ΤΕΥΧΟΣ #5 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 2018

H Χιονάτη των παραμυθιών δημιουργεί επίδοξους εγκληματίες;

Ελευθερία Βασιλακοπούλου
Όλοι μας έχουμε με τον ένα ή τον άλλο τρόπο έρθει σε επαφή με τα παραμύθια. Πολλά τα γνωρίζουμε, πολλά τα ακούμε για πρώτη φορά και πολλά μας έχουν γίνει αγαπητά ήδη από τα παιδικά μας χρόνια μένοντας ανεξίτηλα στη μνήμη μας. Όμως σχεδόν ποτέ μερικοί δεν έχουν αναρωτηθεί ποια να είναι η βαθύτερη ουσία ενός παραμυθιού. Πόσο μάλλον να αναγνωρίσουν σε ένα παραμύθι ορισμένα εγκληματολογικά στοιχεία και εγκληματικά ένστικτα. Και αυτό γιατί ένα παραμύθι διαβάζεται με σκοπό να συνεπάρει τον αναγνώστη και να τον εισάγει σε έναν αθώο φανταστικό κόσμο.

Βέβαια αυτό τον καθαρά «αθώο» χαρακτήρα του παραμυθιού μόνο ελάχιστα καταφέρνουν να τον διατηρούν. Τα περισσότερα παραμύθια, όταν αναλύονται κυρίως στην αρχική τους διατύπωση, βρίθουν από πάθη, αντιζηλίες και μίση. Ο εγκληματικός παράγοντας δεν είναι ανάγκη να παρουσιάζεται με τη μορφή μιας δολοφονικής πράξης για να θεωρηθεί επαρκής, αφού στην περίπτωση ενός παραμυθιού η αναφορά και μόνο σε κακές διαθέσεις - που μπορεί και να μην ολοκληρώθηκαν με επιτυχία -  αρκεί.

Τα πρόσωπα στα παραμύθια δεν έχουν καλές και κακές ιδιότητες ταυτόχρονα, όπως όλοι έχουμε στην πραγματικότητα. Επειδή η πόλωση κυριαρχεί στο μυαλό του παιδιού, επικρατεί και στα παραμύθια. Ένα πρόσωπο είναι είτε καλό είτε κακό, ποτέ κάτι ενδιάμεσο. Για παράδειγμα, η μία αδερφή είναι ενάρετη και εργατική, οι άλλες κακές και τεμπέλες. Ο ένας γονιός είναι καλός ο άλλος κακός. Η παράθεση αντιθέτων επιτρέπει εύκολα στο παιδί να κατανοήσει τη μεταξύ τους διαφορά, πράγμα που θα δυσκολευόταν να κάνει αν τα πρόσωπα ήταν πιο κοντά στη ζωή. Επιπλέον οι επιλογές του παιδιού στηρίζονται όχι τόσο στο σωστό έναντι του λανθασμένου, αλλά κυρίως στο ποιο πρόσωπο του είναι συμπαθητικό και ποιο αντιπαθητικό. Όσο πιο απλός και ευθύς είναι ένας καλός χαρακτήρας, τόσο ευκολότερο είναι να ταυτιστεί το παιδί μαζί του και να απορρίψει το κακό. Ταυτίζεται με τον καλό ήρωα όχι λόγω της καλοσύνης του, αλλά γιατί η κατάσταση του ήρωα ασκεί πάνω του θετική έλξη.

Ακόμη και αν ο γονιός μαντέψει σωστά γιατί το παιδί συνδέεται συναισθηματικά με μία συγκεκριμένη ιστορία, είναι καλύτερα να κρατήσει αυτή τη γνώση για τον εαυτό του. Το να εξηγήσουμε σε ένα παιδί γιατί ένα παραμύθι του είναι τόσο σαγηνευτικό, καταστρέφει τη μαγεία της ιστορίας που εξαρτάται σε σημαντικό βαθμό από το γεγονός ότι το παιδί δε γνωρίζει γιατί θέλγεται από αυτή. Οι ερμηνείες των ενηλίκων, όσο σωστές και αν είναι, κλέβουν από το παιδί τη δυνατότητα να νιώσει ότι μόνο του, ακούγοντας επανειλημμένα την ιστορία και καθώς την ξανασκέφτεται, αντιμετωπίζει επιτυχώς μία δύσκολη κατάσταση. Το παιδί ενδέχεται να ταυτιστεί και με το τέλος μιας ιστορίας ή να θελήσει να την αλλάξει.

Και σε αυτό το σημείο ερχόμαστε στην ανάλυση του παραμυθιού της «Χιονάτης και των επτά νάνων» που θα μας απασχολήσει περαιτέρω. Η γνωστότερη εκδοχή του είναι εκείνη από την συλλογή των Αδερφών Grimm. Μερικοί λαογράφοι και μελετητές πιστεύουν ότι η Χιονάτη ήταν βασισμένη στην -τραγική- ζωή της Margarete von Waldeck, Γερμανίδας ερωμένης ενός Ισπανού πρίγκιπα. Το γνωστό σε όλους αυτό παραμύθι αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα παραμυθιών με εγκληματολογικό περιεχόμενο, καθώς κατά την αφήγησή του, πέρα από τα καθιερωμένα για ένα παραμύθι συστατικά στοιχεία της ωραιοποίησης των πραγμάτων και της προβολής ενός ιδεατού φανταστικού κόσμου, βλέπουμε και την εμφάνιση εγκληματικών ενστίκτων σε χαρακτήρες του έργου.

Όλα τα στοιχεία του παραμυθού είναι ικανά να αναπτύξουν την παιδική φαντασία. Όμως κατά πόσο κάτι τέτοιο θα λειτουργήσει λυτρωτικά για ένα παιδί και κατά πόσο είμαστε σίγουροι ότι δεν θα υπάρξει το πιο λογικό και συνηθισμένο για έναν παιδικό νου: η «παρερμηνεία»;

Tα σύμβολα στο παραμύθι της Χιονάτης 

«Μια φορά και έναν καιρό, στο καταχείμωνο, ενώ οι νιφάδες του χιονιού έπεφταν σαν πούπουλα, μια βασίλισσα καθόταν σε ένα παράθυρο που η κορνίζα του ήταν από μαύρο έβενο. Και καθώς κεντούσε κοιτάζοντας το χιόνι, τρύπησε το δάχτυλό της με τη βελόνα και τρεις σταγόνες αίμα έπεσαν πάνω στο χιόνι. Τότε η βασίλισσα σκέφτηκε: ... Πόσο θα ήθελα να είχα ένα παιδί με δέρμα άσπρο σαν το χιόνι, μάγουλα κόκκινα σαν το αίμα και μαλλιά μαύρα σαν τον έβενο...»

Έτσι ξεκινά το παραμύθι της Χιονάτης και από την πρώτη κιόλας στιγμή πλήθος συμβολισμών εμφανίζονται, παρ’ όλο που εμείς δεν τους αντιλαμβανόμαστε. Οι ενήλικες έχουν την τάση να παίρνουν στην κυριολεξία τα πράγματα που λέγονται στα παραμύθια, ενώ θα έπρεπε να τα βλέπουν ως συμβολικές αποδόσεις ζωτικών εμπειριών της ζωής. Τα παιδιά όμως καταλαβαίνουν τα σύμβολα διαισθητικά και εξάγουν τα δικά τους συμπεράσματα.

Χαρακτηριστική αποσαφήνιση κάποιων από τους σημαντικότερους συμβολισμούς του έργου στο σύνολό του αποτελούν οι εξής:

  1. ο κυνηγός → τα παιδιά φοβούνται τα άγρια ζώα. Μόνο ένας κυνηγός θα μπορούσε να διώξει μακριά τα απειλητικά θηρία, γι’ αυτό και στα παραμύθια ο κυνηγός έχει πάντα τη θέση του προστάτη. Στο παραμύθι ένας κυνηγός εναντιώνεται στη θέληση της βασίλισσας και δεν σκοτώνει την Χιονάτη, όπως διατάχτηκε, αλλά την εγκαταλείπει ζωντανή στο δάσος.
  2. οι πειρασμοί → η ευκολία με την οποία η Χιονάτη επιτρέπει επανειλημμένα στον εαυτό της να υποκύπτει στους πειρασμούς της μητριάς (άλλοτε ένα χτενάκι, άλλοτε ένα μήλο), παρά τις προειδοποιήσεις των νάνων, συμβολίζει την ανωριμότητα της να αντιμετωπίσει τις δυσκολίες της εφηβείας.

Στην περίπτωση μας, από την αρχή κιόλας του παραμυθιού παρατηρούμε τη ζήλια της μητριάς προς τη Χιονάτη εξαιτίας της ιδιαίτερης ομορφιάς της κόρης. Όμως, θα ήταν παράλογο φυσικά να θεωρήσουμε κάτι τέτοιο ως εγκληματικό. Απλώς το γεγονός της ζήλιας καθίσταται η νόρμα μας για να συνεχίσουμε ενδότερα. Η βασική ένδειξη εγκληματικής συμπεριφοράς σε αυτό το σημείο είναι η επιθυμία της μητριάς να σκοτώσει για το λόγο αυτό την θετή κόρη της με κάθε τρόπο. Οι εγκληματικοί στόχοι της μητριάς γίνονται πλέον εμφανείς και μπορούμε σίγουρα να μιλάμε για οργανωμένες απόπειρες δολοφονίας της κόρης της.

Το υποσυνείδητό του μπορεί να λειτουργήσει αφοπλιστικά για την μετέπειτα εξέλιξη του συνδυάζοντας, συνήθως αναπόφευκτα, κάποια μηδαμινή (αλλά παρ’ όλα αυτά υπαρκτή) συμπεριφορά πιθανώς της μητέρας προς το ίδιο, η οποία το στεναχώρησε και του προκάλεσε αρνητικά συναισθήματα. Μπορεί να αισθανθεί και το ίδιο το παιδί απόρριψη και έλλειψη αγάπης από την πλευρά του προσώπου της μητέρας ή και γενικότερα του γονέα. Πόσο μάλλον, όταν επρόκειτο για παιδί στερημένο αγάπης. Τέτοιες περιπτώσεις παιδιών, δηλαδή παιδιά που ίσως να έχασαν τον ένα γονέα ή να εγκαταλείφτηκαν από αυτόν ή και να κακοποιήθηκαν από αυτόν, πρέπει να φροντίζεται να προσεγγιστούν με αποτελεσματικότερο τρόπο.

Ένα τέτοιο παιδί είναι πάρα πολύ πιθανό να οδηγηθεί σε απόλυτη ταύτιση με την αντιμετώπιση που δέχεται η Χιονάτη. Θα παρασυρθεί. Θα στεναχωρηθεί. Θα αποζητήσει την αιτία της παραμέλησής του. Δεν θα καταφέρει λογικά να το εξηγήσει. Θα οδηγηθεί σε λάθη. Θα πληγωθεί. Θα οργισθεί. Στο τέλος, και πιθανώς σε μεγαλύτερη ηλικία που θα έχει διαμορφώσει κάποιου είδους ολοκληρωμένη συμπεριφορά, θα θελήσει ίσως ακόμα και να εκδικηθεί. Υπερβολική προσέγγιση, αλλά δεν καθίσταται και αδύνατη. Άλλωστε, όπως είπαμε, τα παραμύθια είναι βαθιά επηρεασμένα από την πραγματικότητα και προβάλλουν, αν μη τι άλλο, μύχιες αλήθειες της.

Στο παραμύθι της Χιονάτης υπάρχει διάχυτη σωματική βία που κορυφώνεται σε δύο περιστάσεις: όταν η βασίλισσα μητριά ζητά από τον κυνηγό τα όργανα της Χιονάτης (πνεύμονα και συκώτι) και όταν η μητριά βρίσκει φρικτό θάνατο φορώντας τα πυρωμένα σιδερένια παπούτσια. -Σημαντικό είναι σε αυτό το σημείο να τονίσουμε ότι κατά καιρούς και με το πέρασμα των χρόνων το παραμύθι της Χιονάτης έχει υποστεί πλήθος διασκευών, που έχουν αλλοιώσει την αρχική γλαφυρή και ανατριχιαστική, συνάμα, περιγραφή του. Το παραμύθι που θυμόμαστε όλοι μας σήμερα διαφέρει σε πολλά σημεία του από την αρχική του έκδοση, κάτι βέβαια απόλυτα λογικό και ίσως και υποχρεωτικό για την επιβίωσή του.

Ο θάνατος, ή αλλιώς ο λήθαργος, της Χιονάτης αποτελεί ξεκάθαρα το αποτέλεσμα των εγκληματικών ενεργειών της μητριάς εναντίον της Χιονάτης και μέχρι να γνωρίσουμε το τέλος του παραμυθιού αφηνόμαστε μετέωροι και πεπεισμένοι ότι το κακό τελικά επιτεύχθηκε και κανείς δεν κατάφερε να το εμποδίσει. Πλέον δεν πρόκειται για απόπειρα αλλά για πράξη που εκτελέσθηκε με κάθε εγκληματική επιτυχία. Όμως για να δεθεί αυτή με τον κόσμο του παραμυθιού, στον οποίο και εντάσσεται, πρέπει να επέλθει με κάποιο τρόπο η λύτρωση του ήρωα, η οποία στην περίπτωσή μας έπεται της έλευσης του βασιλόπουλου.

Μια άλλη προσωπικότητα του παραμυθιού, που εμφανίζεται όμως περιέργως βουβή και αμέτοχη, είναι αυτή του βασιλιά. Ένας πατέρας, ο οποίος με την παθητική του στάση δημιουργεί προβλήματα επιβίωσης στην ηρωίδα. Αντί να θελήσει να ενδιαφερθεί γι’ αυτήν επιλέγει συνειδητά να την παραμελήσει και να οδηγήσει (κατά κάποιον τρόπο σιωπηλά συνομολογήσει με την γυναίκα του) την τύχη της Χιονάτης στον θάνατο. Ίσως να μπορούσαμε να πούμε ότι πρόκειται και για κάποιου είδους συνενοχή του βασιλιά ως προς την διάπραξη του εγκλήματος.

Όλα αυτά έχουν σημασία, γιατί είναι ευρέως γνωστό ότι τάση προς εγκληματική συμπεριφορά φανερώνουν άτομα κυρίως παραμελημένα ή κακοποιημένα κατά την παιδική τους ηλικία, κάτι το οποίο θα μπορούσε δηλαδή να οδηγήσει ένα παιδί στην ταύτιση της αμέλειας ενός «μυθικού» γονέα με τον γονέα που έχει απέναντί του στην πραγματική του ζωή.

Το παραμύθι μεταδίδει εμφανή αλλά και καλυμμένα νοήματα, μιλά σ’ όλα τα επίπεδα της ανθρώπινης προσωπικότητας, επικοινωνώντας μ’ έναν τρόπο που προσεγγίζει τόσο το καλλιεργημένο μυαλό του ενηλίκου όσο και το ανεκπαίδευτο μυαλό του παιδιού. Η παρουσίαση βίας και εγκλημάτων σε ένα παραμύθι δεν το καθιστά, κατά τη γνώμη μου, απαγορευτικό για ένα παιδί. Εναπόκειται στις δεξιότητες του γονέα να αντιληφθεί εάν κάτι πρέπει να διαβαστεί λίγο διαφορετικά, λίγο πιο παραμυθένια θα έλεγα, και όχι τόσο ωμά και βίαια.

Και βέβαια μην ξεχνάμε ότι το παραμύθι για τα παιδιά δεν είναι μόνο το κείμενο, οι λέξεις και οι εικόνες, αλλά και η πράξη της αφήγησης. Μία απλή κενής ουσίας διήγηση δεν διδάσκει, δεν μεταδίδει κάποιο νόημα στο παιδί. Ίσως ακόμα και να το μπερδέψει. Γι’ αυτό δεν πρέπει να ψάχνουμε για το τέλειο παραμύθι αλλά για το συμμετοχικό εκείνο παραμύθι, που κάνει το παιδί να δημιουργεί με το δικό του τρόπο την ιστορία και να καθοδηγεί αυτό την εξέλιξή της.

__________________________________________________________________________________

*Η Ελευθερία Βασιλακοπούλου είναι Κοινωνιολόγος.

[1] Μισαηλίδη Π., Η θεωρία των παιδιών για το νου, εκδ. ΤΥΠΩΘΗΤΩ
[2] Elliade M. (1994), ΜΤΦΡ, Εικόνες και Σύμβολα. Το συλλογικό υποσυνείδητο, Αθήνα, εκδ. Αρσενίδης
[3] Girardot, N. J. (1977). Initiation and Meaning in the Tale of Snow White and the Seven Dwarfs. The Journal of American Folklore, Vol. 90, No. 357 (Jul – Sep 1977), 274-300
[4] Grimm, J. &V. (2006), ΜΤΦΡ, Τα παραμύθια των αδελφών Γκρίμμ. (Τόμος Α΄) Αθήνα: Άγρα
[5] Peter Mitchell, Kevin J. Riggs, Children’s reasoning and the mind, Psychology press
[6] Tatar M. (1987), The Hard Facts of the Grimm’s Fairy Tales. Princeton, NJ: Princeton University Press (second expanded edition)
[7] Zipes, J. (1994). Fairy Tale as Myth, Myth as Fairy Tale. Lexington:  University of Kentucky Press