντικά υψηλότερο σε σχέση με εκείνους, που εξετάστηκαν υπό ουδέτερες συνθήκες. Σημαντικό ήταν, επίσης, το εύρημα πως οι δημιουργηθείσες ψευδείς αναμνήσεις παρέμεναν και σε επόμενες συνεντεύξεις, παρότι εκείνες διεξάγονταν υπό ουδέτερες συνθήκες.

Συνοπτικά, οι ανήλικοι μπορεί να οδηγηθούν σε ψευδείς ή εσφαλμένες δηλώσεις όταν[12]:

  • τους ζητείται να αναπαραστήσουν στο μυαλό τους ένα υποθετικό- φανταστικό γεγονός,
  • καταθέτουν για ένα γεγονός του πολύ μακρινού παρελθόντος, το οποίο δεν έχουν ανακαλέσει στην μνήμη τους εν τω μεταξύ,
  • χρησιμοποιούν ανατομικά ακριβείς κούκλες για να αναπαραστήσουν γεγονότα του παρελθόντος[13],
  • εξετάζονται με προκατάληψη,
  • τροφοδοτούνται με πληροφορίες, στις οποίες δεν έχουν οι ίδιοι αναφερθεί.

Η επιρροή των παραπάνω παραγόντων πολλαπλασιάζεται, όταν λαμβάνουν χώρα πολλαπλές συνεντεύξεις[14]. Η επανάληψη των ίδιων ερωτήσεων στους ανηλίκους είναι πιθανόν να οδηγήσει όχι μόνο στην μείωση της αξιοπιστίας των δηλώσεών τους, αλλά και στην δημιουργία ψευδών αναμνήσεων ή στην ενσωμάτωση στην μνήμη των ανηλίκων λεπτομερειών, που προέρχονται από τα πρόσωπα που τους εξετάζουν[15]. Τονίζεται πως ακόμα και μια καλοπροαίρετη επανάληψη της ίδιας ερώτησης μπορεί να δημιουργήσει στους ανηλίκους την εντύπωση ότι το πρόσωπο, που τους εξετάζει, προσδοκά συγκεκριμένες απαντήσεις.

Με βάση τα παραπάνω καθίσταται σαφές πως η εξέταση των ανηλίκων μαρτύρων στο πλαίσιο μιας ποινικής δίκης θα πρέπει να γίνεται με εξαιρετική προσοχή, από ειδικά εκπαιδευμένα και κατάλληλα πρόσωπα και πάντα σύμφωνα με τα πορίσματα της σύγχρονης επιστήμης. Καθ’ ημάς εφαρμόζεται σε σχετικές περιπτώσεις το άρθρο 226Α του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, το οποίο έχει πολλαπλώς τροποποιηθεί τα τελευταία έτη. Για την ανάγκη περαιτέρω βελτίωσης του εν λόγω άρθρου και για τα προβλήματα, που ανακύπτουν από την εφαρμογή του, αξίζει να αναφερθούμε σε νεώτερο άρθρο μας.

__________________________________________________________________________________

*Ο Κωνσταντίνος Πικραμένος είναι δικηγόρος, με ΜΔΕ Ποινικού Δικαίου.

[1] Debbie Cooper, Special measures for child witnesses: a socio-legal study of criminal procedure reform. PhD thesis, University of Nottingham, 2010, σελ. 29.

[2] Debbie Cooper, Special measures for child witnesses: a socio-legal study of criminal procedure reform. PhD thesis, University of Nottingham, 2010, σελ. 40

[3] UK Ministry of Justice, Achieving Best Evidence in Criminal Proceedings: Guidance on interviewing victims and witnesses, and guidance on using special measures, σελ. 81.

[4] Edith Greene, Kirk Heilbrun, William H. Fortune, Michael T. Nietzel, Wrightsman’s Psychology and the Legal System 6th Edition, Thomson Wadsworth, 2007, σελ. 407.

[5] Helen L. Westcott, Graham M. Davies, Ray H.C. Bull, Children’s Testimony: A Handbook of Psychological Research and Forensic Practice, John Wiley & Sons, 2002, σελ. 113.

[6] Ronald Roesch, Patricia A. Zapf, Stephen D. Hart, Forensic Psychology and Law, John Wiley & Sons, 2010, σελ. 131.

[7] Ronald Roesch, Patricia A. Zapf, Stephen D. Hart, Forensic Psychology and Law, John Wiley & Sons, 2010, σελ. 132.

[8] S.l. Ceci, D.F. Ross, M.P. Toglia, Perspectives on Children's Testimony, Springer-Verlag New York Inc., 1989, σελ. 192 και Helen L. Westcott, Graham M. Davies, Ray H.C. Bull, Children’s Testimony: A Handbook of Psychological Research and Forensic Practice, John Wiley & Sons, 2002, σελ. 10.

[9] Debbie Cooper, Special measures for child witnesses: a socio-legal study of criminal procedure reform. PhD thesis, University of Nottingham, 2010, σελ. 29.

[10] Mason Mary Ann, A Judicial Dilemma: Expert Witness Testimony in Child Sex Abuse Cases, 19 J. Psychiatry & L. 185 (1991), σελ. 209.

[11] Edith Greene, Kirk Heilbrun, William H. Fortune, Michael T. Nietzel, Wrightsman’s Psychology and the Legal System 6th Edition, Thomson Wadsworth, 2007, σελ. 408.

[12]Helen L. Westcott, Graham M. Davies, Ray H.C. Bull, Children’s Testimony: A Handbook of Psychological Research and Forensic Practice, John Wiley & Sons, 2002, σελ. 118.

[13] Mason Mary Ann, A Judicial Dilemma: Expert Witness Testimony in Child Sex Abuse Cases, 19 J. Psychiatry & L. 185 (1991), σελ. 208.

[14] Helen L. Westcott, Graham M. Davies, Ray H.C. Bull, Children’s Testimony: A Handbook of Psychological Research and Forensic Practice, John Wiley & Sons, 2002, σελ. 119.

[15] Σύμφωνα με σχετική έρευνα η επανάληψη των ίδιων ερωτήσεων δημιούργησε ψευδείς αναμνήσεις στο 25% των παιδιών προσχολικής ηλικίας. Βλ. Mark Costanzo, Daniel Krauss, Forensic and Legal Psychology: Psychological Science Applied to Law, Worth Publishers, 2012, σελ. 239.